Ο δρόμος χάθηκε μέσα στα δέντρα. Τα παράθυρα αφώτιστα, όλα τα υπαρκτά έχουν γίνει σκιές. Νοιώθω το κύμα απ' το αίμα χτυπά με ρυθμό επιταχυνόμενο, την οσμή των παλμών κάτω απ' την ερεθισμένη γυμνή σάρκα. Παλεύω με το φως και την εγρήγορση, ακούω τους μυστικούς πόθους. Με μάτια κόκκινα κοιτώ την εξύψωση. Αραιές σταγόνες βροχής περνούν από μπροστά μου. Σκοτεινιάζει στους απόκεντρους δρόμους, μόνο να μου υποσχεθείς πως θα θυμάσαι... το ασίγαστο πάθος που έφτιαχνε τα σώματά μας να τραντάζονται.
Γέννηµα εσύ της µάνας σου
δυο µέτρα παλικάρι
κράτησε πάντα στο µυαλό
τι έχει αλήθεια χάρη.
Γιε µου έγινες άντρας πια
πολλά καταλαβαίνεις
τα βάσανα δε λείπουνε
µα πάντα να επιµένεις.
Ρεφραίν
Ποτέ σου µην τα παρατάς
µέσα σου να ελπίζεις
ακόµα και στα δύσκολα
να µην κλωθογυρίζεις.
Βάζε το χέρι του Θεού
πιο πάνω απ' τη βολή σου
τα δάκρυα κι αν τρέχουνε
σήκω την κεφαλή σου.
Τα ρούχα και οι οµορφιές
δεν έχουν τόση αξία
άµα ο χαρακτήρας σου
είναι σε αταξία.
Οι φίλοι και οι γύρω σου
πάντα για «το καλό σου»
θα σου γεµίζουν τα µυαλά
µα λίγοι το κενό σου.
Ρεφραίν
Βράχος να είσαι σταθερός
κι όχι ροής ποτάµι
το µέσα σου ναν' καθαρό
κι η τρέλα ας αποκάµει.
Της µάνας σου τη συµβουλή
κράτα τη θησαυρό σου
κάποτε θα τη χρειαστείς
στο χρόνο τον πικρό σου.
Ρεφραίν
Μελοποιήθηκε από την Εταιρεία ΄Make My Song΄ στη Λάρισα
Σύνθεση - Μουσική : Ιωάννης Χατζής
Τραγούδι: Αθηνά Ιωάννου Τρύφωνος
Μπουζούκι: Γιάννης Χατζής
σύνθεση μουσικής, ενορχήστρωση & ερμηνεία: Γιώργος Ρήγος
στιχογραφία: Αθως Χατζηματθαίου
φωτογραφίες: Γιάννης Ρήγος
composer and performance: George (Giorgos) Rigos
lyrics: Atos Xatzimatheu
photographer: John Rigos
Έρωτας
Σ' ένα δρομάκι του μυαλού περιπλανήθηκα χθες
και θυμήθηκα κάποια μικρούλα
Που' ρθε στης πρώτης μου της νιότης το χαμόγελο
και γλυκοκτύπησε δειλά η καρδούλα.
Είχε το πρόσωπο σαν κρίνο του Μαγιού
Μέσα στο βλέμμα της μια θάλασσα απλωνόταν
Ένα φεγγάρι στην ανάσα τ' ουρανού
Σ' ένα χαμόγελο γλυκό περιπλανιόταν.
Στην αγκαλιά μου αγαπημένη όταν σε κράτησα
σαν τον αγέρα που τα σύννεφα σκορπίζει
κύμα ο έρωτας με πήρε και ναυάγησα
Σ' ένα φιλί που στα δύο χείλη ακόμη ανθίζει.
Αθως Χατζηματθαίου
Ήσουν για μένα ακριβή,
μάνα τζιαι ανεράδα
έστεκες πάντα δίπλα μου
αφτούμενη σαν δάδα.
Που τους αγγέλους τζει ψηλά
ξέρω ποιος εν δικός μου
Εν σίουρα η μάνα μου
μα εν εν δαμέ ομπρός μου.
Έμαθες με να παρπατώ
να στέκω,να παλεύκω,
στα δύσκολα τα βάσανα
να μεν βουρώ να φεύκω.
Να σέβομαι τζιαι να εκτιμώ
μιτσιήν μα τζιαι μιάλο
κανέναν μεν τον αδικώ
Ούτε να τον προσβάλω.
Αγάπην μα τζιαι πομονήν
είσιες πολλήν να δώσεις
εμάσιεσουν χρόνια πολλά
να μας το μεταδώσεις.
