ΑΣΙΑ ΜΟΥ ΜΙΚΡΑ – Πέμπτη 6 Οκτωβρίου @ LUX

 

Μουσικοποιητική παράσταση βασισμένη σε κείμενα από το ομώνυμο βιβλίο του Ηλία Παπακωνσταντίνου. 

 

Το ποιητικό έργο  ΑΣΙΑ ΜΟΥ ΜΙΚΡΑ αποτελείται από ποιήματα, πεζό λόγο και στίχο.  

Εκδόθηκε από τις Εκδόσεις Αγγελάκη – Αττικός και είναι αφιερωμένο στη μνήμη των προσφύγων από την Μικρά Ασία και τον βίαιο ξεριζωμό τους από τον μαγικό τόπο τους. 

 

Η αδικία και το δράμα του πολέμου και της προσφυγιάς δεν αφήνουν ασυγκίνητο  τον   διακεκριμένο λογοτέχνη Ηλία Παπακωνσταντίνου, στο σύνολο του έργου του.  

Μέσα από την ιδιαίτερη γραφή του στο συγκινητικό Ασία μου Μικρά εξετάζει τα τραγικά γεγονότα του ξεριζωμού μέσα από ένα πρίσμα πανανθρώπινο, αντιπολεμικό αλλά και έντονα πολιτικοποιημένο.  

 

Τα κείμενα διανθίζονται με μουσική και  γνωστά τραγούδια από τις ερμηνεύτριες Αργυρώ Καπαρού και Θέλμα Καραγιάννη και τους μουσικούς Γεωργία Τσολάκη στο βιολί, Αρετή Κοκκίνου στην κιθάρα και την μουσική επιμέλεια. 

 

Στην εκδήλωση θα ακουστούν, μεταξύ των άλλων, μελοποιημένα ποιήματα του Ηλία Παπακωνσταντίνου σε μουσική της Αρετής Κοκκίνου.  

 

Αφηγητές   η ηθοποιός Άννα Ψαρρά ( φιλική συμμετοχή) και ο συγγραφέας. 

 

 

ΧΩΡΟΣ:   LUX   Ψαρών 26 Μεταξουργείο    2105240888   ΕΝΑΡΞΗ 8.30μμ 

 

 

 




...








ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΑΡΧΟΝΤΗΣ "Θα σου πω ...πώς έζησε"

 



Παναγιώτης Αρχοντής : Θα σου πω ...πώς έζησε
Εκδότης ; ΔΙΑΝΟΙΑ
Χρονολογία Έκδοσης : Ιούλιος 2021
Αριθμός σελίδων : 236
Διαστάσεις : 21x15
ISBN : 139786185437305



Περίληψη

Στα άδυτα του Βατικανού, έναςνεαρός δόκιμος ιερέας βρίσκεται αντιμέτωπος με μια αποτρόπαια διαπίστωση. Οι απαγωγές των παιδιών σε παγκόσμια κλίμακα,, γίνονται όπλο στα χέρια των πιο αδίστακτων τρομοκρατών, στην ιστορία του πλανήτη.

Στόχος, η διάλυση του Δυτικού τρόπου ζωής και του μοντέρνου κοινωνικού συστήματος. Μέθοδος, η θανάτωση των παιδιών με συμβολικό τρόπο, προκειμένου να γκρεμιστεί και η θρησκευτική ασπίδα του Δυτικού πολιτισμού. Τόπος εκτέλεσης του τρομοκρατικού σχεδίου, ο τόπος που όλα ξεκίνησαν. Η Ελλάδα...

Οι τρομοκράτες έχοντας στα χέρια τους το παιδί της Προέδρου Δημοκρατίας της Ελλάδας, ξεκινούν την αιώνια πάλη του καλού και του κακού, αυτή τη φορά με πολύτιμο έπαθλο το μέλλον της ανθρωπότητας. Τα παιδιά...

Ο Νίκος, σωματοφύλακας της Προέδρου Δημοκρατίας της Ελλάδας. Η Άρτεμις, απόγονος των αρχαίων νυμφών και αμαζόνων. Η μοίρα τους φέρνει κοντά στα βουνά της Ελλάδας και ο έρωτας τους ενώνει. Με σύμμαχους μια πολιτικό ηγέτιδα, που θα ήθελαν πολλοί λαοί, ένα υψηλό στέλεχος της ΕΥΠ και τρεις ιερείς από διαφορετικά δόγματα, ξεκινούν την μάχη ενάντια στο χρόνο, για την επικράτηση του καλού ενάντια στο κακό.

Έναβιβλίο με 24 κεφάλαια. Κάθε κεφάλαιο ένα γράμμα. Η ιστορία ζωής, του Νίκου και της Άρτεμης... θα γίνει η αιτία για να ξαναγεννηθεί ένα κράτος και η ελπίδα στον κόσμο.

