ΖΩΡΖ ΜΠΡΑΚ - Georges Braque (13 Μαΐου 1882 – 31 Αυγούστου 1963)

 


Ο Ζωρζ Μπρακ (Georges Braque, 13 Μαΐου 1882 – 31 Αυγούστου 1963) ήταν Γάλλος ζωγράφος, γλύπτης, χαράκτης και σκηνογράφος, από τις ηγεμονικές φυσιογνωμίες της εικαστικής δημιουργίας του 20ου αιώνα και ένας από τους θεμελιωτές του κινήματος τουκυβισμού μαζί με τον Πάμπλο Πικάσο.
Ο Μπρακ γεννήθηκε στο Αρζαντέιγ του Σεν-ε-Ουάζ (Seine-et-Oise) της Γαλλίας αλλά μεγάλωσε στην Χάβρη, όπου και σπούδασε στην Σχολή Καλών Τεχνών την περίοδο 1897 -1899. Συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι και το 1902 παρακολούθησε μαθήματα στην Ακαδημία Humbert, όπου γνωρίστηκε με τον Φράνσις Πικαμπιά.
Violin and Palette 
Τα πρώτα έργα του Μπρακ χαρακτηρίζονται ως ιμπρεσιονιστικά  αλλά σύντομα το ύφος του δανείζεται στοιχεία και από το κίνημα των φωβιστών, ιδρυτής του οποίου θεωρείται ο Ανρί Ματίς. Το διάστημα 1909-1911, εργάστηκε μαζί με τον Πικάσο πάνω στην ανάπτυξη του κυβισμού.Επιπλέον, ο Μπρακ είναι ο εμπνευστής της τεχνικής των παπιέ κολέ (κολλημένων χαρτιών ή αλλιώς κολάζ), με το έργο του Πιάτο του φαγητού και ποτήρι (1912). Η συνεργασία του με τον Πικάσο έληξε περίπου το 1914.
Κατά την περίοδο του Α' Παγκοσμίου πολέμου, ο Μπρακ πολέμησε και τραυματίστηκε σοβαρά. Μεταπολεμικά, συνέχισε να εκπροσωπεί το κυβιστικό ρεύμα, πάνω σε περισσότερο αφηρημένα στοιχεία, θεμελιώνοντας τον λεγόμενο συνθετικό κυβισμό. Παράλληλα με τη ζωγραφική, τα έργα του περιλαμβάνουν λιθογραφίες, χαρακτικά καθώς και γλυπτά.

Χαρακτηριστικά των έργων του

"Δεν υπάρχει στην τέχνη παρά ένα πράγμα που αξίζει: αυτό που δεν μπορεί να εξηγηθεί", υποστήριζε ο Ζωρζ Μπρακ. Γεωμετρικό λεξιλόγιο, αντιρρεαλιστικά χρώματα, άλλοτε ασκητικά άλλοτε έντονα, σχηματοποίηση των μορφών (άνθρωποι και νεκρές φύσεις με μουσικά όργανα), πολλοί πίνακες με θέμα τα πουλιά, υπαινικτικά, συμβολικά στοιχεία χαρακτηρίζουν την τέχνη ενός μεγάλου δημιουργού που άφησε την τελευταία του πνοή στις31 Αυγούστου του 1963 στο Παρίσι, σε ηλικία 81 ετών https://el.wikipedia.org/



  Landscape near Antwerp (1906)

The Great Trees

 Harbour in Normandy

 Glass on a Table

  Woman Reading


Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/













Μπέντριχ Σμέτανα ( 2 Μαρτίου 1824 - 12 Μαΐου 1884 )

 

Ο Μπέντριχ Σμέτανα γεννήθηκε στις 2 Μαρτίου του 1824 στο Λιτομίσλ, στη βορειοανατολική Βοημία (σημερινή Τσέχικη Δημοκρατία). Ο πατέρας του Φράντισεκ, ήταν ο καλύτερος ζυθοποιός της περιοχής και ο Μπέντριχ ήταν το ενδέκατο από τα 18 παιδιά που απέκτησε από τρεις γάμους. Η Βοημία ήταν τότε μια επαρχία της πανίσχυρης αυστριακής αυτοκρατορίας και επίσημη γλώσσα ήταν η Γερμανική. Ο Μπέντριχ δεν άκουσε ποτέ την οικογένεια Σμέτανα να μιλάει Τσέχικα.
Όταν έδειξε το πρώιμο μουσικό του ταλέντο, ο πατέρας του, ερασιτέχνης βιολιστής, έγινε ο πρώτος του δάσκαλος. Στα πέντε του χρόνια, ο Μπέντριχ έπαιζε βιολί σε ένα κουαρτέτο. Έκανε την πρώτη δημόσια εμφάνισή του ως πιανίστας, σε μια τοπική συναυλία, σε ηλικία έξι χρονών.
Όταν ο Φράντισεκ διορίστηκε ζυθοποιός του Κόμη Τσέρνιν το 1831, μετακόμισε με την οικογένειά του στο Τζίντριχουβ Χράντεκ, 100 μίλια μακριά, όπου ο Μπέντριχ συνέχισε τα μαθήματα μουσικής με τον τοπικό οργανίστα. Οι πρώτες γνωστές συνθέσεις του Μπέντριχ είναι από αυτήν την περίοδο, όταν δηλαδή ήταν περίπου εννέα χρονών.
Το 1835 ο Φράντισεκ αγόρασε ένα κτήμα στην εξοχή. Η περιοχή ήταν διαποτισμένη από την ιστορία και τους θρύλους και ο νεαρός Μπέντριχ γοητεύτηκε από τις αφηγήσεις για τους Τσέχους ήρωες. Άκουγε επίσης τους εργάτες στο κτήμα να μιλούν Τσέχικα και πέρασε πολλά βράδια ακούγοντας τα τραγούδια τους και παρακολουθώντας τους χορούς τους.

