Ζακ Πρεβέρ (Jacques Prévert, 4 Φεβρουαρίου 1900 - 11 Απριλίου 1977)

 


Ο Ζακ Πρεβέρ (Jacques Prévert, 4 Φεβρουαρίου 1900 - 11 Απριλίου 1977) ήταν Γάλλος ποιητής και σεναριογράφος. Υπήρξε μια πολυσχιδής προσωπικότητα των γαλλικών γραμμάτων, με ιδιαίτερη συνεισφορά στο χώρο της ποίησης και του θεάτρου. Κατά τη διάρκεια των σχολικών του χρόνων στο Παρίσι έδειξε ιδιαίτερη αγάπη για το θέατρο, μια αγάπη που καλλιέργησε και ο πατέρας του που υπήρξε κριτικός θεάτρου. Ολοκλήρωσε μόνο την πρωτοβάθμια εκπαίδευση και εγκατέλειψε το σχολείο μόλις έλαβε το Certificat d'études. Εργάστηκε στο παρισινό πολυκατάστημα Le Bon Marché μέχρι το 1918, οπότε κατετάγη στο στρατό για την εκπλήρωση της υποχρεωτικής θητείας του.

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ

Η μητέρα πλέκει
Ο γιος πολεμά
Το βρίσκει πολύ φυσικό η μητέρα
Και ο πατέρας τι κάνει ο πατέρας;
Κάνει επιχειρήσεις
Η γυναίκα του πλέκει
Ο γιος του πολεμά
Αυτός επιχειρήσεις
Το βρίσκει πολύ φυσικό ο πατέρας
Και ο γιος και ο γιος
Τι βρίσκει ο γιος;
Δε βρίσκει τίποτα απολύτως τίποτα ο γιος
Ο γιος η μητέρα του πλέκει ο πατέρας του επιχειρήσεις αυτός πόλεμο
Όταν θα έχει τελειώσει ο πόλεμος
Θα κάνει επιχειρήσεις με τον πατέρα του
Ο πόλεμος συνεχίζεται η μητέρα συνεχίζει πλέκει
Ο πατέρας συνεχίζει κάνει επιχειρήσεις
Ο γιος σκοτώθηκε δε συνεχίζει πια
Ο πατέρας και η μητέρα πηγαίνουν στο νεκροταφείο
Το βρίσκουν πολύ φυσικό ο πατέρας και η μητέρα
Η ζωή συνεχίζεται η ζωή με το πλεκτό τον πόλεμο τις επιχειρήσεις
Οι επιχειρήσεις ο πόλεμος το πλεκτό ο πόλεμος
Οι επιχειρήσεις οι επιχειρήσεις και οι επιχειρήσεις
Η ζωή με το νεκροταφείο.


ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

Πήγα στην αγορά με τα πουλιά
Κι αγόρασα πουλιά
Για σένα
αγάπη μου
Πήγα στην αγορά με τα λουλούδια
Κι αγόρασα λουλούδια
Για σένα
αγάπη μου
Πήγα στην αγορά με τα σιδερικά
Κι αγόρασα αλυσίδες
Βαριές αλυσίδες
Για σένα
αγάπη μου
Και μετά πήγα στην αγορά με τους σκλάβους
Και σ’ έψαξα
Αλλά δε σε βρήκα
αγάπη μου
Μετάφραση –ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ 


Ο ανθρώπινος μόχθος   

Ο ανθρώπινος μόχθος
δεν είναι αυτός ο ωραίος νέος άνδρας ο χαμογελαστός
όρθιος πάνω στο πόδι του από γύψο
ή από πέτρα
που δίνει χάρη στα παιδαριώδη τεχνάσματα της γλυπτικής
στην ανόητη ψευδαίσθηση
της χαράς του χορού και της αγαλλίασης
υπενθυμίζοντας με το άλλο πόδι στον αέρα
τη γλυκύτητα του γυρισμού στο σπίτι.
Όχι
ο ανθρώπινος μόχθος δεν φέρει ένα μικρό παιδί στον δεξή ώμο
άλλο ένα στο κεφάλι
κι ένα τρίτο στον ώμο τον αριστερό
με τα εργαλεία στον αορτήρα
και τη νεαρή γυναίκα ευτυχισμένη να κρέμεται απ’ το μπράτσο του.
Ο ανθρώπινος μόχθος φέρει έναν επίδεσμο στην κήλη
και τις ουλές από τις μάχες
που ‘χουν παραδοθεί απ' την εργατική τάξη
ενάντια σ’ έναν κόσμο παράλογο και δίχως νόμους
Ο ανθρώπινος μόχθος δεν έχει σπίτι αληθινό
οσφραίνεται τη μυρωδιά της εργασίας του
και τον χτυπάει στα πνευμόνια
ο μισθός του κοκαλιάρης
τα παιδιά του επίσης,
δουλεύει σαν τον νέγρο,
κι ο νέγρος σαν αυτόν.
Ο ανθρώπινος μόχθος δεν έχει τρόπους
ο ανθρώπινος μόχθος δεν έχει την ηλικία της λογικής
ο ανθρώπινος μόχθος έχει την ηλικία των στρατώνων
την ηλικία των φυλακών και των κατέργων
την ηλικία των εκκλησιών και των εργοστασίων
την ηλικία των κανονιών
κι αυτός που έχει φυτέψει παντού όλους τους αμπελώνες
κι έχει κουρδίσει όλα τα βιολιά
τρέφεται από όνειρα άσχημα
και μεθάει με το άσχημο κρασί της παραίτησης
και σαν ένας μεγάλος σκίουρος μεθυσμένος
χωρίς σταματημό γυρνάει σε κύκλους
μες σ’ ένα σύμπαν εχθρικό
σκονισμένο και με ταβάνι χαμηλό
και ολοένα σφυρηλατεί την αλυσίδα
την αλυσίδα τη φρικτή όπου όλα είναι αλυσοδεμένα
η μιζέρια η πρόσοδος η δουλειά η θανάτωση
η θλίψη η δυστυχία η αϋπνία και η ανία
η τρομακτική αλυσίδα του χρυσού
του άνθρακα του σιδήρου και του χάλυβα
του κλίνκερ και της σκόνης
η περασμένη γύρω από τον λαιμό
ενός κόσμου σακατεμένου
η άθλια αλυσίδα
όπου έρχονται να γαντζωθούν
τα θεία γούρια
τα ιερά κειμήλια
οι σταυροί της τιμής οι σταυροί οι αγκυλωτοί
τα φυλαχτά-σκιουροπίθηκοι
τα μετάλλια των παλιών υπηρετών
τα μπιχλιμπίδια της κακοτυχίας
η μεγαλοπρεπής αίθουσα του μουσείου
το μέγα πορτρέτο του έφιππου
το μέγα πορτρέτο του βαδίζοντος
το μέγα πορτρέτο προσώπου προφίλ στο ένα πόδι
το μέγα πορτρέτο επιχρυσωμένο
το μέγα πορτρέτο του μεγάλου μάντη
το μέγα πορτρέτο του μεγάλου αυτοκράτορα
το μέγα πορτρέτο του μεγάλου στοχαστή
του μεγάλου άλτη
του μεγάλου ηθικολόγου
του αξιοπρεπούς και θλιβερού φαρσέρ
το κεφάλι του μεγάλου ταραξία
το κεφάλι του επιθετικού ειρηνοποιού
το αστυνομικό κεφάλι του μεγάλου απελευθερωτή
το κεφάλι του Αδόλφου Χίτλερ
το κεφάλι του κυρίου Θιέρσου
το κεφάλι του δικτάτορα
το κεφάλι του δημίου
όποιας και να ‘ναι χώρας
όποιου και να ‘ναι χρώματος
το απεχθές κεφάλι
το δυστυχές κεφάλι
το κεφάλι για χαστούκια
το κεφάλι για σφαγή
το επικεφαλής του φόβου.

