Ο Άγιο Νικόλας στου Πατσούρου το 1999 [φωτ. Θ.Μ.] |
Ο περιπατητής των εξοχικών περιοχών, στο διάβα του, συχνά συναντά χαλάσματα σε απρόσμενα σημεία, τα οποία υποδηλώνουν την ανθρώπινη παρουσία σε παλιότερες εποχές. Τα χαλάσματα αυτά συνήθως παρουσιάζουν εικόνα εγκατάλειψης και ερήμωσης, αλλά ο προσεκτικός παρατηρητής μπορεί να εξάγει κάποια συμπεράσματα για την αλλοτινή χρήση των ερειπίων που ανακαλύπτει, αν μάλιστα συνδυάσει την επιτόπια παρατήρηση με κάποια μικρή έρευνα είτε στη βιβλιογραφία είτε στην τοπική προφορική παράδοση. Ένα τέτοιο μνημείο, τεκμήριο παλιότερης ανθρώπινης παρουσίας, το οποίο βρίσκεται στην περιφέρεια που περιβάλλει τον οικισμό της Παλιόχωρας Αβίας στη Δυτική Μάνη, είναι το ερειπωμένο εκκλησάκι Άγιος Νικόλαος στου Πατσούρου.
Η τοποθεσία
Η ακρογιαλιά της Παλιόχωρας βρίσκεται στη θέση όπου στην αρχαιότητα και στη ρωμαϊκή εποχή δέσποζε η πόλη της Αβίας και στα ύστερα βυζαντινά χρόνια η Μαντίνεια των Παλαιολόγων και των Ενετών[1]. Στα νότια του σημερινού οικισμού και μετά την ακρογιαλιά της Παλιόχωρας υπάρχουν συνεχόμενες δαντελωτές ακρογιαλιές, από τις οποίες κάποτε διερχόταν ένα δύσβατο παραλιακό μονοπάτι, το οποίο οδηγούσε στον σημερινό οικισμό Ακρογιάλι. Μέχρι πρόσφατα το μονοπάτι αυτό σε αρκετά σημεία της διαδρομής ήταν αδιάβατο, αφενός λόγω των κατολισθήσεων των βράχων της ακτής και αφετέρου λόγω της ανόδου της στάθμης της θάλασσας. Παραδοσιακά, και ως το 1950 περίπου, όλη η παραλιακή ζώνη αποτελούσε οικονομικό χώρο των κατοίκων του κοντινού μεσογειακού οικισμού Μεγάλη Μαντίνεια. Οι μεγαλομαντιναίοι διατηρούσαν στην περιοχή κατοικίες, ελαιοχώραφα, συκοχώραφα, συκόσπιτα και περιβόλια.
Μετά την Παλιόχωρα, λοιπόν, και πηγαίνοντας νότια συναντάμε πρώτα την ακρογιαλιά της Πορτέλας και στη συνέχεια την ακρογιαλιά του Πατσούρου, όπου βρίσκεται το υπό εξέταση ερημοκλήσι. Η συγκεκριμένη ακρογιαλιά οφείλει το όνομά της στον Ιωάννη Πατσούρο από το Νομιτσί της Μάνης[2], ο οποίος εγκαταστάθηκε εκεί στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν νυμφεύθηκε θυγατέρα μαντιναίικης οικογένειας, την Αθηνά Γαλανέα. Αν αγόρασε την έκταση ή την έλαβε ως προίκα δεν γνωρίζουμε. Γεγονός είναι, ότι έχτισε ένα μικρό δίπατο σπίτι και δημιούργησε ένα μικρό αγρόκτημα με ποτιστικά είδη, δεδομένου ότι στην περιοχή υπάρχει, και πιθανόν προϋπήρχε, ένα πηγάδι με άφθονο νερό. Τα παιδιά του εγκατέλειψαν την περιοχή, μεταναστεύοντας αλλού και δεν διατηρούν πλέον σχέσεις με το χωριό[3]. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής και την αμέσως επόμενη χρονική περίοδο, στο σπίτι αυτό κατοίκησε η πολυμελής οικογένεια του Μιχαήλ Λαγουδάκου. Μεταπολεμικά σπίτι και κτήμα ενοικιάστηκαν από την οικογένεια Σωτηρίου Τζαν. Παπαδέα. Όμως απέμεινε το τοπωνύμιο του Πατσούρου τα βράχια, που θυμίζει τον αρχικό ιδιοκτήτη.
