Ο Αποστόλης
Βαριά η μοναξιά. Βαρύς ο χειμώνας.
Να περιμένω την άνοιξη μήπως;
Τα ’φερνα έτσι στο μυαλό μου, τα ’φερνα αλλιώς, δε μου ’βγαινε το σχέδιο. Δύσκολα. Με τον καιρό τα πράματα πάντα δύσκολα τα ’βρισκα. Και το χειρότερο; Χριστούγεννα! Φτάναν! Μπήκε Δεκέμβρης.
Αλλιώτικος. Πόσο αλλιώτικος! Η Ελένη θα ’χε κιόλας φτιάξει δέντρο.
Φυσικά και θα είχε. Απ’ τους πρώτους αγοράζαμε δέντρο. Μόλις βλέπαμε τα έλατα στις πλατείες ή σ’ εκείνα τα φαρδέματα των δρόμων να περιμένουν τους επίδοξους αγοραστές, βγαίναμε στη γύρα. Ρωτάγαμε εδώ, ρωτάγαμε εκεί ύψος-τιμή απ’ το πρώτο Σαββατοκύριακο κιόλας. Αρχίζαμε την Παρασκευή. Μέχρι το Σάββατο το μεσημέρι είχαμε διαλέξει το δέντρο μας, όπως το ’θέλαμε. Το φορτώναμε στη σχάρα του COROLLA και βουρ για το σαλόνι μας.
Εκεί το στήναμε. Ψηλό. Πολύ! Έναν αέρα απ’ το ταβάνι ίσα-ίσα για το αστέρι. Το Σάββατο το βράδυ έτοιμο! «Σαν τη νύφη στολισμένο, στο σαλόνι τ’ ανοιχτό… »! Κι αυτό κι άλλα τέτοια και διαφορετικά τραγούδια βάζαμε να παίζουν την ώρα που στολίζαμε. Η απόλυτη χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα!
Πολύ το πρόσεχε η Ελένη μου αυτό. Από τότε που της είχα εμπιστευτεί το ανεκπλήρωτο παιδικό μου όνειρο για «ευτυχισμένα Χριστούγεννα», άλλο δεν έκανε. «Εγώ θα στα χαρίσω», μου είπε. Και κάθε χρόνο, οχτώ στη σειρά, συνεπέστατη.
Αλλά αυτό δεν ήταν τίποτα. Το πιο πολύ ήταν που με έβαζε να γράφω και γράμμα στον Άη-Βασίλη. Ναι! Και όμως! Το γράμμα τ’ άφηνα στο δέντρο. Το ’κρυβα στα κλαριά. Ανάμεσα σε παιχνίδια και κορδέλλες. Αυτή έψαχνε διακριτικά, το διάβαζε και τ’ άφηνε εκεί. Κι ό, τι ζητούσα το ’χα. Ό, τι ζητούσα!
Κι αυτή… αυτή τη φορά δεν το άνοιξε. Δεν το διάβασε. Και την παραμονή των Χριστουγέννων το ’κανε κομμάτια. Και τα κομμάτια τ’ άφησε πλάι στη φάτνη. Κι έφυγε.
Άδειασε το σπίτι. Άδειασε κι η ζωή μου.
Πήρα βουβός, με τα πόδια ζωσμένα απ’ το φόβο, τα δάκρυα σταματημένα, πήρα όλα εκείνα τα κομμάτια κι άρχισα να διαβάζω τις σπασμένες φράσεις. Σκόρπιες οι λέξεις. Τις κοιτούσα. Ανίχνευα τη σειρά τους. Μια στρεφόμουν στα χαρτιά, μια στο βάθος μου. Το παζλ της ζωής μου ήταν μπροστά μου, μες στα χέρια μου. Στην απόλυτη αποσύνθεση. Είχα όλα τα κομμάτια. Έτσι έδειχνε δηλαδή. Μου διέφευγε όμως εκείνο το ένα, που μου χρειαζόταν για να κάνω την αρχή.
Έψαχνα σαν τρελός. Ούτε ήξερα τι έψαχνα, αλλά έψαχνα. Απ’ τη βιασύνη μου τ’ άρπαξα κάποια στιγμή και με τις δυο μου χούφτες και πήγα να τ’ ακουμπήσω στο τραπεζάκι του σαλονιού. Βρήκα το χώρο μικρό, τα βούτηξα και πήγα στο μεγάλο τραπέζι που τρώγαμε, όταν είχαμε φίλους ή τις μέρες τις καλές οι δυο μας.
