Νίκος Γκάτσος "Μέρες Επιταφίου"

 


Μεγάλη Δευτέρα

Ο ων και ο ην και ο ερχόμενος.
Το Άλφα και το Ωμέγα

Περίμενέ με μάνα μου περίμενέ με ακόμα
Ώσπου να φτάσει η άνοιξη στο παγωμένο χώμα.

Ο γεωμέτρης του αχανούς.
Ο ποιμήν των αστέρων.

Περίμενέ με μάνα μου σαν το πουλί του νότου
Που σμίγει μάτι και φτερό να βρει τον ουρανό του

Ο κυβερνήτης των Αριθμών.
Ο δαμαστής των Σημείων.

Περίμενέ με μάνα μου κάποια Παρασκευή σου
στην πύλη του παράδεισου, στο φρέαρ της αβύσσου.

Εγγύς. Εγγύτατος ο καιρός.
Ο ων και ο ην και ο ερχόμενος.



Μεγάλη Τρίτη

Επόρνευσον οι βασιλείς και εκ του οίνου της πορνείας
εμεθύσθησαν οι κατοικούντες την γην.

Κάτω απ' τα λάβαρα της Ρώμης
στην τέντα της Μαγδαληνής
εσύ πατέρας της συγγνώμης
κι εμείς παιδιά της ηδονής.

Ζοφώδης και ασέληνος ο έρως της αμαρτίας.

Βραχνή ακούστηκε η κραυγή
στα καπηλειά της πολιτείας
εσύ αμνίo για σφαγή
κι εμείς κριοί της αμαρτίας.

Το πολύτιμον μύρον η πόρνη έμιξε μετά δακρύων και εξέχεεν
είς τους άχράντους πόδας σου.

Δε σε πτοήσαν οι Πιλάτοι
ούτ’ ο καιρός πού είν’ εγγύς
εσύ στων ουρανών τα πλάτη
κι εμείς παρείσακτοι της γης.

Εγώ το φως εις τον κόσμον ελήλυθα, ίνα πας ο πιστεύων εις
εμέ εν τη σκοτία μη μείνη.




Μεγάλη Τετάρτη

Εκ των σπηλαίων του όρους εξήλθον οι δαίμονες

Τετάρτη των τεφρών και των παθών
ο θάνατος δεν έχει παρελθόν.
Τετάρτη των ψυχών και των αγγέλων
ο θάνατος δεν έχει ούτε μέλλον.

Ως θάλασσα υαλίνη ομοία κρυστάλλω.

Του σύμπαντος ηχεί το εκκρεμές
Ξυπνήστε ν’ αποδώσουμε τιμές.
Φανήκαν οι ουράνιοι στρατηλάτες
Σα σκοτεινού Ρουβίκωνα Γαλάτες.

Πίστις, ελπίς, αγάπη. Τα τρία ταύτα. Μείζων δε
τούτων η αγάπη

Της γης αναθαρρήσαν οι πληγές.
Πότε θ’ ανάψει ο ήλιος πυρκαγιές
Να κάψουν το παλάτι του Ηρώδη
Και τ’ άνθος του κακού να γίνει ρόδι;

Πάντα ποιείτε ίνα γένησθε άμεμπτοι και ακέραιοι
Μέσον γενεάς σκολιάς και διεστραμμένης.



Μεγάλη Πέμπτη

Τα έργα του αληθινά και αι οδοί του ευθείαι.

Αυτός που κρέμασε τον ήλιο
στο μεσοδόκι τ' ουρανού,
κρέμεται σήμερα σε ξύλο -
ίλεως Κύριε γενού!
Και στ' ασπαλάθια της ερήμου
Μια μάνα φώναξε "παιδί μου"!

Δια ξύλου τα τέκνα του Αδάμ Παραδείσου γεγόνασιν άποικοι.

Με τ’ Απριλιού τ' αρχαία μάγια
με των δαιμόνων το φιλί
μπήκε στο σπίτι κουκουβάγια
μπήκε κοράκι στην αυλή.
Κι όλα τ’ αγρίμια στο λαγκάδι
πήραν το δρόμο για τον Άδη.

Ελήλυθε εις την γην ίνα μαρτυρήσει τη αληθεία.

Θα ξανασπείρει καλοκαίρια
στην άγρια παγωνιά του νού
αυτός που κάρφωσε τ’ αστέρια
στην άγια σκέπη τ’ ουρανού.
Κι εγώ κι εσύ κι εμείς κι οι άλλοι
θα γεννηθούμε τότε πάλι.

Ούτος εστιν η ζωή και το φως και η ειρήνη του κόσμου




Μεγάλη Παρασκευή

Άξιος ο την γην κρεμάσας εν ύδασιν.

Βαριά τα βήματά μου σέρνω
στο φως της μέρας το θαμπό.
Κρίνα της άνοιξης σου φέρνω
και στο σταυρό σου τ' ακουμπώ -
φίλε δακρυπότιστε
των πρωτίστων πρώτιστε.
των πρωτίστων πρώτιστε.

Άξιος ο νεφέλαις κοσμήσας το στερέωμα.

Άρρωστος κύλησε ο αιώνας
κι ο ήλιος βγαίνει μισερός
σαν το φτερό της χελιδόνας
που το σακάτεψε ο καιρός –
φίλε τρισμακάριστε
των αρίστων άριστε
των αρίστων άριστε

Άξιος ο την γην ζωγραφήσας τοις άνθεσιν.

Σήμερα ο Άδης ηνεώχθη
γεφύρι εγίνη ο Γολγοθάς
και στου θανάτου εσύ την όχθη
άφατο δρόμο ακολουθάς –
έγγιστε κι ανέγγιστε
των μεγίστων μέγιστε
των μεγίστων μέγιστε.

Άξιον εστί το αρνίον το εσφαγμένον.






Μέγα Σάββατον

Μέμνησο!

Όλα στερέψαν σιγά σιγά.
Τα περιστέρια πετούν αργά
σε λίμνες άνυδρες βάλτους υγρούς
σε διψασμένους κήπους κι αγρούς.

Μέμνησο των παιδίων α σοι έδωκεν ο Θεός.

Πίσω απ' τους λόφους τους χαμηλούς
με τους προφήτες και τους τρελλούς
στέκουν παράμερα τρία παιδιά
σαν γλαροπούλια στην αμμουδιά.

Τα ρήματα α λελάληκας ημίν πνεύμα εστιν και ζωή εστιν.

Μες των καιρών την ανημποριά
Διώξε το γρέγο και το βοριά
Και ξαναγύρισε ήλιε στη γη
Με του θριάμβου σου την κραυγή.

Ότι συ ει η αλήθεια και η ζωή και η ανάστασις.
Ο ων και ο ην και ο ερχόμενος.












Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ - ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ

 


Μ. ΔΕΥΤΕΡΑ
Κατάκοπος από τις ουράνιες περιπέτειες, έπεσα τις πρωινές ώρες να κοιμηθώ.
Στο τζάμι, με κοίταζε η παλαιά Σελήνη, φορώντας την προσωπίδα του Ήλιου.



Μ. ΤΡΙΤΗ

Μόλις σήμερα βρήκα το θάρρος και ξεσκέπασα το κηπάκι σαν φέρετρο.
Με πήραν κατάμουτρα οι μυρωδιές, λεμόνι, γαρίφαλο.

Ύστερα παραμέρισα τα χρόνια, τα φρέσκα πέταλα και να:
η μητέρα μου, μ’ ένα μεγάλο άσπρο καπέλο και το παλιό χρυσό ρολόι της κρεμασμένο στο στήθος.

Θλιμμένη και προσεκτική. Πρόσεχε κάτι ακριβώς πίσω από μένα.

Δεν πρόφτασα να γυρίσω να δω γιατί λιποθύμησα.





Μ. ΤΕΤΑΡΤΗ

Ολοένα οι κάκτοι μεγαλώνουν κι ολοένα οι άνθρωποι ονειρεύονται σα να ’ταν αιώνιοι. Όμως το μέσα μέρος του Ύπνου έχει όλο φαγωθεί και μπορείς τώρα να ξεχωρίσεις καθαρά τι σημαίνει κείνος ο μαύρος όγκος που σαλεύει

Ο λίγες μέρες πριν ακόμη μόλις αναστεναγμός

Και τώρα μαύρος αιώνας.


