ΕΛΕΝΗ ΛΟΥΚΑ "Όσο υπήρχες"

 

Όσο υπήρχες

 

Στην όψη σου πάντα ο ήλιος γελούσε

το γκρίζο μιας μέρας περνούσε

χαμόγελα μόνο σκορπούσε

η πηγή της ψυχής σου αστείρευτη αγάπη γεννούσε

 

Όσο υπήρχες το φως της ζωής μου ήσουν εσύ

όσο ήσουν κοντά μου φτερά στην καρδιά μου φορούσα στη γη

η ψυχή μου είχε στόμα ,φωνή

να μιλήσει μπορούσε γιατί

η αγάπη νικούσε

και ο κόσμος μου είχε πνοή

 

Στα μάτια σου μόνο η φύση γελούσε

η πίκρα και ο πόνος περνούσε

το φως τις σκιές απωθούσε

 την ορμή της χαράς η καρδιά οδηγούσε

 


Η φωτογραφία είναι από https://mindworks.org/









ΑΝΝΑ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ - ΤΣΙΟΥΛΠΑ "Νίκος Καζαντζάκης «Ο Ανήφορος» Μια κριτική ματιά στο βιβλίο που γράφτηκε στα 1946 και εκδόθηκε τον Οκτώβριο του 2022"

 

Νίκος Καζαντζάκης  «Ο Ανήφορος»

Μια κριτική ματιά στο βιβλίο που γράφτηκε στα 1946 και εκδόθηκε τον Οκτώβριο του 2022

Μια θεώρηση ζωής και ένα μυθιστόρημα όπου με τη μυθοπλαστική φαντασία, του Νίκου Καζαντζάκη και τις εμπειρίες από τα ταξίδια του, αναπτύσσεται ένας έντονος προβληματισμός σχετικά με το πνεύμα που πρέπει να νικήσει την ύλη, για να σωθεί η ανθρωπότητα. Οραματίζεται -και μας καθιστά κοινωνούς τού οράματός του- μια εποχή επική, με αγώνες αδιάλειπτους και ιχνογραφεί κατά κάποιον τρόπο την πορεία προς την επίτευξη του στόχου, χωρίς εφησυχασμό. Η έκδοση του παρόντος βιβλίου αποτελεί εκδοτικό άθλο και άλλη μια ευκαιρία να γνωρίσει ο αναγνώστης τον ανθρωπιστή, που ταξίδεψε αλλά ποτέ δεν ξέχασε την Κρήτη, την Ελλάδα. Φαίνεται πως ο Ν. Καζαντζάκης αναζητούσε την τελειότητα πιστεύοντας στις δυνατότητες του ανθρώπου με προμετωπίδα: Το χρέος του ανθρώπου είναι να πολεμά για το καλό.

Το μυθιστόρημα γράφτηκε μετά το τέλος του Β ’παγκοσμίου πολέμου στα 1946 και ενώ μαινόταν ο εμφύλιος, σε απόσταση από την Ελλάδα, σαν ο συγγραφέας να ήθελε απερίσπαστος να δει καθαρότερα τα πράγματα, σα να ήθελε να γίνει ξεκάθαρος, μέσω της γραφής, στην εικόνα του, απέναντι στους πνευματικούς ανθρώπους και στους πολιτικούς και να αποκρυσταλλωθεί σε τούτο το  έργο το χρέος!

 Ο αντίκτυπος κάθε πολέμου προκαλεί απογοήτευση αλλά και πρόκληση  για το τι σημαίνει πολιτική σκοπιμότητα. Μέσα σε μια ρευστή κοινωνική πραγματικότητα η ενάργεια του καθαρού γραπτού λόγου όπως τούτος του Ν.Καζαντζάκη κάνει τον αναγνώστη να θέλει, σχεδόν ασθματικά, να φτάσει στο τέλος, αλλά όχι. Τούτο το έργο έχει ενδιαφέρον στις λεπτομέρειες τις οποίες οφείλει να εντοπίσει και να μελετήσει ένας επαρκής τουλάχιστον αναγνώστης, επαρκής σε αντιπαραβολή με τον μηχανικό αναγνώστη που απλώς γυρίζει σελίδες βιβλίων που ανήκουν στα ευπώλητα.

Μέσα στις ανησυχίες του Κοσμά-Ν.Καζαντζάκη, διακρίνει ο αναγνώστης την επιμονή του να ταξιδέψει για να γνωρίσει από κοντά επιφανείς ανθρώπους του πνεύματος, που όμως, όταν τους γνωρίζει, μάλλον ξυπνά το θηρίο μέσα του, του αγώνα όχι όπως αυτάρεσκα κάποιοι ποιητές και λογοτέχνες περιγράφουν αλλά μέσω οργανώσεων με παγκόσμια εμβέλεια. Γιατί, δεν ωφελεί να σωθούν οι λίγοι αλλά η ανθρωπότητα. Να ξαναχτιστεί ο κόσμος!

«Η ευθύνη του πνευματικού ανθρώπου είναι μεγάλη, εξακολούθησε ο Κοσμάς. Γιατί τυφλά τα πάθη, αλληλοσυγκρούονται οι επιθυμίες, τρομαχτικές είναι οι υλικές δυνάμεις που έθεσε ο νους στα χέρια του ανθρώπου κι από τη χρησιμοποίησή τους  τους εξαρτάται  ο χαμός ή η σωτηρία του ανθρώπινου γένους.»σελ168

Ο Καζαντζάκης, μετεωρίζεται ανάμεσα σε μια πνευματική ανατολή που την αναμένει εναγωνίως και σε ένα δειλινό που δεν έχει τέλος για τούτο και ανηφορίζει, εκπατρίζεται μέχρι  το θάνατό του το 1957.

Πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα που ήδη γνωρίζουμε θα συναντήσουμε εδώ με  τον ίδιο να συμμετέχει με πάθος ερευνητικό, ιδεολογικό, προβληματισμού, στις περιπέτειες του βασικού ήρωα του Κοσμά, χωρίς να ανατρέπει την αντικειμενικότητα, που υπαγορεύει η ελευθερία, η οποία απαιτεί γνώση και κατανόηση.

Αναζητά ο Ν. Καζαντζάκης, από την αρχή ως το τέλος την απάντηση σε ένα «γιατί» που την εικάζει αλλά είναι πολύ δύσκολο να πείσει τους άλλους να συμπορευθούν. Κάτω από αυτές τις συνθήκες η σκιά των απόντων, εδώ  ο Καπετάν Μιχάλης, ο ετοιμοθάνατος παππούς Σήφακας με την έντονη παρουσία τους, αλλά και η Νοεμή φαίνεται ότι  δεν είχαν χρόνο για πολυτέλειες και οι επιλογές τους ήταν αυστηρές στη σκιά ενός μόνιμου αγώνα για επιβίωση αλλά και διάσωση του πολιτισμού, κάτι που φαίνεται στον αγώνα του Κοσμά. Υπό το πρίσμα τούτο, αντιλαμβάνεται κανείς πόσο πυκνός γίνεται ο λόγος, με τον οποίο καταθέτει τις ιδέες του ο συγγραφέας αφήνοντας πολλά να τα σκεφτεί ο αναγνώστης.

