Λούλα Αναγνωστάκη (13 Δεκεμβρίου 1928 - 8 Οκτωβρίου 2017)

 

H Λούλα (Αγγελική-Θεανώ) Αναγνωστάκη (13 Δεκεμβρίου 1928 - 8 Οκτωβρίου 2017) ήταν Ελληνίδα θεατρική συγγραφέας και από τις σπουδαιότερες γυναικείες μορφές των ελληνικών γραμμάτων.
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Ήταν μικρότερη αδελφή του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη.Σπούδασε στην Νομική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και στην Αυστρία. Παντρεύτηκε τον συγγραφέα και καθηγητή ψυχιατρικής Γιώργο Χειμωνά και ήταν η μητέρα του συγγραφέα Θανάση Χειμωνά.Πέθανε στις 8 Οκτωβρίου 2017

Εργογραφία

Θέατρο

Έγραψε 12 θεατρικά έργα με τα οποία αναμοχλεύει τα σημαντικότερα θέματα της μεταπολεμικής περιόδου στην Ελλάδα όπως το τραύμα, η μοναξιά, η ενοχή και η ήττα.
Τα πρώτα τρία μονόπρακτα έργα της ανέβηκαν για πρώτη φορά στη σκηνή το 1965 και εκδόθηκαν σε βιβλίο το 1974 : ήταν η Η διανυκτέρευση, Η πόλη και Η παρέλαση. Αυτά πρωτοπαρουσιάσθηκαν σε μία ενιαία παράσταση στο Θέατρο Τέχνης από τον Κάρολο Κουν. Ακολούθησε το τρίπρακτο έργο Η συναναστροφή, που παρουσιάσθηκε στο Εθνικό Θέατρο το 1967.
Τα μεταγενέστερα έργα της έχουν ανεβεί στην Ελλάδα από το Εθνικό Θέατρο και το Θέατρο Τέχνης και σε πολλές ευρωπαϊκές σκηνές όπως στην Κύπρο, την Γαλλία, την Ιταλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Πολωνία, την Γερμανία, την Ισπανία και τις ΗΠΑ. Τα ερμήνευσαν καλλιτέχνες όπως οι Πιττακή, Ζαβιτσιάνου, Κονιόρδου, Λαζαρίδου, Αρμένης, Τζώρτζογλου και τα σκηνοθέτησαν οι Κουν, Βογιατζής, Τριβιζάς, Παπαβασιλείου, Κουγιουμτζής και Αρδίττης. Αυτά είναι τα ακόλουθα : 
Αντόνιο ή το μήνυμα (1972) 
Η νίκη (1978) 
Η κασέτα (1982) 
Ο ήχος του όπλου (1987) 
Διαμάντια και μπλουζ (1990) 
Το ταξίδι μακριά (1995) 
Ο ουρανός κατακόκκινος (μονόπρακτο, 1998) 
Σ' εσάς που με ακούτε (2003) 
Ο Γιώργος ως Άμλετ, Τα κείμενα των Φιλίππων 2009-2014 (2015) Κάπα Εκδοτική 


Αυτή ήταν η Λούλα Αναγνωστάκη πίσω από τα μαύρα της γυαλιά

της Κατερίνας Λυμπεροπούλου

Ηταν περί τα μέσα της δεκαετίας του '60 όταν η Λούλα Αναγνωστάκη παρέδιδε στον Κάρολο Κουν δυο μονόπρακτα για να ακούσει από τον ίδιο να της λέει ότι θα ήθελε να του γράψει κι ένα τρίτο διότι εκείνα τα δυο από μόνα τους δεν ήταν ικανά για να συγκροτήσουν μια παράσταση. «Γύρισα σπίτι και το έγραψα σ’ ένα βράδυ» θα πει εκείνη σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις της. Ο λόγος για το έργο της «Παρέλαση» που αποτέλεσε μέρος της τριλογία της Πόλης («Η διανυκτέρευση», «Η πόλη», «Η παρέλαση»), την οποία παρουσίασε σε ενιαία παράσταση στο Θέατρο Τέχνης ο Κάρολος Κουν το 1965.

«Η παρέλαση» ήταν εμπνευσμένη και από τη φυλάκιση του αδελφού της, του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη, στο Γεντί Κουλέ, ο οποίος καταδικάστηκε σε θάνατο και απελευθερώθηκε το 1951 με τη γενική αμνηστία. Ηταν η πρώτη εμφάνιση στο θέατρο της, 36χρονης τότε Θεσσαλονικιάς θεατρικής συγγραφέως που έφυγε από τη ζωή την Κυριακή τα ξημερώματα ήσυχα στον ύπνο της. «΄Ηθελα να γίνω γνωστή», έχει εξομολογηθεί για την παρθενική της συνεργασία στο «Υπόγειο» με το μεγάλο δάσκαλο Κάρολο Κουν. Κι αυτό ήταν και το έργο που της χάρισε τη θριαμβευτική είσοδό της στα θεατρικά πράγματα της χώρας. Στη συνέχεια, το Φεβρουάριο του 1967 ανέβηκε από το Εθνικό Θέατρο το τρίπρακτο έργο της «Η συναναστροφή», σε σκηνοθεσία Λεωνίδα Τριβιζά. Ακολούθησαν: «Αντόνιο ή το Μήνυμα» (1972), «Η νίκη» (1978), «Η κασέτα» (1982), «Ο ήχος του όπλου» (1987), όλα από το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν. Το 1990 ο θίασος Τζένης Καρέζη - Κώστα Καζάκου παρουσίασε το έργο «Διαμάντια και μπλουζ», σε σκηνοθεσία Βασίλη Παπαβασιλείου. Το 1995 ανέβηκε Το «Ταξίδι μακριά» από το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Μίμη Κουγιουμτζή. Το 1998 το μονόπρακτο «Ο ουρανός κατακόκκινος» από το Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία Βίκτορα Αρδίττη και το 2003 το έργο «Σ' εσάς που με ακούτε» από τη Νέα Σκηνή, σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή.
Υπήρξε μάλλον η γνωστότερη θεατρική συγγραφέας της μεταπολεμικής περιόδου τα περίπου 40 χρόνια της παρουσίας της στο θέατρο. Σύμφωνα με την Καθημερινή και τον Δημήτρη Αθηνάκη, τα έργα της, σχεδόν σε όλο τους το εύρος, εγχείριζαν προσεκτικά, με ένα σκοτεινό σαρκασμό, την ταυτότητα του Νεοέλληνα, όπως εκείνη διαμορφωνόταν από τις μεγάλες ιστορικές μεταβολές της περιόδου από το ’60 και μετά. Η Λούλα Αναγνωστάκη εξερεύνησε εις βάθος τα κοινά, συλλογικά τραύματα του Νεοέλληνα: την ενοχή, την ήττα, τη μοναξιά, όλα οικεία δείγματα των μεταπολεμικών λογοτεχνικών γενεών.
Δεν ήταν, όμως, μόνο αυτό που συνέβαλε στο μύθο της. Λεπτή κι αέρινη, μυστηριώδης πίσω από τα μαύρα της γυαλιά, υπήρξε μια χαρακτηριστική φιγούρα της τέχνης που άρχισε, ωστόσο, σταδιακά να αποτραβιέται από τον κόσμο από το 2000 όταν χάθηκε πρόωρα στα 60 του χρόνια ο καθηγητής ψυχιατρικής και γοητευτικός διανοούμενος, Γιώργος Χειμωνάς, με τον οποίο είχαν «συγκροτήσει» ένα εκκεντρικό ζευγάρι μέσα σε μια πολυτάραχη ζωή.
«Μια ζωή μέσα στον έρωτα. Με τον Χειμωνά, πιο πολύ;», θα ερωτηθεί το 2016 από τη δημοσιογράφο, Σόνια Ζαχαράρου, για λογαριασμό συνέντευξής της στο ΒΗΜΑgazino.«Με τον Χειμωνά, πάρα πολύ», θα απαντήσει. Ο έρωτάς τους άνθισε στα τέλη της δεκαετίας του '60 όταν εκείνη ήταν παντρεμένη με τον κριτικό θεάτρου και ηθοποιό Μηνά Χρηστίδη και κράτησε γερός μέχρι το χαμό εκείνου. Καρπός του, ο Θανάσης Χειμωνάς, συγγραφέας και πολιτικός
«Στην οικογένεια γράφαμε πάντα κρυφά ο ένας από τον άλλο. Ο γιος μου ο Θανάσης μόνο δημοσιευμένα τα δείχνει. Το ίδιο έκανε και ο αδερφός μου, ο Μανόλης. Περίεργος άνθρωπος ο Μανόλης. Είχε έναν κρυμμένο δυναμισμό. Τον έπιανε ο ενθουσιασμός, αλλά τον τραβούσε η γυναίκα του πίσω. Άλλα πράγματα ήθελε από τη ζωή του. Δεν ήθελε να έχει παντρευτεί, ήθελε να πάει στον ένοπλο αγώνα. Ο άντρας μου, ο Γιώργος ο Χειμωνάς, μου τα έδειχνε πριν δημοσιευτούν. Αλλά σαν τελειωμένα. Εγώ τα έδειχνα στον Γιώργο. Ήθελα τη γνώμη του. Μου έλεγε πάντα ότι ήταν ωραία, πράγμα που δεν ξέρω καθόλου αν ήταν αλήθεια», έχει πει στο Γιώργο Διοσκουρίδη και στη Lifo.
Σπάνιες ήταν οι φορές που η Λούλα Αναγνωστάκη έδινε συνεντεύξεις. Γιατί; «Δεν έδινα, γιατί ρωτούσαν πολλά, έπρεπε να πω πολλά, να απαντήσω σε ορισμένα πράγματα που δεν ήθελα. Ενώ τώρα, όταν δεν θέλω να πω κάτι, το ρίχνω αλλού, απαντάω άλλα σε αυτά που με ρωτάνε και είμαι εντάξει. Βρίσκω δικαιολογίες», έχει πει στο ΒΗΜΑgazino.
Είχε να δει έργο της δέκα χρόνια. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της αντιμετώπιζε κινητικά προβλήματα κι είχε περιορίσει τις μετακινήσεις της στο ελάχιστο. Τα προβλήματα επιδεινώθηκαν με δυο κατάγματα στο πόδι που συνέβησαν τον τελευταίο χρόνο. «Δεν θέλω να βγαίνω έξω. Παλιά έβγαινα κάθε βράδυ. Εδώ, στο Κολωνάκι. Σινεμά στο Έμπασσυ, καθόμουν με τις ώρες στη Βιβλιοθήκη...Τελευταία φορά βγήκα πριν από τρία χρόνια, να πάω στον οδοντογιατρό. Μου αρέσει εδώ που κάθομαι. Έρχονται εδώ άνθρωποι που θέλω, που έχω κάτι να συζητήσω μαζί τους. Βλέπω τηλεόραση, αλλά δεν διακρίνω τα γράμματα. Πολλά ελληνικά έργα, συζητήσεις και ειδήσεις. Ευτυχώς που δεν πάω θέατρο πια. Μαρτύριο είναι το θέατρο. Μαρτύριο, επειδή γράφω θέατρο...» είχε πει στη Lifo
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ http://www.thetoc.gr/




Η Λούλα Αναγνωστάκη διαβάζει τον "Ουρανό Κατακόκκινο"

Ο ουρανός κατακόκκινος, 1997

1 γυναίκα (Μονόλογος)

