ΣΤΑΜΑΤΙΝΑ ΒΑΘΗ - ΠΕΝΤΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ


Photo: Panagiotis Bouras

 Θαλασσομάγισσα

Η γεύση από το ποτό ήταν στυφή.
Είχε κάτι από τη ζωή,
από το ξύλινο κουφάρι εκεί στην ακροθαλασσιά ,
ένα όψιμο δειλινό,
μια βρεφική αυγή να χασκογελά.
Αβυσσαλέα και προκλητικά.

Ένα εωθινό σύννεφο,
μαλακό και ροδαλό,
μωρού αναψοκοκκινισμένο μάγουλο,
αφράτο ,
τριανταφυλλιάς πέταλο και ουράνιο τέκνο τορνευτό.
Αλήτευε εδώ και εκεί ,
όπως ο καπνός από το τσιγάρο με του αγέρα τη κάθε ριπή.
Και έσβηνε και έγραφε με υπομονή,
να συγυρίσει τα συναισθήματα που ήταν κρυμμένα μέσα στην χαμένη σιωπή.

Βαρκούλα χωρίς πανιά στην μοναξιά ,
με έναν κοκκινολαίμη για παρέα δεικτικά να καλεί,
για του αδυσώπητου πλεονασμού τα ημερήσια κουτσομπολιά,
σε ένα ταξίδι της μνήμης από παλιά.

Ο ήχος της θαλασσομάγισσας ήταν αποχαυνωτικός,
μια αγκαλιά με την θλίψη,
μια αλμύρα, ένας μπουχός.

Η σκέψη δενδρολίβανο και ανεμώνες,
όπως ο άνεμος στιλίτευε τις πλαγιές ,
την παράσερνε αέρινα σε μονοπάτια στις έρημες και αφύλαχτες ακροθαλασσιές.

Ήταν ο βουβός ο πόνος?
Ήταν το θαλασσινό το δάκρυ?!
Ήταν ο ήχος του αγέρα όπως περνούσε και χτυπούσε στης αμμουδιάς τα πάθη?!
Ήταν αυτό το ξύλο το αφημένο,
μέσα στα τερτίπια της φύσης,
κατάχαμα στης άμμου τη σάρκα ,
ριγμένο και αφημένο στου Αιόλου το μετερίζι?!
Όπως τα κύματα το χτυπούσαν με μανία,
ή όπως το χάιδευαν χωρίς ανθρώπινη υστεροβουλία?!...

Πλεονέκτρα η ζωώδη βασίλισσα ,
γεραρή και μυστηριώδης.
Χανόταν το βλέμμα μέσα στην οργή της,
ερωτευόταν μέσα στο θυμό της.

Τι να φοβηθεί τις εποχές,
το χρόνο που πετούσε,
τα αστέρια, τις βροντές?!
Αλήτευε στον πόνο,
αγκάλιαζε τις πληγωμένες ψυχές.
Λες και αποζητούσε το δάκρυ,
να μετουσιωθεί σε σωτήριες αγκαλιές.

Μια γουλιά και μια ρουφηξιά,
να ξορκίσει το σκοτάδι, το θάνατο,
την ψυχρή ματιά.
Μονορούφι να κάψει τα σωθικά,
να τυραννιστεί,
να ξέρει ότι η καρδιά δεν ξεψυχά.
Να νιώσει, να αγγίξει, να κοπεί,
να πάρει αυτό το ξύλο να κάνει σχέδια στην άμμο και ας χαθεί...


Να καεί σε αυτό το ρόδινο του ουρανού,
μια σκιαμαχία του νέου και του παλιού.
Και η Λάχεση με το ραβδί της να μετράει κάθε σκέψης χιλιοστό,
αγέρινα να σου πίνει το πιόμα και να σου ρουφάει του τσιγάρου το τελευταίο καπνό.


