Στη σκιά φούντωνε ο κελαηδισμός των όπλων
στην άβυσσο η ζωή ανάβρυζε ασήμι στο χάραμα
το μουντό,
κι από ασφοδίλι σ΄ασφοδίλι διάβαινε λιβάδια
η τελευταία αχτίδα του τελευταίου ήλιου.
Ένα πουλί μόνο κελάηδησε ένα λουλούδι μου χάρισε
από χαλάσματα μάλαμα που την κάννη του έστρεφε
σ΄ένα κομμάτι θάλασσα
αυτό μόνο να μοιραστεί μαζί μου μπορούσε.
Να πίνω μαζί του ποτάμια δάκρυα,
κι όταν απ΄τον ορίζοντα θα πέφτουν βόλια αστέρια
αυτός ο κόσμος ο δικός μας αυτά τ΄ακρογιάλια
στο έλεος να πάνε άστα,
όταν ο θάνατος ισοδυναμεί με εκμηδένιση
πως κάποιοι ακόμη μπορούν να παίζουν με της ζωής
τα όρια;
Να ψάχνουν να βρουν καταφύγιο στη νύχτα
να βρουν της δόξας την ελπίδα
να σμίγουν φωτιά μες στη φωτιά στόμα καρδιά
και μάτια όπου σαπίζει η σκόνη σήμερα
παρά μόνο η γυμνή αλήθεια
από μυστήριο και κενό ξεστρατισμένα όνειρα.
Κι αν ακούσεις δροσόφτερο αεράκι
θα ΄ναι του φεγγαριού στα ξέπλεκα μαλλιά
ν΄αναστενάζει ένας κύκνος που κατοικεί στην ερημιά
ένα κύκνος στην εξορία ανθρωποθάλασσας
ένας κύκνος που χόρευε κι ανέπνεε
θάνατο από βόλι, από χέρι αδερφικό που πήγε άδικα
στο σύμπαν να χαθούμε για ένα τίποτα.
Σαν Κύκνειο άσμα
Γρηγορία Πελεκούδα
7/3/2022