Στίχοι: Γιάννης Θεοδωράκης
Μουσική: Νεκτάριος Κλωστράκης
Έπαιξαν οι μουσικοί:
Μαρία Γκούβα: κανονάκι
Μανώλης Δρίμης: κιθάρες
Θάνος Γιακουμάκης: τσέλο
Παναγιώτης Σφακιανάκης: κρουστά
Μιχάλης Μαυράκης: κόντρα μπάσο
Γιώργος Σπανός: Σκηνοθεσία, Μοντάζ
Μιχάλης Μαυράκης (mavrakisound, Ηράκλειο) ηχοληψία, mastering
Η ηχογράφηση των κρουστών έγινε στο MP STUDIO (Μίλτος Παπαϊωάννου, Ρέθυμνο)
Επιμέλεια παραγωγής: Νεκτάριος Κλωστράκης
ΣΤΙΧΟΙ
Λίγο πριν φύγει να χαθεί
στη θάλασσα να σβήσει
ρώτα τον ήλιο να σου πει
αν σε 'χω εγώ αγαπήσει
Όταν θα βγει τ’ ολόγιομο
φεγγάρι να ρωτήσεις
Πόσο πολύ σε αγαπώ
να πάρεις απαντήσεις
Μονάχα εμένα μην ρωτάς
αν σ’ αγαπώ ψυχή μου
Μα όλος ο κόσμος έμαθε
πως είσαι η ζωή μου
Το σ’ αγαπώ μου θα στο πει
όταν συναντηθείτε
Η θάλασσα που έχει πολλά
για μας τους δυο να πείτε
Αν σ' αγαπώ του ουρανού
ρώτησε τα αστέρια
Που κάνω ευχές για να βρεθείς
μέσα στα δυο μου χέρια
Μονάχα εμένα μην ρωτάς
αν σ’ αγαπώ ψυχή μου
Μα όλος ο κόσμος έμαθε
πως είσαι η ζωή μου
"Μη Ρωτάς " είναι το Νέο τραγούδι του Νεκταριου Κλωστράκη σε συνεργασία με την Μαρία Γκούβα και τον Γιάννη Θεοδωράκη ,που Κυκλοφορεί επίσημα απο την Crete Records της 30.04.2021 σε καθε ηλεκτρονικη πλατφορμα σε κάθε γωνιά της γής !
Το τραγούδι ντύνει μουσικά ο σπουδαίος Κρητικός Συνθέτης και Μουσικός Νεκτάριος Κλωστρακης ,ενώ Φωνητικά με την εντυπωσιακή φωνή της ,η Μαρία Γκούβα ,ή οποία δίνει ζωή και αναπνοή στους στίχους του πιό διάσημου Κρητικόυ Στιχουργού ,Γιάννη Θεοδωράκη !
Ο Νεκτάριος Κλωστράκης είναι από τους λίγους συνθέτες και παραγωγούς που αναζητά και διαλέγει να δουλέυει και να στηριζει νέους και ταλαντούχους τραγουδιστές και μουσικούς . 'Ετσι και αυτή τη φορά διάλεξε τους καλύτερους και τους πιό ταλαντούχους να πλαισιώσουν την νέα καλλιτεχνική του δημιουργία που ονομάζεται " Μη Ρωτάς"
Η Υπεροχη φωνή της Μαρίας Γκούβα , " ξεπλένει απο την ψυχή μας την σκόνη της καθημερινότητας "( Berthold Auerbach συγραφέας ) !
Η Μαριά Γκούβα Γεννημένη στην Άρτα στις αρχές της χιλιετίας ,αριστούχος σπουδάστρια του τμήματος Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων , παίζει κανονάκι και τραγουδά από πολύ μικρή ηλικία και έχει πάρει μέρος σε πολλές πολιτιστικές εκδηλώσεις στην Ήπειρο ενώ τον τελευταίο χρόνο διασκευάζει παραδοσιακά και έντεχνα τραγούδια ενώ παράλληλα σχεδιάζει την κυκλοφορία του πρώτου της ολοκληρωμένου δίσκου !
Σε αυτό το τραγούδι η συμμετοχή του Γιάννη Θεοδωράκη με τους στίχους του μας οδηγεί να ξαναγαπήσουμε ή να συνεχίσουμε να αγαπάμε ό,τι θεωρούμε ότι μας έχει εγκαταλείψει ! Μια δήλωση πραγματικής αγάπης και πιστότητας που πραγματικά λείπει από τις ζωές όλων μας !
