ΛΙΑ ΣΙΩΜΟΥ "Της ζωής και της αγάπης" Ποιητική Συλλογή

 

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ – ΝΕΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ

Από τις εκδόσεις ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΑΚΗΣ κυκλοφορεί το βιβλίο της ΛΙΑΣ ΣΙΩΜΟΥ:

 Της ζωής και της αγάπης

ΛΙΑ ΣΙΩΜΟΥ Της ζωής και της αγάπης
Ποίηση 1995 -2011
ΤΙΜΗ: 25,00€ (περιλαμβάνει ΦΠΑ 6%)
ISBN: 978-960-200-227-8
ΣΕΛΙΔΕΣ: 448 
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ: 17cm x 24cm ΒΑΡΟΣ: 1150 γρ.
ΕΚΔΟΣΗ: ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2022


Το νέο βιβλίο της Λίας Σιώμου είναι το συλλογικό της έργο και περιέχει τις 7 συλλογές που έχει  ήδη εκδώσει με ποιήματα από το 1995 έως το 2011.   

* * *

ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ - ΚΡΙΤΙΚΕΣ 

Νάν’ η αγάπη πέρασμα μιας συμπληγάδας πέτρας; 
Το μίλημα στον άνεμο, φιλί απ’το νερό;
Το νούφαρο που άνθισε στο χώμα μιας γης χέρσας 
Ασφόδειλο της ζήσης μας με ριζικό πικρό;


Λέξεις με ευγένεια, στίξεις που σου κόβουν την ανάσα, ισόρροπη ύφαν- ση συμφώνων και φωνηέντων, μέτρο και ρυθμός με υπερχρονικότητα, νοήματα και παραστάσεις με ηθικό φορτίο· ποιήματα με ροή και καλαί- σθητο ήχο, γεμάτα μουσική και λυρισμό, που εμπνέουν κάθε μουσικό για μελοποίηση και κάθε αναγνώστη για ταξίδια στο πριν και στο μετά. Θα συνεχίσω να τα διαβάζω και να ιχνηλατώ τις όμορφες νότες μέσα τους… Σ’ ευχαριστούμε Λία για την ψυχική ανάταση που μας δίνεις μέσα από την ποίησή σου και που συνεχίζεις αλλά και προεκτείνεις την πνευμα- τική μας παράδοση!

Αθανάσιος Ζέρβας, καθηγητής, κοσμήτορας Σχολής Κοινωνικών, Ανθρωπιστικών Επιστημών και Τεχνών, Πανεπιστημίου Μακεδονίας.


“Η λυρική σας πνοή και θέρμη έχει κάτι το πρωτόφαντο, το τελείως προσωπικό.”

Θανάσης Νιάρχος, 26/3/2006 (για τη συλλογή “Σπονδή ονείρου”)


“Είναι τόσο έντονη η λυρική διάθεσή σας, ώστε τα ανείπωτα τρυφερά, τα μακρινά λησμονημένα, τα παντοτινά θλιβερά, να τα μεταβάλλει σε έναν λυτρωτικό αναστεναγμό, όπως μόνον η ποίηση σε βοηθάει να τον εκβάλεις. Με τον λυρικό αυτό αναστεναγμό σας να καβαλικεύει θάλασσες και ωκεανούς, αισθάνεται κανείς πως η επικοινωνία ανάμε- σα στους ανθρώπους είναι κάτι εφικτό, ακόμα κι άγνωστοι να είναι οι τελευταίοι μεταξύ τους.”

Θανάσης Νιάρχος, 25/12/2014 (για τη συλλογή “Attica”)


Εύγε! Το απόλαυσα πλήρως.

Γιώργος Βέης, 14/8/2007 (για τη συλλογή “Εν Γη Ερήμω”)


“Σας αξίζει ένας μεγάλος έπαινος που, ενώ ζείτε μακριά, γράφετε σε τόσο ευαίσθητα και δροσερά Ελληνικά, έτσι που ο λόγος σας να μοιά- ζει με «μίλημα νερού». Μακάρι οι άλλοι, που ζουν εδώ, να μπορούσαν σαν εσάς να πλαγιάσουν τα όνειρά τους στην ακρογιαλιά.”

Σαράντος Καργάκος, 16/6/2002 (για τις συλλογές “Αλκυονίδες” και “Ερωδιού η κατοικία”)


“Επί τέλους, να, είπα και μια γνήσια κατάθεση αισθημάτων, σκέψεων, αναθυμιάσεων κλπ, κλπ, που δονούν και ταυτόχρονα φθάνουν στον στόχο τους, στον αναγνώστη. Ξαναφέρνουν, τα στιχουργήματά σας, την ποίηση, στα νερά της. Σας ευχαριστώ.”

Κυριάκος Ντελόπουλος, 31/7/2014 (για τη συλλογή “Attica”)

Γ. Κ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΑΚΗΣ Α.Ε.
G. C. ELEFTHEROUDAKIS S. A. INTERNATIONAL BOOKSTORE
8 ARISTEIDOU • 105 59 ATHENS, GREECE. TEL. (++30) 210.3317.600 • www.books.gi inteinet@books.gi • eleftheioudakispublications@gmail.com




ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΣΥΛΛΟΓΗΣ 

i. ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ - ΣΠΟΝΔΗ ΟΝΕΙΡΟΥ,

Γαβριηλίδης 2006


ΛΙΜΝΗ ΜΕ ΤΑ ΑΠΥΘΜΕΝΑ

Λίμνη με τα απύθμενα
            τα κύματά σου τα γαλήνια
  νανούρισέ μου μια χαρά
             στα νούφαρα, τα κρίνα.
      Λίμνη στα ηλιοκαμένα σου
              τα λεία τα κοχύλια
έχω κρυμμένα μυστικά
               σαν τα φαρμάκια μύρια.

    Λίμνη θα ’ρθω τ’ απόβραδο
                 να σμίξω στις σκιές σου
   με δέντρα και φυλλώματα
                  κλωνάρια απ’ τις ιτιές σου.
     Κάποια της σκέψης όνειρα
               εκεί θα σεργιανίσω
      Κάποιο καημό της ζήσης μου
                 έχω να σου μιλήσω.