Η Σοφία Αποστόλου, γόνος μιας αστικής οικογένειας, καθηγήτρια γαλλικής στο Δημόσιο με ανώτερες σπουδές στη Φιλολογία, κάτοχος επίσης της αγγλικής και της ρωσικής, χήρα ενός ωραίου κομουνιστή, απολυθείσα λόγω αλκοολισμού, ζει πια απέναντι από τις φυλακές Κορυδαλλού όπου είναι φυλακισμένος, ο άσχημος και λίγο πιο «αργός» γιος της. Ένας μονόλογος, σκέψεις δυνατές, μιας δυναμικής γυναίκας για τη ζωή, τις ελπίδες, τα όνειρα που διαψεύστηκαν μαζί με τις αξίες και τις ιδεολογίες και που είδε το παιδί της να μπλέκεται – και μαζί με αυτό και η ίδια- σε περίεργες «μπίζνες» με εμπόριο κοριτσιών από χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού. http://www.greek-theatre.gr/

{ ....} 

Το έργο της «Ο ουρανός κατακόκκινος» επισφραγίζει, θα έλεγα, όλα τα προηγούμενα. Ενα έργο που συμπυκνώνει όλη τη δραματουργική της ιδεολογία ή μυθολογία, απόσταγμα της δικής της θεατρικής περίπτωσης. Εκείνη που έδωσε με τόση δεξιοτεχνία τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, έδωσε το ασίγαστο τσεχοφικό πάθος, την τσεχοφική μιζέρια, πρόσωπα που κουβάλησαν στη σκηνή τις πρόσφατες μνήμες του διχασμού, του εμφύλιου, της δικτατορίας, πρόσωπα που έσταζαν το αίμα του προδομένου αντάρτικου, τώρα, σε τούτον τον τελευταίο της μονόλογο μοιάζει να κλείνει τη δική της θεατρική αυλαία με τη λέξη «Κατάρρευση». Κατάρρευση της ελληνικής κοινωνίας μέσα από την κατάρρευση του Ενός Προσώπου, αυτού που την εκπροσωπεί. Που είναι εικόνα και ομοίωσή της. Του Προσώπου που διείσδυσε ώς τα βάθη της αποσύνθεσής της. Που την καταργεί, υψώνοντας τα δικά του ράκη της τελευταίας αξιοπρέπειας -ίδιο τραγικό πρόσωπο-, που την υπερβαίνει ακόμα με την αποδοχή της τέλειας συντριβής.{....}


Στίχοι: Λούλα Αναγνωστάκη
Μουσική: Σταμάτης Κραουνάκης


Αύγουστος, ήλιος στην παραλία,
φεύγουν τα πλοία σ’ άλλα νησιά,
φεύγουν οι φίλοι, φεύγουν τα πλοία,
μια ησυχία σαν ερημιά.

Χάθηκα, χάθηκα μέσ’ στη ζωή μου,
χάθηκες, χάθηκες μέσ’ στη βροχή.

Σβήσαν τα φώτα στην παραλία
ήρθ’ ο Σεπτέμβρης, ήρθ’ η βροχή,
φεύγαν οι φίλοι, φεύγαν τα πλοία,
πήγε χαμένη η εκδρομή.

Χάθηκα, χάθηκα μέσ’ στη ζωή μου,
χάθηκες, χάθηκες μέσ’ στη βροχή.



Διαμάντια και Μπλουζ, 1990

3 άντρες - 4 γυναίκες

Η Άννα υπήρξε μια πολύ δυνατή προσωπικότητα. Γνωρίζει πολύ καλά που την έχουν οδηγήσει οι επιλογές της. Ανάμεσα στις αναμνήσεις της και στα ερωτηματικά της για το παρελθόν και τις επιλογές της είναι και ένας νεαρός έφηβος που κάποτε την περίμενε όμως εκείνη δεν πήγε στο ραντεβού τους χωρίς να του εξηγήσει τους λόγους. Εκείνος απάντησε στην απουσία της με ένα γράμμα και ένα ποίημα. Χρόνια μετά η κόρη της Άννας και η παρέα της ψάχνουν στίχους για ένα τραγούδι προκειμένου να συμμετάσχουν σε ένα φεστιβάλ τζαζ. Η Άννα τους δίνει το παλιό αυτό ποίημα και τους περιμένει σπίτι της για να προβάρουν το τραγούδι. http://www.greek-theatre.gr/


διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/










Απόσπασμα από το Σ΄εσάς που με ακούτε: «Κανένα έλεος για μας που αιώνες ολόκληρους βασανιστήκαμε, συρθήκαμε σε άσκοπους πολέμους, σε επαναστάσεις, νικήσαμε και νικηθήκαμε. Εμείς... Οι αισθηματικοί άνθρωποι. Οι ευσυγκίνητοι, οι άπληστοι για ζωή. Εμείς. Οι αφύλακτοι αριστοκράτες της Ιστορίας». Το έργο ανέβηκε στη Νέα σκηνή του 2003 σε σκηνοθεσία του Λευτέρη Βογιατζή.  Απόσπασμα από το έργο Παρέλαση: «Δεν μου αρέσει η παρέλαση. Θυμάσαι τότε που ήμουν μικρή και στάθηκα πολλή ώρα στον ήλιο και μου πόνεσε το κεφάλι και έκανα εμετό και παραλίγο να πεθάνω; Ναι. Τι γυρεύουν τα σκυλιά στην παρέλαση; Ξεμπουκάρουν συνέχεια και τελειωμό δεν έχουν .Θα 'ναι καμιά εκατοστή. Τα σέρνουν στη μέση της πλατείας. Τα στριμώχνουν κολλητά το ένα με το άλλο. Δεν έχω δει ποτέ τέτοιο πράγμα! Η χωροφυλακή. Προχώρησαν με τ' άλογά τους προς τα κει. Αν βέβαια είναι η χωροφυλακή. Δεν είμαι πια βέβαιος, δεν καταλαβαίνω τις στολές τους. Περίμενε. Πάλι αυτοί οι άνθρωποι σπρώχνονται και θέλουν να περάσουν κάτω απ' τα σκοινιά. Ήσυχα - ήσυχα. Ε, συ, κύριε, με τη τραγιάσκα πού πας, μέσα - μέσα. Και συ χοντρή, που μου θες να σταθείς πρώτη - πρώτη, κι εσύ, κι εσύ, μπρος γρήγορα στη θέση σας... Χα! Τα προσκοπάκια ξέρουν τη δουλειά τους. Το κάρο άρχισε να κυλάει σιγά, ξεπρόβαλε ολόκληρο - δε βλέπω καλά - μ' εμποδίζουν αυτοί πάνω στ' άλογα. Δεν είναι κάρο! Ζωή! Είναι ένα κλουβί, ένα μακρόστενο κλουβί πάνω σε ρόδες, και μέσα πρέπει να είναι ζώα, γιατί πηδούν αρπάζονται απ' τα κάγκελα. Πάλι αυτοί με τ' άλογά τους! Είναι, είναι άνθρωποι! Ζωή! Κουβαλούν ανθρώπους μέσα στο κλουβί! Αυτοί που είναι μέσα είναι όλοι ακρωτηριασμένοι. Άλλος χωρίς πόδια, άλλος χωρίς χέρια. Κι ένας χωρίς κεφάλι! Θε μου! Δεν κάνω λάθος, είναι χωρίς κεφάλι. Κι ωστόσο ο λαιμός του σαλεύει. Οι άνθρωποι όρμησαν και σπάσαν τα σκοινιά, χύμηξαν στην πλατεία. Αλλά δεν τους αφήνουν, τους σπρώχνουν πάλι πίσω, τους χτυπούν. Οι πρόσκοποι τους χτυπούν με τα σπασμένα σκοινιά, οι άλλοι κατέβηκαν απ' τ' άλογά τους και τους χτυπούν κι εκείνοι με τα κοντάρια τους. Ένας κρατά μια γυναίκα απ' τα μαλλιά, τη ρίχνει κάτω, την κλωτσά στο πρόσωπο..." Το μονόπρακτο "Η παρέλαση" πρωτοπαίχτηκε από το Θέατρο Τέχνης τον Μάιο του 1965 σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν. Επίσης, τον Μάιο του 1968 ανέβηκε στο Παρίσι, στη Maison des Lettres, σε μετάφραση Νικηφόρου Παπανδρέου & J.Y.C. Fosse και σκηνοθεσία Antoine Vitez, με τους ηθοποιούς Colin Harris και Brigitte Jacques. Απόσπασμα από το έργο «Η Πόλη»: Ελισάβετ: Έχω την εντύπωση πως ούτε καν μ’ ακούς. Όταν σκοτείνιαζε εντελώς ανεβαίναμε στην ταράτσα. Μου ’δειχνε μακριά τις παλιές συνοικίες και τα κάστρα που τις περιβάλλουν… Τα’ χεις δει ποτέ αυτά τα κάστρα; Κίμων: Δε φαίνονται από το παράθυρο. Ελισάβετ: Όχι, δε φαίνονται από το παράθυρο. Μόνο από ψηλά –πολύ ψηλά. Αυτά τα κάστρα που άλλοτε ήταν το φρούριο της πόλης και τώρα έχουν γίνει φυλακές. Κίμων: Φυλακές; Ελισάβετ: Ναι, υγρές, σκοτεινές φυλακές. Κίμων: Τι κάνατε στην ταράτσα; Ελισάβετ: Κοιτάζαμε. Εκείνος τέντωνε το δάχτυλό του σε ένα σημείο. «Εκεί», μου έλεγε, «εκεί πέρα, τα χαράματα ντουφεκίζουν τους καταδικασμένους σε θάνατο». Δεν καταλάβαινα γιατί επέμενε να μου το λέει αυτό κάθε βράδυ και να μου δείχνει τεντώνοντας το δάχτυλό του προς το βορρά. Έπειτα χαθήκαμε κι έπειτα μια μέρα διάβασα το όνομά του στην εφημερίδα. Ήταν κι αυτός ανάμεσα στους καταδικασμένους σε θάνατο και είχε εκτελεστεί την αυγή. Δεν είναι παράξενο; Κίμων: Τι είναι παράξενο; Ελισάβετ: Δε με προσέχεις. Τόση ώρα σου μιλάω και δε με προσέχεις. Κανείς ποτέ δε με πρόσεξε πραγματικά. (…) Θες να σου πώ τι συνέβαινε όταν ήμουν μικρή; Οχτώ χρονών; Κίμων: Σε παρακαλώ, ηρέμησε. Δε χρειάζεται να μου πεις τίποτα. Άλλωστε, είναι ώρα φαγητού. Ελισάβετ: Γυρνούσα από το σχολείο και το δωμάτιό μου ήταν άνω-κάτω. Το κρεβάτι ξέστρωτο, όπως το είχα αφήσει το πρωί, φεύγοντας. Κανείς, μα κανείς δε φρόντιζε να μου το στρώσει. (…). Κι όταν ήμουν δέκα χρονών, φεύγαν όλοι τα βράδια, μ’ άφηναν μόνη και στο απέναντι σπίτι μέναν κάτι γριές. Δεν ήξερα πώς να περάσω την ώρα μου, τις χάζευα. Χάζευα τις γριές, αυτή ήταν η διασκέδασή μου… Κίμων: Τι έχεις μέσα στα πακέτα; Ελισάβετ: Ήταν μια με κίτρινο δέρμα κι άσπρα μακριά μαλλιά, ίδια μάγισσα, δεν ξεκολλούσε ποτέ από το παράθυρο, τόσο που νόμιζα ότι ήταν ζωγραφισμένη στο τζάμι κι έπειτα ερχόταν μια άλλη και άναβε το καντήλι… Κίμων: Πάψε… Ελισάβετ: Κι είχαν κι έναν μπουφέ με καθρέφτη κι αυτό το καντήλι έκανε να φαίνονται σκιές στον καθρέφτη, έκανε να φαίνονται σκιές παντού, πελώριες σκιές και φοβόμουν… Κίμων: Πάψε, πάψε λοιπόν! Το μονόπρακτο "Η πόλη" πρωτοπαίχτηκε από το Θέατρο Τέχνης τον Μάιο του 1965 σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν. Τον Απρίλιο του 1967 παίχτηκε στο Tearto dei Verdi στην Πάντοβα σε μετάφραση Filippo Maria Pontani και σκηνοθεσία Ν. Τσιγγάκου, ενώ τον Ιούλιο του 1969 μεταδόθηκε από το BBC σε μετάφραση George Angell και σκηνοθεσία Martin Esslin. [Πηγή: www.doctv.gr]
Κίμων: Τι έχεις μέσα στα πακέτα; Ελισάβετ: Ήταν μια με κίτρινο δέρμα κι άσπρα μακριά μαλλιά, ίδια μάγισσα, δεν ξεκολλούσε ποτέ από το παράθυρο, τόσο που νόμιζα ότι ήταν ζωγραφισμένη στο τζάμι κι έπειτα ερχόταν μια άλλη και άναβε το καντήλι… [Πηγή: 