Μεταφράζει η Μαρία Θεοφιλάκου

Διαβάστε περισσότερα 







ΤΑ ΚΑΠΕΛΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

 

Jeanne Hebuterne a la Cloche by Modigliani

ΑΝΝΑ ΑΧΜΑΤΟΒΑ - ΡΕΚΒΙΕΜ

Έτσι κι αλλιώς θα ‘ρθείς, γιατί οχι τούτη τη στιγμή:
Σε περιμένω, αδύνατο να επουλωθεί το τραύμα.
Όλα τα φώτα τα ‘σβησα κ’ η πόρτα μου ανοιχτή
να μπεις εσύ καθημερνός και σπάνιος ως θαύμα.
Όποια μορφή σ’ αρέσει πάρε για να ‘ρθείς
σαν βλήμα εισόρμησε και σκότωσέ με
ή μ’ ένα ζύγι ζύγωσε σαν έμπειρος ληστής
ή με του τύφου τον καπνό φαρμάκωσέ με.
Ή ως μύθος πού ‘χεις σοφιστεί και λες από καιρό
κι όλοι τον μάθαν πια μέχρι ναυτίας, μέχρι κόρου
ώστε το μπλε πηλίκιο στην αυλή να δω
κι από τον τρόμο του χλωμό τον θυρωρό μου.
Το ίδιο πια μου κάνει. Ο Γιενισέι κυλάει μες στον αφρό
το πολικό τ’ αστέρι φέγγει μες στην αμφιλύκη
και την γαλάζια λάμψη των αγαπημένων μου ματιών
η τελευταία την καλύπτει φρίκη.

(19 Αυγούστου 1939, σπίτι Φοντάνκα, μετάφ: Άρης Αλεξάνδρου


Woman In Hat  by Lanie Loreth


Γεώργιος Βιζυηνός -
Ο φιλομαθής πτωχός

Ἀλλοίμονο! εἶμαι φτωχὸ
σ' αὐτοῦ τοῦ κόσμου τὸν τροχό!
εἶμ' ὀρφανὸ καὶ ξένο!...
κι' ἀγράμματο θὰ μένω!

Τοῦ κάκου λέν – Ὑπομονή·
πολλοὶ σὰν σένα ὀρφανοὶ
καὶ δύστυχοι καὶ ξένοι,
δὲν ἔμειναν θαμμένοι. -

Τοῦ κάκου. Γιατὶ 'κεῖνοι 'κεῖ
ἦσαν τῆς Τύχης ἐδικοί,
μὰ 'μένα τὸ καϋμένο...
μ' ἔχει λησμονημένο!

Καὶ νά. Ὠρφάνεψα μικρό,
καὶ τῆς ξενούρας τὸ πικρὸ
μὲ τράνεψεν ἀγέρι
καὶ τοῦ Θεοῦ τὸ χέρι.

Ἀγάπησαν ἄλλοι φλουριά,
ἄλλοι νὰ τρέχουν μὲ βεριά
καὶ μ' ἀψηλὰ καπέλα
χωρὶς δουλειά. Τί τρέλλα!

Τῆς Ἀφροδίτης τὸ παιδί
οἱ ἄλλοι, κι' ἄλλοι ὀπαδοὶ
τοῦ Βάκχου νὰ 'πεθάνουν
κι' ἄλλοι ἄλλα νὰ κάνουν. ( Απόσπασμα)




Edward Hopper – Summertime

Νότης Γέροντας -  Η τελευταία Ωδή

Ξέφυγα από την ωδή. Όπως δραπέτης που περνά τα σύνορα
Σε είδα στην Πανεπιστημίου με μια ομπρέλα να κοιτάς το μαύρο σύννεφο
Ήθελα να σου πω δυο λόγια μονάχα δυο λόγια
Είχες το στόμα σου κλειστό σαν έκλειψη της σελήνης
Κι όμως μπορώ να μιλώ με τους μουγγούς
Κι ήταν πανσέληνος με ένα μαύρο σύννεφο
Ξέφυγα από την ωδή γιατί δε θέλω να ορίσω άλλο τα πράγματα
Τα πράγματα πρέπει να αγκαλιάζονται μέσα στη σιωπή
Και ο κεραυνός είναι σιωπή
Και η βροχή είναι βρύση που μιλά
Μην ανοίγεις το στόμα σου γιατί θα μπει αέρας
Άφησε το στόμα σου κλειστό στη λάμψη του σκοταδιού
Γιατί αλλάξαμε δρόμο μουγγοί
Κι όμως εγώ θα μιλήσω
Μην ανοίξεις το στόμα σου
Τα δόντια τρομάζουν τα πουλιά στα δέντρα
Κι ύστερα προχωρήσαμε στα Εξάρχεια
Οι κλούβες ήταν φιλικές
Και τα πηλίκια ανέμιζαν στον αέρα σαν χαρταετοί
Μόνο μια λέξη θα πω
Δε θα ορίσω τίποτα
Η ποίηση είναι άγγιγμα ή φιλί
Και η πλατεία ήταν στρωμένη άμμο
Ξεβράκωτοι πια οι νεκροί
Βάζαν οινόπνευμα αντί για αντιηλιακό
Και η Στουρνάρη ήταν σύμπλεγμα νησιών
Κι έστριβαν τα υπερωκεάνεια από την Πατησίων
Και ο κεραυνός είναι σιωπή
Και η βροχή είναι σύννεφο που μιλά
Άνοιξε την ομπρέλα σου
Και μίλα
Ακουμπώντας το στόμα σου
Στη βρεγμένη άμμο
Έξω από τον Κάβουρα
Με κοκταίηλ από αίμα
Αφού ο δρόμος είναι μεγάλος
Κι αφού προσπεράσουμε τα υπερωκεάνεια
Στο πρώτο φαστφουντάδικο
Θα μοιραστούμε το ίδιο χώμα
Κι άνοιξε την ομπρέλα σου
Γιατί τώρα βρέχει
Και μου μιλάς.



The Hat by Loretta Fasan


Νάνσυ Δανέλη - Το καπελάκι σου

Θυμάμαι μια εκδρομή
σε μια απέραντη μακρινή παραλία.

Από βραδύς στρωματσάδα στη βεράντα
κι αχάραγα μικροί μεγάλοι
με λαχτάρα

τα παιδιά πλατσουρίζανε στα νερά
οι μεγάλοι στα όνειρα
εσύ
με το τσαλακωμένο ψάθινο καπέλο
με το τσιγάρο κολλημένο στα χείλη
με το βλέμμα βυθισμένο
στη γραμμή του ορίζοντα

να πασχίζει να το διαπεράσει
εκείνο το ρόδινο σύνορο
κάποιου κόσμου
αλλιώτικου

- άλλωστε τόσες και τόσες φορές έλεγες
θα πάρω το καπελάκι μου-

είχε πάει απόγευμα κι ακόμα ήσουν εδώ

με το παλιό σου ψάθινο καπέλο
μ΄εκείνα τα πονεμένα μάτια
βαδίζοντας κουρασμένα
στον κίτρινο κάμπο
στα χαμηλά σπίτια
στα φλεγόμενα τοπία της καρδιάς
ρωτώντας
πού να χάθηκαν
οι ψυχές των παλαιών ημερών
να πήραν το καπελάκι τους κι εκείνες

κι έπεφτε σιγά-σιγά η νύχτα όταν
ο αέρας πήρε το καπέλο σου.

Απόμεινες να το κοιτάς
να φεύγει χωρίς εσένα.

Στο βάθος ήξερες πως
πάντα υπάρχει ένας δρόμος
να φύγει κανείς
έστω και δίχως καπέλο

έστω και δίχως επιστροφή.