 
Βιογραφικό: 

Ο Παναγιώτης Αρχοντής γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Καρδίτσα. Με καταγωγή από την Θάσο, περνάει τα παιδικά του καλοκαίρια στο όμορφο νησί της Μακεδονίας και ονειρεύεται να γίνει Αξιωματικός. Εισάγεται στη Σχολή Ευελπίδων και αποφοιτά το 1991. Έχει master στις Διεθνείς Σχέσεις και την εφαρμοσμένη Στρατηγική από το πανεπιστήμιο του Plymouth. Επίσης, πιστοποιητικό παρακολούθησης σπουδών στο Τμήμα Ανθρωπίνων Επιστημών του Harvard, με εξειδίκευση στην μελέτη της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας. Το πάθος του είναι η Ελλάδα, τα βιβλία και η θάλασσα. Μετά από 30 χρόνια υπηρεσίας αποτραβιέται στη Γαλλία, όπου και ζει μέχρι σήμερα. Είναι παντρεμένος και έχει 2 παιδιά. Το “ΘΑ ΣΟΥ ΠΩ…ΠΩΣ ΕΖΗΣΕ”, είναι το 2ο συγγραφικό έργο μετά το “ΕΒΡΟΣ”.






ΗΛΙΑΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ "Ημέρα Τρίτης Ηλικίας: Το νόημα της ζωής (Όταν βλέπω…τότε νιώθω…) "

 «Σεβάσου τους ηλικιωμένους, όταν είσαι νέος. Βοήθησε τους αδύναμους, όταν είσαι δυνατός. Ομολόγησε τα λάθη σου, όταν είσαι λάθος. Γιατί κάποια μέρα θα είσαι κι εσύ ηλικιωμένος, αδύναμος και λάθος»

Αφότου η 1η Οκτωβρίου κάθε έτους καθιερώθηκε ως παγκόσμια ημέρα της Τρίτης Ηλικίας, οι ηλικιωμένοι βρίσκονται – έστω και για μια μέρα – στο προσκήνιο. Ακούγονται λόγια συμπάθειας και σεβασμού σε όσους ο χρόνος βαραίνει τους ώμους τους. Δεν λείπουν, βέβαια, και οι υπερβολές όσον αφορά το θαυμασμό προς τους ξωμάχους της ζωής, άσχετα αν αυτοί το μόνο που πέτυχαν στη ζωή τους ήταν απλά να επιβιώσουν, χωρίς να πετύχουν κάτι ξεχωριστό ή να αφήσουν κάτι δημιουργικό ως παρακαταθήκη στις επερχόμενες γενεές.

 

Τότε αυτόματα έρχεται στην επιφάνεια το φιλοσοφικό ερώτημα, αν ο σεβασμός και ο θαυμασμός είναι κάτι που οφείλουμε σε κάποια πρόσωπα (γονείς, δάσκαλοι…), θεσμούς (στρατός…) ή σύμβολα (σημαία...) ή αν κερδίζεται και υποβάλλεται από τα αντικείμενα του σεβασμού και του θαυμασμού.

H Τρίτη  Ηλικία στην αρχαιότητα

Οι αρχαίοι θεσμοθέτησαν τη Γερουσία ως νομοθετικό σώμα, δηλώνοντας έτσι εξ υπαρχής πως η γνώση, η σοφία και η εμπειρία ενυπάρχουν αξιωματικά στους ηλικιωμένους. Άρα ο σεβασμός στους ηλικιωμένους συνιστούσε ατομική αρετή και κοινωνική αξία. Για τους αρχαίους τα γηρατειά και η φρόνηση βάδιζαν παράλληλα. Κάθε παρέκκλιση από αυτό το σχήμα Γηρατειά = Σοφία προκαλούσε αρνητικά σχόλια

Γνωστή είναι η οργή του Κρέοντα προς τον Χορό, όταν αυτός με τα λεγόμενά του αντιτάσσεται στις πράξεις του («άναξ μη τι και θεήλατον  τούργον τόδε»– βασιλιά μήπως το έργο αυτό είναι και θεόσταλτο). Στο υβριστικό ξέσπασμα του Κρέοντα εμπεριέχεται όλη η αρχαία απαίτηση – θέληση οι γέροντες να είναι και φορείς γνώσης, φρόνησης και ορθού λόγου:

«Παύσαι, πριν οργής  καμέ μεστώσαι λέγων,/ μη ‘φευρεθής άνους τε και γέρων άμα...» (Πάψε, πριν με γεμίσεις με οργή μιλώντας, και μη φανείς ότι είσαι άμυαλος ενώ είσαι γέροντας) (Σοφοκλέους «Αντιγόνη»).

Η παράδοση, λοιπόν, είναι με το μέρος της Τρίτης Ηλικίας ως προς τον απαιτούμενο σεβασμό. «Γιατί ο σεβασμός δεν είναι κάτι που κερδίζεται λόγω επιδόσεων του προσώπου που σεβόμαστε. Ο σεβασμός πηγάζει από μια ιδιότητα, από κάτι που είναι, όχι από κάτι που κάνει το συγκεκριμένο πρόσωπο»(Γ.Ν. Σιδέρη, «Τα παιδιά δεν θέλουν ψυχολόγο…Γονείς θέλουν»).

