Θεόφραστος Σακελλαρίδης ( 7 Σεπτεμβρίου του 1883 - 2 Ιανουαρίου 1950 )

 

Ο Θεόφραστος Σακελλαρίδης (Αθήνα 1883-Αθήνα 1950) υπήρξε δημοφιλής Έλληνας μουσικοσυνθέτης, αρχιμουσικός και ένας από του πρωτεργάτες της Ελληνικής Οπερέτας, με καταγωγή από το Λιτόχωρο της Μακεδονίας.
Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 7 Σεπτεμβρίου του 1883 (ορισμένες πηγές αναφέρουν το 1882). Τα πρώτα μαθήματα μουσικής πήρε από τον πατέρα του Ιωάννη Σακελλαρίδη(1853-1938), διαπρεπή μουσικοδιδάσκαλο, μεταρρυθμιστή της βυζαντινής μουσικής, ιεροψάλτη, φιλόλογο και μελουργό. Η μητέρα του καταγόταν από την Ύδρα.
Σπούδασε στην Αθήνα, τη Γερμανία και την Ιταλία. Στα τέλη του 1902 έδωσε μαζί με τον πατέρα και τον αδελφό του Άρη, που ήταν βαρύτονος, επιτυχημένες συναυλίες με δικές του συνθέσεις και εναρμονισμένα ελληνικά δημοτικά τραγούδια στο Βασιλικό Ωδείο του Μονάχου και στο μέγαρο της βαρώνης Αμελίας φον Πέρφαλλ (κόρης του Γουσταύου Κλάους), ενώπιον πληθώρας πριγκίπων και αριστοκρατών (εφημερίδα "Σκριπ" 1/12/1902). Στην εφημερίδα Σκριπ διαβάζουμε:«Εκείνο το οποίον δέον να τονισθή ενταύθα, είναι η εμφάνισις του νεαρού, μόλις εικοσαετούς και συμπαθούς υιού του κ. Σακελλαρίδου, Θεοφράστου Σακελλαρίδου, όστις τους πάντας εξέπληξε παρασχών δείγματα συνθετικής ιδιοφυΐας, ουχί της τυχούσης, και διευθύνας ορχήστραν εξ 60 οργάνων με ικανότητα και ακρίβειαν ήτις ενεποίησεν εις τους φίλους μας Γερμανούς ευχάριστον εντύπωσιν».
Λέγεται ότι η οικογένεια Σακελλαρίδη πριν επιστρέψει έδωσε συναυλίες στην Ιταλία και την Αίγυπτο.
Στα 1903, έγραψε την πρώτη του όπερα «Ο Υμέναιος» σε κείμενο του Ιωάννη Φραγκιά. Η εφημερίδα "Σκριπ" (10/12/1903) αναφέρει πως «η σκηνή του μελοδραματικού ειδυλλίου συμβαίνει εις την Ελευσίνα κατά την μυθολογικήν εποχήν της Ελλάδος».
Γύρω στο 1904 φαίνεται πως είχε ήδη συνθέσει τη σκηνική όρχηση (μπαλέτο) «Υπό τον ουρανόν της Ελλάδος». Την ίδια χρονιά συνέθεσε και τη μουσική για τις «Εκκλησιάζουσες» του Αριστοφάνη (σε μετάφραση του Πολύβιου Δημητρακόπουλου) που παρουσιάστηκαν στη Νέα Σκηνή του Κ. Χρηστομάνου. Επίσης, από το 1907 έως 1913, διασκεύαζε ξένη μουσική για τις επιθεωρήσεις «Τα Παναθήναια».
Μεγάλη επιτυχία γνώρισε η όπερα «Περουζέ» (σε λιμπρέτο του Γ. Τσοκόπουλου), που πρωτοπαίχτηκε στις 9 Αυγούστου 1911 στο θέατρο Ολύμπια (Εθνική Λυρική Σκηνή) με μαέστρο τον Στέφανο Βαλτετσιώτη και πρωταγωνιστές τη μεσόφωνο Ρεβέκα στο ρόλο της τσιγγάνας Περουζέ, τον τενόρο Νίκο Μωραΐτη, και τον μπάσο Μιχάλη Βλαχόπουλο. Οι παραστάσεις συνεχίστηκαν για δύο χρόνια. Από το συγκεκριμένο έργο προέρχεται η γνωστή άρια «Νεράιδα του γιαλού» και το ντουέτο «Πιο θερμά». Τον «Υμέναιο» (1903), ακολούθησαν οι όπερες ο «Πειρατής» (1907), βασισμένη στο βραβευμένο στο Βουτσιναίο Διαγωνισμό έμμετρο θεατρικό έργο του Πολύβιου Δημητρακόπουλου «Ο Κουρσάρος», το «Στοιχειωμένο Γεφύρι» (1912) και το «Καστρο της Ωρηάς» (1917) σε λιμπρέτα Γεωργίου Τσοκόπουλου.
Το 1908, μετά το ιστορικό ανέβασμα της οπερέτας "Μαμζέλ Νιτούς" του Ερβέ στην Αθήνα υπό τη δική του διδασκαλία και διεύθυνση ορχήστρας, γράφει την πρώτη ελληνική οπερέτα το «Σία κι αράξαμε» (σε λιμπρέτο Πολύβιου Δημητρακόπουλου & Στέφανου Γρανίτσα) που ανεβάστηκε στις 8/5/1909 (βλ. "Εφημερίδα Σκριπ" 22/4/1909 σελ. 1 και 9/5/1909 σελ. 3).

Από το 1914, που παρουσιάστηκε η οπερέτα «Στα Παραπήγματα», (η πρώτη του μεγάλη επιτυχία στην οπερέτα), γράφει ως το θάνατό του γύρω στις 80 οπερέτες (ή και μουσικές κωμωδίες) κυρίως τρίπρακτες, πολλές σε δικό του λιμπρέτο.

Εξαιρετική επιτυχία σημείωσε «Ο Βαφτιστικός», ο οποίος εξακολουθεί να παίζεται τακτικά μέχρι και σήμερα. Πρωτοανέβηκε στις 18 Ιουλίου 1918 από τον θίασο Παπαϊωάννου και θεωρείται μαζί με τους «Απάχηδες των Αθηνών» του Νίκου Χατζηαποστόλου, ως μία από τις πιο κοσμαγάπητες ελληνικές οπερέτες. Το εμβατήριο «Ψηλά στο μέτωπο» τραγουδήθηκε πολύ και από τους στρατιώτες του '40. Ο «Βαφτιστικός» έγινε και ταινία το 1952 από την Μαρία Πλυτά, με πρωταγωνιστές τον Αλέκο Αλεξανδράκη (η φωνή του ήταν ντουμπλαρισμένη από τον τενόρο Πέτρο Επιτροπάκη), την Ανθή Ζαχαράτου και τον Μίμη Φωτόπουλο.
Άλλες γνωστές μελωδίες τού έργου είναι: «Συ μου πήρες», «Τίκι-Τακ» («Η καρδιά μου πονεί για σας»), «Τον καιρό εκείνο τον παλιό», «Στ' άγριο το δάσος» κ.ά.
Την περίοδο 1937-1945 γράφει μουσική για επιθεωρήσεις του Αλέκου Σακελλάριου, του Δημήτρη Γιαννουκάκη :
«Τρελλή Συμφωνία» (1937),
«Φερνάντα» (1939),
«Μπράβο Κολονέλλο» (1940),
«Φινίτο λα μούζικα» (1941),
«Η ζωή συνεχίζεται» (1941) κ.ά.
Τα δημοτικοφανή πατριωτικά τραγούδια που ερμήνευσε η Σοφία Βέμπο το 1940: «Βάζει ο Ντούτσε τη Στολή του» (επίκαιροι στίχοι πάνω στο σκοπό του τραγουδιού του "Πλέκει η Βάσω το προικιό της"), «Το τραγούδι του Μωριά» ("Γεια και χαρά σας Μωραΐτες αδελφοί") και η «Χωριάτα» ("Στο χωριό παλιά γενιά μου..."), όπως και το «Ντούτσε-Ντούτσε» που ερμήνευσε ο Νίκος Γούναρης (στίχοι επίκαιροι γραμμένοι πάνω στο σκοπό του τραγουδιού του «Μάρω, Μάρω μια φορά είν' τα νιάτα») είναι δικές του συνθέσεις. Επίσης εναρμόνισε και εξέδωσε περίπου 10 δημοτικά τραγούδια.
Ο Σακελλαρίδης διετέλεσε μέλος του διοικητικού συμβουλίου της «Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων», ενώ ασχολήθηκε και με την παιδική μουσική συνθέτοντας παιδικά τραγούδια. Το 1926 υπήρξε συγχρηματοδότης (μαζί με τον αδελφό του Άρη Σακελλαρίδη) του μουσικού εκδότη Ζαχαρία Μακρή στην προσπάθειά του να ιδρύσει δική του δισκογραφική εταιρεία.
Αν και επί 50 περίπου χρόνια διασκέδασε ολόκληρες γενιές με τη δροσερότητα, το γέλιο, την αισιοδοξία και την ηρεμία που χάριζε η τέχνη του, εντούτοις έφυγε από τη ζωή πικραμένος και πάμπτωχος στις 2 Ιανουαρίου 1950 από καρκίνο του ήπατος, κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη και ετάφη στο Α' Κοιμητήριο Αθηνών. Στα τέλη της ζωής του υποχρεωνόταν να παίζει πιάνο σε λαϊκά θέατρα και στα αναψυκτήρια της εποχής για να εξασφαλίζει τον επιούσιο.
Γιος του συνθέτη είναι ο πιανίστας και συνθέτης Γιάννης Σακελλαρίδης (1932- ) που ζει στις ΗΠΑ.