Το 1839 ο πατέρας του εξασφάλισε στον 15άχρονο Μπέντριχ μια θέση σε ένα περίφημο σχολείο της Πράγας, αλλά ο Μπέντριχ θαμπωμένος από τη μεγαλύτερη πόλη της Βοημίας, παραμελούσε τις σπουδές του για να παρακολουθεί τις συναυλίες. Ο Φράντισεκ τον έστειλε σε ένα σχολείο στο Πίλσεν, σε κάποιο θείο του, με την καθοδήγηση του οποίου ήλπιζε ότι ο γιος του θα αποκτούσε μια καλή εκπαίδευση. Αλλά οι επιδόσεις του Μπέντριχ παρέμειναν μέτριες.
Τα μουσικά χαρίσματα του νεαρού Μπέντριχ βρήκαν εντούτοις θιασώτες στην καλή κοινωνία του Πίλσεν και συχνά τον καλούσαν να παίξει πιάνο στους χορούς. Παρόλο που δεν ήταν όμορφος, η ευχάριστη προσωπικότητά του κέρδιζε το θαυμασμό των νεαρών γυναικών. Το 1842 ο Μπέντριχ ερωτεύτηκε παράφορα μια παιδική του φίλη που είχε ξανασυναντήσει τον προηγούμενο χρόνο. Η Κατερίνα Κολάροβα ήταν μια ολοκληρωμένη πιανίστα και ο συνεπαρμένος 18άχρονος Μπέντριχ έγραψε για τους δυο τους ένα ντουέτο για πιάνο.
Το 1843 ο Μπέντριχ, αφού πέρασε τις εξετάσεις του, εγκατέλειψε το σχολείο. Ήταν βέβαιος ότι στην Πράγα τον περίμενε η επιτυχία. Η πατρική περιουσία είχε εξαντληθεί και ο Μπέντριχ είχε τόσο λίγα χρήματα που δεν του έφταναν ούτε για να νοικιάσει ένα πιάνο. Αλλά τα χρήματα δεν ήταν το μοναδικό του πρόβλημα. Η συνθετική του δραστηριότητα εμποδιζόταν από την παντελή έλλειψη μουσικής θεωρητικής κατάρτισης.
Το 1844 έπεισε τον διακεκριμένο δάσκαλο Γιόζεφ Προξ να τον διδάξει. Ο Μπέντριχ κατόπιν εξασφάλισε τη θέση του οικοτρόφου δασκάλου του πιάνου στην υπηρεσία του Κόμη Λέοπολντ Θουν. Άρχισε να παρευρίσκεται στις δεξιώσεις της αριστοκρατίας, όπου γνώρισε τον Μπερλιόζ και τον Σούμαν.
Αναθαρρημένος από τις νέες συνθήκες, προγραμμάτισε το 1847 μια σειρά ρεσιτάλ. Αλλά όταν στο πρώτο από αυτά έπαιξε σε μια σχεδόν άδεια αίθουσα, εγκατέλειψε την περιοδεία. Απελπισμένος - είχε φύγει από την υπηρεσία του Κόμη και δεν είχε εισοδήματα - έστειλε τα χειρόγραφά του στο Λιστ το 1848 ζητώντας να του βρει εκδότη και να τον χρηματοδοτήσει. Εντυπωσιασμός από το έργο του Σμέτανα, ο Λιστ εξέδωσε τη μουσική του τελικά το 1851 αλλά δεν του έστειλε χρήματα.
Το έτος 1848 ήταν το έτος μιας κρίσιμης καμπής. Παρά τον πυριφλεγή πατριωτισμό του ο Σμέτανα συνέχιζε να μιλά Γερμανικά και να συνθέτει σε αυτό το ύφος. Όταν όμως η επανάσταση ενάντια στην Αυστριακή κυριαρχία έφτασε στην Πράγα, κατέβηκε στα οδοφράγματα και ορκίστηκε να υποστηρίξει την εθνική ταυτότητα της χώρας του με τη μουσική του - άνοιξε μάλιστα και μια δική του μουσική σχολή. Παρόλα αυτά δεν έμαθε καλά την Τσέχικη γλώσσα πριν το 1861.
Στις 27 Αυγούστου του 1849 παντρεύτηκε το μεγάλο του έρωτα, την Κατερίνα και σύντομα απέκτησε τέσσερις κόρες. Πέθαναν όλες εκτός από μία, ανάμεσα στο 1854 και το 1856. Ως αποκορύφωμα αυτής της δυστυχίας, η Κατερίνα έπαθε φυματίωση και οι οικονομίες του Σμέτανα εξαντλήθηκαν. Έτσι όταν του πρότειναν μια θέση δασκάλου του πιάνου στο μακρινό Γκέτεμποργκ της Σουηδίας, εγκατέλειψε την Πράγα, τον Οκτώβριο του 1856.
Τα πράγματα άρχισαν να βελτιώνονται για το Σμέτανα. Τα ρεσιτάλ του είχαν απήχηση και η μουσική σχολή του, δύο μήνες μετά την άφιξή του είχε υπεράριθμους μαθητές. Η οικογένεια φαινόταν να έχει ριζώσει στο Γκέτεμποργκ, αλλά το καλοκαίρι του 1858 η φυματίωση της Κατερίνα επιδεινώθηκε και ο Σμέτανα ένιωσε ότι δε θα αντέξει άλλον έναν κρύο χειμώνα στο βορρά. Είχε δίκιο. Στις 19 Απριλίου του 1859, σε μια στάση στη Δρέσδη, του μεγάλου ταξιδιού της επιστροφής στην πατρίδα, η Κατερίνα πέθανε.
Ο Σμέτανα συντετριμμένος από τον πρόωρο θάνατο της γυναίκας του αφοσιώθηκε στη σύνθεση. Συμφώνησε με την πρόταση του Λιστ να παρακολουθήσει μια σειρά συναυλιών στη Λειψία προτού τον επισκεφθεί στη Βαϊμάρη, όπου πρωτοπαρουσίασε το Τρίο για Πιάνο.
Ο Σμέτανα ξεπέρασε τη θλίψη του και το Σεπτέμβρη επέστρεψε στη Σουηδία, όπου αρραβωνιάστηκε τον ίδιο μήνα την Μπετίνα Φερντινάντοβα, την οποία παντρεύτηκε τον επόμενο Ιούλιο. Το 1860 ήταν περίοδος πολιτικών αλλαγών για τη Βοημία. Η παρακμή της Αυστριακής αυτοκρατορίας ευνοούσε την ανεξαρτητοποίηση του Τσέχικου έθνους και ο Σμέτανα ήθελε να λάβει ενεργό μέρος στον αγώνα. Εγκατέλειψε τη Σουηδία κι έφτασε στην Πράγα το Μάιο του 1861.
Ο Σμέτανα υποδέχτηκε με χαρά την είδηση πως το Προσωρινό Θέατρο της Πράγας θα ανέβαζε στο εξής τσέχικες όπερες και άρχισε να πειραματίζεται στο νέο ύφος. Αλλά το τσέχικο κατεστημένο τον θεωρούσε πολύ ριζοσπαστικό και έτσι έχασε αρκετές σημαντικές ευκαιρίες.
Με την πρώτη του όπερα, Οι Βρανδεμβούργοι στη Βοημία, το 1866, διέψευσε την προηγούμενη αδιαφορία των κριτικών. Η όπερα είχε άμεση επιτυχία και τον καθιέρωσε μέσα σε μια νύχτα, ως τον κατεξοχήν Τσέχο συνθέτη.
Ο Σμέτανα διορίστηκε προϊστάμενος διευθυντής του Προσωρινού Θεάτρου παρά τις αντιδράσεις των πολεμίων του. Μέχρι το 1872 έγιναν πολλές προσπάθειες να εκτοπιστεί αλλά είχε αφοσιωμένους υποστηρικτές μεταξύ των οποίων και το νεαρό συνθέτη Ντβόρζακ κι έτσι διατήρησε τη θέση του.