 
Μ. ΠΕΜΠΤΗ
Μέρα τρεμάμενη, όμορφη σαν νεκροταφείο
με κατεβασιές ψυχρού ουρανού
Γονατιστή Παναγία κι αραχνιασμένη
Τα χωμάτινα πόδια μου άλλοτε
(Πολύ νέος ή και ανόητα όμορφος θα πρέπει
να ήμουν)
Οι και δύο και τρεις ψυχές που δύανε
Γέμιζαν τα τζάμια ηλιοβασίλεμα.
Μ. ΠΕΜΠΤΗ.  β
Σωστός Θεός. Όμως κι αυτός έπινε το φαρμάκι του
γουλιά γουλιά καθώς του είχε ταχθεί
έως ότου ακούστηκε η μεγάλη έκρηξη.
Χάθηκαν τα βουνά. Και τότε αλήθεια φάνηκε
πίσω από το πελώριο πηγούνι ο κύλικας
Κι αργότερα οι νεκροί μες στους ατμούς, εκτάδην.

Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Σαν να μονολογώ, σωπαίνω.
Ίσως και να ’μαι σε κατάσταση βοτάνου ακόμη
φαρμακευτικού ή φιδιού μιας κρύας Παρασκευής
Ή μπορεί και ζώου από κείνα τα ιερά
με τ’ αυτί το μεγάλο γεμάτο ήχους βαρείς
και θόρυβο μεταλλικό από θυμιατήρια.
Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ.  β

Αντίς για Όνειρο
Πένθιμος πράος ουρανός μες στο λιβάνι
αναθρώσκουν παλαιές Μητέρες ορθές σαν κηροπήγια
τυφεκιοφόροι νεοσύλλεκτοι σε ανάπαυση
μικρά σκάμματα ορθογώνια, ραντιστήρια, νάρκισσοι.
Σαν να ’μαι, λέει, ο θάνατος ο ίδιος αλλ’
ακόμη νέος αγένειος που μόλις ξεκινά
κι ακούει πρώτη φορά μέσα στο θάμβος των κεριών
το «δεύτε λάβετε τελευταίον ασπασμόν».

Μ. ΣΑΒΒΑΤΟ
Περαστική από τη χθεσινή αϋπνία μου
λίγο, για μια στιγμή, μου χαμογέλασε
η θεούλα με τη μωβ κορδέλα
που από παιδάκι μου κυκλοφοράει τα μυστικά
Ύστερα χάθηκε πλέοντας δεξιά
να πάει ν’ αδειάσει τον κουβά με τ’ απορρίματά μου
- της ψυχής αποτσίγαρα κι αποποιηματάκια -
εκεί που βράζει ακόμη όλο παλιά νεότητα
και αγέρωχο το πέλαγος.
Μ. ΣΑΒΒΑΤΟ. β

Πάλι μες στην κοιλιά της θάλασσας το μαύρο
εκείνο σύννεφο που ανεβάζει κάπνες
όπως φωνές επάνω από ναυάγιο
Χαμένοι αυτοί που πιάνονται από τ’ Άπιαστα
Όπως εγώ προχθές του Αγίου Γεωργίου ανήμερα
που πήα να παραβγώ μ’ αλόγατα όρθια
και θωρακοφόρους
και μου χύθηκε όλη, όξω απ’ τη γης, η ερωτοπαθής
ψυχή μου.
(Από την ποιητική συλλογή «Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου»).










ΛΙΑ ΣΙΩΜΟΥ - ΠΕΝΤΕ ΠΑΣΧΑΛΙΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ


i.Επιτάφιος

Και πάλι θα περάσει ο Επιτάφιος
στης άνοιξης την ώρα, την νυχτιά
Στα μύρα της βραδιάς της ανοιξιάτικης
Σ᾽ εαρινής εσπέρας την δροσιά

Ελπίδες θε να δω να γυροφέρνουνε
μ᾽ άνθια μπλεγμένες στην πικρή πομπή
Ελπίδες με γιούλια και βιόλες θαμμένες
Ελπίδες και βιόλες
που μέσα μου ζουν μυροβόλες

Και πάλι θα περάσει ο Επιτάφιος
και οι κομπάρσοι με κεριά θ᾽ ακολουθούν
Θα κλαίνε τα χαμένα όνειρα
Ανάσταση την νύχτα θα ζητούν

Κάπου εκεί στα λούλουδα θε να ᾽κρυψα
κάποιας αγάπης μύρο και δροσιά
Σε κάποιο γιούλι του Μαγιού
σαν δρόσο θα ᾽ σταξα, τα δάκρυα
που κυλάν απ᾽ την ματιά

Και πάλι θα περάσει ο Επιτάφιος
μες στα στενά σοκάκια, την γλυκιά βραδιά
Μια μπάντα θε να παίζει θύμισες
για γλυκασμό στα μύχια, στην καρδιά

Με το κουβούκλιο λες
πέρασε κι᾽ η ζήση μου
Σε μια πομπή με μουσική
και μ᾽ άνθια στολισμένη
Με την καρδιά πικρή
σαν βιόλα μαραμένη
Με την καρδιά μου άγρυπνη
Ανάσταση να περιμένει

❤❤


ii.Oι βιολέτες της Αγίας Ειρήνης

Κάτιβιολέτεςδροσερές και μυρωμένεςτότε
στα χέρια μας τ’ αγκαλιασμέναμαραθήκαν
Τα μύρα τους μια Πασχαλιά μέθη το είναι μας ποτίσαν
κι εκεί τ’ ανθάκιασβήσαν.
Τις φύλαξακειμήλιο της αγάπης
σε μιας Γραφής τα φύλλα τα κιτρινισμένα
και ζουν ακόμα μες στην Βίβλοχλομές και ξεχασμένες
της πρώτης μας αγάπης οι βιόλεςμαραμένες.
Κι᾽ήσαν τα λούλουδαΕπιταφίουάνθη
μιας Πασχαλιάςστολίδιαμυροβόλα
μ’ εγκώμια τραγουδισμένες ή σαν βιόλες
στης Πλάκας τα στενά σοκάκια
στης εκκλησιάς μου γύρω τα δρομάκια.

❤❤

iii.Πάσχα

Ω, ναι, την άνομη αγάπη σου για με
Στην άμμο της ερήμου να την κρύψεις
Στου Γολγοθά τους ίσκιους και τις ερημιές
Μιαν άφεση απ᾽τον Θεό να ᾽ρθείς και να ζητήσεις

Ω, ναι, οι γραμματείς, οι δίκαιοι της γης
Θε να την δουν την άφατη την ανομία
Τον λουλουδένιο της αγάπης μας σταυρό
Θε να προσφέρουνε στον Γολγοθά σπονδή
Ανάστασης θα ᾽ρθείκαιρός να γίνει κουστωδία

Ω ναι, με πἐτρες, ιαχές κι οχλοβοή
Την άσπιλη αγάπη μας θα σύρουν
Στον ίδιο δρόμο του Σταυρού, του λυτρωμού
Στ᾽ αχνάρια της θυσίας θα την φθείρουν

❤❤

iv. Στέφανον εξ ακανθών

Ένα κουφάρι τ’ όνειρο
στου Γολγοθά τον δρόμο
Αγκάθια, βάγια και μυρτιές
σκόρπια στις ερημιές.

Με λίθους, όξος, με καρφιά
με οδυρμούς του θρήνου
η αγάπη μας την σήμερον
κρεμάται επί  ξύλου.

❤❤

v. Πασχαλινό

Άνοιξης ώρα τα πουλιά το ταίρι τους φωνάζουν
και στέρεψέ μου η φωνή και πια δεν τραγουδάω
και με το κύμα λες κινώ για κάποιαν άλλη άκρη.

Κάτι αχνάρια μου παλιά ξανά να περπατήσω
τις θύμησες της ζήσης μου ποθώ να σου χαρίσω.
οι πασχαλιές όλο ζωή είν’ η ώρα τους ν’ ανθίσουν
στα μύρα τους καλέ μου θέλω να με κοιμίσουν.