Αποτίμηση του έργου του
Ο Σακελλαρίδης ήταν ταλαντούχος μουσικός, παραγωγικότατος, άρτια καταρτισμένος, ενώ παράλληλα διέθετε και καλή σκηνική πείρα. Η μουσική του, μελωδικότατη, ζωηρή, είναι άλλοτε επηρεασμένη από την αυστριακή, ή τη γαλλική οπερέτα και άλλοτε καθαρά ελληνική, στολισμένη με κάποια ανατολίτικα μοτίβα. Θα λέγαμε ότι διαπνέεται από έναν μουσικό εκλεκτισμό, αφού κατορθώνει να συνδυάσει επιτυχώς τις ετερόκλιτες μουσικές επιρροές που έχει δεχθεί. Αφομοιώνει, επίσης, στοιχεία του δημοτικού τραγουδιού, της καντάδας, της ιταλικής όπερας, του ναπολιτάνικου τραγουδιού, της τσιγγάνικης μουσικής, λαϊκότερων ειδών και ενίοτε της τζαζ (ιδίως σε οψιμότερα έργα) και καταφέρνει να δημιουργήσει ένα ιδιαίτερο προσωπικό ύφος. Υποστηρίζεται μάλιστα από μουσικολόγους πως, αν ήταν Βιεννέζος Θα είχε φθάσει τη δόξα, αν όχι του Στράους, οπωσδήποτε όμως του Λέχαρ ή του Κάλμαν. Ωστόσο δεν έλειψαν και οι επικρίσεις, σχετικά με τα ξενόφερτα στοιχεία του έργου του και τις διασκευές ή αντιγραφές ξένων τραγουδιών που έκανε στην επιθεώρηση (Παναθήναια). Τέτοιου είδους κριτικές σήμερα μοιάζουν κάπως ανεδαφικές ή ξεπερασμένες. Συνολικά συνέθεσε γύρω στα 103 έργα, συμπεριλαμβανομένων και των 80 περίπου οπερετών.
Ο Μανώλης Καλομοίρης στο 541 τεύχος του περιοδικού Νέα Εστία (Αθήναι 15 Ιανουαρίου 1950, τόμος 47) έγραφε μεταξύ άλλων με την αφορμή του θανάτου του Σακελλαρίδη: «Ένας ακόμη από τους πρωτεργάτες και θεμελιωτές της Ελληνικής μουσικής άνθησης έφυγε από ανάμεσά μας κι αφίνει ένα κενό που δύσκολα θα μπορέσωμε να το αναπληρώσωμε. Η μελωδία του χαμένου μουσουργού [...] κι αν δεν καίει κι αν δεν φλογίζει, όμως ευωδιάζει με ένα λεπτό μουσικό άρωμα γεμάτο από την Αττική φύση και την Αττική ομορφιά.[...] Αν όμως χάθηκε ο γλυκόλαλος τραγουδιστής, ο αχός της φλογέρας του μένει. Αχολογάει πάντα ολόθερμος και ζωντανός μέσα στις ψυχές και τις καρδιές μας και θα αντιλαλάει πάντα όπου Ελλάδα και Ελληνισμός σαν το θρόισμα στα κλαριά των πεύκων, όταν το δειλινό αεράκι τα αργοκινάει με το ανάλαφρο πέρασμά του, και θα μας ξεκουράζει από τον κάματο της σκληρής δουλειάς και τις πίκρες της καθημερινής ζωής».
Ο ιστορικός του θεάτρου Γιάννης Σιδέρης στο ίδιο περιοδικό έλεγε: «...Ένας συντελεστής του νέου ελληνικού πολιτισμού έσβησε. Ως τόσο έζησε μια ζωή σεμνή και στάθηκε στο θέατρο σαν ένας αξιοπρεπής και σοβαρός άνθρωπος, που εκτιμούσε την έννοια της πνευματικότητας με την ευγενική και πολιτισμένη παρουσία του, με την ευθύτητά του. Μας άφησε έναν τρόπο καλλιτεχνικού βίου αληθινά τιμημένου και άξιου για μίμηση. Ως συνθέτης έκανε στην Οπερέττα ό,τι ο Ξενόπουλος στην πρόζα...».

Η μουσικός και μουσικοκριτικός Σοφία Σπανούδη σε άρθρο της στη Νέα Εστία για τα πενήντα χρόνια της ελληνικής μουσικής δημιουργίας (Ιούλιος-Δεκέμβριος 1950, τόμος 48, σελ. 164) σημείωνε τα εξής: Ο Θεόφραστος Σακελλαρίδης υπήρξε ο πολυγραφώτερος Έλλην συνθέτης, που γνώρισε, ενώσω ζούσε, τη μεγάλη δόξα του ελαφρού λυρικού θεάτρου. Δημοφιλέστατος, ευτύχησε να ιδή το έργο του υιοθετούμενο πανηγυρικά από τον ελληνικό κόσμο. Πολύ δικαια οι θαυμασταί του τον επωνόμαζαν "Λέχαρ της Ελλάδος" για την πολύπλευρη έμπνευσή του και τη μελωδική του εφευρετικότητα. [...] Η παραγωγή του σε οπερέττες είναι πλουσιότατη, γεμάτη από μουσικό οίστρο, δροσιά, αβίαστο αίσθημα και χάρη...

Ο ίδιος ο Σακελλαρίδης σε συνέντευξή του στην εφημερίδα "Εμπρός" (Κυριακή 9 Αυγούστου 1915), ανέφερε τα ακόλουθα: «Εγώ γράφω με αθηναϊκήν έμπνευσιν. Όταν ακούωμεν μίαν οπερέττα του Λέχαρ λέγομεν: Μυρίζει Βιέννην. Εάν μεθαύριον ειπούν και περί των έργων μου ότι μυρίζουν Αθήνα, επιτρέψατέ μου να το θεωρήσω ως εκπλήρωσιν του καλλιτεχνικού μου ονείρου».



Εργογραφία
Σημαντικό μέρος του έργου του παραμένει δυσπρόσιτο στους ερευνητές επειδή οι σημαντικότεροι κληρονόμοι του βρίσκονται στις Η.Π.Α. Μικρό μόνο μέρος του έργου του βρίσκεται διασκορπισμένο στην Βιβλιοθήκη της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, στην Εθνική Βιβλιοθήκη, στη Μουσική Βιβλιοθήκη Λίλιαν Βουδούρη, στο Θεατρικό Μουσείο, στον Ε.Λ.Ι.Α. στο αρχείο της ΕΡΤ, σε ιδιωτικά αρχεία κ.α.

Όπερες

«Υμέναιος» (1903;)
«Ο Πειρατής» (1907))
«Περουζέ» (1911)
«Το στοιχειωμένο γεφύρι» (1912)
«Το κάστρο της Ωρηάς» (1917)

Οπερέτες

«Σία κι αράξαμε» (1909) ή «Θάλασσα, Θάλασσα»
«Στα Παραπήγματα» (1914) (λιμπρέτο του Νικολάου Ι. Λάσκαρη)
«Πικ-Νικ» (1915), (λιμπρέτο του Ν.Ι. Λάσκαρη, με το γνωστό βαλς «Σφίξε με»)
«Πρόθυμη χήρα» (1916) ((λιμπρέτο του Ν.Ι. Λάσκαρη)
«Δεσποινίς Τιπ-Τοπ» (1916)
«Η γκαρσονιέρα» (1917) (μονόπρακτη)
«Υπνοβάτης» (1917)
«Ο Βαφτιστικός» (1918)
«Ο Αρλεκίνος» (1919)
«Η Δαιμονισμένη» (1919)
«Θέλω να ιδώ τον Πάπα» (1920) ή «Ταξίδι του γάμου» ή «Ταξίδι του μέλιτος»
«Γλυκειά Νανά» (1921)
«Διαβολόπαιδο» (1923)
«Για να αρέσει στον άντρα της» (1922)
«Και την μία και την άλλη» (1922)
«Κόρη της καταιγίδος» (1923)
«Αγαπάτε αλλήλους» (1924)
«Δεσποινίς Σορολόπ» (1924)
«Ροζίτα» (1925)
«Μακρής, Κοντός και Σία» (1926)
«Ένας κλέφτης στον παράδεισο» (1926)
«Χαλιμά» (1926)
«Το κρυφό ρομάτζο» (1927)
«Ηρώ και Λέανδρος», (1927)
«Χριστίνα» (1928), (ανεβάστηκε από την Ε.Λ.Σ. και το 2006)
«Της μοίρας τα γραμμένα»
«Λοχαγός Λιλή» (1929)
«Σατανερί» (1930)
«Καπετάν-Τσανάκας» (1930)
«Κύριος Δήμαρχος» (1930)
«Γυναίκα Ντελίριο» (1931)
«Μελιρώ» (1931)
«Τα πέντε μπουμπούκια» (1931)
«Σημεία και Τέρατα» (1932)
«Η Λούση και τα κορόιδα της» (1932)
«Μοντέρνα Κορίτσια» (1935)
«Τσιγγάνικο αίμα» (1936)
«Συζυγικά γυμνάσια», (1936)
«Σταχτοπούτα» (1938)
«Μις Τσάρλεστον» (1927)
«Η Δακτυλογράφος» (1939)
«Ξανθές και μελαχροινές»,
«Μαρία η Πενταγιώτισσα»
«Μπέμπα» (1928)
«Για να αρέσει στον άνδρα της»
«Το εξωφρενικό σπίτι»
«Σάκρα Φαμίλια»
«Πράσινες κάλτσες»
«Αγάπη στα ξένα»
«Η αγάπη της Ρένας»
«Η γυναίκα του νομάρχη»
«Η κόρης της μαϊμούς»
«Ω Λόλα μου λευκή»
«Μασκαριλίκια»
«Μπίμπα»
«Πιφ-παφ» (1922)
«Σκρα»
«Ο Κος Σεραφείμ» (1927)
«Η Φωφώ έγινε τίμια» (1938)
«Τό' χαψε ο θείος»
«Στην παγωμένη Αλάσκα»
«Ο τραγουδιστής του καζίνου» (1934)
«Το κορίτσι του βαγκόν-λι» (1936)
«Η κόρη της αμαρτίας»
«Η μυστήρια»
«Η ξελογιάστρα»
«Κορσέδες μαντελέν»
«Ο γαμπρός μου» (1939)
«Γυναίκα κίνδυνος»
«Δικηγόρος και μπακάλης»
«Οι ξενύχτηδες»
«Λόρδος Απάχης»
«Έγκλημα στα παρασκήνια»
«Ο Πιτσίκος»
«Κορίτσια της μόδας»
«Ιωάννης ο Α΄»
«Η μάσκα της αγάπης» (1935)
«Ο Φαβορίτος»


δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/











Φρέντυ Γερμανός (5 Σεπτεμβρίου 1934 - 21 Μαΐου 1999)

 


Ο Φρέντυ Γερμανός (5 Σεπτεμβρίου 1934 - 21 Μαΐου 1999) ήταν Έλληνας δημοσιογράφος και συγγραφέας, γνωστός για τις τηλεοπτικές παραγωγές του και τα ευθυμογραφήματά του.

Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 5 Σεπτεμβρίου 1934, Με καταγωγή από την Λέσβο όπου σε ηλικία οκτώ ετών έβγαλε την πρώτη του εφημερίδα, με τίτλο Όλα για όλους την οποία κυκλοφορούσε σε είκοσι με εικοσιπέντε αντίτυπα  και στην οποία η μητέρα του έγραφε το ερωτικό διήγημα. Μεγάλωσε στα Εξάρχεια και στην Κυψέλη. Έβγαλε το Βαρβάκειο. Έγινε πλασιέ υφασμάτων και υπάλληλος λογιστηρίου. Στράφηκε στην δημοσιογραφία, κρατώντας όλα τα κείμενα και διηγήματα που έγραψε σε ηλικία 17 με 26 ετών στο συρτάρι, μέχρι το 1998, ενώ συνέχισε τις σπουδές του στην τότε Πάντειο Ανωτάτη Σχολή και στη Σχολή Δημοσιογραφίας Όλσον. Μιλούσε αγγλικά και γαλλικά και ήταν μόνιμος κάτοικος Αθηνών. 