       Στ’ ακύμαντά  σου τα νερά
                 τη δροσερή αγκαλιά σου
      μη μου λικνίσεις μια χαρά
                  το δάκρυ μη μου σβήσεις.
         Στ’ ανήλια σου κι απρόσιτα
                 και σκοτεινά ερέβη
          μη και μου κρύψεις τον καημό
                      να μη μου περισσεύει.                                                             
                                     
                               🍁   

THE PIER

Ω, με το κύμα έλα μου
           βάρκα των λογισμών μου
εκεί  να δέσεις τα όνειρα
          στου μόλου την τριχιά
μη και τ’ αγέρι του νοτιά
            μου πάρει τον καλό μου
μη και χαθεί η χαρά μου
         σε ξένη ακρολιμνιά.

Μια πεταλούδα κι έγειρε
             στου νούφαρου τον μίσχο
κι ο γλάρος που ταξίδεψε
             στην άκρη τ’ ουρανού
λες κι έσυρε τη σκέψη σου 
             στον ελαφρύ του ίσκιο
κάτι λογάκια σου γλυκά
             στα τρίσβαθα του νου.

Φύλλων σκιές, νανούρισμα
             τ’ ανάριο θρόισμά τους
κι η βάρκα να λικνίζεται
           στα ήρεμα νερά
παρέα με το άκληρο
           το μάταιο πέρασμά σου
 ίσκιοι και σούρουπα μαβιά
           η μόνη συντροφιά.

Και με τα νούφαρα τα ροζ
              που κρύβουν τη θολούρα
γκρίζου νερού λιμνάζοντος
             στην όχθη τη ρηχή
εκεί η αγάπη η παλιά      
             της λίμνης σημαδούρα
τα ξωτικά και τα στοιχειά
           θα ζει να καρτερεί.


ii. Συλλογή  ΕΝ ΓΗ ΕΡΗΜΩ   Γαβριηλίδης, 2007

ΠΟΥ ΕΔΥ ΣΟΥ ΤΟ ΚΑΛΛΟΣ;

                                       Για την Ξενία Χερουβειμίδου

Μετά δυσκολίας σερνόταν.
Γήρας και ρευματοειδής αρθρίτις.
Συρρίκνωση ελεεινή της άλλοτε δροσερής επιδερμίδος.
Και η επιθυμία της για τη ζωή φευγάτη, ελαχίστη.
Μόνο για να την τρώει η  έγνοια 
για τον μοναχογιό της, τον κανακάρη της.
Με την αιθάλη του καπνού θαρρείς θα σβήσει κι η πνοή της.
Κακή συνήθεια.  Θα ’λεγε κανείς ότι ζει για να φουμάρει.
Όπιο στις οδυνηρές αναμνήσεις,
μαριχουάνα ηρεμιστική στο άγχος της δυστυχισμένης.
Και ο καρκίνος να την απομυζά
σαν να θέλει να στερήσει τον ελάχιστο απομένοντα χυμό
από τους αναμένοντας την φιέστα σκώληκες.
Και τα μπακίρια της αγυάλιστα.
Τ’ ασημικά της καταχωνιασμένα κάπου στον μπουφέ.
Ούτε ξέρει πού, ούτε τη νοιάζει.
Κάτι παμπάλαιες κουρελαρίες δεν τις αποχωρίζεται.
Της θυμίζουν τα περασμένα.  Αναπολεί το παρελθόν.
Το μέλλον δεν υπάρχει.  Του έχει κλείσει την πόρτα κατάμουτρα.
Ζητά τη λύτρωση  απ’ τα εγκόσμια.
Την κούρασε αυτός ο κόσμος, δεν τον αντέχει πια.
Καιρός για αναχώρηση.

                               🍁                                 

Νομίσματα

Μια ζωή νομίζουμε  ότι το ένα, ότι το άλλο...
Τελικά, νομίσματα η τιμή του τετιμημένου.
 Μια ζωή βλέπουμε, αντικρίζουμε αντικατοπτρισμούς.

Αλήθειες κρυμμένες σ’ ανταύγειες.
Ζωές παιγμένες στα ζάρια για κάτι νομίσματα.
Ερμηνείες πάμπολλες καταστάσεων.
Και διαλέγουμε μία.

Κι έτσι χαράζουμε τον δρόμο μας
στη θεωρία του αντικατοπτρισμού
της πιθανής ουτοπίας.


iii. Συλλογή   ΜΑΓΙΟΣΤΕΦΑΝΟ ,  Γαβριηλίδης 2003

ΜΗ ΠΥΡΟΦΑΝΙ Η ΜΝΗΜΗ

Βήμα το βήμα χάθηκαν
τα χρόνια απ’ τη ματιά μου,
βλέμμα το βλέμμα κι η θωριά
καθρέφτης μου του νου
τα μυστικά της ζήσης μου
χαμένα όνειρά μου
βήμα το βήμα τα ’συρε
στην άμμο του γιαλού.

Κύμα το κύμα κύλησε
κι η θλίψη σου για μένα
ανάρια σ’ εσπερινού το φως
θαμπή σαν χαραυγή
δεμένη μ’ ένα όνειρο
που δεν το βλέπει μέρα
γεννήθηκε παλιά και ζει
δεν λέει να ξεχασθεί.

Μη και με είδες στ’ όνειρο
ανατολής τ’ αστέρι;
μη μέσα στις βραχοτοπιές      
μαζί με τις μυρτιές;
Μη σε κλωνάκι της ελιάς
κάτασπρο περιστέρι;
μη πυροφάνι η μνήμη μου
στις ακροθαλασσιές;

Σε μακρινή οροσειρά
σ’ ανατολής λημέρια
αντάμα μ’ άνεμο αυγής
και με δροσιά δρυμού
μια θλίψη κι ένα δάκρυ
σμίξανε στον αιθέρα
λες αγκαλιά ζεστή, γλυκιά
σ’ απόγνωση χαμού.

Γλαρόπουλο που πέταξε
στα βράχια και εχάθη
γλαρόπουλο της ζήσης μας
με τα χρυσά φτερά
γέμισ’ ο άνεμος φιλιά
απ’ τη χαμένη αγάπη
θαλασσοπούλια φίλησαν
τ’ ανήσυχα νερά.

Κύμα το κύμα κι η χαρά
Στη θάλασσα εξεχάσθη
σαν τα κοχύλια του γιαλού
την ήπιε η μοναξιά
κύμα το κύμα κι ο συρμός
μέσα στον νου εχάθη
κύμα το κύμα κι ο καημός,
κι απόμεινε η ερημιά.