1999. Η ακρογιαλιά με το γερό ακόμα σπιτάκι [φωτ. Θ.Μ.] |
1999. Ο Άγ. Νικόλαος καταμεσής στο περιποιημένο τότε περιβόλι [φωτ. Θ.Μ.] |
Ιστορικές πληροφορίες
Στις παρυφές του αγροκτήματος, σε απόσταση εκατό μέτρων περίπου από την ακτή, βρίσκονται τα ερείπια του εξωκλησιού του Αγίου Νικολάου. Το παρελθόν του εξωκλησιού χάνεται στην αχλύ του χρόνου. Πάντως υπήρχε πριν εγκατασταθεί στην περιοχή ο Ι. Πατσούρος, διότι αναφέρεται το 1805 από έναν Άγγλο περιηγητή, όπως θα δούμε παρακάτω. Η αφιέρωσή του στον προστάτη των ναυτικών Άγιο Νικόλαο πιθανότατα οφείλεται στο παραθαλάσσιο της τοποθεσίας. Ίσως τα παλιότερα χρόνια το εξωκλήσι, σε συνδυασμό με το κοντινό πηγάδι, αποτελούσε τόπο προσωρινού ελλιμενισμού και ανεφοδιασμού με νερό για τα περαστικά καΐκια. Πότε ακριβώς χτίστηκε, δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί. Οι παλιότεροι κάτοικοι της περιοχής δεν θυμούνται το εξωκλήσι να λειτουργιέται. Το θυμούνται ερειπωμένο, με ένα καντήλι να καίει πάντα στην κόγχη του ιερού του, όπως και σήμερα. Πιθανότατα βρίσκεται σε ερειπωμένη κατάσταση πάνω από διακόσια χρόνια, διότι έτσι αναφέρεται το 1805.
Συγκεκριμένα ο Άγγλος περιηγητής William Gell επισκέφτηκε την περιοχή το Μάρτιο του 1805 και κράτησε λεπτομερείς σημειώσεις για τη διαδρομή Καλαμάτας-Κιτριών. Τις παρατηρήσεις του μετέφερε σε τουριστικό οδηγό, τον οποίο εξέδωσε το 1817 και αργότερα σε περιηγητικό κείμενο, το οποίο δημοσίευσε το 1823 στο Λονδίνο[4]. Στον τουριστικό οδηγό του αναφέρει, ότι τέσσερα λεπτά της ώρας μετά την Παλιόχωρα συνάντησε μία εκκλησία δίπλα σε μία λαγκαδιά, την οποία η Σοφία Καπετανάκη εύστοχα ταυτίζει με το εξωκλήσι του Αγίου Νικολάου[5].