Ρεφραίν
Φορτώνεσουν τες έννοιες μας
έγλέπες τα παιθκιά μας
όποτε σε γυρεύκαμε
ευτύς ήσουν κοντά μας.
Μέραν τζαι νύχτα μάσιεσουν
ούλλους να μας βουρίσεις
τζαι στο φαίν τζαι στες δουλειές
πάντα να μας τανίσεις.
Εν είσιεν έναν άδρωπο
να μεν τον βοηθήσεις
ξένους γνωστούς τζαι συγγενείς
να τους παρηορήσεις.
Ρεφραίν
Να σ' ειχα μάνα μου δαμέ,
να 'ρκεσουν πάλε πίσω,
να χώνουμουν στ'αγκάλια σου
τζαι να σου ψιθυρίσω.
"Είμαι να ξέρεις τυχερή
που είχα εσέ για μάνα,
πολλά δεν πρόφτασα να πώ
τζι'αλλάξασιν τα πλάνα.
Μέσα στις φλέβες μου τζυλάς
μες την καρκιά μου σ' έχω
κάθε γωνιά αθθυμίζει σε
Τζιαι γιω τα μάθκια βρέχω".
Ρεφραίν
Μελοποιήθηκε από την Εταιρία Make My Song στη Λάρισα
Σύνθεση-Μουσική : Ιωάννης Χατζής
Τραγούδι: Αθηνά Ιωάννου Τρύφωνος ,Βιολί : Λευτέρης Γάλλος
Το σούρουπο σκέπασε τους ίσκιους μας. Ξεκόλλησα τα χέρια από πάνω μου, άρχισα να τρέχω ανάμεσα στα δέντρα. Με κύκλωσαν η μυρουδιά του κορμιού και οι κόρες των ματιών σου, παλεύω να μη συλλογίζομαι τις κοφτές ανάσες. Ακουμπώντας τα δάκτυλα, οι σφυγμοί συνωστίζονται. Στον ώμο μου γέρνει το χάος, κι δυο μαζί μια σκιά, μες στο σκοτάδι που μύριζε βροχή. Το σημείωμα παρέμεινε αδιάβαστο πεταμένο στου δρόμου τη γωνιά.
Οι σκέψεις έχουν γίνει πουλιά φθινοπωρινά, κατεβαίνουν χαϊδεύοντας τις κορυφές στα βουνά. Οι πλαγιές όλο το πράσινο, το κίτρινο, το πορτοκαλί, δέντρα τα λόγια, φραγμοί στην ψυχή.
Το νερό καθρέφτης στα μάτια, στη ζωή, να κλέβει ιστορίες, να απαντάει με την σιωπή. Και εγώ εκεί. Τοίχοι, παράθυρα, πόρτες, καρδιές, να χτυπούν στην όχθη πότε χαρούμενες, πότε λυπηρές.
Και τα πουλιά να σκύβουν να πιουν νερό, να πούνε μυστικά, να ρίξουν έναν χορό. Και το νερό να παίρνει θάρρος πολύ, όπως ο άνεμος το ακουμπά, να δυναμώνει, να φωνασκεί.
Μια φιγούρα στην όχθη, δέντρα πράξεις τα γιατί. Άνθρωποι που έρχονται και φεύγουν, που γράφουν και κάτι στο βιβλίο της μομφής. Και ο άνεμος να ψιθυρίζει με τα πουλιά να τιτιβίζει.
Παρασύρει πικρίες, παρασύρει ενοχές. Ένα τοπίο μέσα στο χρυσάφι, άπειρες μνήμες του χθες. Φθινοπωριάζει, δίνει χρώμα στο πορτοκαλί. Τα σύννεφα έχουν βγει, περιμένουν την βροντή.
30-9-2017
Φωτογραφία: Stavros Troul
Ο ήλιος με διαπερνά...
Ο ήλιος με διαπερνά. Φτερά στον αέρα σαν ηλιαχτίδες. Σκέψεις μακρινές γεμάτες ελπίδες. Ματιές στο άπειρο με ευχές γεμάτες. Καρδιές που χτυπούν στου ουρανού τις στράτες.
Φτερουγίσματα ψυχών με χρυσό του ανέμου καμωμένες. Αγάπες σε δρόμους μακρινούς με λίγο όνειρο ζωγραφισμένες. Είναι από εκείνες τις ιστορίες τις από έρωτα του κόσμου όλου γραμμένες.