Berthe Morisot, Summer day, 1879


ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΤΡΙΑΝΤΗΣ - ΕΚΤΕΛΕΣΗ


Από χρόνια τα καπέλα των νεκρών στόλιζαν
τους τοίχους των σπιτιών

Με τέτοιες εικόνες προχωρούσε η ζωή
Με τις μνήμες καρφωμένες στις πέτρες
για να μην χαθούν

όπως οι παλιές φωτογραφίες
Οι νεκροί εξαφανισμένοι
δίχως όνομα και ετυμηγορία
Ασήμαντοι εχθροί της στατιστικής
Και οι νέοι διώκτες
που 'ρχονται
βγαλμένοι απ' τα ψέματα της ιστορίας
στέλνουν
μυστικά τους δημίους
το έργο ν' αρχίσουν
Θα πάρουν
κι άλλους θανατοποινίτες
που δεν θα 'χουν όνομα κι αυτοί
(χιλιάδες καθημερινά)
Το μόνο που θα απομένει
είναι τα καπέλα τους
κρεμασμένα
στους τοίχους
άλλων μακρινών
χωμάτινων σπιτιών


https://tovivlio.net/

Self-portrait with grey felt hat - Vincent van Gogh


Δημήτρης Χ. Φωτόπουλος - Βίνσεντ

Με το βλέμμα του Βίνσεντ,
το πυρρόχρωμο γένι
και πουκάμισο κουμπωμένο ως το μήλο του Αδάμ,
κοιτάζω τον άλλον στον καθρέφτη.
Με καπέλο ενίοτε ψάθινο.
Ούτε ίχνος χαμόγελου στα μαρμάρινα μάτια του
εξόν τα ρούχα, κάτι κουρέλια κρεμασμένα
και πίνακες στους μπλε τοίχους του μικρού δωματίου.
Κι απέξω, τα μαύρα πουλιά,
στον αγρό ο σπορέας,
και τ’ αστέρια τούφες χρυσές.
Οι νύχτες που επιστρέφουν ουρλιάζοντας
ασελγούν στα αυτιά μου
και αθροίζονται στις ωδίνες του νου.
Και πάλι ο θόλος ψηλά να χορεύει μαινόμενος.
Αυτός ο επίπεδος ουρανός
ποτέ δεν θα είναι ο δικός μου.

 https://diastixo.gr/


Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/








ΚΛΕΙΤΟΣ ΚΥΡΟΥ ( 13 Αυγούστου 1921- 10 Απριλίου 2006)


Ο Κλείτος Κύρου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και εργάστηκε ως τραπεζικός υπάλληλος (1951-1983). Από το 1974 ως το 1976 διετέλεσε γενικός γραμματέας του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1945 με τη δημοσίευση του ποιήματος Προσμονή στο περιοδικό Φοιτητής. Το 1949 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Αναζήτηση. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά Ελεύθερα Γράμματα, Διαγώνιος (όπου δημοσίευσε πολλές λογοτεχνικές μεταφράσεις), Ο Αιώνας μας, Νέα Πορεία, Κοχλίας και Κριτική. Ασχολήθηκε επίσης με τη λογοτεχνική μετάφραση (Λόρκα, Έλιοτ, Απολλιναίρ, Ώντεν κ.α.) και κινηματογραφική κριτική. Έργα του μεταφράστηκαν στα αγγλικά και πολωνικά. Ο Κλείτος Κύρου τοποθετείται στην λεγόμενη πρώτη μεταπολεμική γενιά των ελλήνων ποιητών. Ο ποιητικός του λόγος ξεκίνησε από νεοσυμβολιστικές επιρροές και διαρκή ανάκληση του παρελθόντος, που προέκυπτε από τα βιώματα του ποιητή και οδηγήθηκε σταδιακά σε μια φιλοσοφική ενατένιση της ιστορίας, η οποία εκφράστηκε μέσα από μια λιτή ποιητική γραφή. Το 1988 τιμήθηκε με το β΄ κρατικό βραβείο ποίησης, το οποίο αποποιήθηκε, και το 1994 με το α΄ κρατικό βραβείο μετάφρασης (για τους Τσέντσι του Σέλλεϋ). Πέθανε το 2006 http://www.ekebi.gr/


Κραυγή δέκατη πέμπτη

(Το Ποιημα Ανηκει στη συλλογή Κραυγές της νύχτας (1960). Στα ποιήματα της συλλογής αυτής ο ποιητής μιλάει με λόγο συγκινησιακά φορτισμένο σαν απολογητής της σφαγιασμένης γενιάς της Κατοχής. Κι ενώ ο ομιλητής του κάθε ποιήματος ταυτίζεται πάντα με τον ίδιο, τα πρόσωπα προς τα οποία απευθύνεται ποικίλλουν. Άλλοτε απευθύνεται στους συναγωνιστές του, που με την πάροδο του χρόνου άλλαξαν και προσγειώθηκαν σε μια στυγνή πραγματικότητα και άλλοτε στον ίδιο τον εαυτό του, όπως λ.χ. στην «Κραυγή εικοστή», την τελευταία της συλλογής:)

Όταν βγήκες στους δρόμους δεν αναγνώριζες τίποτε
Ένας λαός εκφυλισμένος συνωθούνταν
Στις αγορές και στα ηλεκτρόφωνα τι να 'γιναν της γης οι αντρειωμένοι

Μιλώ με σπασμένη φωνή δεν εκλιπαρώ
Τον οίκτο σας μέσα μου μιλούν χιλιάδες στόματα
Που κάποτε φώναζαν οργισμένα στον ήλιο
Μια γενιά που έψελνε τα δικαιώματά της
Κουνώντας λάβαρα πανηγυριού σειώντας σπαθιά
Γράφοντας στίχους εξαίσιους μιας πρώτης νεότητας
Ποτίζοντας τα σπαρτά με περίσσιο αίμα
Μικρά παιδιά που αφέθηκαν στο έλεος τ' ουρανού

Η γενιά μου ήταν μια αστραπή που πνίγηκε
Η βροντή της η γενιά μου καταδιώχτηκε
Σα ληστής σύρθηκε στο συρματόπλεγμα
Μοίρασε σαν αντίδωρο τη ζωή και το θάνατο
Οι άνθρωποι της γενιάς μου δεν πέθαιναν
Στα νοσοκομεία κραυγάζαν έξαλλοι στα εκτελεστικά
Αποσπάσματα τα χέρια τους ήταν μαγνήτες
Τρώγαν πικρό ψωμί καπνίζαν φημερίδες
Ζητώντας ευλαβικά μια θέση σ' αυτήν τη γη

Όπου κι αν στάθηκαν οι σκιές τους ριζώναν
Άδικα προσπαθείτε δε θα ξεριζωθούν ποτέ
Θα προβάλλουν μπροστά στα τρομαγμένα σας μάτια
Τώρα τα καταλάβαμε όλα καταλάβαμε
Τη δύναμή μας και για τούτο μιλώ
Με σπασμένη ψωνή που κλαίει
Κάθε φορά στη θύμησή τους
http://ebooks.edu.gr/

Κραυγή έβδομη
Κάθε σου κίνηση ένα φέρσιμο πουλιών
Κάθε σου βλέμμα κ' ένα ραγισμένο κρύσταλλο
Έμαθες πια να συγχωρείς μπορείς και μόνος σου
Να ζήσεις τι σου χρειάζονται τόσες φωνές

Υποσκάπτουν τις ρίζες σου σφετερίζονται
Την έπαρσή σου τυμβωρυχούν μνήμες παλιές
Κι αποκαλύπτουν κάποιο πληγωμένο μυστικό
Που μάταια πάσχιζες να το κρατήσεις τόσα χρόνια

Από τη συλλογή Κραυγές της νύχτας (1960)  http://www.translatum.gr/


Κραυγή όγδοη

Έρχεσαι τώρα με το πρώτο κάλεσμα
Ένα πρωτόγονο ποτάμι σε ντύνει μέσα στ' άσπρα
Η όψη σου λαγάρισε κι αποκοιμιέσαι
Μ' έναν ουρανό που αργοπεθαίνει μες στα χέρια σου
Κ' έναν άλλο που γεννιέται στην ποδιά σου

Από τη συλλογή Κραυγές της νύχτας (1960)

http://www.translatum.gr/


Συντριβή

[Ενότητα Τρίγλυφο]
«… ο εντεταλμένος του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού επεσκέφθη χθες το Γερμανικόν νεκροταφείον ευρισκόμενον τρία χιλιόμετρα έξω της Θεσσαλονίκης και εξέφρασε τον θαυμασμόν του διά την απλότητα του κοιμητηρίου και τας καταπληκτικάς ευθυγραμμίας, τας οποίας σχηματίζουσιν αι πάλλευκοι πλάκες… εδήλωσεν όμως ότι το εις την είσοδον του νεκροταφείου ανεωχθέν «μπαρ» απετέλει μίαν αληθή παραφωνίαν ταράσσουσαν…»
(εφημερίδες)
Μάρτης 1945

Συντριβή

Της Αγγέλας

HELMUT W… γεννήθηκε στα 1922
Σκοτώθηκε στα 1944
Κείτεται τώρα ξαπλωμένος
Κι αγναντεύει τις ευθυγραμμίες
Που σχίζουν το κορμί του κάθετα
Νέος είκοσι δύο χρόνων
Και τα ξανθά του μαλλιά θα σπίθιζαν στον ήλιο
Και στα μάτια του τα γαλανά θα διάβηκεν η επιθυμία
Και θα δάκρυζε το χώμα κάτω απ’ τα στέρεά του πόδια
Και θα ’σερνε τη μνήμη της μακρινής του πατρίδας
Είκοσι δύο χρόνων
Και πλάι του
Εκατοντάδες άλλοι
Μελετούν τις ίδιες ευθυγραμμίες
Κι αναλογίζονται πως τα κουφάρια τους
Φκιαχτήκανε για σχήματα γεωμετρικά