Σε παρακολουθώ. Μέρες τώρα. Σε βλέπω να κατηφορίζεις το σοκάκι βαρύθυμα, βαριεστημένα. Μετά να στρίβεις στο τέρμα του δρόμου, αριστερά· αφού πρώτα διστάσεις και σταθείς μετέωρος, μηχανικά, για μερικά λεπτά, ύστερα στρίβεις· πάντοτε αριστερά. Σε είδα χθες που έσερνες τα πόδια σου. Σαν να αδυνατούσες πλέον να σηκώσεις, το βάρος του εαυτού σου. Γιατί; Μέσα απ'τις τσέπες σου, που έχεις χώσει εκεί βαθιά τα χέρια ως τον αγκώνα, ένα ποτάμι θλίψης ξεχειλίζει, αφήνει πίσω του χνάρι υγρό από δάκρυα, και σε ακολουθεί σε κάθε βήμα. Το βλέμμα σου βαριά αλυσίδα, από τα βλέφαρα άγκυρες κατεβαίνουν, σέρνονται και γατζώνουν πάνω στις πλάκες του πεζοδρομίου. Και πάνω απτό κεφάλι σου ακριβώς, σύννεφο γκρίζο, φορτωμένο, πάντοτε έτοιμο να βρέξει, απλώνει σκάλα μες στο μυαλό σου και σκαρφαλώνουνε οι σκέψεις και μουλιάζουν υγρασία.
Σήμερα, σα να έγερνες προς τα δεξιά. Ναι. Ήταν ολοφάνερο. Σα να κρατούσες κάτω απ το παλτό σου, στην άκρη στο δεξί μανίκι, κιλά μολύβι, τόνους. Στάθηκες ώρα πολλή στην άκρη της στροφής. Καθρεφτισμένος σταθερά πάνω στη τζαμαρία, έψαξες, βρήκες το σημείο, εκεί ακριβώς που ο κρόταφος τελειώνει και ξεκινάει η φαβορίτα κι ακούμπησες ευλαβικά την κάννη. Γιατί; Κανείς δεν ξέρει. Ούτε και σύ.
Την ίδια αυτή στιγμή, το ίδιο δευτερόλεπτο που παραδόθηκες, τα πάντα γύρω σου οργιάζουν, σε έναν φρενήρη οργασμό. Οι γραμμωτοί σου μύες, στον υψωμένο άνω βραχίονα του δεξιού χεριού, σε άψογη συνεργασία μεταξύ τους, αναλαμβάνουν να σηκώσουν το περίστροφο στο ύψος του κροτάφου· ο κύριος μυς, που εκτελεί την κάμψη, και ο συνεργός του ο ανταγωνιστής, που εκτελεί χαλάρωση· έτσι σηκώνεται το χέρι σου ψηλά και σημαδεύει. Ο τένοντάς σου, ευθυτενής και δυνατός, συγκολλημένος στο οστό, δίνει την ώθηση σαν τεντωμένο τόξο, από κλωνάρι λυγαριάς. Η καρδιά σου, που αντλεί συνήθως 5 με 6 λίτρα αίμα το λεπτό, ασταμάτητα, ακούραστα, αγόγγυστα, τώρα είναι τύμπανο πολέμου που βροντά, χτυπάει σαν τρελή, όπως ο Κονγκ, χτυπάει στο στήθος τις γροθιές του, στέλνει το αίμα γρήγορα μέσα στους πνεύμονες, έπειτα στα νεφρά να καθαρίσει και να επιστρέψει κατακόκκινο, πριν αναβλύσει από την τρύπα στο κρανίο σου. 8000 λίτρα αίματος έστειλε χθες, πιστός σου υπηρέτης, από την κάθε τρίχα στο χοντρό κεφάλι σου, μέχρι την άκρη των νυχιών, στην τυλιγμένη σου κλειστή παλάμη γύρω απτό κρύο σίδερο, που ετοιμάζεσαι μ'αυτό, να την ξεσκίσεις.
Την ίδια ακριβώς στιγμή -κοίταξα το ρολόι μου - 08:35 και σαράντα δέκατα, το 1832, ένα τεράστιο κύμα υψώθηκε κάπου στη Γιοκοχάμα, κοντά στα 30 μέτρα ύψος, και λίγα δευτερόλεπτα πριν σκάσει, ο Χουκουσάι το αποθανάτισε με τα πινέλα του κι όλοι πια το θαυμάζουν, στο Metropolitan museum of art.