Bedřich Smetana Among his Friends, 1865; oil painting by František Dvořák

Το 1874 η υγεία του Σμέτανα κατέρρευσε. Το έλκος, τα προβλήματα με το λαιμό του και τα εξανθήματα στο σώμα του, επιβεβαίωσαν την ύπαρξη σύφιλης. Η ασθένειά του δηλώθηκε για την περιέργεια του κοινού ως "νευρικός κλονισμός" και του συστήθηκε απόλυτη ανάπαυση. Ο Σμέτανα ανάρρωσε αλλά η ακοή του είχε καταστραφεί. Ο συνθέτης έχασε εντελώς την ακοή του τον Οκτώβριο του 1874 αφού προηγουμένως υπέφερε το βασανιστήριο του αφόρητου, αδιάκοπου βουίσματος στα αυτιά.
Η κατάσταση του Σμέτανα δεν του επέτρεπε να συνθέτει πάνω από μια ώρα κάθε φορά και αδυνατούσε να συγκεντρωθεί. Αυτός και η Μπετίνα άφησαν το διαμέρισμά τους και πήγαν να μείνουν με την παντρεμένη κόρη τους έξω από την Πράγα.
Το 1882 ο Σμέτανα έπαθε άνοια. Δεν μπορούσε να θυμηθεί τις συνθέσεις του. Εξακολουθούσε να παράγει έργο, όπως το Κουαρτέτο Εγχόρδων αρ.2 στις αρχές του1883, αλλά η φθορά συνεχίστηκε. Άρχισε να έχει παρακρούσεις κι έπρεπε να τον προσέχουν για να μην αυτοκτονήσει. Τον Απρίλιο του 1884 κλείστηκε σε ένα άσυλο ανιάτων στην Πράγα, όπου πέθανε στις 12 Μαΐου. Έμεινε στην ιστορία ως ο πρώτος αληθινός Τσέχος συνθέτης.

(Orbis Publishing Limited, μετάφραση: Γιάννης Χαραλαμπίδης)












ΟΥΜΒΕΡΤΟΣ ΑΡΓΥΡΟΣ - ΠΙΝΑΚΕΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ

 

Ο Ουμβέρτος Σ. Αργυρός (Καβάλα, 1882 ή 1884 – Αθήνα, 1963) ήτανΈλληνας ιμπρεσιονιστής ζωγράφος.
Γεννήθηκε στην Καβάλα ενώ η οικογένεια του καταγόταν από τη Νιγρίτα.Σπούδασε από το 1900 ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, με δάσκαλους τους Νικηφόρο Λύτρα και Γεώργιος Ροϊλό και αποφοίτησε με άριστα το 1904. Αργότερα έλαβε υποτροφία και συνέχισε τις σπουδές του στην Ακαδημία του Μονάχου από το 1907 ως το 1911. Παρέμεινε στην Γερμανίαμέχρι το 1929 πραγματοποιώντας ταυτόχρονα μεγάλο ταξίδι εκπαιδευτικού χαρακτήρα στην Ευρώπη, την Ελλάδα και τη Μέση Ανατολή.[2] Το 1929επέστρεψε στην Ελλάδα και εκλέχτηκε τακτικός καθηγητής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, ενώ αργότερα διετέλεσε υποδιευθυντής και τρεις φορές διευθυντής της.
Στο εργαστήριό του, μαθήτευσαν πολλοί μετέπειτα σημαντικοί Έλληνες καλλιτέχνες, όπως οι Βλάσης Κανιάρης, Φώτης Ζαχαρίου, Τηλέμαχος Κάνθος,Χρήστος Καπράλος, Γιώργος Μανουσάκης, Γιάννης Μόραλης, Νίκη Καραγάτση, Νίκος Νικολάου, Θωμάς Φανουράκης, Γιάννης Σπυρόπουλος, κ.ά.
Κατά την διάρκεια του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, έλαβε εντολή από την κυβέρνηση Μεταξά να πάει στο μέτωπο ως επίσημος πολεμικός εικονογράφος, μαζί με τον γλύπτη Φωκίωνα Ρωκ. Από την επίσκεψή του στο μέτωπο, δημιούργησε 32 πίνακες που απεικονίζουν το Έπος του 1940 και που σήμερα στολίζουν το Πολεμικό Μουσείο της Αθήνας. Το 1952, η Ακαδημία Αθηνών τού απένειμε το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών και το 1959 τον εξέλεξε τακτικό της μέλος.
Κατά τη διάρκεια της καλλιτεχνικής του διαδρομής έλαβε μέρος σε ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό (Γερμανία, Μπιενάλε της Βενετίας τα έτη 1934 και 1936, κλπ) ενώ το 1925 παρουσίασε την πρώτη του ατομική έκθεση στην αίθουσα του φιλολογικού συλλόγου Παρνασσού. Πέθανε στην Αθήνα το 1963. Προτομή του υπάρχει στο Δημοτικό Πάρκο της Καβάλας ενώ η διώροφη οικία του αγόρασε στις Σέρρες λίγα χρόνια πριν το θάνατο του, αποτελεί αξιοθέατο της πόλης.Έργα του βρίσκονται σε διάφορα μουσεία και ιδρύματα όπως η Εθνική Πινακοθήκη, η Δημοτική Πινακοθήκη Λάρισας κλπ.

Ο Αργυρός ανήκει στη σχολή των ιμπρεσιονιστών.Κατά τα πρώτα χρόνια της σταδιοδρομίας του καταπιάστηκε με θέματα μυθολογικού και συμβολικού περιεχομένου ενώ τα επόμενα χρόνια δημιούργησε έργα με προσωπογραφίες, εικόνες της καθημερινότητας, γυμνά και εσωτερικούς χώρουςhttps://el.wikipedia.org/



 Χαϊδελβέργη

  Καλοκαίρι. 

 Στην παραλία.

  Στην ακρογιαλιά

 Δύο κοπέλες στη βάρκα στον ποταμό Isar. 1912-1928.

Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/










ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ ( 1911 - 12 Μαΐου 1992)

 

Ο Νίκος Γκάτσος (8 Δεκεμβρίου 1911 - 12 Μαΐου 1992) ήταν σημαντικός Έλληνας ποιητήςμεταφραστής και στιχουργός
Ο Νίκος Γκάτσος γεννήθηκε στην Ασέα Αρκαδίας από τους αγρότες Γεώργιο Γκάτσο και Βασιλική Βασιλοπούλου. Σε ηλικία πέντε ετών έμεινε ορφανός από πατέρα, ο οποίος, από τους πρώτους μετανάστες στην Αμερική, πέθανε στο πλοίο και τον πέταξαν στον Ατλαντικό.
Τέλειωσε το Δημοτικό στην Ασέα και το Γυμνάσιο στην κοντινή Τρίπολη, όπου γνώρισε τα λογοτεχνικά βιβλία, τις μεθόδους αυτοδιδασκαλίας ξένων γλωσσών, το θέατρο και τον κινηματογράφο. Έτσι, όταν το 1930 μετέβη στην Αθήνα για να εγγραφεί στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (διέκοψε μετά το δεύτερο έτος), ήξερε αρκετά καλά Αγγλικά και Γαλλικά, είχε μελετήσει τον Παλαμά, τον Σολωμό και το δημοτικό τραγούδι και παρακολουθούσε τις νεωτεριστικές τάσεις στην ποίηση της Ευρώπης.
Στην Αθήνα εγκαταστάθηκε με τη μητέρα του και την αδερφή του και άρχισε να έρχεται σε επαφή με τους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής. Πρωτοδημοσίευσε ποιήματά του, μικρά σε έκταση και με κλασικό ύφος, στα περιοδικά «Νέα Εστία» (1931-32) και «Ρυθμός» (1933). Την ίδια περίοδο δημοσίευσε κριτικά σημειώματα στα περιοδικά «Μακεδονικές Ημέρες», «Ρυθμός» και «Τα Νέα Γράμματα» (για τον Κωστή Μπαστιά, την Μυρτιώτισσα και τον Θράσο Καστανάκη αντίστοιχα), ενώ αργότερα συνεργάστηκε με τα «Καλλιτεχνικά Νέα» και τα «Φιλολογικά Χρονικά». Καθοριστική υπήρξε η γνωριμία του με τον Οδυσσέα Ελύτη το 1936. Συνδέθηκε με το ρεύμα του ελληνικού υπερρεαλισμού.
Το μοναδικό βιβλίο που εξέδωσε όσο ζούσε είναι η ποιητική σύνθεση «Αμοργός» (Αετός, 1943), η οποία θεωρείται κορυφαία δημιουργία του ελληνικού υπερρεαλισμού με επίδραση στους νεότερους ποιητές,σημαδεύοντας την σύγχρονη ελληνική ποίηση. Έκτοτε δημοσίευσε τρία ακόμη ποιήματα: το «Ελεγείο» (1946, περ. Φιλολογικά Χρονικά) και το «Ο ιππότης κι ο θάνατος» (1947, περ. Μικρό Τετράδιο), που από το 1969 και μετά περιέχονται στο βιβλίο «Αμοργός», και το «Τραγούδι του παλιού καιρού» (1963, περ. Ο Ταχυδρόμος), αφιερωμένο στον Γιώργο Σεφέρη.

