Εμφάνιση αναρτήσεων ταξινομημένων κατά ημερομηνία για το ερώτημα ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ. Ταξινόμηση κατά συνάφεια Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων ταξινομημένων κατά ημερομηνία για το ερώτημα ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ. Ταξινόμηση κατά συνάφεια Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ - ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΜΟΥΣΙΚΟ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΙΚΑΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟ

 

Ο Γιώργος Κωνσταντινίδης γεννήθηκε στον Πειραιά και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε στο Εθνικό Ωδείο από όπου αποφοίτησε με Πτυχίο και Δίπλωμα πιάνου καθώς και Πτυχία Αρμονίας, Αντίστιξης και Φυγής.
Εργάστηκε ως καθηγητής Μουσικής, συνοδός πιανίστας μαθήματων χορού, συνοδός πιανίστας χορωδιών και άλλα συναφή με τις γνώσεις του μουσικά επαγγέλματα.
Τραγούδια του υπάρχουν στο youtube, στο κανάλι του Κonstantinidis George, όπως η ζωντανά ηχογραφημένη σειρά 18 τραγουδιών του Still Life, όπου υπογράφει μουσική, στίχους και ενορχήστρωση. Στο κανάλι του υπάρχουν και άλλα κομμάτια του ακυκλοφόρητα σε δισκογραφία.
Τον Ιανουάριο του 2020 κυκλοφόρησε από την MLK η πρώτη του δισκογραφική δουλειά με τον τίτλο ΑΟΡΙΣΤΟΣ, σε στίχους ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΣΤΑΙΚΟΥ, και ερμηνεία ΘΟΔΩΡΗ ΝΙΚΟΛΑΟΥ και ΠΑΥΛΙΝΑΣ ΚΑΤΣΗ. Τα τραγούδια του δίσκου αυτού παίζονται σε πολλούς ραδιοφωνικούς σταθμούς.
Δεν περιορίζεται στη μουσική όμως!!
Το χόμπι του συνθέτη είναι η ζωγραφική. Οι πίνακες στο CD, μα και στα lyric videos είναι δικά του. Έχει παρουσιάσει ζωντανά τέσσερις κύκλους τραγουδιών του… αλλά έχει κάνει και αντίστοιχα τέσσερις εκθέσεις ζωγραφικής με έργα του.
Επίσης του αρέσει να γράφει . 

ΜΟΥΣΙΚΗ 

Τα τρία πρώτα τραγούδια είναι από ζωντανή παράσταση το 2008.
LIVE παράσταση στο ΑΛΕΚΤΟΝ τον Νοέμβρη 2008.

Εspresso konstantinidis george still life live alekton

George Konstantinidis music/lyrics still life, Nassia Gofa vocal Harmonica
Christos Polydoros, Bass Nikos Politis, Piano G. Konstantinidis

Τα χιλιόμετρα

Στίχοι Μουσική Γιώργος Κωνσταντινίδης,
Τραγούδι,Χρυσή Παπαγιαννούλη.
LIVE παράσταση στο ΑΛΕΚΤΟΝ τον Νοέμβρη 2008.
Παίζουν κιθάρα Νίκος Πολίτης,
ΣΑΞ. Χρήστος ΠΟΛΥΔΩΡΑΣ,
ΚΡΟΥΣΤΑ,Γ,Παπαγιαννούλης.
Πιάνο Γ.Κωνσταντινιδης.
still life.


Ενυδρείο konstantinidis george still life live alekton

george konstantinidis music/lyrics/orchestration, 
alexandros sigalos joanna markaki vocals, 
nikos politis guitar, christos polydoros saxophone, 
giannis papagiannoulis percussions, 
g konstantinidis piano

(γραμμένο με αφορμή τις πυρκαγιές του 2007)

Το φεγγαράκι

Ποίηση ΚώσταςΚαρυωτάκης.
Μουσική ΓιώργοςΚωνσταντινίδης Τραγούδι Αλέξανδρος Σιγαλος.
Πιάνο βίντεο Γιώργος Κωνσταντινίδης

Τα δυο επόμενα ανήκουν στο CD  Αόριστος που κυκλοφόρησε το 2020 από την MLK,σε στίχους Απόστολου Στάικου και μουσική Γιώργου Κωνσταντινίδη. Η «Ιθάκη στο Αιγαίο» με αφορμή το μεταναστευτικό,με ερμηνεία Θοδωρη Νικόλαου,και το «Μπορντό» με ερμηνεύτρια την Παυλίνα Κατσή.


Παυλίνα Κατσή - Μπορντό | Pavlina Katsi - Bordo (Bordeaux) (Official Lyric Video)

Παυλίνα Κατσή - Μπορντό Μουσική: Γιώργος Κωνσταντινίδης Στίχοι: Απόστολος Στάικος Εικαστικά: Γιώργος Κωνσταντινίδης Φωτογραφίες: Μάρω Χρυσανθοπούλου Video Editing: Ελίνα Μπουκουβάλα Από το άλμπουμ 'Αόριστος' ℗ 2019 Chromodiastasi Ltd / MLK Έπαιξαν οι μουσικοί Κώστας Καριτζής: Βιολί Γιώργος Kωνσταντινίδης: Πιάνο Έρση Νόνη: Βιολοντσέλο Ανδριανός Νόνης: Κιθάρα, Μπάσο, Κρουστά, Programming Γιώργος Κωνσταντινίδης: Ενορχήστρωση StudioStigma CreativePlace: Ηχογράφηση
Ανδριανός Νόνης / Χρήστος Κακουριώτης: Mix Mastering


Θοδωρής Νικολάου - Ιθάκη Στο Αιγαίο | Thodoris Nikolaou - Ithaki Sto Aigaio (Official Video)


Θοδωρής Νικολάου - Ιθάκη Στο Αιγαίο* Φωνητικά: Παυλίνα Κατσή Μουσική: Γιώργος Κωνσταντινίδης Στίχοι: Απόστολος Στάικος Από το άλμπουμ 'Αόριστος' ℗ 2019 Chromodiastasi Ltd / MLK Official Video of 'Ithaki Sto Aigaio' Performed by Thodoris Nikolaou Vocals by Pavlina Katsi Music by Giorgos Konstantinidis Lyrics by Apostolos Staikos From the album 'Aoristos' ℗ 2019 Chromodiastasi Ltd / MLK Έπαιξαν οι μουσικοί Γιώργος Ανδρέου: Πιάνο, πλήκτρα, ακορντεόν, κρουστά. Στέλιος Γαργάλας: Βιολί Βαγγέλης Καλαμάρας: Drums και drum samplings Κώστας Κοιλάζογλου: Kιθάρα Θοδωρής Κουέλης: Μπάσο Γιώργος Kωνσταντινίδης: Πιάνο Κώστας Μπουντούρης: Kιθάρα Θύμιος Παπαδόπουλος: Φλάουτο, κλαρινέτο, σοπράνο, άλτο και τενόρο σαξόφωνο Πάρης Περυσινάκης: Μαντολίνο και τζουρά Χρήστος Περτσινίδης: Κλασική, ακουστική και ηλεκτρική κιθάρα Γρηγόρης Συντρίδης: Τύμπανα Γιώργος Ανδρέου: Ενορχήστρωση και ηχογράφηση (studio BigTime) Γιώργος Κωνσταντινίδης, Θύμιος Παπαδόπουλος: Πρόσθετη ενορχηστρωτική επιμέλεια Σωτήρης Παπαδόπουλος: Πρόσθετες ηχογραφήσεις, μίξη, mastering (studio ΣΤΕΝΤΩΡ)


ΠΙΝΑΚΕΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ

Οι πίνακες στο CD, μα και στα lyric videos είναι δικά του. Έχει κάνει  τέσσερις εκθέσεις ζωγραφικής με έργα του.




















ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Του αρέσει επίσης να γράφει. Ενα δείγμα γραφής του παρουσιάζουμε αμέσως μετά .

ΚΥΡΙΑΚΗ.

Σάββατο με αέρα και βροχή, τούτη τη νύχτα του χειμώνα που ήταν γραφτό να ταξιδέψει η Κυριακή, με το τραίνο που τρέχει τακατακατα, δυο βαλίτσες στα πόδια της ,το πριν , το μετά, μα το τώρα είναι ρόδα που φεύγει ,και μπροστά της το πίσω, η γενέθλια γη, "να γυρίσω" όλο λέει ,και το κρύο ανεβαίνει στα πόδια, και στο τζάμι η βροχή, πως κεντάει της ψυχής τη λαχτάρα, τικ τικ τικιτικιτακ κάνει η καρδιά της, και κουνάει τα χέρια να χαϊδέψει του παιδιού της το πρόσωπο, κι είναι η κόρη της εκεί , κι ας της είπε αντίο, μ ένα κέντημα στα χέρια φυλακτό για τον δρόμο, χέρια που γιναν δυο ράγες για να τρέξει η ζωή, και αφήναν στην πλέξη μεταξένιο μεράκι, να ξεφτίζει της φτώχειας το υφάδι, τα χρόνια στης πατρίδας τα ξένα, η ζωή της, αχ, ρόδι που έσπασε και σκόρπισε στης προσφυγιάς τα σοκάκια, μα τώρα τακατακατακ το τραίνο επιστρέφει, να, φθάνει, στην Κωνσταντίνου Πολιν, και τα χέρια παγώνουν , τι άγρια τούτη η βραδιά, μα ανεβαίνει το τραίνο και σκίζει τη βροχή ,κι ανεβαίνει η ανάσα πιο πάνω κι η λαχτάρα, τικ τικ τικιτικιτακ,με τα μάτια κλειστά κι όμως βλέπει τα πάντα πιο καλά από ποτέ ,και να ,ο Κώστας ο άντρας της εκεί στον σταθμό, κι είναι νέος και όμορφος, της γελάει ντυμένος γαμπρός μ’ ανθοδέσμη ζουμπούλια στο χέρι, και φιλιούνται σαν πρώτη φορά, κι είναι η νύχτα ανάσα που σβήνει, και σαν χωρίσουν τα χείλη, ξέρει πως έχει τον σταθμάρχη φιλήσει, και εκείνος της ζητάει το νόμισμα,¨ »αυτό μόνο έχω» του λέει, φλουρί Κωνσταντινάτο, κι ο βαρκάρης το δαγκώνει μα δόντια δεν έχει ούτε μάτια, κι είναι οι οι στάλες χοντρές, είναι τα σύννεφα μες τον αέρα, κι είναι η νύχτα ,ο καιρός κι η ιστορία, κι ένα φως μοναχά, ενώ κάτω το σώμα της πέφτει, στο αγαπημένο της χώμα, η Κυριακή που δεν χρειάζεται πια άλλη Δευτέρα.

Διαβάστε περισσότερα διηγήματά του εδώ :



Τα βιογραφικά στοιχεία είναι από https://sincity.gr/






ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ " ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ " Διήγημα

 

Πίνακας - Γιώργος Κωνσταντινίδης

Μεσημέρι Φλεβάρη και το φως σπάει σε κομμάτια πάνω σε πρόσωπα και χέρια. Ο συρμός τρέχει με ρυθμική βουή πάνω στις ράγες. Ο Παύλος βρίσκεται στο κάθισμα δίπλα στο παράθυρο με το χέρι στο στόμα του κόντρα στην φορά της κίνησης του τραίνου. Απέναντι του μια καλοβαλμένη σαραντάρα κυρία και δίπλα της ένας σκούρος κύριος .Όρθια μια άλλη γυναίκα φοράει μια μάσκα ενώ δίπλα της κρέμεται ένας νεαρός προσηλωμένος στο κινητό του. Ένα ανοιγμένο παράθυρο μπάζει στο βαγόνι υγρή μια ψύχρα, μα είναι κάτι που θεωρείται απαραίτητο πλέον μιας και υπάρχει φόβος επιδημίας από τον νέο ιο που άρχισε να ταξιδεύει στην Ελλάδα από σώμα σε σώμα.
Γίνεται μια στάση και αλλάζει ο χώρος μερικούς επιβάτες.
Μια νέα οσμή πλανιέται στο χώρο , μια δυνατή δόση σανταλόξυλου με πατσουλί που όταν φθάνει στα ρουθούνια του Παύλου έχει μπερδευτεί με χνώτα και μια εσανς άπλυτης κάλτσας.
Κάποιος φτερνίζεται και η κυρία με την μάσκα φορεμένη ανάποδα ρίχνει άγριο βλέμμα προς τον ένοχο που είναι ένα παιδί. Κάποια άλλη γυναίκα αλλάζει θέση.
Νέα στάση και μπαινοβγαίνει ο κόσμος ξανά ,ενώ ο Παύλος εξακολουθεί να καλύπτει στόμα και ρουθούνια με την δεξιά του παλάμη.
Από το βάθος ακούγεται ένα ακορντεόν που παίζει κάτι που γίνεται σιγά σιγά αναγνωρίσιμο. Ενα έφηβο κοριτσάκι μελαχρινό κρατάει ένα πλαστικό ποτήρι και σπρώχνει τους επιβάτες να ανοίξει δρόμο για τον ακορντεονίστα. Το κομμάτι είναι το πασίγνωστο βαλς του Σοστακοβιτς….τααα τα τα ταααα…Μόνο που είναι μισό και καρατομημένο, παίζονται μόνο οι δυο πρώτες φράσεις του και το αριστερό του χέρι κρατάει μόνο μια συγχορδία…
‘’Εσύ μας έλλειπες’’ μουρμουρίζει κάποιος ενώ όλοι ανοίγουν δίοδο για τους Ρομα καλλιτέχνες αποφεύγοντας αγγίγματα.
Το τραίνο καταλήγει στον προορισμό του. Ο Παύλος είχε καιρό να κάνει αυτή την διαδρομή και σημειώνει μέσα του καινούρια στοιχεία.
Ένα από αυτά είναι η ανασκαφή έξω από τον τερματικό σταθμό που έχει ακυρώσει ένα μεγάλο μέρος της λεωφόρου. Είχε διαβάσει για τους τάφους Ελληνιστικών χρόνων που βρέθηκαν εκεί και τους σκελετούς δυο στρατιωτών που βρέθηκαν σε ένα τάφο αγκαλιασμένοι.
Ο πόλεμος η ο έρωτας φέρνει δυο υπάρξεις μαζί…ποιος ξέρει τι ακριβώς έδεσε αυτούς τους δυο στον θάνατο.
Η πλατεία αγνώριστη τώρα, έτσι που το παρελθόν που ταξίδεψε στο τώρα την έκοψε. Ο κόσμος πιο πολύχρωμος από ποτέ, όλες οι φυλές ,έξω στην άσφαλτο περιμένοντας λεωφορεία. Του ήρθε στο νου Ο σατράπης Φαρνάβαζος που επαναστάτησε προς στον Πέρση Βασιλιά Αρταξέρξη, και οι σχέσεις του με τους Έλληνες εναντίον της Περσικής αυτοκρατορίας
Μερκελ και Τουρκία, όπλα και ιδέες, έλεγχος και δύναμη, τότε και τώρα.
Πειραιάς –Πέραμα ,ήλθε το όχημα και στριμώχνεται ο Παύλος με Έλληνες, πακιστανούς ,Αιγυπτίους Αλβανούς. Πηγαίνει να πάρει τα ενοίκια που του χρωστούν από ένα διαμερισματάκι προσφυγικό που νοικιάζει και δεν τα δηλώνει στην εφορία.
Μια άλλη έντονη κολόνια μπερδεύεται με χνώτα και απλυσιά και επαναλαμβάνει την ανάκατη αισθητική της Ελλάδας του 2020.
Στην επιστροφή ,με γεμάτο πορτοφόλι, και ανακουφισμένος που ανεβαίνει προς Αθήνα, έχει απέναντι του μια πανέμορφη Ινδή. Της χαμογελάει. Εκείνη γυρίζει τα μούτρα αλλού.
‘’Εσύ χάνεις μπουμπούκι μου’ ’ψιθυρίζει καθώς κατεβαίνει στο Θησείο.
‘’Και σιγά μη φιλήσω εσένα να με κολλήσεις ποιος ξέρει τι…’’
Αρχίζει να σφυρίζει την συνέχεια του γνωστού βαλς του Σοστακοβιτς δυνατά καθώς δρασκελίζει ανάμεσα σε πολύχρωμο πλήθος…τααα ρα τα τααα τα τααα…ταμ τα ταμ τριαλαριλαρα τριαλαριλαρα….σαν να είχε ανάγκη κάτι να ολοκληρώσει επί τέλους.

