Νίκος Λύτρας, Βάρκα με πανί.
Ο Γιαννάκης ο «ανάφαγος» μάζεψε την παρέα του, ένα τσούρμο από παιδιά και τους ανακοίνωσε το μεγάλο του όνειρο:
-Παιδιά, σήμερα σας κάλεσα για να σας ανακοινώσω μια, παράλογη ίσως για σας ,τολμηρή για μένα και αμετάκλητη απόφαση. Όλοι γνωρίζουμε τον καπετάν Γιώργη σύμφωνοι;
-Ναι ,απάντησαν με μια φωνή.
-Εε, αυτός ο άνθρωπος είναι το πρότυπό μου. Ο πατέρας μου ,κάθε φορά που μου μιλάει για γράμματα ,μου λέει για το δάσκαλο :«τον βλέπεις είναι γραμματιζούμενος κι αλλιώς μιλάει, ενώ ο Γιώργης ο βαρκάρης είναι φωνακλάς , αγράμματος, ξύλο απελέκητο κατά πως λέγανε και οι παππούδες μας»!
-Δίκιο έχει ο πατέρας σου ,τι του βρίσκεις του καπετάν Γιώργη, τον τίτλο «καπετάνιος»; Καπετάνιος μπορείς να γίνεις κι αλλιώς, μη βιάζεσαι.
Από μικρό παιδί πάσχιζε ο Γιαννάκης να γίνει βαρκάρης και μια μέρα τα κατάφερε ,έριξε στο νερό, το πρώτο του σκαρί.
Από την αρχή ως το τέλος, όλα τα έφτιαξε μόνος του, με πολλούς παρατηρητές αλλά χωρίς καμιά βοήθεια.
-Αα πα-πα ούτε να το συζητάς Μανώλη μου. Μπορείς να έρχεσαι να με βλέπεις, να λέμε καμιά κουβέντα αλλά βοήθεια δε θέλω, όχι γιατί είμαι ακατάδεχτος αλλά να ,είμαι λίγο ψιψίρης και το κάθε τι, θέλω να περνάει από τα χέρια μου.
Ο Μανώλης κατάλαβε και συμπλήρωσε : αφού από μικρός ήθελες αυτό, σίγουρα δε θέλεις και να το μοιράζεσαι με κανέναν!
- Ακριβώς , και μη με παρεξηγείς, έτσι είναι οι άνθρωποι.
Καθώς έφτιαχνε τη βάρκα έγραφε κιόλας τα δικά του, σε ένα τεράστιο τεφτέρι, δώρο του παππού του!
-Τι να το κάμω εγώ ένα θηρίο πράμα, ρώτησε τον παππού ,κι εκείνος:
«μου περίσσεψε , μπακαλοτέφτερο είναι ,έπαιρνα κι έγραφα τα βερεσέδια. Εσύ να γράψεις ιστορίες και να μας τις διαβάζεις!»
Έτσι ,σε ένα σημείο έγραφε: Σήμερα σηκώθηκα πολύ πρωί, η αύρα της θάλασσας με καλούσε. Πλησίασα την καρίνα της βάρκας μου και είπα φωναχτά καλημέρα, αλλά πώς να σε ονομάσω; Θα σου δώσω θηλυκό όνομα αλλά ποιο; Σκέφτηκα πολλά πρόσωπα που ήθελα να τα τιμήσω με τα βαφτίσια μου .Τελικά δεν ενέκρινα κανένα. Έκανα δυο βόλτες σήκωσα το κεφάλι μου ψηλά και ναι, το βρήκα:« Παναγιά Κρημνιώτισσα»,μόλις την αντίκρισα να ασπρίζει πάνω στο θεόρατο βράχο. Παναγιά μου, βόηθα να τελειώσω τούτο το σκαρί και θα σε καμαρώνω απ’ τ’ ανοιχτά, όπως οι ναυτικοί, που περνώντας, κάνουν ένα τάμα να έχουν καλές θάλασσες.
Ο Γιαννάκης δούλευε με ελάχιστο ψωμοτύρι ολημερίς, τη βάρκα. Είχε κάνει κι ένα σχέδιο, σύμφωνα με όσα του είπε ο μπάρμπας του και το κάρφωσε στον μέσα τοίχο της αποθήκης. Έγραφε: Για τη βάρκα πρώτα θα γίνει η καρίνα μετά πάνω σ’ αυτήν θα χτιστεί η βάρκα. Πρώτα θα μπει η πρύμνη και μετά η πλώρη, ο σκαρμός και τα μαδέρια.
Ανάφαγε ,φώναζε η μάνα του ,έλα να φας ένα πιάτο φαΐ. Πώς δουλεύεις ολημερίς! Το μυαλό θέλει καύσιμο για να κατεβάσει ιδέες. Εσύ με το ψωμοτύρι ,τι ιδέες να κατεβάσεις για τη βάρκα σου;
-Έννοια σου μάνα, και θα δεις, θα κάθεσαι στην πλώρη στο κόκκινο υφαντό σου και θα σχίζουμε τα νερά !Θα κάνουμε το γύρο του νησιού και θα δεις, όσα δεν είδες.
-Καλά γιε μου ,αλλά να, πείραζε να γίνεις ένας δάσκαλος τι τόσο λιμπίστηκες τον Γιώργη; Ο δάσκαλος έχει κάτι χέρια άσπρα, αφράτα ζυμαρένια ,ενώ ο Γιώργης μαυρολελέκιασε στον ήλιο και στην αλμύρα. Η πέτσα του ψήθηκε, σα παστωμένη φαίνεται.