Φωτογραφία - Λία Σιώμου 









Katarina Sarić (Κατερίνα Σάριτς) - Ποιήματα


i.THE SPINSTER

I stand rivenbetween an ex gaffer:"Don't babble!"and a future shaver:"LOL"I count the presenton the fingers on the prison railson the knitting needles and my aunts' gobleinsIt will be over it will be over it will be over...tweets the cuckoo from my father's wall clock while a worn-out vinyl revolves I will stab her eyes with this needle Me. The spinster.(I will, I swear on my mother


Ο Σπινθηριστής

Στέκομαι ανάμεσα σε έναν πρώην gaffer: «Μην φλερτάρεις!» Και μια μελλοντική ξυριστική μηχανή:
«Γέλιο »
Μετρούν το δώρο στα δάχτυλα της ράγας της φυλακής, τις βελόνες πλεξίματος και το κυνήγι των θείων μου...
Θα τελειώσει, θα τελειώσει όλο αυτό ...

Και ενώ ακούγονται τα τιτιβίσματα του κούκου, από το ρολόι του πατέρα μου, κι ένα φθαρμένο βινύλιο περιστρέφεται, θα τα τρυπήσω τα μάτια της με αυτήν τη βελόνα.
Ο σπινθηριστής. (θα το κάνω, Ορκίζομαι στη μητέρα μου).

©®Katarina Saric

Μετάφραση
Εύα Πετροπουλου Λιανού
Eva Petropoulou Lianoy


ii. THE HORMON STEAL

I love myself being newly born only just stretched, a soft puff of gentle pink, in love with poetry, calligraphy and the stamps in the melted vax
And in that shirt with a big dot in the middle which I saved for you to lean on when you are hereI like lying in too, and straw hats with large brims and the handmade lace embroidery and lavender smelling in the underwear chest
But most I like when get bored with myself thus newly born and steal your hormones kicking myself under the wardrobe and let the dust fall on the scrapbook I put on that sweating bag and the headphones and I change into a snake body already before thenew page on which I trust the full stop with my heel answer to no one at all and I rollick and wander around, I throw the rope, drive the cattle, being familiar with everyone just resting, lying on my hip with a lover in every town and really don't care where you might be...

Katarina Saric


Χρυσές ορμόνες

Λατρεμένε εαυτέ μου, μόλις γεννήθηκες, μια ροζ απαλή μάζα , ερωτευμένος από τότε με την ποίηση, την καλλιγραφία και με τα γραμματόσημα που έμοιαζαν με λιωμένο θησαυρό.

Και σε αυτό το πουκάμισο, αυτό, με τη μεγάλη κουκκίδα στη μέση, το κράτησα, για να το φοράς.
Μαζί θα ξαπλώνουμε εγώ κι εσύ , και με αυτά τα μεγάλα ψάθινα καπέλα, και το χειροποίητο κέντημα με τη δαντέλα και εκείνη τη μυρωδιά λεβάντας στα εσώρουχα.

Αλλά περισσότερο μου αρέσεις όταν βαριέσαι εαυτέ μου, έτσι γεννήθηκες, με τις ορμόνες σου κλεμμένες, να κλωτσάς κάτω από την ντουλάπα και να αφήνεις τη σκόνη, να πέσει στο λεύκωμα. Έβαλες στη σακούλα και τα ακουστικά και άλλαξες εκεί μπροστά το σώμα του φιδιού( που σε αγκάλιαζε) .

Πριν ανοίξω μια νέα σελίδα, εμπιστεύτηκα απόλυτα τη τελεία ως την τελευταία στάση, με μια απάντηση της αχίλλειο πτέρνας μου, σε κανέναν και σε τίποτα δε θα απαντήσω και (προτιμώ) να περιπλανώμαι, ρίχνω το σχοινί, οδηγώ τα βοοειδή, είμαι εξοικειωμένη με όλους όσους απλά ξεκουράζονται..

Ξαπλωνοντας με έναν διαφορετικό εραστή, σε κάθε πόλη και πραγματικά δεν με νοιάζει που μπορεί να είσαι ...

©®Katarina Saric

Eva Petropoulou Lianoy
Translation




iii. SENSELESS NOISE

And you will allow the sticky looks of contempt and envy borne of the blemish blindness and despair piled up in backbone and wrinkled arms.

You will allow the misfortunes and torments yours and those of the others.

You will shoulder both what you have to and what the others load in your saddlebags equally here as everywhere else in this wide world one and the same life for everybody, through and through.

You will be seizing the life of the others and the others will be taking it from you ground in the same mill till we meet our maker till the very endand whoever receives the ticket to hell and whoever to heaven.

You will allow everything down the water when everything and everyone flow away and leave every Tom, Dick, and Harry

But you'll remember only those silent days when all of this is over in which you were lucky to find your own teddy to cuddle under the covers and everything suddenly pauses and stops becoming a senseless noise.

Κatarina Saric


Παράλογος Θόρυβος

Και θα αφήσετε την κολλώδη εμφάνιση της περιφρόνησης και του φθόνου που φέρει μια κηλίδα τυφλή και την απελπισία, να συσσωρεύονται στην ραχοκοκαλιά και στα ζαρωμένα χέρια.

Θα επιτρέψετε να σας καταβάλλουν οι ατυχίες και τα βασανιστήρια σας, και όλων των άλλων οι συμφορές.

Θα επωμιστείτε τόσο ό, τι έχετε, όσο και αυτό που οι άλλοι φορτώνουν στις τσάντες σας, εξίσου εδώ όπως οπουδήποτε αλλού σε αυτόν τον ευρύ κόσμο, μιας και η ζωή για όλους, είναι ίδια .

Θα αδράξετε τη ζωή των άλλων και οι άλλοι θα την πάρουν από τα χέρια σας, και θα γυρνουμε όλοι γύρω - γύρω, στον ίδιο μύλο μέχρι να συναντήσουμε τον δημιουργό μας, μέχρι το τέλος να έρθει και τότε όποιος λάβει το εισιτήριο για την κόλαση θα πάει και όποιος λάβει το εισιτήριο στον παράδεισο εκεί θα οδηγηθεί.

Θα αφήσετε τα πάντα κάτω από το νερό, όταν όλα και όλοι ρέουν μακριά και αφήνουν κάθε Τομ, Ντικ και Χάρι, αλλά θα θυμάστε μόνο εκείνες τις σιωπηλές μέρες, όταν όλα αυτά έχουν τελειώσει, κατά την οποία ήσασταν τυχεροί που βρήκατε το δικό σας αρκουδάκι, για να το αγκαλιάσετε κάτω από τα καλύμματα και όλα ξαφνικά σταματούν, σταματούν, να γίνονται ένας παράλογος θόρυβος.....

©®Katarina Saric

Εύα Πετροπουλου Λιανού
Eva Petropoulou Lianoy
Translation


Biography - Βιογραφικό

Κατερίνα Σαριτς

Katarina Sarić, 10 Μαρτίου 1976. Budva. Στο FF Nikšić αποφοίτησε ενώ σπούδασε φιλοσοφία και λογοτεχνία της Νότιας Σλαβικής, στο FPN Podgorica και ολοκληρώνει και τις μεταπτυχιακές σπουδές στις πολιτικές επιστήμες . Γράφει ποίηση και πεζογραφία . Είναι συγγραφέας και καλλιτέχνης. Είναι μια πολυδιάστατη συγγραφέας, με αμέτρητες συμμετοχές σε ανθολογίες,κι έχει παρουσιάσει τα έργα της σε πολλές χώρες . Έχουν γραφτεί επιστημονικά έργα για την ποίηση και την πεζογραφία της. Τα έργα της βραβεύτηκαν, μεταφράστηκαν σε επτά γλώσσες και δημοσιεύθηκαν τόσο στη χώρα της αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο . Δημοσιευμένο έργο: "Caligat in Sole" - φιλοσοφική τριλογία, "Nadja, επιβράδυνση, θα πας σε ένα πουλί!" μυθιστόρημα, δεύτερη θέση στο διαγωνισμό "Monoceros books" Αθήνα, 2014, "Amputirani" - μυθιστόρημα, "SvejAdno mi je istale dijagnoze societyjale" - ποιητική συλλογή (σύντομη λίστα για το βραβείο "inurin šešir" 2019) , Kamijada i Kamiseja "- σύγχρονο έπος δύο τόμων, πρώτο βραβείο για το καλύτερο βιβλίο" Rom produkcija "Βελιγράδι, 2019." Moja Indija "- OM περιοδικό - ταξίδι," Golo meso "- περιοδικό," Globus Hystericus "- επιλεγμένα ποιήματα," Death of Madame " Dolphin "- σύντομη λίστα για το βιβλίο Poetikum της χρονιάς, 2021κι ένα ειδικό βραβείο για την έκδοση" Ine Svetlosti ".