Όλες οι ιδέες οργανώνονται γύρω από την έννοια του χρέους. Χρωστάς στη πατρίδα σου ,στα παιδιά σου και στον πολιτισμό να αγωνιστείς για το πνεύμα ,για το υγιές πνεύμα και όχι για την ύλη. Ο συγγραφέας σε προσανατολίζει σε μια κατεύθυνση με τρόπο ευρηματικό, υπαινίσσεται πολλά, χωρίς να σε ποδηγετεί και σε καλεί έμμεσα, να ανιχνεύσεις πέρα από τις φανερές ιδέες και τους υπαινιγμούς. Μέσα του ενυπάρχουν και για τούτο στο έργο του συνυπάρχουν, φιλοσοφία, διανόηση, θρησκεία, πατρίδα, ζωή, μόνο που η πατρίδα η Κρήτη-όπως την ανέδειξαν ο Όμηρος, ο Πλούταρχος, ο Ηρόδοτος, ο Παυσανίας - υπερέχει πάντων. Άλλωστε ο ίδιος δήλωνε ακρίτας, με το σκεπτικό ότι το νησί έχει να επιδείξει ιδιαίτερη ζωτικότητα στην Ανατολή και στη Δύση και γεωγραφικά αποτελεί μιαν άκρη της Ελλάδας. Ο Ν.Καζαντζάκης νιώθοντας το νόστο αλλά και επιδιώκοντας τη συνεχή αναχώρηση, τη φυγήθα πει:«Καλή είν’ η Κρήτη, μα για να παίρνεις φόρα». Δεν του είναι δηλαδήαρκετό να περιγράψει τόπους, δεν τον ενδιαφέρει να βάλει τα τοπία στη θέση των ηρώων, θέλει να βυθιστεί στην ανησυχία του καιρού του καθώς το ταξίδι αποτελεί επιτακτική εσωτερική ανάγκη αυτού του ίδιου, θέλει να απαντήσει σε βασανιστικά ερωτήματα: «Πού πάμε; Από πού ερχόμαστεΠοια η μοίρα ετούτης ή της άλλης χώρας; Και ο κόσμος; Η Ευρώπη;»

Ο Ανήφορος, απαιτεί προσοχή κατά την ανάγνωση, για να αντιληφθεί κανείς την ψυχολογία των προσώπων, που- με την ευρηματικότητα τού συγγραφέα, έστω και σε δεύτερο πλάνο- δρουν έτσι που να μας προβληματίζουν έντονα.

Θλίβεται ο συγγραφέας για όσα άσχημα υπάρχουν γύρω του και στον κόσμο  και η θλίψη είναι ίσως το αίτιο μιας εσωτερικής, υπαρξιακής αναζήτησης.

Συνεπώς, η θλίψη έχει μια σκοπιμότητα ίσως της συνειδητοποίησης, του τι πραγματικά συμβαίνει. Κινείται μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, πραγματεύεται τα θέματά του με έναν τρόπο κινηματογραφικό, με το σκεπτικό ότι υπάρχει διαρκής ροή, εποπτεύει το υλικό του όλο, με σημείο αναφοράς στην Κρήτη, τη Νοεμή,στο πρόσωπο της οποίας διαφαίνεται η μοίρα της γυναίκας ,ο πειρασμός, ο θαυμασμός, η αγάπη, μόνο που στον Κοσμά-Καζαντζάκη, ως υμνητή και λάτρη της μοναξιάς, ταίριαζε μια γυναίκα σκιά και αξίζει εδώ να δει κανείς λίγο παραπάνω το θέμα της γυναίκας στη ζωή και το έργο του συγγραφέα.

 Η χρονική καταγραφή είναι συμβατική. Κινείται σε δύο κύριους άξονες: την αντιπαράθεση του ατόμου προς τον εαυτό του ή προς τον υποκειμενικό κόσμο και την αντιπαράθεση προς το περιβάλλον ή προς τον εξωτερικό αντικειμενικό κόσμο, κάτι που υπαγορεύει και την αυτογνωσία του ατόμου που δεν είναι πάντα ευχάριστη.

Μια δραματικότητα φαίνεται να υποφώσκει στις σελίδες  του βιβλίου λόγω των προσωπικών βιωμάτων,  η οποία θα καταλήξει σε τραγωδία με την αυτοκτονία της γυναίκας του Κοσμά, της Νοεμή.

Ωστόσο μέσα από το ρεαλισμό και την αντικειμενικότητα αναφύεται το ποιητικό, το αλληγορικό, το τρελό της ζωής .Στο λόγο εντάσσεται και ο κόσμος του ονείρου, όπου υποκρύπτεται μια ζοφερή πραγματικότητα Ίσως η υπαρξιακή αγωνία  για τον κόσμο που χάνει την ηθική του ,τον πολιτισμό του, και χάνεται.

Ευκαιρία να σκεφτεί ο αναγνώστης  ότι η πραγματικότητα που μεταλλάσσεται σε όνειρο και εκείνο το κομμάτι του εαυτού μας που ονειρεύεται, σημαίνει ότι είναι αποτέλεσμα της ανασύνθεσης των γεγονότων στη μνήμη, όπου όμως υπάρχουν κενά τα οποία καλείται να συμπληρώσει η φαντασία  μέσω του εαυτού που αντιστέκεται. Παρεισφρέει το όνειρο στη βιωμένη πραγματικότητα και εξυπηρετεί ταυτόχρονα τους ιδεολογικούς σκοπούς του συγγραφέα. Το όνειρο ταυτόχρονα, τού δίνει και μια ελευθερία, για να εντάξει πρόσωπα ιδιαίτερα, στο  μυθιστόρημα αλλά και  αλλαγές χώρων, παράδοξα και φοβερά που σηματοδοτούσε και ένα επερχόμενο γεγονός, ίσως και μια απελευθέρωση ψυχολογική και διανοητική. Αν σκεφτεί κανείς ότι τα όνειρα μπορεί να είναι χαρούμενα, ευχάριστα και δυσάρεστα το όνειρο στον Ανήφορο είναι σχεδόν εφιαλτικό γιατί οι σκέψεις της ημέρας εκεί οδηγούν. Το όνειρο είναι ένα εύρημα του συγγραφέα, που προδιαθέτει τον αναγνώστη για ό,τι πρόκειται να ακολουθήσει.

«Έσυρε φωνή ο Κοσμάς και τινάχτηκε από το κρεβάτι. Είχε δει όνειρο τρομαχτικό: ένας πελώριος γορίλλας, όρθιος, κρατούσε αναμμένο δαυλό κι έτρεχε σε μια μεγάλη πολιτεία,απόχτίρι σε χτίρι,κι έβανε φωτιά» σελ 151

Σελ 251«Η Νοεμή μονάχα έρχουνταν συχνά στον ύπνο του, μιλούσαν ήσυχα οι δυο τους, αγαπημένα, τα ξημερώματα έφευγε».

Διακρίνει ο αναγνώστης μια ειρωνεία απέναντι σε όσους αγωνίστηκαν να αναδειχθούν στην παρούσα ζωή, αλλά και στους νάρκισσους που πάλεψαν για την υστεροφημία τους.

