Νοσταλγικές δραπετεύσεις από την ανεκπλήρωτη καθημερινότητα
Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //
Τίνα Κουτσουμπού, «Το νερό που μ’ εκδικήθηκε. Και άλλες ιστορίες του νου». ΑΩ Εκδόσεις. Καλύβια Αττικής, 2021
Αν κρίνουμε από τη βάση της πολύχωρης και εξυπηρετικής βάσης της βιβλιονετ, παρατηρούμε πως η Τίνα Κουτσουμπού έχει εκδώσει ως τώρα τρεις συλλογές διηγημάτων της, ενώ αρκετά ακόμα απ’ αυτά δημοσιεύτηκαν παλιότερα σε κάποιες ανθολογίες. Μετά λοιπόν από τις προηγηθείσες ‘Ο καινούργιος και επτά ακόμη διηγήματα’ (Γαβριηλίδης. Αθήνα, 2015), ‘Του καιρού γυρίσματα. Κι επτά ακόμη διηγήματα’ (Διάνυσμα. Λάρισα, 2016) και τις ‘Ιστορίες του Νότου’ (Μικρές εκδόσεις. Αθήνα, 2018), η συγγραφέας επανακάμπτει με την παρούσα συλλογή από τις εκδόσεις Α Ω, ετούτη τη φορά. Είκοσι έξι μικρά κείμενα αποτελούν το βιβλίο, πολλά από τα οποία δημοσιεύτηκαν κατά καιρούς σε ηλεκτρονικές κατά κανόνα ιστοσελίδες, όπως στα ‘24γράμματα’, στο ηλεκτρονικό περιοδικό ‘frear’, στο ‘fractal-η γεωμετρία των ιδεών’ και στο περιοδικό ‘Βακχικόν’.
Γεωμετρικός τόπος όλων των ιστοριών της Τίνας Κουτσουμπού, αποτελεί η αέναη επιθυμία του ανθρώπου για βελτίωση των συνθηκών της ζωής τόσο της δικής του, όσο και των συνανθρώπων του. Οι κύριοι χαρακτήρες των διηγημάτων δείχνουν να ωθούνται, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, συνειδητά ή όχι, από κάποια αόρατη εσωτερική δύναμη για ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης των πραγμάτων και των δυσμενών συνθηκών του περίγυρου. Με χαμηλούς τόνους, καθώς και με υφέρπουσα φωνή οδηγούνται με κατεύθυνση το μέλλον, εκεί όπου εκείνοι θέλουν και επιθυμούν. Όπως προτάσσουν ενδόμυχα οι πόθοι και βαθύτερες επιθυμίες τους. Η βοήθεια στον πλησίον, η όποιας μορφής υποστήριξη, η φιλανθρωπία, η φροντίδα του ανήμπορου, η συναδελφικότητα, η αλληλεγγύη, εκδηλώνονται με κάθε τρόπο και με κάθε ευκαιρία από τους ολίγους αριθμητικά πρωταγωνιστές των ιστοριών αυτών. Οι τελευταίες, ξετυλίγονται σε πρώτο ή τρίτο πρόσωπο και αφορούν κυρίως την σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα.
Η ενασχόληση με τη λογοτεχνία, αυτή που «… είναι το αλατοπίπερο που κάνει τη ζωή υποφερτή και πως μαζί της ταξιδεύεις ανέξοδα και ακούραστα», αποτελεί τον πυρήνα του διηγήματος ‘Δοσμένη υπόσχεση, ακριβή’ από τα πρώτα της συλλογής που περιστρέφεται γύρω από την πολύχρονη οικονομική κρίση της χώρας μας και με τις λίστες των χρόνια ανέργων να αυξάνονται ανησυχητικά. Στην ιστορία ‘Η απόπειρα’, μια φυσιοθεραπεύτρια θεωρούσε πρόκληση για τις γνώσεις της, τον ψυχισμό της και τις επαγγελματικές της ικανότητες να έρθει όσο κοντύτερα γινόταν με μια συγκεκριμένη ασθενή της. Να βοηθήσει όχι μόνο τον καταβεβλημένο της οργανισμό με την μειωμένη κινητικότητα, σημείο κεντρικό της εργασίας της, αλλά παράλληλα και να έρθει αρωγός των βαθύτερων και πολύπλευρων προβλημάτων της, εκείνων που αφορούσαν την ψυχική της σφαίρα, κάτι έξω από τα αυστηρά και εστιασμένα καθήκοντά της. Στην ασθενή της υπόβοσκαν πληθώρα παρελθόντων προβλημάτων, όπως διαλυμένη οικογένεια, στραπατσαρισμένη εφηβεία και φυσικά κατάθλιψη και απονενοημένες απόπειρες, όπως γίνεται σε μεγάλο βαθμό σε αυτές τις περιπτώσεις. Ο Περικλής Ιωάννου, ο γιατρός στο διήγημα ‘Η ελπίδα του Ιμάντ’ που υπηρετεί για χρόνια στο Κέντρο Υγείας του ακριτικού νησιού, έρχεται αντιμέτωπος όχι μόνο με τις ορδές των εξαθλιωμένων μεταναστών που ξεβράστηκαν στις ακτές τους, μια μάλλον συνηθισμένη γι’ αυτούς εικόνα, αλλά και με τον συνάδελφό του από τον ιατρικό χώρο, οδοντίατρο και σπουδαγμένο στη Θεσσαλονίκη Ιμάντ. Στη ‘Μέλπω’, μια μεσόκοπη γυναίκα αλλά άτυχη, ποικιλοτρόπως, στην προσωπική, οικογενειακή και επαγγελματική της ζωή, βρίσκει καταφύγιο και αποκούμπι στα παιδικά χωριά ΣΟΣ, ως εθελόντρια μητέρα, νοιώθοντας πως έτσι μια καινούργια ζωή τής έκλεινε το μάτι και μια άλλη νέα και λίαν ενδιαφέρουσα χρονική περίοδος ανοιγόταν ξεκάθαρα και ελπιδοφόρα μπροστά της.