Δημοσιογραφική δράση

Από το 1953 ως ελεύθερος ρεπόρτερ ανέλαβε πολλές δημοσιογραφικές αποστολές σε διάφορες χώρες (Αμερική, Καναδά, Ρωσία, Αφρική και Περσία) για λογαριασμό εφημερίδων και περιοδικών. Συνάντησε δεκάδες διάσημα πρόσωπα, πολιτικούς αρχηγούς, λογοτέχνες, ηθοποιούς, και τους πήρε συνέντευξη. Υπήρξε σχεδόν ο κατ' αποκλειστικότητα ρεπόρτερ που κάλυψε τον πριγκιπικό γάμο της Σοφίας και του Χουάν Κάρλος και στη συνέχεια τον βασιλικό γάμο του Κωνσταντίνου και της Άννας Μαρίας στο περιοδικό "Εικόνες". Είχε επισκεφτεί το ακρωτήριο Κανάβεραλ (σήμερα Κένεντι) το 1969 ως απεσταλμένος της "Απογευματινής" για να παρακολουθήσει το άλμα του ανθρώπου στο φεγγάρι-όντας ο μόνος Έλληνας δημοσιογράφος- και μετά από δέκα περίπου χρόνια βγήκε στις προθήκες των βιβλιοπωλείων το πρώτο του μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας (Ο Εχθρικός Πλανήτης) και είχε μεγάλη επιτυχία. Έγινε γνωστότατος ως ευθυμογράφος με πηγαίο χιούμορ, παρατηρητικότητα και πρωτότυπο ύφος. Οι σχολιασμοί του στις διάφορες συνεντεύξεις που παρουσιάστηκε ήσαν τόσο οξυδερκείς, ώστε ορισμένοι νόμιζαν πως του ήσαν γνωστές από πριν οι ερωτήσεις και είχε προετοιμάσει τις απαντήσεις. Ήταν μέλος της Ενώσεως Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών. Εργάστηκε στις εφημερίδες "Ελευθερία" 1954 - 1960, "Μεσημβρινή" 1960 - 1967, "Απογευματινή" 1968 - 1973, και "Ελευθεροτυπία" 1975 - 1990.

Συγγραφικό έργο

Σε ηλικία δεκαεννιά χρονών, το 1953 συμμετέχει στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Διηγήματος Νέων της εφημερίδας «Η Βραδυνή» και το μυθιστόρημά του Για μιαν εκδίκηση, έλαβε το δεύτερο βραβείο και χρηματικό έπαθλο πεντακοσίων δραχμών. Επίσης,το 1964 εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο Με συγχωρείτε, λάθος (επρόκειτο για ευθυμογραφήματα με σκίτσα του Κυρ) Έγραψε συνολικά 25 βιβλία, πολλά από τα οποία σημείωσαν μεγάλη επιτυχία κάνοντας τον Φρέντυ Γερμανό έναν από τους πιο πολυδιαβασμένους Έλληνες συγγραφείς του καιρού μας (έρευνα του περιοδικού «Διαβάζω»).

Ο Φρέντυ Γερμανός απεβίωσε στα 65 του χρόνια, την Παρασκευή 21 Μαΐου 1999, νικημένος σε μικρό χρονικό διάστημα από γενικευμένη κακοήθη νεοπλασία. Είχε στο πλευρό του μέχρι την τελευταία στιγμή την σύζυγό του, ηθοποιό και χορεύτρια Μαρία Ιωαννίδου και την κόρη του (από την πρώτη του σύζυγο, Εριέττα Μαυρουδή), στιχουργό και δημοσιογράφο, Ναταλία Γερμανού.

Βραβεία
Μάϊος 1953: Στα δεκαεννιά του χρόνια κέρδισε το δεύτερο βραβείο στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Διηγήματος Νέων της εφημερίδας "Η Βραδυνή" που οργάνωνε ο Μπάμπης Κλάρας.
Νοέμβριος 1968: Πήρε το πρώτο βραβείο της εφημερίδας "Απογευματινή" για τις συνεντεύξεις του, κυρίως για την περίφημη συνέντευξη με τον Σταμάτη Κόκοτα με τίτλο Γράψ' το όπως το λέω, που έγινε νούμερο στην επιθεώρηση, παρ' ολίγον αφορμή μονομαχίας και τίτλος βιβλίου που κυκλοφόρησε ο Φρέντυ Γερμανός τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους.


Βιβλία

Δεκέμβριος 1964: Με Συγχωρείτε, λάθος!, το πρώτο βιβλίο του ήταν μια επιλογή από χρονογραφήματα δημοσιευμένα σε εφημερίδες και περιοδικά, και ήταν διακοσμημένο με σκίτσα του ΚΥΡ (Γιάννη Κυριακόπουλου).
Ιανουάριος 1967: Το Δις Εξαμαρτείν, μια επιλογή από πενήντα χρονογραφήματα, πάλι με την συνεργασία του ΚΥΡ, η οποία συνεχίστηκε και σε πολλές από τις επόμενες δραστηριότητες του Φρέντυ Γερμανού, συγγραφικές ή τηλεοπτικές.
Δεκέμβριος 1968: Γράψ' το όπως το λέω, συνεντεύξεις, ευθυμογράφημα.
1970: Σκέψου πριν το αγοράσεις, ευθυμογράφημα.
1972: Ούτε Αλάτι, ούτε πιπέρι, ευθυμογράφημα.
1975: Φαπ, ευθυμογράφημα.
1978: Τζίμμυ, πάρε ένα φυστίκι, ευθυμογράφημα.
1978: Ο Εχθρικός Πλανήτης, επιστημονικής φαντασίας. Ο ίδιος ο Φρέντυ Γερμανός παραδέχτηκε ότι άρχισε να γράφει λογοτεχνία όταν έγραψε αυτό το μυθιστόρημα.
1980: Ευρω-λεξικό, ευθυμογράφημα.
1981: Πρώτη Σελίδα, ευθυμογράφημα.
1983: Περισσότερο σεξ... σε λίγο, ευθυμογράφημα.
1984: Τρελλαθήκαμε εντελώς;, ευθυμογράφημα.
1985: Σαμ, με σκίτσα του Κώστα Μητρόπουλου, επιστημονικής φαντασίας.
1985: Ακριβή μου Σοφία..., μυθιστορία, με τα ερωτικά γράμματα του Γεωργίου Παπανδρέου. Η αγάπη του για τους ανθρώπους και η αποδοχή που βρήκε αυτό το βιβλίο από το αναγνωστικό κοινό, τον έστρεψαν να υπηρετήσει ένα λογοτεχνικό είδος που παρουσίαζε τα ιστορικά και διάσημα πρόσωπα από την ευαίσθητη ανθρώπινη πλευρά τους. Έτσι η Έλλη Λαμπέτη, ο Ίων Δραγούμης, η συναρπαστική Τερέζα χωρίς επώνυμο, απέκτησαν με την χαρισματική γραφή του Φρέντυ Γερμανού ευρύτερες, μυθιστορηματικές διαστάσεις και συγκινημένους φίλους ανάμεσα στους αναγνώστες.
1986: Η Εκτέλεση, ιστορικό μυθιστόρημα, όπου περιγράφεται η εκτέλεση του Ίωνος Δραγούμη το 1920 από το τάγμα του Παύλου Γύπαρη, τον οποίο αναφέρει ως ηθικό αυτουργό της δολοφονίας, άποψη που έχει αμφισβητηθεί ιστορικά.
1990: Τα Ερωτικά της Κορσικής, μυθιστορία.
1990: Ελλάς υπό το μηδέν, ευθυμογράφημα.
1994: Γυναίκα από Βελούδο, ιστορικό μυθιστόρημα γύρω από τη ζωή της Σοφίας Τρικούπη, αδελφής του διάσημου πολιτικού, που φωτίζει τη ζωή και τη σταδιοδρομία του Χαρίλαου Τρικούπη καθώς και του πολιτικού του αντιπάλου Θεόδωρου Δηλιγιάννη.
1996: Έλλη Λαμπέτη, βιογραφία.
1997: Τερέζα, ιστορικό μυθιστόρημα.
1998: Υγρές Νύχτες, τα νεανικά διηγήματα.
2000: Το αντικείμενο: Νίκος Ζαχαριάδης, ιστορικό μυθιστόρημα για τον Νίκο Ζαχαριάδη.

Τηλεοπτικές εκπομπές

Το 1966 άρχισε να ασχολείται με την τηλεόραση ως παρουσιαστής ειδήσεων. Με δημοσιογραφική επιμέλεια συνέλεγε υλικό όταν ένα θέμα το έβρισκε συναρπαστικό, ταξιδεύοντας σε διάφορες χώρες και παίρνοντας συνεντεύξεις από αυτόπτες μάρτυρες. Οι τηλεοπτικές του δημιουργίες Αλάτι και Πιπέρι και Η Πρώτη Σελίδα είχαν γίνει παράδειγμα σωστής τηλεοπτικής εκπομπής και είχαν αγαπηθεί πολύ από τους τηλεθεατές. Δημιούργησε τις εκπομπές :
Καλειδοσκόπιο (1969) η πρώτη του εκπομπή.
Αλάτι και Πιπέρι (1970-1976)
Πορτραίτο της Πέμπτης (1977-1979)
Φλας Μπακ
Πρώτη Σελίδα (1979)
Μέρες τηλεόρασης
Ώρα της Αλήθειας
Οι εκπομπές που αγάπησα

Θεατρικά έργα


Δυό από τα τρία θεατρικά του έργα τιμήθηκαν με κρατικές διακρίσεις:
1976: Για μια χούντα δολλάρια, θεατρική επιθεώρηση.
1978: Ένα Γελαστό Απόγεμα, κρατική διάκριση.
1980: Σορπράιζ Πάρτι, κρατική διάκριση.


ΒΙΒΛΙΑ - ΕΠΙΛΟΓΗ 

ΓΥΝΑΙΚΑ ΑΠΟ ΒΕΛΟΥΔΟ 


Η ζωή της Σοφίας Τρικούπη, της «γυναίκας από βελούδο», μοιάζει με σενάριο -όπως άλλωστε συμβαίνει με τη ζωή κάθε μεγάλης ντίβας. Μεγαλωμένη στους ανθισμένους κήπους του Μπάκιγχαμ, κάτω απ' το στοργικό βλέμμα της βασίλισσας Βικτωρίας, γνώρισε πολύ νωρίς όλα τα διάσημα ονόματα του αιώνα της, τον Βίσμαρκ, τον Ντισραέλι, τον Τένισον, τον Κάιζερ, τον τσάρο Νικόλαο που ζούσε τότε στην Αγγλία. Αργότερα, στην Αθήνα του 1880, βρέθηκε ανάμεσα σε δύο αιχμηρές συμπληγάδες -την αφοσίωσή της για τον αδερφό της, τον Χαρίλαο Τρικούπη, και τον έρωτά της για τον ανελέητο αντίπαλό του, τον Θόδωρο Δεληγιάννη. Το βελούδο όμως δεν ξέφτισε. Ήταν πάντα η περήφανη ντίβα. Την πολιορκούσαν όλοι οι διάσημοι εραστές τής εποχής, από τον Γεώργιο Α' μέχρι τον Αχιλλέα Παράσχο και τον Εμμανουήλ Ροΐδη. Όμως, έμεινε πιστή ώς το τέλος της ζωής της στον μεγάλο έρωτα -«τον πικρό έρωτα» όπως συνήθιζε να λέει στα γεράματά της.
Η «Γυναίκα από βελούδο» πέρασε το 1985 κι από την ελληνική τηλεόραση, με τη μορφή του δραματοποιημένου ντοκιμαντέρ. Το σκηνοθέτησε ο ίδιος ο Φρέντυ Γερμανός, επιλέγοντας τη Νίκη Τριανταφυλλίδη για το ρόλο της Σοφίας Τρικούπη και τον Αντώνη Αντωνίου γι' αυτόν του Δεληγιάννη. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

ΑΚΡΙΒΗ ΜΟΥ ΣΟΦΙΑ..