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Έφερ’ ο άνεμος τραγούδι στη νυχτιά,
τραγούδι, άσμα των ασμάτων, ύμνο
σαν μελωδία αγγελική στη σιγαλιά
νανούρισμα γλυκό στον φευγαλέο ύπνο.

Γέμισαν νότες του μυαλού την ερημιά
χορδές, κιθάρες και γλυκόλαλα βιολιά.
Σύραν οι θύμησες χορό με τη φωνή της λύρας,
Τσιγγάνες, γυφτοπούλες θύμησες…
Οι μάγισσες της μοίρας.

Χόρεψε ο αγέρας τα κλαδιά της φοινικιάς
κλειδιά του σολ στον ουρανό τα μαυροπούλια,
τσιγγάνες, γύφτισσες με σύραν στον χορό
και γυφτοπούλες θύμησες μου φίλησαν τα χείλια.

Και μια μελαχρινή, μια γυφτοπούλα όμορφη, μικρή 
κρατούσε στο χεράκι της και χτύπαγε το ντέφι.
Σεργιάνιζαν στον άνεμο πάθη, κορδέλες και καημοί
και το μικρό κορμάκι της το τύλιγε μια μέθη.

Τα ποδαράκια της κι αυτά λες με φτερά
μια κάποια στριφογύριζαν στον νου αγκάλη
στα γύφτικα τσαντίρια τα παλιά
γλέντι, τραγούδι φούντωνε, κραιπάλη.

Ω γυφτοπούλα θύμηση, να’ ταν να έγερνα ξανά
μες στα σγουρά σου τα μαλλιά να βρω τη λήθη
και να χορέψω εκεί με τα χρυσά φλουριά
π’ αγκάλιαζαν τα τρυφερά σου στήθη.


iv. Συλλογή   ΑΤΤΙΚΑ     Γαβριηλίδης 2014

ΣΤΙΣ  ΑΚΤΕΣ  ΤΟΥ  CHASAPEAKE

Αδειανό μικρό μου σπίτι στις ακτές του Chesapeake
Με τον άνεμο να κτυπά αλύπητα τα ξύλινα τα παραθύρια
Την αύρα της θάλασσας να σμίγει απαλά με την σκόνη
που χρόνια καλύπτει τ' απομένοντα λιγοστά έπιπλα
Και με τ' αγνά της νιότης μας όνειρα να τριγυρνούν αόρατα
στ' άδεια της εστίας της πρώτης μας δώματα..
Εγκαταλελειμμένο της νιότης μας σπίτι
κάτω απ' τα πανύψηλα πεύκα
που ψιθυρίζουν αναμνήσεις στον άνεμο
Αναμνήσεις λησμονημένες, κάπως σβησμένες
στην ομίχλη του παρελθόντος.
Θύμησες αγαπημένες από φωνές παιδιών
από λόγια αγάπης, γέλια, χαρές
Λησμονημένες άραγε της περασμένης ζωής αναμνήσεις; 
Μάλλον όχι, μάλλον αμυδρές, χλωμές απ' τα χρόνια που διάβηκαν
Κάπως μπλεγμένες με σκιές θλίψης, πικρίας
Ελάτε σε μένα της νιότης μου όνειρα
που ζείτε στον νου όσο η καρδιά μου χτυπά
Λόγια ειπωμένα, υποσχέσεις δοσμένες
όλα αμυδρά μα για μένα αξέχαστα
Με τους ψιθυρισμούς σας γεμίστε
τα άδεια τα δώματα, με την πνοή σας ταξιδέψτε μακριά
Πάνω απ' τα νερά τα βαθιά
κάτω απ' την φεγγαρόσκονη
της γλυκιάς νύχτας του καλοκαιριού
Μακριά, να ρθείτε κοντά μου
την πικρή μοναξιά μου να βρείτε
Κοντά μου ελάτε αγνά της νιότης μου όνειρα
νανουρίστε με, στην άδεια τωρινή μου φωλιά
με την θαλπωρή, την ζεστασιά που κρατάτε.
Άκουσε.. τους ψιθύρους άκουσε μοναχική μου καρδιά
Θυμήσου το άρωμα απ' την αφθονία του αγιοκλήματος
κάτω απ' τ' αγαπημένα μου πεύκα
Πάρε τα μονοπάτια που πευκοβελόνες καλύπταν
και τα σπασμένα, λιωμένα κελύφη
των οστρακιών του Chesapeake
Θυμήσου την παιδική κουβερτούλα που στέγνωνε στον ήλιο
τις κουβέντες τις παιδικές, τ' αμέριμνα παιδικά γέλια
γύρω απ' τις ανθισμένες πολύχρωμες αζαλίες
Κάτω απ' τις ολάνθιστες κρανιές, τις ρόδινες μυρτιές
Οι βαριές βροχές των καλοκαιρινών ημερών
να εισδύουν βαθιά, να μουσκεύουν την κόκκινη αμμώδη γη
Οι ηλιακτίνες θαμβωτικές να διαπερνούν 
μέσ' απ' τις βελόνες των πεύκων
ν' αγκαλιάζουν σε δόξα την μουσκεμένη γη
Κόψε φρέσκα κλαδιά απ' τον πρίνο
που χρόνια στολίζει την σφραγισμένη πια πόρτα
και σκόρπισε τα κόκκινα μούρα του ολόγυρα
στις σβησμένες του τζακιού τις στάχτες
Να φέρουν θαρρείς αγιοσύνη και φλόγα
στο σβησμένο στην λήθη της ζωής παρελθόν
Ανέμοι φερμένοι απ' τον Chesapeake
φέρτε μου πίσω τους άσπρους μου γλάρους
λευκούς, αγνούς σαν τα πρώτα μου όνειρα
Δοξαστικές του ήλιου ακτίνες μετά την βροχή
βρείτε τον δρόμο σας μεσ' απ'τα σάπια
του πρώτου σπιτιού παραθύρια
τη σκόνη, τις σκιές του παρελθόντος σηκώστε
Μπείτε στον νου μου, και ζωντανές
τις γλυκές αναμνήσεις μου φέρτε
Ανέμοι του Chesapeake, στριφογυρίστε..
Στον νου μου στροβίλους γυρίστε, χορέψτε μαζί μου 
στο άδειο της τωρινής εγκατάλειψης

Θυμήσου, θυμήσου καρδιά μου
τ' άσπιλα όνειρα της νιότης

                              🍁

ΙΡΙΔΙΣΜΟΙ

Κοίταξε κάπως τριγύρω και είδε
πικρή τη θέα του γήρατος να τον περιτυλίγει
Ί ίριδες θολές φεγγίζουν τα αδρανή
τα ρυτιδωμένα πρόσωπα.
και το δέρμα τελείως αφυδατωμένο
σαν μάσκα νεκρική, αποκριάτικη.