Τ’ άπλωσα με τεντωμένα τα δάχτυλα της δεξιάς παλάμης με δυνατές κινήσεις αριστερά-δεξιά, όπως κάνουμε, όταν προσπαθούμε να καθαρίσουμε το σκονισμένο παγκάκι για να κάτσουμε, γιατί τα πόδια μας δε μας κρατάνε άλλο. Ή όπως κάνουμε, όταν προσπαθούμε να καθαρίσουμε το τζάμι του αυτοκινήτου, όταν θολώνει. Ή όπως, όταν ψάχνεις το χαρτί στη σκορπισμένη τράπουλα για να ρίξεις να σου μιλήσει για το τι μέλλει γενέσθαι.
Τώρα που το σκέφτομαι για «καλό χαρτί» έψαχνα μάλλον. Κι ας μην ήξερα ποιο ήταν.
Σωρό οι σπασμένες λέξεις…
Βουβός. Στάθηκα βουβός.
Στο μεταξύ, στο μυαλό μου άρχισαν να γυρνάνε διάφορες φράσεις. Γνώσεις δεδομένες. «Τα λόγια είναι περιττά» και κάτι ανάλογα. Εγώ ξέρω απλώς ότι τα λόγια είχαν τελειώσει. Ξαφνικά είχαν τελειώσει. Έκρυψα το πρόσωπό μου με τα χέρια μου με μια κίνηση απελπισίας. Απόγνωσης. Και τα δάκρυα είχαν τελειώσει.
Ωραία!
Και τώρα; Τι θα ’κανα τώρα; Έσκαγα. Και πονούσα. Τα χέρια μου ανέβηκαν στα μαλλιά μου κι άρχισαν να κινούνται σαν τσατσάρα βιαστική κι αγχωμένη. Και είδα ότι βημάτιζα. Πέρα-δώθε… Η απόγνωση σ’ όλο της το μεγαλείο!
Την είχα χάσει.
Αυτό ήταν. Αυτό είχε γίνει. Αυτό έπαθα. Μου ’φυγε.
Έφυγε…
Πήγα στο μπάνιο. Στάθηκα μπροστά στον καθρέφτη. Και μου ’ριξα την πιο αυστηρή ματιά που έχω. Δεν την άντεξα. Δεν άντεξα το επικριτικό μου βλέμμα. Κοίταξα χαμηλά. Άνοιξα τη βρύση κι άρχισα με τις χούφτες μου ν’ αδειάζω κρύο νερό στο πρόσωπό μου. Έσκαγα. Ακόμα έσκαγα. Μέχρι που κατάλαβα ότι έκλαιγα. Και ξανάχωσα τα απελπισμένα μου δάχτυλα στα μαλλιά μου προσπαθώντας να τακτοποιήσω τα μυαλά μου. Τι έκανα ο τρελλός; Τι είχα κάνει, Θε μου; Την έχασα. Είχα στρωμένη την μπάλλα, το γήπεδο δικό μου και γκολ δεν έβαλα. Εγώ, που περηφανευόμουνα για τις επιδόσεις μου στο ποδόσφαιρο. Είχα να το λέω. Δεν παίζομαι. Είμαι ο καλύτερος. Κολοκύθια! Πότε ήμουνα ο καλύτερος;
Καλά τα κατάφερα! Μπράβο μου! Κι εκεί πάνω στη διαπίστωση ένιωσα τον απόλυτο φόβο. Τα πόδια μου και το στομάχι μου έχασαν τη θέση τους. Εξεταστίτιδα! Έτσι το λέγαμε στο σχολείο. Πραχτικά; Το αίσθημα που προκύπτει, όταν ξέρεις ότι ακολουθεί μια μεγάλη και δύσκολη φάση με άγνωστη έκβαση και απροσδόκητες εξελίξεις, τις οποίες θα ζήσεις, θα αντιμετωπίσεις ― αδιάφορο, αν αντέχεις, αν θες, αν στο κάτω-κάτω τα βγάλεις πέρα.
Τι έκανα; Ότι και στο σχολείο. Είπα· μεγάλε, την πάτησες! Δρόμο κατά πίσω δεν έχει. Κανόνισε την πορεία σου.
Σκέψη πρώτη: Να τρέξω πίσω της!