Μετάφραση
Εύα Πετροπουλου Λιανού









Τορκουάτο Τάσσο (11 Μαρτίου 1544 - 25 Απριλίου 1595)

 

Ο Τορκουάτο Τάσσο (Torquato Tasso, 11 Μαρτίου 1544 - 25 Απριλίου 1595) ήταν Ιταλός ποιητής του 16ου αιώνα. Είναι γνωστός για το επικό ποίημα Απελευθερωμένη Ιερουσαλήμ που δημοσίευσε το 1581 και το οποίο αναφέρεται σε μια μάχη μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων στο τέλος της Πρώτης Σταυροφορίας κατά την πολιορκία της Ιερουσαλήμ το 1099. Μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα, το έργο του ήταν από τα πιο δημοφιλή στην Ευρώπη και θεωρείται ένα όψιμο έργο της ιταλικής Αναγέννησης και πρώτο δείγμα ύφους μπαρόκ στην λογοτεχνία. Αργότερα, το 1593, έγραψε το μικρότερης αξίας Κατακτημένη Ιερουσαλήμ.

Βιογραφία

Ο Τορκουάτο Τάσσο γεννήθηκε στις 11 Μαρτίου του 1544 στο Σορρέντο της Καμπανίας. Ο πατέρας του, Μπερνάρντο (Bernardo Tasso), γόνος παλιάς οικογένειας από το Μπέργκαμο, ήταν στρατιωτικός, μυστικοσύμβουλος αυλικός και διπλωμάτης, αλλά και γνωστός ποιητής. Μητέρα του ήταν η Πόρτσια ντε Ρόσσι (Porzia de' Rossi). Ο πατέρας του ήταν στην στην υπηρεσία του πρίγκιπα Φερράντε Σανσεβερίνο (Ferrante Sanseverino) του Σαλέρνο ως γραμματέας επί πολλά έτη. Η μητέρα του συνδεόταν με τις πιο φημισμένες οικογένειες της Νάπολης. Το 1545 η οικογένεια μετακόμισε στο Σαλέρνο και το 1551 στη Νάπολη. Ο πρίγκιπας, έχοντας έρθει σε σύγκρουση με την ισπανική κυβέρνηση της Νάπολης, έχασε τα κληρονομικά δικαιώματά του και εξορίστηκε στη Γαλλία. Μαζί του εξορίστηκε και ο Μπερνάρντο, που το 1552 έφτασε με τον πρίγκιπα στο Παρίσι, ενώ η μητέρα του ποιητή μαζί με τον Τορκουάτο και την αδερφή του, Κορνηλία (Cornelia) επέστρεψαν από τη Νάπολη στο Σορρέντο. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε σε σχολείο Ιησουιτών, όπου εντυπωσίασε με την ευφυία και την θρησκευτικότητά του. Το 1554 ο Μπερνάρντο Τάσσο μετέβη στη Ρώμη, υπό την προστασία του πρίγκιπα Ιππολύτου Β' των Έστε (Ippolito d' Este) και επετράπη στον Τορκουάτο να τον ακολουθήσει. Το 1556 η μητέρα του Τορκουάτο πεθαίνει στο Σορρέντο και ο Μπερνάρντο μεταβαίνει στο Ουρμπίνο, στην υπηρεσία του δούκα Γκουιντομπάλντο Β' ντέλλα Ρόβερε (Guidobaldo della Rovere). Ο Τορκουάτο ακολούθησε τον πατέρα του τον επόμενο χρόνο στο Ουρμπίνο, όπου συνέχισε τις σπουδές του με φημισμένους ανθρωπιστές, πλάι στον διάδοχο του δούκα, Φραντσέσκο Μαρία ντέλλα Ρόβερε (Francesco Maria della Rovere). Η αδερφή του ποιητή, Κορνηλία, παντρεύεται στο Σορρέντο. Την ίδια χρονιά η ίδια κινδύνεψε από μία τουρκική επιδρομή στο Σορρέντο και υπήρξε ψευδής φήμη ότι είχε σκοτωθεί.

Το 1559 ο Μπερνάρντο μεταβαίνει στη Βενετία για να επιβλέπει την έκδοση του επικού ποιήματός του για τον μυθικό ιππότη "Αμαδι της Γαλατίας" (Amadigi) και ο Τορκουάτο τον ακολουθεί. Εκεί, ο νεαρός ποιητής κυκλοφορεί ανάμεσα στους λογοτεχνικούς κύκλους και ξεκινά τη συγγραφή του δικού του επικού ποιήματος με θέμα την Α' Σταυροφορία. Γρήγορα όμως το εγκαταλείπει προσωρινά για να γράψει τον Ρινάλντο (Rinaldo), ιπποτική μυθιστορία σε στίχους, κατά το πρότυπο των ποιημάτων του πατέρα του, ο οποίος την επόμενη χρονιά (1560) εκδίδει τον Amadigi. Ο Τορκουάτο αρχίζει νομικές σπουδές στην Πάντοβα, αλλά τον επόμενο χρόνο (1561) τις εγκαταλείπει για να σπουδάσει φιλοσοφία, ποίηση και ρητορική. Μελετά εντατικά την "Ποιητική" του Αριστοτέλη και επισκέπτεται την αυλή της Ελεονόρας ντ' Έστε στη Φερράρα, όπου ερωτεύεται την Λουκρητία Μπεντίντιο (Lucrezia Bendidio). Στο μεταξύ με τον Ρινάλντο είχε δείξει τέτοια πρωτοτυπία χειρισμού του θέματος στις λεπτομέρειές του, καθώς και τέτοιο επιτυχή συγκερασμό του κλασικού έπους και της ρομαντικής μυθιστορίας, που θεωρούνταν ήδη ως ο νέος ανερχόμενος αστέρας της ιταλικής ποίησης. Το 1562 εκδίδεται στη Βενετία ο "Ρινάλντο" από τον περήφανο πατέρα του νέου ποιητή. Ο Τάσσο τώρα γράφει ερωτικά ποιήματα για την Λουκρητία και ξαναρχίζει την σύνθεση του έπους του για την Α' Σταυροφορία. Την περίοδο αυτή τελειώνει το έργο του Discorsi dell' Arte Poetica και πηγαίνει για σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνιας, ενώ ο πατέρας του είναι στην υπηρεσία των Γκοντζάγκα στη Μάντοβα. Ο Τορκουάτο, επισκεπτόμενος τον πατέρα του στη Μάντοβα, ερωτεύεται την Λάουρα Πεπεράρα (Laura Peperara), για την οποία θα γράψει επίσης ερωτικά ποιήματα. Στο μεταξύ αναγκάζεται να εγκαταλείψει την Μπολόνια, κατηγορούμενος ότι συνέθεσε μια βωμολοχική σάτιρα και καταφεύγει στην Πάντοβα υπό την προστασία του Λουίτζι Γκοντζάγκα (Luigi Gonzaga).