Μέσα σ'αυτό το τελευταίο δευτερόλεπτο απόλυτης σιωπής, που στάθηκες ακίνητος, οι δύο κοχλίες των αυτιών σου, λαμβάνουν τρισδιάστατα έναν υπόκωφο ήχο, απ'το ορμητικό ποτάμι του χυμού που διαπερνάει τον κορμό του πεύκου, απέναντί σου, από το φλοίωμα, στο ξύλωμα και μέσα από το κάμβιο στρώμα και από κύτταρα μεγάλης διαμέτρου φτιαγμένα ειδικά γιαυτό το λόγο, και στέλνει ως τον οφθαλμό της τελευταίας πευκοβελόνας την υγρή ζωή. Κι όσο ο αγγειακός ιστός νεκρώνει, τόσο πιο εγκάρδιο* γίνεται το ξύλο, στηρίζοντας το έξω στρώμα, το νιο και φρέσκο.
Χιλιάδες σ'όλο τον πλανήτη αρσενικά, μέσα σε πόλεις, σε βουνά, σε θάλασσες, σε δάση και ποτάμια, εκσπερματίζουνε ετούτη τη στιγμή ακριβώς, που το δικό σου δάχτυλο χαϊδεύει τη σκανδάλη, άλλα μέσα σε κόλπους θηλυκών, άλλα πάνω σε βράχο φορτωμένο από κοράλλια κι άλλα στο τίποτα, στο πουθενά, έτσι μονάχα για να πάρουνε τη γεύση. Φλογάτα θηλυκά, δέχονται τους σπασμούς που ενώνονται με τους δικούς τους και σε έκσταση συμπαντική, με σάλπιγγες που κορυφώνουν εκκωφαντικά την πιο όμορφη κάθε φορά εκτελεσμένη συμφωνία, στα θεωρεία του μεγαλύτερου μεγάρου μουσικής, το πρώτο κύτταρο γεννιέται.
Κι έτσι όπως στέκεσαι εκεί καθηλωμένος, μέχρι να πάρεις την απόφαση, ακούραστος θα ανατείλει σαν πυροτέχνημα πάλι ο ήλιος, με διάμετρο 1,4 εκατομμύρια χιλιόμετρα, δηλαδή 109 φορές τη διάμετρο της γης, με το Υδρογόνο το Ήλιο, το Οξυγόνο τον Άνθρακα το Σίδηρο το Νέον το Άζωτο το Πυρίτιο το Μαγνήσιο και το Θείο -τελευταίο και καλύτερο - στη Φωτόσφαιρά του, μέσα σε εκρήξεις χαράς εκατομμυρίων μεγατόνων, μόνο και μόνο για να μας ζεστάνει, όπως ολόψυχα και πρόθυμα εκτελεί, τα τελευταία 5 δισεκατομμύρια χρόνια.
Και το επιστέγασμα, σαν να μην φτάνουν όλα αυτά, σαν να μην είναι αρκετά, είσαι και ελεύθερος αν θες, να πιέσεις τη σκανδάλη.
Άντε λοιπόν. Σβήσε το θαύμα. Όλα τα θαύματα. Αυτά τα θαύματα που συντελούνται στον κόσμο τούτο, κάθε ένα δευτερόλεπτο, ασύλληπτα στον αριθμό και Σύ, το μεγαλύτερο απ'όλα.
24/01/2021
*εγκάρδιο: το εσώτατο ξυλώδες τμήμα του κορμού των δέντρων, αλλιώς καρδιόξυλο.
ΨΑΧΝΩ ΝΑ ΒΡΩ ΤΗ ΧΑΡΑ ΠΟΥ ΜΟΥ ΚΛΕΨΑΝ
ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΜΟΥ ΠΟΥ ΜΕ ΔΟΛΟ ΚΟΥΡΣΕΨΑΝ
ΨΆΧΝΩ ΝΑ ΒΡΩ ΕΝΑ ΤΟΠΟ ΝΑ ΖΉΣΩ
ΚΙ ΕΝΑ ΟΥΡΑΝΟ ΤΑ ΦΤΕΡΑ ΜΟΥ Ν’ ΑΝΟΙΞΩ.
ΜΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ ΨΑΧΝΩ ΛΕΥΤΕΡΟΣ ΝΑ ΖΗΣΩ
ΤΊΠΟΤΑ ΔΕΝ ΘΈΛΩ ΑΛΛΟ ΠΑΡΑΠΆΝΩ
ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ ΤΟΝ ΗΛΙΟ ΛΙΓΟ Ν΄ ΑΚΟΥΜΠΗΣΩ
ΜΑ ΤΟ ΧΕΡΙ ΑΠΛΩΝΩ ΚΑΙ ΣΥΝΤΡΙΜΜΙΑ ΠΙΑΝΩ.