Ανόητη σκέψη! Να πάω πού; Μήπως την είδα να φεύγει; Μήπως
μου ’πε; Είχα κάποια ιδέα, έστω; Τίποτα! Σκοτάδι. Βαθύ, πυκνό κι αδιαπέραστο.
Επομένως; Αλλαγή πορείας!
Σκέψη δεύτερη: Να σκεφτώ!
Τελικά μόνο αυτό είχα. Να σκεφτώ έπρεπε. Μου ’φυγε. Γιατί μου ’φυγε έπρεπε να βρω. Η αιτία θα ’ταν μια αρχή. Λογικά θα με οδηγούσε κοντά της.
Κοντά της; Κοντά της είπα; Έψαχνα πού είναι. Πώς θα βρεθώ κοντά της. Ε! Ήμουνα τρελός. Ήμουν απαράδεκτος. Κοντά μου δεν την είχα; Την είχα. Αλλά… δεν την είχα. Ή , πιο σωστά, δεν ήμουνα εκεί. Αυτή ήταν. Εγώ έλειπα. Αλλά δεν το ’ξερα. Το κλασικό. Το κορμί παρόν απόντος του πνεύματος, και φυσικά, απούσης της ψυχής.
Η Ελένη
Το τελευταίο γράμμα ήταν και το πιο απαιτητικό. Σαν κι αυτό που φτιάχνουν τα μοναχοπαίδια. Τα ’θελε όλα. Τα ζητούσε όλα.
Ίσως γιατί φοβόταν ότι θα τα ’χανε όλα. Κι εμένα μαζί.
Κι έγραψε… και τι δεν έγραψε μέσα!
Και ζήτησε… και τι δε ζήτησε!
Πώς λέμε το alter ego του; Να είμαι μαζί του. Γύρω του. Παντού.
Μαζί του δεν ήμουνα; Έλα, Θεέ και Κύριε! Τίποτ’ άλλο δεν έκανα όλη μέρα! Να σκέφτομαι πώς θα του δίνω χαρά. Τι φαΐ να του ετοιμάσω, τι γλυκάκι να πάρω για το καφεδάκι του, τι καφεδάκι να ψήσω, ποιο σινεμαδάκι να του προτείνω να πάμε… ατελείωτος ο κατάλογος με τα προβλεπόμενα «θέλω» του Αποστολάκη μου.
Δεν μπορώ να πω. Στην αρχή, για κανά δυο χρόνια δηλαδή, απολάμβανε τις υπηρεσίες μου. Γιατί υπηρεσίες καταλήξαν οι φροντίδες μου. Αλλά χωρίς φιλοδώρημα. Κάνει διαφορά, όπως και να ’χει. Κατέληξα να είμαι υποχρεωμένη για τα πάντα. Κι ο Αποστολάκος μου; Στην γκρίνια. Δεν άνοιγε ο σταυρός του με τίποτα!
Γύρναγε απ’ τη δουλειά… του Αμιλήτου! Κάθε μέρα. Όλη μέρα. Τίποτα δεν του ’δινε χαρά. Και γκρινιάρης, όπου μπορούσε να στήσει ιστορία. Βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου… τι έχεις; Τι τρέχει;
Αποστολάκο μου! Μες στη γλύκα εγώ. Τα κατάφερα με τον τρόπο μου να φταίω για όλα. Του ’δινα την πρόφαση έτοιμη. Δε χρειαζόταν να ψάξει αλλού. Και φυσικά δε χρειαζόταν να αναρωτηθεί για τίποτα.