To 1565 αρχίζει μία νέα περίοδος στη ζωή του ποιητή, καθώς μπαίνει στην υπηρεσία του Καρδινάλιου Λουίτζι ντ' Έστε και επισκέπτεται τη Φερράρα, την αυλή του Αλφόνσο Β' των Έστε και των ανύπαντρων αδελφών του, Λουκρητίας και Λεονόρας, εκεί όπου στο μέλλον θα γνωρίσει στιγμές μεγάλης δόξας, αλλά και βασανιστικής απελπισίας. Το 1567 εκδίδει στην Πάντοβα το πρώτο βιβλίο του με ερωτικά ποιήματα, το Rimi de gli Accademici Eteri και τον ίδιο χρόνο μετακομίζει μόνιμα στη Φερράρα. Μέχρι το 1570 περίπου θα ζήσει τα πιο ευτυχισμένα χρόνια του στην Αυλή της Φερράρα, ως διάσημος ποιητής που ήταν το είδωλο των λογοτεχνικών κύκλων και γενικά μορφωμένων της εποχής, αλλά και περιβαλλόμενος από την αγάπη των δύο πριγκιπισσών (υπήρχε η φήμη ότι ήταν ερωτευμένος με την Λεονόρα). Ο θάνατος του πατέρα του το 1569 του προξενεί μεγάλη θλίψη. Το 1570 γράφει τα Concluzioni amorose επ' ευκαιρία των γάμων της Λουκρητίας ντ' Έστε και του Φραντσέσκο Μαρία ντέλλα Ρόβερε. Τον ίδιο χρόνο επισκέπτεται ως μέλος της ακολουθίας του Λουίτζι ντ' Έστε το Παρίσι, όπου συναντάται με τον Πιέρ ντε Ρονσάρ. Το 1572 ο ποιητής μπαίνει στην υπηρεσία του Δούκα Αλφόνσου Β' των Έστε και την επόμενη χρονιά επισκέπτεται μαζί του τη Ρώμη. Τον ίδιο χρόνο (1573) δημοσιεύεται το βουκολικό δράμα του "Αμύντας" (Aminta), που έχει καταπληκτική επιτυχία. Αρχίζει τη συγγραφή του έργου του "Γαλεάλτος, Βασιλιάς της Νορβηγίας" (Galealto, Re di Norvegia), μίας κλασικής τραγωδίας, την οποία θα επεξεργαστεί αργότερα δίνοντάς της τον τίτλο "Ο Βασιλιάς Τορισμόνδος" (Il Re Torrismondo).

To 1575 απαγγέλλει στον δούκα Αλφόνσο και την αδελφή του Λουκρητία, δούκισσα του Ουρμπίνο, αποσπάσματα από το έργο του για την Α' Σταυροφορία με τον τίτλο "Γοδεφρείδος" (Goffredo), που έχει μόλις ολοκληρώσει. Το έργο θα μετονομαστεί σύντομα από τον ποιητή σε Απελευθερωμένη Ιερουσαλήμ (Gerusalemme Liberata). Ορίζεται από τον δούκα Αυλικός Ιστοριογράφος. Αντί να σπεύσει να δημοσιεύσει το έργο του, αρχίζει να έχει σοβαρές επιφυλάξεις γι' αυτό, αποφασίζοντας να το θέσει επισήμως υπό την κρίση επιφανών κριτικών και διδασκάλων στην Ρώμη. Παράλληλα αρχίζει να έχει προστριβές, αληθινές ή φανταστικές, με τον δούκα Αλφόνσο και αισθάνεται μια αυξανόμενη πίεση από την ατμόσφαιρα που επικρατούσε στην Αυλή της Φερράρας. Το 1576 αναθεωρεί σημαντικά τμήματα της Απελευθερωμένης Ιερουσαλήμ. Σε έναν καβγά δέχεται την επίθεση ενός αυλικού και τραυματίζεται. Φεύγει τότε από τη Φερράρα για τη Μόντενα, όπου γράφει λυρικά ποιήματα και διαλόγους σε πεζό. Τον επόμενο χρόνο (1577) επιτρέπεται στον ποιητή να επιστρέψει στην Αυλή της Φερράρας, αλλά υποφέρει από νευρικές κρίσεις και μανία καταδιώξεως. Φοβούμενος ότι στο έργο του έχει υποπέσει σε αίρεση, το υποβάλλει υπό την κρίση της Ιεράς Εξέτασης, όπου απαλλάσσεται από κάθε υποψία. Θεωρώντας ότι κάποιος αυλικός τον κατασκόπευε, ο Τάσσο του επιτίθεται με εγχειρίδιο και τον τραυματίζει. Μετά το συμβάν αυτό φυλακίζεται για λίγο διάστημα. Βγαίνει από τη φυλακή, αλλά η κατάστασή του επιδεινώνεται και τίθεται σε κατ' οίκον περιορισμό σε μια μονή, από όπου δραπετεύει. Ταξιδεύει με ποιμενική περιβολή στο Σορρέντο, όπου αναγγέλει στην αδερφή του Κορνηλία τον θάνατό του. Μόλις αυτή λιποθυμά, της αποκαλύπτει ποιος είναι. Αφού αλλάζει διαμονή σε διάφορες πόλεις, στις οποίες γινόταν πάντα ευνοϊκά δεκτός, τελικά εγκαθίσταται τον Σεπτέμβριο του 1578 στο Τορίνο στον δούκα Εμανουέλε Φιλιμπέρτο (Emanuele Filiberto) της Σαβοΐας. Σε όλες τις μεγάλες οικογένειες του Τορίνου γίνεται δεκτός, εν μέρει από θαυμασμό, εν μέρει από συμπάθεια. Εκεί γράφει εκεί και άλλους διαλόγους σε πεζό. Δεν μπορούσε όμως να ζήσει μακριά από τη Φερράρα.

Το 1579 επιστρέφει στη Φερράρα επ' ευκαιρία των (τρίτων) γάμων του Αλφόνσου των Έστε και της Μαργκερίτα Γκοντζάγκα της Μάντουας. Εκεί όμως η ψυχική ασθένεια από την οποία έπασχε υποτροπίασε και τον Μάρτιο, μετά από ένα επεισόδιο που έγινε δημόσια στο δουκικό ανάκτορο κατά το οποίο ο ποιητής συμπεριφερόταν σαν παράφρονας, συνελήφθη και οδηγήθηκε στο Ospedale di Sant' Anna (άσυλο της Αγίας Άννης). Στον ποιητή σταδιακά παραχωρήθηκε ελευθερία να γράφει και να δέχεται επισκέπτες. Κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του κυκλοφόρησε στη Βενετία μία μη εγκεκριμένη από τον ίδιο μερική έκδοση της Απελευθερωμένης Ιερουσαλήμ (1580), ενώ τον επόμενο χρόνο (1581) μια άλλη πειρατική έκδοση όλου του έργου κυκλοφόρησε στην Πάρμα. Ακολούθησαν επτά επανεκδόσεις μέσα σε έξι μήνες, ενώ η πρώτη εγκεκριμένη έκδοση εκδόθηκε τον ίδιο χρόνο στη Φερράρα. Τα λυρικά και τα πεζά του εκδόθηκαν στο τυπογραφείο του Άλδου Μανούτιου στη Βενετία. Η σωματική και ψυχική υγεία του στο μεταξύ χειροτέρευσε και σε αυτό συνέτειναν οι εκδόσεις του έργου του που είχαν γίνει χωρίς την άδειά του. Μια δεύτερη αναθεωρημένη έκδοση της Απελευθερωμένης Ιερουσαλήμ το 1583 προκάλεσε την έναρξη μιας ατελεύτητης λογοτεχνικής διαμάχης για το ποιος ποιητής είναι σημαντικότερος, ο Αριόστο ή ο Τάσσο. Το 1585 λέγεται φιλολογική επίθεση από δύο λογοτέχνες της Ακαδημίας della Crusca της Φλωρεντίας για την Ιερουσαλήμ, στους οποίους απαντά εγγράφως με ήρεμο και ευγενικό τόνο. Παίρνει εξιτήριο από το άσυλο το 1586 και τίθεται υπό την κηδεμονία του νεότερού του δούκα Βιτσέντσο Γκοντζάγκα (Vicenzo Gonzaga), πρίγκιπα της Μάντοβας. Στην Μάντοβα αποπερατώνει τον Τορρισμόνδο του. Επισκέπτεται συγγενείς στο Μπέργκαμο, όπου τον δέχονται με τιμές, και στη συνέχεια επιστρέφει στη Μάντοβα, αλλά φεύγει ενόψει της επίσκεψης του Αλφόνσου των Έστε. Φτάνει στη Ρώμη το 1587 μέσω της Μολόνιας και του Λορέτο. Όταν προσπαθεί να επιστρέψει στη Μάντουα ή την Φερράρα, ένα παπικό έδικτο του το απαγορεύει. Προσπαθεί να κερδίσει δικαστικά την περιουσία της μητέρας του που έχουν οικειοποιηθεί οι εξ αγχιστείας συγγενείς της αδελφής του, αλλά η προσπάθειά του αποτυγχάνει. Το 1588 μετά από βραχεία διαμονή στο μοναστήρι του Monte Oliveto κοντά στη Νάπολη γράφει το θρησκευτικό ποίημα Il Oliveto (Το Όρος των Ελαιών).