Σπύρος Πλασκοβίτης ( 1917 – 7 Οκτωβρίου 2000 )

 

Ο Σπύρος Πλασκοβίτης (πραγματικό όνομα Σπύρος Πλασκασοβίτης) γεννήθηκε στην Κέρκυρα, γιος του αξιωματικού Ηλία Πλασκασοβίτη και της Αλεξάνδρας Καββαδία. Τα μαθητικά και πρώτα γυμνασιακά του χρόνια ως το 1931, οπότε μετακόμισε με την οικογένειά του στην Αθήνα, τα πέρασε στην Κέρκυρα. Στην Αθήνα τέλειωσε το Γυμνάσιο. Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο Αθηνών (αποφοίτησε το 1939) και φιλοσοφία του Δικαίου στο πανεπιστήμιο του Παρισιού (1963). Εργάστηκε υπάλληλος στο Υπουργείο Συγκοινωνιών, όπου παρέμεινε ως το 1951, με διακοπή κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, οπότε εξαναγκάστηκε σε παραίτηση. Από το 1946 ως το 1948 υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στην Ανωτάτη Στρατιωτική Διοίκηση Αθηνών και το Α΄ Σώμα Στρατού. Το 1951 διορίστηκε στο Συμβούλιο Επικρατείας με το βαθμό του εισηγητή και το 1959 έγινε πάρεδρος, θέση την οποία διατήρησε ως το 1968, οπότε απομακρύνθηκε από το δικτατορικό καθεστώς του Παπαδόπουλου, εξορίστηκε στην Κάσο και καταδικάστηκε από το Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών σε πενταετή φυλάκιση, λόγω της συμμετοχής του στην αντιστασιακή οργάνωση Δημοκρατική Άμυνα. Βασανίστηκε στην Ασφάλεια και τις φυλακές Αβέρωφ, Αίγινας και Κορυδαλλού και αποφυλακίστηκε κατά την αμνηστία του 1973. Μετά τη μεταπολίτευση επέστρεψε στο Συμβούλιο Επικρατείας όπου παρέμεινε στη ως το 1977, οπότε παραιτήθηκε λόγω της αθώωσης των υπαιτίων στρατηγών για τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Από το 1977 ξεκίνησε η πολιτική του σταδιοδρομία. Εκλέχτηκε βουλευτής επικρατείας με το ΠΑΣΟΚ (1977), ευρωβουλευτής (1981), κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του κόμματος (1981), εκλεγμένος αντιπρόεδρος του προεδρείου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Προεδρείου της Σοσιαλιστικής Ομάδας (1984-1986). Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε από τις στήλες του περιοδικού Διάπλασις των παίδων (1929-1933) με το ψευδώνυμο Λευκάτας. Το 1948 δημοσίευσε το διήγημα Τα στερνά στη Νέα Εστία. Ακολούθησαν δημοσιεύσεις αφηγηματικών και δοκιμιακών έργων του σε περιοδικά όπως τα Φιλολογική Πρωτοχρονιά, Νέα Πορεία, Το περιοδικό μας, Ευθύνη, Η συνέχεια, Η λέξη, Εποχές, ενώ κατά τη διάρκεια της δικτατορίας πήρε μέρος επίσης στις αντιστασιακές εκδόσεις Δεκαοχτώ Κείμενα και Νέα Κείμενα. Τιμήθηκε με το Β΄ κρατικό βραβείο διηγήματος (1956) , το βραβείο της Ομάδας των 12 (1961) και το Α΄ κρατικό βραβείο μυθιστορήματος (1980). Έργα του μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες. Ο Σπύρος Πλασκοβίτης τοποθετείται στους μεταπολεμικούς έλληνες πεζογράφους. Το έργο του κινείται στα πλαίσια του ποιητικού ρεαλισμού, με συχνή χρήση της τεχνικής της αναγωγής αντικειμένων, καταστάσεων ή προσώπων σε συμβολικό επίπεδο και της συνακόλόυθης τοποθέτησής τους στο επίκεντρο της δράσης και της εξέλιξης της πλοκής. Γενικότερα ο Πλασκοβίτης αναπλάθει τη δική του αντίληψη της πραγματικότητας, φιλτράροντάς την μέσω της επαγρυπνούσας συνείδησης και σκέψης του και προβάλλοντας με έμμεσο αλλά σαφή τρόπο την αγωνία και τον προβληματισμό του για το μέλλον του κόσμου και της θέσης του σύγχρονου ανθρώπου στα πλαίσιά του.



Εργογραφία

(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)

Ι.Νουβέλες- Διηγήματα
• Το γυμνό δέντρο. Αθήνα, Μαυρίδης, 1952.
• Η θύελλα και το φανάρι. Αθήνα, Εστία, 1955 (και β’ έκδοση, αναθεωρημένη και συμπληρωμένη με το διήγημα Ιστορία μιας παράλογης νύχτας, 1978).
• Οι γονατισμένοι. Αθήνα, Φέξης, 1964 (και έκδοση β’ , αναθεωρημένη και συμπληρωμένη με το Ραντάρ, Αθήνα, Πλειάς, 1975).
• Το συρματόπλεγμα. Αθήνα, Πλειάς, 1974.
• Το τρελό επεισόδιο. Αθήνα, Κέδρος, 1984.
• Το πουκάμισο του καθηγητή. Αθήνα, Κέδρος, 1994.

ΙΙ.Μυθιστορήματα
• Το φράγμα. Αθήνα, Εστία, 1960.
• Η πόλη. Αθήνα, Κέδρος, 1979.
• Η κυρία της βιτρίνας. Αθήνα, Κέδρος, 1990.
• Η άλλη καρδιά · Μυθιστόρημα. Αθήνα, Κέδρος, 1995.

ΙΙΙ. Δοκίμια
• Η πεζογραφία του ήθους και άλλα δοκίμιαΑ΄. Αθήνα, Κέδρος, 1986.
• Γραφές και συναντήσεις· Δοκίμια και άλλα. Αθήνα, Καστανιώτης, 1998.

ΒΙΒΛΙΑ 

Το φράγμα

"Το φράγμα" - μυθιστόρημα σταθμός στη μεταπολεμική μας περίοδο, όπως χαρακτηρίστηκε κατά την πρώτη έκδοση - είναι το πολυδύναμο σύμβολο της δομής του σημερινού κόσμου ένα ελκυστικό και συνάμα τερατώδες κατασκεύασμα, ένα μεγαλειώδες επίτευγμα της επινοητικότητας του ανθρώπου, αλλά και μια αισχρή ύβρη προς τους φυσικούς και ηθικούς νόμους. Χαρίζοντας, όσο στέκεται όρθιο, την ευημερία σε όλους, απειλεί με την κατάρρευση του να μηδενίσει τα πάντα. 

Ένα κρυφό ελάττωμα, ένα απροσπέλαστο ρήγμα φωλιάζει μέσα σε τούτη την εξωτερικά πανίσχυρη κατασκευή. Η πίστη στη σταθερότητα του αρχίζει προοδευτικά να κλονίζεται στην κοινή συνείδηση. Από τους ψίθυρους ανησυχεί και η εξουσία. Αποφασίζει τότε να αναθέσει σ’ ένα ξεχωριστό επιστήμονα, την υδρολόγο-μηχανικό Βαλέρη, να το επισκεφτεί και να μελετήσει την κατάσταση επιτόπια. Μα η πρόθεσή της είναι στην πραγματικότητα όχι να ερευνηθούν οι πληγές του συστήματος, παρά να χρησιμοποιήσει το κύρος του επιστήμονα σαν κάλυμμα στην προσπάθεια της να παραπλανήσει, να καθησυχάσει το κοινό, ν' απομακρύνει την αμφισβήτηση. Το μυθιστόρημα αρχίζει ουσιαστικά από το σημεία αυτό...

Το 1982 το μυθιστόρημα μεταφέρθηκε στον ελληνικό κινηματογράφο από τον Δημήτρη Μακρή, με πρωταγωνιστή τον Νίκο Κούρκουλο (τελευταία ταινία στην οποία έπαιξε).


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 

Εχει Διατυπωθεί η άποψη ότι το μυθιστόρημα αυτό συμβολίζει το άγχος του σημερινού ανθρώπου από την απειλή τωv ανέλεγκτων δυνάμεων, που ο ίδιος νομίζει ότι έχει τιθασεύσει κι ωστόσο ξεπερνούν τ' ανθρώπινα μέτρα του ελέγχου.

Το φράγμα είναι ένας τεράστιος υδατοφράχτης που εκτείνεται σε μερικά χιλιόμετρα σε μια περιοχή που δεν προσδιορίζεται γεωγραφικά. Είχε χτιστεί, για να συγκεντρώνει τα νερά σε μια πεδινή έκταση γεμάτη βάλτους, χειμάρρους και ποτάμια. Και χάρη σ' αυτό το τεχνικό έργο ο τόπος μεταμορφώθηκε γρήγορα σε μια εύφορη πεδιάδα. Στα κράσπεδα του φράγματος αναπτύχθηκε η Γκρίζα, μια βιομηχανική πόλη με έντονη οικονομική δραστηριότητα. Τίποτε δε διατάραζε την πρόοδο και το ρυθμό της ζωής στην περιοχή ως τη στιγμή που οι συντηρητές του φράγματος νόμισαν ότι παρατήρησαν κάποια ύποπτα φαινόμενα σχετικά με την αντοχή του, τα οποία όμως δεν ήξεραν να εξηγήσουν. Οι αόριστες φήμες που κυκλοφορούν αρχίζουν να κλονίζουν την πίστη για την ανθεκτικότητα του φράγματος χωρίς ωστόσο να υπάρχει συγκεκριμένη αιτία, που να δικαιολογεί τη γενική ανησυχία του πληθυσμού.