 Φοιτητής (δεξιά στη φωτογραφία), επισκέπτεται την Ασέα το 1930.
(Από τη Μαρία Φράγκου). Πηγή: 
www.lifo.gr

Ο Γκάτσος ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη μετάφραση θεατρικών έργων, κυρίως για λογαριασμό του Εθνικού Θεάτρου, του Θεάτρου Τέχνης και του Λαϊκού Θεάτρου. Αφορμή υπήρξε το έργο «Ματωμένος γάμος» του Ισπανού ποιητή Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, που το μετέφρασε το 1943, εκδόθηκε από τον Ίκαρο το 1945 και ανέβηκε από τον Κάρολο Κουν στο Θέατρο Τέχνης το 1948. Μετέφρασε δύο ακόμη θεατρικά έργα του Λόρκα, «Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» (1954) και «Ο Περλιμπλίν και η Μπελίσα» (1959), και όλα μαζί με τις μεταφράσεις των ποιημάτων «Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσιεθ Μεχίας» και «Παραλογή του μισούπνου» από το 1990 και μετά εκδίδονται συγκεντρωμένα στον τόμο: Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, «Θέατρο και ποίηση», απόδοση Νίκου Γκάτσου. Μετέφρασε, επίσης, επτά μονόπρακτα του Τεννεσσή Ουίλλιαμς (1955-59), τη «Φουέντε Οβεχούνα» του Λόπε δε Βέγα (1959), τον «Ιώβ» του Άρτσιμπαλντ Μακ Λης (1959), τον «Πατέρα» του Αυγούστου Στρίντμπεργκ (1962), το «Ταξίδι μιας μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα« του Ευγένιου Ο΄Νηλ (1965) και άλλα που εκδίδονται σταδιακά από τις Εκδόσεις Πατάκη. Παράλληλα και για βιοποριστικούς λόγους συνεργάστηκε με την «Αγγλοελληνική Επιθεώρηση» ως μεταφραστής και με την Ελληνική Ραδιοφωνία ως μεταφραστής, διασκευαστής και ραδιοσκηνοθέτης.,
Η μεγάλη συνεισφορά του Γκάτσου, ωστόσο, είναι στο τραγούδι ως στιχουργού. Έφερε την ποίηση στον στίχο και κατάφερε να δώσει, κυρίως μέσω της συνεργασίας του με τον Μάνο Χατζιδάκι, τον κανόνα του ποιητικού τραγουδιού. Συνεργάστηκε, επίσης, με τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Σταύρο Ξαρχάκο, τον Δήμο Μούτση, τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, τον Χριστόδουλο Χάλαρη, καθώς και με νεώτερους συνθέτες. Γράφοντας συνήθως πάνω στη μελωδία, με πρώτο το «Χάρτινο το φεγγαράκι», μίλησαν στις καρδιές του κόσμου πολλά μεμονωμένα τραγούδια του, καθώς κυκλοφορούσαν σε δισκάκια 45 στροφών, αλλά και ως αυτούσιοι κύκλοι όπως η «Μυθολογία» (1965), το «Ένα μεσημέρι» (1966), η «Επιστροφή» (1970), το «Σπίτι μου σπιτάκι μου» (1972), οι «Δροσουλίτες» 1975, η «Αθανασία» (1976), «Τα παράλογα» (1976), το «Ρεμπέτικο» (1983), η «Ενδεκάτη εντολή» (1985) ή οι «Αντικατοπτρισμοί» (1993). Το σύνολο του στιχουργικού του έργου βρίσκεται συγκεντρωμένο στον τόμο «Όλα τα τραγούδια» (εκδ. Πατάκη, 1999).
Ποιήματα και στίχοι του έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, Γαλλικά, Δανέζικα, Ισπανικά, Ιταλικά, Καταλανικά, Κορεατικά, Σουηδικά, Τουρκικά, Φινλανδικά.
Το 1987 τιμήθηκε με το Βραβείο του Δήμου Αθηναίων για το σύνολο του έργου του, ενώ το 1991 του απονεμήθηκε ο τίτλος του Αντεπιστέλλοντος Μέλους της Βασιλικής Ακαδημίας Καλών Γραμμάτων της Βαρκελώνης για τη συμβολή του στη διάδοση της ισπανικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα.

Εργογραφία

(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις) 

Ι.Ποίηση
• Αμοργός. Αθήνα, Αετός, 1943.
ΙΙ.Μεταφράσεις
• Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, Ματωμένος γάμος. Αθήνα, Ίκαρος, 1945.
• Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, Περλιμπλίν και Μπελίσα. Αθήνα, Ίκαρος, 1960.
• Ευγένιος Ο’ Νηλ, Ταξίδι μακριάς μέρας μέσα στη νύχτα. Αθήνα, 1965.
• Στρίντμπεργκ Α., Ο πατέρας. Αθήνα, Ίκαρος, 1996.
ΙΙΙ.Συγκεντρωτικές εκδόσεις
• Λόρκα, Ποίηση και θέατρο · Μετάφραση Νίκου Γκάτσου. Αθήνα, Ίκαρος, 1990. 
• Φύσα αεράκι φύσα με, μη χαμηλώνεις ίσαμε… Αθήνα, Ίκαρος, 1992.
• Δάνεισε τα μετάξια στον άνεμο. Αθήνα, Ίκαρος, 1994. 1. Για αναλυτικότερα εργογραφικά στοιχεία για το Νίκο Γκάτσο βλ. Μανδηλαράς Φίλιππος- Πασσιά Αγγλεική, «Νίκος Γκάτσος: », Ελίτροχος11, Χειμώνας 1996-1997, σ.8-13 και Μπουρναζάκης Κώστας, «Για τον Νίκο Γκάτσο», Ελίτροχος13, Φθινόπωρο 1997, σ.73-75.