Διάφανη στο φως να αναζητά το νέκταρ. Αυτό που βγαίνει από τα χείλη των Θεών σαν από εσένα φτιαγμένα. Πετάω πάνω στο φως να σε αγγίξω. Να σου δώσω μια αγκαλιά, να σε γκυκοφιλίσω.
Σε χαϊδεύω σαν άγγιγμα ανέμου. Σου μιλώ ψιθυριστά στα αυτιά, τα βλέφαρά σου πασπατεύω. Κάθομαι στα χείλη σου γλυκά, πίνω όλο το νέκταρ του κόσμου, τρώω και πίνω από το δικό σου πιάτο.
Γίνομαι ένα με την καρδιά σου, μια άνοιξη για εσένα να τραγουδά, να χορεύει στην υγεία σου. Ματιά στην ματιά, καρδιά να βροντοχτυπά. Χείλη στα χείλη, καυτές θάλασσες να τις πιεις σε ένα ποτήρι. Το γέλιο σου να το κάνω φυλαχτό, να το φορώ πάνω μου σαν το πιο πολύτιμο θησαυρό.
Γίνομαι μια πεταλούδα του αγρού. Μια ψυχή που αποζητά εσένα σε κάθε χτύπο ενός ρολογιού. Όλα τα άνθη όλου του κόσμου, μια καρδιά που χτυπάει μόνο για εσένα εμπρός σου. Φτερουγίζω και χορεύω με το φύσημα του δικού σου του ανέμου.
7-9-2016
Φωτογραφία: Φώτης Ξεΐνης
Κύματα να παφλάζουν δυνατά...
Κύματα να παφλάζουν δυνατά, λόγια, προτάσεις, ιστορίες να αντηχούνε στα αυτιά. Ένα, ένα στην στεριά να σκάνε, σκέψεις στο μυαλό που σπάνε.
Πράξεις σκληρές και αλλοτριωτικές, αντιμετωπίσεις ρακένδυτες από συναισθήματα, αποστομωτικές. Περιοδικά με τον κάθε αγέρα να χτυπάνε, μια ζωή στο πυρ το εξώτερον να τραβάνε.
Μυρίζει θαλασσινό αεράκι, αυτό το λυτρωτικό της σκέψης, μεθυστικό γλυκό κρασάκι, μια με τον ήχο να σε απογειώνει, πουλί στον αέρα να σε υψώνει, μια με την μυρωδιά του να σε εξευμενίζει, ιερέα της ζωής και λάτρη να σε χρίζει.
Χάνομαι στην κάθε της θάλασσας καμπύλη, σε κάθε σχήμα, κάθε ήχο, σε κάθε ανδρειωμένο της στίχο. Αλλάζω τρόπο και λόγο σκέψης, με τον πελαγίσιο τον αέρα σε νέο ρίσκο.
Σε ηρεμεί η αγκαλιά της, γίνεσαι ένα, λες το πόνο σου στην ματιά της. Είναι μια ήρεμη καρδιοκλέφτρα, μια της καρδιάς βασίλισσα, πλανεύτρα.
Θέλει η ψυχή αυτό το λιμάνι, χωρίς κριτική, χωρίς πονηριά,μια μάγισσα κυρά. Να ανασάνεις την μυρωδιά της, σε κάθε εκπνοή το άγχος σου να γειάνεις.
Έχει η φωτιά του νου τιθασεύσει. Πήρε δύναμη για τις κακουχίες και αδικίες να αντέξει. Κύμα και αγέρας πελαγίσιος, νερό λυτρωτικό στις φλέβες, στόχος αετίσιος.
Πάνω στης λίμνης το νερό, ένα δάκρυ του ονείρου απατηλό. Μια γυναικεία φιγούρα στην καταχνιά, ένας άνεμος αντάρτης στην αγκαλιά. Πουλιά να σπάνε την σιωπή, να περιμένει τον άνεμο να αφουγκραστεί. Θέλει να μάθει για μια καρδιά που την δική της κυβερνά. Να γίνει αγέρας, να γίνει βροχή, να γίνει σύννεφο με μια πυγμή.
Έχυσε σταλαγματιές γεμάτες αρμύρα στης λίμνης το νερό. Έπιασε συζήτηση με το φεγγάρι, χόρεψε με της νύχτας το σκοτάδι. Έγινε της ημέρας μια ηλιαχτίδα, ταξίδεψε σε όλη την γη σαν καταιγίδα. Αλλά........ Αλλά τι; Η καρδιά τρεμοπαίζει, έχει κοπεί. Κόκκινη σταγόνα αίμα στο νερό έχει ριχτεί. Αλλά........