Τίνα Κουτσουμπού
Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, όλες οι ιστορίες τοποθετούνται γεωγραφικά σε μέρη της χώρας μας και χρονικά στις τελευταίες δύσκολες δεκαετίες που σημάδεψαν σε ικανό βαθμό ανθρώπους και καταστάσεις. Μαζί τους επώδυνα παιχνίδια της μοίρας, σωματικές και ψυχολογικές ανεπάρκειες διαφόρων αιτιών, άκαρδη και άπονη ζωή σε πολλές περιπτώσεις, κι’ αλλού πρόωρη και σημαδιακή ενηλικίωση. Οι κύριοι χαρακτήρες αναζητούν κάποιο αποκούμπι, το παλιό σε κάποιες ιστορίες δέσιμο ώστε να περάσουν «… μαζί και ξυστά τα δύσκολα», με τον θάνατο να φαντάζει για κάποιους ως αναγκαστική αλλά υπέρτατη ή επιθυμητή ανακούφιση. Σε κάθε ιστορία της συλλογής κάνει την εμφάνισή της μια καινούργια ευκαιρία να αναδειχτούν πολλές εκφάνσεις και λεπτομέρειες του βίου των ατόμων στη χώρα μας. Ο περίφημος ξενιτεμός ή επί το ορθότερον εξαγωγή και μετανάστευση εγκεφάλων, τα μνημόνια, η υποαπασχόληση των περισσότερων, τα απατηλά και ανεκπλήρωτα όνειρα καθώς και η ανεργία ειδικά στο χώρο των νέων, τα συνήθη σύνθετα προβλήματα των ηλικιωμένων, όλα έρχονται και τονίζονται με χαλαρή και ήρεμη φωνή, χωρίς ακρότητες, υπερβολές και φανατισμούς.
Η ‘Μυστική συνομιλία’, ίσως τελικά να αποτελεί την συμπύκνωση όλων όσων προηγήθηκαν στη πολύχρονη ζωή δύο ανθρώπων, τις ασχημάτιστες φράσεις και τα ανείπωτα λόγια που δεν ξεκαρφώθηκαν από τα χείλη του ενός, τις λύπες και τις χαρές κάτω από ένα άλλο μεταγενέστερο πρίσμα, τους όμορφους και επώδυνους μακρείς απολογισμούς, τις υποσχέσεις και τα όνειρα, τις εξομολογήσεις που δεν πρόλαβαν να ειπωθούν, τα βήματα και τα ταξίδια της καρδιάς χωρίς αποσκευές και χάρτες που δεν έγιναν ποτέ, κι’ όλα όσα «… τα σκότωσε ο χρόνος και η σιωπή». Μια εκ βαθέων εξομολόγηση και εσωτερική κραυγή του ενός απέναντι στην σωματική και διανοητική ανημποριά του άλλου, μια μυστική συνομιλία, με περίσσια δύναμη εκφραστικότητα, με ονειρικές φράσεις και απύθμενη αγάπη. Ίσως, τελικά, η καλύτερη, κατά κάποιο τρόπο, στιγμή του βιβλίου! Μια αξιόλογη τετρασέλιδη ανάλυση της Διώνης Δημητριάδου βρίσκεται στην αρχή του βιβλίου. «…Τα πρόσωπα εδώ ακροβατούν ανάμεσα σε ένα δύσκολο παρόν, που τους απογοητεύει ή αποθαρρύνει και σε ένα επινοημένο, φανταστικό σκηνικό που τους καλεί σε αναμέτρηση με τις πραγματικές τους δυνατότητες….», διαβάζουμε κάπου σε αυτή, ενώ «…το απώτατο όριο στο οποίο θα φτάσει ο καθένας θα εξαρτηθεί από τη σημασία που θα δώσει στη βαθύτερη επιθυμία του, ακόμη κι αν αυτή έχει τη μορφή ενός ονείρου που μοιάζει ακατόρθωτο, συχνά καταργώντας το ρεαλιστικό πλαίσιο της συμβατικής ζωής…».