-Ναι μάνα, ποιος είναι πιο ελεύθερος ,ποιος έχει πάρε δώσε με ντόπιους και ξένους, ποιος έχει άλλου είδους γνώση κοινωνική ,όπως θες τη λες και στην τελική ποιος είναι μάγκας; Ο καπετάνιος! Δε λέω καλός κι ο δάσκαλος αλλά ζωή μετρημένη, στημένη, ένα θέατρο, προσποίηση, γιατί να, πώς να γίνει όλοι δε θέλουν να γίνουν αυτό που τελικά γίνονται ενώ εγώ μάνα θα γίνω oκαπετάν Γιάννης!
Σε άλλο σημείο άνοιξε το τεφτέρι και έγραψε:
Η βάρκα είναι χρυσάφι. Δεν της φαίνεται, αλλά άπαξ και βουτήξει στο νερό και στανιάρει θα σου φέρει ψάρια, θα σου φέρει χρήματα ,θα σου φτιάξει τη διάθεση, θα σε κάνει άνθρωπο!
Και λίγο παρακάτω:
Κάθε πρωί κατεβαίνω στο γιαλό για να δω ,πώς ανατέλλει ο ήλιος, ο «παντεπόπτης» όπως έλεγες παππούς.
Κάθε πρωί ζω ένα θαύμα ,το θαύμα της γέννησης .Όταν αρχίζει να φανερώνεται πίσω απ’ το βουνό σκέφτομαι πόσο δίκιο είχες που έλεγες: τι θα γίνει παιδιά μου αν ,αν λέω ,ένα πρωί δεν βγει ο ήλιος; Παντού σκοτάδι και το σκοτάδι σε κάνει να λουφάζεις απ’ το φόβο σου,σηματοδοτεί το θάνατο! Τι θα γινόταν στ’ αλήθεια αν είχαμε μόνο νύχτα; Και τι θα κάναμε αν μέσα στο σκοτάδι γινόταν ένα τσουνάμι; Ναι δεν αστειεύομαι όλα τα φυσικά φαινόμενα αντιμετωπίζονται καλύτερα τη μέρα. Μπα, όπως φαίνεται από βαρκάρης κοντεύω να γίνω συγγραφέας.
Αλλά κι εσύ, μέσα στο μαγαζάκι σου έγραφες, όλο έγραφες και κρατάμε σήμερα τα γραφόμενά σου.
Παππού μου, σ’ευχαριστώ πολύ για τούτο το μοναδικό δώρο, γιατί στα κρυφά εκτός από βαρκάρης θα γίνω και συγγραφέας. Αγράμματος; Εε, αγράμματος ήταν και ο Μακρυγιάννης αλλά τον κυρ Γιάννη διαβάζουν όσοι θέλουν να προκόψουν. Σ’ ευχαριστώ και για το όνομα! Θα το τιμήσω όπως πρέπει ,δε θα γίνω κανένας παρακατιανός να λένε σα το Γιάννη αλλά θα γίνω καλός και θα λένε ,κάνε αυτό όπως ο Γιάννης. Σ ευχαριστώ- στα κρυφά αυτό- γιατί πράγματι η γλώσσα, το γράψιμο, ο λόγος είναι θησαυρός!
-Τώρα ,ήρθε η ώρα του ποδόσταμου, της πρύμνης όπως λέγεται και πώς να την τοποθετήσω σωστά.
Όταν δυσκολευόταν τραγουδούσε κάτι δικά του στιχάκια που τα προσάρμοζε σε μουσική άλλων γνωστών τραγουδιών.
Θα σου φτιάξω μία βάρκα
Και θα σε πηγαίνω τσάρκα.
Μάτια μου,
Αυτά είναι τα παλάτια μου,
Στη θάλασσα και στη στεριά.
Στην «Παναγιά Κρημνιώτισσα»
Θα είσαι μια αρχόντισσα
Μάτια μου,
Σαν φυσά το μαϊστράλι
Στο ωραίο ακρογιάλι.
Πήγε να ψάξει στο μεγάλο μπαούλο, γιατί θυμήθηκε πως ο παππούς του άφησε ένα σχέδιο για βάρκα μιας και γνώριζε τον καημό του Γιαννάκη.
Σκαλίζοντας βρήκε ένα δίφυλλο. Το άνοιξε προσεχτικά σα να το φοβόταν .Θα είναι το σημείωμα που φαντάζομαι ή όχι; Τώρα θυμήθηκε καλύτερα. Αυτό είναι και το άνοιξε με μιας.
«Σαμοθράκη,29-1-1960
Γιαννάκη μου,
Μέχρι σήμερα, πίστευα ότι μπορεί να σε κάνω ν’ αλλάξεις γνώμη αλλά δυστυχώς ή ευτυχώς, διαπίστωσα ότι αυτό δεν πρόκειται να συμβεί. Να γίνεις βαρκάρης. Σ’αφήνω κι ένα σχέδιο αλλά να διαβάζεις και να γράφεις. Πάντα να κουβαλάς μαζί σου ένα τετράδιο να περνάς γρήγορα τις ιδέες που σου’ρχονται. Εγώ χρόνια στο μπακάλικο διάβαζα, έγραφα, παρατηρούσα τα πάντα, ήξερα πότε θα ξυθεί η γάτα ,τα πάντα.
Γιαννάκη, σκέτο βαρκάρης δε μου λέει τίποτα…»
Αχ ο παππούς!Όσο περνούν οι μέρες, μου λείπει όλο και περισσότερο, μου λείπει η σοφία του,αυτό τέλος πάντων το διαφορετικό που έβγαζε. «Τα μισά της χιλιάδας πεντακόσια» ,φώναζε όταν ήθελε να σου περάσει κάποιο μήνυμα για να σκεφτείς καλύτερα.
Πολύτιμη, βαριά παρακαταθήκη ο παππούς!
Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά
Φιλόλογος,συγγραφέας,ποιήτρια,κριτικός