Η ζωή είναι περιπέτεια

Ωστόσο, πολλοί είναι εκείνοι που αμφισβητούν την παραπάνω αντίληψη – την οποία θεωρούν άκρως συντηρητική – και αντιτείνουν το επιχείρημα πως ο καθένας αξιολογείται θετικά όχι από τα πόσα χρόνια έζησε αλλά από το «πώς» τα έζησε και τι πέτυχε. Η απλή, δηλαδή, επιβίωση δεν συνιστά από μόνη της «αξία».

Η ζωή είναι μια πάλη, μια κίνηση, μια περιπέτεια, μια σύγκρουση με το άγνωστο, το ανέλπιστο, το τυχαίο και το «μοιραίο». Το αποτέλεσμα αυτής της πάλης στεφανώνει τους νικητές και όχι όσους συμβιβάστηκαν ή προσαρμόστηκαν στις ποικίλες «αναγκαιότητες» της ζωής.

«Ζω δεν σημαίνει αναπνέω, σημαίνει ενεργώ, σημαίνει χρησιμοποιώ τα όργανά μου, τις αισθήσεις μου, τις ικανότητές μου, όλα τα μέρη του εαυτού μου που μου δίνουν τη συναίσθηση της ύπαρξής μου. Ο άνθρωπος που έζησε περισσότερο δεν είναι εκείνος που μέτρησε περισσότερα χρόνια, αλλά όποιος ένιωσε περισσότερο τη ζωή».(Ρουσσώ)

Ζωή για το Ρουσσώ είναι η δημιουργία και η θέληση να αφήσουμε κάτι σε αυτούς που θα έρθουν. Ζωή είναι η τέχνη να μαθαίνω, να αποκτώ εμπειρίες και να αισθάνομαι ότι αποτελώ ακριβό κομμάτι αυτού του κόσμου.

Βέβαια κάποιοι θα υποστηρίξουν πως η φυσική επιβίωση συνιστά τον απόλυτο νόμο της φύσης και δεν υπακούει στις ηθικές ή κοινωνικές αξιολογήσεις. Γι’ αυτούς ζωή σημαίνει η σιγουριά, η διάσωση, η βεβαιότητα και η αποφυγή του πόνου και του φόβου. Και είναι πολλοί αυτοί που ακολουθούν αυτό το δρόμο: προσαρμόζονται, συμμορφώνονται και επιβιώνουν.

Η ζωή και οι κίνδυνοι

Για πολλούς, όμως, στοχαστές το βαθύτερο νόημα της ζωής του ανθρώπου βρίσκεται όχι στην αναζήτηση κι εξασφάλιση της «βεβαιότητας» αλλά στην πάλη με το άγνωστο και τον κίνδυνο. Μια ζωή, δηλαδή, περιχαρακωμένη στην ασφάλεια και στη σιγουριά της απόλυτης βεβαιότητας περιπίπτει σε τέλμα και χάνει κάθε στοιχείο ελευθερίας. Αντίθετα η διακινδύνευση της βεβαιότητας και η καθημερινή τριβή με τον κίνδυνο χαρίζει στη ζωή εκείνη τη φλόγα που φωτίζει τις μυστικές διαδρομές της ελευθερίας και της αυτοεπιβεβαίωσης.

Η ζωή, επομένως, προσμετράται ή και αποτιμάται ως θετικό στοιχείο μόνο στο βαθμό που συνειδητοποιούμε ότι μπορεί να τη στερηθούμε. Ο κίνδυνος είναι ταυτισμένος με τον πόνο, το φόβο, το μοιραίο, το απρόβλεπτο, την απώλεια και το θάνατο. Όλα αυτά δεν ορίζουν αρνητικά τη ζωή, αλλά συνυφαίνουν το «άλλο» κομμάτι της. Η διακινδύνευση της ζωής αισθητοποιεί την επιβεβαίωση της μοναδικότητάς της.

Μέσα από τον κίνδυνο ο άνθρωπος βιώνει συγκλονιστικά συναισθήματα που τον οδηγούν στη γνώση των απώτατων ορίων ανάμεσα στις δίδυμες δυνάμεις του κόσμου, τη Ζωή και το Θάνατο. Κι αυτό γιατί ο κίνδυνος ενεργοποιεί όλες τις δυνάμεις του ανθρώπου και προετοιμάζει τις προϋποθέσεις για την εξωτερίκευση όλων των θετικών στοιχείων του εσωτερικού του κόσμου. Η επιτυχία, η δράση, η κίνηση και η αλλαγή πολλές φορές εμπεριέχουν το στοιχείο του κινδύνου αλλά ταυτόχρονα νοηματοδοτούν και χρωματίζουν θετικά τη ζωή και τον πρωταγωνιστή της (ο άνθρωπος αγωνιστής).

Στο βαθμό, λοιπόν, που ο κίνδυνος εκφράζει την υπέρβαση του Εγώ και αναδεικνύει τον εσωτερικό πλούτο του ανθρώπου τότε μπορούμε να μιλάμε για τη συνδρομή του στην κατάκτηση ενός βαθύτερου νοήματος ζωής. Εξάλλου «Στην τέχνη του ζην, ο άνθρωπος είναι ταυτόχρονα ο καλλιτέχνης και το αντικείμενο της τέχνης του, είναι ο γλύπτης και το μάρμαρο, ο γιατρός και ο ασθενής», (Φρομ).