Στο περιηγητικό του βιβλίο ο W. Gell σημειώνει για την ίδια τοποθεσία:
«Περάσαμε και άλλη μία εγκαταλελειμμένη εκκλησία σε ένα λαγκάδι, σε μιαν απότομη και επικίνδυνη κατηφοριά, που οδηγούσε σε ένα κεραμουργείο στο μυχό ενός μικρού κόλπου».[6]
Εδώ ο Gell μας δίνει την πληροφορία, ότι η εκκλησία ήταν εγκαταλελειμμένη το Μάρτιο του 1805 που την αντίκρισε. Ίσως να μη βρισκόταν στην ερειπιώδη κατάσταση που είναι σήμερα, αλλά σίγουρα θα παρουσίαζε εικόνα εγκατάλειψης και ερήμωσης, με πεσμένη στέγη, κατεστραμμένες θύρες, συλημένο εσωτερικό. Όσο για το κεραμουργείο το οποίο αναφέρει, βρισκόταν τρία λεπτά νοτιότερα, σύμφωνα με τον δικό του, λεπτομερέστερο, τουριστικό οδηγό[7]. Επομένως, το εκκλησάκι είχε κτιστεί πριν από το 1805. Σε κάποια χρονική στιγμή, η οποία δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί, εγκαταλείφθηκε. Δεν αποκλείεται κατά τη λαίλαπα των Ορλοφικών στα 1770, όταν οι τουρκαλβανοί επιδρομείς εδήωσαν την περιοχή, εισέβαλαν στην ενδοχώρα και «εσκλάβωσαν τους Μαντιναίους όπου ήταν στο καταφύγι»[8], να λεηλάτησαν και τον Άγιο Νικόλαο του Πατσούρου. Αλλά αυτό είναι μόνο μια εικασία.
Έκτοτε μάλλον δεν ανοικοδομήθηκε ξανά, δεδομένου ότι η παραλιακή ζώνη έμεινε ακατοίκητη ως το 1850 περίπου, διότι δεν παρείχε ασφάλεια. Όμως, ο ερειπιώνας διατηρήθηκε καθώς και το ναωνύμιο Άγιος Νικόλαος που υπενθυμίζουν την αλλοτινή ύπαρξη της εκκλησίας. Οι μεταγενέστεροι κάτοικοι της περιοχής σεβάστηκαν την ιερότητα του χώρου, τον φρόντισαν στοιχειωδώς και τον μετέτρεψαν σε εικονοστάσι, στο οποίο οι περαστικοί ανάβουν ευλαβικά το καντήλι που υπάρχει στην κόγχη του Ιερού Βήματος.
Ο βορινός κι ο μισογκρεμισμένος νότιος τοίχος και το χαμηλό "τέμπλο" [φωτ. Θ.Μ. δεκ. '90] |
Η εικόνα του ερειπίου
Κατά την επίσκεψή μας στην περιοχή, το Φεβρουάριο του 1999, διαπιστώσαμε ότι πρόκειται για έναν πετρόχτιστο ναΐσκο με ορθογώνιο σχήμα, διαστάσεων 3x6 μέτρων περίπου. Ο χώρος του Ιερού Βήματος χωρίζεται από τον κυρίως ναό με ένα χαμηλό τοιχίο (τέμπλο) δημιουργώντας έναν ξεχωριστό χώρο 3x2 μ. Η είσοδος στο Ιερό Βήμα παρουσιάζει μία πρωτοτυπία, διότι δεν βρίσκεται στο κέντρο του τέμπλου αλλά στη δεξιά (νότια) πλευρά του και είναι μοναδική. Ομοίως, η είσοδος του ναού δεν βρισκόταν στο κέντρο του δυτικού τοίχου, αλλά στη δεξιά πλευρά του, όπως διακρίνεται στον μισογκρεμισμένο εξωτερικό τοίχο.
Από την αρχική τοιχοποιία σώζεται το μεγαλύτερο μέρος του βορινού τοίχου σε ύψος δύο μέτρων περίπου. Ο απέναντι νότιος τοίχος είναι σχεδόν κατεστραμμένος. Το πέτρινο χώρισμα-τέμπλο είναι χαμηλό, ύψους ενός μέτρου. Στην ανατολική πλευρά η τοιχοποιία βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση. Φαίνεται πως έχει συντηρηθεί και ανακαινιστεί σε νεότερη εποχή, διότι χρησιμεύει ως εικονοστάσι. Η κόγχη του Ιερού είναι μια ημικυκλική κουφωτή προεξοχή προς την ανατολική πλευρά του τοίχου, η οποία καταλήγει σε ένα στενό άνοιγμα, που επιτρέπει την είσοδο ελάχιστου φωτισμού στο εσωτερικό της. Επάνω στην κόγχη έχει τοποθετηθεί ένας μεταγενέστερος σταυρός.