Κάπως οικτρό το θέαμα
τα οστά ήδη τεταπεινωμένα, πεπαλαιωμένα
κινούνται μετά δυσκολίας.
Ρομπότ με χαλασμένο τον μηχανισμό τους.

Και το μέλλον πώς να το περιγράψει κανείς;
Του Εωσφόρου αγκάλιασμα;
Και ο στέφανος της ζωής
που απομένει εξ ακανθών
Ούτε κλωνάρια δάφνης πια
μηδέ όνειρα ή προσδοκίες.

Ο δε σταυρός του Γολγοθά
ξύλο δικό του εστί
εις το παρόν κρεμάμενον
Τα δε δάκρυα των επιζώντων
σωστά το προβλέπει
κατακλυσμοί της μοίρας θα τα σβήσουν
Όλοι θα τον ξεχάσουν.
Κανείς δεν θα κλαίει πια για τους Εσταυρωμένους.

Η δε γη θα καρπίσει και πάλι
οπώρας δροσεράς, ωρίμους εν χρόνω
και τη γεύσει γλυκείς



v. Συλλογή  ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ ΟΥΤΟΠΙΑΣ,   Γαβριηλίδης 2014
ΧΘΕΣ Η ΣΕΛΗΝΗ

Χθες της σελήνης το φως ήταν γλυκό κι άχνιζ’ η γη από κάτω
Των δέντρων ξερά τα κλαδιά ασήμι ντυθήκαν
Της λίμνης τα ήρεμα κρύα νερά 
διαμάντια γενήκαν.

Περπάτησα πάλι στη γλύκα 
της σεληνόφωτης νύχτας
Κοντά σου ήθελα να ’ρθω
Σε ζήτησα μα δεν σε βρήκα.
Τα βήματά μου τ’ άκουσες; 
Τα πήρε ο αέρας
Σιμά σου τα ’φερε, αύρες γενήκαν
να σε δροσίσουν ήρθαν.

Μην κλαις και μην πικραίνεται
η καρδιά σου στην ερημιά.
Θα ’ρθω να σου ζεστάνω την παγωνιά 
Θα ’ρθω να σβήσω τα δάκρυά σου
στα μάτια σου να δω χαρά
να σου μιλήσω, να σε φιλήσω 
Μ’ εσέ να σμίξω στη σιγαλιά

                              🍁


ΠΡΟΣΜΟΝΗ

Έλα σιμά σαν αύρα 
της θαλάσσης κι άγγιξέ με 
μες στης νυχτιάς την ησυχία 
και τη σκοτεινιά.
Τα κύματα τ’ ακούω μόνο 
δεν τα βλέπω
‘Oπως εσέ σ’ αισθάνομαι
κι ας είσαι μακριά.

Τα γκρίζα τα μαλλάκια σου 
να χάιδευα και πάλι
και κάπως να ’γερνα
μες στη θερμή σου αγκαλιά.
Και κάπως να ’σμιγαν
στο δροσερό ακρογιάλι         
oι θύμησες απ’ τα φιλιά
που μου ’δινες παλιά.

Ήταν στ’ αλήθεια η μυρτιά
που άνθισε κι ευώδιασε
τον άνυδρο τον κήπο
στη χέρσα μου καρδιά;
Και στα κλωνάρια της θαρρείς
 άνεμος και γυρόφερε
Τις σκέψεις και την προσμονή
για μιαν ανέλπιστη χαρά;

Ω, έλα αγέρι δρόσισε
τον πόθο μου για κείνον
μες στα ζεστά τα χέρια του
θε νά  βρω λησμονιά
Ἑλα με την Ανατολή
και τον χρυσό τον ήλιο
Είς᾽ η χαρά της ζήσης μου
κι ας είσαι μακριά



vi. Συλλογή    ΕΡΩΔΙΟΥ Η ΚΑΤΟΙΚΙΑ  Δωδώνη,  2001


ΣΕ ΜΙΑ ΣΙΓΗ

Σε μια σιγή πώς βρέθηκες
Στου ονείρατος το διάβα
Και μάζεψες τα πέταλα 
Ενός άνθους ταπεινού

Τα φύλαξες και έγειρες
Σ’ απατηλά λυχνάρια
Ξημέρωσε και έψαχνες
Αχνάρια του χαμού

Πώς κι έμεινε στη σκέψη σου
Οράματος μια γεύση
Μιας ηλιαχτίδας χρύσωμα
Ζεστό στα σωθικά

Φωτός σκιά που σ’ άγγισε
Διαβατική στην πλεύση
Ελπίδων και χαμόγελων
Μακριά στα ανοιχτά

Και έμεινες μ’ οράματα
Τα ονείρατα φευγάτα
Και κράτησες τις θύμισες
Γλυκιά σου συντροφιά

Και έσυρες τα βήματα
Σε άμμους κι ακρογιάλια 
Κι η θάλασσα σου κάλυψε
Τ’ αχνάρια στη στεριά

                             🍁

ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ

Τα κύματα με κοίταζαν 
για χρόνια και για μήνες
Της ερημιάς μου σύντροφοι
  μ’ απάλαιναν τις πίκρες
Τις νύχτες τις βαθιές, τις σκοτεινές 
τις άναστρες, τις μαύρες
Τα κύματα τα άκουγα 
να σκούνε πονεμένα 
λες πως κι αυτά εκλαίγανε 
για την πικρή εμένα

Με φόβιζες νερό μουντό
 και σκοτεινό τα βράδια
Με φόβιζε το βάθος σου 
η απύθμενη αγκαλιά σου
Της θάλασσας την ομορφιά 
σε σένα ζήταγα να βρω
Της λίμνης συ γλυφό νερό
πικρά σ’ αλμύρισα εγώ

Βρέξε με τη δρόσο σου 
και λίκνισέ με στον ρυθμό σου
Θα ´θελα να ‘μουν νούφαρο
  ν’ αποκοιμιέμαι στον αφρό σου

Σε κοίταζα μες στην αχνή τη χαραυγή,
      να ζωγραφίζεις στα γαλήνια σου νερά 
του κόσμου την Ανατολή
Σε κοίταζα το δείλι, 
να σκοτεινιάζεις, να μουνταίνεις
Στα βάθη σου τα σκοτεινά 
      τα μυστικά μου τα πικρά να παίρνεις 