―Σ’ αρέσουν, Αποστόλη, τα μπιφτέκια;
Τι να ’λεγα; Αφού έβλεπα ότι δεν του άρεσαν. Άσχετα που κάποτε ξετρελλαινόταν. Στην αρχή στις παρόμοιες ερωτήσεις μου, κάτι μουρμούραγε. Ούτε ξέρω τι. Απαλλακτικό ακουγόταν. Έλεγα, εντάξει. Με τον καιρό περάσαμε στις αναλύσεις. Κάτι έπρεπε να πει για να δικαιολογήσει τη θέση του. Κι έφτασε να γίνει τιμητής των πάντων. Υπήρχα πια μόνο για να δούμε τι λάθος θα κάνω και μετά ν’ αρχίσει η δίκη και ακολούθως η απαξία. Εγώ εκεί. Σταθερή. Στου κύρη μου τα γούστα αφοσιωμένη. Να ψάχνω τι θα τον έκανε ευτυχισμένο. Μου διέφευγε το τραγουδάκι που λέει για τον άντρα που είναι από μόνος του φτιαγμένος. Μπορεί και να μην είχε ακόμα γραφτεί. Ποιος ξέρει; Άλλα κι άλλα μου ξέφυγαν. Τι να λέει ένα στιχάκι;
Τελικά χρειάστηκε να περάσουν οχτώ χρόνια για να πάρω απόφαση ότι η περίπτωσή του ήταν ανίατη. Έτσι θα αποφαινόμουν, αν ήμουν γιατρός. Αλλά δεν ήμουν παρά μια τυφλωμένη από έρωτα γυναίκα, που τρόμαξε να δει ότι είχε καταλήξει να είναι η μαμά ενός μεγάλου παιδιού που το είχε κακομάθει κιόλας.
Κι αποφάσισα να κάνω ότι μια σωστή μάνα. Να γίνω αυστηρή για να συνετίσω το τέρας του εγωισμού του που το είχα ταΐσει με τα ίδια μου τα χέρια. Και τι έκανα η αθεόφοβη; Ό, τι και οι μανούλες. Τον τιμώρησα. Με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο. Στερώντας του το χριστουγεννιάτικο δώρο του. Εννοώ, εκείνο που φέρνει ο Άη-Βασίλης. Ναι! Όπως το ακούτε! Του έφερνε δώρο ο Άγιος. Το ’χα κανονίσει κι αυτό. Μόνο απ’ την καμινάδα δεν είχα μπει για το χατήρι του. Όχι γιατί ήμουνα χοντρή. Τζάκι δεν είχαμε! Αυτό το δώρο δεν του το είχε φέρει ο Άγιος. Λυπόταν εμένα που δεν μπορούσα να κουβαλάω και ξύλα.
Για να είμαι ειλικρινής, όλα αυτά τα χρόνια μάλλον δεν είχα τίποτα καλύτερο να κάνω. Έπαιζα τις κούκλες. Η κούκλα μου ήταν. Μάλλον θα φταίει που δεν έπαιξα αρκετά όσο ήμουνα μικρή.
Τότε δεν είχαν πλάκα, γιατί τις έβρισκα ψεύτικες. Έλειπε η ζωντάνια απ’ το παιχνίδι. Μετά που ζωντάνεψε η κούκλα, και τη λέγανε κι Απόστολο, ζόρισα. Δεν άντεξα.
Ίσως να μην ήταν το παιχνίδι που μου ταίριαζε, αφού κι έτσι κι αλλιώς κόλλησε το πράγμα.
Παραμονή Πρωτοχρονιάς έφυγα απ’ το σπίτι μας. Και απ’ το γάμο μας. Υπήρχε κι άλλος ένας λόγος που διάλεξα να είναι αυτή η μέρα. Ήθελα να του πω ακόμα πως το μεγαλύτερο δώρο που θα είχε πάρει ποτέ, θα ’ταν η φυγή μου. Θα γλίτωνε από μένα χαλαρά. Πώς το λένε; Χωρίς ν’ ανοίξει ρουθούνι. Ούτε φωνές ούτε καβγάδες. Πανικός γινόταν σ’ άλλα σπίτια για κάτι που γίνεται τόσο απλά· ανοίγεις την πόρτα και φεύγεις. Μεγάλοι άνθρωποι είμαστε.
Έτσι ένιωσα, έτσι έκανα. Και γλίτωσα. Κάτι φορές βέβαια, τον θυμάμαι. Τώρα, παραμονές… δεν κάνω τίποτ’ άλλο. Ιδιαίτερες μέρες. Τι να λέμε; Μπήκε στο πετσί μου όλη αυτή η ιστορία με τα στολίσματα και το γράμμα στον Άγιο και μου λείπει. Το ζούσα αληθινά κι εγώ. Πιο πολύ απ’ ό, τι παιδί. Μπορεί επειδή ανέλαβα εγώ να δώσω χαρά σαν αυτή που έπαιρνα. Όταν το σκέφτηκα, ούτε κατ’ ιδέαν δεν είχα διανοηθεί πόσο καλό θα ’κανε στο χαρακτήρα μου. Ούτε λίγο ούτε πολύ είχα αναλάβει να κάνω τα όνειρα ενός ανθρώπου πραγματικότητα. Πού στράβωσε η δουλειά, ακόμα το ψάχνω.