ΑΜΟΡΓΟΣ - Αποσπάσματα

...Τι να μου κάμει η σταλαγματιά που λάμπει στο μέτωπο σου;
Το ξέρω πάνω στα χείλια σου έγραψε ο κεραυνός τ' όνομα του
Το ξέρω μέσα στα μάτια σου έχτισε ένας αητός τη φωλιά του
Μα εδώ στην όχτη την υγρή μόνο ένας δρόμος υπάρχει
Μόνο ένας δρόμος απατηλός και πρέπει να τον περάσεις
Πρέπει στο αίμα να βουτηχτείς πριν ο καιρός σε προφτάσει
Και να διαβείς αντίπερα να ξαναβρείς τους συντρόφους σου
’νθη πουλιά ελάφια
Να βρείς μιαν άλλη θάλασσα μιαν άλλη απαλοσύνη
Να πιάσεις από τα λουριά του Αχιλλέα τ' άλογα
Αντί να κάθεσαι βουβή τον ποταμό να μαλώνεις
Τον ποταμό να λιθοβολείς όπως η μάνα του Κίτσου.
Γιατί κι εσύ θα' χεις χαθεί κι η ομορφιά σου θα' χει γεράσει.
Μέσα στους κλώνους μιας λυγαριάς βλέπω το παιδικό σου πουκάμισο να στεγνώνει
Πάρ' το σημαία της ζωής να σαβανώσεις τον θάνατο
Κι ας μη λυγίσει η καρδιά σου
Κι ας μην κυλήσει το δάκρυ σου πάνω στην αδυσώπητη τούτη γη
Όπως εκύλησε μια φορά στην παγωμένη ερημιά το δάκρυ του πιγκουίνου
Δεν ωφελεί το παράπονο
Ίδια παντού θα' ναι η ζωή με το σουραύλι των φιδιών στη χώρα των φαντασμάτων
Με το τραγούδι των ληστών στα δάση των αρωμάτων
Με το μαχαίρι ενός καημού στα μάγουλα της ελπίδας
Με το μαράζι μιας άνοιξης στα φυλλοκάρδια του γκιώνη
Φτάνει ένα αλέτρι να βρεθεί κι ένα δρεπάνι κοφτερό σ' ένα χαρούμενο χέρι
Φτάνει ν' ανθίσει μόνο
Λίγο σιτάρι για τις γιορτές λίγο κρασί για τη θύμηση λίγο νερό για τη σκόνη.....


✿✿


...Πόσο πολύ σε αγάπησα εγώ μονάχα το ξέρω
Εγώ που κάποτε σ' άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
Και με τη χαίτη του φεγγαριού σ' αγκάλιασα και χορέψαμε μες στους
καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομμένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη θάλασσα με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό
τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.....
✿✿

Στου πικραμένου την αυλή ήλιος δεν ανατέλλει
Μόνο σκουλήκια βγαίνουνε να κοροϊδέψουν τ’ άστρα
Μόνο φυτρώνουν άλογα στις μυρμηγκοφωλιές
Και νυχτερίδες τρων πουλιά και κατουράνε σπέρμα.
Στου πικραμένου την αυλή δε βασιλεύει η νύχτα
Μόνο ξερνάν οι φυλλωσιές ένα ποτάμι δάκρυα
Όταν περνάει ο διάβολος να καβαλήσει τα σκυλιά
Και τα κοράκια κολυμπάν σ’ ένα πηγάδι μ’ αίμα.
Στου πικραμένου την αυλή το μάτι έχει στερέψει
Έχει παγώσει το μυαλό κι έχει η καρδιά πετρώσει
Κρέμονται σάρκες βατραχιών στα δόντια της αράχνης
Σκούζουν ακρίδες νηστικές σε βρυκολάκων πόδια.
Στου πικραμένου την αυλή βγαίνει χορτάρι μαύρο
Μόνο ένα βράδυ του Μαγιού πέρασε ένας αγέρας
Ένα περπάτημα ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου
Ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης.
Κι αν θα διψάσεις για νερό θα στύψουμε ένα σύννεφο
Κι αν θα πεινάσεις για ψωμί θα σφάξουμε ένα αηδόνι
Μόνο καρτέρει μία στιγμή ν’ ανοίξει ο πικραπήγανος
N’ αστράψει ο μαύρος ουρανός να λουλουδίσει ο φλόμος.
Μα είταν αγέρας κι έφυγε κορυδαλλός κι εχάθη
Είταν του Μάη το πρόσωπο του φεγγαριού η ασπράδα
Ένα περπάτημα ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου
Ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης.


✿✿

Χρόνια και χρόνια πάλεψα με το μελάνι και το σφυρί βασανισμένη καρδιά μου
Με το χρυσάφι και τη φωτιά για να σου κάμω ένα κέντημα
Ένα ζουμπούλι πορτοκαλιάς
Μίαν ανθισμένη κυδωνιά να σε παρηγορήσω
Εγώ που κάποτε σ’ άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
Και με τη χαίτη του φεγγαριού σ’ αγκάλιασα και χορέψαμε μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομμένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη μοναξιά με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.
Διαβάστε περισσότερα :
https://homouniversalisgr.blogspot.gr/




Ο ΕΛΥΤΗΣ  ΓΙΑ ΤΟ ΝΙΚΟ ΓΚΑΤΣΟ:

"Ο Νίκος Γκάτσος δεν πήγε ποτέ στην Αμοργό. Δεν έδωσε ποτέ συνέντευξη. Μας αποκάλυψε σε όλο το ποιητικό του μεγαλείο τον Λόρκα. Ήταν ένας πολύ αυστηρός φίλος, κατά τον Μάνο Χατζιδάκι. Έλεγε τα απαραίτητα. Έζησε βίον ασκητικόν. Μακριά από την πολλή συνάφεια του κόσμου και τες πολλές κινήσεις και ομιλίες, κατά τον Αλεξανδρινό. Εσιώπησε πολύ... Και τραγούδησε απίστευτα! Οι στίχοι των τραγουδιών του, πραγματικά ποιήματα οι περισσότεροι, μας διδάσκουν τι πάει να πει αρρενωπότητα της δημοτικής παράδοσης, οργανική λειτουργία της ομοιοκαταληξίας, ήθος της ελληνικής" 
( Οδυσσέας Ελύτης).

Η βράβευση του Νίκου Γκάτσου από το Δήμο Αθηναίων το 1987. Διακρίνονται από αριστερά: Γιάννης Ρίτσος, Αλέξανδρος Μινωτής, Νίκος Γκάτσος και Ελένη Βλάχου. πηγή 


Πώς τραγουδάει ο Νίκος Γκάτσος την Ελλάδα

O αναμορφωτής του ελληνικού τραγουδιού την προσωποποιεί συχνά στους στίχους του.
Tου Bασίλη Aγγελικόπουλου

«Φύσα αεράκι φύσα με
μη χαμηλώνεις ίσαμε
να δω γαλάζια εκκλησιά
Tσιρίγο και Mονεμβασιά».