Η κυβέρνηση στέλνει εσπευσμένα το διακεκριμένο υδρολόγο μηχανικό Αλέξη Βαλέρη με εντολή να εξετάσει το φράγμα και να της υποβάλει μια επιστημονική έκθεση που θα διαλύσει τον αόριστο φόβο. Τον μηχανικό φιλοξενεί στο αρχοντικό του ο Μπεναρδής Χαρίτος, ένας ογδοντάχρονος κτηματίας της περιοχής, ο οποίος στα νιάτα του είχε προφτάσει να δει το χτίσιμο του φράγματος.

...Πριν από μισόν αιώνα το φράγμα δεν υπήρχε, δεν είχε φτάσει ακόμα ως εδώ το χτίσιμό του. Ήταν μονάχα ένα μεγάλο πέτρινο γιοφύρι, που το νόμιζαν κιόλα στοιχειωμένο και γι' αυτό σπάνια το διάβαιναν με τ' άλογα ή τα καρότσια. Εκείνο λοιπόν τον καιρό ο Μπεναρδής Χαρίτος είχε έναν πλούσιο μπάρμπα, έμπορο γουναρά, στην κοντινή πολιτεία με τα εργαστήρια των γουναρικών. Μα, καθώς ο Μπεναρδής έδειχνε από νωρίς κακοκέφαλος, δεν έκανε για την πολιτεία. Ήταν ολόκερος ένα πηχτό κομμάτι σκοτάδι... Το κρέας του μονάχα θα 'ταν από μέσα κόκκινο, σα βουβαλίσιο. Το κεφάλι του έμοιαζε ίδια αγριαγκαθιά και μέσα κει τριγύριζαν ένα σωρό ζουζούνια που βούιζαν και τον κεντρούσαν.

Βρήκε έτσι δουλειά στο κυνήγι του καστοριού και της βίδρας, για λογαριασμό του μπάρμπα του. Δύσκολο κυνήγι. Μπροστά πήγαινε η πονηριά, πίσω η αντοχή στο περπάτημα, η υπομονή να λουφάζεις ώρες και να σε βρίσκουν τα χαράματα καταπίνοντας μεγάλες μπουκιές πάχνη, μασώντας την ίδια την αναπνοή σου σαν κομμάτια βρεγμένο μπαμπάκι. Έσκαζε καμιά φορά ο ήλιος στο ζερβί σου χέρι, πίσω απ' τη μαύρη φαλακριά κορφή, και τότε τούτα τα βουνά τριγύρω ξεχώριζαν στο μάτι δυο πιθαμές ψηλότερα απ' ό,τι σήμερα —δυο και τρεις πιθαμές ψηλότερα— γιατί το νερό δεν το σταματούσε τότε το φράγμα. Το νερό ήταν πιο χαμηλά κι απλωμένο εδώ όσο του χρειαζόταν, όσο ήθελε· μια τεράστια θέληση, απλωμένη σαν τα πλοκάμια του χταποδιού. Σκόρπιζε δεξιά κι αριστερά απ' το κορμί του μεγάλου ποταμού, κι έφτιαχνε αλλού λίμνες, αλλού βαθιές λακκούβες γιομάτες χέλια, αλλού καταρράχτες να τρίβουν τ' ασπρόχειλα της λίγης πέτρας που 'χε ο τόπος, κι αλλού απέραντες βαλτοτοπιές, όπου ανάμεσα στα καλάμια κατοικούσαν σκορπιοί και μαύρες καραβίδες.

Δυο κυνηγόσκυλα τα 'χασε έτσι ο Μπεναρδής, εκείνο δα τον καιρό, παραπλανημένα απ' τη μυρουδιά του κυνηγιού, που στάθηκε γι' αυτά δόκανο του θανάτου μέσα στις σιωπηλές τούτες ακίνητες χώρες των βάλτων. Τ' άκουγε μιαν ολάκερη νύχτα να σκούζουν απελπισμένα, αλυσοδεμένα στη λάσπη. Βούλιαζαν σιγά σιγά, κι ο Μπεναρδής λύσσαγε απ' το κακό του. Μα δεν ήταν τρόπος να τα βοηθήσει κανένας. Μόνο, δυο μέρες αργότερα, ξέσπασε πια η λύσσα του πάνου στ' αγρίμια, καθώς είχε πετύχει κάποιο κόλπο κι έπεσαν μαζωμένα κάμποσα από δαύτα στα δίχτυα του. Θυμάται τι γρήγορα που σκίζονταν οι κοιλιές τους κάτου απ' το γυριστό του μαχαίρι! Μερικά τους ακόμα σπαρταρούσαν στο σκίσιμο. Πετούσε όξω εκείνος τα βρώμικα άντερα, τα 'γδερνε ξεκολλώντας άσφαλτα το πετσί απ' τη λιγνή ματωμένη σάρκα, κι έπειτα κάρφωνε τη γούνα τους για ένα πρώτο στέγνωμα γύρω τριγύρω στα σανίδια της ξυλοκαλύβας, που την έπνιγε όλη νύχτα η κάπνα της φωτιάς.

Σαν τέλειωνε κάποτε τούτη η εκδικητική δουλειά, ξάπλωνε το κορμί κατάχαμα στο βοϊδοτόμαρο. Το μυαλό έπιανε άξαφνα τότε να ρωτιέται: «Τάχα τι θα γινόσουν, Μπεναρδή, αν δεν χρειάζονταν για τίποτα τα κυνηγάρικά σου κι αν όλα τα καστόρια της γης, μα και καθετί που μοιάζει σ' αυτό τον κόσμο με τα καστόρια, δεν άξιζαν για κυνήγι; Αν ήταν άχρηστα, ναι, περιττά και ξένα... Δε θα 'χες τότε κι εσύ με τι ν' αγαπήσεις, δε θα 'χες που να τροχίσεις την έχθρα σου, Μπεναρδή!».

Α, τι τρομερή ιδέα! Εκείνη δα τη βραδιά, πάνου στο βοϊδοτόμαρο... Έτριβε τη ράχη του στο βοϊδοτόμαρο — ένα με το χώμα, ένα με το τρίχωμα του θανατωμένου ζωντανού— όταν το φαντάστηκε αυτό πρώτη του φορά. Έναν κόσμο, τάχα, όπου τίποτα δε θα 'ταν στον άλλον αναγκαίο. Ούτε για τη γούνα του, ούτε για την καρδιά, μήτε για το κορμί του! Ένα θαυμαστά άχρηστον κόσμο, όπου το καθετί θα περιπλανιόταν ξεμοναχιασμένο, όπως περιπλανιούνται τ' άστρα τη νύχτα. «Τι θα γινόμουν;» σκέφτηκε. «Α, πρέπει να κυνηγάς, να κυνηγάς όλο και περισσότερες βίδρες, όλο και περισσότερα όμορφα δέρματα! Να μη σε φτάνουν ποτέ τα δέρματα, για να 'σαι στ' αλήθεια ο Μπεναρδής!». Έτσι είπε.

Ξημέρωνε. Ίσα που ερχόταν η άνοιξη κι έλιωναν τα χιόνια. Όχι όλα μαζί, μόνο έλιωναν σιγά σιγά όπου τα χτυπούσε πιο πολύ ο ήλιος — ένας ήλιος κόκκινος, σα ματωμένο καλάθι. Σήκωσε τον ασημένιο κόκορα του σανσεπώ κι έριξε δυο κατά τον ήλιο. Ξεκίνησε έπειτα χωρίς σκοπό. Ένας αέρας πάλευε πάνου απ' τη γη να ξεκαθαρίσει τις θολές ανασεμιές του νερού, κι η γη όλη ήταν, τόπους τόπους, πράσινα κι άσπρα κομμάτια. Κατά τ' απομεσήμερο βρισκόταν κιόλας ενάμισι χιλιόμετρο πέρα απ' το ψηλό γεφύρι. Ο ήλιος έπαιρνε πια την κάτου βόλτα. Τ' ανοιχτά σκέλια του γεφυριού ζωγραφίζονταν πελώρια μέσα στο βάλτο, κι ο Μπεναρδής ένιωθε, απ' τα χαμηλά εδώ, σα μπερδεμένος ανάμεσα στις χαρακιές του ίσκιου τους — όταν, άξαφνα, κάτι που δεν το 'χαν ξαναδεί τα μάτια του φανερώθηκε μπρος του... Μόλις έκλεινε ίσα ίσα τα φτερά κι αλαφροζυγιαζόταν στην άκρη του καλαμιώνα. Ένας ερωδιός. Ήταν ένας σπάνιος ερωδιός, σωστή ξωτικιά πριγκίπισσα! Πρόλαβε έτσι να δει το φτερό πριν διπλώσει κι αμέσως το 'νιωσε: δεύτερο τέτοιο πουλί μήτε σε δέκα χρόνια δε θα το συναντούσες! Στάθηκε και το φερμάριζε ολάκερο λεφτό, σα λαγωνίκα. Η καρδιά του βροντούσε. Το 'θελε δικό του το πουλί, τ' αγάπησε κιόλας φανατικά καταλαβαίνοντας πως πρώτη φορά τώρα θα ντουφεκούσε στα στραβά, μες στα όλα, δίχως πονηριά και δίχως σταθερότητα, μόνο τρυφερά στ' αλήθεια, μόνο απ' την ανάγκη να το σταματήσει εκεί το πέταγμά του, να το φέρει κοντύτερα, ν' αγγίξει το θαυμάσιο φτερό!

Χωρίς να το παρατά απ' τα μάτια του, έκαμε τότε κομμάτι λοξά, να του βρεθεί απ' το πλάι. Ήταν μια λουρίδα γης, εκεί ανάμεσα στον καλαμιώνα, στρωμένη ακόμα με σπειρωτό χιόνι, σα να σκόρπιζες φούχτες ρύζι. Για να βρίσκεται το χιόνι σ' αυτή την κατάσταση, θα πει ήταν το χώμα από κάτω στέρεο. Ωστόσο, σε μια διαφορετική περίσταση ο Μπεναρδής θα τ' απόφευγε. Μα είχε αρματώσει κιόλας το σανσεπώ. Το βαστούσε έτοιμο στο ζερβί του. Δεν είχε μετρήσει ούτε πέντε βήματα, ούτε σωστά πέντε βήματα... Έγινε ένας μικρός κρότος, ένα κούφιο χτύπημα, καθώς που πέφτει το σαγόνι του δόκανου, καλά σκεπασμένο μέσα στα χώματα και τα κλαριά. Την ίδια στιγμή η μια του μπότα αφανίστηκε κάτου απ' την ασπράδα του χιονιού παρασέρνοντας μαζί και το πόδι του πιο ψηλά απ' το γόνυ, ενώ ένα μανιτάρι νερό και βούρκος ξεχύθηκε απ' τα χείλια της λακκούβας, που του το κατάπιε. Έχασε αμέσως την ισορροπία του. Με την πρώτη προσπάθεια να την ξαναποχτήσει, αντίκρισε και τ' άλλο του πόδι βουλιαγμένο ως το γοφό. Τότε κατάλαβε... Έτσι λοιπόν: Ούτε οι βίδρες, ούτε τα κυνηγόσκυλα, μόνο ένας ερωδιός, ένας θαυμάσιος ερωδιός! Αυτό λοιπόν ήταν: Αυτός θα τον κολλούσε, θα τον έχτιζε για πάντα μέσα στη λάσπη; Η ομορφιά των φτερών του ήταν η ίδια η λάσπη, λάσπη και θάνατος.