ΨΑΧΝΩ ΝΑ ΒΡΩ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ ΤΑ ΦΩΤΑ
ΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΟΥΝ ΤΑ ΧΕΙΛΗ ΣΑΝ ΠΡΩΤΑ ΑΓΑΠΗ ΨΑΧΝΩ ΝΑ ΒΓΩ
ΑΠ ΤΗΝ ΠΛΑΝΗ
ΝΑ ΒΡΩ Ν΄ ΑΡΑΞΩ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ ΤΟ ΛΙΜΑΝΙ.
Άλλοτε έψελναν τις λέξεις με εξαιρέσεις και κανόνες. Κι άλλοτε πάλι στο αποκορύφωμα γλεντιού τις κρεμούσαν άκλιτες στα κατώγια σαν φόνισσες. Α! ναι , σήμερα τις φοβούνται πολύ σαν την κατακόκκινη πείνα καυχησιάρη λύκου και δίχως καθυστέρηση τις ξεριζώνουν μία – μία για να τις πουλήσουν στα παζάρια ξώφρενων καιρών μπας και κονομήσουν τίποτε παράδες.
Στους μπαξέδες τ΄ ουρανού
Κοιτάξτε τους ρόζους στα χέρια μου.
Χρόνια τώρα κάνοντας τον περιβολάρη
καλλιεργώ με ζήλο σφυγμούς
αβόλευτων δακρύων
στους μπαξέδες τ΄ ουρανού.
Κι ας κονταροχτυπιέμαι
με σκληραγωγημένα βλέμματα
δυσπερίγραπτων καιρών.
Όνειρα
Όνειρα δεν με βαρεθήκατε πια ; Θα σας αδειάσω τη γωνιά. Μαζεύω με σβέλτες κινήσεις τα συμπράγαλά μου και φεύγω. Μονάχα , κοιτάξτε να μην το ρίξετε στον ύπνο και στην τεμπελιά.
Ψίχα ψυχής
Ε , πως να μην χρεοκοπήσω. Δεν φαντάζεστε πόσα καυτά δάκρυα κοστίζει ένας λυσσασμένος στίχος που χώνει βαθιά τα νύχια του στην αναψοκοκκινισμένη ψίχα της δόλιας μου ψυχής.
Αδιάβαστος
Μην το πείτε σε κανέναν. Εκνευρισμένος απέβαλα από την αίθουσα διδασκαλίας έναν ευρύχωρο ουρανό. Ήταν πάντα αδιάβαστος.
Χηρευάμενη ρίμα
Με θρασύτητα ερμηνευτικού σχολίου σκοντάφτω στις ζάρες χηρευάμενης ρίμας διαβόητης για τον έκλυτο βίο της. Από τότε με καταδιώκουν οι ώρες αναχωρήσεων και αφίξεων όλων των αυριανών στίχων.
Αβάσταχτη ζωή
Αβάσταχτη η ζωή μου παππούλη ουρανέ. Κρυώνω τόσο πολύ είπα τρέμοντας ανεξέλεγκτα. Μην απελπίζεσαι σε λίγο θα ζεσταθεί το κοκαλάκι σου μου απάντησε συννεφιασμένος. Είχε δίκιο. Μόλις ανέβηκε στο παλκοσένικο του κόσμου σαν πραγματική αρτίστα μια σπαραχτική βροχή ονείρου όλα στέγνωσαν μονομιάς.
Πλανόδιος ομπρελάς
Μνηστευμένος με μια συννεφούλα πλανόδιος ομπρελάς μαθαίνει πως η ξύλινη σκάλα της βροχής τρίζει σαν δεκανίκι σκαλωμένο στις βλέψεις φθινοπώρου.
Απόδραση
Θα το σκάσω. Θα κοιτάξω να το σκάσω από τούτο τ΄ όνειρο για λίγες ώρες. Με στενεύουν τα μπατζάκια των παύσεών του.
Άξαφνα
Άξαφνα το κρανίο μου ζώνεται από στίχους απεργούς. Έχουν φαγωθεί σώνει και καλά να τινάξουν τα μυαλά μου στον αέρα.
Προσφάι
Τι λαχταρά τούτη η ζήση ; Έναν γιαλό , ένα όνειρο κι ένα ποιηματάκι τόσο δα για προσφάι.