Αλήτευε το κύμα,
σεργιάνιζε ο βοριάς.
Μεθούσε ο αέρας,
κάπνιζε άγρια η φουσκοθαλασσιά.
Έκανε συννεφένια δακτυλίδια και γραμμές,
γράμματα για της μνήμης το βιβλίο και για ατίθασες καρδιές.
Μια γουλιά και μια ρουφηξιά,
να ξορκίσει τον θάνατο,
να πάρει τη ζωή αγκαλιά.
30-1-2023



  The warmer sunshine 

The warmer sunshine, the thinking of you. 
The deeper wild sea, the feelings for you. 
I feel that you'll make me a tropical storm, 
with passion and loving,  no borders at all. 

The depth of my heart,  the strength of my life.
My gently flowing river, the thought of your sight. 
My light in the dark, my breathtaking man.
My beautiful blue ocean, my bond with my heart.

One soul, two bodies. 
Faith and seduction. 
Nurturing,  supporting, 
true love and sincere attraction.  

Devotion the word that comes out of my lips.
I will be thinking of you with all my thrills.
My warmer sunshine, my breathtaking man. 
You are my existence,  my life,  my sense.

 26-5-2016

Photo: Adi le Moigne


Έτσι είναι η ζωή 

Γδούποι και συριγμοί,
βρόντοι και αλαλαγμοί, 
πάνω στην πέτρα που αγκαλιάζει το αλμυρό νερό,
φάρος σταθερός,
αστέρι στο θαλασσινό καιρό. 

Ήταν αυτή η πίκρα μέσα στα χείλη, 
ήταν η αρμύρα, η λύπη, 
η αίσθηση απο τη σμίλη. 
Αυτή η κοψιά μέσα στα σωθικά, 
η λεπίδα που έκοβε την καρδιά σιγά σιγά. 

Σιγά σιγά και προδωτικά, 
κροκάλες, φύκια και σχοινιά πελαγίσια με φτουρά. 
Όπως τα είχε φάει η νερολιβαδούσα η κυρά,
με κουφάρια και αλάτι προικισμένη, 
αντάρα και απύθμενη ηρεμία σε μια γουλιά ζωή κεντρισμένη. 

Γιούρια στην αντάρα και στους γδούπους πάνω στην πέτρα την αρμυρισμένη, 
ξόρκια και ναυτικοί, 
μπουκάλια από κρασί, 
τιμόνια και πυξίδες στην κάθε ατίθαση ριπή. 

Αμούστακα και άγαρμπα τα χάδια από το βυθό, 
τα κύματα θεριεύανε 
να καταπιούν λιθαράκι λιθαράκι της στεριάς το μερτικό. 
Αλλά αυτό αντιστεκόταν στην ειμαρμένη, 
εκεί σαν κόρη του Ποσειδώνα ,
νύμφη να επιμένει.

Η σφύρα χτύπαγε και πιο δυνατά, 
ο πελαγίσιος ο αγέρας είχε γίνει του Κύκλωπα μπουκιά ,
τσαλαβουτούσε εδώ και εκεί, 
φως από το ένα μάτι να δει γιατί είχε στραβωθεί. 
Όπως και η καρδιά, όπως και η ψυχή.

Λυσσομανούσαν και αγύρτευαν τα κύματα με πόθο στη φουσκοθαλασσιά, 
λογομαχούσαν και ανταρτεύανε με της γης τα προκλητικά πείσματα και γήινα φιλιά.
Να πασπατέψουν την κάθε σάρκα της τη γυμνή, 
να κάνουν μελανιές και σημάδια πάνω στης γης την επιδερμίδα τη στιλπνή. 

Σφύρα και σμίλη αρμυρή, 
πέτρα και γη σε ένα αντικρουόμενο σκοπό, 
ποιος θα υποχωρήσει έστω και μιας τρίχας αρμύρα στο εκατοστό. 
Και η θάλασσα παλλόταν και δυσανασχετούσε, 
σφάδαζε, 
θυσία στο βωμό,
αλλά και καιροφυλαχτούσε.