Όλα θα πρέπει ν' άρχισαν στα 1907. Ένα χειμωνιάτικο απομεσήμερο του Δεκέμβρη, την ώρα που χωροφύλακες οδηγούσαν εφ' όπλου λόγχη στον ανακριτή έναν νεαρό ταραξία της Νομικής, με σγουρά μαλλιά και φλοτάν γραβάτα, που λεγόταν Γεώργιος Παπανδρέου. «Τον έσπρωχναν θυμωμένοι να κατέβει τα σκαλοπάτια του Πανεπιστημίου» θυμόταν η Σοφία, που θα γινόταν αργότερα γυναίκα του. Αυτός και ο συμφοιτητές είχαν αναστατώσει για κάμποσες μέρες την Αθήνα, κάνοντας τον πρωθυπουργό Θεοτόκη να χάσει τον ύπνο του. Εκείνη την ώρα η Σοφία, φοιτήτρια της Φιλολογίας, στεκόταν πλάι στο άγαλμα του Ρήγα Φεραίου, με μωβ φόρεμα και μωβ ομπρελίνο («Μου φάνηκες σαν μια πορσελάνινη κούκλα», θα της έγραφε για εκείνη την ώρα, 3 χρόνια αργότερα) και κοίταζε με ορθάνοιχτα μάτια τον κομψό δανδή που σπρωχνόταν άγρια απ' τους χωροφύλακες. Τα βλέμματα τους συναντήθηκαν. Είχαν συναντηθεί κι άλλες φορές, στους διαδρόμους του Πανεπιστημίου. Αυτή όμως θα πρέπει να 'ταν διαφορετική απ' τις άλλες. Ήταν Πέμπτη, 6 του Δεκέμβρη. Το 1907 ήταν καλή εποχή για αγάπη. Η Αθήνα ζει μια ροζ εποχή. Ο πρίγκιπας Γεώργιος, 2 χρόνια μετά τη σύγκρουσή του με το Βενιζέλο στην Κρήτη, ετοιμαζόταν να απαλύνει τα ψυχικά του τραύματα με έναν γάμο -η νύφη είναι μια απόγονος του Ναπολέοντα, η Μαρία Ρολάνδου Βοναπάρτη. Στην Πάτρα μια νεαρή ηθοποιός που λέγεται Κυβέλη Αδριανού παρουσιάζει την «Παριζιάνα» του Μπεκ. Στη Θεσσαλία σκοτώνεται ο Μαρίνος Αντύπας. Στη Μακεδονία γεννιέται ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Την ίδια ώρα, ο Γεώργιος Παπανδρέου οδηγείται απ' τους χωροφύλακες στο Φρουραρχείο της Αθήνας με τα μάτια μαγεμένα απ' την εικόνα του μεγάλου έρωτα που μπήκε στη ζωή του πριν από 5 λεπτά. Η μεγάλη περιπέτεια αρχίζει.(ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)


ΕΝΑ ΓΕΛΑΣΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ

«Ήταν ένα γελαστό απόγευμα -ή τουλάχιστον έτσι έμοιαζε εκείνη την ώρα γύρω στις 5, που η Νεφέλη και ο Αλέξης όρμησαν μέσα στο μικρό μπαρ της ανατολικής πτέρυγας του αεροδρομίου. Όρμησαν -είναι η σωστή λέξη. Εδώ και 20 λεπτά σεριάνιζαν στο αεροδρόμιο χωρίς ν' αποφασίζουν πού θ' αράξουν. Εκείνη με τα κόκκινα μακριά μαλλιά της, ξέπλεκα στους ώμους, και τα άσπρα γάντια της -παράξενο θέαμα μέσα στο αυγουστιάτικο απομεσήμερο. Εκείνος με ένα τζιν κι ένα πουκάμισο. "Νιόπαντροι;" είχε ρωτήσει η συνοδός στις Αναχωρήσεις Εξωτερικού βλέποντας τα κόκκινα τριαντάφυλλα στην αγκαλιά της Νεφέλης, κι εκείνοι είχαν κοιταχτεί γελαστά στα μάτια χωρίς ν' απαντήσουν. Πάντα τους άρεσε να κοιτάζονται γελαστά στα μάτια. Ή καμιά φορά να ξεσπάνε στα γέλια χωρίς λόγο. Το γέλιο ήταν ο ερωτικός τους κώδικας εδώ και 10 χρόνια. Το 'χαν ανακαλύψει πριν ακόμη ανακαλύψουν ο ένας τον άλλο... "Ήρθατε νωρίς", είχε πει η συνοδός κόβοντας το απόκομμα απ' το εισιτήριο της Νεφέλης. Και μετά, κοιτάζοντας τον Αλέξη: "Έχω διαβάσει όλα σας τα βιβλία" είπε. "Όλα αυτά που περάσατε... Όλα αυτά που σας έκαναν στη φυλακή...". Κοίταξε τη Νεφέλη: "Πώς τα άντεξε;". Ξανακοίταξε τον Αλέξη: "Πώς τα αντέξατε;". Αλλά ο Αλέξης είχε το γελαστό του βλέμμα πάνω στη Νεφέλη. Έσκυψε και πήρε από κάτω τη μικρή δερμάτινη βαλίτσα. Με τ' άλλο χέρι έψαξε να βρει το χέρι της. "Πάμε;" είπε. Όλα αυτά είχαν γίνει πριν από 20 λεπτά».
Το «Ένα γελαστό απόγευμα» γράφτηκε πρώτη φορά σαν θεατρικό έργο λίγο μετά τη μεταπολίτευση και πήρε το δεύτερο Κρατικό Βραβείο το 1977. Αργότερα έγινε ταινία με τον Νίκο Κούρκουλο και την Μπέττυ Λιβανού. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/








Λουτσιάνο Παβαρόττι ( 12 Οκτωβρίου 1935 - 6 Σεπτεμβρίου 2007)

 

Ο Λουτσιάνο Παβαρόττι (Ιταλικά: Luciano Pavarotti, 12 Οκτωβρίου 1935, Μόντενα - 6 Σεπτεμβρίου 2007, Μόντενα) ήταν διακεκριμένος Ιταλός τενόρος διεθνούς φήμης, ονομαστός για την δεξιοτεχνία του στους υψηλότερους φθόγγους της έκτασης του τενόρου, για την οποία είχε κερδίσει το προσωνύμιο «βασιλιάς των υψηλών ντο». Θεωρούνταν ένας από τους εκλεκτότερους τραγουδιστές του μπελ κάντο των τελευταίων χρόνων. Ακόμη και στην υψηλότερη έκταση, η φωνή του παρουσίαζε αξιοσημείωτη καθαρότητα και τονική ακρίβεια.

Γεννήθηκε στις 12 Οκτωβρίου 1935 στη Μόντενα της Ιταλίας. Ο πατέρας του ήταν αρτοποιός. Ξεκίνησε την καριέρα του ως δάσκαλος φωνητικής και, γύρω στα τέλη της δεκαετίας του '50, αποφάσισε να γίνει τραγουδιστής. Η σταδιοδρομία του άρχισε το 1961, όταν κέρδισε το διαγωνισμό Ρέτζο Εμίλια και τραγούδησε στην όπερα Πουτσίνι. Από τότε κατέκτησε το ιταλικό ακροατήριο. Το 1963 για πρώτη φορά εμφανίστηκε έξω από την Ιταλία, στο Άμστερνταμ της Ολλανδίας. Από εκεί άνοιξαν οι δρόμοι για την υπόλοιπη Ευρώπη. Το 1965 είχε πλέον εμφανιστεί σε όλη την Ευρώπη, σημειώνοντας παντού τεράστια επιτυχία, προκαλώντας πρωτοφανή ενθουσιασμό. Τραγούδησε στις μεγαλύτερες όπερες. Συνέχισε πηγαίνοντας στην Αμερική, την Αυστραλία και την Άπω Ανατολή.

Το 2004 εμφανίστηκε για τελευταία φορά σε σκηνή της όπερας, αν και συνέχισε να τραγουδάει σε συναυλίες. Η τελευταία εμφάνισή του ήταν το Φεβρουάριο του 2006 στην τελετή έναρξης των χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων του Τορίνο. Είχε τιμηθεί, μεταξύ άλλων, με πέντε βραβεία Γκράμυ.

Τα τελευταία χρόνια έπασχε από καρκίνο στο πάγκρεας. Υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση τον Ιούλιο του 2006 και στη συνέχεια αποσύρθηκε στη γενέτειρά του Μόντενα. Απεβίωσε στις 6 Σεπτεμβρίου 2007


Ντοκιμαντέρ αποκαλύπτει άγνωστες πτυχές του Λουτσιάνο Παβαρότι

Ντοκιμαντέρ με τίτλο «Pavarotti: Genius Is Forever», για τη ζωή του Λουτσιάνο Παβαρότι, που θα κυκλοφορήσει στους κινηματογράφους, αποκαλύπτει άγνωστες πτυχές της ζωής και της καλλιτεχνικής πορείας του διεθνούς φήμης Ιταλού τενόρου.

Ο σκηνοθέτης Ρον Χάουαρντ και οι εκτελεστικοί παραγωγοί της Imagine Entertainment Τζάστιν Γουίλκς και Σάρα Μπερνστάιν, βρέθηκαν στη Νέα Υόρκη για την πρεμιέρα του ντοκιμαντέρ, που περιλαμβάνει συνεντεύξεις με την πρώην σύζυγο του σούπερ σταρ τενόρου, τη χήρα του, τις ερωμένες του και τις κόρες του.

Επίσης, στην ταινία έχουν συμπεριληφθεί σπάνια βίντεο με τον σπουδαίο τενόρο να συνεργάζεται με τον αρχηγό των U2, Μπόνο, για φιλανθρωπικούς σκοπούς. Κατά τη διάρκεια, μάλιστα, του πολέμου στη Βοσνία – Ερζεγοβίνη, ο Παβαρότι και ο Μπόνο έδωσαν συναυλία και συγκέντρωσαν ανθρωπιστική βοήθεια για τα παιδιά που επλήγησαν από τις συγκρούσεις.