7-2-2020






ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ "Η ΕΚΘΕΣΗ."

Πίνακας - Γιώργος Κωνσταντινίδης

Κι έφυγε η Τρίτη κι ήλθε η Τετάρτη που περίμεναν.
Ώρα 8 και μισή σηκώθηκε ο Σπύρος, ήπιε μόνος του καφέ στην κουζίνα και πήγε στο γκαράζ να πάρει το μικρό φορτηγό που ο ιδιοκτήτης του χρησιμοποιούσε για ανάλογες περιστάσεις.
Σεπτέμβρης ,γλυκός, σαν να ζούσε ένας Αύγουστος ακόμη στην καρδιά του, κι ο ήλιος του φίλησε το πρόσωπο ενώ μοσχοβολιά από γιασεμί τρύπωσε στην ανάσα του. Έβγαλε το αμάξι στον κήπο και έμεινε εκεί για λίγο .Η μωβ βουκαμβίλια αγκαλιά με το γιασεμί σκαρφαλωμένα στους πέτρινους τοίχους του αρχοντικού έφταναν ως το υπνοδωμάτιο του αφεντικού του, όπου εκείνος ακόμη κοιμόταν .Συνηθισμένο για τον Σπύρο μια και ο κύριος Ιακώβ έπεφτε για ύπνο τις πρωινές ώρες .Έτσι τον κήπο τον χαιρόταν πάντα μόνος τα πρωινά, και του ήταν φυσικό κιόλας μιας και αυτός τον πότιζε και τον συντηρούσε.
Χάιδεψε τις αγαπημένες μπλε ορτανσίες με τα μάτια, την τεράστια αμυγδαλιά δίπλα στη συκιά, το λοφίσκο με την μαντζουράνα και την ρίγανη, καθώς και τη γωνιά με τους κάκτους. Μια σφήκα βούιζε γύρω από ένα πελαργόνι ,και τα πρωινά πουλιά κένταγαν τον αέρα.
Πήρε μια ακόμη ανάσα και ξεκίνησε για το αεροδρόμιο.
Έκανε μια στάση σε μια πολυκατοικία πιο κάτω .Βγήκε και χτύπησε κάποιο κουδούνι.
Σε λίγο πετάχτηκαν έξω δυο νεαροί Πακιστανοί. Η Παιανία ήταν γεμάτη κι από δαύτους πια.
Ανέβηκαν στην καρότσα του ημιφορτηγού και ο Σπύρος ξεκίνησε.
Ήταν η μέρα που θα έφθαναν αεροπορικώς τρεις μεγάλοι πίνακες από το Παρίσι.
Ο δημιουργός τους ,Έλληνας σαραντάρης με μεγάλη καριέρα στην Γαλλία ,τους έστειλε κατόπιν συμφωνίας του με τον Εμμανουηλίδη, γιατί σε λίγες μέρες θα εγκαινιαζόταν μια σημαντική έκθεση από νέους Έλληνες καλλιτέχνες στην Γκαλλερι- οικία του.
Όταν επέστρεψαν με το φορτίο, ο Ιακώβ είχε ξυπνήσει και τους περίμενε στον κήπο πίνοντας καφέ και καπνίζοντας.
Το αμάξι μπήκε απ την μεγάλη θύρα στον κήπο και διένυσε τα 200 μέτρα διάδρομου μέχρι να φτάσει στην βεράντα. Ο Ιάκωβος σηκώθηκε χαρούμενος και τους καλωσόρισε. Ντυμένος με σορτς και φανελάκι σιελ ο εξηντάρης φιλότεχνος τους οδήγησε στο πίσω μέρος της αυλής όπου υπήρχε ο εκθεσιακός χώρος.
Ο Σπύρος χρησιμοποιώντας χειρονομίες διέταξε κάπως έντονα τους Πακιστανούς να κινηθούν. Πράγματι τα παιδιά σήκωσαν τον ένα από τους τρεις μεγάλους πίνακες που ήταν αμπαλαρισμένος με ξύλα καρφωμένα γύρω γύρω, και με δυσκολία κατευθύνθηκαν. προς την γκαλερί.
Τελείωσε η μεταφορά και έμειναν οι δυο άντρες να απογυμνώνουν τα έργα.
Σαν έφυγε η προστασία αποκαλύφθηκαν τρεις πίνακες με δυνατές παχιές πινελιές σαν να ήταν καμωμένες με βούρτσα, αλλά με θέμα που διέφευγε την κατανόηση του Σπύρου .Ο Ιάκωβος στεκόταν με σταυρωμένα χέρια και ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά σε απόσταση ενάμιση μέτρου και καμάρωνε
Ο Σπύρος εξέταζε τις πινελιές από πολύ κοντά και έμοιαζε απορημένος.
Στράφηκε στον εργοδότη του για να καταλάβει αν εκείνος απολάμβανε το θέαμα.
Όταν είδε το χαμόγελο του ,αποφάσισε να εκφέρει πρώτος γνώμη ,μην τον πάρει για ανίδεο ο Ιάκωβος.
‘’Δεν καταλαβαίνω το θέμα του αλλά μ αρέσουν τα χρώματα’’είπε ντροπαλά.
‘’Μμμμμ’’απάντησε ο Εμμανουηλίδης ήσυχος πάνω στις ροζ σαγιονάρες του..
‘’Αλήθεια το λέω’’..επέμενε ο Σπύρος.
Ο Γκαλερίστας βυθισμένος σε σκέψεις με το βλέμμα καρφωμένο στους καμβάδες ψέλλισε σιγά…’’κι εμένα μου αρέσει το χρώμα του γιατί είναι ανήθικο..’’
‘’Τι θέλεις να πεις?’’
‘’Πάντα υπερτερεί ένα χρώμα εναντίον όλων των άλλων’’ απάντησε ο Ιάκωβος και συνέχισε σαν να μιλάει στον εαυτό του…’’κι αυτό δημιουργεί μια αίσθηση ανισορροπίας που είναι και το ζητούμενο..’’
Ο Σπύρος έμεινε απορημένος και βουβός να κοιτάζει τους πίνακες προσπαθώντας να διακρίνει την ανισορροπία.
Πάνε χρόνια που ο πενηνταπεντάρης Σπύρος, πρώην ναυτικός, δουλεύει για τον εύπορο κύριο Ιάκωβο. Χωρισμένος, με δυο κόρες παντρεμένες, ζει και εργάζεται στο σπίτι του καθηγητή. Καθώς και ο Ιάκωβος είναι χήρος εδώ και δυο χρόνια, οι δυο άντρες περνούν χρόνο μαζί, όταν τελειώνουν οι δουλειές και έχουν πλησιάσει ο ένας τον άλλο.
Ο κύριος καθηγητής ευχαριστιέται την παρέα του ήμερου αυτού ανθρώπου που συχνά τον γειώνει με την πρακτική του σχέση με τα πάντα ενώ εκείνος μπορεί να χαθεί σε λαβυρίνθους από σκέψεις.
Ο Σπύρος πάλι θαυμάζει την λεπτότητα και την ικανότητα του εργοδότη του να έχει άποψη σε μυστήρια θέματα όπως είναι η ζωγραφική μα και η κλασσική μουσική που παίζει όλη μέρα στο γραφείο του.
Το μεσημέρι έφαγαν μαζί και ο Ιάκωβος αποσύρθηκε.
Έμεινε ο Σπύρος στην κουζίνα να μαγειρέψει για την επόμενη μέρα που θα ερχόταν η κόρη του αφεντικού η Στεφανία από την Αγγλία, πρόσφατα παντρεμένη με τον Αλεξ, έναν Βρεττανό επιστήμονα. Έπρεπε να μαγειρέψει κρέας για την κόρη και κάτι χορτοφαγικό για τον άντρα της γιατί ήταν βηγκαν, παναθεματον.
Ο Σπύρος όμως, σαν πρώην ναυτικός δεν κώλωνε πουθενά. Ήξερε όλες τις δουλειές του σπιτιού, συν μαγειρική στην οποία διακρινόταν. Αυτή ήταν η δική του τέχνη .Ο Σπύρος συνέθετε με τις ουσίες, τα μπαχαρικά ,τις πρωτεΐνες και τους υδατάνθρακες, τα μυρωδικά το αλάτι και το πιπέρι. Ήταν πραγματικά σπουδαίος δημιουργός γεύσεων.
Καθώς καθάριζε πατάτες για το κατσικάκι στη γάστρα πήγε ο νους του στα’’ ανήθικα χρώματα’’ που είπε το αφεντικό του.
Τι να σήμαιναν άραγε?
Εκείνος θεωρούσε ανήθικο τον τρόπο που ο καπιταλισμός εκμεταλλευόταν τους φτωχούς ανθρώπους ,και τοποθετούσε και τον εαυτό του σε αυτήν την κάστα. Παρ όλο που ο Ιάκωβος τον πλήρωνε γενναιόδωρα και τον έκανε να νοιώθει οικεία ,σε μια γωνιά του μυαλού του τον θεωρούσε κεφαλαιοκράτη.
Για μια στιγμή αναρωτήθηκε αν και αυτός ο ίδιος είναι ανήθικος επειδή κάπως ανάλογα χρησιμοποιεί τους Πακιστανούς όποτε χρειαστεί, αλλά απόδιωξε αυτήν τη σκέψη μιας και’’ οι Ισλαμιστές μας την έχουν πέσει..’’ όπως έλεγε.
Το απόγευμα στήσανε μια παρτίδα τάβλι στον κήπο και ήπιαν δυο μπύρες κάτω απ τον ίσκιο μιας κληματαριάς που είχε έτοιμα τα κιτρινοπράσινα τσαμπιά σταφίδες της.
Κοιμήθηκαν νωρίς κι οι δυο καθώς την επόμενη θα υποδέχονταν την Στεφανία και τον Αλεξ.
Τα φαγητά μοσχοβολούσαν έτοιμα στην κουζίνα.