Από δω και μπρος, ήξερε πια ο Μπεναρδής τι έπρεπε να περιμένει. Ο θαυμασμός του θα τέλειωνε σ' αυτή την αργή και βρωμερή αιχμαλωσία. Στάθηκε όσο γινόταν ασάλευτος, γιατί κι η πιο μικρή κίνηση θα 'ταν ικανή να τον βουλιάξει μιαν ώρα αρχύτερα. Και τότε ο ερωδιός ξεδίπλωσε τα φτερά του, τα 'δειξε μιαν ύστερη φορά κι απομακρύνθηκε. Το κορμί του Μπεναρδή άρχισε από κείνη τη στιγμή να κατεβαίνει δυο πόντους την ώρα. Δυο και τρεις πόντους την ώρα, η λάσπη ανέβαινε ολοένα γύρω του ψηλότερα. Μόνο αν θα περνούσε κανένας απ' το γιοφύρι μέσα σε δέκα ώρες είχε την ελπίδα να γλιτώσει. Όμως χρειαζόταν να στέκει ασάλευτος. Μπορεί έτσι να 'πηζε κάμποσο κι η λάσπη πάνου στο μάλλινο ρούχο του και να τον συγκρατούσε, τότε οι ώρες να γίνονταν πιο πολλές από δέκα. Μα οπωσδήποτε ο βούρκος θα 'φτανε με τις ώρες ως το πηγούνι...

Στο σημείο αυτό ο γερο-Μπεναρδής έκοψε απότομα τη διήγησή του ρίχνοντας απελπισμένα βλέμματα πάνου στον υδρολόγο. Ο ιδρώτας φάνηκε μονομιάς να κομπαλιάζει στο μέτωπό του και μερικές σταγόνες είχαν πάρει την κατηφοριά απ' τα μενίγγια του και κυλούσαν σκαλώνοντας στο σγουρό γενάκι του.

«Περίεργο! σκέφτηκε ο μηχανικός. Είναι σαν ακόμα να μην το συνήθισε τούτο το παλιό περιστατικό... Σα να βρίσκεται ακόμα κολλημένος στο βάλτο...»
— Κι όμως, του λέει, η λάσπη, να, που δεν έφτασε βέβαια στο πηγούνι. Πολύ μ' ενδιαφέρει η ιστορία σου, άρχοντα Μπεναρδή!

Αλλά η απόκριση ήρθε το ίδιο απροσδόκητη κι ακατανόητη, όπως ακατανόητο ήταν και το πάθος, που καθώς προχωρούσε η μακριά τούτη αφήγηση φαινόταν ολοένα να πυρώνει τα χείλια και τα μάτια του Μπεναρδή Χαρίτου.

— Και ποιος σατανάς μπορεί τάχα να το μαντέψει! φώναξε έξαλλα, ενώ πεταγόταν όρθιος απ' το μιντέρι. Με το συμπάθιο, δηλαδή... Μα πώς μπορείς ακόμα να το ξέρεις, ότι δε θα φτάσει;... Ε, καλά, πως δεν έφτασε δηλαδή η λάσπη... Όταν σκέφτομαι την αιτία! Φαντάσου, ήταν μονάχα για έναν ερωδιό!

«Δε θα βρίσκεται, σίγουρα, στα καλά του!» συλλογίστηκε ο υδρολόγος, ενώ ο γέρος, σέρνοντας τώρα απ' την τσέπη το μεγάλο χρωματιστό μαντίλι του, σκούπιζε φαρδιά πλατιά με δαύτο το πρόσωπό του.
— Το χειρότερο που ένιωθα, συνέχισε πάλι επίμονα, ήταν πως όλα γύρω μου έστηναν μάτια και παρακολουθούσανε, λες, το βούλιαγμά μου. Έμοιαζε σα να μουν γυμνός κι όλα τα καλάμια του βάλτου μουρμούριζαν μεταξύ τους παρατηρώντας τη γύμνια μου. Νύχτωνε. Κανένας δε φαινόταν στο γιοφύρι. Σφάλιξα τα μάτια. Ο βούρκος είχε χίλια στόματα, χίλιες βεντούζες χταποδιού. Βύζαινε με δαύτες όσο κομμάτι απ' το κορμί μου είχε καταπιεί κι εγώ κατέβαινα ετσιδά στητός στον πάτο. Δυο και τρεις πόντους την ώρα, κατέβαινα...

Όταν ξανάνοιξε τα βλέφαρα, το φεγγάρι έβγαινε στον ουρανό. Το φεγγάρι σιγά σιγά γιόμιζε λάμψη. Έδιωχνε το σκοτάδι της νύχτας απ' το στερέωμα, κι εκείνο σούρωνε, σαν πηχτό κατακάθι, στο βάλτο. Έπειτα από κάμποση ώρα, αντίκρισε ψηλά το γιοφύρι να χορταίνει φως. Η νύχτα θα περνούσε δω ανέλπιδα. Ήξερε πως θαρρούσαν το γιοφύρι στοιχειωμένο και γι' αυτό σπάνια το διάβαιναν μ' άλογα ή με καρότσια, ακόμα και την ημέρα. Στα πολύ παλιότερα χρόνια φαίνεται πως στη θέση του βρισκόταν κάποιο άλλο ξύλινο γιοφύρι με μερικά σιδεροδοκάρια για ενίσχυση. Ήταν βγαλμένο χαμηλά χαμηλά, στο πιο στενό πέρασμα του ποταμού, και κάθε τόσο, όπως φούσκωνε το ρέμα, τα νερά το παράσερναν. Αργότερα, σε χρόνια που κι αυτά δεν τα 'χε προλάβει ο Μπεναρδής, κάποιοι μαστόροι, άνθρωποι με μεράκι, έβαλαν μπρος να φτιάξουν γιοφύρι πέτρινο. Ένα ψηλό γιοφύρι, να μην το φτάνει τάχα το νερό, να 'χει δυνατές και καλοσχεδιασμένες καμάρες, να 'ναι μακρύ κι αλαφρό, σαν τούτο που 'βλεπαν απόψε τα μάτια του.

Ο Μπεναρδής, κολλημένος στο βάλτο, θαρρεί πως το βλέπει απόψε για πρώτη φορά. Ήταν φοβερό το νυχτερινό κρύο. Οι βδέλλες κατάτρωγαν τα αιχμάλωτα πόδια του. Το ποτάμι μούγκριζε από μακριά. Κι ο θάνατος πάντα — ο θάνατος του ανέβαινε ως το λαιμό, δυο πόντους την τώρα.
Κατά τα ξημερώματα φάνηκε ανέλπιστα μια καρότσα με διπλά άλογα.

Θα τραβούσε, ωστόσο, μακριά τούτη η ιστορία, αν καθόταν κανένας να καταγράψει όλα όσα ένας πολύξερος παραμυθάς, όπως αποδείχτηκε κείνο το βράδυ ο γερο-Μπεναρδής, μπόρεσε ν' αραδιάσει. Κάποια στιγμή αναστέναξε και, μονομιάς, ξαναγύρισε στο φράγμα.

— Σταθείτε, τον έκοψε τότε ο μηχανικός. Σταθείτε. Πρέπει να σημειώσω κιόλας από μέρους σας μια πρώτη παρασπονδία. Γιατί βιάζεστε να σηκώσετε το φράγμα μέσα στο κενό; Μου λείπει η μισή ζωή σας... Αν όχι χρονικά, λογαριάζω ουσιαστικά. Ουσιαστικά, φίλε Μπεναρδή, μου λείπετε τουλάχιστο ο άλλος μισός! Ποτέ μου δεν κατάλαβα, αλήθεια, για ποιο λόγο όλες οι ιστορίες που έτυχε ν' ακούσω πάσχουν από μιαν υποτονία του αισθήματος της συνέχειας. Πόσα χρόνια ζήσατε τάχα;

Εκείνος δεν αποκρίθηκε αμέσως. Ύστερ' απ' την ολονύχτια ένταση, μια απότομη εξάντληση ανακατεμένη με υποψία έδειχνε τώρα τ' αχνάρια της στo πρόσωπό του. Έσκυψε το κεφάλι.

— Τι θες να μάθεις, μηχανικέ; μουρμούρισε. Το πιο σπουδαίο ήταν που είδα πάνω στο χτίσιμο του το φράγμα. Δεν υπάρχουν άλλοι, εξόν δυο πατέρες του μοναστηριού κι εγώ... Όχι, δεν έσωσε κανένας άλλος να το προφτάσει, μα την πίστη μου!

Ο Βαλέρης αρκέστηκε να βάλει καινούρια φωτιά στην πίπα του.

— Ας τελειώνω, λοιπόν! συνέχισε. Κοντεύει να ξημερώσει. Το καλοκαίρι, αυτή την ώρα άρχιζαν ίσα ίσα... Γλίτωναν έτσι κομμάτι απ' το λιοπύρι. Έλα κοντά μου! φώναξε, κι ανασηκώθηκε τραβώντας τον απ' το χέρι ως το σημείο που κρέμονταν οι κιτρινισμένες χαλκογραφίες1 στον τοίχο. Πάλιωσαν πια, είπε δείχνοντάς τις με το δάχτυλο. Σίγουρα δε βγάζεις από δαύτες και πολλά πράματα. Μα παίρνει κανένας μια ιδέα... Εμ, τι να ξέρουν οι σημερινοί που βρίσκονται εδώ, πίσω απ' το φράγμα, για τη δουλειά των γονικών τους; Ανοίγουν το πρωί τα μάτια τους, κι έτσι καθώς αντικρίζουν τον ήλιο να σκοντάφτει πάνου στ' αψηλό στεφάνι του τοίχου, λογιάζουν πως το φράγμα είναι τάχα φτιαγμένο από σίδερο και τσιμέντο. Ένα βουνό σίδερο και τσιμέντο, θα σου πούνε... Δεν το μαντεύει, λογου-χάρη, κανένας πως μέσα στο φράγμα κλείσανε ολάκερο το στοιχειωμένο γιοφύρι! Μα, ναι, όπως σ' τα λέω, το χτίσανε! Χτίσανε τις καμάρες του με πέτρα και το 'κλεισαν μέσα. Κι όλο το πρώτο χτίσιμο και το θεμέλιο ήταν ατόφιο με πέτρα. Χιλιάδες κομμάτια πέτρα και πηλός και άμμος! Χρειάστηκαν κάπου δέκα χρόνια να τ' ανεβάσουν σε μάκρος δεκαπέντε χιλιόμετρα. Στο μεταξύ, η επιχείρηση έβγαζε χαρτιά και προσκαλούσε τον κόσμο να τ' αγοράσει. Ύστερ' άλλαξε τα χαρτιά με χωράφια, απ' αυτά τα καινούρια που φανερώθηκαν πίσω απ' το φράγμα, σα συμπληρώθηκαν τα έργα. Οι πιο πολλοί, τους θυμάμαι, φαίνονταν δισταχτικοί. Φοβόντουσαν ν' ακουμπήσουν τα λεφτά τους, πριν την ώρα που το νερό θα 'ρχόταν να χτυπήσει πάνου στο φράγμα για να 'μπει μια και καλή στη θέση του. Τι θα γινόταν τάχα εκείνη την ώρα; Θ' άντεχε ο τοίχος να το σηκώσει το νερό; Αν όχι, πήγαιναν όλα του χαμού. Μα γω είπα: Θ' αντέξει! Σκανταλίστηκα άσκημα, επειδή ίσα ίσα οι άλλοι δυσκολευόντουσαν να ρισκάρουν. Μια και δυο τα μαζώνω που λες. Ένα σακούλι ναπολεόνια και τέτοια, κλερονομιά του μακαρίτη του μπάρμπα μου... Τραβάω ίσα στο γκισέ της εταιρείας και τ' ακουμπώ. Με κοίταζαν. Φορούσα κιόλας το κοντογούνι μου από μαλλί κατσικιού, κι ως φαίνεται ήμουν άγριος στην όψη, σα ληστής. Μετρούσαν τα λεφτά μου τρομαγμένοι, λες κι έπαιρναν λύτρα. Γέλασα. «— Μη φοβάστε», τους κάνω. «Εγώ λέω, θ' αντέξει! Τ' ακούτε;».