Στο γύρω χώρο υπάρχει ένα λιθόχτιστο πηγάδι με αντένα νεότερης κατασκευής. Το βάθος του είναι δύο-δυόμισι μέτρα. Το περίγραμμά του έχει πάχος 30 εκ. περίπου και ανυψώνεται πάνω από το έδαφος στο ύψος του γόνατου, σχηματίζοντας ένα προστατευτικό πηγαδόχειλο. Μόνο σε ένα σημείο υπάρχει άνοιγμα, το οποίο συνοδεύεται από δύο πέτρινες γούρνες για το πότισμα των ζώων.
Το πηγάδι με την αντένα [φωτ. Θ.Μ. 1999] |
Ιστορικό διατηρητέο μνημείο
Τα υπάρχοντα κατάλοιπα του ναού του Αγίου Νικολάου αποτελούν ένα μνημείο της τοπικής μεταβυζαντινής ιστορίας. Η επιστημονική μελέτη του ερειπιώνα μπορεί να μας οδηγήσει σε συμπεράσματα για το χρόνο κατασκευής του και για τις αρχιτεκτονικές συνήθειες και επιδράσεις των μαστόρων του. Έτσι θα αποκτήσουμε μία πληρέστερη εικόνα για την ιστορία του τόπου. Μέχρι σήμερα η ευσέβεια των ντόπιων το διέσωσε από την εξαφάνιση, και το απόμερο της περιοχής από κάποια καταστροφική «ανακαίνιση». Όμως οι εποχές έχουν αλλάξει και συχνά στο όνομα της «ανάπτυξης» ξεχνιούνται οι παραδοσιακές αξίες. Γι’ αυτό ήταν απαραίτητη η νομική κατοχύρωση. Το 1993 το «Τοπικό Συμβούλιο Μνημείων ΝΔ Ελλάδος» αναγνώρισε την ανάγκη ο ναός να διατηρηθεί όπως είναι, ώστε να μελετηθεί από τους ειδικούς. Στην υπ’ αρ. 6 (21/9/93) συνεδρίασή του γνωμοδότησε ομόφωνα να χαρακτηριστεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο. Η σχετική υπουργική απόφαση έχει ως εξής[9]:
Αριθ. ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β1/Φ30/50434/1062
Χαρακτηρισμός Ι.Ν. Αγίου Νικολάου Παλιόχωρας Αβίας Νομού Μεσσηνίας, ως ιστορικού διατηρητέου μνημείου.
Η ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Έχοντας υπόψη...[10]
... 4. Την ομόφωνη γνωμοδότηση του Τοπικού Συμβουλίου Μνημείων Νοτιοδυτικής Ελλάδας, όπως διατυπώθηκε στην αριθ. 6 (21-9-93) συνεδρία του, αποφασίζουμε:
Χαρακτηρίζουμε τον Ι.Ν. Αγίου Νικολάου, που βρίσκεται στην περιοχή Παλιόχωρα της κοινότητας Αβίας, επαρχίας Καλαμών, ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο με ζώνη προστασίας 2 μ. γύρω του. Πρόκειται για μονόχωρο, ερειπωμένο ναΰδριο με ημικυκλική αψίδα. Το μνημείο διατηρείται σε μέγιστο ύψος 1,70 μ.
Η απόφαση αυτή δεν θα επιβαρύνει τον Κρατικό Προϋπολογισμό. Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Αθήνα, 12 Νοεμβρίου 1993.