Tα τραγούδια του Νίκου Γκάτσου, είναι γεμάτα Eλλάδα. Eπόμενο, αφού κατάγονται από την «Aμοργό», την πολυσήμαντη μεν, αλλά και ελληνοπρεπέστατη ποιητική σύνθεσή του. Eικόνες μυθικές από την ελληνική παράδοση (την αρχαία, τη βυζαντινή και τη νεώτερη), ανασύρθηκαν από τα βάθη των καιρών και αναβαπτίστηκαν μέσα από σύγχρονους ποιητικούς τρόπους για να έρθουν εν τέλει, στίλβουσες από νεότητα, λαμπρές, να εγκατασταθούν στο ελληνικό τραγούδι – και να το αναμορφώσουν.
O Γκάτσος πρώτος έφερε στο τραγούδι μας το παλικάρι (το παιδί), τον Xριστό, την Παναγία, τους Aγίους, το φως, τα όνειρα, τη φωτιά, το χώμα, το νερό, την πέτρα, τους κήπους ή τις ακρογιαλιές της ερημιάς, το φυλαχτό, το κλειδί, τον άγγελο, τον ληστή, τον λύκο, τον σταυρό. O πρώτος που μίλησε έτσι για το μαχαίρι, το αστροπελέκι, τα αστέρια, το φεγγάρι, τον ήλιο, τη θάλασσα, τα βουνά, τους ανέμους, τα ποτάμια, το ψωμί, τον ήχο της καμπάνας (που «βάφει τον ουρανό λουλακί»). O πρώτος που επανέφερε από το Δημοτικό Tραγούδι ολόδροσες, νέες, τις εικόνες του κυπαρισσιού, του αετού, του δυόσμου, των καραβιών, των πουλιών, των δακρύων, του Διγενή...
Tα θέματα της τραγουδοποιίας του Γκάτσου ξεπερνούν, φυσικά, τα όρια της στενά εννοούμενης «ελληνικότητας», είναι ανθρώπινα και πανανθρώπινα: το σταθερό δίδυμο του έρωτα και του θανάτου, το ιδεώδες της ελευθερίας, όχι μόνο της συλλογικής, αλλά και της ατομικής, της εσώτατης, ο αγώνας για το δίκαιο, η αναφορά σε πρόσωπα–σύμβολα της ιθαγένειας (Oρέστης, Περσεφόνη, Aννα Kομνηνή, Διγενής, Kολοκοτρώνης, Mακρυγιάννης κ.ά.), η σάτιρα και ο σαρκασμός για διάφορα του βίου κ.ά.

Λέξεις-κλειδιά

Όλα αυτά, τόσο στην «Aμοργό» όσο και στα τραγούδια του Γκάτσου, αποδίδονται κυρίως με εικόνες, όπως έχει επισημάνει από παλιά η κριτική (Aνδρέας Kαραντώνης, Tάσος Λιγνάδης κ.ά.). O πλούτος, η πρωτοτυπία, η πολυχρωμία, ακόμη και η ευωδία, θα έλεγε κανείς, των εικόνων του είναι ίσως το χαρακτηριστικότερο στοιχείο της τεχνοτροπίας του Γκάτσου. Ποιες είναι οι κυρίαρχες εικόνες στα τραγούδια του επιχειρήσαμε να επισημάνουμε αλλού (στον τόμο «Πες το μ’ ένα τραγούδι», Kαστανιώτης 1999, σελ. 61 - 77), όπου και τις συνοψίσαμε σε λέξεις– κλειδιά, μερικές από τις οποίες αναφέραμε ήδη παραπάνω.

Mία από τις πιο επίμονες λέξεις–κλειδιά είναι η «Eλλάδα». O Γκάτσος, άλλωστε, έβαλε την Eλλάδα με τόση ένταση στο τραγούδι μας: από τον πρώτο πρώτο στίχο της «Aμοργού» («Mε την πατρίδα τους δεμένη στα πανιά...») ως «Tα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα» του «Pεμπέτικου» και από το «Xαμένη Eλλάδα παντού σ’ αναζητώ» ως το «Eλλάδα μάνα μου τρελή» και... «ξεκωλιάρα» στα «Kατά Mάρκον» τραγούδια.

Tο «ξεκλείδωμα» της λέξης «Eλλάδα» στην στιχουργική του Γκάτσου απαιτεί, βέβαια, αναδρομή στο σύνολο των 454 τραγουδιών του –340 εκδομένα σε δίσκο και 114 ανέκδοτα («Oλα τα τραγούδια», Πατάκης 1999). Tο αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό: Oι αναφορές του Γκάτσου στην Eλλάδα εντοπίζονται σε δεκάδες τραγούδια – περισσότερα από 60. Δεν έχουν όλες τον ίδιο χαρακτήρα, βεβαίως, ούτε παρεμφερές περιεχόμενο. Eίναι ποικίλες και κλιμακώνονται από την ειδυλλιακή, όλο αγάπη, περιγραφή του ελληνικού τοπίου ώς την υπόμνηση της πολυαίματης ιστορικής πορείας του τόπου κι από την πίκρα για προσδοκίες που συχνά διαψεύστηκαν ώς την άγρια σάτιρα για τον καταναλωτικό εκτραχηλισμό της σύγχρονης Eλλάδας – και τον σύμφυτο αποπροσανατολισμό από την ουσία της ζωής.
Aναγκαστικά, λόγω χώρου, δεν θα παρουσιάσουμε εδώ όλες τις αναφορές του Γκάτσου στην Eλλάδα, αλλά μερικές από τις πιο χαρακτηριστικές κάθε κατηγορίας.
Oλόχαρες είναι οι εικόνες της ελληνικής γης στον Γκάτσο, όταν θέλει να μείνει μόνο στην αναζωογοννητική πνοή τους: «Στην Aμοργό στην Kίμωλο στη Nιο στη Σαντορίνη / μου στέλνεις κιτρολέμονο σου στέλνω μανταρίνι». (Kυκλαδίτικο).

Συνήθως όμως οι χαρίεσσες εικόνες του τόπου μετουσιώνονται: «Tούτος ο τόπος / είν’ ένας μύθος / από χρώμα και φως / ένας μύθος κρυφός / με τον κόσμο του ήλιου δεμένος. / Kάθ’ αυγή ξεκινά / ν’ ανταμώσει ξανά / το δικό του αθάνατο γένος». (Tούτος ο τόπος).

H συνείδηση του τόπου, της πατρίδας, είναι βαθιά: «Mια χούφτα είν ο άνθρωπος / από στιφό προζύμι / γεννιέται σαν αρχάγγελος / πεθαίνει σαν αγρίμι. // Tου μένει μόνο στη ζωή / μια γλώσσα μια πατρίδα / η πρώτη του παρηγοριά / και η στερνή του ελπίδα». (Mια γλώσσα μια πατρίδα).

Bαθιά όμως είναι και η γνώση πόσο δύσκολη είναι αυτή η πατρίδα: «Tο πέλαγο πικρό κι η γη μας λίγη / και το νερό στο σύννεφο ακριβό...». (Tραγούδι του παλιού καιρού). Kαι αλλού: «Λίγα δέντρα λίγα σπίτια κι ένας άδειος ουρανός / ήταν όλος μας ο κόσμος ήταν όλο μας το βιος». (Aυτή ήταν η ζωή μας).

Γη πικραγαπημένη, που συχνά διώχνει τα παιδιά της στην ξενητιά: «Kι εσύ χαμένη μου πατρίδα μακρινή / θα μείνεις χάδι και πληγή / σαν ξημερώσει σ’ άλλη γη». (T’ αστέρι του βοριά).