Ξανακάθισαν κι ο δυο εκεί στη γωνιά πάλι, δίπλα στο παράθυρο. Θαμποχάραζε. Τα φώτα έμοιαζαν όλο να πέφτουν, όλο και να γίνουνται πιο χλωμά μέσα σε τούτο το γυμνό, πέτρινο χώρο. Ο Μπεναρδής Χαρίτος άφησε για λίγο το κομπολόι βουβό στην παλάμη του.

— Είμαι γέρος πια, μηχανικέ, κακά τα ψέματα! Έφτιαξα φαμίλια μεγάλη. Και τα χωράφια που πήρα τότε, μ' εκείνα τα χαρτιά, αβγάτισαν. Ογδόντα χρόνια ζωή, ε; Α δε βαριέσαι τις ιστορίες, έχουμε πολλά να ξαναπούμε... Μα δε θέλω τώρα να ρωτήσω τίποτα. Τάχα γιατί να ρωτήσω ποιος είν' ο λόγος που σ' έστειλαν; Όχι· καλύτερα δε ρωτώ! Το ξέρω ωστόσο. Κάτι μοιάζει ν' άλλαξε πάλι δωχάμου τα τελευταία χρόνια. Κάτι μου χτυπάει στη μυρουδιά. Είναι πάντα η δύναμη του νερού, που παραφυλάει πάνω απ' τα κεφάλια μας. Μα γω και τώρα το ξαναλέω: Δε γίνεται αλλιώς... Δεν το χωράει αλλιώς το μυαλό τ' ανθρώπου... Θ' αντέξει, μηχανικέ! Θ' αντέξει και τούτη τη φορά! Γιατί με κοιτάς έτσι αμίλητος κι εσύ, σαν τους άλλους; Τι έχω λοιπόν; Τι βλέπεις απάνου μου; Τη στολή μου κοιτάς έτσι; Τη... στο...λή... μου;

Και με τις ύστερες τούτες κουβέντες έγινε άξαφνα κάτι, που όχι μονάχα γιόμισε απορία το μηχανικό Βαλέρη, μα τον έκανε ξανά να υποψιαστεί πως ο γέρος δεν ήταν, αλήθεια, ολότελα στα συγκαλά του. Έτριξε η πόρτα της τραπεζαρίας και, την ίδια στιγμή, ο Μπεναρδής Χαρίτος χλιώμιασε σαν το φλουρί... Τίναξε απότομα τη ραχοκοκαλιά απ' την πλάτη του ντιβανιού που ακουμπούσε, ενώ τα μακριά αδύνατα χέρια του και το κατωσάγονό του τρεμόπαιζαν άσχημα, λες κι είχαν φύγει απ' τη θέση τους.

— Τι φανερώθηκες πάλι μπροστά μου; γρύλισε κατά τη μεριά της πόρτας, έτσι που έκαμε το μηχανικό να γυρίσει κι εκείνος κατά κείθε. Τι γυρεύεις εδώ τέτοιαν ώρα; ξαναρώτησε δίχως να πάρει απόκριση απ' το πρόσωπο που στεκόταν στ' άνοιγμα της πόρτας.

Ο Βαλέρης, στρέφοντας, αντίκρισε τότε το σώμα μιας νέας κοπέλας2, που φωτιζόταν λοξά, καθώς έκανε να μπει, απ' το λιγοστό φως της αίθουσας, ενώ τ' άλλο μισό κορμί της στεκόταν βυθισμένο στο σκοτάδι του διαδρόμου. Μια χοντρή πλεξούδα των μαλλιών της χυνόταν μπροστά στον ώμο.

— Φύγε, λοιπόν! Χάσου απ' τα μάτια μου! πρόφτασε ακόμα να φωνάξει μ' οργισμένο πάθος ο γέρος, πριν ξανακλείσει η πόρτα και, μαζί μ' αυτή, πριν αφαλήξει προσώρας τούτη η αρχοντική ιστορία της νύχτας.


δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/







ΒΑΣΟΣ ΦΑΛΗΡΕΑΣ

 


Βάσος Φαληρέας. Γλύπτης και ακαδημαϊκός.
Ελαιογραφία του Δ. Γαλάνη, 1939 {Μαρούσι Αττικής, Συλλογή κας Φαληρέα).


Βάσος Φαληρέας (1905 – 7 Οκτωβρίου 1979) ήταν Έλληναςγλύπτης, ένας από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της ακαδημαϊκής σχολής γλυπτών στην Ελλάδα κατά τον 20ό αιώνα.
Ο Βάσος Φαληρέας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1905 και καταγόταν από την Καρδαμύλη της Μάνης. Σπούδασε ζωγραφικήαπό το 1924 έως το 1929 στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (Α.Σ.Κ.Τ.) της Αθήνας με δασκάλους τους διάσημους καθηγητές της Σχολής Γεώργιο Ιακωβίδη και Θωμά Θωμόπουλο.
Το 1930 ο Φαληρέας, προκειμένου να τελειοποιήσει τις τεχνικές του, φεύγει για το Παρίσι και μέχρι το 1935 εργάζεται κοντά στους Γάλλους γλύπτες Σαρλ Ντεσπιώ (Charles Despiau) και Αριστίντ Μαγιόλ (Aristide Maillol). Εκείνη την εποχή, παρακολουθεί και μαθήματα χαρακτικής από τον Έλληνα χαράκτη Δημήτρη Γαλάνη, ο οποίος ζούσε στο Παρίσι.
Στη Διεθνή Έκθεση των Παρισίων, που πραγματοποιήθηκε το 1937 στη γαλλική πρωτεύουσα, ο Φαληρέας κέρδισε το χρυσό μετάλλιο για το έργο του «Γαλήνη» (1936), που είχε εκθέσει στο γαλλικό περίπτερο, καθώς και αργυρά μετάλλια για τα έργα «Γυμνό» και «Κεφαλή», με τα οποία μετείχε στο ελληνικό περίπτερο.
ΑΠΟ http://pandektis.ekt.gr/
Την ίδια χρονιά της βράβευσής του στην Έκθεση των Παρισίων, ο Φαληρέας τιμήθηκε με το Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Γεωργίου Α'. Υπήρξε μέλος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών στο Παρίσι, ενώ το 1976 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Ο Φαληρέας πέθανε από συγκοπή στις 8 Οκτωβρίου 1979, ενώ συνεδρίαζε η κριτική επιτροπή του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 1979, όπου μετείχε ως πρόεδρoς της επιτροπής
Ο Βάσος Φαληρέας διακρίνεται για τον ανθρωποκεντρικό τρόπο και την ακαδημαϊκή αντίληψη απόδοσης των έργων του. Έχει φιλοτεχνήσει δεκάδες μνημεία και ηρώα, όπως «Το Άγαλμα της Προμάχου Αθηνάς» (1951) στο Πεδίον του Άρεωςστην Αθήνα, σε συνεργασία με τον αρχιτέκτονα Φαίδωνα Κυδωνιάτη (1910 – 1989), τα αποκαλυπτήρια του οποίου έγιναν σε λαμπρή τελετή το 1952. Άλλα μεγαλεπήβολα έργα του είναι επίσης το «Μνημείο του Λεωνίδα» στις Θερμοπύλες (1955) και το «Ηρώον των Μπιζενομάχων» (1926) στα Ιωάννινα.
Στο πληθωρικό έργο του συγκαταλέγεται μεγάλος αριθμός από προτομές και ανδριάντες. Σ’ αυτά περιλαμβάνονται η γλυπτική απεικόνιση βασιλέων, πολιτικών και στρατιωτικών, ποιητών και άλλων προσωπικοτήτων.( ΠΗΓΗ http://el.wikipedia.org/)

ΕΡΓΑ 

Ανδριάντας Κωστή Παλαμά  ( 1975) - Πνευματικό κέντρο Δήμου Αθηναίων 

Μνημείο του Λεωνίδα ( 1955) - Θερμοπύλες 

"Πρόμαχος Αθηνά" 1952
. Ηρώο Βρετανών, Αυστραλών και Νεοζηλανδών πεσόντων κατά τις μάχες
της περιόδου 1941-45 στην Ελλάδα

Θεόφιλος Βορέας
Θέση : Λ. Κηφισίας, Μαρούσι ( η προτομή έχει απομακρυνθεί )

Προτομή Σπύρου Μερκούρη    1931

Διονύσιος Σολωμός - Πάφος 
Προτομή-Χαράλαμπου-Γεωργίου-Μούσκου - Πάφος









Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ' - Πάφος 

ΠΗΓΕΣ   ΕΡΓΩΝ

Στον παρακάτω σύνδεσμο υπάρχει ένα βίντεο από το ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΕΡΤ όπου γίνεται Ρεπορτάζ για τον Γλύπτη ΒΑΣΟ ΦΑΛΗΡΕΑ (1905-1979). Περιλαμβάνονται πλάνα του ιδίου ανάμεσα στο στούντιό του στο ΜΑΡΟΥΣΙ. Επίσης ο γλύπτης κάνει δηλώσεις για την εκλογή του ως μέλος της Ακαδημίας Αθηνών


Έντγκαρ Άλαν Πόε - Edgar Allan Poe ( 19 Ιανουαρίου 1809 – 7 Οκτωβρίου 1849 )

 

Η διαστροφή είναι ένα από τα αρχέγονα ορμέμφυτα της ανθρώπινης καρδιάς – μια από τις πιο αδιαίρετες πρωταρχικές δυνάμεις, ή συναισθήσεις, που δίνουν μια κατεύθυνση στο χαρακτήρα του ανθρώπου. Ποιος δεν έπιασε τον εαυτό του, εκατό φορές, να ‘χει κάνει μια ποταπή ή ανόητη πράξη, για το μόνο λόγο πως ήξερε πως δεν έπρεπε να την κάνει; Μήπως δεν έχομε μια αιώνια τάση, όσο κι αν είμαστε άνθρωποι με κρίση, να παραβαίνομε το Νόμο, μόνο και μόνο γιατί είναι ο νόμος; 
ΕΝΤΓΚΑΡ ΑΛΑΝ ΠΟΕ «Ο ΜΑΥΡΟΣ ΓΑΤΟΣ» μετάφραση ΚΟΣΜΑΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
από το βιβλίο «ΑΛΛΟΚΟΤΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ» Εκδόσεις ΓΡΑΜΜΑΤΑ