Τα επόμενα δύο χρόνια (1588-1590) ζούσε μεταξύ Νάπολης, Ρώμης, Φλωρεντίας και Μάντοβας. Παντού τον δέχονταν ευνοϊκά δούκες, πρίγκιπες, καρδινάλιοι, ακόμα και ο πάπας, αλλά ο Τάσσο δεν μπορούσε να μείνει πουθενά. Το 1590 επισκέπτεται τη Φλωρεντία, όπου γίνεται δεκτός με τιμές από την προηγουμένως εχθρική Accademia della Crusca. Ωστόσο η αίτηση του να γίνει δεκτός στην υπηρεσία του Φερδινάνδου των Μεδίκων (Ferdinando de' Medici) απορρίπτεται. Αρχίζει να ξαναγράφει εξαρχής την Ελευθερωμένη Ιερουσαλήμ, καταλήγοντας σε ένα εξολοκλήρου καινούργιο έργο την Κατακτημένη Ιερουσαλήμ (1592), απαλλαγμένο από κάθε αισθησιασμό και κατώτερης καλλιτεχνικής αξίας. Το 1591 συμφιλιώνεται με την οικογένεια των Γκοντσάγκα και του επιτρέπεται να ξαναγυρίσει στη Μάντοβα, ωστόσο μετά από σοβαρή ασθένεια επιστρέφει στη Ρώμη. Το 1592 επισκέπτεται τη Νάπολη, όπου δημιουργεί φιλίες με τον μελλοντικό βιογράφο του Τζαμπατίστα Μάνσο (Giambattista Manso) καθώς και με τον Τζαμπατίστα Μαρίνο (Giambattista Marino), που επρόκειτο να τον διαδεχθεί ως αυλικός ποιητής στη Φερράρα. Συγγράφει ένα επύλλιο για την Δημιουργία του Κόσμου κατά το πρότυπο της Γένεσης, το Il Mondo Creato (Ο Δημιουργημένος Κόσμος). To 1593 γράφει το Lagrime de Maria e Cristo (Τα Δάκρυα της Μαρίας και του Χριστού). Τον ίδιο χρόνο εκδίδεται η Κατακτημένη Ιερουσαλήμ στην Παβία και τον επόμενο τα Discorsi del poema eroica (Ομιλίες για την ηρωική ποίηση). Ο νέος Πάπας Κλήμης Η΄ προτίθεται να τον στέψει Δαφνοστεφή Ποιητή στο Καπιτώλιο της Ρώμης, ο Τάσσο όμως αρρωσταίνει ξαφνικά και μεταβαίνει στο μοναστήρι του Sant' Onofrio στο Τζανίκολο, λίγο έξω από τη Ρώμη. Εκεί πεθαίνει στις 25 Απριλίου 1595, σε ηλικία μόλις πενήντα ενός ετών.

Απελευθερωμένη Ιερουσαλήμ

Η Απελευθερωμένη Ιερουσαλήμ (ιταλικά Gerusalemme Liberata) είναι επικό ποίημα του Τορκουάτο Τάσσο, που αποτελεί και το σημαντικότερο έργο του. Θέμα του έχει την κατάκτηση της Ιερουσαλήμ από τους πολεμιστές της Πρώτης Σταυροφορίας, καθώς και τα γεγονότα που προηγήθηκαν της αλώσεως της πόλης. Ο ποιητής αναπλάθει ελεύθερα τα γεγονότα, εισάγοντας πολλά φανταστικά πρόσωπα που συνυπάρχουν με τα ιστορικά, όπως ο Γοδεφρείδος του Μπουιγιόν. Το έργο έχει όλα τα χαρακτηριστικά της αναγεννησιακής ποίησης, που εκφράστηκε στην πληρότητά της από τον Μαινόμενο Ορλάνδο του Λουντοβίκο Αριόστο, αλλά ανήκει εξίσου και στην αμέσως επόμενη περίοδο της Αντιμεταρρύθμισης και του Μπαρόκ. Εμπνεόμενο από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια του Ομήρου και κυρίως την Αινειάδα του Βιργιλίου, περιέχει εντούτοις πολλά λυρικά στοιχεία και σκηνές αισθησιακού περιεχομένου, ενώ βασικό ζήτημα που απασχολεί τον ποιητή είναι η διάσταση μεταξύ της χαράς της ζωής και του καθήκοντος. Σε αυτά τα τελευταία στοιχεία έγκειται και η μεγάλη επιτυχία που γνώρισε το έργο στο αναγνωστικό κοινό, αμέσως μόλις εκδόθηκε. Είναι γραμμένο στην παραδοσιακή ιταλική στροφή της οκτάβας (ottava rima) και χωρίζεται σε είκοσι άσματα (cantos) που περιέχουν εν συνόλω 15.336 ενδεκασύλλαβους στίχους. Το έργο στα ελληνικά ονομάζεται επίσης και Ελευθερωμένη ή Ελευθερωθείσα Ιερουσαλήμ ή ακόμα και Η ελευθέρωσις της Ιερουσαλήμ.