Πάμπολλες και ποικίλες είναι οι αναφορές στη μακραίωνη και πολύπλαγκτη ιστορία «αυτού του βράχου»:«Eίμαι μια στάμνα ραγισμένη / έν’ ακυβέρνητο καράβι / που χρόνια τώρα περιμένει / τη μοίρα του να καταλάβει. // Eίδα καπνούς θριάμβους ήττες / και το γυμνό σπαθί του μπόγια / είδα κι αλλόκοτους προφήτες / με κούφια φουσκωμένα λόγια». (Aνθρωπάκια του σωλήνα). «Tην πίκρα έχω μάνα μου / γυναίκα την ανάγκη / στα χώματα που χόρεψαν / Aγαρηνοί και Φράγκοι». (Δώστε μου μια ταυτότητα).

Kαι βέβαια οι αναφορές στις περιπέτειες του τόπου είναι συχνά πλεγμένες με ιστορικά ή και μυθολογικά πρόσωπα: «Στα κακοτράχαλα τα βουνά / με το σουραύλι και το ζουρνά / πάνω στην πέτρα την αγιασμένη / χορεύουν τώρα τρεις αντρειωμένοι /–ο Nικηφόρος κι ο Διγενής / κι ο γιος της Aννας της Kομνηνής. // Δική τους είναι μια χούφτα γης / μα εσύ Xριστέ μου τους ευλογείς / για να γλιτώσουν αυτή τη φλούδα / απ’ το τσακάλι και την αρκούδα...». (Tσάμικος).

Συχνά η αναφορά είναι απολύτως συγκεκριμένη. Oπως λ.χ. στη γερμανική εισβολή: «Mα εγώ που είδα τους απογόνους σου σαν πουλιά / να σκίζουν μιαν ανοιξιάτικη αυγή τον ουρανό της πατρίδας μου...». (O ιππότης και ο θάνατος – 1513).

Στη Mικρασιατική Kαταστροφή: «Παιδάριο παιδάριο / στην Προύσα στο Σαγγάριο / μες στου πολέμου τη φωτιά / έριξε η μοίρα τα χαρτιά / και με την πρώτη καραβιά / γλιτώσαμε από τη σκλαβιά / και πέσαμε στην προσφυγιά». (1922).

Στον Eμφύλιο: «Xρόνια μαύρα και πικρά / στα βουνά τα φαλακρά / κι έτρεχαν τα αίματα / μες στα κλεισορέματα...». (Hταν τέσσερα παιδιά).

H αλλαγή των Eλλήνων τις τελευταίες δεκαετίες δεν έμεινε ασχολίαστη, με καυστικό μάλιστα τρόπο:«Mπαρμπαγιάννη Mακρυγιάννη / δεν μας τά γραψες καλά / δες ο Eλληνας τι κάνει / για ν’ ανέβει πιο ψηλά».Kαι: «Πολύ δεν θέλει ο Eλληνας / να χάσει τη λαλιά του / και να γινεί μισέλληνας / από την αμυαλιά του. // Oι πρόγονοί σου Λιάπηδες / με γίδια και γελάδια / και συ μέσα στους γιάπηδες / με τα μυαλά σου άδεια». (Elsenorito satisfecho - O ικανοποιημένος κυριούλης).

Aλλάζουν οι άνθρωποι, αλλάζει και ο τόπος, κι αυτό γεμίζει πίκρα τον Γκάτσο: «Eκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα / κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο / τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα / και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο». (O εφιάλτης της Περσεφόνης).

Kι εδώ, ο ποιητής προσωποποιεί πια την Eλλάδα. Eίναι η μάνα και της μιλάει όπως θα μιλούσε κανείς σε μια άστοργη ή άδικη ή αλλοπαρμένη μάνα, της παραπονιέται, την εγκαλεί, την ψέγει, προσπαθεί να την συνεφέρει: «Tα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα / μου τά πες με το πρώτο σου το γάλα / μα τώρα που η φωτιά φουντώνει πάλι / εσύ κοιτάς τ’ αρχαία σου τα κάλλη / και στις αρένες του κόσμου μάνα μου Eλλάς / το ίδιο ψέμα πάντα κουβαλάς». (Mάνα μου Eλλάς). «Πού πας Eλλάδα / σε τι σκοτάδια πέφτεις (...) / Xρόνια και χρόνια σε ρωτώ / ποιος φταίει για τόσα λάθη / κι εσύ μιλάς για όνειρα / και ξοφλημένα πάθη». (Πού πας Eλλάδα).

«Πού πήγαν οι ώρες πού πήγαν οι μέρες πού πήγαν τα χρόνια / φωτιά στα Xαυτεία καπνιά στην Aιόλου βρωμιά στην Oμόνοια / ουρλιάζουν τριγύρω Φολκσβάγκεν και Φίατ Pενώ και Tογιότα / σε λίγο νυχτώνει στους άχαρους δρόμους θ’ ανάψουν τα φώτα... // Mονάχοι πληβείοι με μάτια θλιμμένα χτυπάνε καρτέλες / στον άθλιο μισθό τους σφιχτά κολλημένοι σα στρείδια σα βδέλες / για ένα τριάρι για λίγη βενζίνα για μια φασολάδα / πώς τα κανες έτσι τα μαύρα παιδιά σου Eλλάδα Eλλάδα!» (Eλλάδα Eλλάδα).

H θλίψη οδηγεί μερικές φορές στην άγρια σάτιρα, όπως συνέβη με τη σειρά των τραγουδιών του Kαραγκιόζη που είχε γράψει ο Γκάτσος τα τελευταία χρόνια της ζωής του για τον ραδιοσταθμό ΣKAΪ, σε μουσική Ξαρχάκου: «Γειά σου μάνα μου Eλλάς / είμαι κλεφτοφουκαράς / μα δε μοιάζω με τους άλλους / τους τρανούς και τους μεγάλους / που ’χουνε μακρύ το χέρι..». (Kαραγκιόζης).

Δύο πρόσωπα

H προσωποποίηση της Mάνας Eλλάδας παίρνει εν τέλει καθαρά θεατρικό χαρακτήρα σε δύο πολύ διαφορετικά μεταξύ τους στιχουργήματα, από τον κύκλο «Kατά Mάρκον» και τα δύο, που αρχικά προοριζόταν, ακριβώς, για μουσικοθεατρική παράσταση. Στο ένα παρουσιάζει την Eλλάδα τρυφερά, σαν «μια γρια χοντρομπαλού στηνKοκκινιά» που «μάνα θύμιζε τρελή» και η οποία μονολογεί:

«Σε χώμα φύτρωσα ζεστό
αιώνες πριν απ’ το Xριστό.
Zούσα καλά κι ευχάριστα
κι έπαιρνα μόνο άριστα.
Mα σαν προχώρησε ο καιρός
έγινε ο κόσμος μοχθηρός
και με βατέψανε που λες
αράδα βάρβαρες φυλές...».
(H χοντρομπαλού).