Ο συγγραφέας και μέσω του γραπτού του έργου, αγωνίζεται με θαυμαστή σταθερότητα για τη δικαίωση των επιλογών του, με μια τεχνική γραφής από μέσα προς τα έξω, που μας προετοιμάζει να δεχθούμε ομαλά και κατανοητά αυτό που κάθε φορά συμβαίνει. Ως προς τούτο ο Ανήφορος διαχρονικός και επίκαιρος καθώς η έκπτωση των αξιών και η χειραγώγηση του ανθρώπου συνεχίζεται και λείπουν οι φωνές για την αξία του πολιτισμού παρουσιάζει ενδιαφέρον και είμαι σίγουρη ότι θα διαβαστεί από πολλούς Έλληνες και ξένους .

Σελ54«Η Κρήτη στάθηκε ο πρώτος βράχος που φωτίστηκε σε όλη ακόμα την κατασκότεινη Ευρώπη» Να τονιστεί εδώ ότι ο Καζαντζάκης στήνει το έργο του στο πλαίσιο κάποιου σκηνικού που μοιράζεται μεταξύ Κρήτης και Αγγλίας μέσα από την παρουσία συγκεκριμένων προσώπων, στην Αγγλία ειδικότερα πετυχαίνει να μας δώσει μια ομοιογένεια του χώρου που τον περιβάλλει  για να περιγράψει επιτυχώς αυτό που θέλει. Φτιάχνει «έδρες» αφήγησης προκειμένου να υπάρξει ομοιομορφία κι αν περιφέρεται έξω και βρίσκει γνωστούς πάλι η απροσδιοριστία τον εμποδίζει να εκφραστεί όπως θέλει.

Μετά τα παραπάνω ας μη μας εκπλήσσει το ότι χωρίζει το βιβλίο σε τρία μέρη:Κρήτη-Αγγλία-Μοναξιά.Κι αν μας παραξενεύει  η Μοναξιά για τον Καζαντζάκη ως δημιουργό, είναι προσωπική επιλογή και κάθε στιγμή της είναι σημαντική, είναι ένα μυθιστόρημα υπό την έννοια του επαναπροσδιορισμού των σχέσεών του με τον κόσμο, είναι ενσυναίσθηση, είναι κατά κάποιο τρόπο η δική του πολιτισμένη έρημος, είναι γαλήνη. Είναι όμως προφανής μια διασύνδεση εσωτερική των μερών, η συγκρότηση ενός σώματος που χαρακτηρίζεται από μία θεματική ευρύτητα την οποία διατρέχει ένας ευδιάκριτος ιστός: η διάχυτη έγνοια για τον κόσμο για το μέλλον του κόσμου, αφού υπάρχουν και πρέπει να υπάρχουν κοινές ευαισθησίες σε όλους τους ανθρώπους, όπως το δέος μπροστά στη φθορά, στο θάνατο, ο θαυμασμός μπροστά στην εξέλιξη και ανάπτυξη, ο πόθος της ελευθερίας.Έτσι,ένα κοινωνικό υπόστρωμα συνδέει τους πολιτισμούς.Στην περίπτωση μας, ο Ν. Καζαντζάκης βλέπει έναν μεγάλο Ανήφορο, καθώς ονειρεύεται και για τούτο σχεδιάζει, πώς το έργο του να έχει απήχηση και μέσα από τα γραπτά του έργα  ή κυρίως μέσα από αυτά, με το σκεπτικό της κοινοποίησης των ιδεών στον κόσμο.

Μετά από έναν πόλεμο που αιματοκύλησε τον πλανήτη, πέρα από την αναγκαιότητα γνώσης της ιστορίας, με τα έθνη να παίζουν καθοριστικό ρόλο στην πνευματική ανέλιξη της ανθρωπότητας, θα πρέπει να ανεβαίνουμε όχι να κατρακυλάμε, να κουβαλάμε το φορτίο του χρέους, γιατί στη ροή του χρόνου υπάρχει η φθορά.

Αν αξίζει ο Ανήφορος, είναι γιατί όπως όλα τα έργα του Ν, Καζαντζάκη διαβάζονται και ξαναδιαβάζονται με την ίδια συγκίνηση, είναι γιατί πίσω από τη λεξιθηρία και τις φράσεις του, κρύβονται ιδέες που σε αναστατώνουν μέσα σε έναν κόσμο που φαντάζει ακόμα εχθρικός. Είναι γιατί ο αναγνώστης αφυπνίζεται και πρέπει να αιτιολογήσει την ύπαρξή του, να σκεφθεί  πόσο δίκιο έχει ο Κοσμάς-Καζαντζάκης να επιμένει στον Ανήφορο 76 χρόνια πριν και πόσο δύσκολη έχει γίνει η ζωή μέσα στην ωμότητα και τον ωφελιμισμό.

Όλα τα πρόσωπα, με τις εσωτερικές ψυχολογικές κλιμακώσεις δρουν έντονα αγωνίζονται και αγωνιούν όπως ο ίδιος ο συγγραφέας και αυτό περνάει στο έργο του. Οι μεγάλοι και σεβάσμιοι γέροντες που με παρρησία ομιλούν αναδεικνύουν τον αγώνα ως πρώτιστο καθήκον για να επικρατήσει η ειρήνη και να δημιουργήσει ο άνθρωπος πολιτισμό.

Ο Κοσμάς-ο Καζαντζάκης, σκέφτεται όλα όσα πρόκειται να αντιμετωπίσει και ο αναγνώστης τον ακολουθεί πιστά και εναγωνίως, περιμένοντας να πετύχει σε αυτό που θα επιχειρήσει όσο δύσκολο κι αν φαίνεται. Κι αν για τη Νοεμή ήταν δύσκολη η ζωή, αβάσταχτη, παρατηρεί κανείς την ψυχολογία της ,τις σκέψεις της που είναι μεν καλές, όχι απαραίτητα ορθές, κι αυτό γιατί ο Κοσμάς πρέπει κάποια στιγμή να απομακρυνθεί, να ξενιτευτεί, να λείψει από κοντά της, αφού διακατέχεται από το πάθος για δράση και δημιουργία.

 Ο  Ανήφορος του Καζαντζάκη θα σταματήσει μόνο με το θάνατό του. Αγώνας για τον μαχόμενο άνθρωπο μέσα από τους οραματισμούς και τη δράση των ηρώων. Θέλγεται από τον δρώντα ήρωα, που τον διαμορφώνει σε Καπετάν Μιχάλη, σε Αλέξη Ζορμπά, σε Κοσμά,άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η πλοκή κάθε έργου.

Η  γλώσσα δημοτική και για τούτο νοσταλγική. Μέσω της γλώσσας που τη χρησιμοποιεί τόσο έντονα απεικονίζεται και ο αγώνας του ο γλωσσικός. Να τονιστεί εδώ ότι ο Καζαντζάκης δεν έπλαθε λέξεις, έψαχνε λέξεις, ήταν λεξιθήρας. Έτσι γνήσια στοιχεία της δημοτικής αναφαίνονται, σπάνια για να ξεθωριάσουν σιγά σιγά και να θεωρηθούν ξένα μη κατανοητά .

Ο ίδιος ο Καζαντζάκης θα πει για τη γλώσσα :«μάζευα από τα χείλια του λαού τις λέξεις, πώς λεν το κάθε πράγμα». Η γλώσσα διαλέγεται με την ιστορική μνήμη.