Κάθε φορά, λοιπόν, που συναντάς, διαλέγεσαι ή συνυπάρχεις με άτομα της λεγόμενης Τρίτης Ηλικίας, εύκολα οδηγείσαι στις παρακάτω σκέψεις:

Όταν βλέπω…τότε νιώθω…

  ● Όταν σκέπτομαι πως η ζωή που μας δίνεται ως δώρο δεν ξοδεύεται στη νιότη, ούτε λυγίζει στις κακουχίες του χρόνου, τότε νιώθω νικητής.

  ● Όταν βλέπω στα πρόσωπα των ηλικιωμένων τη θέληση να αντιπαλέψουν τη φθορά του χρόνου, τότε αισθάνομαι ένοχος για τις δικές μου φοβίες και την παραίτηση.

  ● Όταν συλλογίζομαι πως η ζωή καταξιώνεται από τα έργα που αφήνουμε και όχι τις μέρες που ξοδέψαμε στο άρμα του χρόνου απλά ζώντας, τότε νιώθω δικαιωμένος για όσα δημιούργησα.

  ● Όταν αντικρίζω πρόσωπα χαρακωμένα από το λεπίδι του χρόνου που, ωστόσο, δεν σκύβουν, ούτε παραπονιούνται από τη δυσμορφία αλλά στέκονται όρθιοι κι αποφασισμένοι, τότε αισθάνομαι σίγουρος για τις αντοχές μου.

  ● Όταν ακούω τους ηλικιωμένους να συμβουλεύουν και όχι να καταφεύγουν σε φλύαρες διδαχές, τότε σκέπτομαι πόσο άδικος ήμουνα, όταν τους περιφρονούσα με την αδιαφορία μου.

  ● Όταν βλέπω κάποιους να θέλουν να μένουν – ή να φαίνονται πάντα νέοι! – και για να το πετύχουν αλλάζουν το πρόσωπό τους, τότε νιώθω λίγο οργισμένος, γιατί διαβλέπω μια ασέβεια στην αναγκαιότητα – δικαίωμα να ζήσουμε και τα τρία στάδια της ηλικίας μας.

  ● Όταν μιλώ με νέους και διαβλέπω μια περιφρόνηση και απαξίωση στα γηρατειά, τότε συλλογίζομαι πόσο ανέξοδες και φθηνές είναι οι καταγγελίες του ρατσισμού και πόσο ευτυχής νιώθω που φρόντισα τους γονείς μου, όταν αυτοί απόκαμαν από την ασθένεια και το φορτίο του χρόνου. 

● Όταν θυμάμαι τα παραμύθια και τις ιστορίες του παππού μου και της γιαγιάς μου, νιώθω ξαφνικά απογοητευμένος από την αδυναμία μου να πω τα ίδια ή άλλα στα δικά μου εγγόνια.

● Όταν συζητώ με άλλους που ερίζουν, αν ο ήλιος είναι ομορφότερος την αυγή ή το βασίλεμα, τότε νιώθω πολύ αδύναμος για να υποστηρίξω το ένα ή το άλλο.

● Όταν μιλώ με ηλικιωμένους και δεν χρησιμοποιούν πολύ τον παρελθόντα χρόνο (αναμνήσεις…) αλλά τον «μέλλοντα», τότε συλλαμβάνω τον εαυτό μου αδαή σχετικά με τη θέληση και τη δύναμη κάποιων να «ζήσουν».

● Όταν παρατηρώ γύρω μου να πληθαίνουν τα γηροκομεία και οι οίκοι ευγηρίας δεν αισθάνομαι περήφανος για την κοινωνική μέριμνα προς τους ηλικιωμένους αλλά νιώθω ανήσυχος για την απουσία της οικογένειας. 

● Όταν βλέπω νέους δίπλα σε ηλικιωμένους με όλες τις διαφορές και αντιθέσεις (σώματος, ψυχής, ιδεολογίες…), τότε καταλαβαίνω την αναγκαιότητα της ισορροπίας του σύμπαντος και της ζωής που πηγάζει από τις συγκρούσεις και όχι από την επίπλαστη υποχρέωση σε κάποια εξουσία. Έτσι, νιώθω ικανοποιημένος για την κοσμογονική αρχή που πρόβαλε ο Ηράκλειτος, την «παλίντονον αρμονίην».

● Όταν ακούω τους ξωμάχους της ζωής με περισσή ειλικρίνεια να επαινούν τους νέους για τις ιδέες και τα επιτεύγματά τους, τότε αισθάνομαι χαρούμενος, γιατί αυτό σημαίνει πρόοδος.

● Όταν βλέπω τους νέους να συμβουλεύονται τους ηλικιωμένους αλλά και να βαδίζουν το δικό τους δρόμο, το «απάτητο μονοπάτι», τότε νιώθω υπερήφανος για τη νέα γενιά που γνωρίζει να ακούει το παλιό και πάνω σε αυτό να οικοδομεί το νέο. Η διαλεκτική του Έγελου στην απόλυτη εφαρμογή της.

Όποιες απόψεις, όμως, κι αν εκφράστηκαν για το νόημα της ζωής και τον απαιτούμενο σεβασμό προς τους ηλικιωμένους «Σεβάσου τους ηλικιωμένους, όταν είσαι νέος….», όλοι μας χρειαζόμαστε: Τα χαρακωμένα πρόσωπα των γερόντων, τις ιστορίες τους, τα όνειρά τους που διαψεύστηκαν, τις ατέλειωτες εξομολογήσεις τους για όσα έζησαν, τις υπερβολές τους, τα παραμύθια τους και βέβαια εκείνες τις λέξεις που μας φώτισαν και μας δίδαξαν.

 

https://iliasgiannakopoulos.blogspot.com/ 





ΠΑΝΟΣ ΚΑΛΟΥΔΑΣ "Η ΕΛΙΑ ΠΟΥ ''ΕΖΗΣΕ'' ΤΗΝ... ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΤΗΣ ΣΑΛΑΜΙΝΑΣ"




Η ΕΛΙΑ ΠΟΥ ''ΕΖΗΣΕ'' ΤΗΝ... ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΤΗΣ ΣΑΛΑΜΙΝΑΣ

...Γράφει ο Πάνος Καλουδάς.

...Σίγουρα είναι μια από τις γηραιότερες ελιές στον κόσμο. Με ζωή που αγγίζει τα 2.500 χρόνια. Η περίφημη ελιά της Όρσας. Ένα ακόμα χαρακτηριστικό στοιχείο που και αυτό, θα μπορούσε να είναι και σημείο αναφοράς για την Σαλαμίνα. Μια και η γηραιότερη αυτή ελιά, βρίσκεται στην περιοχή του Αιαντείου της Σαλαμίνας. Πριν από κάμποσο καιρό,το δένδρο αυτό χρονολογήθηκε από τους ειδικούς του Ινστιτούτου ''Klorane'' που αναζητούσαν για να βραβεύσουν, τα αρχαιότερα ελαιόδενδρα στην Ελλάδα.που υπολόγισαν την ηλικία του, πέρα των 2.500 ετών..Το 1987 ο Παναγιώτης Σαλτάρης, αναφέρει στο βιβλίο του, ''Αρβανίτικες ιστορίες και θρύλοι της Σαλαμίνας'' την ιστορία της Ελιάς της Όρσας.. Η Όρσα έζησε τον 17ο αιώνα και ως μοναδική προίκα, είχε την ελιά αυτή.. Η νέα αυτή κοπέλα, χάρη στης καρδιάς της τα σκιρτήματα, είχε ένα τραγικό τέλος. Γιατί, ενώ ήταν παντρεμένη ερωτεύτηκε έναν Τούρκο.
Ο σύζυγος της μόλις το έμαθε, την αποκεφάλισε και ήρθε στο νησί, με το κεφάλι της, μέσα σε ένα ταγάρι. Σύμφωνα με διηγήσεις γερόντων, με την πληροφορία να περνάει από γενιά σε γενιά,την Ελιά της Όρσας την είχε φυτέψει ένας μεγάλος βασιλιάς ο Στράτος. Ο φιλόλογος -Λαογράφος, Παναγιώτης Βελντανισιάν σε κείμενα του λέει, πως πίσω από το όνομα του Στράτου, κρύβονταν το όνομα του Τυράννου των Αθηνών Πεισίστρατου ο οποίος έδρασε τον 6ο π.χ. αιώνα. Κι ο οποίος έδωσε μεγάλη ώθηση στην αγροτική πολιτική Μοίρασε σπόρους και ρίζες ελιών στους αγρότες για να φυτέψουν. Έτσι, σήμερα, 2.500 χρόνια μετά, οι περαστικοί από το Αιάντειο, στέκονται μπροστά από το αιωνόβιο αυτό δένδρο και φωτογραφίζονται. Αυτό το δένδρο πού ''έζησε'', εκτός από την Ναυμαχία την γέννηση και διδαχή του Ιησού. Μα και τόσων άλλων σημαντικών γεγονότων. που διαδραματίστηκαν στα χρόνια αυτά. Εάν πάτε Σαλαμίνα αξίζει να το επισκεφθείτε.









Πάνος κάλουδας
Δημοσιογράφος
Στιχουργός















Two Poems by Maid Corbic from Bosnia and Herzegovina

 


PRAGUE, CENTER OF THE WORLD


I was happy in Prague.
Because I drank the best spirits

Meet a historical fact
Yes, Prague is a country of existence
Where people are very happy

I was a tourist one day.
But I felt like it every day.
I am their resident.

Because they are really good people.
Historical battles are shown
Where people with swords fought
For the history of his country

In all this, it is as if I find myself
Because the meaning of life is my existence.
Love was born in that wonderful time.
When no one cared, it wasn't

Prague is the centre of the world for me.
Because I feel free in it.
The reason for life is now more persistent
Because the Czech Republic is the land of peace and happiness



COLD WEATHERS


Winter has come
In a white coat
There's a man standing

That was me.
And I looked around
Austria is a country of cold

Rich in Mozart balls
Eight euros and much more
I was amazed by the garden
At Schoburn Castle

And everything is as if they are in a dream.
More than ever especially
Because I'm so happy
Why I meet people at night

Culture and Art
I appreciate everything about them
Because they are people
Similar menu

Cold but beautiful
Because the meaning of life is
To look forward to a new day
Coming to me

Austria is my dream
To experience it again
Because love is very clear
When I have what I want!



Maid Corbic from Tuzla, 22 years old. In his spare time he writes poetry that repeatedly praised as well as rewarded. He also selflessly helps others around him, and he is moderator of the World Literature Forum WLFPH (World Literature Forum Peace and Humanity) for humanity and peace in the world in Bhutan.









ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΑΤΣΟΥΛΗΣ - ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (ΚΟΚΚΙΝΑ ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑΤΑ & ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ Τ’ ΑΓΕΡΙ)



  ΚΟΚΚΙΝΑ ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑΤΑ

«Μην αμφισβητείς την ομορφιά,
αν τη βρεις,
θετική ενέργεια είναι
και ποτέ δε λέει ψέματα».

Άκου, τις γαλάζιες θάλασσες,
τις χρωματιστές ακρογιαλιές
με τα κόκκινα ηλιοβασιλέματα.
να φωνάζουν: «Σ’ αγαπώ».
Πες: «Ναι»

Κι αν βρεθείς πληγωμένος,
λυγισμένος απ’ τις κακουχίες,
τις αρρώστιες και τον πόνο.
Πες: «Όχι»

Με το ‘ναι’ και το ‘όχι’,
με αυτές τις πιο μικρές λεξούλες,
παίρνεις τις πιο μεγάλες αποφάσεις
και δίνεις απαντήσεις
στα πιο καθοριστικά διλλήματά σου.

Δεν άκουσες την καρδιά σου
και ξόδεψες τη ζωή σου
γιατί η λογική σου έλεγε
πως έτσι «έπρεπε» να κάνεις.

Άκου,
τις γαλάζιες θάλασσες,
τις χρωματιστές ακρογιαλιές
και τα κόκκινα ηλιοβασιλέματα
να ψιθυρίζουν:
«Σε όποιον αγγίξει την ψυχή σου
χάρισε τη δική σου».

Δες πως απλώνουν
με απαλότητα τα χέρια τους
για να σου σκουπίσουν τα δάκρυα,
μεταδίδοντας τη μαγεία της ομορφιάς
τη θαλπωρή του ονείρου
και την προσμονή της ελπίδας.

Η τρυφερότητα δεν είναι ανημποριά,
δεν είναι αδυναμία,
είναι αγάπη, αθωότητα και σθένος.

Άκου,
«Πάντα θα είμαστε εδώ», σου λένε,
«Υπομονή,
η ζωή σου χρωστά πολλές στιγμές
με τις γαλάζιες θάλασσες,
τις χρωματιστές ακρογιαλιές
και τα κόκκινα ηλιοβασιλέματα».

«Μην αμφισβητείς την ομορφιά,
αν τη βρεις,
θετική ενέργεια είναι
και ποτέ δε λέει ψέματα».

Πάντως είναι και κάτι δάκρυα
που προσπαθώντας να μην τρέξουν από τα μάτια σου
καταλήγουν να κόβουν σαν ξυράφια την ψυχή σου....

Τα βιβλία μου ασχολούνται κυρίως με την ελευθερία, την αγάπη, τον έρωτα, την κοσμογονία, τους αρχαίους πολιτισμούς κ.α


 ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ Τ’ ΑΓΕΡΙ

Στην άκρη της πλανερής κοιλάδας της ερημιάς
και δίπλα στην πελαγίσια μοναξιά,
αναβοσβήνοντας τα φανάρια του δρόμου του χρόνου,
μαραίνοντας τις ευωδιές και τα χρώματα των αναμνήσεων,
με σταύρωναν τα τραγούδια σου
με την τρυφερή κατάληξη:
«Είσαι ό,τι πιο πολύτιμο στη ζωή μου».

Στον ουρανό
ρόδα καιγόντουσαν χορεύοντας.

Στο ηλιοβασίλεμά μου
βουβά θρηνούσε ο Έσπερος
στάζοντας πόνο, δάκρυα κι αίμα.

Ατίθαση θύμηση,
ρίζωσες και θέριεψες,
έσκαψες στο στήθος μου πληγές.
Πού πας τέλος πάντων;
Τι αναζητάς εσύ, γεμάτη ρόδινους ίσκιους;
Τι γυρεύεις ανάμεσα στις ευωδιές και στα χρώματα;

Το αηδόνι του ξέφωτου
είχε πλέον σωπάσει.
Τα νεκρά φύλλα
έσπρωχνε πέρα δώθε στην άσφαλτο,
του νότου τ’ αγέρι.

Τα τελευταία σου απελπισμένα λόγια:
απόμακρες ισχνές και ραγισμένες φωνές,
λιοντάρια που ξέσχιζαν τα θύματά τους,
μ’ έριχναν μαζί με το μαγεμένο Φεγγάρι
στα νερά του πηγαδιού
και το αλαφιασμένο φως των αστεριών
κατρακυλούσε κάτω απ’ τα πόδια μου
σβήνοντας μια για πάντα απ’ τον ουρανό μου,
τα μυστικά του Θεού
και το έμβλημα της αιωνιότητας.

Αχ, αβάσταχτο βιολί του πόθου,
όσο δονούν το φως οι συγχορδίες σου,
όσο ανθίζουν οι μουσικές σου,
χαμένος στην άχρωμη ομίχλη
τόσο φθίνουν τα σύμπαντα
απ’ τους άπειρους ήχους
στης νύχτας το άβατο.

Στην άκρη της πλανερής κοιλάδας της ερημιάς
και δίπλα στην πελαγίσια μοναξιά,
αναβοσβήνοντας τα φανάρια του δρόμου του χρόνου
μαραίνοντας τις ευωδιές και τα χρώματα των αναμνήσεων,
με σταύρωναν τα τραγούδια σου
με την τρυφερή κατάληξη:
«Είσαι ό,τι πιο πολύτιμο στη ζωή μου».

Πόσο θα ήθελα να σε ξανανταμώσω
γεμίζοντας τις άδειες αμμουδιές των ονείρων μου,
ανάβοντας φωτιές ζωής
πάνω στα πολύχρωμα βότσαλα;

Πόσο θα ήθελα να ξαναγευτώ με κομμένη την ανάσα
το νάμα απ’ τα φιλιά σου,
το λάμπος απ’ το αντιφέγγισμα των άστρων στα μάτια σου,
το αισθησιακό ταλάντευμα του κορμιού σου
υπό τους ήχους της μουσικής των κυμάτων
και της αύρας της θαλάσσιας κιθάρας;

Πόσο θα ήθελα να ξαναπάρω όλες τις γεύσεις
μία απ’ την κόλαση
και μία απ’ τον παράδεισό σου;

ΡΟΔΙΝΗ ΑΝΟΙΞΗ - ΜΑΝΩΛΗΣ Α. ΚΑΤΣΟΥΛΗΣ


Η φωτογραφία είναι από https://stringfixer.com/





ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΑΤΣΟΥΛΗΣ " Μ’ ΑΓΑΠΑΕΙ; ΔΕ Μ’ΑΓΑΠΑΕΙ;"

Μαργαρίτα, τον ανείπωτο καημό, της προσμονής μου, θα σου ξομολογηθώ, σαν σε βλέπω μ’ ανοιγμένα τα φτερά. Φεύγεις; Πού πας κρεμασμένη όλο νάζι και καμάρι, λίγο πιο πάνω απ’ το χορτάρι; Τη μνήμη μου κεντά, μια άλλη μεταξένια ομορφονιά, σαν κι εσένα ζωγραφιά, με περίσσια τρυφεράδα, φροντισιά και χάρη. Κρυφοκλαίει το δειλινό, ξελογιάζει το μυαλό και η καρδιά μου σπαρταράει. Άκου τα τικ τακ, που κάνει το εκκρεμές του πόνου, σαν μου λέει, «Σ’ αγαπώ!» και θα το λέει, όσο ζω, τα ματόφυλλα σκορπάει, ένα ένα, τ’ ανθόφυλλα μαδάει και ρωτάει: Μαργαρίτα. Μ’ αγαπάει; Δε μ’ αγαπάει; Η θωριά της, σαν τ’ άστρα σ’ αφέγγαρη νυχτιά. Χλιμιντρά ο άνεμος δροσιά στο πρόσωπό της. Τα μαλλιά της, σημαία κυματιστή. Αντιστύλι τρυφερό είναι ο λαιμός της. Και τι όμορφη που είναι η αγάπη μου! Μαργαρίτα, αγαπώ. Μια απέραντη φωτιά με ’χει φλογίσει ως εκεί πάνω. Κι αν έχω μάτια, χωρίς αυτή, είναι σκοτάδι. Τι να τα κάνω; Στ’ άδυτα της ψυχής μου, ξύπνησαν, μαγικά μυστικά κι ανομολόγητα. Πάει καιρός τώρα, που έρχεται κοντά μου κουνιστή και λυγιστή, στα όνειρα τού ύπνου και του ξύπνιου μου. Κι όταν ανοίγω τα μάτια μου, τι είναι κι αυτό χαρά μου; Ένα τραγούδι λατρεμένο τη συνοδεύει, καθώς φεύγει κι όλο πάει, που αποπνέει θλίψη και πόνο κι όλο πάει, όπου στο παρελθόν βρεθήκαμε μαζί και η καρδιά μου τότε, σαν ένα ετοιμοθάνατο σπουργίτι σπαρταράει. Καβάλα στον μαΐστρο πάει μακριά μου, την ξεναγεί η θύελλα που φτιάχνει η ερημιά μου και την αναπολεί η σκέψη μου, εμπρός σ’ άδειο παραθύρι, προσμένοντας κάποια στιγμή, στη ζεστασιά της αγκαλιάς του χθες, ξανά, να γείρει. Σαν μαγεμένος, διπλοσκιές σ’ ακρογιαλιές ζητάω. Ψάχνω τα σημάδια απ’ τα βέλη που άφηνε πάνω στο κορμί της θάλασσας, αλλά και πάνω μου. Πονάω. Χωρίς αυτή, να ξέρεις, στις θλίψεις τις ανηφοριές παντοτινά θα σεργιανάω, το παρελθόν θα περιμένω πίσω να γυρίσει, σαν αετός που πέταξε πολύ ψηλά και πώς ν’ αντέξει, μάτια μου, να ξαναπερπατήσει; Τι είναι η θάλασσα, χωρίς το ακρογιάλι; Χωρίς την αγάπη μου, τι είναι το ακρογιάλι; Αν είχες μάτια αγάπης, μάτια μου γλυκά, θα έβλεπες, πόσο αγαπάω! Μαργαρίτα. Μ’ αγαπάει; Δε μ’ αγαπάει; Και τι όμορφη που είναι η αγάπη μου! Τα δυο στήθη της, δυο λόφοι, δυο εραστές, δυο ηφαίστεια που εκκρίνουν λάβα, δυο λωτοί, δυο βοτσαλένιες αμμουδιές, δυο πορφυρένιες στάλες, της αγάπης μέδουσες χωρίς ανιχνευτές, που κατευθύνει μια νεράιδα μ’ ανοιχτές αγκάλες. Και τι όμορφη που είναι η αγάπη μου! Μαργαρίτα, δεν μπορώ. Το στόμα της λουλούδι τρυφερό με κοραλλένια χείλη. Τα λόγια της κυματιστό, γάργαρο και διάφανο νερό που μπαινοβγαίναν σε κοχύλι, γεμίζοντας τα Σύμπαντα αρματωσιές, που αντί να έσβηναν φωτιές, φουρτούνιαζαν τη θάλασσα και μάτωναν το δείλι. Μα πώς; Θεέ μου, πώς; Το Καλοκαίρι και την Άνοιξη, πώς θέλεις να ξεχάσω; Πώς; Τα μάτια της φλογοληστές, που έκλεβαν το άσπιλο το φως από αστέρια, Ήλιο και Φεγγάρι, και το έριχναν στα μάτια μου μ’ ασημένιες και χρυσές κλωστές, μ’ έδεναν και μ’ έστελναν πάνω σε ηλιοβασιλέματα και ουράνιων τόξων ράγες, σαϊτιές καρδιακές, άλλοτε σε Παραδείσου στιγμές κι άλλοτε αδιάβαστο στον Χάρο να με πάρει. Μαργαρίτα, η Άνοιξη που έφερες, μπήκε στην καρδιά μου, ξύπνησε όσους σπόρους βρήκε εκεί κι άνθισαν όλοι μαζί, χαρά μου. Ξέρω ζητιάνους της αγάπης και του έρωτα, που στερηθήκανε μια ζωή λίγη στοργή και λίγο χάδι κι έφυγαν με μια πληγή, μες στην ψυχή, κι ένα παράπονο θλιμμένο, υστερόγραφο, στα χείλη αφημένο. Όταν σε κρατώ στα χέρια, Μαργαρίτα, ακριβή μου, είναι όλοι αυτοί μαζί μου, σκαφτιάδες της αγάπης και του έρωτα, προσμένοντας ανταμοιβή, κρατώντας το λουλούδι σου με προσμονή. Την ώρα που ένας μίσχος και λίγα πέταλα σκάνε δειλά δειλά, μυριάδες θλίψεις με τα δάκρυά τους τα ποτίζουν. Και μου βαθαίνει η αγκαλιά και με πληγώνουν μαχαιριές μες στα μπαρ των λιμανιών, σε καταγώγια μυστικά παραγγελιές από θαμώνες μεθυσμένους και μες στο ημίφως ζεϊμπεκιές και μες στην κάπνα που όλα γυρίζουν, με του έρωτα τα βέλη καρφωμένα στην καρδιά βαθιά, χορεύουν, παραπατούν και στροβιλίζουν. Όταν στου δειλινού τη σιγαλιά του αηδονιού ακούγεται το ερωτικό τραγούδι, τι κρίμα, πόσο λυπάμαι, όσους δεν άκουσαν ποτέ αυτό το σάλπισμα ζωής, όσους δεν έζησαν ποτέ αυτή τη χρωματοστόλιστη γιορτή, μόνο έτρεχαν σκυφτοί μια ζωή σαν ποντικοί πάνω σε πλοίο που ναυάγησε γεμάτο αιθαλομίχλη και οχλοβοή, για ένα ευρώ, ένα δολάριο, ένα ρούβλι, μια δραχμή. Και τι όμορφη που είναι η αγάπη μου! Μαργαρίτα. Μ’ αγαπάει; Δε μ’ αγαπάει; Ίσως το σήμερα ποτέ να μην ξανάρθει, γι’ αυτό απ’ το κρασί της μέρας αυτής πιες και πες, όνειρο ήταν κι αυτό κι εχάθει. Ξύπνα, αν θες να κάνεις πράξη τα όνειρά σου και βάλε οδηγό σου την καρδιά δίπλα στον νου, αν θες, καλύτερο το αύριο απ’ το χθες για να ’ρθει. Στον Αστερισμό του Κύκνου ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΑΤΣΟΥΛΗΣ


Η φωτογραφία είναι από https://gr.pinterest.com/