Το ντοκιμαντέρ από την Polygram και τη CBS Films καλύπτει την εφηβική ηλικία του Παβαρότι έως την κατάκτηση της φήμης, με τα δυνατά και μοναδικά φωνητικά του προσόντα.

Ο διάσημος καλλιτέχνης πέρασε την παιδική του ηλικία στην Ιταλία, κάνοντας μαθήματα τραγουδιού, με διδάσκοντα και τον πατέρα του, ο οποίος ήταν επίσης τενόρος. Μετά από αρκετές, μικρές παραστάσεις σε ιταλικές όπερες, ο τραγουδιστής άρχισε να πραγματοποιεί διεθνή περιοδεία και έκανε την πρώτη του εμφάνιση στις ΗΠΑ στην Όπερα του Μεγάρου του Μαϊάμι το 1965, όταν ένας καλλιτέχνης αρρώστησε και δεν είχε αντικαταστάτη.

Στο ντοκιμαντέρ μιλούν οι δύο συνεργάτες του, Πλάθιντο Ντομίνγκο και Χοσέ Καρέρας. Οι τρεις τενόροι Ντομίγκο, Καρέρας και Παβαρότι συνεργάστηκαν την περίοδο 1990- 2005 με εμφανίσεις και άλμπουμ.

Luciano Pavarotti sings "Nessun dorma" from Turandot (The Three Tenors in Concert 1994)



Pavarotti "caruso"



Luciano Pavarotti - 'O sole mio



Luciano Pavarotti - Figaro



Luciano Pavarotti - The Best of










Ακίρα Κουροσάβα ( 23 Μαρτίου 1910—6 Σεπτεμβρίου 1998 )

 

Ο Ακίρα Κουροσάβα ( 23 Μαρτίου 1910—6 Σεπτεμβρίου 1998 ) ήταν Ιάπωνας σκηνοθέτης. Επηρέασε με τις ταινίες του μιαν ολόκληρη γενιά Δυτικών σκηνοθετών, από τον Σέρτζιο Λεόνε ως τον Τζορτζ Λούκας. Υποστήριζε την Αριστερά, παρόλο που οι περισσότερες ταινίες του δεν έχουν ιδιαίτερα πολιτικό περιεχόμενο.

Ο Ακίρα Κουροσάβα είναι αναμφίβολα ο γνωστότερος στην Δύση Ιάπωνας σκηνοθέτης. Κατά την διάρκεια της ζωής του γύρισε περισσότερες από 30 ταινίες. Μερικά από αυτά τιμήθηκαν και με διεθνή βραβεία, όπως ο Χρυσός Λέων στο Φεστιβάλ της Βενετίας το 1951 για την ταινία "Rashômon", και ο Χρυσός Φοίνικας του Φεστιβάλ των Καννών του 1980 για την ταινία "Kagemusha".

Ο Ακίρα Κουροσάβα γεννήθηκε στις 23 Μαρτίου του 1910 στην Όμορι (Τόκιο), τελευταίο των οκτώ παιδιών του Ισαμού (Isamu) και της Σίμα (Shima) Κουροσάβα. Αρχικά ήθελε να γίνει ζωγράφος, αλλά δεν έγινε δεκτός στην Ακαδημία Τεχνών. Το 1936 γίνεται βοηθός του σκηνοθέτη Γιαμαμότο Κατζίρο (Yamamoto Kajirô), που δούλευε σε μια γιαπωνέζικη εταιρεία παραγωγής ταινιών. Στην εταιρεία αυτή ο Κουροσάβα γυρίζει την πρώτη του ταινία: "Σουγκάτα Σανσίρο" (Sugata Sanshiirô) (1943), μια διασκεδαστική ταινία για την ιστορία του τζούντο. Στα επόμενα χρόνια ο Κουροσάβα παράγει ταινίες πιο απλές και εμπορικές, όπως η συνέχεια του Σουγκάτα Σανσίρο (1945), οι οποίες γεννιούνται υπό τον έλεγχο της στρατιωτικής κυβέρνησης της Ιαπωνίας, που λογοκρίνει αυστηρά ολόκληρη την πνευματική δημιουργία της εποχής και ευνοεί κυρίως την παραγωγή λογοτεχνικών και κινηματογραφικών έργων με πατριωτικό περιεχόμενο. Η συνέχεια του Σουγκάτα Σανσίρο είναι, εξ αιτίας αυτής της πίεσης εκ μέρους της κυβέρνησης, μια πατριωτική ταινία που σκοπεύει να δείξει στο κοινό την υπεροχή της γιαπωνέζικης πολεμικής τέχνης (τζούντο) απέναντι σ' εκείνη των εχθρών των Ιαπώνων, των Αμερικανών (μποξ). Για τον Κουροσάβα, που συμπορευόταν με την αριστερά, η οποία στην Ιαπωνία της δεκαετίας του '20 είχε παίξει μεγάλο ρόλο κυρίως για την νέα γενιά, η εμπειρία της αντίδρασης εκ μέρους των συντηρητικών τάξεων και ομάδων της Ιαπωνίας, της έλλειψης ελευθερίας και του πολέμου υπήρξε σημαντικότατη.

Το πρώτο φιλμ

Το πρώτο φιλμ που γύρισε μετά τον πόλεμο, "Δεν λυπόμαστε την νεολαία μας" (1946), είχε σαν θέμα την ιστορία της Ιαπωνίας από την δεκαετία του '30 ως το 1946. Η ταινία βασιζόταν στην "πτώση του Τακικάβα", που έλαβε χώρο το 1933 όταν ένας καθηγητής αναγκάσθηκε από την κυβέρνηση να παραιτηθεί εξ αιτίας των πολιτικών απόψεών του, δηλαδή γιατί φαινόταν να υποστηρίζει την αριστερά και τα κινήματα των φοιτητών. Η ταινία του Κουροσάβα διηγείται την ιστορία του φοιτητή Νόγκε και της Ιούκιε, της θυγατέρας του πρύτανη του πανεπιστημίου του Κιότο. Ο Νόγκε ανήκει στο αριστερό κίνημα φοιτητών και επιδιώκει να σώσει το πανεπιστήμιο από την προσπάθεια της κυβέρνησης να εμποδίσει την ελευθερία λόγου, ώστε να ελέγχει έτσι την κοινή γνώμη. Οι φοιτητές διαμαρτύρονται και αντιστέκονται. Ενώ ο Νόγκε παλεύει, η κόρη του πρύτανη Ιούκιε ζει αγνοώντας τέτοια ζητήματα· είναι ένα κορίτσι τολμηρό, χωρίς κριτική συνείδηση για το κοινωνικό και πολιτικό καθεστώς της Ιαπωνίας. Μια ημέρα, ο Νόγκε την κατηγορεί για τη συμπεριφορά της, λέγοντας ότι ζει σ' έναν κοσμο μακριά από την πραγματικότητα. Η Ιούκιε πληγώνεται από τούτα τα λόγια, αλλά καταλαβαίνει ότι ο Νόγκε έχει δίκιο. Ο Νόγκε εν τω μεταξύ συλλαμβάνεται και φυλακίζεται, ενώ οι άλλοι φοιτητές σταματούν τις διαμαρτυρίες τους από φόβο μήπως εκδιωχθούν από το πανεπιστήμιο. Η αντίδραση, οι συντηρητικές δυνάμεις επικρατούν, οι πολίτες δεν έχουν το θάρρος να αντισταθούν στην πίεση της οικονομικής και πολιτικής ελίτ. Όταν μετά τρία χρόνια ο Νόγκε ελευθερώνεται, προσποιείται ότι παράτησε την αντίστασή του κατά της κυβέρνησης και της πολιτικής της και ιδρύει μιαν εφημερίδα, αλλά εξακολουθεί να παλεύει κατά του ιμπεριαλισμού και της δικτατορίας κρυφά, παράνομα. Η Ιούκιε, που ήδη πριν τρία χρόνια τον είχε ερωτευτεί, πηγαίνει σε αυτόν, και οι δυο αρχίζουν να ζουν μαζί. Μιαν ημέρα ο Νογκε όμως συλλαμβάνεται, αφού η δραστηριότητά του ανακαλύφθηκε, και δολοφονείται στην φυλακή από την αστυνομία. Ο Νόγκε ανακηρύσσεται "προδότης της πατρίδας". Μονο η Ιούκιε θα μείνει στο μέρος του, προσπαθώντας να ζει έτσι "ώστε να μην λυπάται τίποτε από την ζωή της". Μονο μετά τον πόλεμο, μετά τούτη την μεγάλη καταστροφή, θα αναγνωρισθεί επισήμως το μήνυμα που ο Νόγκε είχε αναγγείλει, και θα θεωρηθεί υπόδειγμα για τη νεολαία.

Η διεθνής καταξίωση

Τα επόμενα χρόνια ο Κουροσάβα γύρισε το αριστούργημα "Ο μεθυσμένος άγγελος" (1948) και την ταινία που του επέφερε διεθνή αναγνώριση και τον έκανε γνωστό στην Ευρώπη: "Ρασομόν" (1950), στο οποίο απονεμήθηκε ο "Χρυσός Λέων" στο κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Βενετίας του 1951. Η ταινία πραγματεύεται το θέμα της αλήθειας, της ανάμνησης και της πραγματικότητας. Άλλες γνωστές ταινίες του Κουροσάβα είναι οι Επτά Σαμουράι, Όνειρα, Γιοτζίμπο, Ραψωδία τον Αύγουστο, Καγκεμούσα.


Φιλμογραφία

«Μανταντάγιο» (1993), «Μια Ραψωδία Τον Αύγουστο» (1991), «Όνειρα» (1990), «Ραν» (1985), «Καγκεμούσα, ο ίσκιος του πολεμιστή» (1980), «Ουζαλά» (1975), «Η Γειτονιά Των Καταφρονεμένων» (1970), «Κοκκινογένης» (1965), «Ο Δολοφόνος Του Τόκιο» (1963), «Σαντζούρο» (1962), «Γιοζίμπο» (1961), «Οι κακοί κοιμούνται ήσυχα» (1960), «Το κρυμμένο φρούριο» (1958), «Ο υπόκοσμος» (1957), «Ο Θρόνος του Αίματος» (1957), «Οι 7 Σαμουράϊ» (1954), «Ο καταδικασμένος» (1952), «Ο ηλίθιος» (1951), «Ρασομόν» (1950), «Σκάνδαλο» (1950), «Λυσσασμένος σκύλος» (1949), «Η ήσυχη διένεξη» (1949), «Ο μεθυσμένος άγγελος» (1948), «Μία υπέροχη Κυριακή» (1947), «Οι νέοι δεν χρειάζονται λύπηση» (1946), «Αυτά κτίζουν το μέλλον» (1946), «Ο Θρύλος του Τζούντο 2» (1945), «Αυτοί που πάτησαν την ουρά της τίγρης» (1945), «Ο πιο ωραίος» (1944), «Ο Θρύλος του Τζούντο» (1943) https://tvxs.gr/



Το θρυλικό «Rashomon» του Ακίρα Κουροσάβα

Γιώργος Ρούσσος

Το αινιγματικό και διαχρονικό αριστούργημα του κορυφαίου Ιάπωνα σκηνοθέτη, Ακίρα Κουροσάβα (23 Μαρτίου του 1910 - 6 Σεπτεμβρίου του 1998), «Rashomon», αποτελεί μία κινηματογραφική ταινία - σημείο αναφοράς, για το παγκόσμιο Σινεμά, καθώς δικαίως θεωρείται ως ένα από τα καλύτερα έργα στην Ιστορία της Έβδομης Τέχνης.