Ο Ανήφορος. Από τον τίτλο ο αναγνώστης προσλαμβάνει και την οπτική του συγγραφέα απέναντι στη ζωή. Έχει ανηφόρα μεγάλη η ζωή. Προδηλωτικός και ως ένα σημείο αινιγματικός, γριφώδης για τον αναγνώστη. Ό,τι καθιστά πολύτιμο το μυθιστόρημα είναι ότι διαθέτουμε κι άλλα στοιχεία για την Καζαντζάκεια γραφή που μας επιτρέπει να ερευνήσουμε περισσότερο ένα έργο του. Το πένθος π.χ. για τον Καζαντζάκη είναι μια δημιουργική πράξη  και σε πάει μπροστά  ή οι θανόντες αφήνουν παρακαταθήκη τα λόγια τους. Ο θάνατος της Νοεμή είναι μια νέα αφετηρία όχι κατάληξη.

Στον Ανήφορο ,μέσα από όλους τους μαιάνδρους των γεγονότων ο συγγραφέας θέλει να φέρει στο φως ό,τι χαλάει τον άνθρωπο για να τον βελτιώσει μέσα από μια πανανθρώπινη εκστρατεία. Για το λόγο τούτο και για άλλους πολλούς το βιβλίο εκτός από ενδιαφέρον είναι και χρήσιμο. Ενδιαφέρον για τις πληροφορίες, χρήσιμο για τον αναγνώστη που θα προσέξει πώς ένας συγγραφέας βλέπει την πατρίδα του και τον κόσμο μετά από ένα παγκόσμιο πόλεμο και έναν εμφύλιο που ήδη έχει αρχίσει. Το γεγονός ότι ο Ν.Καζαντζάκης έγραφε χωρίς ταμπού διευκολύνει τη μελέτη του κόσμου του, έτσι όπως τον παρουσιάζει, αλλά κεντρίζει το ενδιαφέρον για ένα αύριο ειρηνικό. Δίνει το μήνυμα πως οι πόλεμοι διαβρώνουν τις κοινωνίες και οι άνθρωποι πέρα από τις πολιτικές ιδέες επιβάλλεται να κατανοήσουν το συμφέρον τους, που είναι η ουσιαστική ελευθερία, με την εξύψωση του πνεύματος ώστε να νικήσει την ύλη. Ανήφορος σημαίνει καταβολή μόχθου, αγώνα για τον άνθρωπο ,σημαίνει παραγωγή πνευματικού έργου, σημαίνει μια ακόμη ευκαιρία να κοιτάξεις το αύριο.

 

Ο πόλεμος έχει σημαδέψει τα χρόνια με την κυριαρχία της φρίκης, της ασύδοτης ελευθερίας.Κι αν ο Κοσμάς αντιπροσωπεύει για τη Νοεμή ένα υγιές στοιχείο, είναι και οι πληγές που δεν κλείνουν. Τα γράμματα είναι το μέσο πληροφόρησης, κάτι που σκόπιμα βάζει ο συγγραφέας, γιατί θέλει ο αναγνώστης να μάθει, να διαβάσει την αντίληψη του για τα πράγματα .

Ανήφορος όμως ήταν και η ζωή της Νοεμή, η οποία κουβαλούσε πολλές τραυματικές εμπειρίες.Ανήφορος τον οποίο επέλεξε η ίδια να κόψει ,κόβοντας το νήμα της ζωής της γιατί η αναμονή είναι κι ένας τρόπος να πεθαίνεις.

Ιδιοφυής επιλογή πέρα από τις λέξεις και των ονομάτων τα οποία έχουν αντιστοιχία με καταστάσεις.

Το όνομα Κοσμάς, έχει σχέση με το «κόσμημα», και πραγματικά αυτός ο άνθρωπος είναι ένα στολίδι με την ειλικρίνεια, την τιμιότητα και την αφοσίωση στις ιδέες του. Δουλεύει ακούραστα, αλλά συχνά κάνει περισσότερους συμβιβασμούς απ’ όσους θα έπρεπε. Γι’ αυτό και απογοητεύεται κάθε φορά που υποχρεώνεται να προδώσει τα όνειρά του. Στις κοινωνικές και προσωπικές σχέσεις του χαίρει αγάπης και εκτίμησης. Στις σελίδες του βιβλίου παρουσιάζονται άνθρωποι του πνεύματος, γιατί ο στόχος είναι η επικράτηση του πνεύματος μπροστά στην αρνητική επίδραση της ύλης.

Υπάρχουν χαρακτήρες που τους χρειάζεται για λίγο μόνο και μόνο για να μας δώσουν τροφή για σκέψη και στη συνέχεια αποψιλώνονται και εκλείπουν.

Ο ελεύθερος πλάγιος λόγος αποτελεί στην ουσία το συνδυασμό δύο φωνών: του αφηγητή και του συγκεκριμένου προσώπου του οποίου τα λόγια μεταφέρει ο αφηγητής  ο οποίος έχει τη δυνατότητα να υπερτονίσει, να προσπεράσει, να υποβαθμίσει ή και να αποσιωπήσει τα σημεία που εκείνος επιθυμεί.

Έχουμε μια ιδιότυπη τριτοπρόσωπη εν πολλοίς αφήγηση γιατί στην πραγματικότητα αποτελεί μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση που κρύβεται πίσω από ένα λανθάνοντα ελεύθερο πλάγιο  λόγο.

 

Το τέλος του Β’ παγκοσμίου πολέμου ,η αφάνταστη αθλιότητα και ο τρόμος,  η αναίτια θυσία εκατομμυρίων ψυχών, συνειρμικά έρχονται στο προσκήνιο στο πρόσωπο της Νοεμή, καθώς ο  Καζαντζάκης διασταυρώνει το ατομικό πεπρωμένο της με τις αποτυπώσεις της ιστορίας. Ηθελημένη επιλογή του ονόματος ,από τον συγγραφέα. Στη βιβλική παράδοση, Νοεμή ονομαζόταν η πεθερά της Ρουθ. Νοεμή, από το εβραϊκό ουσιαστικό no;am που σημαίνει γλυκύτητα, χαρά, χαρά μου.

Το γεγονός ότι ο Ανήφορος εκδόθηκε το 2022, μας κάνει να αναρωτηθούμε γιατί το έργο  δεν το εξέδωσε,τότε; Δεν το εξέδωσε ίσως γιατί δεν το θεώρησε τελειωμένο. Δεν το εξέδωσε σκεπτόμενος να το μοιράσει  σε άλλα βιβλία; Δεν το εξέδωσε γιατί ο κόσμος, κομματιασμένος και χαώδης, ήταν πληγωμένος κυριολεκτικά και μεταφορικά και ίσως δεν ήθελε να ακούσει φρέσκιες ιδέες;

 

Αν η Ασκητική εκφράζει την ανεξαρτησία του συγγραφέα, αν ψάχνει για την ελευθερία του, έχοντας οριοθετήσει τις διαστάσεις του ασυμβίβαστου, ίσως στον Ανήφορο αρκετά χρόνια μετά ένιωθε βαριά την ευθύνη στο να προσθέσει μια ακόμη συνιστώσα αυτή της πανανθρώπινης ελευθερίας .Ήταν μεγάλο το εγχείρημα και ίσως τούτο το έργο δεν ικανοποιούσε τα «θέλω»του. Ήθελε να πει πολλά, καινούρια πράγματα, αφού για εμάς σήμερα, που οι περισσότεροι έχουμε διαβάσει και άλλα έργα του, αντιλαμβανόμαστε πού μας κλείνει το μάτι και γιατί. Όταν το έργο γράφεται ανάμεσα στο τέλος του Β’ παγκοσμίου πολέμου  και την αρχή του εμφυλίου για την Ελλάδα ,ο Ν.Καζαντζάκης με τη φαντασία του έβγαζε μια εικόνα του εαυτού του, αλλά η ιστορία, που μας προσφέρει την εικόνα του άλλου, χρειαζόταν μελέτες επί σειρά ετών για την κατανόηση της συμπεριφοράς των δυνατών ή εκείνων που θέλουν να φαίνονται δυνατοί . Ο Ανήφορος θα αποτελέσει έναν σημαντικό κρίκο στην εργογραφία του Ν. Καζαντζάκη, καθώς, όπως θα καταστεί σαφές στους αναγνώστες, πρόκειται για ένα δημιούργημα του μεγάλου συγγραφέα, που στέκει επάξια δίπλα στα άλλα του αριστουργήματα.