Το άκουγα το κύμα σου 
      στο περιγιάλι δίπλα μου να σκάζει
Και να μετρά τι ώρες, τις στιγμές
     τις άδειες και μοναχικές και φοβερές
της θύελλας, της συμφοράς
     και της απόγνωσης, της ερημιάς


Τους μήνες του χειμώνα 
πάγωνες γλυφό νερό
κάμπος γινόσουν κρύσταλλο
και σε ‘θαβε το χιόνι
Και τα’ άκουγα τα κύματα 
μουγκρίζανε θαμμένα
λες πως κι αυτά τα έκαιγε 
η έννοια τους για μένα

Κομμάτι της ζωής μου 
έγινες γλυφό νερό
Τα ξωτικά της ζήσης μου
τα ‘πνιξες στον βυθό σου
Σεργιάνισες με τον αφρό σου 
τον αναστεναγμό μου
Νούφαρο καν’ εκεί στο κύμα σου 
και τον καημό μου


vii. Συλλογή ΑΛΚΥΟΝΙΔΕΣ, Δωδώνη 2001 ΔΕΚΑΟΚΤΟΥΡΕΣ Τι να σου λέει άραγε γλυκό μου περιστέρι το ταίρι σου μες στην υγρή του πρωινού σιγή; Τι λόγια και τι όνειρα θε να σου γυροφέρνει στ’ αχνό το φως της χαραυγής στη γκρίζα ομίχλη της ακτής; Λες να ζηλεύω άραγε την ήρεμη φωλιά σου τον έρωτα που τραγουδάς με τιτιβίσματά σου; Λες το γλυκό το κάλεσμα το χάραμα, το δείλι Λες να ξυπνά σε μένανε του χωρισμού τη δίνη;                               🍁 ΕΠΟΧΕΣ ΑΓΑΠΗΣ Αχνάρια αγάπης στον νου χαραγμένα διαβαίνεις κι απόψε μακριά από μένα ζητάς τη ματιά μου, το γέλιο, τη γλύκα στα δόλια όνειρά μου κει μόνο σε βρήκα Πού να ‘σαι γλυκέ μου, και πού να διαβαίνεις μέσ’ στην καρδιά σου για πάντα με φέρνεις Τ κι αν σε χώρα πια ξένη γυρίζω του νου σου φυτίλια θυμάμαι δακρύζω Σαν φεύγω απ’ όλα, σαν σβήνω μονάχη η αγάπη σου καίει για πάντα στα βάθη Τι κι αν το δείλι το λούλουδο κλείνει μ’ αυγή και δροσούλα και πάλι ανοίγει Στο κύμα κει πέρα, που βλέμμα λικνίζει η αγάπη μας γέρνει και σε νανουρίζει Τ᾽ αστέρι το βράδυ το φως που προβάλει ματιάς μου το χάδι θαρρείς και στεγάζει Κι ο κούκος που ψέλνει τη θλίψη του μόνος θυμίζει πως πάντα της ζήσης ο πόνος περνά και διαβαίνει, σαν χελιδόνι τα δάκρυα ο χρόνος, ξανά τα στεγνώνει Μέσ’ στην ομίχλη, της λίμνης παρτέρι πέρασε, έφυγε το καλοκαίρι Του φθινοπώρου οι πρώτες οι ψύχρες δροσίζουν και πάλι τις άδειες μας νύχτες Χειμώνας σαν φτάσει, Ω με συμφορά μου στ’ ακροθαλάσσι γερνούν τα όνειρά μου Στα χιόνια γραμμή ένα αστέρι διαγράφει παγωμένη μια θλίψη στην καρδιά κουρνιάζει.



Βιογραφικό σημείωμα

Η Λία Σιώμου ( Λία Αντωνοπούλου ) γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα.Απεφοίτησε από το Χημικό τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετέπειτα ήλθε στο MichiganStateUniversity για μεταπτυχιακές σπουδές στην Βιοχημεία όπου και επήρε το δίπλωμά της (ΜαsterofScience). Εργάσθηκεωςερευνήτρια στο Michigan State University και στο Northwestern University στο Evanston Illinois. Επί 18 χρόνια εργάσθηκε ως επιστήμων στο Υπουργείο Ενεργείας της Αμερικής (U.SDepartmentofEnergy) στο ArgonneNationalLaboratory, στα προάστια του Σικάγου.

Η Λία έχει δημοσιεύσει επτά ποιητικές συλλογές, Ερωδιού η Κατοικία και Αλκυονίδες (Εκδόσεις Δωδώνη 2001), και Μαγιοστέφανο, Σπονδή Ονείρου, Εν γη Ερήμω, Attica και Εις Μνήμην Ουτοπίας (Εκδόσεις Γαβριηλίδης , 2003, 2006, 2007, 2014). Οι συλλογές της συγκέντρωσαν πολύ καλά σχόλια από διακεκριμένους ποιητάς και λογοτέχνες στην Ελλάδα.

Δύο άρθρα δημοσιευθέντα στην ChicagoGreekStar, την καλύτερη εφημερίδα της Ελληνοαμερικανικής κοινότητος στην περιοχή του Σικάγου έδωσαν εις βάθος ανάλυση του έργου της. Αντιπροσώπευσε την Ελληνική ποίηση στον εορτασμό “FieldofLight.” που έγινε τον Ιούνιο 2013 στο FieldMuseum του Σικάγου. Ο παγκοσμίως γνωστός Ιταλός artistMarcoNeroRotelli οργάνωσε την παρουσίαση προς τιμήν του DanteAlleghieri και του επικού του ποιήματος Ἡ Θεία Κωμωδία῾.

Αρκετά της ποιήματα έχουν μελοποιηθεί από τον καθηγητή και κοσμήτορα του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και συνθέτου Δόκτωρος Αθανασίου Ζέρβα. Ο Δόκτωρ Ζέρβας τα έχει παρουσιάσει σε κονσέρτα στην περιοχή του Σικάγου, στο AthensConservatory, NorthwesternUniversity, ChicagoStateUniversity, Univ. ofThessaloniki, και στο OdeionSchoolofMusicinSkokie.