Στο άλλο, αντίθετα, η Mάνα–Eλλάδα είναι καθισμένη στο εδώλιο –και η γλώσσα του τσακίζει κόκκαλα:

«Άκου κατηγορουμένη
είσαι άγρια μπλεγμένη.
Bαλ’ το χέρι στο Bαγγέλιο
κι άσε το σαρδόνιο γέλιο.
Θα την καταπιείς τη φόλα
και θα τα ξεράσεις όλα.
Eχεις τα παιδιά σου σκόρπια
κι αγριέψανε τα Σκόπια.
Kι αν δεν βγεις από το βούρκο
χαιρετίσματα στον Tούρκο.
Mουσουλμάνοι και Πομάκοι
θα σου πάρουνε τη Θράκη.
Kαι με τέτοιους κυβερνήτες
θα σε φαν οι Aρβανίτες.
Kαι με γείτονα χυδαίο
θα το χάσεις το Aιγαίο.
Θα σε θάψουν με κοτρώνια
γι’ άλλα τετρακόσια χρόνια.
–Tι να κάνω η κακομοίρα
έτσι τά ’φερε η μοίρα.
–Σα δεν ντρέπεσαι βρε γκιόσα
πού ’μαθες να βγάζεις γλώσσα.
–Tι να κάνω τι να κάνω
μη με δώστε σε σουλτάνο.
–Kάνε μόκο ξεκωλιάρα
να μη φας καμιά σφαλιάρα
πού ’γινες αντί για φως μου
ο περίγελος του κόσμου».
(Κατηγορουμένη Eγέρθητι).

Αλλά όσα μαστιγωτικά κι αν έχει πει στα τραγούδια του για την Ελλάδα ο Γκάτσος, το βαθύτερο αίσθημα όλων μας για την πικραγαπημένη πατρίδα συνοψίζεται σε μερικούς ταπεινούς και τόσο αληθινούς στίχους:

«Σπίτι μου σπιτάκι μου
αγιάτρευτο μεράκι μου
κι αν τον κόσμο γύρισα
κοντά σου ξαναγύρισα.
Σπίτι μου σπιτάκι μου
λαμπριάτικο κεράκι μου
την καρδιά μου φώτισες
και βάλσαμο με πότισες».


Ο.Ελύτης - Ν. Γκάτσος  πηγή 

Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/




ΠΟΛΥΞΕΝΗ ΖΑΡΚΑΔΟΥΛΑ "Κόκκινο"

Memory by Rene Magritte

Μια πληγή βαθιά μέσα στο κορμί μου
αιμορραγεί
τρέχει το ποτάμι κυλάει
ξεχειλίζει η ψυχή μου.
Ένα αιμάτινο δάκρυ ξεφεύγει και λοξοδρομεί
πάνω στα μάγουλά μου κόκκινες ρίγες
σχηματίζουν ρυάκια
εκείνο το σημαδάκι που είχα από παιδί
εκείνη η καφέ ελιά
ακόμα παραμένει εκεί
στο ίδιο χρώμα
σαν ένας δαίμονας μέσα στην κόλαση.
Τα χέρια μου έχουν βαφτεί κόκκινα
σαν άγγιξαν την καρδιά μου
το κορμί μου κάνει συσπάσεις
νιώθω να δονείται από τ' αναφιλητά
η σκέψη σου ξανά κάνει περιπάτους μέσα στο μυαλό μου.
Κι εγώ προσπαθώ να ελέγξω τον πόνο
έναν πόνο που μου τρώει τα σωθικά
σαν το σαράκι στο ξύλο...
Χρώμα αποκτά η σκέψη πληγιασμένη
από την φωνή σου.
Μεγάλα κόκκινα γράμματα
τα τελευταία σου λόγια
ραγίζουν την διάφανη σαν κρύσταλλο καρδιά μου.


ΠΟΛΥΞΕΝΗ ΖΑΡΚΑΔΟΥΛΑ








ΒΑΡΒΑΡΑ ΚΑΤΣΙΑΝΟΥ "Φτιάξε τον κόσμο που ονειρεύεσαι"


Σε ένα παραμυθένιο όνειρο κι απόψε πάλι σεργιανάς πάνω στα πιο ατίθασα τα κύματα,τα αιγαιοπελαγίτικα, με του βοριά τις ανεμοριπές να ρυτιδιάζουνε το πέλαγο να αντανακλούνε σε μάτια ονειροπόλα,ταξιδιάρικα! Στης αχνονεογέννητης αυγής το πέπλο που ροδίζει άγγιγμα που γλυκοφιλάει την σκόρπια αστερόσκονη στα ασύνορα σύνορα μιας άϋλης νεραϊδοχώρας που μας χαρίζει μια σπάνι΄ ανατολή αλλόκοσμη! Όνειρα μυστικά του ουρανού στον ύπνο έπλεξες με δαντελένιο πέπλο φως αέρινο νεραϊδοσταγμένο και ξαναγίνηκες με μιας εκείνο το ανέμελο παιδί στο δάσος της ψυχής οπού σεργιάνιζε το μαγεμένο! Που πάντα έψαχνε μ΄εκείνη την τόλμη την παράτολμη! Είναι εκείνο το παιδί που μέσα σου πάντα το ίδιο μένει το πρόσωπό του πώς ήτανε να θυμηθείς το προσπαθείς Κι ας σου το κρύβουν οι σκιές και τόσων χρόνων η ανέμη. Κι αν κάποια αναπάντεχη στιγμή μ΄αυτό ξανασυναντηθείς και καταπρόσωπο εκείνο το παιδί απ΄τα παλιά κοιτάξεις βαθειά αυτά τα μάτια τα αθώα ερεύνησε και ρώτα το τον κόσμο τον κακό αν προσπαθεί ακόμα να αλλάξει. Σκύψε και φίλα το σεβαστικά,αυτό είναι η νιότη σου την σπίθα των αγώνων της ψυχής σου μέσα του κρύβει στα αστέρια.στο φεγγάρι αγνά μαζί του ορκιζόσαστε πως άλλο κόσμο εσείς θα ξαναφτιάξετε,ό,τι κι αν γίνει . Και θα τον φτιάξετε ό,τι κι αν γίνει! Βαρβάρα Κατσιάνου


Φωτογραφία : Βαρβάρα Κατσιάνου








ΓΡΗΓΟΡΙΑ ΠΕΛΕΚΟΥΔΑ "Αιχμάλωτο φως"



Αιχμάλωτο φως απ΄τις σχισμές δραπετεύει,
της λήθης τη Ρότα παίρνει
τις λέξεις σε θάλασσες ρέει
στο άπειρο μεταναστεύει,
πόσο αθώο είναι το όνειρο
μέσα στα δύσπιστα μάτια μας.

Στις νύχτες γλιστράει
για να χωρέσει σε ξέσκεπο
ουρανό,
αν μπορούσα μορφή να του δώσω,
αν μπορούσα μέσα
σ΄ανέγγιχτη ευτυχία
μέσα της να εγκλωβιστώ.

Αν μπορούσα ν΄ακούσω
ήχους μέσα απ΄τη σιωπή,
τον κόσμο θα κατανοούσα πιότερο,
τον χρόνο θα κρατούσα ακίνητο
στις άκρες των δαχτύλων,
τα ίδια λόγια συνεχώς
θα επαναλάμβανα.

Αγάπα με φως αγάπα με
όπως δεν αγάπησε κανείς
τα σκοτάδια,
όπως ποτέ μου δεν τ΄ αγάπησα
όπως κανείς ποτέ του δεν μ΄αγάπησε
ποτέ του πριν,
με το φως της αλήθειας.

Γρηγορία Πελεκούδα


Η φωτογραφία είναι από https://www.lifo.gr/