Το βιβλίο έχει αρκετά στοιχεία στον πρόλογο και το επίμετρο ώστε ο αναγνώστης να παίρνει απαντήσεις σε βασικές ερωτήσεις-απορίες.

  Ο Ανήφορος, ως προϊόν πολιτισμού, ίσως ενεργοποιήσει τις εν υπνώσει δυνάμεις  των αναγνωστών,  αφού πολλοί  διψούν και σήμερα, να διαβάσουν εκείνον που στοχάστηκε τότε για όλους, με μια οικουμενικότητα στη σκέψη και στα αισθήματα.

Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά

Φιλόλογος,συγγραφέας,ποιήτρια,κριτικός λογ.

 






Hλίας Γιαννακόπουλος "Τρία βιβλία για μία ασφαλή πλοήγηση στην εποχή της μετα-πραγματικότητας."

 

ΙΔΕΟπολις

https://iliasgiannakopoulos,blogspot.com

HΛΊΑΣ  ΓΙΑΝΝΑΚΌΠΟΥΛΟΣ

Φ ι λ ό λ ο γ ος

Τρία βιβλία για μία ασφαλή πλοήγηση στην εποχή της μετα-πραγματικότητας.


Στις τελευταίες μέρες του χρόνου συνηθίζω να αφήνω ελεύθερο τον εαυτό μου σε μονοπάτια και διαδρομές όπου το συναίσθημα προσπαθεί να συνυπάρξει σε μία λεπτή ισορροπία με το πνεύμα. Κι αυτό γιατί στο τέλος της χρονιάς τα συναισθήματα είναι ανάμεικτα στο βαθμό που μία χρονιά φεύγει προσθέτοντας ένα ακόμη βάρος στην ηλικία μας, αλλά ταυτόχρονα σε πλημμυρίζει με ελπίδα ότι το αύριο ίσως είναι πιο πλουσιοπάροχο σε υγεία,πλούτο, προοπτικές και ευκαιρίες για δημιουργία.

Από την άλλη πλευρά το πνεύμα-λογική απαιτεί πειθαρχία, αυτοσυγκέντρωση και επιχειρήματα βασισμένα στην πραγματικότητα και στην αλήθεια .

Σε αυτό το συναισθηματικό και πνευματικό εκκρεμές των τελευταίων ημερών του χρόνου έρχονται εμμονικά στην επιφάνεια πρόσωπα, γεγονότα, στόχοι και όνειρα ανεκπλήρωτα, αντικείμενα και δημιουργίες που αιχμαλώτισαν την μνήμη μας.

Ξεχωριστή θέση στην μνήμη μας  και στο οδοιπορικό των τελευταίων ημερών  του χρόνου  που φεύγει κατέχουν και τα βιβλία ως οι καλύτεροι πρεσβευτές του παρελθόντος και του παρόντος (αλήθεια υπάρχει παρόν;) στο μέλλον.

Τα βιβλία-ως το αποτύπωμα κάποιων μορφών τέχνης-συμβαδίζουν με την ζωή μας, την διαμορφώνουν και την ποδηγετούν πνευματικά. Τα βιβλία είναι η συντροφιά μας, η μνήμη μας και οι πυροκροτητές κάθε ξεχωριστής σκέψης ή μιας ασυνήθιστης και ρηξικέλευθης ιδέας.

Αυτήν την σκέψη και αυτές τις ιδέες κάποιοι ανασφαλείς και αυταρχικοί ηγέτες και κάποια ολοκληρωτικά καθεστώτα προσπάθησαν να τις φιμώσουν καίγοντας τα βιβλία. Θύμα μιας τέτοιας νοοτροπίας και ο Φρόιντ που αντιμετώπισε με ειρωνεία και χιούμορ τους ναζιστές που έκαψαν τα βιβλία του σε δημόσια πυρά λέγοντας το παροιμιώδες:

“ Μα τι εξέλιξη είναι αυτή! Στον μεσαίωνα θα έκαιγαν εμένα. Τώρα καίνε μόνον τα βιβλία μου”.

Στις μέρες μας τα βιβλία δεν κινδυνεύουν από την πυρά αλλά από την αντιπνευματικότητα που κυριαρχεί κάτω από το βάρος και την πίεση που ασκεί το υλιστικό πνεύμα και το άγχος της καθημερινότητας στον “άνθρωπο που σπεύδει”.

Σε αυτό το σκηνικό και το κλίμα που επικρατεί στις τελευταίες μέρες του 2022 μπορώ να αισθάνομαι χαρούμενος που δύο ακόμη βιβλία μου προστέθηκαν στην πνευματική μου παραγωγή. Tώρα πια τοIΔΕΟπολις” (2019) θα το συντροφεύουν στην βιβλιοθήκη μου  τόσο το “Σκέψης Εγκώμιον” όσο και το “Ουκρανικός Πόλεμος”.

   Μία γρήγορη περιπλάνηση στο περιεχόμενό τους το θεωρώ χρέος μου στην γενικότερη τάση – όσο και παραδοσιακό έθιμο των ημερών αυτών-- ανασκόπησης των πάντων.




Ι.  « Ι Δ Ε Ο π ο λ ι ς »

“Οι ιδέες δεν είναι μόνο εργαλεία γνώσης, αλλά κτητικές οντότητες . Οι ιδέες μας χειραγωγούν περισσότερο από ό,τι τις χειραγωγούμε εμείς” ( Εντγκάρ Μορέν).

Είμαστε όλοι-άνθρωποι,κοινωνίες,πολιτισμός- γεννήματα των ιδεών, από την στιγμή που εμείς, ως δημιουργοί τους, τις χρησιμοποιούμε για να αποκωδικοποιήσουμε την πραγματικότητα. Κάθε πνευματικό μας βήμα ή άλμα εμπεριέχει μια ιδέα ως πλοηγό. Οι ιδέες μάς καθορίζουν, αλλά και μάς χαρακτηρίζουν.

 

     Οι λέξεις μας, οι συγκρούσεις μας, η φιλοσοφία μας, ο πατριωτισμός μας, η ελευθερία μας, η πολιτική μας συμπεριφορά, οι μηχανισμοί χειραγώγησης, η  βιοθεωρία μας, οι ευθύνες μας και ο τρόπος που χειριζόμαστε τον χρόνο και το νόημα που δίνουμε στην ζωή μας είναι πλημμυρισμένα από τις ιδέες και τα παράγωγά τους.