Ο Νίκος Πουλινάκης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Εργάστηκε ως τραπεζικός υπάλληλος. Κείμενα και ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και εφημερίδες. Επίσης έχει εκδώσει τις συλλογές ποιημάτων « Τράπεζα φιλάσθενης νοσταλγίας » ΑΩ εκδόσεις 2017 καθώς και «Η εθελούσια ερυθρότητα των λέξεων » ΑΩ εκδόσεις 2018
Ω!, το γλυκό το χρώμα Κι η γαλήνη κάποιου δειλινού Των κάμπων η ηλιόλουστη Χρυσή φωτοχυσία, τα κίτρινα, Τα μοβ της γης και τ᾽ ουρανού Φωτίστε με μες στη μυσταγωγία
Ω, σαν τ᾽ ανθάκια με τα χρώματα Της γης και τ᾽ ουρανού Τα κίτρινα, τα μοβ Και τα μενεξεδιά των κάμπων Στεφάνι με μυρτόκλαδα και χίλια του αγρού μικρά αγριολούλουδα στο νου μου θε να πλέξω
Και με τα χρώματα καρδιάς Το ρόδινο του έρωτα Το κόκκινο της συμφοράς Της μοναξιάς το γκρίζο Θα πλέξω Μαγιοστέφανο Την πόρτα της αγάπης μου Μ῾ ελπίδες να στολίζω
Θέλω τ᾽ ανέμου την δροσιά Τα μύρα τ᾽ άγρια του βουνού Τις βέργες να τυλίγουν Ὀνειρα λες , άστρα και φως Και θύμισες γλυκές του νου Το Μαγιοστέφανο να ντύνουν
Και να ᾽χει στάχυα και μυρτιές Και παπαρούνες, πασχαλιές Άσπρες και μοβ και μυροφόρες Πνοές ονείρων π᾽ άγγιξαν Κάποιας καρδιάς πτυχές Ζωής ελπίδες που ᾽σβησαν Κάποιου χειμώνα οι μπόρες
ΠΑΛΙΟΖΩΗ
Παλιοζωή, σαν το στεφάνι Του Μαγιού θα μαραθείς; Στο λίβα θε να σβήσεις Κάποιου θέρους;
Τα πέταλα σου, όλα Σκόρπια μύρα της μικρής αυλής Ανάσα θε να γίνουνε στης γης τους πέντε ανέμους;
ΝΗΜΑ ΛΕΠΤΟ
Κρατήθηκα από μια κλωστή Νήμα λεπτό Μ᾽ ονείρατα υφασμένο Σαν την αράχνη στον ιστό Το βλέμμα μου σ᾽ εσέ στραμμένο
ΠΛΑΤΩΝΙΚΟΣ ΕΡΩΣ
Τι να σου ζήταγα παλιά Και τι μου ζήτησες; Το βλέμμα σου Το γέλιο μου, ένα λόγο; Τίποτα δεν μας ένωσε Παρά το αιώνιο
ΜΗ ΠΥΡΟΦΑΝΙ Η ΜΝΗΜΗ
Βήμα το βήμα χάθηκαν Τα χρόνια απ᾽ την ματιά μου Βλέμμα το βλέμμα κι η θωριά Καθρέφτης μου του νου Τα μυστικά της ζήσης μου Χαμένα όνειρα μου Βήμα το βήμα τα ᾽σειρε Στην άμμο του γιαλού
Κύμα το κύμα κύλισε Κι η θλίψη σου για μένα Ανάρια σε εσπερινού το φως Θαμπή σαν χαραυγή Δεμένη μ᾽ ένα όνειρο Που δεν το βλέπει μέρα Γεννήθηκε παλιά και ζει Δεν λέει να ξεχασθεί
Μη και με είδες στ᾽ όνειρο Ανατολής τ᾽ αστέρι; Μη μέσα στις βραχοτοπιές Μαζί με τις μυρτιές; Μη σε κλωνάκι της ελιάς Κάτασπρο περιστέρι; Μη πυροφάνι η μνήμη μου Στις ακροθαλασσιές;
Σε μακρινή οροσειρά Σ᾽ ανατολής λημέρια Αντάμα μ᾽ άνεμο αυγής Και με δροσιά δρυμού Μια θλίψη κι ένα δάκρυ Σμίξανε στον αιθέρα Λες αγκαλιά ζεστή, γλυκιά Σ᾽ απόγνωση χαμού