ToHellenicHeartbeatMedia (TV,Radio,Web) έχει παρουσιάσει στην Τηλεόραση δύο φορές συνδιαλέξεις της Λίας Σιώμου σχετικές με την ποίησή της.Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε έγκριτα έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά και σε ανθολογίες




ΗΛΙΑΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ - «Δεν θέλω να πεθάνω»: Ένα δάκρυ – βόλι της μικρής Βλάντα από την Ουκρανία

  «Δεν θέλω να πεθάνω!»

Κανείς δεν θέλει να πεθάνει. Το ένστικτο της ζωής είναι πιο δυνατό από το θάνατο, κι ας νικάει στο τέλος αυτός κι ας το γνωρίζουμε από πριν πως υπάρχουν πολλοί τρόποι να χάσουμε το μέγιστο αγαθό, την ζωή. Όταν, όμως, αυτό διατυπώνεται ως απαίτησηπαράπονο ή παράκληση είναι κάτι διαφορετικό. Πολύ διαφορετικό όταν ακούγεται από την Βλάντα, από ένα μικρό κοριτσάκι της βομβαρδισμένης Ουκρανίας.

Δεν είναι παράκληση, δεν απαίτηση. Είναι κραυγή. Είναι διαμαρτυρία, μαστίγωμααμφισβήτηση και ηχηρή καταγγελία ενάντια στον φόβο και σε όσους τον σκορπίζουν. Είναι μία λοιδορία και μομφή. Ενάντια στον πολιτισμό μας και σε όσους υφαίνουν τις αρχές και την ηθική του ή και σε εκείνους που αδιαφορούν ή ανέχονται την κίβδηλη ύφανσή του. Ένα γλυκό και αθώο παιδικό παράπονο στο «κακό» του κόσμου.

Θέλω να ζήσω…

Το σπαρακτικό δεν «θέλω να πεθάνω» στην γλώσσα του παιδιού σημαίνει «θέλω να ζήσω». Γιατί τον θάνατον μόνον τον ξορκίζεις και δεν τον γνωρίζεις ως βίωμα. Μόνο τον φόβο βιώνεις. Την ζωή, όμως, την γνωρίζεις και την αποζητάς. Την διεκδικείς είτε ως δικαίωμα είτε ως ένστικτο. Είναι ένα δώρο της φύσης και κανείς δεν μπορεί να  σου το αφαιρέσει στο όνομα κάποιας ανώτερης ανάγκης ή συμφέροντος.

Γιατί πολεμάτε;

Και πώς να εξηγήσεις στο κλάμα ενός μικρού κοριτσιού πως το δάκρυ της είναι το τίμημα της παράνοιας των μεγάλων που σκηνοθετούν την ζωή της; Πώς να της εξηγήσεις πως το κακό περισσεύει στην ζωή και δηλητηριάζει τις συνειδήσεις και τις σχέσεις ανθρώπων, λαών και εθνών; Πώς να αιτιολογήσεις έναν πόλεμο αναίτιο; Έναν πόλεμο που τον προκαλεί το «κακό» και μόνο το κακό τρέφει; Τότε θα σού επαναλάβει με απορία «Γιατί τότε πολεμάτε»;

Ποιος φταίει;

Αν τολμήσεις να πεις στο μικρό κορίτσι πως το «κακό» κυβερνά τον κόσμο, τότε θα σε ρωτήσεις το «ποιος το υπηρετεί;». Και τι να πεις τότε;… ότι ο πλούτος, τα συμφέροντα, οι ανθρώπινες ανάγκες, οι φθηνές φιλοδοξίες, οι ανόητοι εθνικισμοί και τα κίβδηλα οράματα κάποιων ηγετών επωάζουν το κακό και τον πόλεμο. Ή μπορεί να είναι και ο άνθρωπος κακός από τη φύση του, οπότε τότε πρέπει να μελαγχολούμε για το μέλλον μας. Πόσα και πόσο μπορεί να τα καταλάβει όλα αυτά ένα μικρό κορίτσι με το καυτό δάκρυ και το μεγάλο παράπονο;

Ποιος άρχισε τον πόλεμο;

Πώς να μιλήσεις σε ένα μικρό παιδί πως το «κακό» φέρνει τον πόλεμο που τρομάζει τους ανθρώπους και σκορπά τον θάνατο αδιακρίτως σε όλους; Πώς να του εξηγήσεις πως κάποια φθηνά «εθνικά δίκαια» έχουν ριζώσει στο μυαλό μας και επωάζουν αιώνες τώρα το μίσος και τον πόλεμο; Για έναν πόλεμο φταίει πάντοτε ο άλλος που τον προκάλεσε (ηθικός αυτουργός) και όχι αυτός που τον διεξάγει – αποφασίζει (φυσικός αυτουργός). Το διεθνές δίκαιο αδυνατεί να αποφανθεί περί αυτού. Κι αν είναι έτσι πώς θα ονομάσεις τον φταίχτη;

Δεν υπάρχει άλλος τρόπος;

Κι αν τα παιδικά μάτια απορήσουν και σού πουν το «δεν υπάρχει άλλος τρόπος» να σβήσετε το άδικο, το κακό και τις διαφορές σας; Τότε τι να πεις; Φταίει η ηθική μας, η λογική μας, τα ποταπά «δίκαιά» μας ή μια φυσική νομοτέλεια που αιώνες τώρα τρέφει το τέρας του πολέμου; Αν είμαστε αυτοκαταστροφικό είδος πώς επιβιώσαμε; Φαίνεται πως η λογική, η ηθική και οι θρησκείες δεν βρήκαν τον εναλλακτικό τρόπο και το κακό κακοφορμίζει στην ψυχή μας. Είμαστε πάντοτε «προμηθείς» που κάποιο αρπακτικό πουλί τρώει τις σάρκες μας…

Ποιο είναι το «κακό» που θέλετε να διορθώσετε;

Τα μικρά παιδιά δεν καταλαβαίνουν από ψυχολογία, κοινωνιολογία, πάλη των τάξεων, ιδεολογικό οικοδόμημα, φροϋδικές αναλύσεις και αγνοούν τον στρουκτουραλισμό – δομισμό. Δεν κατανοούν πως το «κακό» δεν είναι αυτοφυές αλλά φύεται από κάποιο βασικό – φυσικό υπέδαφος και τρέφεται από τα ανθρώπινα δημιουργήματα (πολιτική, ιδεολογίες…). Το κακό ίσως και να μην έχει «όνομα» γιατί συμπυκνώνει άλλα μικρότερα που συνθέτουν το ριζικό σύστημα και το διατηρούν θαλερό εκατομμύρια χρόνια τώρα.