     Είμαστε όλοι πολίτες «Στων Ιδεών τηνΠόλιν», στην “ΙΔΕOπολη”. Οι ιδεολογίες, οι ιδεοληψίες, τα ιδεολογήματα, τα ιδανικά, τα ιδεώδη και ο ιδεαλισμός διαποτίζουν κάθε ενέργειά μας και συνθέτουν με έναν μυστηριακό τρόπο την τοιχογραφία τόσο των παραδοσιακών όσο και των σύγχρονων κοινωνιών.

       Τα δοκίμιααυτού του βιβλίου μπορούν να μάς βοηθήσουν να δούμε την αθέατη πλευρά της πραγματικότητας και της ζωής,Οδηγός μας η επινοητικότητα του Οδυσσέα, η «αυθάδεια» του Θερσίτη, η προσπάθεια τουΣισύφου και βέβαια το Απολλώνιο Φως που αντιμάχεται το Διονυσιακό πνεύμαΕκδόσεις Λιβάνη,Αθήνα 2019,σελ.238).

*Κείμενα ξεχωριστά1.”Των Ιδεών η Πόλις”, 2. ”Οι μεγάλες συγκρούσεις”, 3. ”Θερσίτης και πολιτική ανυπακοή”

 



ΙΙ. « Σκέψης Εγκώμιον»

 “ Πιστέψτε εκείνους που ψάχνουν την αλήθεια και αμφισβητήστε εκείνους που την βρήκαν “(Αντρέ  Ζιντ).

Η αναζήτηση, η αποκάλυψη και αποδοχή της αλήθειας συνιστούν προϊόν όχι μόνον μιας επίπονης προσπάθειας αλλά και μιας συνειδητής εσωτερικής απόφασης να προσαρμόζεσαι σε ό,τι αποδεικνύεται και όχι σε ό,τι κολακεύει τις αναπόδεικτες βεβαιότητές σου. Να επιλέγεις το μονοπάτι του αναστοχασμού όταν ένα επιχείρημα ή μία άλλη λογική ερμηνεία πείθει περισσότερο ή φωτίζει μία άγνωστη πτυχή της πραγματικότητας.

 

 Χρήσιμο εργαλείο σε όλα τα παραπάνω και ευχάριστος συνοδοιπόρος ο “δοκιμιακός” λόγος.

H συνθετότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, τα αναπάντητα ερωτήματα για το νόημα της ζωής και η πολυπλοκότητα της σύγχρονης παγκοσμιοποιημένης κοινωνίαςαποτελούν τον προνομιακό χώρο τουδοκιμιακού λόγου του παρόντος βιβλίουΗ φιλοσοφία, η ψυχολογία, η γλώσσα, η πολιτική, η θρησκεία, ο άνθρωπος, η βία, οι προτάσεις ζωήςκι ένα πλήθος άλλων θεμάτων συνθέτουν τον ιστό του βιβλίου.

Στόχος δεν είναι η απόλυτη απόδειξη ή η επιβολή μιας θέσης αλλά η πρόκληση να δούμε κάποια «αυτονόητα» και δεδομένα με «άλλη ματιά” (Εκδόσεις “Απόπειρα”, Αθήνα 2022,σελ.456).

     *Κείμενα ξεχωριστά:1.To Επιχείρημα της Ολισθηρής Πλαγιάς”,2.”Το Υποκείμενο νόσημα των Ελλήνων”,3.”Τα όρια των Ηγεμονιών και η Ηθική της Δύναμης”.

 



 ΙΙΙ. «Ουκρανικός Πόλεμος»

    “Πόλεμος πάντων μεν πατήρ εστί” (Hράκλειτος) και “βίαιος διδάσκαλος” (Θουκυδίδης).

OΟυκρανικός πόλεμος δεν αποκάλυψε μόνον τον εύθραυστο χαρακτήρα της ειρήνης, δεν επιβεβαίωσε μόνον τον ρόλο των αυταρχικών ηγετών στην κήρυξη ενός πολέμου,δεν επικύρωσε μόνον την απόλυτη αλληλεξάρτηση των εθνικών οικονομιών αλλά επανέφερε εμφαντικά το διαχρονικό ερώτημα για τον παράγοντα που πυροδοτεί και τρέφει τον πόλεμο ως ιστορικό φαινόμενο.

 

 Ιστορικοί και διεθνολόγοι μπροστά στην νέα πραγματικότητα που διαμορφώνει ο Ουκρανικός πόλεμος αναγκάζονται να προσφύγουν στον διαχρονικό Θουκυδίδη και στην γνωστή “Παγίδα του Θουκυδίδη” του Άλλισον  .

Η λογοτεχνία, η φιλοσοφία, η ψυχολογία, οι διάφοροι στοχαστές και η ηθική φιλοσοφία εστιάζουν στις πολλές εκδοχές του πολέμου και αποκαλύπτουν τις κρυφές πτυχές του.

     Βέβαια το ζητούμενο εξακολουθεί να είναι ο τερματισμός του πολέμου και η αποτροπή κάθε μελλοντικού πολέμου.Οι οδυνηρές συνέπειες του πολέμου καταδεικνύουν την ηθική παρεκτροπή του πολιτισμού μας και την ανάγκη να καταστεί η “Κατηγορική Προσταγή» του Καντ οδηγός κάθε προσωπικής και κρατικής συμπεριφοράς.

Πράττε έτσι ώστε ο κανόνας από τον οποίο εμπνέεται η δράση σου να μπορεί να ισχύει ταυτόχρονα ως αρχή μιας καθολικής νομοθεσίας”. (Εκδόσεις“Γραφή”,Tρίκαλα2022,σελ.184).

·        Ξεχωριστά κείμενα:1.”H «Παγίδα του Θουκυδίδη» και η αρκούδα που βρυχάται”,2.”Ο «αναθεωρητισμός» του Πούτιν και το τέλος της ευρωπαϊκήςαθωότητας”,3.”Ουδετερότητα:Φρόνιμη επιλογή ή μία ανήθικη στάση;”

*** Όλα τα κείμενα βρίσκονται και στο blog του συγγραφέα «ΙΔΕΟπολις»

 ****  Όλα τα βιβλία διατίθενται από τα βιβλιοπωλεία.





ΓΙΑΝΝΑ ΒΛΑΧΟΥ "ΤΕΛΟΣ ΔΕΚΕΜΒΡΗ"

 


Σιωπούν οι νύχτες στα τέλη του Δεκέμβρη. Αφουγκράζονται τις επερχόμενες χρυσές μέρες της Άνοιξης. Οι άνθρωποι θυμούνται παγωμένες Πρωτοχρονιές και δέχονται με ανακούφιση την προσωρινή ανακωχή. Αύριο μπορεί ο καιρός να αλλάξει. Να χαθούν τα μπουμπούκια που ξεμυτίζουν επιφυλακτικά. Να ξεσπάσει το μένος στις ανοιχτές αγκαλιές , στις παιδικές ψευδαισθήσεις. Όμως τώρα η γιορτή ματαίωσε τον φόβο. Αύριο θα ξαναμετρηθούμε. Θα έχουμε συμφιλιωθεί με το φως. Κι αυτό είναι που μας καθησυχάζει. Ίσως το τρένο να αργήσει. Μα κι αν φτάσει στην ώρα του θα έχουμε συνάξει βιταμίνη d για μια ολόκληρη ζωή. Άγιε Βασίλη ξέρουμε τί έκανες την παραμονή!