HELMUT W… HELMUT W…
Είκοσι δύο χρόνων
Το βάζο της ζωής σου κομματιάστηκε
Μες στα νεανικά σου χέρια
Και πρόωρα μουσκέψανε
Τα χρυσαφένια σου όνειρα
Κι ούτε ποτέ φαντάστηκες πως ανελέητα θα σε πύρωναν
Οι σκληρές ηλιαχτίδες
Και το κορμί σου θα έσμιγε
Με τα θλιμμένα δειλινά
Με τα καρτερικά βελάσματα
Με τα τζιτζίκια
Με τις χλιαρές βροχές
Και με το γαλανό ουρανό
Κι ούτε ποτέ θα σκέφτηκες
Πως ένα μπαρ θα ορθώνονταν σιμά σου
Που θα μαστίγωνε τ’ αυτιά σου με τραγούδια
Και χάχανα Εγγλέζων μεθυσμένων

Από τη συλλογή Αναζήτηση – Αναμνήσεις μιας αμφίβολης εποχής (1949)

Σημείωση του ποιητή για την ενότητα «Τρίγλυφο»:

Μια περιπλάνηση σ’ ένα γερμανικό στρατιωτικό νεκροταφείο. Βρισκόταν μισό περίπου χιλιόμετρο από την Πυλαία, ανηφορίζοντας για τον Χορτιάτη, έξω από τη Θεσσαλονίκη. Εκεί θάβονταν αποκλειστικά νεκροί των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων. Με την αποχώρηση των Γερμανών (και με τη βοήθεια του ελληνικού δαιμονίου, θα έλεγα) λειτούργησε στην είσοδο του νεκροταφείου ένα πρόχειρο μπαρ που εξυπηρετούσε τους Βρετανούς στρατιώτες της περιοχής. Kraft durch Freude (Χαρά διά της εργασίας), πολιτιστικός οργανισμός με σκοπό την ψυχαγωγία του Γερμανού στρατιώτη.

Πηγή: Κλείτος Κύρου, Εν όλω / Συγκομιδή 1943-1997 (1997)

Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/



Χαλίλ Γκιμπράν ( 6 Ιανουαρίου 1883 - 10 Απριλίου 1931 )


 Αυτοπροσωπογραφία με τη Μούσα 


Ο Γκιμπράν Χαλίλ Γκιμπράν ( ή Χαλίλ Γκιμπράν, ή «ο άνθρωπος από τον Λίβανο», όπως είναι γνωστός στο παγκόσμιο κοινό, υπήρξε ποιητής, φιλόσοφος και καλλιτέχνης.
Ο Γκιμπράν Χαλίλ Γκιμπράν γεννήθηκε στις 6 Ιανουαρίου, 1883, στη μαρωνιτική οικογένεια των Γκιμπράν, στο Μπσαρί, της ορεινής περιοχής του Βόρειου Λιβάνου. Ο Λίβανος, οθωμανική επαρχία εκείνη την εποχή και τμήμα της μείζονος Συρίας (Συρία, Λίβανος και Παλαιστίνη) ήταν υποταγμένος στην οθωμανική κυριαρχία, η οποία είχε αποδώσει στο όρος Λίβανος σχετική διοικητική αυτονομία. Ο μακρύς αγώνας των ανθρώπων του όρους Λίβανος για ανεξαρτησία επηρέασε ιδιαίτερα τον νεαρό Γκιμπράν, που έγινε αργότερα ενεργό μέλος του κινήματος για ανεξαρτησία. Το όρος Λίβανος κυριαρχείτο ιδιαίτερα από αναταραχές, εξαιτίας διάφορων εξωτερικών παρεμβάσεων που πυροδότησαν θρησκευτικό μίσος ανάμεσα στους χριστιανικούς -ιδιαίτερα τους Μαρωνίτες- και τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς, διάσταση ενεργή ακόμη και σήμερα. Ο Γκιμπράν αποδείχθηκε μοναχικό παιδί που απολάμβανε ιδιαίτερα το φυσικό περιβάλλον του ορεινού Μπεσχάρι, ειδικά τα βράχια, γεγονός που αποτυπώθηκε ως συμβολιστική επίδραση στα κείμενα και τα σκίτσα του. Η επιπολαιότητα του πατέρα οδήγησε την οικογένεια σε φτώχεια και έτσι ο νεαρός Γκιμπράν δεν έλαβε επίσημη εκπαίδευση. Η μάθησή του περιορίστηκε στις συχνές του επισκέψεις στον ιερέα ενός χωριού, που τον δίδαξε τα ουσιώδη της θρησκείας και της Βίβλου, μαζί τη τη Συριακή και την Αραβική γλώσσα. Αναγνωρίζοντας την ερευνητική φύση του νεαρού Γκιμπράν, ο ιερέας άρχισε επίσης να του διδάσκει τα προκαταρκτικά του αλφάβητου και της γλώσσας, ανοίγοντάς του ουσιαστικά τον κόσμο της ιστορίας, της επιστήμης και της λογοτεχνίας.
 
Μετανάστευση στις Η.Π.Α.

Με τον πατέρα φυλακισμένο από τις οθωμανικές αρχές για χρέη και την περιουσία του κατασχεμένη, η οικογένεια Γκιμπράν άστεγη έμεινε για λίγο σε γνωστούς και συγγενείς, έως ότου η μητέρα του Καμίλα Ραχμέχ (Kamila Rahmeh), γυναίκα με ισχυρή θέληση, αποφάσισε να μεταναστεύσει, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Αν και ο πατέρας αποφυλακίστηκε το 1894, το τμήμα Αλλοδαπών τον έκρινε ανεπιθύμητο λόγω πρότερου βίου. Έτσι, η υπόλοιπη οικογένεια αναχώρησε στις 25 Ιουνίου του 1895 για τις Η.Π.Α. Οι Γκιμπράν εγκαταστάθηκαν στο Σάουθ Εντ της Βοστώνης όπου η Καμίλα για να θρέψει την οικογένειά της, εργαζόταν ως γυρολόγος στους φτωχούς δρόμους του Σάουθ Εντ. Τα φιλανθρωπικά ιδρύματα των περιοχών στις οποίες υπήρχαν φτωχοί μετανάστες έδωσαν τις δυνατότητα σε παιδιά μεταναστών να ενταχθούν σε δημόσια σχολεία και να τα κρατήσουν από τους δρόμους. Ο Γκιμπράν ήταν το μόνο μέλος της οικογένειας που ακολούθησε τον δρόμο της εκπαίδευσης. Οι αδελφές του δεν επιτρεπόταν να μπουν στο σχολείο αποθαρρυμένες αφενός από την παράδοση της Μέσης Ανατολής αλλά και τις οικονομικές δυσκολίες της οικογένειας. Αργότερα ο Γκιμπράν έγινε υπέρμαχος της υπόθεσης της χειραφέτησης και μόρφωσης των γυναικών, περιβαλόμενος πάντα από ανεξάρτητες, μορφωμένες γυναίκες με ισχυρή θέληση.

Η περιέργεια του Γκιμπράν τον οδήγησε στην εξερεύνηση της πολιτισμικής όψης της Βοστώνης, του θεάτρου, της όπερας και των γκαλερί. Υποτάσσοντας τις πολιτισμικές σκηνές που αντλούσε γύρω του σε σκίτσα, ο Γκιμπράν προσέλκυσε την προσοχή των δασκάλων του, που διαβλέποντας το ταλέντο του, τον έφεραν σε επαφή με τον Φρεντ Χόλαντ Ντέι (Fred Holland Day), καλλιτέχνη και υποστηρικτή καλλιτεχνών. Τούτη η επαφή οδήγησε βήμα-βήμα τον Γκιμπράν στο δρόμο της καλλιτεχνικής φήμης. Ο νεαρός καλλιτέχνης πέρασε στους κύκλους της Βοστώνης και οι καλλιτέχνικές του δυνατότητες του εξασφάλισαν στέρεη φήμη σε νεαρή ηλικία. Ωστόσο, η οικογένειά του αποφάσισε ότι τούτη η πρόωρη ηλικία θα του δημιουργούσε μελλοντικά προβλήματα και με την έγκρισή του γύρισε πίσω στον Λίβανο για να τελειώσει την εκπαίδευσή του και να μάθει Αραβικά.
 