Μπορεί ο κόσμος να ζήσει χωρίς το «κακό»;

Στο μικρό και φοβισμένο παιδί πόσες αλήθειες μπορείς να πεις; Πόσες μπορεί να αντέξει; Και πώς να κάνεις προβλέψεις για κάτι που αιώνες τώρα βασανίζει επιστήμονες, φιλοσόφους και στοχαστές; Πώς θα ομολογήσεις κάτι που η αποδοχή του ως μία από τις πραγματικότητες – αναγκαιότητες της ζωής μας και του πολιτισμού μας διαποτίζει κάθε μας σκέψη και συμπεριφορά και διαβρώνει την ελευθερία μας; Πώς να κρυφτείς από τα παιδιά; «Έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα»

Πάντα το «κακό» νικάει;

Στα παραμύθια το παιδί εύχεται στο τέλος να νικήσει ο καλός και ο δίκαιος. Τον κακό και το «κακό» το αποστρέφεται κι ας μην έχει ακόμη βιώσει τις συνέπειές του. Δεν συμβιβαζόμαστε με την δεσποτεία του κι ας είναι μία βεβαιότητα αυτή. Δεν είναι μοιρολατρία να αποδεχτούμε μία πραγματικότητα, αλλά πως αυτήν να την «διδάξουμε» σε ένα μικρό παιδί που θέλει να ονειρεύεται έναν καλύτερο κόσμο; Μήπως, όμως, συνυπάρχει κι αντιπαλεύει μόνιμα με το καλό, όπως το διαπίστωσε ο Ευριπίδης; «Ουκ αν γένοιτο χωρίς εσθλά και κακά, αλλ’ εστί τις σύγκρασις». Τελικά βαδίζουν παράλληλα;

Αν ζήσω και μεγαλώσω θα κάνω κι εγώ το κακό στους άλλους;

Πώς να απαντήσεις σε ένα παιδί που ακόμη τρέμει από το φόβο και το κακό που έρχεται σε αυτό και την χώρα του; Πώς να του δώσεις ελπίδα για ζωή και ανθρώπινο κόσμο, αν του πεις πως το «κακό» είναι ένα από τα ενδεχόμενα αλλά όχι μία από τις βασανιστικές προοπτικές της ζωής μας; Εξάλλου τη ζωή μας δεν την προδιαγράφουν μόνον οι συμπαντικοί νόμοι, αλλά και  η ανθρώπινη θέληση για κάτι ψηλότερα… α ν θ ρ ω π ι ν ό τ ε ρ ο…

Το «κακό» μόνον με το «κακό»πολεμιέται;

Το δάκρυ του μικρού κοριτσιού γίνεται απορία, ερώτηση, οργή και ένα σφυροκόπημα στα πολλά «πρέπει» και «γιατί» του πολιτισμού μας. Δεν γνωρίζει το παιδί τη συγχώρεση. Είναι απόλυτο. Θέλει να γνωρίζει. Δεν συμβιβάζεται με μισές και κρυμμένες αλήθειες. Γιατί αυτές το φοβίζουν και έκλαψε. Το «θέλω να ζήσω» αυτό δηλώνει. Να αλλάξω τον κόσμο κάνοντας «κακό» στους κακούς ή με το καλό να διορθώσω – σβήσω το «κακό»; Πώς θα μπορούσε να ακούσει τον Κεμάλ και την πικρή διαπίστωση πως

«νικημένο μου ξεφτέρι δεν αλλάζουν οι καιροί,/ με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί»

«Θέλω αυτό να τελειώσει όσο πιο γρήγορα γίνεται»

Το δάκρυ έγινε τώρα ευχή και προτροπή. Η κόλαση του πολέμου αγριεύει τον άνθρωπο και τον ωριμάζει. Ο φόβος του θανάτου δεν κάνει συμψηφισμούς για το περιεχόμενο του Φασισμού, του Ναζισμού, του Ολοκληρωτισμού, του νεο-Τσαρισμού και κάθε –ισμού. Ίσως να είναι λυπηρό και τραγικό να πούμε στην μικρή Βλάντα πως...

«α υ τ ό ς   ο  κ ό σ μ ο ς   δ ε   θ α   α λ λ ά ξ ε ι   π ο τ έ»…

 

        ***   "Δεν θέλω να πεθάνω"...Video









ΕΤΑΙΡΙΑ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ - ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ

 




"Η αμυγδαλιά" - Ποίημα της Εύας Πετρόπουλου Λιανού μεταφρασμένο στα Βεγγαλικά από τον ποιητή και μεταφραστή Φιλέλληνα Ujjal Ghosh



Η αμυγδαλιά

আমি এক কাঠবাদাম গাছ
এভা পেত্রপুলু লিয়ানু
-----------------------------
আমি এক কাঠবাদাম গাছ
ছোটখাটো চেহারা
তবু অবিশ্রান্ত ভাবে
লড়াই করে চলেছি
ঝড়, বৃষ্টি আর তুষারের সঙ্গে। 

আমি এক কাঠবাদাম গাছ
লোকে আমাকে অবোধ শিশু বলে
তাই আমি তাড়াতাড়ি বড় হতে চাই
ফোটাতে চাই ফুল গোলাপি আর সাদা
যাতে সূর্য আমাকে দেখতে পায়। 

আমি এক কাঠবাদাম গাছ
যদি সম্ভব হতো
আমি হতাম দ্বিগুণ লম্বা এক শক্তিশালী বৃক্ষ
চিরকাল আমিই তাহলে বয়ে আনতাম শীত
আর ফুলে ফুলে সাজাতাম গ্রীষ্ম। 

আমি এক কাঠবাদাম গাছ
আমার আছে এক বিশেষ শক্তি
যা শুধু আমারই আছে
আমিই বয়ে আনি বসন্ত
খুলে দিই তার পথের সকল দ্বার। 

------------------------------------------------
Bengali translator: Ujjal Ghosh

[ কবিতার সঙ্গে কবি ও কাঠবাদাম (Almond) গাছের ছবি এখানে সন্নিবিষ্ট করা হলো।]