Και έφυγε η Τέταρτη και ήλθε η Πέμπτη, ο πρωινός Σπύρος οδήγησε την γκρι Σιτροεν προς το αεροδρόμιο για να παραλάβει τους καλεσμένους
Το σπίτι γέμισε φωνές στην Αγγλική, γέλια, αγκαλιές και απίθανο κέφι. Τα παιδιά είχαν ένα χρόνο να δουν τον πάτερα και είχαν έλθει επ ευκαιρία της έκθεσης για να χαρούν την χαρά του.
Ο Σπύρος τους χάζευε με ευχαρίστηση.
Η ζωή του ακουμπούσε στην ζωή του φίλου και εργοδότη του και πλούτιζε με τους χυμούς της .Αυτό είναι φιλία σκεφτόταν .Να μοιράζεσαι με κάποιον τα όνειρα του καθώς η πραγματικότητα έχει ένα γυναικείο στήθος από το οποίο βυζαίνει η προσδοκία για το αύριο..
Η Στεφανία είναι έγκυος. Σε 7 μήνες θα γίνει μητέρα. Το ανακοίνωσε μπροστά σε όλους.
Ο μέλλων παππούς δάκρυσε,
.Άνοιξαν σαμπάνια και φάγαν όλοι μαζί σε εορταστικό κλίμα. Τα βηγκαν γεμιστά του πήραν τον έπαινο όλων.

Και έφυγε η Πέμπτη κι ήλθε η Παρασκευή που βρήκε τον Σπύρο στην Καλλιθέα να τρώει με τις κόρες και τις οικογένειες τους. Καιρό τώρα τα βράδια της Παρασκευής τα περνάει με το δικό του σοι. Αυτό που τελευταία του έκανε εντύπωση είναι ότι το ένα απ τα δυο αγόρια της μικρής του της Μαρίας έχει έφεση στην μουσική ενώ ο άλλος κανονικά στο ποδόσφαιρο. Δεν περίμενε κάτι τέτοιο από το αίμα του, όπως λέει και άρχισε να κοιτάει τον Χρηστάκη με σεβασμό. Εν τω μεταξύ αποφεύγει τον άλλο που του ζητάει να πάνε σε αγώνα ποδοσφαίρου τις Κυριακές. Πάντα του ήταν Ολυμπιακός ,Πειραιώτης απ τη Νίκαια, μα πια αυτή του η μανία έχει ξεθυμάνει και δεν έχει όρεξη να την καλλιεργήσει στον Γιώργο, τον μεγαλύτερο.
Φάγανε παπουτσάκια μελιτζάνες από την χρυσοχέρα την Ελένη, την μεγαλύτερη κόρη του.
Τα βρήκε λίγο ανήθικα στο αλάτι, τους το είπε και γελάσανε όλοι μαζί.