Γλαρόπουλο που πέταξε Στα βράχια και εχάθη Γλαρόπουλο της ζήσης μας Με τα χρυσά φτερά Γέμισ᾽ο άνεμος φιλιά Απ᾽την χαμένη αγάπη Θαλασσοπούλια φίλησαν Τ᾽ ανήσυχα νερά
Κύμα το κύμα κι η χαρά Στη θάλασσα εξεχάσθη Σαν τα κοχύλια του γιαλού Την ήπιε η μοναξιά Κύμα το κύμα κι ο συρμός Μέσα στο νου εχάθη Κύμα το κύμα κι ο καημός Κι απόμεινε η ερημιά
ΣΑΝ ΜΠΑΛΑΝΤΑ
Ἑφερε ο άνεμος θαρρείς μια γεύση απ᾽αλμύρα Αερικό απ᾽ την θάλασσα, πνοή αλαργινή Και γύρισες μέσα στου νου σβησμένα τα φιτίλια Φλόγα απ᾽ αγάπη κι αίσθηση π᾽ ακόμα λες και ζει
Δεν ήσουνα δα κάποτε σαν ήλιος και σαν πούλια Σελήνης το γαλήνιο φως, τροχιά κάποιου αστεριού Που χάθηκε στον ουρανό, και σε γιαλού κοχύλια Απρόσιτη, ακατάληπτη γραμμή χρυσού;
Δεν ήσουν σαν του κλήδονα, ανείπωτα τα πάθη Ευχές κι ελπίδες κι όνειρα πλεγμένα στις σκιές Όλα του νου τα ποθητά και της καρδιάς τα λάθη Όλα, σφραγίδα που μου καίει ενδότερες πτυχές;
Ω!, δεν θα πάρει ο άνεμος την γεύση απ᾽την αλμύρα Αερικά και θάλασσα σμίγουν ηδονικά Χάνονται στον ορίζοντα, στα σύννεφα τα γκρίζα Χάνεται και το όραμα και μένει η ερημιά
Ξανά και πάλι θε να᾽ρθεί η θύμηση σαν πνεύμα Ξανά και πάλι η ερημιά μες στη γωνιά θα ᾽ρθεί Θε να γυρνάς στις γειτονιές σαν βούρκωμα στο βλέμμα Και σαν μπαλάντα στην καρδιά η αγάπη θε να ζει.
ΣΚΙΑ ΝΑ ΓΙΝΩ
Σκιά να γίνω, Εκεί που περπατάς Να σέρνομαι σιγά Κι αθόρυβα κοντά σου Αλλιώς πως θα σε βλέπω;
Σκιά του δειλινού, Σιμά στα δέντρα που διαβαίνεις Να σε χαρώ προτού η νυχτιά Σκεπάσει την μορφή σου Την αγαπημένη απ᾽ την ματιά
Αύρα να γίνω, Την δίψα σου για μένα να ποτίσω Αύρα να σ᾽ακουμπώ, Ν᾽αγγίζω κάπως τα όνειρά σου Προτού χαθούν Στης γης τον μάταιο δρόμο
Κανείς τους ίσκιους δεν θα δει Κανείς τις αύρες δεν θα αφουγκρασθεί Το μυστικό θα ζήσει, δεν θα χαθεί Μαζί θα ᾽ρθείστον τάφο μας να σβήσει Κανείς δεν θα το μάθει το μυστικό Που κράτησε η καρδιά μας μια ζωή
ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ
¨Ετσι απλά και ταπεινά θα σου δοθώ Αγάπης όνειρα θα φέρω στην καρδιά σου Σαν άνθος ταπεινό στις ρίζες που ζητά Να βρει γλυκό το όπιο του θανάτου
Απλή, αφτιασίδωτη, γυμνή Η πλάση μου θα᾽ρθεί να σ´ αγκαλιάσει Μέρα που έσβησε στου ορίζοντα τη γη Το δειλινό σε χρώμα θ᾽ αποστάξει
Δεν θα στολίζει το φτωχό κορμί μου φως Και η ματιά μου θα ᾽ναι απλή σαν την αλήθεια Τι να σου κρύψω, πως να στολισθώ; Της ζήσης η φθορά μου πότισε τα στήθια
Θα ᾽ρθω απλά και ταπεινά να σβήσω εκεί Και να σου πω έτσι απλά πως σ᾽αγαπάω Πως σου ανήκω, όπως το κύμα σπάει στη γη Σαν το απότιστο το χώμα πως πονάω