Αυτή η καρδιά είναι μακριά, αλυσοδεμένη με ξωτικά. Τόσο δάκρυ αλμυρό έγινε η λίμνη θάλασσα με το κακό. Να πάρει καράβια, να γίνει πουλί, να πάει κοντά του για να τον δει. Να δει στα μάτια του βαθιά, να του πει με σιωπές τον πόσο τον αγαπά, γιατί μιλάει η ματιά και η ψυχή και έφαγε όλο τον κόσμο για να τον βρει.
Να βάλει το κεφάλι της στο στήθος του επάνω, να πάρει χτύπο από την ζωή του, να γίνει μια φεγγαροαχτίδα στο γυμνό κορμί του. Να ενωθούν οι ματιές τους σε ένα, να μιλήσουν χωρίς λόγια για όλα τους τα αγαπημένα. Οι λέξεις είναι τόσο φτωχές όταν μιλούν οι ψυχές μέσα από τις ματιές. Να βάλει το χέρι της μέσα στο δικό του χέρι, να νιώσει την σάρκα του, να γίνει του ουρανού ένα πεφταστέρι.
Να ανταλλάξουν τις ανάσες του στο απαλό σκοτάδι, να δει τα μάτια του να λάμπουν από του πόθου το σημάδι. Να χαϊδέψει το χαμόγελό του, να γίνει κορώνα στο στέρνο το δικό του. Ψυχές, καρδιές, ματιές, ήλιος, φεγγάρι σε δυο της αγάπης διδαχές. Δεν μπορεί η απόσταση να τους χωρίσει, πρέπει οι θεοί να βρούνε άμεσα μια λύση.
Μια μέλισσα του ήλιου θυγατέρα θα γενεί, θα πάει κοντά του, στο μονοπάτι του θα βρεθεί. Είναι φωτιά, είναι άγερας, είναι νερό, είναι χώμα ζωής αληθινό. Αναζητά το χαμόγελό του, κάθε σκέψη του, κάθε δάκρυ ψυχής δικό του. Δεν υπάρχουν διάφορες, όταν μιλούν οι ψυχές και οι καρδιές.
Πρόσεχε αγέρα μου, πρόσεχε ζωή μου, είσαι η ανάσα μου, της μοίρας η λογική μου.
26-10-2016
Φωτογραφία: Stavros Troul
Γυρνώ το σώμα...
Γυρνώ το σώμα, αρχίζω χορό, χέρια ανοιχτά σαν τον αετό. Φέρνω στροφή μες στην ψυχή, μιλάω με εμένα, κάνω ενδοσκόπηση κανονική. Λυγίζω τα γόνατα, το ένα το ακουμπάω κάτω, χτυπάω με δύναμη το χώμα, με την παλάμη μου γεμάτο.
Βγάζω κραυγή, φωνάζω δυνατά, τα μάτια ψηλά, με τον ουρανό πιάνω κουβέντα και τα θεριά. Σηκώνομαι πάλι, τα χέρια ψηλά, σαν η ψυχή μου από το σώμα μου να φεύγει γοργά. Αλλά είμαι ζωντανός και δυνατός, γίνομαι ένα με την βροντή σαν κεραυνός.
Πότε το ένα πόδι λυγίζω πότε το άλλο, πότε την πλάτη μου γέρνω σαν όλα τα βάρη να τα έχω πάνω. Πότε βάζω τα δύο γόνατα κάτω και την πλάτη στο χώμα γυρίζω. Πότε τα δύο χέρια σαν γροθιά της γης το χώμα να χτυπά, το βουνίσιο.
Όταν πια έχω γίνει μια ψυχή, ένα σώμα, μια κραυγή αισθάνομαι ελεύθερος πραγματικά, να έχω στην πλάτη αληθινά φτερά. Ένας αετός έτοιμος να πετάξει, τον ουρανό για να τραντάξει. Μάτια δυνατά, γερακίσια, ψυχή της φωτιάς και του ανέμου, αετίσια. Μια πυγμή, μια κραυγή, μια ελεύθερη ψυχή.
Ένα θλιμμένο απόγευμα σ΄ένα παγκάκι δίπλα στο Λευκό Πύργο μου είπες το αντίο οριστικά δεν έχει σημασία αν ο λόγος ήταν σοβαρός ή ανόητος εμένα η ζωή μου κόπηκε στα δύο τριγυρνούσα στην πόλη άσκοπα δεν ξαναπέρασα από εκείνο το παγκάκι το Λευκό Πύργο σχεδόν τον μίσησα μόνο καθόμουν και κοίταζα τη θάλασσα τα απογεύματα που ήταν όλα θλιμμένα.