Πίσω στη Βηρυττό

Το 1898 ο Γκιμπράν έφτασε στη Βηρυτό μιλώντας λίγα Αγγλικά και πολύ λιγότερα Αραβικά. Μιλούσε άνετα, αλλά δεν μπορούσε να τα διαβάσει και πολύ περισσότερο να τα γράψει. Για να βελτιώσει τα Αραβικά του γράφτηκε στο σχολείο Μαντραζάτ-αλ-Χικμά, ένα μαρωνιτικό σχολείο που πρόσφερε ένα παρωχημένο κύκλο σπουδών, τον οποίο ο Γκιμπράν αναπροσάρμοσε, ζητώντας από το εκπαιδευτικό ίδρυμα ένα νέο πρόγραμμα κολλεγιακής κατεύθυνσης. Τελείωσε τούτο το κολεγιακό πρόγραμμα το 1902, μαθαίνοντας πολύ καλά Αραβικά και Γαλλικά με κατεύθυνση τη λογοτεχνία και ειδικότερα την ποίηση. Οι εντάσεις στις σχέσεις του με τον πατέρα του, η στερημένη ζωή που έζησε εκεί και τα άσχημα νέα της οικογένειας πίσω στις Η.Π.Α. τον εξανάγκασαν να φύγει από τον Λίβανο το Μάρτιο του 1902.
 
Επιστροφή στις Η.Π.Α
 
Χαλίλ Γκιμπράν, φωτο Φρεντ Χόλαντ Ντέι, περ. 1898.
 Γεμάτη θανάτους τούτη η χρονιά, του στέρησε την αδελφή του και τη μητέρα του, καθώς και τον αδελφό του. Στο μεταξύ η Ζοζεφίν Πίμποντι (Josephine Peabody), η πρώτη γυναίκα που ερωτεύθηκε βαθιά ο Γκιμπράν, απέρριψε την πρόταση γάμου που της έκανε. Ωστόσο, η φροντίδα της και η προσοχή της ήταν η μεγάλη έμπνευση πίσω από τον Προφήτη, ο τίτλος του οποίου βασίστηκε σε ένα ενδεκάστιχο ποίημα της Ζοζεφίν, που έγραψε τον Δεκέμβριο του 1902, για τη ζωή του Γκιμπράν στο Μπσαρί, όπως εκείνη το οραματίστηκε. Αργότερα, ο Γκιμπράν της αφιέρωσε την έκδοση του έργου του. Μετά τον θάνατο της μητέρας του ο Γκιμπράν πούλησε τη μικρή επιχείρηση που είχε στήσει στο μεταξύ η μητέρα του και με τη βοήθεια του Ντέι και της Ζοζεφίν ξεκίνησε την πρώτη του καλλιτεχνική έκθεση με τα αλληγορικά και συμβολικά σκίτσα του, που τόσο γοήτευαν την κοινωνία της Βοστώνης. Η έκθεση άνοιξε στις 3 Μαΐου 1904 και απέσπασε θετικές κριτικές. Ωστόσο, η σημασία αυτής της έκθεσης επικεντρώνεται κυρίως στο γεγονός ότι εκεί ο Γκιμπράν γνώρισε τη Μαίρη Χάσκελ (Mary Haskell) η οποία επηρέασε ιδιαίτερα τη λογοτεχνική καριέρα του, σχεδόν για το υπόλοιπο της ζωής του.

Το 1904, ο Γκιμπράν άρχισε να γράφει στην αραβόφωνη εφημερίδα για τους μετανάστες Al-Mouhajer (Ο Μετανάστης), με πρώτο δημοσιευμένο έργο το «Όραμα», ένα ρομαντικό δοκίμιο. Εκείνη τη χρονιά ξεκίνησε τη στήλη Δάκρυα και Γέλιο, που αποτέλεσε και τη βάση για το βιβλίο του Δάκρυ και Χαμόγελο. Το πρώτο του αραβόφωνο έργο με τίτλο Μουσική δημοσιεύθηκε το 1905. Το 1906 δημοσιεύθηκε το δεύτερο έργο του Οι Νύμφες της Κοιλάδας και το 1908 το Επαναστατημένα Πνεύματα , έργο που παραλίγο να του κοστίσει αφορισμό για το αντικληρικό του περιεχόμενο και απαγορεύθηκε από την κυβέρνηση της Συρίας.
 
Παρίσι

Στις 1 Ιουλίου του 1908, Ο Γκιμπράν έφυγε από τη Βοστώνη για το Παρίσι, για να μελετήσει στη Σχολή Καλών Τεχνών. Εδώ, ωστόσο, έγινε άμεσα ορατή η έλλειψη βασικής εκπαίδευσης. Αποξενωμένος από την ακαδημαϊκή εκπαίδευση ο Γκιμπράν αναζήτησε τη δική του ελεύθερη έκφραση, σκιτσάροντας αδιάκοπα μοντέλα σύμφωνα με τη δική του αίσθηση πραγμάτων. Επέστρεψε στην Αμερική στις 31 Οκτωβρίου 1910 και αργότερα μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, μακριά από τη Λιβανέζικη συνοικία, αναζητώντας χώρο για την τέχνη του και για τον εαυτό του.

Στη Νέα Υόρκη ο Γκιμπράν άρχισε να επεξεργάζεται τα Σπασμένα Φτερά, ένα είδος πνευματικής βιογραφίας όπως το έθεσε ο ίδιος, παρά το γεγονός ότι οι εμπειρίες στο βιβλίο δεν είναι δικές του. Όντας το μεγαλύτερο από τα αραβικά μυθιστορήματά του, τούτο το έργο καταπιάστηκε με την ιστορία της Σέλμα Κάραμεχ, μιας παντρεμένης γυναίκας, το ερωτικό της δράμα με έναν νεαρό άνδρα και την κατάληξή της στον θάνατο. Τούτη η ιστορία είχε τη βάση της σε μια ερωτική υπόθεση του Γκιμπράν με μια Λιβανέζα χήρα, τη Σουλτάνα Ταμπίτ, κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσή του στον Λίβανο.
 
Επιστροφή στη ζωγραφική
 
Το 1911, ο λογοτέχνης γίνεται ξανά ζωγράφος. Ξεκινώντας με ένα πορτρέτο του Γ. Μπ. Γητς, ο Γκιμπράν δημιούργησε μια σειρά πορτρέτων γνωστών μορφών της εποχής του, τις οποίες συνάντησε αποκλειστικά για να τις σκιτσάρει. Ανάμεσά τους συγκαταλέγεται ο Ογκίστ Ροντέν, άλλοτε δάσκαλός του, η Σάρα Μπερνάρ, ο Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ και ο Τσαρλς Ράσελ. Είναι η εποχή κατά την οποία εμπλέκεται ο καλλιτέχνης με την πολιτική. Συνδέεται με την οργάνωση "Χρυσοί Σύνδεσμοι", που την αποτελούσαν νέοι Σύριοι, αφιερωμένοι στη βελτίωση της ζωής των απανταχού Σύριων πολιτών. Αργότερα, στην περίοδο του Α' Π.Π., ο Γκιμπράν έγινε ένθερμος υποστηρικτής της ένοπλης εξέγερσης των Αράβων ενάντια στον οθωμανικό ζυγό. Το 1913 ο Γκιμπράν επιστρέφει στη λογοτεχνία με το έργο του Ο Τρελός , ένα θέμα που τον γοήτευε από τότε που έμαθε ότι στην πατρίδα του, το Μπσαρί, ο τρελός θεωρείτο ότι κατεχόταν από το τζιν.

Την επόμενη χρονιά, το 1914, ο Γκιμπράν δημοσίευσε το πέμπτο αραβόφωνο βιβλίο του το Kitab DamΆah wa Ibtisamah, δηλαδή το Δάκρυ και Χαμόγελο, μια ανθολογία από τη στήλη του στην εφημερίδα. Ο Τρελός θα καθυστερήσει αρκετά και θα εκδοθεί το 1918 πλέον, όπως και Ο Προφήτης, που εκδόθηκε τον Οκτώβριο του 1923, τυγχάνοντας μάλιστα μέτριας υποδοχής στις Η.Π.Α. στην πρώτη του έκδοση.
 