"Δεν θα αλλάξει ο ουρανός?!
Με τα κάλλη μου ,πλανεύτρα, 
θα σε αγκαλιάσω μέχρι το βυθό. 
Εκεί που είναι κόρες και παλικάρια, 
σκαριά, τρίαινες και πετράδια. "

Γύρισε ο αγέρας, 
άλλαξε ο σκοπός, 
ο Κύκλωπας είδε καθάρια,
μέσα σε μαντήλι από τα πανιά που είχε δέσει η νερολιβαδούσα η κυρά τα σκοτεινά τα βράδια. 

Γιάτρεψε για λίγο η ψυχή 
και η καρδιά χτυπούσε. 
Οι πέτρες είχαν πάει πάρα κει 
και οι γλάροι πέταγαν για ψάρια. 

Και η φωνή έκραζε "έτσι είναι η ζωή "
με στόμφο και ευφράδεια. 
29-1-2023

Photo: Dimitris Milonas

 Βελάσματα 

Ήταν του χειμώνα η μεστή ματιά, 
δέντρα γυμνά, 
πρόβατα μαζεμένα στη στάνη 
να κοιτάνε αθώα σαν μωρά παιδιά.

Ήταν αυτό το τραγούδι το συρτό, 
αυτό το κλάμα του ανέμου, 
αυτό το γουργουρητό φύσημα 
σε ότι είχε απομείνει ορθό. 

Μεγάλο το βάρος στην καρδιά, 
η ομίχλη να παίζει κρυφτό,
να ξεγελάει τα μάτια για νεράιδες και ξωτικά. 
Αυτό το αλύχτισμα το βαθύ,
κάτι από πόνο, κάτι από φυγή. 
Εγκατάλειψη και σιωπηρή αποδοχή.

Είχε απλώσει τα χνώτα της,
υγρά, 
προσπαθούσε να κρύψει την πίκρα στη ψυχή 
και ένα μικρό σπουργίτι 
πετάριζε μια εδώ και μια εκεί να κρυφτεί απ' του χιονιά τη σιγή.
Του ανέμου τα ουρλιαχτά πάνω στο αδιάβροχο, 
στην κουκούλα τη κλειστή.

Ο βοσκός ίσως είχε αποκοιμηθεί, 
δίπλα στο τζάκι, 
με ένα πιάτο ψωμί, τυρί και κρασί για να ζεσταθεί,
να βουτήξει μέσα στο στρώμα να ονειρευτεί. 

Ίσως είχε πάρει την γυναίκα του αγκαλιά, 
ίσως είχε χαθεί μέσα στο πάτο του ποτηριού ή μέσα στα στήθια της τα ζεστά. 
Ή έπινε τσίπουρα με την παρέα του και πειράγματα πολλά. 

Η ζέση ήταν το τερπνόν, 
η ζέση στο κορμί, 
στην καρδιά και στο μυαλό. 
Φλόγα μέσα στην παγωνιά.
Ξύλα στο τζάκι, 
φωτιά στα σωθικά και στη θράκα να στραφταλίζει το δάκρυ. 

Και εκεί ένας ταξιδιώτης βουβός, 
να κάθεται σκυφτός και να αναρωτιέται 
ποιας είναι της ζωής ο σκοπός. 
Ήταν ένας ποιητής της μοναξιάς, 
ένας τροβαδούρος χωρίς κιθάρα, 
με τη φωνή του να θυμίζει ήχους της μαύρης της νυχτιάς. 
Και μονολογούσε...
Ναι μονολογούσε...
Σκεφτόταν τα λάθη και αναπολούσε...

Είχε χαθεί στην ζωή, 
ήταν αμάξι χωρίς τιμόνι, 
βάρκα χωρίς πανί, ούτε κουπί. 
Είχε ξεστρατίσει από τη ρότα τη γνωστή. 
Ίσως δεν ήξερε τι ήθελε ποια, 
πως να διορθώσει τα λάθη, 
ο χρόνος πίσω δεν ξαναγυρνά. 