Ελευθερωμένη Ιερουσαλήμ - Άσμα τρίτο

Με τες δροσιές επρόβαινε η αυγή χαριτωμένη
με μύρια της παράδεισος λουλούδια στολισμένη,
όταν μέσ’ στο στρατόπεδο, π’ άγρυπνο ετοιμαζότουν
βοή και αρμάτων ταραχή γύρω παντού απλωνότουν.
Και μόλις όλο της αυγής εφάνηκε τ’ αστέρι
οι σάλπιγγες χαρούμενες αντήχησαν στ’ αέρι.
Ο πολεμάρχος με γλυκούς τρόπους τους οδηγάει,
πότε τους βάνει χαλινό, πότε τους ακλουθάει.
Έργο πλιο δύσκολο, παρά κανείς να σταματήσει
το κύμα που σηκώνεται το βράχο να χτυπήσει,
ή στον βοριά ν’ αντισταθεί που τα βουνά κλονίζει,
και τα καράβια σύσσωμα στη θάλασσα βυθίζει.
Δεν θέλει την ολόθερμην ορμή τους να βαστάξει,
αλλ’ ενωμένοι να προβούν και με πολέμια τάξη.
Έχει καθένας τους φτερά στα πόδια, στην καρδία.
Τον κόπο δεν αισθάνονται κι εμπρός πετούν με βία·
κι όταν με αχτίνες φλογερές ο ήλιος ανεβαίνει
και τους αγρούς ανάβοντας χόρτα και ανθούς ξεραίνει,
ιδού την Ιερουσαλήμ ξανοίγουν εμπροστά τους,
ιδού στην Ιερουσαλήμ στρέφουν τα βλέμματά τους.
Την χαιρετούν ολόχαροι, με πόθο την κοιτάζουν
και μύρια στόματα μεμιάς «Ιερουσαλήμ» φωνάζουν.
Έτσι κι οι ναύτες, που στεριές αγνώριστες γυρεύουν
και μέσα σε άγρια σκοτεινά πέλαγα ταξιδεύουν
παλεύοντας με το βοριά και τη θαλασσοζάλη,
αν ξάφνω ο τόπος που ζητούν αγνάντια τους προβάλει,
τον χαιρετούν, όλοι σ’ αυτόν με την καρδιά πετιώνται,
και πλιο τες έρημες νυχτιές τους κόπους δε θυμώνται.
Αλλ’ η χαρά που έλαμψε στων Χριστιανών τα στήθη
αγάλια αγάλια εσβήστηκε κι άλλο αίσθημα εγεννήθη,
αγάπης, φόβου, σεβασμού, που τες καρδιές νικάει,
και πλέον κανείς τα βλέμματα να υψώσει δεν τολμάει
όπου για μας ένας Θεός έγινε μέγα θύμα
κι εθάφτη και ολοζώντανος εβγήκε από το μνήμα.
Στεναγμοί, λόγια θλιβερά και παραπονεμένα,
σημεία χαράς και δέησες, και δάκρυα πικραμένα
γύρω παντού σηκώνονται και δυνατά βουίζουν,
σαν όταν μέσα στα κλαδιά οι άνεμοι σφυρίζουν,
ή όταν βράχους κι έρημες ακρογιαλιές χτυπάει
η θάλασσα κι αφρίζοντας βραχνόφωνα βογγάει.
Γυμνοί τα πόδια προχωρούν όλοι μικροί μεγάλοι,
τα ολόχρυσα στολίσματα βγάνουν απ’ το κεφάλι,
και απ’ τες καρδιές τ’ ακάθαρτα πάθη που τες μολύνουν,
τες αμαρτίες ομολογούν και πικρά δάκρυα χύνουν.
«Το χώμα που το αίμα σου έβρεξε να φιλήσω,
Χριστέ μου, και με κλάματα θερμά να το ποτίσω·
τι στέκεις, παγωμένη μου καρδιά, κι εσείς τι αργείτε,
μάτια μου κακορίζικα, δυο βρύσες να γενείτε;
Συντρίψου, αχάριστη καρδιά, στο κρίμα βυθισμένη,
η κλάψα απαρηγόρητη κι αιώνια σε προσμένει».
Αλλ’ ο σκοπός, οπού ψηλά βρισκόμενος εθώρει
κι εξάνοιγε τες λαγκαδιές τριγύρου και τα όρη,
βλέπει μακριάθε φοβερή μαυρίλα να σιμώνει
σα σύγνεφο που μέσα του φωτιές και λάμψες χώνει·
έπειτα τ’ άρματα, θωρεί οπού το φως φλογίζει,
και τέλος άμετρους πεζούς κι άλογα ξεχωρίζει.
Κι ευθύς φωνάζει: «Ασκώνεται πολλή μαυρίλα πέρα,
ω, πώς απλώνεται γοργά και λάμπει στον αέρα!
Να, μας επλάκωσαν εχθροί, φθάνουν. Ετοιμασθείτε,
αδράξετ’ όλοι τ’ άρματα, στους τοίχους ανεβείτε».
Σέρνει βαρύτερη φωνή και λέει: «Καιρός δε μένει,
συμμαζωχθείτε γλήγορα, τρέξετε αρματωμένοι.
Να, έφθασαν· ο κορνιαχτός απλώνει, πλησιάζει
και σαν κατάχνια τρομερή τον ουρανό σκεπάζει».
Γέροι, γυναίκες, και παιδιά που δύναμη δεν έχουν,
για να σωθούν ολότρεμοι μεσ' στα τζαμιά τους τρέχουν·
οι άνδρες όλοι τ’ άρματα φουχτώνουν, και πηγαίνουν,
πολλοί στες πύλες, και πολλοί στους τοίχους ανεβαίνουν·
ο βασιλέας ακούραστος τρέχει παντού, θαρρύνει,
πολεμιστάδες και αρχηγούς, τες προσταγές του δίνει.
Και αφού τα πάντα επρόβλεψε σε ψηλό πύργο ανέβη,
που σε δυο πύλες μεταξύ τη χώρα προστατεύει,
όθεν στη μέση του στρατού βρισκόμενος εθώρει
από μακριά τες λαγκαδιές, τα πλάγια και τα όρη.
μτφρ. Ιούλιος Τυπάλδος

ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ (17 Μαρτίου 1917-25 Απριλίου 1981)

Η Ελλάδα ταξιδεύει χρόνια μέσα στην Ελλάδα
ακολουθώντας το χυμένο αίμα το σπαταλημένο.
Αίμα σταλαματιές κυλάνε στάζουν κάτω στον Άδη.
Πέφτουν απάνω στους νεκρούς οι σκοτωμένοι
αλλάζουν θέση δεν ξυπνάνε.
Μόνο το χέρι τους υψώνεται και δείχνει τη μεριά που
περπατάνε οι δολοφόνοι.
Η Ελλάδα ταξιδεύει χρόνια ανάμεσα στους δολοφόνους. 



Ο Τάκης Σινόπουλος με τον Στρατή Τσίρκα στο Λονδίνο, όπου το 1975 συμμετείχαν στις εκδηλώσεις του Ελληνικού Μήνα. http://www.greek-language.gr/
Ο Τάκης Σινόπουλος γεννήθηκε στην Αγουλινίτσα Ηλείας, πρωτότοκος γιος του φιλολόγου Γιώργου Σινόπουλου και της Ρούσας - Βενέτας το γένος Αργυροπούλου και βαφτίστηκε Πάικος. Το 1920 η οικογένεια Σινόπουλου εγκαταστάθηκε στον Πύργο Ηλείας. Εκεί γεννήθηκαν ο αδερφός του ποιητή Νούλης (Αθανάσιος) και οι δίδυμοι Παύλος και Μαρία. Στον Πύργο ο Σινόπουλος πέρασε τα μαθητικά του χρόνια και το 1934 έφυγε για την Αθήνα για να σπουδάσει ιατρική. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του δημοσίευσε ποιήματα, πεζά, κριτικά σημειώματα και μεταφράσεις σε λογοτεχνικά περιοδικά της Αθήνας και της επαρχίας. Το 1941 επιστρατεύτηκε ως λοχίας υγειονομικού. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής πήρε μέρος σε ερασιτεχνικές θεατρικές παραστάσεις, συνέχισε να γράφει και να δημοσιεύει μεταφράσεις και ποιήματα, φυλακίστηκε από τους ιταλούς ως αντιστασιακός (1942) και πήρε το πτυχίο του από την Ιατρική Σχολή (1944). Στον Εμφύλιο πήρε μέρος ως γιατρός του πεζικού και παρέμεινε για δυο χρόνια (1946-1947) με το τάγμα του σ’ ένα χωριό έξω από την Καλαμπάκα. Στην Αθήνα επέστρεψε το 1948 και από το 1949 άσκησε για πολλά χρόνια το ιατρικό επάγγελμα. Πέθανε στο Πύργο Ηλείας.
..............

Ο ΚΑΙΟΜΕΝΟΣ
Κοιτάχτε! μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ’ το πλήθος.

Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.
Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένoς να παραξενεύομαι.
Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;
Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.
Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.
Γινόταν ήλιος.
Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.
Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.


ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ
Λάμψε ήλιε

πανύψηλε της προπατορικής Ελλάδας, λάμψε εδώ·
σε τούτη τη στιφή αγκαλιά
της στάχτης. Λαβωμένο φως
να λούσει τη θρησκεία του σώματος
και την πικρή σου ανάμνηση, ήλιε.
‘Ηλιε βασάνισε τον ισκιερό κατήφορό της,
όπου πυρώνουν δόντια της παραφοράς,
όπου αναζούν οι καθαρές
κινήσεις των μαστών των πράσινων,
στην περιφέρεια του αδυσώπητου
φιλιού, στον κύκλο αυτής της τρομερής
γυμνότητας.
Λάμψε ήλιε των νεκρών
ποιητών.
Αχτιδοφόρος ήλιος της Ελλάδας είναι τώρα εδώ,
στον πείσμονα αρνητή της μαρτυρίας του χρόνου,
στον ηττημένο από τη μέθη του κακού
παραμυθιού. Πάνω στα κέρδη λάμπει τα πολύτιμα,
πάρα πολύ πικρά, που δεν υπάρχουν. ‘Ηλιε,
λάμψε ήλιε της φανταστικής
Ελλάδας, η πολυάνεμη,
η κόμη αυτή πολυάνεμη που κατεβαίνει ως τις ρωγμές
του σώματος βαθύσκιωτη ανεμίζοντας,
σκεπάζει ένα κεφάλι λευτεριάς
κι’ οδύνης. Ω, καθάρισε
της ανηφορικής Ελλάδας ήλιε,
την άμπωτη τη σκοτεινή της νύχτας του αίματος,
τις ανεξήγητες φωνές των προπατόρων,
ω του θανάτου αχτίδα αστραφτερή
στέμμα βαρύ της μνήμης μου ήλιε,
πάνω σ’ αυτό το σώμα που μονάχο αμύνεται,
χλοερές κοιλότητες μα πέτρινα
τα μέλη, αστείρευτοι οι μηροί.
Λάμψε ήλιε της νεκρής Ελένης.
Η σάρκα αποχαιρέτησε την έκσταση.
Αιώνια κύματα σαρώνουν την ασήκωτη καρδιά.
Σώμα έρημο περίλυπο μέσα στην κάψα του ήλιου·
κι’ εδώ στα δώματα η κραυγή μυρίζει ακόμα
τον έρωτα. Γαρύφαλλα, γαρύφαλλα
κηρύχνουν άλλη μια φορά μια ματωμένη ανάσταση.
Το πρόσωπο - αίνιγμα του πάθους ξαναγύρισε.
‘Ηλιε,
λάμψε ήλιε των μηρών των ξάστερων
της ζωντανής Ελένης, ω
μετέωρο πνεύμα, δικαιοσύνη του φωτός
πυρπόλησε το κέντρο το νωπό των τρομερών κοιλάδων
κι’ ας ζήσει μόνο ο λόγος ο γυμνός
που ξέρει
ποιες παραισθήσεις ποια όνειρα ποιες αναμνήσεις αθεράπευτες
ποια δίψα μ’ έφερε ως εδώ,
τον έρωτα να δέσω και το ποίημα τούτο το παράφορο
με την νεκρήν Ελένη.