Θάνατος

Πέντε χρόνια αργότερα το 1928, η υγεία του μεγάλου αυτού καλλιτέχνη άρχισε να κλονίζεται. Για να αποφύγει τους ψυχοσωματικούς πόνους αναζήτησε ανακούφιση στο αλκοόλ και μάλιστα στην εποχή της ποτοαπαγόρευσης. Τον Νοέμβριο του 1928 εκδόθηκε το έργο του Ιησούς, ο Γιος του Ανθρώπου. Το 1929, διαγνώστηκε ηπατικό οίδημα, αλλά ο Γκιμπράν αγνόησε οποιαδήποτε ιατρική συμβουλή. Για να αποφύγει μάλιστα κάθε αναφορά στο θέμα καταπιάστηκε έντονα με ένα παλιό του έργο για τρεις γήινους θεούς του 1911. Στη νέα του εκδοχή το βιβλίο αφηγείτο το δράμα ενός νεαρού ζευγαριού. Η Μαίρη έκδωσε το βιβλίο στα μέσα Μάρτη του 1930. Στις 10 Απριλίου του 1931 ο Γκιμπράν Χαλίλ Γκιμπράν πέθανε σε ηλικία 48 ετών με εκτεταμένη κίρρωση του ήπατος. Τον θάνατό του θρήνησαν χιλιάδες άνθρωποι στις Η.Π.Α.την Ευρώπη και κυρίως στον αραβόφωνο κόσμο, που έχασε έναν από τους ουσιαστικότερους υπερμάχους του.

KEIMENA - ΠΙΝΑΚΕΣ

Να λυπάσαι το έθνος
Να λυπάσαι το έθνος με το πλήθος τα δόγματα και την κούφια θρησκεία.
Να λυπάσαι το έθνος οπού ρούχα φορεί που δεν ύφανε το ίδιο
ψωμοτρώει από στάρι που εκείνο δε θέρισε
το κρασί του δεν γίνηκε απ’ τις δικές του πατούσες.

***

Να λυπάσαι το έθνος που δοξάζει μ’ εγκώμια
τον τραμπούκο σαν ήρωα
και τον κατακτητή του με την κίβδηλη λάμψη
θεωρεί ευεργέτη.

***

Να λυπάσαι το έθνος που αψηφά τους κινδύνους
μοναχά στα ονείρατα
μα και πάλι κιοτεύει το πρωί σαν ξυπνήσει.

***

Να λυπάσαι το έθνος που υψώνει φωνή
σε κηδείες μονάχα
και φουσκώνει σα διάνος σε ερείπια αρχαία.
Και που δεν ξεσηκώνεται παρά μόνο ανίσως
ο λαιμός του βρεθεί ανάμεσα σε σπαθί και κουτσούρι.

***

Να λυπάσαι το έθνος που έχει πολιτικό την αλεπού
τον σαλτιμπάγκο για φιλόσοφό του
και που η τέχνη
του είναι τέχνη πιθηκισμού και μπαλωμάτων.

***

Να λυπάσαι το έθνος που δέχεται
κάθε νέο αφέντη με σάλπιγγες
και τον διώχνει πνιγμένο στα «γιούχα»
για να φέρει μετά τον επόμενο με σαλπίσματα πάλι.

***

Να λυπάσαι το έθνος που οι σοφοί του από χρόνια βουβάθηκαν
κι οι σπουδαίοι του άντρες είν’ ακόμα στην κούνια.

***

Να λυπάσαι το έθνος που έχει γίνει κομμάτια
και που κάθε κομμάτι του παριστάνει το έθνος 


Χαλίλ Γκιμπράν, από τον "Κήπο του Προφήτη" 1933

https://antikleidi.com/




Χαρά και Λύπη

Μετά μια γυναίκα είπε, Μίλησέ μας για τη χαρά και τη λύπη.

Κι εκείνος απάντησε: Η χαρά σας είναι η λύπη σας χωρίς μάσκα. Και το ίδιο το πηγάδι από όπου ανεβαίνει το γέλιο σας πολλές φορές γεμίζει με τα δάκρυά σας. Και πως αλλιώς μπορεί να είναι: Όσο πιο βαθιά σκάβει στο είναι σας η λύπη, τόση περισσότερη χαρά μπορείτε να δεχθείτε. Μήπως η κούπα που δέχεται το κρασί σας δεν είναι η ίδια εκείνη κούπα που κάηκε στο φούρνο του αγγειοπλάστη; Και η φλογέρα που ησυχάζει το πνεύμα σας δεν είναι το ίδιο εκείνο ξύλο που τρυπήθηκε με μαχαίρια; Όταν είσαι χαρούμενος, κοίταξε βαθιά μέσα στην καρδιά σου και θα δεις ότι μονάχα εκείνο που σου έχει δώσει λύπη είναι εκείνο που σου δίνει χαρά Όταν είσαι λυπημένος, κοίταξε ξανά μέσα στην καρδιά σου , και θα δεις ότι πραγματικά κλαις για εκείνο που υπήρξε η χαρά σου. Μερικοί από εσάς λέγουν, "Η χαρά είναι ανώτερη από τη λύπη" κι άλλοι λένε , "Όχι η λύπη είναι ανώτερη". Αλλά εγώ σας λέω , τα δύο αυτά είναι αχώριστα. Έρχονται πάντα μαζί, κι όταν το ένα κάθεται μόνο του δίπλα σου στο τραπέζι, θυμήσου ότι το άλλο κοιμάται στο κρεββάτι σου. Πραγματικά , ταλαντεύεστε σαν τους δίσκους της ζυγαριάς ανάμεσα στη λύπη σας και στη χαρά σας . Και μόνο όταν είστε άδειοι από κάθε φορτίο , είστε ήρεμοι και ισορροπημένοι. Αλλά όταν ο θησαυροφύλακας σας χρησιμοποιεί για να ζυγίσει το χρυσάφι και τ'ασήμι του, αναγκαστικά θ' ανέβει ή θα κατέβει η χαρά σας ή η λύπη σας.
https://antikleidi.com/

 
Ο τρελός


Με ρώτησες πώς έγινα τρελός.

Να πώς:

Μιαν αυγή, καιρό πολύ πριν γεννηθούνε άμετροι θεοί, ξύπνησα από ένα λήθαργο κι είδαπως μου είχαν κλέψει όλες τις μάσκες μου -τις εφτά μάσκες που είχα δημιουργήσει κι είχα φορέσει σ’ εφτά ζωές.
΄Ετρεξα τότε ακάλυπτος στους κοσμοπλημμυρισμένους δρόμους φωνάζοντας: “Κλέφτες, κλέφτες, καταραμένοι κλέφτες!”
Πολλοί άντρες και γυναίκες με περιγέλασαν, κι άλλοι έτρεξαν φοβισμένοι στα σπίτια τους.
Σαν έφτασα στην αγορά, ένας νέος πάνω από μια στέγη φώναξε:
“Είναι τρελός!”. Σήκωσα το κεφάλι για να τον δω. Τότε, για πρώτη φορά, ο ήλιος φίλησε το γυμνό πρόσωπό μου και η ψυχή μου γέμισε αγάπη για τον ήλιο, κι απ΄τη στιγμή εκείνη δεν ήθελα πια τις μάσκες μου. Και εκστασιασμένος φώναξα: ” Ευλογημένοι, ευλογημένοι εκείνοι που έκλεψαν τις μάσκες μου!”

΄Ετσι έγινα τρελός.

Και μέσα στην τρέλα μου βρήκα και τα δυο: λευτεριά και σιγουριά. Τη λευτεριά της μοναξιάς και τη σιγουριά πως δεν με καταλαβαίνουν. Γιατί αυτοί που μας καταλαβαίνουν κάτι υποδουλώνουν μέσα μας..
Αλλά, ας μην είμαι και τόσο περήφανος για τη σιγουριά μου. Κι ένας κλέφτης ακόμα, όταν είναι φυλακισμένος, είναι προφυλαγμένος από έναν άλλον κλέφτη.
https://enallaktikidrasi.com/
 
Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/







ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ - ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ

Ευγένιος Ντελακρουά - Η Ελλάδα στα ερείπια του Μεσολογγίου

Ελεύθεροι Πολιορκημένοι


Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι είναι από τα κορυφαία έργα του Σολωμού και της νεοελληνικής ποίησης γενικότερα. Μπορούμε επίσης να πούμε ότι είναι το έργο ζωής του Σολωμού, αφού, όπως φαίνεται, τον απασχόλησε σε όλη τη διάρκεια της ώριμης ποιητικής του περιόδου.