® Γιάννα Βλάχου



Η φωτογραφία είναι από το https://www.pinterest.it/






"BEFORE" A poem by Rozalia Aleksandrova

 


BEFORE


Before we lose the mostpreciousthing.
Let'stake a lookfromthetower,
whichexaltedusintheego.

Let'slook to thestars.
Theydon'tlookanycloser.
Andlet'sremembertheHeart.
Our Eternalar biter.
Our measure in the humaneness
Near eststarinthesky.
The warmestsighof the weather.

Heart.
Measure
Friend
And a judge.
It touches the stars.
And steps with love
On the earth.
It is a ladder  in space
in the  human eyes.
True friend.
The Eternal Earth Support.
And Gift,
which subdues
Heaven.

©RozaliaAleksandrova


Rozalia Aleksandrova lives in Plovdiv, Bulgaria. She was born in the magical Rhodope Mountains, the cradle of Orpheus.Author of 11 poetry books. Editor and compiler of over 30 literary almanacs, collections and anthologiesPresident of the International Festival of Poetry SPIRITUALITY WITHOUT BORDERSfrom 2015and President of UHE Bulgaria.She was awarded by prestigious CESAR VALLEJO Prize for Literature – 2022, MAHATMA GANDHI International leadership Award 2022, 2nd Annual ZHENGXIN International Poet Award, 2022 and other.










"GIOCONTA'S BABY" A POEM BY DIKBASANIS CHRISTOS-GREECE

 


DIKBASANIS CHRISTOS-GREECE



GIOCONTA'S BABY 


 For my newborn granddaughter


May the Lord be always with you
baby of tomorrow’s hope
Silently your crying begins
to tear our sky apart
Melody of a beautiful angelic world which arrives with little feet

naked, cute,
with a blindingly pure look
that nails it sweet
like knife in our soul

May the Lord always stand
by your side, to arrange
the white clothes of your future life
In the afternoon you leave
the stars of your dreams
to illuminate our doubtful age
In the crazy fog of our imagination,
in our mind the furious tropes

you unleash your care into harmony The dates of your upcoming life
they keep coming back to our memories
who were not born yet
but they are going to exist irrevocable

May the Lord be with you always
baby of tomorrow’s hope
She holds you in her arms
Gioconda your mother
with a thin, transparent,
fragile expression
She feels happy that she can touch
with trembling hands
your electrified form
Your light penetrates her
It spreads everywhere
It brightens our tired faces
It breaks the wrinkles
of our worries about you
It fills us with colors, smells
myths newborns from the world
of your desires
who direct with their visions
the arrow of our relentless time
in our clouded eyes.
The excitement of our young days
engrave your own way through the paths
of bright destinations
which slowly unfold in front of you

May the Lord always be with you


BIOGRAPHY

CHRISTOS DIKBASANIS is a poet, writer and speculator of religions. He was born in Thessaloniki, where he graduated from the Theological School of the Aristotle University of Thessaloniki. He holds a Master's Degree from the Theological School with a specialization in Religious Studies. It has also been included in the "Great Encyclopedia of Mondern Greek Literature" of Haris Patsi publications and in the Who's Who of journalists. He has been honored with many awards for his poems.

"The separation' By Do Cong Tiem Vietnam

 


Short story by Do Cong Tiem from Vietnam



His biography:


Born in 1955
Published works:
A neighbor friend; Short story collections. Writers' Association Publishing House in 2005.
A sparse night; Collection of short stories - Army Publishing House in 2010.
Neighbor’s Lights - Army Publishing House in 2019.
Literature prize:
C Prize for “Neighbor’s Lights”, Collection of short stories in 2019
First Prize in Memoir for “The Land of Minh Tan 2018”.



The separation
Author: Do Cong Tiem
(Translated by HFT)


The father worked away from home, the mother workedat the field. There were only grandson and grandma at home. Grandma said: you will be like younger Uncle Thinh in the future.

- No! I look like my father.

The boy argued.

Grandma held him in her arms and coaxed:

- You will be like younger Uncle Thinh. You promise. Then I will exchange the sweet for you.

Hearing the candy, he immediately agreed.

- Yes! I will be like younger Uncle Thinh.

Grandma’sface brightened up. She led him to the gate.

The alley was deserted. The two grandson and grandma waited for a long time and still not see the "tangled hair" seller come. As usual, at this hour, there was a voice: "Whoever has duck feathers ... change candy ...". The low-pitched voice dragged on. Following was the sound of young voices. They gave her what she needed. She gave them something that any child would love. Those wereyellow sweet candy.


Wait a long time, the boywanted appetite. He shouted again: "I will be like my father". "Don't grandson. You will be like younger Uncle Thinh." "Oh no, I just am like my father!"

Then he cries. He is angry.

She picked him up. He scratched, he pokedgrandma chest and shouted: "I will be like my father."

Until he wasworn out by grandma lullaby.

- Uuu... my grandson will look like younger Uncle Thinh... err...

Grandma is getting older. That boy is me now. In my memory, that voice still is echoing and the image of a nice and distant younger Uncle Thinh. But in the house, no one is younger Uncle Thinh. I asked her. She became as dumb as a confused person. Askedmy mother, she was silent as if she knew nothing. Asked my father, he brushed it off: "Our house only has old Thinh".

As I know, grandma has only two children, old uncle Thinh and my father. My grandfather was a martyr against the French. My old Uncle Thinh grew up in the army to fight the US and died in the Southeastern front.

My father stayed at home, participated at works in the village, then went to the commune, to the district. After that, my father went to school and switched to work in Hanoi. Many times, my father intended to move the whole family to Hanoi. But grandma said: "must stay at home to celebrate the death anniversary and the New Year". My mother said, "Must be by grandma’s side to take care of her". My father intended to bring me to Hanoi to have better conditions to study. Grandma can't stay away from her grandson, and my mother can't leave her son either.

I live in the countryside with my grandma and mother. Grandma loves my mother very much. And my mother loves her very much too. There is no one in this world who loves each other more than my mother and grandma love each other. Mother just cut her hand a little and grandma whimpered like her hand was bleeding. As for grandma, she was only slightly contrary to theweather, my mother panicked and took the medicine. Two people love each other like native blood. Understanding and pampering each other are as a couple.

Both my mother and grandma love me very much. However, with my father, there was something very "wrong".Every time I go back from work, whether far or near, my father always has gifts for my grandma and mother. Both did not refuse, but never used. Because of working conditions, my father rarely comes home. But every time he comes back, never leaves a warm and happy atmosphere in the house. Grandma is cold. And mother is indifferent. My father is like a stranger from somewhere. When I was a kid, he still had me to hold and play with. But as I grew up, I hadmy own friends, my father became lost in the family.Maybe that's why my father rarely comes home. So father's role in the family also is faded. The delicious candy packages and attractive toys are also fadedto me. I haven't seen my dad for a long time, I don't mention it anymore.

That made grandma happy. But the joy that had just flashed, was extinguished right on her facewith a deep pain.My mother never seemed to have any joy either. Compared to other women of her same time, my mother was a lucky woman. All boys of the village went to the front.But my mother hadher husband at home. Besides, the work was very progressive. My mother should be happy and proud. But why was my mother always sad? A deep sadness that no one known. Only me, a person lived in the boundless love of my grandma and mother, I can realize that. And I realizedmore clearly that there was an invisible gap separating my family members.