«Η ταινία μου το "Rashomon" θα γινόταν έτσι ο χώρος των δοκιμών μου, ο χώρος στον οποίο θα εφάρμοζα τις ιδέες και τις επιθυμίες που μου είχαν προκύψει ύστερα από την έρευνα που έκανα την περίοδο του βωβού. Οι παράξενες αυτές παρορμήσεις της ανθρώπινης καρδιάς θα εκφράζονταν με τη βοήθεια ενός πολύ μελετημένου παιχνιδιού φωτός και σκιάς. Το "Rashomon" έγινε η πύλη της εισόδου μου στο χώρο του διεθνούς κινηματογράφου κι όμως τώρα εδώ, σαν αυτοβιογραφούμενος, μου είναι αδύνατον να περάσω από την πύλη του Rashomon και να βγω στον κόσμο της υπόλοιπης ζωής μου. Ίσως κάποτε καταφέρω να το κάνω. Ίσως όμως η αδυναμία μου αυτή να σημαίνει και την επιθυμία μου να σταματήσω κάπου εδώ. Είμαι κατασκευαστής ταινιών. Οι ταινίες είναι το μέσο με το οποίο επικοινωνώ αληθινά. Δεν υπάρχει τίποτα στον κόσμο που να λέει περισσότερα πράγματα για έναν δημιουργό, από τον ίδιο δημιούργημα του...». Ακίρα Κουροσάβα

Ένας ιερέας κι ένας ξυλοκόπος συζητάνε έντονα στο ξέφωτο της Πύλης Rashomon. Όταν ένας χωρικός πλησιάζει προκειμένου να προστατευθεί από τη βροχή και συμμετέχει στη συζήτησή τους, μαθαίνει ότι ένας σαμουράι δολοφονήθηκε, η σύζυγός του βιάστηκε και ένας τοπικός ληστής είναι ύποπτος. Λένε στον χωρικό όσα γνωρίζουν μέσα από φλας μπακ, στα οποία ο ληστής, η σύζυγος κι ο ξυλοκόπος εξιστορούν αυτά που είδαν ή αυτά που νομίζουν ότι είδαν, και στη συνέχεια ένα μέντιουμ εντοπίζει το πνεύμα του νεκρού σαμουράι.

Ενώ λοιπόν, οι ιστορίες είναι σε πλήρη ασυμφωνία, είναι απίθανο κάποιος από τους συμμετέχοντες να λέει ψέματα για προσωπικό συμφέρον, καθώς και οι τρεις τους ισχυρίζονται ότι είναι οι δολοφόνοι!

Το "Rashomon" του Ακίρα Κουροσάβα, είναι μία ταινία σταθμός για τον παγκόσμιο κινηματογράφο έχοντας γράψει ιστορία και όντας η πρώτη ιαπωνική ταινία που κυκλοφόρησε με τόσο επιτυχημένο τρόπο εκτός συνόρων, ενώ παράλληλα τιμήθηκε, τόσο με τον Χρυσό Λέοντα στη Βενετία το 1950, όσο και με το Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας.
Πέρα από τα βραβεία όμως, ο Κουροσάβα παρουσίασε εδώ έναν νέο τρόπο σύνθετης κινηματογραφικής αφήγησης. Βλέποντας μέσω flash backs, τέσσερις φορές το ίδιο γεγονός από διαφορετικές οπτικές γωνίες, ο θεατής γίνεται μάρτυρας των φόβων, των κινήτρων και των παραγόντων που ορίζουν την υποκειμενική ιστορία του καθενός από τους ήρωες μας.
Κάθε ήρωας, μπορεί τελικά να σκότωσε τον σαμουράι, μπορεί όμως και ο ίδιος να αυτοκτόνησε. Έτσι λοιπόν ο Κουροσάβα μας μιλά για την άποψη του ότι, όλοι μας σε τελική ανάλυση λέμε απλά τις υποκειμενικές μας αλήθειες.
Διαβάστε περισσότερα https://tvxs.gr/



Ran, μία ταινία του Ακίρα Κουροσάβα

“Ένα βέλος μόνο σπάει εύκολα, αλλά όχι και τα τρία μαζί.”

Ο Χιντετόρα είναι ένας παντοδύναμος φεουδάρχης, που μέσα από ασταμάτητους πολέμους έχει κατακτήσει γη και εξουσία πέρα από κάθε φαντασία. Γερασμένος πλέον αποφασίζει να παραχωρήσει την εξουσία και τα εδάφη στους τρεις γιους του, Τάρο, Τζίρο και Σαμπούρο. Ο Τάρο, που είναι ο μεγαλύτερος γιος, θα κληρονομήσει το πρώτο κάστρο και θα είναι ο αρχηγός της επικράτειας των Ιτσιμόνι, ενώ ο Τζίρο κι ο Σαμπούρο , θα λάβουν το δεύτερο και τρίτο αντίστοιχα, ώστε να υποστηρίζουν τον αδερφό τους. Ο γέρος φεουδάρχης τους λέει πως η μοναδική του επιθυμία είναι να τον φιλοξενούν διαδοχικά στα κάστρα που τους παραχώρησε, όμως ο Σαμπούροείναι αντίθετος με την απόφαση του πατέρα του και του διδάσκει πως ακόμα και τρία βέλη μπορούν να σπάσουν με τον κατάλληλο τρόπο.

Ο Χιντετόρα θα θεωρήσει τον Σαμπούρο ασεβή και θα τον εξορίσει μαζί με τον Τάνγκο, έναν από τους πιο πιστούς στρατιώτες του. Πιστεύοντας ότι οι άλλοι δύο γιοί του είναι πιστοί σε αυτόν, πηγαίνει να φιλοξενηθεί στα κάστρα τους. Ωστόσο, δεν αργεί να καταλάβει το μεγάλο λάθος που έκανε.

CASTING

Ο ρόλος του Χιντετόρα, του γέρου φεουδάρχη, ερμηνεύεται από τον Τατσούγια Νακαντάι, ο οποίος είχε αναλάβει διάφορους δευτερεύοντες ρόλους σε παλιότερες ταινίες του Κουροσάβα. Προσωπικά θεωρώ την ερμηνεία του απίστευτη. Βλέποντας τον Χιντετόρα του Ran είναι σαν να κοιτάς από ένα ανοιχτό παράθυρο την ίδια την τρέλα. Το πρόσωπό του είναι γεμάτο συναισθήματα, που μεταφέρονται και γαντζώνονται χωρίς πολύ προσπάθεια βαθιά μέσα σου.

Τους ρόλους των τριών αδερφών, Τάρο, Τζίρο και Σαμπούρο, ερμηνεύουν αντίστοιχα οι Ακίρα Τεράο, Τζινπάτσι Νέζου και Νταϊσούκε Ριού. Οι δύο τελευταίοι είχαν αναλάβει ρόλους και στο Kagemusha, την ταινία που σκηνοθέτησε ο Κουροσάβα σαν πρόβα για το Ran.

Επίσης εκπληκτική είναι η ερμηνεία της Μίεκο Χάραντα ως Λαίδη Καέντε και γυναίκα του άρχοντα Τάρο. Είναι αναμφίβολα ένας από τους πιο δολοπλόκους χαρακτήρες του κινηματογράφου.
Από το casting δεν λείπουν οι Μασαγιούκι Γιούι (Τάγκο) και Χισάσι Ιγκάβα (Κουρογκάνε), δύο βετεράνοι ηθοποιοί του Κουροσάβα (Dreams, Madadayo).
Τέλος αξίζει να αναφερθεί ότι, για τις ανάγκες της ταινίας, ο Κουροσάβα προσέλαβε 1400 extras (επιπλέον ηθοποιούς, κομπάρσους).








"Γύρισες" Τραγούδι της Όλγας Κουτσώνου σε Στίχους της Πολυξένης Ζαρκαδούλα και Σύνθεση του Βασίλη Φαγογένη

 

Βίντεο : Βασίλης Φαγογένης

συνθέτης: Βασίλης Φαγογένης στιχουργός: Πολυξένη Ζαρκαδούλα πρώτη εκτέλεση: Όλγα Κουτσώνου Ενορχήστρωση: Βασίλης Φαγογένης Mixing/Matering/Production: Βασίλης Φαγογένης ©2021 στίχοι: Γύρισες σαν την Άνοιξη πριν ακόμα να χαράξει. κάθε βράδυ μέχρι να γυρίσεις συναντώ τις ίδιες αναμνήσεις. [Γύρισες πάλι σαν τον κλέφτη όπως ένα αστέρι πέφτει. Το ίδιο σκηνικό επαναλαμβάνεται και το κορμί μου στο χάδι σου χάνεται.] Στο ράδιο η ίδια μουσική και τα χείλη σου γλυκό κρασί. Στο ράδιο γνώριμοι ήχοι χάδι απαλό οι στίχοι. [ρεφρέν] Και στο τέλος πάλι η ίδια σκηνή γεμίζει το δωμάτιο ηδονή. κι έρχεται η ευλογημένη στιγμή δύο σώματα γίνονται μια ψυχή. [ρεφρέν]







Μάργκαρετ Μίτσελ - Margaret Munnerlyn Mitchell ( 8 Νοεμβρίου 1900 - 16 Αυγούστου1949 )

 