Ο Έντγκαρ Άλλαν Πόε (Edgar Allan Poe, 19 Ιανουαρίου 1809 – 7 Οκτωβρίου 1849) ήταν Αμερικανός ποιητής και πεζογράφος. Υπήρξε ένας από τους κύριους εκπροσώπους του αμερικανικού ρομαντισμού. To λογοτεχνικό του έργο είχε σημαντική επίδραση στην παγκόσμια λογοτεχνία, αποτελώντας θεμέλιο λίθο για την εξέλιξη σύγχρονων λογοτεχνικών ειδών, όπως η αστυνομική λογοτεχνία ή οι ιστορίες τρόμου και φαντασίας.
Ο Πόε γεννήθηκε το 1809 στη Βοστώνη και οι γονείς του ήταν ηθοποιοί. Ο πατέρας του, Ντέιβιντ Πόε, εγκατέλειψε την οικογένεια του τον Ιούλιο του 1811 ενώ πέθανε πέντε μήνες αργότερα, στις 11 Δεκεμβρίου. Η μητέρα του, Ελίζαμπεθ Άρνολντ Χόπκινς, υπέφερε από φυματίωση και πέθανε στις 8 Δεκεμβρίου 1811, ενώ ο Πόε ήταν μόλις δύο ετών. Μετά το θάνατο της μητέρας του, έζησε στο σπίτι του επιτυχημένου εμπόρου καπνού Τζον Άλλαν και μεγάλωσε στην πόλη Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια.
Το 1815 η οικογένεια Άλλαν μετακόμισε στη Σκωτία και την Αγγλία, όπου έζησαν συνολικά για πέντε χρόνια. Στο διάστημα αυτό, ο Πόε φοίτησε σε δύο αγγλικά σχολεία κοντά στην πόλη του Λονδίνου. Μετά την επιστροφή του στο Ρίτσμοντ, εγγράφηκε στο Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια, το 1826, όπου παρέμεινε μόνο για ένα χρόνο. Ήρθε σε σύγκρουση με τον πατριό του, εξαιτίας οικονομικών χρεών που ανέπτυξε μέσω της χαρτοπαιξίας, κατά την περίοδο των σπουδών του. Τελικά ο Πόε εγκατέλειψε το σπίτι των Άλλαν και κατατάχθηκε το 1827 στον αμερικανικό στρατό, πιθανότατα για λόγους οικονομικής επιβίωσης. Στην αίτηση κατάταξής του δήλωσε το όνομα Έντγκαρ Α. Πέρι, αναφέροντας επίσης ως ηλικία τα 22 χρόνια ενώ ήταν δεκαοκτώ ετών. Τον ίδιο χρόνο δημοσίευσε το πρώτο του βιβλίο, μία ποιητική συλλογή με τίτλο Ταμερλάνος και άλλα ποιήματα.
Το 1829 εκδόθηκε το δεύτερο ποιητικό βιβλίο του, το Al Aaraaf, ενώ παράλληλα έκανε αίτηση εγγραφής στην στρατιωτική ακαδημία του Γουέστ Πόιντ, με την υποστήριξη του πατριού του. Εκεί θεωρείται πως ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με το έργο άλλων ρομαντικώνποιητών, ενώ σύντομα ανέπτυξε εκ νέου οικονομικά χρέη. Υπήρξε σκόπιμα αμελής ως προς τα καθήκοντά του[3] γεγονός που οδήγησε τελικά στην απόλυσή του. Αμέσως μετά, ο Πόε μετακόμισε στη Βαλτιμόρη, όπου έζησε με τη θεία του Μαρία Κλεμ και την πρώτη του εξαδέλφη Βιρτζίνια Ελίζα Κλεμ. Προκειμένου να συντηρείται οικονομικά, ξεκίνησε να γράφει πεζά κείμενα υποβάλλοντας συμμετοχή σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Το 1833, βραβεύθηκε για το διήγημά του Μήνυμα στο μπουκάλι, γεγονός που του εξασφάλισε μία πρώτη αναγνώριση σε ένα περιορισμένο τοπικό λογοτεχνικό κύκλο.
Τον Δεκέμβριο του 1835 άρχισε να εργάζεται ως συντάκτης στην εφημερίδα Southern Literary Messenger («Λογοτεχνικός Αγγελιοφόρος του Νότου»), στο Ρίτσμοντ. Την ίδια περίοδο νυμφεύθηκε τη δεκατριάχρονη εξαδέλφη του, η οποία στο πιστοποιητικό του γάμου τους αναφερόταν ψευδώς πως ήταν είκοσι ενός ετών.
Το 1838 εκδόθηκε η Αφήγηση του Άρθουρ Γκόρντον Πυμ (The Narrative of Arthur Gordon Pym) ενώ το καλοκαίρι του επόμενου χρόνου, ο Πόε μετακόμισε στη Φιλαδέλφεια, όπου ξεκίνησε να εργάζεται ως βοηθός συντάκτη στο περιοδικό Burton's Gentleman's Magazine. Δημοσίευσε αρκετά άρθρα, διηγήματα και κριτικές απολαμβάνοντας ολοένα και μεγαλύτερη φήμη. Το ίδιο διάστημα, εκδόθηκε η δίτομη συλλογή έργων του Tales of the Grotesque and Arabesque (Ιστορίες του Γκροτέσκου και του Αραβουργήματος), η οποία αν και δεν αποτέλεσε σημαντική εμπορική επιτυχία, επαινέθηκε από την κριτική και θεωρείται σήμερα ορόσημο στην ιστορία της αμερικανικής λογοτεχνίας. Ο Πόε εγκατέλειψε τη θέση του μετά από περίπου ένα χρόνο και ανέλαβε χρέη βοηθού συντάκτη στο περιοδικό Graham's Magazine.
Στις 20 Ιανουαρίου 1842, η σύζυγός του έδειξε για πρώτη φορά δείγματα πως έπασχε από φυματίωση και, υπό το βάρος της ασθένειάς της, ο Πόε κατέφυγε στο ποτό. Εγκατέλειψε εκ νέου την θέση του στο Graham's Magazine και επέστρεψε στη Νέα Υόρκη όπου εργάστηκε για ένα σύντομο χρονικό διάστημα στην εφημερίδα Evening Mirror και ως συντάκτης στην έκδοση του Broadway Journal. Στις 29 Ιανουαρίου 1845 εκδόθηκε το ποίημά του Το Κοράκι (The Raven), ένα από τα πιο γνωστά έργα του, το οποίο του προσέφερε μεγάλη αναγνώριση, γεγονός που τον βοήθησε επίσης να αυξήσει το ισχνό του εισόδημα δίνοντας διαλέξεις. Ανατυπώθηκε σε αρκετές εφημερίδες και περιοδικά, ωστόσο ο ίδιος ο Πόε δεν αποκόμισε οικονομικά οφέλη από το ίδιο το έργο εξαιτίας της έλλειψης νόμων περί πνευματικών δικαιωμάτων.
Τον Ιανουάριο του 1847, η σύζυγός του Βιρτζίνια πέθανε και τον επόμενο χρόνο ο Πόε αρραβωνιάστηκε την ποιήτρια Σάρα Έλεν Ουίτμαν. Ο προγραμματισμένος τους γάμος τελικά δεν πραγματοποιήθηκε, πιθανότατα εξαιτίας των προβλημάτων του Πόε με το ποτό. Σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή, η μητέρα της Ουίτμαν είχε σημαντική συμβολή στη διάλυση της σχέσης τους. Με βάση την αλληλογραφία του Πόε εκείνης της περιόδου, γνωρίζουμε ότι επιχείρησε να αυτοκτονήσει με υπερβολική δόση λάβδανου. Αργότερα, ο Πόε επέστρεψε στο Ρίτσμοντ, όπου αρραβωνιάστηκε την Σάρα Ελμίρα Ρόυστερ και μαζί όρισαν ως ημερομηνία του γάμου τους την 17η Οκτωβρίου 1849.
Σύμφωνα με επιστολή του προς τη Μαρία Κλεμ στις 18 Σεπτεμβρίου 1849, ο Πόε θα πραγματοποιούσε ένα ταξίδι στη Φιλαδέλφεια, προκειμένου να συναντήσει την ποιήτρια Λέον Λάουντ, με αφορμή την επιμέλεια της έκδοσης ενός τόμου με έργα της. Ανακαλύφθηκε σε παραληρηματική κατάσταση στους δρόμους της Βαλτιμόρης από έναν περαστικό, ο οποίος μετά από σχετική υπόδειξη του Πόε, έστειλε επιστολή στον δρα. J. E. Snodgrass, ενημερώνοντάς τον σχετικά. Ο Snodgrass έλαβε την επιστολή στις 3 Οκτωβρίου και την ίδια ημέρα φρόντισε, μαζί με τον θείο του Πόε, Χένρυ Χέρινγκ, για τη μεταφορά του Πόε στο νοσοκομείο, όπου τελικά πέθανε στις 7 Οκτωβρίου. Καθώς δεν κατάφερε κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του να συνέλθει επαρκώς, ο ίδιος δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει πώς είχε οδηγηθεί στην κατάστασή του. Όταν βρέθηκε, φορούσε ρούχα που πιστεύεται ότι δεν του ανήκαν, ενώ επανειλημμένα πρόφερε το όνομα Ρέυνολντς κατά την διάρκεια της τέταρτης νύχτας που έμεινε στο νοσοκομείο. Σύμφωνα με επιστολή του ιατρού δρα. John J. Moran που εξέτασε τον Πόε στο νοσοκομείο, προς τη θεία του, οι τελευταίες του λέξεις ήταν "Lord help my poor soul" («Κύριε βοήθησε τη φτωχή ψυχή μου»).
Η πραγματική αιτία θανάτου του Πόε παραμένει ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα και δεν υπάρχει μία οριστική θέση, καθώς ουδέποτε υπήρξε ή βρέθηκε ένα επίσημο πιστοποιητικό θανάτου. Ο Snodgrass, ο οποίος γνώριζε προσωπικά τον Πόε και βρέθηκε μαζί του στις τελευταίες του ημέρες, βεβαίωνε πως ο θάνατός του ήταν απόρροια αλκοολισμού . Αντίθετα, ο Δρ. John Moran, θεωρούσε πως ο θάνατός του δεν σχετιζόταν με χρήση κάποιου είδους τοξικής ουσίας . Τόσο τα γραπτά του Snodgrass όσο και του Moran, με θέμα τις τελευταίες ημέρες ζωής του Πόε, περιέχουν σημαντικές αντιφάσεις με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζονται εν γένει με δυσπιστία από τους μελετητές και βιογράφους του συγγραφέα. Πληθώρα άλλων θεωριών έχουν προταθεί επίσης, μεταξύ αυτών πιθανή σύφιλη, επιληψία, δηλητηρίαση, δολοφονία ή λύσσα , θεωρίες όμως που δεν επιβεβαιώνονται μέχρι σήμερα από επίσημα ιατρικά έγγραφα ή αναφορές.
Η ταφή του έγινε στις 8 ή 9 Οκτωβρίου και ο τάφος του βρίσκεται στη Βαλτιμόρη, όπου αποτελεί ένα ιδιαίτερο αξιοθέατο της περιοχής. Την ημέρα της ταφής του Πόε, μία νεκρολογία δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα New York Tribune, υπογεγραμμένη με το ψευδώνυμο Ludwig, το οποίο όπως αποκαλύφθηκε αργότερα ανήκε στον εκδότη και επιμελητή ανθολογιών, Ρούφους Ουίλμοτ Γκρίζγουολντ. Η νεκρολογία ανέφερε στην εισαγωγή της: «O Έντγκαρ Άλλαν Πόε είναι νεκρός. Πέθανε στη Βαλτιμόρη προχθές. Η ανακοίνωση αυτή θα τρομάξει αρκετούς, αλλά λίγοι θα νιώσουν θλίψη για το γεγονός.» και θεωρείται απόρροια της εχθρότητας που είχε καλλιεργηθεί μεταξύ του Πόε και του Γκρίσγουολντ.
160 χρόνια μετά τον θάνατό του, στις 12 Οκτωβρίου 2009, έγινε η κηδεία του ομοιώματος του ποιητή, με τιμές, στη Βαλτιμόρη.