Με εντολή Υπουργού, Ο Προϊστάμενος της Δ/νσης, Ν. ΖΙΑΣ
2018. Σχεδόν ερειπωμένο το παλιό σπιτάκι [φωτ. Θ.Μ.] |
2018. Άγρια και πυκνή βλάστηση σκεπάζει το μνημείο [φωτ. Θ.Μ.] |
Ο τόπος άγριεψε, το καντήλι έσβησε
"Tο σήμαντρό της δε χτυπά, δεν έχει ψάλτη ούτε παπά. Ένα καντήλι θαμπερό και έναν πέτρινο σταυρό, έχει στολίδι μοναχό το εκκλησάκι το φτωχό." [Το εκκλησάκι, Άγγελος Βλάχος (1838-1920)]
Όπως αναφέρει το παλιό παιδικό ποιηματάκι του Άγγελου Βλάχου, ο Αγιονικόλας δεν είχε ούτε σήμαντρο ούτε παπά. Όμως, αν και ερειπωμένος, ήταν εμφανής και περιποιημένος μέχρι πριν από λίγα χρόνια. Ώσπου τα μοναδικά του στολίδια, το καντήλι κι ο πέτρινος σταυρός που διακρίνονταν για αιώνες, σκεπάστηκαν από την πυκνή βλάστηση και χάθηκαν καθώς ο τόπος ερήμωσε κι άγριεψε.
Τα καλοκαίρια η βοτσαλόσπαρτη ακρογιαλιά προσελκύει αρκετούς λουόμενους, καθώς είναι απόμερη, σχετικά δυσπρόσιτη και περιβάλλεται από γραφικά βραχάκια. Πολλοί χαζεύουν και φωτογραφίζουν το παλιό σπίτι του Πατσούρου που είναι πια ερειπωμένο. Λίγοι υποψιάζονται πως κάτω από την πυκνή, άγρια βλάστηση που έχει σκεπάσει το παλιό περιβόλι και το πηγάδι, κρύβεται ένα μεταβυζαντινό μνημείο, του οποίου το καντήλι κανείς δεν ανάβει πια.
Θοδωρής Μπελίτσος, 6.12.22.
Αναδημοσίευση με προσθήκες από: Θ. Μπελίτσου «Εν Αβία», 2016, σελ. 198-201 και «Ιθώμη» Καλαμάτας, 45 (Αύγουστος 2001), σελ. 42-45.
[1] Καπετανάκης Σταύρος «Οι Μαντίνειες της Μάνης», Αθήνα 1996, σελ. 23 κ.επ. και 31 κ.επ.
[2] Στα 1870 περίπου το επώνυμο αναφέρεται στο Νομιτσί και στο Κουτήφαρι (νυν Θαλάμες) ως «Πατσουρέας» και στα 1840 ως «Πατζουρέας».
[3] Καπετανάκης Σταύρος, ό.π. σελ. 555.
[4] Καπετανάκη Σοφία, «Περιγραφή της διαδρομής Καλαμάτας-Κιτριών από τον W. Gell», Λακωνικαί Σπουδαί Ι΄ (1990), σελ. 499-500. Καπετανάκης Σταύρος, ό.π. σελ. 107.
[5] Καπετανάκη Σοφία, ό.π. σελ. 504 (χάρτης) και 511 (σημ. 1).
[6] Καπετανάκης Σταύρος, ό.π. σελ. 108.
[7] Καπετανάκη Σοφία, ό.π. σελ. 511.
[8] Β. Πατριαρχέα, «Δίπτυχον ιστορικόν και φιλολογικόν της Εθνεγερσίας», 1971, σελ. 614.
[9] ΦΕΚ 873 (30 Νοεμβρίου 1993), τ. Β΄.
[10] Από το κείμενο της απόφασης παρέλειψα την τυπική αναφορά διαφόρων νομικών διατάξεων. Η απόφαση πάρθηκε κατά τη θητεία της υπ. Πολιτισμού Ντόρας Μπακογιάννη, μεσολάβησαν εκλογές και τελικά υπογράφτηκε και δημοσιεύτηκε σε ΦΕΚ από την επόμενη υπουργό Μελίνα Μερκούρη.
Από https://belitsosquarks.blogspot.com/