Η Μάργκαρετ Μίτσελ (Margaret Munnerlyn Mitchell, 8 Νοεμβρίου 1900 - 16 Αυγούστου1949) ήταν Αμερικανίδα συγγραφέας και δημοσιογράφος.
Έγινε διάσημη σε όλο τον κόσμο με το βιβλίο της Όσα παίρνει ο άνεμος (βιβλίο) που εκδόθηκε το 1936. Το βιβλίο κέρδισε το Εθνικό βραβείο Βιβλίου της Αμερικής το έτος 1936 καθώς και το βραβείο Πούλιτζερ για μυθιστορήματα του 1937.
Το βιβλίο μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο το 1939 με τον ίδιο τίτλο Όσα Παίρνει ο Άνεμος (ταινία) και με πρωταγωνιστές την Βίβιαν Λη και τον Κλαρκ Γκέιμπλ και έγινε μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του αμερικανικού κινηματογράφου.
Μόλις το 1996 κυκλοφόρησε η και νουβέλα που είχε γράψει στα νεανικά της χρόνια, το Lost Laysen, καθώς και μια συλλογή με τα άρθρα που είχε γράψει κατά τη διάρκεια της τετράχρονης σταδιοδρομίας της ως δημοσιογράφου στην εφημερίδα The Atlanta Journal.
Πέθανε στις 16 Αυγούστου 1949 σε τροχαίο ατύχημα στην Ατλάντα.
Η Μάργκαρετ Μίτσελ, γεννήθηκε στις 8 Νοεμβρίου του 1900 σε μια εύπορη οικογένεια σκωτο-ιρλανδικής καταγωγής στην Ατλάντα, της Τζόρτζια των ΗΠΑ. Ο πατέρας της ήταν δικηγόρος και η μητέρα της, μια δραστήρια γυναίκα πάλευε για τα δικαιώματα των γυναικών της εποχής ενταγμένη στο κίνημα που έμεινε γνωστό με την ονομασία Σουφραζέτες.
Από μικρή, η Μίτσελ μαγεύτηκε από την ανάγνωση βιβλίων. τα οποία με τη σειρά τους τροφοδότησαν την ήδη αναπτυγμένη παιδική και εφηβική φαντασία της, με αποτέλεσμα απο την ηλικία των 11 ετών να ξεκινήσει να γράφει μικρές ιστορίες περιτειώδους χαρακτήρα και παραμύθια. Το 1916 εξάλλου, σε ηλικία 16 ετών, έγραψε και τη νουβέλα Lost Laysen ,η οποία εκδόθηκε μόλις το 1996.
Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε σε ιδιωτικό σχολείο της Ατλάντα και αργότερα συνέχισε τις σπουδές της στο κολλέγιο Σμιθ της Μασσαχουσέτης που τότε θεωρούνταν το καλύτερο κολλέγιο στην Αμερική για κορίτσια. Ο θάνατος της μητέρας της, όμως στις αρχές του 1919, την ανάγκασε να αφήσει το κολλέγιο, να γυρίσει πίσω στην Ατλάντα και να αναλάβει το νοικοκυριό.
Τον Σεπτέμβρη του 1922 παντρεύεται τον Ρεντ Απσooυ, έναν μάλλον αποτυχημένο νεαρό αλκοολικό και ο δυστυχισμένος γάμος της θα λήξει δυο μήνες αργότερα, ενώ το διαζύγιο θα βγει επίσημα το 1924. Τον Ιούλιο του 1925 η Μίτσελ θα κάνει τον δεύτερο και τελευταίο γάμο της με τον παλιό της φίλο Τζων Μάρς.
Το 1922 εξάλλου άρχισε να συνεργάζεται με την τοπική εφημερίδα The Atlanta Journal sunday magazine, κυρίως για βιοποριστικούς λόγους. Η δημοσιογραφική της καριέρα θα τελειώσει το 1926 όταν θα προτιμήσει να αφοσιωθεί στο ρόλο της νοικοκυράς αλλά και να ξεκινήσει τη συγγραφή του βιβλίου της, Όσα παίρνει ο άνεμος. Στο βιβλίο θα αφιερώσει τα επόμενα τρία χρόνια της ζωής της.
Όταν ξέσπασε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, η Μίτσελ έγινε εθελόντρια του αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού. Επίσης βοηθούσε στη συγκέντρωση χρημάτων με την πώληση ομολόγων του πολέμου, έγραφε γράμματα σε στρατιώτες, και επισκεπτόταν ασθενείς σε νοσοκομεία.
Η Μίτσελ ήταν μαζί με τον σύζυγό της το απόγευμα της 11ης Αυγούστου του 1949 και βάδιζαν για τον κινηματογράφο όταν ένας μεθυσμένος ταξιτζής, που εκείνη την ώρα οδηγούσε το προσωπικό του αυτοκίνητο, την χτύπησε σοβαρά. Δεν ανέκτησε τις αισθήσεις της ποτέ και πέντε μέρες μετά – στις 16 Αυγούστου - πέθανε στο νοσοκομείο.


Εξώφυλλο πρώτης έκδοσης.

Όσα παίρνει ο άνεμος (μυθιστόρημα)

Το Όσα παίρνει ο άνεμος (πρωτότυπος τίτλος: Gone with the Wind) είναι ένα ιστορικό - ρομαντικό, μυθιστόρημα της Μάργκαρετ Μίτσελ, που εκδόθηκε πρώτη φορά το 1936. Η ιστορία εκτυλίσσεται στην κομητεία Κλέιτον της Τζόρτζια και έχει επίκεντρο τη Σκάρλετ Ο'Χάρα, μία κακομαθημένη κόρη ενός γαιοκτήμονα, αλλά και τις προσωπικές της σχέσεις, ενόσω ταυτόχρονα μαίνεται ο Αμερικανικός Εμφύλιος Πόλεμος. Το ιστορικό, πλέον, μυθιστόρημα, έχει και θέματα ενηλικίωσης, ενώ τον τίτλο του τον πήρε από ένα ποίημα του Έρνετ Ντόουσον.
Το βιβλίο έως και σήμερα είναι ένα από τα αγαπημένα αναγνώσματα των ΗΠΑ, αφού έως και το 2014, βρισκόταν μονάχα πίσω από τη Βίβλο. Αλλά και κατά την περίοδο που κυκλοφόρησε έλαβε μεγάλη επιτυχία, καθώς το 1937 ήταν ήδη best-seller στις ΗΠΑ. Έως τώρα έχει πουλήσει 30 εκατομμύρια αντίτυπα.
Η Μίτσελ, το 1937, κέρδισε και το βραβείο Πούλιτζερ,για τον εν λόγω βιβλίο της, ενώ το 1939, διασκευάστηκε από τον Σίντνεϊ Χάουαρντ για την ομώνυμη ταινία, η οποία κι αυτή θεωρείται μία από τις κλασσικότερες του παγκόσμιου κινηματογράφου.Το Όσα παίρνει ο άνεμος ήταν το μοναδικό βιβλίο, που εκδόθηκε όσο ζούσε η Μίτσελ.
Η Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου το έχει κατατάξει ανάμεσα στα βιβλία που έχουν παίξει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της ζωής των Αμερικανών.