I was the one lonely in the middle. It was not possible to follow my grandma and mother against father or vice versa. I tried to figure out why. But the more I searched, the more I came to a deadlock. I felt like I was getting smaller in front of the bigger abyss.I was sad, always haunting, as if a disaster was lurking to threaten my family. My heart waslike it was going to burst, I wanted to scream out loudly “I love you all. Why can't people love each other?"

I lived like that until I passed the university entrance exam. I lived with my father. I had the opportunity to be near him, to understand and compassionate him.I used to think that my father had another woman. That made my mother sad and miserable. Grandma loved my mother and became angry at father. Or my father used his position to embezzle, take bribes, lose his human qualities that grandmawas always proud of the family tradition.

But all was not true. My father had always been a man of integrity - loyal to my mother, devoted to his works, trusted by his superiors and loved by friends. In his head, there were more white hair. His intelligent, alert eyes seemed to contain something melancholy. Sometimes, he was startled. His happiness was to worry and care for me. My father forced me to visit my grandma and mother often.

My grandma's back was getting more and more bent. Her eyes were more opaque. In these opaque eyes, as if still trying to ask, wait for something from me. I felt flinching at her eyes. She refused to sit still. Always tried to use the last bit of energy to help my mother what she can.

My mother was not young or beautiful anymore. Although not as tough as other people around. But the hardship and fatigue were also showed off on mother's face.When I returned to my grandma and mother, I felt sorry for my lonely father in the middle of a bustling place. When I went to the city, I felt sorry for my grandma and mother in the hometown.

Both grandma and mother whole life, especially grandma had suffered from hunger, cold, loss and sacrifice. She must deserve a better life by that. My father was able to provide herwith a more prosperous life than she lived. But she refused everything. And my father also suffered himself patiently, like a roof that enduring all sunshine and rain.

Many times I wanted to ask my father about family matters. But infront of his profound seriousness, I dared not to ask. Until one day, my father, who was healthy, suddenly fell ill and had to be hospitalized.

* * *

My heart hurt when saw my father lying pale on the white hospital bed. My father was getting thinner and weaker too quickly. He looked at me passionately. I was a little scared and bewildered by that look. He waved me closer. I went over to him and sat down by the bed.

- You are now an educated person. You probably want to know what I asked you when you were a kid, right?

I was surprised. So my father still remembered the old story.

- Come on, Dad! Dad, take a break.

I brushed it off because I saw that he was very tired

- Just let Dad talk. Maybe there won't be another chance.

He paused for a moment. Then his words seemed to come from somewhere far away...

…In those days, when your grandfather died, your grandma was very young. She refused all the men who came to her, but stand and support me and younger uncle Thinh. I and him were like two drops of water. So the house called Older Thinh and Younger Thinh. Older Thinh was two years older than Younger Thinh. But Younger Thinhgrew up fast. By the time he was eight years old, he was already as tall as his Older Thinh. Everyone who entered the house thought these were a twins. Older Thinhwas smart and clever.

And Younger Thinhwas healthy, simple, and honest. The temperaments of the two were completely opposite. OlderThinh always took advantage of Younger Thinh's kindness to trick himdoing all the heavy works in the house. When mother saw that, she scolded, and OlderThinh argued, "He helped himself, but I didn't force him". Mother was silent and said nothing. She meant to be unhappy.

Older Thinh studied very well. But at that time, there was a movement "to put aside the pen, to go battle fighting". Just finished high school, Older Thinh joined the army immediately.

Before Older Thinh left to the South, Younger Thinh went up to the army unit to visit his older brother. Younger Thinh stayed for more than ten days before leaving. The two brothers took each other to the end of the Mai Su forest road, then they stopped. Younger Thinh suddenly said:

- Change your clothes for me!

- Change clothes for what?

OlderThinh was bewildered.

- That means I will be a soldier and back to the army unit. And you will back home.

- Must not.

- All right, brother. I already knew all the guys in your unit. The command I also understood briefly. Go home and go to school. No one knows. Dad died. I can replace you to the battle. Please listen to me.

Younger Thinh looked at me earnestly.

Older Thinh was surprised by Younger Thinh's suggestion. Its nature was still the same. Younger Thinhalways got the hard parts for himself and Older Thinh also used to push the works for his brother. But this was life and death, human life. It was no joke. But OlderThinh found YoungerThinh so sincerely. Then the image of a girl with deep dark eyes that made OlderThinh suddenly dull. So OlderThinh took off his clothes.

When Older Thinh came home, his mother, as if she knew everything, immediately asked: "You're going to put his brother to death, right?". OlderThinh paled at mother's question but still tried to argue:

- He took it on himself, but I didn't force him. Indeed, it is true.

Older Thinh saw that there was no need to explain any more.

How can mother say anything. Parents gave birth but god gave characters. Each one had a personality. Mother's heart loved no one more than the other. And did not hate anyone. Mother just wanted what each of them did his own works. Moreover, mother hated those who often put their burdens on others' backs.Anyway, it was over. Older Thinh and Younger Thinh switched their roles. Younger Thinhbecame OlderThinhwho went to the battle. And Older Thinh became Younger Thinhstayed at home, did not go to school, played the role of gentle and simple, actively participated in local works.

Mother lived in silence, until the older brother decided to marry the younger brother's lover. Mother strongly objected. But still failed. Because mother was helpless. She could not tell the truth. Everything happened as if it was arranged by a mysterious hand. After that incident, mother became quiet and depressed. Her mind was focused to the son far away. By the time there was news of the death of Younger Thinh, mother's heart had completely shrunk.

… That was it. Your Younger uncle Thinh gave me both his life and his lover.

My father stopped talking. The secret about my family has been opened. I felt suffocated. The air in the room seemed to thicken. I got up and opened the window. A light breeze rushed into the room. It was late autumn outside. The weather was cool.

I comeback. My father was still lying motionless. Perhaps he was preparing to deal with an impending pain. I sat down next to the bed and said nothing. My father continued speaking slowly in his hard breath.

- Your mother didn't know at first. So I was happy too. I also lived in love. even though it was just a "borrowed" love. But after the truth uncovered, all was over. Your mother was very sad when she found out that she was deceived. Until there was news of Younger Thinh's death. Your mother was in a mental and emotional crisis.

Many times your mother sought to the death. But perhaps thanked to you and grandma who were always by your mother side, your mother also overcome the hardship. As for my part, from then on, it was also a complete difference… I didn't understand why I acted like that either. At that time, I wished that I could not follow to Younger Uncle Thinh. If I still was Older Thinhto go to the battle, how beautiful your life and everything would be much better. At that time, it was probably because I loved your mother very much.

Although I knew that your mother already loved YoungerThinh. But I could not restrainmy heart. I agreed to follow your uncle's suggestion, just because I wanted to have your mother. I thought that I got all. But that was not true. Then realized that in this world, if anyone gives us something, not sure that we will have it...

Up to here, his words were lower. His eyes squeezed shut. There were two clear drops of tear in his eye. His body was shaken. The pain began to torment him again. He struggled to endure. I felt so sorry for my father. How can I hurt for him?

The people who came to the funeral had all returned. Standing next to my father's grave were only my mother and grandma. I did not know if mother supported grandma or grandma helped mother. Then the two of them also dumped on my father's grave. Both were struggling to cry. In the past few days, my father also lived in the love of her mother and grandma. But now… the separation was passed, another one has been taking place.