Κι έφυγε η Παρασκευή κ ήλθε το Σάββατο
Η Στεφανία, ο Ιάκωβος και ο Αλεξ διακοσμούσαν τον χώρο της έκθεσης. Είχαν ήδη κρεμάσει τους πίνακες στους τοίχους και συζητούσαν ποιο χώρο να αφήσουν για άλλον ένα εικαστικό που θα ερχόταν το απόγευμα με πέντε πίνακες του και με θέμα ανθρώπινη φιγούρα γυμνή και ρεαλιστικά αποτυπωμένη .Ήξερε την δουλειά αυτή ο Σπύρος από προηγούμενη έκθεση του ζωγράφου. Τα σώματα ήταν απροστάτευτα μέσα στις αλλοιώσεις που χαράζει ο χρόνος στη σάρκα .Ρυτίδες, κυτταρίτιδα, παραμόρφωση θαρρείς και η ατέλεια έγινε πλέον η νέα αίσθηση του ωραίου .Δεν είχε πρόβλημα με τα γεράματα που σιγά σιγά τα ένοιωθε να τον πλησιάζουν μα ο Σπύρος δεν καταλάβαινε πως οι άνθρωποι ήθελαν να βλέπουν αυτήν την ανελέητη γύμνια στο σαλόνι τους.
Συμφώνησαν για μια γωνιά που θα ήταν αρκετά ανεξάρτητη απ τα διπλανά έργα που ήταν διαφορετικής τεχνοτροπίας.
Η έκθεση αυτή ήταν πολυαναμενόμενη απ τον αθηναϊκό φιλότεχνο κόσμο, μα και για τον ίδιο τον Ιάκωβο συνιστούσε μια θετική κίνηση έπειτα από τα βαριά χρόνια της κατάθλιψης που πέρασε μετά τον θάνατο της Λουκίας.
Ο Σπύρος τον έβλεπε με συγκίνηση να χαίρεται ξανά ,περιστοιχισμένος από τους αγαπημένους του, μα και μέσα στην προσμονή να ξαναδεί πολύ κόσμο που είχε αποθυμήσει.
Το σπίτι έλαμπε από πάστρα ,ο κήπος γιόρταζε μέσα στο χρώμα και τις ευωδιές.
Τα εγκαίνια ήταν για Δευτέρα βραδύ.
Έγιναν τα τηλεφωνήματα στην εταιρεία κέτερινγκ για να αλλάξουν λίγο το μενού ,να προσθέσουν δηλ. κάτι χορτοφαγικό και τηλεφωνήσαν στο σούπερ μάρκετ να παραγγείλουν έξτρα σαμπάνιες και αναψυκτικά.
Το απόγευμα ήλθε και ο ζωγράφος ο καλεσμένος του Εμμανουηλίδη, και οι πίνακες του έγιναν αφορμή για φωνές ,θαυμασμό και ζωηρές συζητήσεις.
Το βράδυ δείπνησαν όλοι μαζί στον κήπο.

Και έφυγε το Σάββατο.
Κυριακή δέκα και μισή, όλοι τρώνε πρωινό μα ο Ιάκωβος αργεί.
Η Στεφανία ανεβαίνει να τον ξυπνήσει.
Ο Ιάκωβος δεν ξύπνησε ποτέ.
Είχε φύγει στον ύπνο του.
Ακούστηκαν οι φωνές και το κλάμα της κόρης του, μετά έτρεξε ο Αλεξ επάνω, και αμέσως μετά ο Σπύρος.
Τον βρήκαν ξεσκέπαστο στο κρεββάτι του, με έκφραση κάποιου που κοιμάται με το στόμα ανοιχτό. Ο Σπύρος κατέβηκε βουβός και βγήκε στον κήπο ,αφήνοντας τους συγγενείς να αντιμετωπίσουν το ξαφνικό τους πένθος.
Σεπτέμβρης γλυκός, σαν να επέμενε ένας Αύγουστος στην καρδιά του κι ο ήλιος του φίλησε το πρόσωπο ενώ μοσχοβολιά από γιασεμί τρύπωσε στην ανάσα του.
Αγκομαχούσε.
Δυο δάκρυα ξέφυγαν απ τα μάτια του κι ενώ ένα ελαφρό αεράκι πέρασε ανάμεσα απ τα φυλλώματα ,σήκωσε αργά το κεφάλι προς τα επάνω. Πρώτη φορά του φάνηκε αυτό το ψυχρό και ανεξιχνίαστο μπλε του ουρανού να υπερτερεί και να κατισχύει όλων των άλλων χρωμάτων. Κάπου στην δυτική πλευρά ένα μισό φεγγάρι ξεχασμένο έλαμπε αχνά και το βλέμμα του κρεμάστηκε πάνω σ αυτήν την χλωμάδα, που τον πόναγε ,θαρρείς και ήταν μια υπόσχεση που κάποιος την είχε προδώσει.





ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ " ΠΑΥΛΟΣ,ΛΟΥΙΖΑ,ΚΑΜΑΛ."