Υπόθεση

Το βιβλίο ακολουθεί τη ζωή της πρωταγωνίστριας, Σκάρλετ Ο’Χάρα, κόρη ενός Ιρλανδού ιδιοκτήτη της Τάρα, μιας φυτείας βαμβακιού στη Τζόρτζια του αμερικανικού Νότου, τα χρόνια κατά τη διάρκεια και μετά τον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο.
Ένα απόγευμα του 1861, παραμονές του Πολέμου, η δεκαεξάχρονη Σκάρλετ μαθαίνει ότι ο κρυφός εφηβικός της έρωτας Άσλεϊ Ουίλκς σκοπεύει να παντρευτεί την ξαδέλφη του, Μέλανι Χάμιλτον, γεγονός που θα ανακοινωθεί την επόμενη ημέρα στο μπάρμπεκιου που θα διοργανωθεί στις Δώδεκα Βελανιδιές, την οικία των Ουίλκς.
Αποφασισμένη να κερδίσει την καρδιά του Άσλεϊ, η Σκάρλετ καταφέρνει να τον απομονώσει κατά τη διάρκεια του μπάρμπεκιου και να του ανακοινώσει τον έρωτα της για αυτόν, περιστατικό στο οποίο βρέθηκε τυχαία μάρτυρας ο Ρετ Μπάτλερ, ένας πλούσιος καλεσμένος με ιδιαίτερα άσχημη φήμη. Ο Ρετ κάνει γνωστή την παρουσία του μόνο μετά την απόρριψη της Σκάρλετ από τον Άσλεϊ και την αποχώρησή του από το δωμάτιο, γεγονός που εκνευρίζει τη νεαρή κοπέλα και τη φέρνει σε σύγκρουση με τον Ρετ.
Απογοητευμένη και πληγωμένη, η Σκάρλετ αποφασίζει να δεχτεί την πρόταση γάμου του αδελφού της Μέλανι, Τσαρλς Χάμιλτον, ενώ την ίδια μέρα ξεκινάει και ο Πόλεμος. Η Σκάρλετ, μόλις 2 μήνες μετά τον γάμο της μένει χήρα και 7 μήνες μετά αποκτά τον γιο της, Γουέιντ Χάμπτον Χάμιλτον.
Κουρασμένη από τη μητρότητα και τη στατική ζωή στην εξοχή, η Σκάρλετ, μετά από προτροπή της μητέρας της, μετακομίζει στην Ατλάντα μαζί με τη Μέλανι και τη Θεία Πίτιπατ, που ουσιαστικά μεγάλωσε τη Μέλανι και τον Τσαρλς. Μαζί της στην Ατλάντα παίρνει μόνο τον γιο της και την Πάνσι, τη μαύρη σκλάβα που διατελεί τον ρόλο της καμαριέρας της.
Η Σκάρλετ σοκάρει με τη συμπεριφορά της τη συντηρητική κοινωνία της Ατλάντα, ειδικά μετά την απόφασή της να παραστεί στη χοροεσπερίδα που συμβαίνει για την ενίσχυση του αγώνα της Ομοσπονδίας, παρά το γεγονός ότι χήρεψε πρόσφατα. Στη συγκεκριμένη χοροεσπερίδα, ο Ρετ, που έχει καταφέρει μέσα σε αυτό το διάστημα να αποκτήσει φήμη και περισσότερα χρήματα με τη συμμετοχή του στον πόλεμο, προσφέρει στον αγώνα 150 δολάρια σε χρυσό για έναν χορό με τη Σκάρλετ. Αυτή προκαλεί ακόμα περισσότερη την οργή της κλειστή κοινωνίας, όταν δέχεται την προσφορά του.
Σιγά σιγά, και με την παρότρυνση του Ρετ, η Σκάρλετ ξεπερνά τους ενδοιασμούς της και αρχίζει να πραγματοποιεί την προσωπική της επανάσταση ενάντια στους κοινωνικούς περιορισμούς της εποχής.
Τα Χριστούγεννα του 1863, ο Άσλεϊ επιστρέφει με άδεια από τον στρατό και η Μέλανι μένει έγκυος στο πρώτο τους παιδί. Τους επόμενους μήνες η κατάσταση δυσχεραίνει για τον Νότο, με αποτέλεσμα πολύς κόσμος να εγκαταλείπει την Ατλάντα. Η Σκάρλετ μένει πίσω για το χατίρι της αδύναμης, εγκύου Μέλανι.
Ο γιος της Μέλανι, Μπο, γεννιέται τον Σεπτέμβριο του 1864, ενώ ο στρατός των Γιάνκηδων βρίσκεται στις πύλες της Ατλάντα. Η Σκάρλετ ζητά τη βοήθεια του Ρετ για να εγκαταλείψει την πόλη πριν την είσοδό τους σε αυτή. Αφού ο Ρετ τους οδηγήσει στον δρόμο για την Τάρα, τους εγκαταλείπει για να καταταγεί στον στρατό, αφού πρώτα εξομολογηθεί την αγάπη του στην Σκάρλετ.
Η Σκάρλετ, με πολύ προσωπικό κόπο, καταφέρνει να φτάσει στην Τάρα, όπου ανακαλύπτει ότι όλοι οι υπηρέτες τους, πέρα από κάποιους ιδιαίτερα πιστούς, τους έχουν εγκαταλείψει, οι αδελφές της είναι άρρωστες από τύφο, η μητέρα της έχει πεθάνει από την ίδια αρρώστια και ο πατέρας της έχει χάσει τα μυαλά του. Αναγκάζεται, λοιπόν, να αναλάβει τη διοίκηση της φυτείας, φτάνοντας μέχρι και στον φόνο για να διασώσει την πατρογονική της περιουσία.
Ο πόλεμος τελειώνει και οι στρατιώτες –ανάμεσά τους και ο Άσλεϊ- επιστρέφουν σπίτια τους, ενώ στην Τάρα επιβάλλεται φόρος ύψους 300 δολαρίων. Η Σκάρλετ, μη ξέροντας τι να κάνει, στρέφεται προς τον Ρετ, ο οποίος βρίσκεται στις φυλακές της Ατλάντας, καθώς η κυβέρνηση υποψιάζεται πως έχει καταχραστεί μέρος του χρυσού της Ομοσπονδίας. Χρησιμοποιώντας αθέμιτα μέσα και φτάνοντας μέχρι και το σημείο να του προσφέρει να γίνει η ερωμένη του, η Σκάρλετ δεν καταφέρνει τελικά να επιτύχει τον σκοπό της.
Ηττημένη αποφασίζει να παντρευτεί τον Φρανκ Κένεντι, έναν άνδρα αρκετά μεγαλύτερό της και παραλίγο αρραβωνιαστικό της μικρής της αδελφής, Σουέλεν, ο οποίος ωστόσο έχει την απαραίτητη οικονομική δυνατότητα. Η Σκάρλετ αναλαμβάνει τη διαχείριση του μαγαζιού του Φρανκ στην Ατλάντα, ενώ τον πιέζει να αγοράσουν και δύο μύλους, γεγονός που δυσαρεστεί και τον Φρανκ και την κοινωνία της Ατλάντα.
Ενώ η Σκάρλετ είναι έγκυος στην κόρη του ζευγαριού, Έλα Κένεντι, ο πατέρας της πεθαίνει και οι Ουίλκς μετακομίζουν από την Τάρα στην Ατλάντα, με τον Άσλεϊ να αναλαμβάνει τη διαχείριση από έναν από τους δύο μύλους.
Μια μέρα, κατά την επιστροφή της από τους μύλους, η Σκάρλετ δέχεται επίθεση από δύο άνδρες. Στην προσπάθειά του να εκδικηθεί την ατίμωση της γυναίκας του ο Φρανκ πεθαίνει. Την ημέρα της κηδείας του, ο Ρετ προτείνει στην Σκάρλετ να παντρευτούν αν και του ξεκαθαρίζει ότι αγαπάει άλλον, κάτι που συμβαίνει έναν χρόνο αργότερα, προκαλώντας τον φθόνο και το κουτσομπολιό της πόλης.
Μετά από το γαμήλιο ταξίδι στη Νέα Ορλεάνη, το ζεύγος τακτοποιείται στο νέου του σπίτι, όπου γεννιέται και η κόρης του Ευγενία Βικτώρια, με το ψευδώνυμο Μπόνι Μπλου. Μετά από μια συζήτησή της με τον Άσλεϊ, η Σκάρλετ αποφασίζει να κάνει πίσω στο δικό της μέρος της προγαμιαίας συμφωνίας και να κόψει τις συζυγικές της σχέσεις με τον Ρετ, γεγονός που τον εξοργίζει και τον οδηγεί να στρέψει όλη του την προσοχή στην Μπόνι.
Χρόνια αργότερα, ένα τυχαίο περιστατικό είχε ως αποτέλεσμα να κυκλοφορήσουν φήμες για εξωσυζυγική σχέση της Σκάρλετ με τον Άσλεϊ, φήμες που η Μέλανι αρνείται να δεχτεί αλλά εξοργίζουν τον Ρετ. Το βράδυ εκείνο επιστρέφει μεθυσμένος στο σπίτι και παραδέχεται ότι θα μπορούσαν να είναι ιδιαίτερα ευτυχισμένοι οι δυο τους αφού την αγαπάει και την καταλαβαίνει. Η συνέχεια είναι αμφιλεγόμενη, καθώς δεν γίνεται ξεκάθαρα σαφές αν ο Ρετ τη βιάζει ή κάνουν έρωτα συναινετικά.
Την επόμενη μέρα ο Ρετ φεύγει με την Μπόνι, ενώ η Σκάρλετ, κατά τη διάρκεια της απουσίας του, συνειδητοποιεί ότι της λείπει και ότι είναι έγκυος. Μετά από μια τρίμηνη απουσία, πατέρας και κόρη επιστρέφουν. Στην ανακοίνωση της εγκυμοσύνης της Σκάρλετ, ο Ρετ παραμένει σκληρός και υπαινίσσεται ότι το παιδί μπορεί να μην είναι δικό του. Αυτή εξοργισμένη προσπαθεί να του επιτεθεί και πέφτει από τις σκάλες, αποβάλλοντας τελικά.
Η σχέση ανάμεσα στους δύο συζύγους διαλύεται σιγά σιγά, γεγονός που γίνεται ακόμα πιο έντονο μετά τον θάνατο της Μπόνι σε ένα ατύχημα με το πόνυ που της είχε αγοράσει ο πατέρας της. Η Σκάρλετ κατηγορεί τον Ρετ για τον θάνατο της κόρης της, ενώ αυτός πέφτει σε κατάθλιψη.
Το τελειωτικό χτύπημα έρχεται όταν γίνεται γνωστό πως η Μέλανι, η μοναδική πραγματική φίλη και σύμμαχος της Σκάρλετ όλα αυτά τα χρόνια, αποβάλλει και βρίσκεται στα πρόθυρα του θανάτου της. Στο νεκροκρέβατό της κάνει την Σκάρλετ να συνειδητοποιήσει ότι δεν αγαπά πραγματικά τον Άσλεϊ, μα τον Ρετ.
Ενθουσιασμένη από την αποκάλυψη, επιστρέφει σπίτι για να του ανακοινώσει την επιφοίτησή της, τον βρίσκει όμως έτοιμο να την εγκαταλείψει, ζητώντας της μάλιστα διαζύγιο. Στη συζήτηση που ακολουθεί ο Ρετ και η Σκάρλετ είναι για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια του γάμου τους ξεκάθαροι και ειλικρινείς ο ένας απέναντι στον άλλον. Η Σκάρλετ του ζητά να μείνει και σταθεί δίπλα της, εκείνος όμως φεύγει, απαντώντας της ότι δεν μου καίγεται καρφί, αναφορικά με την πορεία της μετέπειτα ζωής της.

Στις τελευταίες στιγμές του βιβλίου, η Σκάρλετ μένει μόνη της και προσπαθεί να συνειδητοποιήσει όλα όσα έχουν συμβεί. Αποφασίζει να επιστρέψει στην Τάρα, τον τόπο από όπου έπαιρνε πάντα τη δύναμή της, και να πάρει εκεί τις αποφάσεις της, αφού, όπως χαρακτηριστικά αναφωνεί, «Αύριο είναι μια άλλη μέρα».https://el.wikipedia.org/

δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/









ΡΟΓΗΡΟΣ ΔΕΞΤΕΡ - ΔΥΟ ΣΧΕΔΙΕΣ ( "De Nocte Et De Poesi" & "Η αγάπη είναι πιο κρύα από το θάνατο "


De Nocte Et De Poesi 

                  II

• για εκείνη τη μικρή
Πόρνη που σνίφαρε κάθε λίγο
Κόκα στην τουαλέτα - ίσως ανήλικη
Ποιος ξέρει
Και ποιος σκοτιζόταν πάνω σε τόσο ποτό -
Ήθελε να με ξεδοντιάσει
Με τη σιδερογροθιά του ο μπουμπουνοκέφαλος•
Κανονικά θά 'πρεπε να πω
Να μου την ανάψει στο δόξα πατρί
Ή να με ξεκοιλιάσει με την πεταλούδα
Αλλά πού κότσια και πού καρδιά
Για τέτοια• μού την έχωσε όμως
Γερά στο σαγόνι και ύστερα στα μαλακά
Και με σώριασε χάμω σα σακί
Βλαστημώντας και φτύνοντας πάνω μου
Ενώ διπλωνόμουν στα δύο• μετά
Με πάτησε δυο φορές
Δυνατά στο χέρι μέχρι που ούρλιαξα•
Έκανα μέρες να συνέλθω
Και όλο κοιταζόμουν
Νιώθοντας φρίκη στον καθρέφτη• τώρα αν
Κάποιοι από εσάς
Θα περίμεναν εδώ να διαβάσουν
Ποίηση ή κάτι παρόμοιο
Από τα λόγια τα ωραία των δαφνοστεφανωμένων
Που απαγγέλλουν με στόμφο
Κάθε υπέροχο στίχο τους
Ας ξεφυλλίσουν τον κατάλογο
Των Κρατικών Βραβείων• εδώ
Δεν έχει ποιήματα γιατί
Η αληθινή ζωή
- Με το συμπάθιο -
Είναι ένα βαθύ ποτάμι από σκατά
Όπου χρόνια βουτάω δίχως
Να ξέρω κολύμπι•

 ◇


                                     
"Η αγάπη
είναι πιο κρύα
από το θάνατο"

II

Pseudo-Blues

[ prose song "written on a toilet roll" ]


• παλιός συμμαθητής ο Χ.
Και πίσω στον σχολικό χωρόχρονο
Αγριεμένο νιάτο• έτσι σχωρέθηκε λοιπόν
Κάνοντας ταρζανιές
Στο χωματόδρομο με το κροσάκι
Κάνα δυο στάδια από κει
Όπου ριζολογούσε τα κηπευτικά η μάνα του
Και ο κύρης του - όπως το συνηθίζει ακόμη -
Προγκούσε τα ζα του στη βοσκή
Φωνάζοντας• πάει καιρός
Που θάφτηκε ψηλά στο λόφο
Στο κοιμητήρι τού Αγίου Κωνσταντίνου
Με τους θάμνους και τα κυπαρίσσια
Να θροΐζουν αλλόκοτα
Την ώρα τής ταφής• κι ένα σκυλί
Να ουρλιάζει λυσσασμένα από μακριά και ήταν
Σα να ξεσπούσε
Όλο το θαλασσάκι - πέρα στα βράχια -
Μες στο κεφάλι μου• " τί
Χολοσκάς, βρε άμοιρε;
"• με ρώτησε μια δόση
Χαμογελώντας πικρά
Σ' ένα τραπέζι σουρωμένος ο πατέρας του
Κάτω από το πλατάνι
Στη δροσιά του• " σήμερα, αύριο " είπε
" Θα γίνουμε κι εμείς
Τροφή για τα σκουλήκια
"• (και
Ούτε καν τα λόγια που είπαμε
Ή γράψαμε σ' ένα χαρτί
Δε θ' απομείνουν
Για να θυμίζουν ότι υπήρξαμε)•

Ρογήρος Δέξτερ


Φωτογραφίες - Misha Gordin photography