Αλλά αυτά τα αθώα βελάσματα μέσα στην σιωπή, 
αυτά τα βλέφαρα, 
αυτές οι παύσεις μέσα στου αγέρα τη ριπή, 
τον έκαναν και έπαιρνε μια ανάσα βαθιά  
να βουτήξει μέσα στο τώρα και να αποσκιρτήσει από ότι τον στεναχωρεί από τα παλιά. 

Ήταν του χειμώνα η μεστή ματιά, 
το κλάμα του ανέμου, 
το αθώο βλέμμα από τα άσπιλα τα ζωντανά. 
Ήταν η ελπίδα μετά τη θυσία...,
το ύστατο χαίρε...,
μια νέα πορεία...?

Τι τραγέλαφος που είναι ο δρόμος της ζωής!
Και οι άνθρωποι πότε αληθινοί, 
πότε ζωγραφιές σε ένα πανί. 
Πολλές φορές ουδέτεροι, 
άλλες αποτρόπαιοι, 
ελάχιστοι θαυμαστοί. 

Όταν ήταν μικρός ήθελε να ήταν θαυμαστός, 
λύκος με την αγέλη, 
ποτέ πρόβατο, 
ούτε αθώος και πεζός. 
Πολεμιστής δυνατός. 

Να είναι με δόντια γερά, 
στομάχι ατσάλι και ίσως χωρίς καρδιά. 
Έτσι τον έμαθαν να πορεύεται στα στενά. 
Αλλά έλα που ήταν άνθρωπος και αυτός 
και είχε πληγωθεί ,
είχε προδωθεί και είχε κλάψει με τις πληγές του μοναχός. 

Είχε χαθεί μέσα στην ομίχλη της ζωής, 
είχε γίνει και λύκος, 
πρόβατο 
και σπουργίτι που πετούσε από κλαδί σε κλαδί.

Αλλά είχε φάει την ανασφάλεια με το ζύγι το σκληρό, 
και η εμπιστοσύνη του στον άνθρωπο είχε γίνει σαν τη φλόγα από το σπίρτο μέσα στο σκοτάδι το πηχτό. 

Ας βελάξουν οι αθώες φωνές 
γιατί οι λύκοι είναι μονάχοι, 
χαμένοι στην ομίχλη της χαμένης ψυχής.
Ας ανάψει κάπου ένα φως, 
μια έξοδο διαφυγής. 

31-1-2023




As the wind is whispering your name 

As the wind is whispering your name in my ears,
coming with strength through the lavender fields, 
a little bird comes to eat seeds from my hands, 
singing a song for love and selfish absence. 
A ladybird is kissing me in my soul laugh,
telling me secrets about her Lord's commands.
She makes a present from the blood's red and the sun's gold,
red and gold,  a road from heaven to love.
And I am hearing the song as the wind tells me how he loves me,
till the end of the Dawn,
a kiss of fire on my red lips,
his soul throne. 
Earth and wind, water and flame, 
wings your words,  wise your thoughts. 
You are the rain on my Earth's soil.

My hair dancing like black velvet threads, 
dark beauty of the glorious nights of a full moon light path, 
passionate breath on my heart's breasts.
Wafting the smell of the lavender all over the place, 
near your mind and your heart spelling nest.
A warrior is coming with no regrets.
How glorious is the simplicity of his smile, 
he has to tell the truth, 
to stop the dark light. 
Only my hair will be his dark spot in the sky,
to give him a kiss,  
to hug with caress.
He will run his hands through them to go to the moon, 
to learn the mysteries of tenderness and the chance of Peace through a warrior of truth.
He will place the chains in War's hands, 
my dear ladybird,  give me a smile.

Ευχαριστώ πολύ την κόρη μου Άννα-Μαρία Βρεττού για τις διορθώσεις των Αγγλικών στο ποίημά μου.

 29-1-2017












Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου