Στην Κωνσταντινούπολη των αρχών του 20ου αιώνα, μετά την Μικρασιατική καταστροφή, στον πόλεμο του ’40, την κατοχή, την απελευθέρωση, τον εμφύλιο, τα «σκληρά» χρόνια, την ανασυγκρότηση της χώρας, αν θεωρήσουμε ότι κατάφερε να υπάρξει ουσιαστικά κι αυτή. Στη δουλειά σε ξένα μέρη, μετά από την παράνομη είσοδο σ’ αυτά, τα καράβια, τα συμφέροντα, τις πολιτικές συγκυρίες, την εκμετάλλευση, τα διαχρονικά μίση και πάθη. Οι τραγικές καταστάσεις, δένονται με τις χιουμοριστικές. Η αισιοδοξία, ακόμα και μέσα από όλες τις ανοιχτές πληγές του αιώνα που πέρασε, κυριαρχεί και κερδίζει τον αγώνα απέναντι στην ηττοπάθεια, την κατάθλιψη. Σε πολλούς, ιδίως τους μεγαλύτερους, θα έρθουν στο μυαλό γεγονότα που έζησαν οι ίδιοι ή τους μετέφεραν οι γονείς τους. Σε άλλους, θα τους κινήσει την περιέργεια να δουν το παρελθόν της Ελλάδας, με τις καλές και τις κακές στιγμές του. Ίσως είναι κι ένας οδηγός για αποφυγή λαθών στο μέλλον μας. Σίγουρα θα προβληματίσει, σε πολλά επίπεδα και αυτός είναι ο κυρίαρχος στόχος του συγγραφέα του.
Απόσπασμα
«Φτάσαμε στα Ελληνικά νερά. Κανένας δεν ήθελε να κατέβει κάτω για βάρδια, όλοι ήταν στο κατάστρωμα. Σαν χαμένος έβλεπα για πρώτη φορά την Ελλάδα. Ενώ σε όλη μου την ζωή άκουγα για αυτή. Μπήκαμε στο λιμάνι, πρώτα τα υποβρύχια. Ποιο λιμάνι δηλαδή, αφού κάθε πενήντα μέτρα ήταν ανατιναγμένο. Όλα τα κτίρια γύρω ερείπια. Τα πάντα καμένα. Καταστροφή παντού. Λάδι η θάλασσα. Το «Αβέρωφ» και τα αντιτορπιλικά φούνταραν αρόδου, δεν υπήρχε ντοκ για να δέσουν στο λιμάνι. Χιλιάδες κόσμου είχε μαζευτεί, σφύριζαν τα καράβια, σημαίες παντού. Ένας πανζουρλισμός. Όλοι προσπαθούσαν να μας πλησιάσουν για να ρωτήσουν για τους δικούς τους. Στιγμές μαγικές και τραγικές. Ο πρώτος μηχανικός γνώρισε τη γυναίκα του, έπεσε με τη στολή στη θάλασσα για να την αγκαλιάσει. Ένας άλλος είδε τη μάνα του στα μαύρα και τα παιδιά του να τον καλούν, φωνάζοντας. Έβαλε τα κλάματα, μπήκε μέσα να μη τον βλέπουμε έτσι. Άλλοι φώναζαν από μακριά όταν διάκριναν κάποιον, ας μη τους άκουγε. Η Ελλάδα ζωντάνευε σε κάθε γωνιά των πλοίων και υποβρυχίων. Ζούσε μέσα μας κάθε στιγμή της ιστορίας της, που τότε γράφονταν. Με τους ζωντανούς και νεκρούς της, συμφιλιωμένους στην πραγματικότητα... Πρώτη φορά στη ζωή μου, είδα τόση φτώχια, δυστυχία. Πρόσωπα χλωμά, καχεκτικά κορμιά, ρούχα γεμάτα μπαλώματα. Όλοι μαζί μίλαγαν, ρωτούσαν για κάποιον δικό τους. Παιδάκια, μας παρακάλαγαν να τους δώσουμε κάτι, οτιδήποτε. Σαπούνι, ψωμί, φαΐ, χρήματα, ρούχα. Είχαν ανάγκη τα πάντα. «Ελλάδα, Ελλάδα», φώναζαν μη μπορώντας να καταλάβουν αν είμαστε