Πίνακας - Γιώργος Κωνσταντινίδης 


ΠΑΥΛΟΣ.Δεν γινόταν αλλιώς. Έπρεπε να τελειώσω κάτι που άρχισα εγώ και ο μόνος τρόπος ήταν ο καυτηριασμός του τριπλού τραύματος.
Η Λουΐζα είναι σε έξαψη .Μόλις είπα πως ο Καμαλ θα φύγει τρελάθηκε Είχαν όντως γίνει εραστές ….Κι εγώ, να μην το έχω καν φανταστεί, να μην το έχω καθόλου προβλέψει.
Αλλά κι αυτός ….με κοίταξε σιωπηλός, με συννεφιασμένα μάτια και ύστερα κατέβασε το κεφάλι .Δεν είπε τίποτα ..Του είπα πως τον απολύω και δεν είπε λέξη!
Τρία ολόκληρα χρόνια του χαρίσαμε να σωθεί από την προσφυγιά ,να δουλέψει στο σπίτι μας και στο γραφείο της γυναίκας μου και δεν περίμενα…
ΛΟΥΙΖΑ.Ο Παύλος το αποφάσισε .Τι θα κάνουμε τώρα ?Κι ο καημένος ο μικρός μου Καμαλ, πού θα πάει ,εικοσιπέντε χρονών, Σύριος, στην Ελλάδα της κρίσης.?
Πονάω. Είναι αλήθεια θα μπορούσε να είναι ο γιος που δεν έχω ,που δεν έχουμε, αλλά που να ήξερα ότι επρόκειτο να δεθώ έτσι μαζί του..
ΚΑΜΑΛ,Ο κύριος με διώχνει. Ζήλεψε την γυναίκα του και την αγάπη που μου δίνει.
Η αλήθεια είναι πως αφέθηκα στην αγάπη και των δυο. Ήταν σίγουρα λάθος.
ΠΑΥΛΟΣ.Τα σκούρα υγρά του μάτια…πόσα ψέματα μπορούν να πουν…Μάτια της ανατολής βυθισμένα σε νύχτα.
ΛΟΥΙΖΑ. Είχα την αίσθηση πως τον αγαπούσε .Μάλιστα σε στιγμές όταν καθόντουσαν μαζί και του μάθαινε ο Καμαλ πως να γράφει το όνομα του αραβικά, η, όταν παίζανε μπάσκετ στην αυλή, είχα νοιώσει μια αδήριτη τρυφερότητα στην μεταξύ τους αύρα .Έλεγα πως είναι τα απωθημένα πατρικά συναισθήματα του Παύλου..
ΚΑΜΑΛ.Δεν ξέρω ποιον απ τους δυο προτιμούσα.
ΠΑΥΛΟΣ. Ήταν ένας αέρας φρεσκάδας στο γάμο μας, ήταν το μαξιλάρι μου να χαλαρώσω μετα το ιατρείο μου, ήταν ο μικρός μου φίλος με τον οποίο μοιραζόμουν την παιδική μου πλευρά έξω από ευθύνες. Η Λουΐζα δεν μπορούσε να μου δώσει ότι μου πρόσφερε αυτός..
ΛΟΥΙΖΑ.Με τα χρόνια η σχέση μου με τον άντρα μου πολώθηκε μέσα σε μια εναλλαγή ορισμένων ρόλων. Επιβιώναμε μια χαρά. Δουλειές, χρήματα κοινωνικό στάτους, φίλοι.
Άρχισε να μου λείπει κάτι. Απροσδιόριστο στην αρχή..
ΚΑΜΑΛ. Η κυρία με πλησίασε πρώτη .Ήταν σαν διψασμένος θάμνος. Ξέρω πως είναι οι γυναίκες όταν το κορμί τους γυρεύει αντρικό χάδι.
ΠΑΥΛΟΣ. Μέσα στην ανάγκη μου να μοιραστώ την ζωή μου με τον Καμαλ, δεν σκέφτηκα τι μπορεί να συμβεί στην Λουΐζα .Που πήγαινε ο γάμος μας?
ΛΟΥΙΖΑ. Χαιρόμουν να βλέπω τον Παύλο να χαλαρώνει μαζί με τον μικρό. Όλο το στρες από το ιατρείο του εξαφανιζόταν καθώς παίζανε σαν δυο έφηβοι.
ΚΑΜΑΛ.Δεν γινόταν να μην προσέξω την Λουΐζα. Είναι τόσο όμορφη!
Μου μαγείρευε κάθε Σάββατο ελληνική κουζίνα, για να ξεκουραστώ. Ξεκουραζόταν κι εκείνη. Έτσι έλεγε. Ο κύριος έπαιρνε τον απογευματινό του ύπνο και έτσι εμένα με την κυρία ώρες στο καθιστικό όπου τρώγαμε και της απαντούσα για την ζωή μου στην Συρία. Συχνά έπιανα το βλέμμα της να σταματάει πάνω στο πρόσωπο μου.
ΠΑΥΛΟΣ .Όταν τους έβρισκα μαζί στο καθιστικό πήγαινα κι εγώ και τους χάζευα ήσυχα από μια γωνία. Μου άρεσε που έβλεπα την γυναίκα μου να λάμπει μετά από τόσο καιρό δυσθυμίας που είχαμε περάσει τα τελευταία χρόνια.
Όταν με πρόσεχε κοντά τους να τους κοιτώ χαμογελώντας η Λουΐζα σηκωνόταν και μου έδινε ένα πεταχτό φιλί και έφευγε να τελειώσει κάτι δικόγραφα, έτσι έλεγε, η κάτι άλλο τέλος πάντων .Ποτέ δεν μέναμε για πολλή ώρα και οι τρεις μαζί και άρχισα να υποψιάζομαι το γιατί..
ΛΟΥΙΖΑ. Ότι ένοιωθα μυστικά μέσα μου για τον Καμαλ, φοβόμουν και η ίδια να το παραδεχτώ .Έτσι αποστερούσα τον Παύλο απ το βλέμμα μου σαν είμασταν όλοι στο σαλόνι..
Δεν ξέρω πότε ακριβώς με κατάλαβε ο νεαρός, αλλά μια μέρα..
ΚΑΜΑΛ…Της έπιασα το χέρι όταν με σέρβιρε. Γύρισε απότομα και με κοίταξε. Το βλέμμα της είχε κάτι σαν θυμό .Σηκώθηκε και έφυγε. Αργότερα μπόρεσα να καταλάβω περισσότερα σ εκείνο το βλέμμα.
ΠΑΥΛΟΣ. Ένα βράδυ καθώς πίναμε λίγη μπύρα του πέταξα μισοαστεία ότι καταλαβαίνω πως του αρέσει η Λουΐζα . Ξαφνιάστηκε ,σηκώθηκε επάνω και διαμαρτυρήθηκε..’’όχι κύριε’’.
‘’Γιατί, κακό είναι?’’προσπάθησα να τον ψαρέψω.
‘’Εγώ να κάνω τέτοιο πράγμα κύριε, ποτέ!’’
Γέλασα και τον χαλάρωσα.
ΛΟΥΙΖΑ.Τα κατσαρά μαύρα του μαλλιά κυματίζουν πάνω στο μελαχρινό του πρόσωπο κι αφήνουν τα μάτια του, αυτές τις σκουροκόκκινες σπίθες να λάμπουν. Είναι ήμερος και λυγερόκορμος σαν ελάφι ,και γεμίζει τον χώρο με τις κινήσεις του που έχουν ανεμελιά μα και ακρίβεια αθλητή. Σπάνιο δείγμα ανατολίτικης ομορφιάς από μια κακόπαθη χώρα. Θα περίμενα να είναι βαθιά πληγωμένος μα εκείνος φαντάζει στωικά σιωπηλός και ευπροσήγορος .Μου χαμογελάει πάντα ενώ στο βλέμμα του φωλιάζει κάτι σαν δειλός πόθος.
ΚΑΜΑΛ .Από την μέρα που της έπιασα το χέρι κι εκείνη έφυγε ,ντρεπόμουν να την κοιτάξω. Μέχρι που μου το ζήτησε εκείνη.
Καθόμασταν στο καναπέ και πίναμε καφέ.’’Καμαλ’’μου είπε.
Γύρισα το κεφάλι μου.
‘’Δεν έγινε και τίποτα..’’μου είπε.
‘’όχι κυρία..’’απάντησα εγώ.
ΠΑΥΛΟΣ.Δεν είχα σκοπό να δημιουργήσω παράλληλη σχέση είτε εγώ είτε να δώσω στην γυναίκα μου τέτοια ευκαιρία. Όταν γνωρίσαμε τον Καμαλ ήταν ένα κυνηγημένο 22χρονο παιδί που δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Τον συμπονέσαμε και οι δυο και μιας και δεν έχουμε παιδιά είπαμε να τον κρατήσουμε. Του προσφέραμε σπιτικό ,φροντίδα, στοργή, κι εκείνος μας αγκάλιασε με περισσή τρυφερότητα. Ηταν αξιαγάπητος.
Καθώς εξοικειωνόμαστε ο ένας με τον άλλο άρχισαν να δημιουργούνται ιδιαίτερες σχέσεις. Ακόμη και η δική μου σχέση με την Λουΐζα άρχισε να διαφοροποιείται καθώς ανάμεσα μας τώρα στεκόταν ένα άλλο άτομο. Μια τεθλασμένη γραμμή μας συνέδεε η οποία είχε όλη την φρεσκάδα του απρόοπτου που δημιουργούσε η διπλή διάδραση με τον Καμαλ. Αναρωτιόμουν πως εκείνος βίωνε αυτή την σχέση καθώς και ο νέος είχε την δική του υποκειμενικότητα και μια αθέατη εσωτερική πλευρά.
Στο μεταξύ, η Λουΐζα έπαψε να είναι η να μου φαίνεται δεδομένη .Συχνά αναρωτιόμουν αν την ήξερα στ αλήθεια. Στο κρεββάτι είχε γίνει αρκετά αδιάφορη..
ΛΟΥΙΖΑ. Εκείνο το απόγευμα που ζήτησα από τον Καμαλ να χαλαρώσει, ο Παύλος έλειπε. Καθώς γύρισε και με κοίταξε θλιμμένα έλιωσα από τρυφερότητα και έσκυψα προς το μέρος του και του άφησα ένα φιλί στο θυσανωτό του κεφάλι .Εκείνος ταράχτηκε αλλά έμεινε ακίνητος. Τον αγκάλιασα σαν να ήταν η πράξη που θα έσωζε τα Ιεροσόλυμα απ τους κατακτητές. Με αγκάλιασε κι αυτός.
Σβήσαμε πάνω στον καναπέ.
ΚΑΜΑΛ.Η Λουΐζα κι εγώ το κάναμε. Συχνά κοιμόμουν στο κρεββάτι του Παύλου μετά τα παιχνίδια ,πριν εκείνος επιστρέψει από το ιατρείο.
Είχα αρχίσει να νοιώθω ντροπή απέναντι στον κύριο μου. Μια Κυριακή μου ζήτησε να πάμε μαζί να δούμε ένα φιλικό ματς ποδοσφαίρου .Ήταν καλοκαίρι και οδήγησε εκείνος το σπορ αμάξι του έως την Φιλαδέλφεια. Μέσα σε ένα γήπεδο γεμάτο άντρες που φωνάζαν και έβριζαν, έπινα μπύρες μαζί του κι ας ήμουν μουδιασμένος .Βγαίνοντας είμασταν κι οι δυο ζαλισμένοι .Στο αμάξι του είπα ότι μάλλον θα έπρεπε να με αφήσει να οδηγήσω εγώ γιατί αυτός ήταν ντίρλα όπως λένε εδώ.
Αυτός έσκυψε και μου έδωσε ένα φιλί στο στόμα.
ΠΑΥΛΟΣ. Ένοιωθα πως είχα αρχίσει να χάνω την γυναίκα μου. Αλλά επί πλέον έχανα και αυτό που γύρευα από τον Καμαλ.Ο νεαρός είχε κλείσει σαν στρείδι και η όλη κατάσταση με απομόνωνε στο ίδιο μου το σπίτι. Μα τι στ αλήθεια ήθελα απ το αγόρι ,ήταν και σε μένα δυσανάγνωστο. Το μόνο που κατάλαβα το απόγευμα που τον φίλησα ήταν ότι ήθελα να του επιτεθώ, να του ζητήσω πίσω κάτι που μου είχε στερήσει.
ΛΟΥΙΖΑ.Ο Παύλος δεν μου μιλάει. Δεν μου γυρεύει καν εξηγήσεις .Αν έχει υποψιαστεί κάτι δεν θα έπρεπε να με αντιμετωπίσει στα ίσια? Να μου πει, έλα εδώ Λουΐζα, νομίζω ότι κάτι τρέχει με σένα και τον μικρό…Μίλα μου..
Αντί αυτού αρνείται να κοιμηθεί μαζί μου και μου κάνει μούτρα .Μοιάζει φοβερά θλιμμένος, και απόμακρος.
Φοβάμαι πως δεν τον ενδιαφέρω τόσο εγώ όσο ο Καμαλ.
ΚΑΜΑΛ .Εμένα μου αρέσουν οι γυναίκες .Ωστόσο τον καιρό που σαν πρόσφυγας γύριζα σε πλατείες της Αθήνας είχα πάει και με άντρες.. Είχα βγάλει κάποια Ευρώ τότε με τα οποία πέρασα λίγες μέρες στην ανάγκη μου και το αντρικό σώμα και το άγγιγμα του δεν με πάγωναν πια .Όμως ο κύριος μου δεν έμοιαζε τέτοιος και το φιλί του στα χείλη μου με τρόμαξε επειδή τον σεβόμουν και τον αγαπούσα .Τρόμαξα γιατί δίχως να το θέλω ,μου σηκώθηκε.
ΠΑΥΛΟΣ. Πονάω ανάμεσα σε δυο ανθρώπους που έβαλα στην ζωή μου και τώρα με αρνούνται στραμμένοι ο ένας στον άλλο. Ένα βράδυ που έλλειπε η Λουΐζα του έκανα σκηνή.
‘’Πες μου τώρα, πηδάς την γυναίκα μου?Πες μου αμέσως…γαμιέστε ?Μίλα…ΜΙΛΑ ΡΕ!
Εκείνος μουγγάθηκε και ψέλλισε κάτι ακατάληπτο, στην μητρική του γλώσσα ίσως .Στη στιγμή βρεθήκαμε στο πάτωμα να χτυπιόμαστε. Εκείνος κράταγέ άμυνα κυρίως, εγώ του έδινα συνεχώς χαστούκια μέχρι που ξέσπασα σε λυγμούς στην αγκαλιά του.
‘’Κύριε, ζητώ συγνώμη, εγώ σε σέβομαι ,δεν ήθελα…’’και ξέσπασε σε λυγμούς κι εκείνος.
Μείναμε στην αγκαλιά ο ένας του άλλου απροσδιόριστο χρονικό διάστημα. Κάποια στιγμή αρχίσαμε να φιλιόμαστε ,ούτε που ξέρω πως.
ΛΟΥΙΖΑ. Πονάω τον Παύλο, μας δένει ολόκληρη ζωή, αλλά αυτήν τη στιγμή λαχταρώ για αυτό το αγόρι που έφερε χυμούς στην τελματωμένη μας ζωή .Δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω και νοιώθω κομμένη στα δυο.
ΚΑΜΑΛ .Ίσως να είναι καλλίτερα που θα φύγω από αυτό το σπίτι .Τους αγάπησα και τους δυο πολύ και ήθελα να τους προσφέρω ότι χρειάζονταν όπως έκαναν κι αυτοί για μένα. Δεν περίμενα ποτέ όσα έγιναν..
ΠΑΥΛΟΣ.Ο Καμαλ θα φύγει. Θα ξαναμείνουμε οι δυο μας .Σώσαμε τον γάμο μας .Ίσως. Πως όμως θα ζήσουμε η Λουΐζα κι εγώ τώρα πια? Η απουσία και μόνο του νεαρού δεν σβήνει την συνείδηση του ότι και οι δυο ποθήσαμε κάποιον έξω από εμάς ,ένα ζευγάρι ξένα μάτια και μάλιστα του ίδιου ανθρώπου.
Δυο μάτια απ την Ανατολή, μα εμείς σε νύχτα






ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ "ΑΡΙΑ(Από τον καιρό της καραντίνας)"

Πίνακας - Γιώργος Κωνσταντινίδης 

Σε ένα στενό μπαλκόνι που βγαίνει μισό μέτρο από τον τοίχο στέκει μια γυναίκα στο σούρουπο. Φορά ένα απλό ριχτό φόρεμα και έχει τα μαλλιά της μαζεμένα πρόχειρα. Στο πλάι της ένα τετράχρονο αγόρι κρατάει ένα ηχείο από όπου ακούγεται μια συμφωνική ορχήστρα να παίζει ένα βαλς. Η γυναίκα στρέφεται προς το παιδί και σιγουρεύεται ότι κρατά σωστά το ηχείο και γυρίζει ένα κουμπί που αυξάνει την ένταση. Στρέφεται προς τα μπροστά της, παίρνει βαθιά ανάσα και αρχίζει να τραγουδάει μια γνωστή άρια μιας όπερας. Η φωνή της υψώνεται μέσα την υγρή ατμόσφαιρα του Μαρτίου και κατρακυλάει προς τους 10 ορόφους κάτω απ το μπαλκόνι της μα και προς τις άλλες πολυκατοικίες μπροστά της.
Όσο το λεπτό της σώμα κρέμεται σ αυτή την λουρίδα του μπαλκονιού, η φωνή της που πάλλεται γεμίζει τον αέρα .Ακούγονται φωνές και παλαμάκια από τα απέναντι μπαλκόνια, λες και προσπαθούν να αγκαλιαστούνε με αυτήν την άρια, τώρα που τα χέρια δεν αγγίζουν άλλα χέρια .
Το σούρουπο που βαθαίνει ξεβάφει το χρώμα από όλη την συνοικία, μόνο η σοπράνο φωνή τυλίγει την ατμόσφαιρα μαζί με τις επιδοκιμασίες των γειτόνων στα μπαλκόνια τους.
Το αγόρι κρατώντας το ηχείο κοιτάζει την μαμά του.
Σε μια στιγμή, το μπαλκόνι ξεκολλάει απ τον τοίχο και ενώ η γυναίκα εξακολουθεί να τραγουδάει Βέρντι, πετάει σαν ιπτάμενο χαλί πάνω από το Μιλάνο και ύστερα πάνω από την Ιταλία και η μουσική βρέχει όλη την γη.
Το παιδί έχει αφήσει το ηχείο κάτω και έχει αρχίσει να κλαίει .
Η μητέρα του σταματάει το τραγούδι ,και το παίρνει αγκαλιά.
‘’Τι έπαθες’’,το ρωτάει καθώς ανοίγει την μπαλκονόπορτα για να μπούνε μέσα.










ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ "ΤΟ ΜΑΤΙ" Διήγημα

Πίνακας - Γιώργος Κωνσταντινίδης 

Καθώς κατέβαινε τις αυτόματες σκάλες του Μετρό,ο εξηντάρης κύριος με το ψάθινο καπελάκι τα σανδάλια κ το μπλε σορτς,είχε το κινητό στα δυο του χέρια κ τράβαγε  αδιάκοπα φωτογραφίες τα πόδια, αντρικά κ γυναικεία, που προπορεύονταν μπροστά του.Στην αφετηρία το έκλεισε για λίγο,βρήκε μια θέση να ακουμπήσει στον τοίχο και το ξαναπήρε στα χέρια. Πρώτα εστιάστηκε στους ανθρώπους που περίμεναν στην απέναντι από τις ράγες πλευρά . Κάτω  από την επιγραφή Περιστέρι ήσαν καθιστά έξι άτομα. Εκανε ζουμ κ τους φωτογράφησε. ύστερα στράφηκε προς τους μελλοντικούς επιβάτες στην δική του πλευρά.  Με το τετράγωνο της κάμερας έφτιαχνε κάδρα σε κοντινά η μακρινά πλάνα,με πολλοίς η λίγους ανθρώπους, γνωστούς η άγνωστους μεταξύ τους. Ανθρώπους που τους συνέδεε η αναμονή της μετακίνησης από το εδώ σε κάποιο εκεί ενός προορισμοί.

Σε λίγο το μετρό έφθασε κι επιβιβάστηκε μαζί με πολύ κόσμο. Ορθιος σε μια γωνιά έβγαλε το κινητό του ξανά κ άρχισε να φωτογραφίζει ανθρώπους   των οποίων  η αύρα τον άγγιζε σχεδόν. Ενοιωσε ότι κλέβει την εικόνα τους,ότι μπαίνει στον προσωπικό χώρο ξένων ,κ προσπάθησε να το κάνει όσο κρυφά γίνεται

Κάποια κυρία σηκώθηκε κ κάθισε αυτός στην θέση της. Τώρα η λεία του ήταν σε απόσταση αναπνοής. Κάνοντας ότι διαβάζει μηνύματα,όπως κάνουν όλοι,άρχιζε να εστιάζει το μάτι της κάμερας στις κυρίες απέναντι του,σ ένα νέο που στεκόταν όρθιος πιο πίσω,σε ό τι υπήρχε δεξιά κ αριστερά του. Υστερα έκλεισε το κινητό κ το έβαλε στην τσέπη του.

Σε μια στιγμή βλέπει έναν νεαρό με μούσι να έρχεται από την πίσω μεριά κ να πλησιάζει τον νέο μπροστά του κ να του λέει κάτι. Σαν χαστούκι του έρχεται η υποψία ότι ο πρώτος λέει στον δεύτερο  ότι τον είδε να τον τραβάει φωτογραφίες. Κρύος ιδρώτας τον λούζει και λουφάζει στην θέση του προσπαθώντας να χαλιναγωγήσει τα αισθήματά του.

Ο ‘’καταδότης’’νεαρός έρχεται σε λίγο και ακουμπάει στο τζάμι με την πλάτη γυρισμένη στον κύριο ο οποίος προς στιγμήν ανακουφίζεται. Σε λίγο ο συρμός σταματάει στην επόμενη στάση και ο νέος αποβιβάζεται .Πριν όμως προλάβει ο φωτογράφος να πει’’ ουφ’’,ο νέος του χτυπάει απ έξω, με την παλάμη άγρια το τζάμι του παράθυρου κάνοντας την κίνηση του δεξιού χεριού που συμβολίζει αυνανισμό. Σε δευτερόλεπτα έχει βάλει το κεφάλι του στην πόρτα  πριν κλείσει και αρχίζει να φωνάζει προς όλους τους επιβάτες  ότι…’’Να,αυτός ο ανώμαλος,με έπαιρνε φωτογραφίες,εμένα,έναν άλλο νεαρό  ,μια κυρία, κ άλλους,για να κάνει μάτι…ο ανώμαλος..!’’
   
Η πόρτα κλείνει σε δευτερόλεπτα και ο συρμός αναχωρεί βιαστικά. Ο κύριος είναι αλαλος και κοιτάζει γύρο του προσπαθώντας να κρύψει την ταραχή του. Μέσα του έχει πέσει βαριά μια καταδίκη από ένα πόρισμα στο όποιο δεν έχει να αντιτάξει τίποτε. Αλλωστε,ποιοι τον δικάζουν?

Πριν την επόμενη στάση,ένας άντρας σηκώνεται απ την θέση του και τον περιεργάζεται με καχύποπτο ύφος .Σε λίγο, σηκώνεται και η γυναίκα του που κι αυτή τον κοιτάζει με περιέργεια και ανταλλάσσει με τον άντρα της βλέμματα και κάποιο ειρωνικό χαμόγελο.

Η έκθεση ζωγραφικής του Σπύρου Κορωναίου ,είναι γεμάτη κόσμο. Μια λαμπερή Κολωνακιώτικη γκαλλερί, στεγάζει τα λάδια και ακρυλικά της τελευταίας δουλειάς του γνωστού εικαστικού..Οι δημοσιογράφοι του παίρνουν συνέντευξη ενώ ένας τεχνοκριτικός αναλύει σε μαθήτριες κ μαθητές τα σημαινόμενα που είναι δυσπρόσιτα σε ένα μη έμπειρο μάτι.

‘’Φιγούρες που ενώ κάθονται ή στέκονται δίπλα δίπλα,είναι βυθισμένες η κάθε μια στον δικό τους κόσμο. Το βλέμμα του κάθε ανθρώπου απλανές,και ενώ τα άκρα τους σχεδόν αγγίζονται,δεν έχουν καμμία επαφή ο ένας με τον άλλο.Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι είναι άγνωστοι μεταξύ τους,που περιμένουν κάτι σε ένα κοινό χώρο αναμονής. Ομως ο ζωγράφος δεν προδίδει το’’ που’’, παρά περιβάλλει τα σώματα με ένα κοκκινωπό χρώμα που η θέρμη του είναι σε αντίθεση με την αποξένωση που αποπνέουν οι φιγούρες και οι εκφράσεις τους,και σηματοδοτεί έναν ουτοπικό χώρο. Μόνο σε ένα πίνακα για άγνωστο λόγο,εδώ που σας δείχνω, τοποθετεί αυτόν το νεαρό ολόγυμνο σε βαγόνι του μετρό, να ακουμπά τα αχαμνά του,ενώ οι συνεπιβάτες του όλοι ντυμένοι, δεν στρέφουν το μάτι τους καθόλου προς αυτόν και την γύμνια του..’’