Θέμα του είναι ο ηρωικός αγώνας των Μεσολογγιτών κατά τη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου (1825-1826) ως την απεγνωσμένη έξοδο, την παραμονή των Βαΐων. Ο ποιητής ξεκινώντας από το συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός ανάγεται στον αγώνα του ανθρώπου για την ηθική, την εσωτερική του ελευθερία. Το έργο όμως ποτέ δεν ολοκληρώθηκε και έφτασε σ' εμάς σε χειρόγραφα «αποσπάσματα» συγκροτημένα σε τρία Σχεδιάσματα1 που το καθένα τους αντιπροσωπεύει όχι μονάχα διαφορετικό στάδιο επεξεργασίας αλλά και διαφορετική ποιητική αντίληψη. Το αρχικό σχεδίασμα, «συνθεμένο εις είδος προφητικού θρήνου εις το πέσιμο του Μεσολογγίου», πρέπει να γράφτηκε γύρω στα 1830. Παρουσιάζει στενή σχέση με το 5ο κεφ. της Γυναίκας της Ζάκυθος. Το Β' Σχεδίασμα, σε στίχους δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους ζευγαρωτούς, «εις το οποίον εικονίζοντο τα παθήματα των γενναίων αγωνιστάδων εις τες υστερινές ημέρες της πολιορκίας έως οπού έκαμαν το γιουρούσι», το δούλευε ο ποιητής από το 1833 ως το 1844, οπότε αρχίζει να το ξαναπλάθει σε νέα μορφή (Γ' Σχεδίασμα), σε στίχους λιτούς, χωρίς ομοιοκαταληξίες, αλλά αρμονικότατους.

Πριν από τα τρία Σχεδιάσματα παραθέτουμε Στοχασμούς του ποιητή (δηλαδή σημειώσεις του για τις βασικές αρχές που θ' ακολουθούσε κατά τη σύνθεση).

Σ' αυτούς θα βρούμε τις βασικές ποιητικές ιδέες του έργου και στοιχεία που φωτίζουν αρκετά σημεία του. Θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι ανάμεσα στα αποσπάσματα δεν υπάρχει πάντα αλληλουχία (χρονική, θεματική ή νοηματική), αλλά τα περισσότερα έχουν μια αυτοτέλεια. Τα χωρία σε πεζό ανήκουν στον ποιητή, ενώ οι παρέμβλητες διευκρινιστικές σημειώσεις (με πλάγια στοιχεία) είναι του Πολυλά.

Βασικό κείμενο για την κατανόηση του σολωμικού έργου είναι τα Προλεγόμενα του Ιάκωβου Πολυλά (στην έκδοση των Ευρισκομένων). Μιλώντας ειδικά για τους Ελεύθερους Πολιορκημένους ο Πολυλάς λέει ότι η ηθική ελευθερία είναι το πιο οχυρό καταφύγιο της ανθρώπινης ψυχής που πολιορκείται από τη φυσική βία. Ο άνθρωπος που συνειδητοποιεί την αυτονομία του απέναντι στις φυσικές δυνάμεις οδηγείται στη δράση και από τη σύγκρουση αυτή γεννιούνται οι υψηλές πράξεις. Στο ποίημα έπρεπε να φανεί ακέραιος ο άνθρωπος· το ύψος της ψυχής του και συνάμα τα φυσικά αισθήματα (έρωτας, μητρική αγάπη, ενθουσιασμός της δόξας, φιλοζωία, έρωτας προς τα κάλλη της φύσης) σε όλη τους τη σφοδρότητα, την ώρα που τα σκεπάζει η σκιά του θανάτου. Και συγχρόνως αυτή η υπεροχή του πνεύματος μπροστά στη βία έπρεπε να φανεί και στον ανδρικό και στο γυναικείο χαρακτήρα.

Στην ουράνια γαλήνη, όπου υψώνει ο Σολωμός τους Πολιορκημένους, έτσι που «όλα τους τα έργα τα λόγια και οι στοχασμοί να παρομοιάζονται με το ωραιότερο και τερπνότερο γέννημα της φύσης» (Σχεδ. Γ', απόσπ. 2, στ. 1-3) αντιπαρατάσσεται η άγρια ζωική δύναμη του βαρβάρου που περιπαίζει την αδυναμία τους (Σχεδ. Β', απόσπ. 3), αλλά τελικά, ταπεινωμένος, αδημονεί που δεν μπορεί να τους καταβάλει. Έτσι οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι θριαμβεύουν και μέσα στην ψυχή των εχθρών τους.

Στοχασμοί του ποιητή
(Επιλογή)

1. Εφάρμοσε εις την πνευματική μορφή την ιστορία του φυτού, το οποίον αρχινάει από το σπόρο και γυρίζει εις αυτόν, αφού περιέλθει, ως βαθμούς ξετυλιγμού, όλες τες φυτικές μορφές, δηλαδή τη ρίζα, τον κορμό, τα φύλλα, τ' άνθη και τους καρπούς. Εφάρμοσέ την και σκέψου βαθιά την υπόσταση του υποκειμένου και τη μορφή της τέχνης. Πρόσεξε ώστε τούτο το έργο να γένεται δίχως ποσώς να διακόπτεται.

2. Σκέψου βαθιά και σταθερά (μία φορά για πάντα) τη φύση της Ιδέας, πριν πραγματοποιήσεις το ποίημα. Εις αυτό θα ενσαρκωθεί το ουσιαστικότερο και υψηλότερο περιεχόμενο της αληθινής ανθρώπινης φύσης, η Πατρίδα και η Πίστις.

3. Ο θεμελιώδης ρυθμός ας στυλωθεί εις το κέντρο της Εθνικότητος και ας υψώνεται κάθετα, ενώ το νόημα, από το οποίο πηγάζει η Ποίηση, και το οποίο αυτή υπηρετεί, απλώνει βαθμηδόν τους κύκλους του.

4. Εις το ποίημα του Χρέους2 μακρινή πρέπει να είναι η φριχτή αγωνία μέσα εις τη δυστυχία και εις τους πόνους, όπως εκείθε φανερωθεί απείραχτη και άγια η διανοητική και ηθική Παράδεισος.

5. Κοίταξε να σχηματίσεις βαθμηδόν ωσάν μίαν αναβάθρα από δυσκολίες, τες οποίες θα υπερβούν εκείνοι οι Μεγάλοι, με όσα οι αίσθησες απορουφούν από τα εξωτερικά, τα οποία ή τους τραβούν με τα κάλλη τους ή τους βιάζουν με την ανάγκη και με τον πόνο, έως εις τη βεβαιότητα του θανάτου, αλλά εξαιρέτως με την ενθύμηση της περασμένης δόξας. Όλα αυτά, όσο μεγαλύτερα είναι και πλέον διάφορα, εις τόσο υψηλότερο στυλοπόδι σταίνουν την Ελευθερία, μεστήν από το Χρέος, δηλαδή απ' όσα περιέχει η Ηθική, η Θρησκεία, η Πατρίδα, η Πολιτική κ.ά.

6. Κάμε ώστε ο μικρός Κύκλος, μέσα εις τον οποίον κινιέται η πολιορκημένη πόλη, να ξεσκεπάζει εις την ατμόσφαιρα του τα μεγαλύτερα συμφέροντα της Ελλάδας, για την υλική θέση, οπού αξίζει τόσο για εκείνους οπού θέλουν να τη βαστάξουν, όσο για εκείνους οπού θέλουν να την αρπάξουν, - και για την ηθική θέση, τα μεγαλύτερα συμφέροντα της Ανθρωπότητας. Τοιουτοτρόπως η υπόθεση δένεται με το παγκόσμιο σύστημα. - Ιδές τον Προμηθέα και εν γένει τα συγγράμματα του Αισχύλου. - Ας φανεί καθαρά η μικρότης του τόπου και ο σιδερένιος και ασύντριφτος κύκλος οπού την έχει κλεισμένη. Τοιουτοτρόπως από τη μικρότητα του τόπου, ο οποίος παλεύει με μεγάλες ενάντιες δύναμες, θέλει έβγουν οι Μεγάλες Ουσίες.

7. Μείνε σταθερός εις τούτη την υψηλή θέση. Η θλίψη τους στέκεται εις το να θυμούνται την ευτυχισμένην κατάστασή τους, όθεν έπρεπε να βλαστήσει το καλό της πατρίδας. Τώρα αισθάνονται ότι θα χάσουν τα πάντα· το αισθάνονται βαθμηδόν, και επομένως ολικώς. Η πείνα δεν μπαίνει εις αυτόν τον κύκλον, ειμημόνον ως εξωτερική δύναμη, την οποίαν υπερνικούν καθώς όλες τες άλλες.

8. Σκέψου την ισοζυγία των δυνάμεων, μεταξύ ανδρών και γυναικών. Εκείνοι ας αισθάνονται όλα, και ας νικάνε όλα, με την ουσίαν έξυπνη· τούτες ας νικάνε και αυτές, αλλ' ωσάν γυναίκες.

E. de Lunsac, η αυτοθυσία της μάνας

ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Α'
1

Τότες εταραχτήκανε τα σωθικά μου και έλεγα πως ήρθε ώρα να ξεψυχήσω· κι ευρέθηκα σε σκοτεινό τόπο και βροντερό, που εσκιρτούσε σαν κλωνί στάρι στο μύλο που αλέθει ογλήγορα, ωσάν το χόχλο στο νερό που αναβράζει· ετότες εκατάλαβα πως εκείνο ήτανε το Μεσολόγγι· αλλά δεν έβλεπα μήτε το κάστρο, μήτε το στρατόπεδο, μήτε τη λίμνη, μήτε τη θάλασσα, μήτε τη γη που επάτουνα, μήτε τον ουρανό· εκατασκέπαζε όλα τα πάντα μαυρίλα και πίσσα, γιομάτη λάμψη, βροντή και αστροπελέκι· και ύψωσα τα χέρια μου και τα μάτια μου να κάμω δέηση, και ιδού μες στην καπνίλα μία μεγάλη γυναίκα με φόρεμα μαύρο σαν του λαγού το αίμα, όπου η σπίθα έγγιζε κι εσβενότουνε· και με φωνή που μου εφαίνονταν πως νικάει την ταραχή του πολέμου άρχισε:

«Το χάραμα επήρα
Του Ήλιου το δρόμο,
Κ ρεμώντας τη λύρα
Τη δίκαιη στον ώμο
Κι απ' όπου χαράζει
Ως όπου βυθά,

Τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι

2
Παράμερα στέκει
Ο άντρας και κλαίει·
Αργά το τουφέκι
Σηκώνει και λέει:
«Σε τούτο το χέρι
Τι κάνεις εσύ;
Ο εχθρός μου το ξέρει
Πως μου είσαι βαρύ.»
3
Γρικούν να ταράζει
Του εχθρού τον αέρα
Μιαν άλλη, που μοιάζει
Τ' αντίλαλου πέρα·
Και ξάφνου πετιέται
Με τρόμου λαλιά·
Πολληώρα γρικιέται, 
Κι ο κόσμος βροντά.

Της μάνας ω λαύρα!
Τα τέκνα τριγύρου
Φθαρμένα και μαύρα
Σαν ίσκιους ονείρου·
Λαλεί το πουλάκι
Στου πόνου τη γη
Και βρίσκει σπυράκι
Και μάνα φθονεί
 4
Αμέριμνον όντας
Τ' Αράπη το στόμα
Σφυρίζει, περνώντας
Στου Μάρκου το χώμα·
Διαβαίνει, κι αγάλι
Ξαπλώνετ' εκεί
Που εβγήκ' η μεγάλη
Του Μπάιρον ψυχή.
5
Προβαίνει και κράζει
Τα έθνη σκιασμένα.
 6
Και ω πείνα και φρίκη!
Δε σκούζει σκυλί!

 7
Και η μέρα προβαίνει,
Τα νέφια συντρίβει·
Να, η νύχτα που βγαίνει
Κι αστέρι δεν κρύβει.


1. Οι Στοχασμοί και τα πεζά των Ελεύθερων Πολιορκημένων γράφτηκαν ιταλικά (εκτός από τα πεζά του Α' Σχεδιάσματος) και μεταφράστηκαν από τον Πολυλά.

υποκείμενο: (εδώ): το θέμα.
2. Άλλη επιγραφή, την οποίαν ήθελε κατ' αρχάς να βάλει εις το ποίημα (Σημ. I. Πολ.).
αναβάθρα: κλίμακα.
στυλοπόδι: βάθρο.
ειμημόνον: παρά μόνο.
έξυπνη ουσία: άγρυπνη συνείδηση.
γυναίκα: Ο Πολυλάς τη χαρακτηρίζει ως  «θεόπνευστη ψάλτρα».
αλωνάκι: εννοεί το Μεσολόγγι.
λαύρα: φωτιά· μτφ. πόνος, δυστυχία.
μάνα: η μάνα (υποκειμ. στο φθονεί).
μιαν άλλη: σάλπιγγα. Για την κατανόηση του αποσπ. 3 κοίταξε το 3ο απ. στο Β' Σχεδίασμα.
Αράπης: οι Άραβες (Αιγύπτιοι) που όπως ξέρουμε πήραν μέρος στη δεύτερη φάση της πολιορκίας του Μεσολογγίου (υπό τον Ιμπραήμ).
Μάρκου: του Μπότσαρη.

 Θεόδωρος Βρυζάκης. - Η ανατίναξη του Χρήστου Καψάλη.

 ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Β'

                                          1
Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·1
Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ' έχω γω στο χέρι;
Οπού συ μου 'γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει».

                                          2
Το Μεσολόγγι έπεσε την άνοιξη· ο ποιητής παρασταίνει τη Φύση, εις τη στιγμή που είναι ωραιότερη, ως μία δύναμη, η οποία, με όλα τ' άλλα και υλικά και ηθικά ενάντια, προσπαθεί να δειλιάσει τους πολιορκημένους· ιδού οι Στοχασμοί του ποιητή:

Η ζωή που ανασταίνεται με όλες της τες χαρές, αναβρύζοντας ολούθε, νέα, λαχταριστή, περιχυνόμενη εις όλα τα όντα· η ζωή ακέραιη, απ' όλα της φύσης τα μέρη, θέλει να καταβάλει την ανθρώπινη ψυχή· θάλασσα, γη, ουρανός, συγχωνευμένα, επιφάνεια και βάθος συγχωνευμένα, τα οποία πάλι πολιορκούν την ανθρώπινη φύση στην επιφάνεια και εις το βάθος της.

Η ωραιότης της φύσης, που τους περιτριγυρίζει, αυξαίνει εις τους εχθρούς την ανυπομονησία να πάρουν τη χαριτωμένη γη, και εις τους πολιορκημένους τον πόνο ότι θα τη χάσουν.

Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε,
Κι όσ' άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ' άρματα σε κλειούνε.

Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει,
Και μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,
Κι ολόλευκο εσύσμιξε με τ' ουρανού τα κάλλη.
Και μες στης λίμνης τα νερά, όπ' έφθασε μ' ασπούδα,
Έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,
Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο·
Το σκουληκάκι βρίσκεται σ' ώρα γλυκιά κι εκείνο.
Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη,
Η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι·
Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει·
 Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.

Τρέμ' η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της.


Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/






ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΣΑΚΑΛΗΣ "Κριτής"


Να προχωράς ανέντιμος
διπρόσωπος, διπλωμάτης
είναι η εύκολη λύση
ως τρόπος ζωής
είναι η βάση
τα σκαλοπάτια
για ν΄ανέβεις κοινωνικά
να προφυλάγεσαι
ν΄ανελίσσεσαι
μα τι ζωή είναι αυτή
τι αυτοεκτίμηση
θα έχεις
γιατί κάποιες στιγμές
η συνείδηση σου
θα σε τύπτει
όλοι σχεδόν
έχουν συνείδηση
που από καιρού εις καιρόν
τους ελέγχει
και είναι
αδέκαστος κριτής
μέσα στο χρόνο.