 Tο σπίτι που έμεινε ο Πόε από το 1846 ως το θάνατό του το 1849


Ο Ηλίας Βενέζης στην καλύβα του Πόε :

-Βρήκα το σπίτι του Πόε χαμηλά στην πόλη, στο Greenwich Village, είπα. Θα ήταν τόσο ωραία εκεί. Γιατί ήρθαν να ζήσουν εδώ που, τότε, πριν από ένα αιώνα, θα ήταν ερημιά;
Η κυρούλα με τα άσπρα μαλλιά αρχίζει να μιλάει σιγανά για τη ζωή του Πόε.

-Η Virginia ήταν άρρωστη πολύ, είπε. Ήταν φθισική. Κι ο Έντγκαρ ήταν τότε θεόφτωχος. Την περισσότερη φτώχεια του την πέρασε εδώ, σ’ αυτή την καλύβα. Επειδή ήταν φθισική, την έφερε εδώ που ήταν εξοχή. Δέστε, στο πορτραίτο της, αυτό εδώ τι όμορφη που ήταν!
Τραβά απ’ το συρτάρι του μικρού γραφείου που είναι μπροστά της ένα παλιό πορτραίτο της Βιργινίας Πόε. Η ευγενική ύπαρξη, η αθώα ματιά, τα τσιτωμένα μαλλιά, το μεγάλο μέτωπο. Λίγο γερμένο το κεφάλι. Και βαθιά κούραση στα κλειστά μάτια. Απ’ τη ζωή. Απ’ τη μοίρα.

ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ «Η ΚΑΛΥΒΑ ΤΟΥ ΠΟΕ»
απόσπασμα από άρθρο του στη ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ τ. 546, 1/4/1950

Χαρτί και μελάνη, σας παρακαλώ!

…Σαν πέθανε η Virginia, συνέχισε σε λίγο η κυρούλα της καλύβας του Fordham, ο Έντγκαρ άρχισε να πίνει πολύ. Ξαναγύρισε στη Βαλτιμόρη. Τότε έγραψε τους περίφημους στίχους των «The Bells». Γράφτηκαν οι στίχοι εδώ, στο Fordham; Γράφτηκαν στη Βαλτιμόρη; Μια νύχτα, λέει η παράδοση, ο Έντγκαρ είχε πάει στη δημόσια βιβλιοθήκη, στη Βαλτιμόρη. Γύριζε αργά στο σπίτι του της οδού Αγίου Παύλου. Χιόνιζε. Άκουσε τα κουδούνια μιας καρότσας. Ήταν μια χαρωπή, χαρωπή, μελωδία! Χύθηκε η μελωδία στην καρδιά του. Έψαξε στην τσέπη του γυρεύοντας μολύβι και χαρτί. Δεν είχε. Τα μαγαζιά είχαν κλείσει. Οι στίχοι έρχονταν ο ένας πίσω απ’ τον άλλον – εξαίσιες φράσεις θα χάνονταν. Ο Πόε όρμησε προς το πρώτο σπίτι που ήταν εκεί κοντά, χτύπησε το κουδούνι της πόρτας. Ήταν το σπίτι του δικαστή Gile. Άνοιξε ο ίδιος ο δικαστής. «Χαρτί και μελάνη, σας παρακαλώ!» είπε έξαλλος ο νυχτερινός ξένος. Ο δικαστής βλέποντας πως έχει να κάνει μ’ έναν κύριο τον κάλεσε μέσα, τον οδήγησε στη βιβλιοθήκη του, και αποσύρθηκε ευγενικά αφήνοντας μόνον τον ξένο. Όταν αργότερα μπήκε στη βιβλιοθήκη για να δει τι κάνει ο άγνωστος, αυτός δεν ήταν πια εκεί. Όμως πάνω στο τραπέζι, γραμμένοι σ’ ένα χαρτί, ήταν οι πρώτες τρεις στροφές των «The Bells» που αργότερα ο δικαστής τις κορνίζωσε και τις κρέμασε στο γραφείο του:

Hear the sledges with the bells –
Silver bells!
What a world of merriment their melody foretells!
How they tinkle, tinkle, tinkle,
In the icy air of night!
While the stars that oversprinkle
All the heavens, seem to twinkle
With a crystalline delight;
Keeping time, time, time,
In a sort of Runic rhyme,
To the tintinnabulation that so musically wells
From the bells, bells, bells, bells,
Bells, bells, bells –
From the jingling and the tinkling of the bells.

ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ «Η ΚΑΛΥΒΑ ΤΟΥ ΠΟΕ»
απόσπασμα από άρθρο του στη ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ τ. 547, 15/4/1950



Το κοράκι (απόσπασμα) 
 ‘Ανοιξα το παράθυρο κι ένα κοράκι μαύρο
με σχήμα μεγαλόπρεπο στη κάμαρα μου μπήκε
και χωρίς διόλου να σταθεί ή ν’ αμφιβάλλει λίγο,
επήγε και εκάθισε στη πέτρινη Παλλάδα
απάνω από τη πόρτα μου, γιομάτο σοβαρότη.
                           Κουνήθηκεν, εκάθισε και όχι τίποτ’ άλλο. 
Το εβενόχρωμο πουλί που σοβαρό καθόταν
τη λυπημένη μου ψυχή έκανε να γελάσει.
«Χωρίς λοφίο
», ρώτησα, «κι αν είν’ η κεφαλή σου
δεν είσαι κάνας άνανδρος, αρχαϊκό κοράκι,
που κατοικείς στις πένθιμες ακρογιαλιές της Νύχτας;
Στ’ όνομα της Πλουτωνικής της Νύχτας, τ’ όνομά σου

                Και το κοράκι απάντησε: «Ποτέ από ‘δω και πια
»
 Ξεπλάγηκα σαν άκουσα το άχαρο πουλί
ν’ ακούει τόσον εύκολα τα όσα το ρωτούσα
αν κι η μικρή απάντηση που μου ‘δωσε δεν ήταν
καθόλου ικανοποιητική στα όσα του πρωτόπα,
γιατί ποτέ δεν έτυχε να δεις μες στη ζωή σου
ένα πουλί να κάθεται σε προτομή γλυμμένη
απάνω από τη πόρτα σου να λέει:
                                                                         «Ποτέ πια
»
Μα το Κοράκι από κει που ήταν καθισμένο
δεν είπε άλλη λέξη πια σα να ‘ταν η ψυχή του
από τις λέξεις: «Ποτέ πια
», γεμάτη από καιρό.
Ακίνητο καθότανε, χωρίς ένα φτερό του
να κινηθεί σαν άρχιζα να ψιθυρίζω αυτά:
«Τόσοι μου φίλοι φύγανε ως και αυτές οι Ελπίδες
κι όταν θε να ‘ρθει το πρωΐ κι εσύ θε να μου φύγεις».
                   Μα το πουλί απάντησε: «Ποτέ από δω και πια
»
 Ετρόμαξα στη γρήγορη απάντηση που μου ‘πε
πάντα εκεί ακίνητο στη προτομήν απάνω.
«Σίγουρα» σκέφτηκα, «αυτό που λέει και ξαναλέει
θα είναι ό,τι έμαθε από τον κύριό του
που αμείλικτη η καταστροφή θα του κοψ’ το τραγούδι
που θα ‘λεγεν ολημερίς και του ‘καμε να λέει
λυπητερά το
 «Ποτέ πια» για τη χαμένη ελπίδα
»
Μα η θέα του ξωτικού πουλιού μ’ έφερε γέλιο
κι αρπάζοντας το κάθισμα εκάθισα μπροστά του
και βυθισμένος σ’ όνειρα προσπάθησα να έβρω
τι λέει με τη φράση αυτή, το μαύρο το Κοράκι,
το άχαρο, τ’ απαίσιο, ο τρόμος των ανθρώπων,
σαν έλεγε τις θλιβερές τις λέξεις:
                                                                         
 «Ποτέ πια»
Κι έτσι ακίνητος βαθιά σε μαύρες σκέψεις μπήκα
χωρίς μια λέξη μοναχά να πω εις το Κοράκι
που τα όλο φλόγα μάτια του μες στη καρδιά με καίγαν.
Έτσι σκεφτόμουν έχοντας στο βελουδένιο μέρος
του παλαιού καθίσματος γερμένο το κεφάλι,
στο μέρος που το χάϊδευαν η λάμψη της καντήλας,
εκεί όπου η αγάπη μου δε θ’ ακουμπήσει
                                                                                    πια! 
Mετάφραση Κ. Ουράνη


Annabel Lee

Έχουν περάσει πολλά πολλά χρόνια από τότε
Σ’ενα βασίλειο δίπλα στη θάλασσα
Που κάποια κόρη ζούσε, ίσως την ξέρετε
Άναμπελ Λη ήταν το όνομα της
Κι η κορη αυτή ζούσε με μόνο μια σκέψη
Να με αγαπά και να την αγαπώ.

Ήμαστε ακόμα τότε και οι δυο παιδιά
Σ’ενα βασίλειο δίπλα στη θάλασσα
αλλά αγαπιόμαστε με μιαν αγάπη μεγαλύτερη ακόμα κι από την αγάπη
εγώ και η δική μου Άναμπελ Λη .
Με μιαν αγάπη που τη ζήλευαν τα φτερωτά σεραφείμ στον ουρανό
Μας ζήλευαν εκείνη κι εμένα.

Κι αυτός ήταν ο λόγος που χρόνια πριν
Σε αυτό το βασίλειο δίπλα στη θάλασσα
Φύσηξε ένας άνεμος από ένα σύννεφο
και πάγωσε την όμορφη μου Άναμπελ Λη
Κι έτσι οι συγγενείς της ήρθαν και
την πήραν μακριά από εμένα
να την κλείσουν μέσα σε ένα μνήμα
Στο βασίλειο αυτό δίπλα στη θάλασσα

Οι άγγελοι, που δεν είχαν ούτε τη μισή δική μας ευτυχία
ζήλεψαν εμένα και εκείνη
Ναι! Αυτός ήταν ο λόγος (και το ξέρουν όλοι
στο βασίλειο αυτό δίπλα στη θάλασσα)
ότι ένας άνεμος από ένα σύννεφο τη νύχτα
παγώνοντας και σκοτώνοντας την Άναμπελ Λη.

Αλλά η αγάπη μας ήταν πιο δυνατή από την αγάπη
αυτών που είναι μεγαλύτεροι μας
Αυτών που είναι σοφότεροι από εμάς
Και ούτε οι άγγελοι στον παράδεισο ψηλά
ούτε οι δαίμονες κάτω από τη θάλασσα
μπορούν να χωρίσουν την ψυχή μου
από την ψυχή της Αναμπελ Κη
Γιατί το φεγγάρι ποτέ δε φέγγει χωρίς να μου φέρει όνειρα
της όμορφης Άναμπελ Λη
και τα αστέρια δε βγαίνουν ποτέ, αλλά νιώθω τα λαμπερά μάτια
της όμορφης Άναμπελ Λη

Και έτσι, όλη τη νύχτα, ξαπλώνω δίπλα από
την αγαπημένη μου, τη ζωή μου και τη γυναίκα μου
στο μνήμα δίπλα από τη θάλασσα
στον τάφο της εκεί που σκάει το κύμα.

http://www.eros-erotas.gr/

δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/