Έλληνες ή σύμμαχοι... Με το ζόρι έμειναν μέσα μόνο οι βάρδιες. Κανένας δεν ήθελε να μείνει. Ανέλαβα εγώ, δεν είχα δικό μου να με περιμένει. Κάθισα όλη τη νύχτα, για να στείλω τους τρεις στα σπίτια τους. Έπιασα βάρδια στις έξι το απόγευμα, σχόλασα την άλλη μέρα το μεσημέρι. Στη σκάλα, με το αυτόματο στα χέρια. Πώς να κρατήσω έναν άνθρωπο που έχει να δει το σπίτι του, του δικούς του, τόσα χρόνια, με τέτοιες συνθήκες; Ενώ εγώ δεν είχα ούτε γυναίκα, ούτε παιδιά, ούτε αδέρφια να με περιμένουν. Τη δεύτερη μέρα μας μάζεψε ο Κυβερνήτης. Έκανε έρανο με αυτά τα λόγια: «Τις σοκολάτες, τα μπισκότα, τα σαπούνια, ό,τι φαγώσιμο έχουμε τώρα θα τα μαζέψουμε για τα παιδιά της γειτονιάς. Ακόμα και τσιγάρα για τους γέρους». Κάθε μήνα οι Άγγλοι μας έδιναν ένα πακέτο σοκολάτες και ένα κουτί μπισκότα. Ο Καπετάνιος συνέχισε: «Από αυτά φάγατε, φτάνει!». Άνοιξε την αποθήκη. Έφερε ένα σχολείο. Παιδάκια, με καλαμένια πόδια, κατακίτρινα. Τα μοιράσαμε όλα, άδειασε η αποθήκη. Τρόφιμα, κονσέρβες, σαπούνια. Κλαίγαμε όλοι, καθώς πέρναγαν τα παιδάκια και προσπαθούσαν να μας φιλήσουν το χέρι. «Ευχαριστώ», «Ευχαριστώ», ακούγονταν από τους μικρούς αυτούς αγγέλους, χτύπαγε σαν μαχαιριά μέσα μας. Αυτό ήταν ο πραγματικός πόλεμος, για τη ζωή. Ένα παιδί, με τη βοήθεια δασκάλου, προσπαθούσε να πλησιάσει στο φαγητό ενώ έτρεμε, ακόμα το θυμάμαι να κλαίει από χαρά. Την άλλη ημέρα φώναξε δύο αξιωματικούς, έναν υπαξιωματικό και δύο από το πλήρωμα να υπογράψουν ότι έσπασε μια νταμιτζάνα με υγρά μπαταρίας στην αποθήκη και κατάστρεψε όλα τα τρόφιμα. Σοκολάτες, μπισκότα, σαπούνια, κλπ. Υπέγραψαν όλοι μετά χαράς. Το έστειλε στους Άγγλους για να τα αντικαταστήσουν, αλλά μας είπε: «Μη νομίζετε ότι θα φάτε εσείς. Θα πάνε στα παιδιά πάλι». Μαζέψαμε διακόσια πενήντα πακέτα τσιγάρα και μαζί με κάποια τρόφιμα πήγαν σε ένα γηροκομείο εκεί κοντά. Βγήκα για πρώτη φορά έξω, στον Πειραιά. Για πρώτη φορά πατούσα χώμα Ελληνικό. Όλοι οι τοίχοι γραμμένοι με συνθήματα. Παντού σημαίες. Αγγλικές, Ελληνικές, λίγες Αμερικάνικες, πάρα πολλές Ρωσικές. Σφυροδρέπανα. Καμένα και γκρεμισμένα κτίρια έκλειναν δρόμους. Αντάρτες με φυσεκλίκια σταυρωτά, τον ΕΛΑΣ στο δίκοχο. Εμάς δεν μας χώνευαν, στο καπέλο μας έγραφε βασιλικό ναυτικό. Λες και είχαμε επιλογή στο τι θα φέρει το καπέλο ή το δίκοχο του καθενός στον εθνικό στρατό, εδώ το μυαλό μας ακόμα δεν είχαμε ξεκαθαρίσει με την όλη κατάσταση– αυτή που έρχονταν στον ορίζοντα…»
(Απόσπασμα, «ΣΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΗΣ ΚΑΡΔΕΡΙΝΑΣ» Ιωάννης Β. Βέλλης, Εκδόσεις «Οσελότος»)
Γιάννης Βέλλης