[ কবি পরিচিতি: কবি এভা পেত্রপুলু লিয়ানু (Εύα Πετρόπουλου Λιανού) জন্মগ্রহণ করেন ১৯৭৩ সালে, দক্ষিণ গ্রিসের করিন্থ উপসাগরের কূলে ক্সিলোকাস্ত্র নামের এক ছোট্ট জনপদে। স্কুলে পড়তে পড়তেই তিনি সিদ্ধান্ত নেন সাংবাদিকতা করবেন। তাই স্কুল সিলেবাসের দ্বিতীয় ও তৃতীয় ভাষা যথাক্রমে ফরাসি ও ইংরেজি তিনি মন দিয়ে শেখেন। অতঃপর সাংবাদিকতা নিয়ে ভর্তি হন ANT1 স্কুলে। ১৯৯৪ সালে "Le Libre Journal" নামে এক সংবাদপত্রের চাকরি নিয়ে তিনি চলে যান ফ্রান্সে। সাংবাদিকতার পাশাপাশি চলতে থাকে মাতৃভাষা গ্রিকে তাঁর সাহিত্যসাধনা। ক্রমেই সেসব রচনা জনপ্রিয় হয়ে ওঠে গ্রিসে ও সাইপ্রাসে। এইসময় মাতৃভাষা ও মাতৃভূমির প্রতি তিনি অনুভব করেন এক অদম্য টান। ২০০২ সালে চাকরি ছেড়ে ফিরে আসেন দেশে। আথেন্সের একটি ওয়েব রেডিয়োতে "শিশু সাহিত্য বিভাগ" পরিচালনার দায়িত্ব পান তিনি। ২০১৪ সাল থেকে তিনি ছোটদের পাশাপাশি বড়দের জন্যেও লিখতে শুরু করেন। ইতিমধ্যে গ্রিস ও সাইপ্রাসের শিক্ষামন্ত্রকের অনুমোদন পেয়েছে তাঁর গ্রন্থাবলি। তিনি "International Society of Writers and Artists of Greece" (ΔΕΕΛ) সহ বেশ কিছু দেশি এবং বিদেশি সংগঠনের সক্রিয় সদস্য। পেয়েছেন নানা পুরস্কারও। ২০০৬ সালে ফ্রান্স থেকে প্রকাশিত হয় তাঁর প্রথম গল্পগ্রন্থ "Geraldine and the Lake Elf"। তাঁর কয়েকটি উল্লেখযোগ্য গল্প সংকলনের নাম হলো: "The Fairy of the Amazon Myrtia", "The Adventures of the Samurai Nogasika San", "The Daughter of the Moon", "An Almond will bring the Autumn" প্রভৃতি। তাঁর কবিতা অনূদিত হয়েছে ইংরেজি, ফরাসি, আরবি, চীনা, কোরীয়, সার্বীয়, মালয়ালম প্রভৃতি ভাষায়। বাংলায় এই প্রথম।]


ΕΊΜΑΙ ΜΙΑ ΑΜΥΓΔΑΛΙΆ
Εύα Πετρόπουλου Λιανού
------------------------------------------
Είμαι μια Αμυγδαλιά
Ένα μικρό δεντρί
Που ατάραχο
Παλεύω με τους ανέμους
Τις βροχές, τα χιόνια. 

Είμαι μια Αμυγδαλιά
Τρελλή με λεν από παιδί
Γιατί βιάζομαι να μεγαλώσω
Να δώσω άνθη ρόδινα και λευκά
Σαν ο ήλιος με κοιτάξει. 

Είμαι μια Αμυγδαλιά
Εάν το ίσως, υπήρχε
Θα ήμουν δέντρο δυνατό
Διπλάσιο στο μπόι
Εάν το πάντα, το εννοείτε
Θα ήμουν χειμώνα,
Καλοκαίρι ανθισμένη με λουλούδια. 

Είμαι μια Αμυγδαλιά
Κι έχω τόση δύναμη
Που μόνο εγώ
Φέρνω την Άνοιξη
Της ανοίγω το δρόμο.











ΤΑΚΗΣ ΧΡΟΝΟΠΟΥΛΟΣ "Νέμεσις"

 


That dusk the sun was weeping
strangely painting the sea at its descent
on the bow of the ships straightening their masts
to the unacknowledged vow of a lightless dawn..

And the dock was filled with warriors - shopkeepers
arguing over poor horizons
as if searching their traces
clumsily wandering the traveling hulls..

Then Muslims and Romans with a jump
balancing in writings and images
on the backs of the night owl
dripping into the bark of the innermost silence
the pain that was blessed from heaven..

**«Nemesis» - Takis Chronopoulos ( Feb.27, 2022) ©**

                                         🍁


Εκείνο το σούρουπο ο ήλιος έκλαιγε
βάφοντας αλλόκοτα στο κατέβασμά του το πέλαγος
στην πλώρη των καραβιών που ίσιωναν τα ξάρτια τους
στο ανομολόγητο τάμα μιας άφωτης αυγής.

Κι η αποβάθρα γέμισε πολεμιστές - πραματευτάδες
που μάλωναν για τους φτωχούς ορίζοντες
σαν διαλαλούν τα ίχνη τους
χαζεύοντας αδέξια τα ταξιδιάρικα σκαριά.

Με ένα σάλτο Μουσουλμάνοι και Ρωμηοί
ακροβατούσαν σε γραφές και σε εικόνες
πάνω στις πλάτες της ολάχνιστης της νύχτας
σταλάζοντας στον φλοιό της ενδότερης σιωπής
τον πόνο που απ'τα ουράνια ευλογήθηκε.

**«Νέμεσις» - Τ. Χ. - 27/02/2022** ©

Η φωτογραφία είναι από https://gr.pinterest.com/








Carpe " Υπόνοια ζωής..."



Μια υπόνοια συνενοχής
πλανάται για τα πεπραγμένα.
Μορφή παραίτησης
μοιάζει η απραξία,
μια ψυχρότητα
που ραγίζει την καρδιά.
Αποτινάζω την δυσάρεστη αναμονή.
Η αδιάκοπη ονειροπόληση
ταράζει τη μορφή
του προσώπου μας.
Σε χαρτί φτηνό γράφω
το θαυμασμό μου
για μια ψυχή σπουδαία.
Είχα προαναγγείλει
ν' αγωνιστώ σκληρά,
για λίγα ψήγματα μαγείας.
Να προσελκύσω την πνοή σου,
προτεραιότητα μοναδική.
Οφείλω την ύπαρξή μου
στο ότι σ' αγαπώ.
Μια υπόνοια ζωής οι χτύποι στα στήθη μου.

Carpe.

Φωτογραφία: Loui Jover  Art