Μήπως οι άνθρωποι πρέπει μόνοι τους να πραγματοποιούν τα όνειρά τους; Και τότε, ποιος είναι ο ρόλος της νεράιδας στα παραμύθια; Για να μαθαίνουν στα παιδιά τη ζωή δεν τα διαβάζουν οι μεγάλοι;
Είχα θελήσει να κάνω ότι κι οι καλές νεράιδες και, όταν απέτυχα, έκανα ό, τι και οι κακές; Έτσι θα ’ναι. Σύγχυση ρόλων, θα έλεγαν οι ψυχολόγοι.
Μαντάρα τα ’κανες, θα ’λεγε κι ο τελευταίος άσχετος.
Αν ήταν να γεννηθώ νεράιδα, θα είχα γεννηθεί. Μια γυναίκα είμαι. Μια γυναίκα και μόνο. Και ήθελα έναν άντρα να τον αγαπάω, να τονε φροντίζω, να ’ναι το μωρό μου, όπως λένε τα τραγούδια, αδερφέ…
Πού στράβωσε η δουλειά; Πού στράβωσε; Να ’ξερα! Μόνο να ’ξερα!
Ο Αποστόλης
Όσο τα σκέφτομαι, ένα βρίσκω πως μου μένει να κάνω. Τώρα είναι που πρέπει να γράψω γράμμα στον Άγιο. Μόνο αυτός μπορεί να με ξεμπλέξει, έτσι που τα ’κανα.
Και τι να του ζητήσω; Μα την Ελενίτσα μου φυσικά. Μόνο αυτό! Αλλά στο βάθος ξέρω ότι αυτό είναι όλα. Και το κακό είναι πως δεν είμαι πια παιδί. Κι αυτό άργησα να το μάθω. Και δεν έχω και την Ελένη μου να μου πει μπράβο.
Άργησα. Πολύ άργησα που να πάρει!
Εδώ που τα λέμε, έπαψα να ’μαι παιδί. Αλλά, άντρας έγινα; Ιδού η απορία! Δε βγαίνει τίποτα με διακηρύξεις και δηλώσεις. Πάλι αυτό κάνω. Το παραδέχομαι. Κι αν πράγματι μεγάλωσα, πρέπει να πάρω τα μούτρα μου και να πάω να την βρω. Σοκαρίστηκα, όταν έσκασε μύτη ο κύριος δικηγόρος για το διαζύγιο, αλλά την βρήκα. Τώρα ξέρω πού είναι. Δεν έχω παρά να ζητήσω συνάντηση και να της αποδείξω ότι άλλαξα.
Δεν είναι κι εύκολο. Οι άνθρωποι δεν αλλάζουν. Όλοι το λένε. Όλοι το ξέρουν. Κι εγώ το ξέρω.
Εγώ όμως δεν είμαι σαν τους άλλους. Έμαθα τι είναι αγάπη. Έμαθα; Εύκολο είναι; Την γεύτηκα. Ήμουν τυχερός και την γνώρισα. Να την έμαθα… μάλλον όχι! Τώρα που την έχασα, έμαθα τι έχασα. Απλώς έμαθα τι έχασα. Και ούτε. Σχετικός είμαι! Είμαι! Και αυτό θέλω ν’ αποδείξω στην Ελένη μου. Ότι θα την μάθω καλύτερα. Μ’ αυτήν την έννοια, μπορώ ν’ αλλάξω. Εξάλλου, αυτό δεν έλεγαν οι καθηγητές στη μάνα μου χρόνια και χρόνια; Αν μελετήσει, έχει περιθώρια βελτιώσεως. Και το πίστευε κι αυτή και την γλίτωνα εγώ. Περιθώρια είναι αυτά. Αντιμετωπιζόταν η περίπτωσή μου. Άλλο που δεν έγινε ποτέ. Έφταιγα όμως. Δεν κούνησα ούτε το δαχτυλάκι μου για να βελτιωθώ. Μα τώρα είναι αλλιώς. Μελετάω την περίπτωσή μου. Ένα χρόνο τώρα. Δεν μπορεί. Κάτι θα έμαθα. Αλλά δεν είναι εδώ η Ελενίτσα μου για να το διαπιστώσει.
Πρέπει να την πείσω να συναντηθούμε. Πρέπει…