ΑΝ
Απ’ το πρωί ο άνεμος ξεκάρφωνε τον ουρανό.

Απ’ το πρωί ο ήλιος κάπνιζε
ανάμεσα στα ερείπια.
Αν το πρόσωπό σου, το πρόσωπο ασπίδα. Και το σύν-
νεφο εκείνο κι ο τόπος τοπίο, και τα μάτια σου στρέ-
φοντας ξαφνικά δεν είχαν σκοτώσει την εικόνα που
κοίταζαν λίγο πιο πριν.
Αν το χέρι σου ήταν.
Αν τα μάτια σου.
Αν το χέρι σου.
Αν η λέξη που πήγες να πεις.
Λοιπόν όλη τη μέρα ο άνεμος.
Όλη τη νύχτα οι στάχτες της φωτιάς σου.

Ιωάννα (απόσπασμα)
Ο τοίχος ήτανε βαρύς άσπρος κάτω τ΄ αυλάκι

με το χορτάρι και το βρώμικο νερό κι απάνω
κοντά στο φοβερό καζάνι με τη σκοτεινή φωτιά
καθόταν η Ιωάννα. Πίσω σάλευαν αλλόκοτες
κι όμορφες σκιές. Μια μια περνούσε 
μπροστά κι Αυτή με τη βαριά κουτάλα
εβούταγε κι εμοίραζεν αμίλητη. Ο αγέρας
πηχτός ακινητούσε ολόγυρα. Καμιά κραυγή
δεν έσκιζε το λασπωμένο φως μονάχα
ο αβέβαιος ψίθυρος από τις σκιές που πλήθαιναν
ολοένα και γιομίζανε το χώρο εκείνο.
Κι εγώ ήμουνα στο δρόμο. Που τον γνώρισα

το δρόμο αυτό κι ανατριχιάζω τώρα
που επήξανε μέσα μου ασάλευτες οι μνήμες;
Την κοίταγα βαθιά κι αχόρταγα μα Εκείνη
βασανισμένη από μια θλίψη ολότελα θανάσιμη
δεν ένιωθε δεν πρόσεχε κι όσο κι αν αγωνιζόμουν
ποτέ το βλέμμα μου δεν έσμιξε το βλέμμα της
το καυτερό. Τριγύρα στάλαζε αγωνία πηχτή
κι αιώνια. Ξάφνου - πόσος πέρασε καιρός;
τα χείλη της σαλέψανε κι άκουσα σα να γύρισα
σε χρόνια βυθισμένα μέσα σε τόσες καταχνιές
μουρμουριστή βαθιά όλο πάθος τη φωνή της:
Φίλε μου κοίταξε τη ζωή μοιράζω με τα χέρια μου
στις σκιές τη ζωή που ζώντας την εζύγιασα
στην πλάστιγγα και βάραινε στο μέρος της φθοράς.
Ετσι μίλησε κι όρμησαν φρικιαστικές μέσα μου οι μνήμες.
Ομως παράξενο τα μάτια της δεν κοίταγαν εμένα
μόνο πέφτανε δίπλα μου σαν νάταν κάποιος άλλος
κι εκείνον έκραζε με τέτοια σκοτεινή λαχτάρα: Φίλε.
Ωστόσο τίποτα δεν σάλεψε μες στην σιγή. Καμιά
δεν έφθασεν απόκριση για Εκείνη. Τότε γύρισα
με δύναμη να ιδώ ποιος ήταν που δε μίλησε.
Κανείς. Μήτε ίσκιος, μήτε σώμα δε φαινόταν.
Ο δρόμος έρημος εγώ καταμεσής. Η Ιωάννα
τυραννισμένη από έναν πόνο οξύ είχε σκύψει το κεφάλι
κι εβούταγε κι εμοίραζε κι οι σκιές
πληθαίνανε και προχωρούσανε και διάβαιναν
αδιάκοπα μπροστά της.
Ξάφνου αναπάντεχα σαν από μιαν αόρατη θύρα

πρόβαλε ο εφιάλτης του παλιού καιρού η φριχτή της μάνα
με τα φαρμακερά στενά και ρουφηγμένα χείλη
μυξιάρα ζαρωμένη κι άπλυτη καθώς συνήθιζε
κι έσκυψε πάνω απ΄ το κορμί της Ιωάννας και την κοίταγε
καθώς εκοίταγε άπληστα το καθετί. Και τότε
τρομάζοντας βαθιά και σκοτεινά φώναξα: Ιωάννα
Ιωάννα στρίψε τα μάτια σου τα οδυνηρά σε μένα.
Δεν άκουσε. Δεν γύρισε. Κι όταν απαυδισμένος 
δοκίμασα να κράξω πάλε Ιωάννα δεν επρόφτασα.
Μεμιάς σκοτείδιασε και μες στο σκότος σβήσαν όλα
κι η Ιωάννα βρέθηκε στο δρόμο και κοντά της
ένα υποκείμενο ξεφύτρωσε που κάπου τόχα ιδεί
κάποτε που τριγύριζα σε συνοικίες φονιάδων
με μούτρο πράσινο και μαύρα λιγδερά μαλλιά.
Πέρασαν δίπλα μου τα μάτια μου γυρέψανε
τα μάτια της. Δεν έστριψεν η θλίψη ολοένα
και πιο βαθιά χαράκωνε το χλωμό πρόσωπό της.
Η νύχτα έπεφτε γύρα εφιαλτική κι όταν εφτάσανε
στου δρόμου την καμπή φάνηκε κάποιος τρίτος
-κάπου τον ήξερα κι αυτόν έμοιαζε καταδότης.
Τη βάλανε στη μέση και προχώραγαν και ξάφνου
καθώς ένα βαθύ μαύρο φτιασιδωμένο φως ερχόταν
από ψηλά και χύνονταν απάνω τους η Ιωάννα
ξάφνου σωριάστηκε μα πάλε αρπάχτηκε βαριά
στον ένα απάνου κι ύστερα ρυτιδωμένη ρυπαρή
κουβάρι μαύρο ολόμαυρο χωρίς ποδάρια πιά
με δύο ξύλινα δεκανίκια τρίκλιζε και προχωρούσε
μες στο πηχτό σκοτάδι εκεί που έστριβε ο δρόμος.
Και τότες έκραξα δε βάσταξα με τρομερή κραυγή:
Ιωάννα! και σφάλιξαν τα μάτια μου κι ο νους μου θόλωσε
κι όταν πια ο αγέρας με συνέφερε που εφύσαγε
πρώτη φορά πάνω στη γη τόσο ταχύς και διάφανος
ένα αγνό φως χλιαρό βαλσαμικό στάλαζε εντός μου
βοτάνι μαγικό για μια θανατερήν αρρώστια.

Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/