Ο Θεόφραστος Σακελλαρίδης (Αθήνα 1883-Αθήνα 1950) υπήρξε δημοφιλής Έλληνας μουσικοσυνθέτης, αρχιμουσικός και ένας από του πρωτεργάτες της Ελληνικής Οπερέτας, με καταγωγή από το Λιτόχωρο της Μακεδονίας.
Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 7 Σεπτεμβρίου του 1883 (ορισμένες πηγές αναφέρουν το 1882). Τα πρώτα μαθήματα μουσικής πήρε από τον πατέρα του Ιωάννη Σακελλαρίδη(1853-1938), διαπρεπή μουσικοδιδάσκαλο, μεταρρυθμιστή της βυζαντινής μουσικής, ιεροψάλτη, φιλόλογο και μελουργό. Η μητέρα του καταγόταν από την Ύδρα.
Σπούδασε στην Αθήνα, τη Γερμανία και την Ιταλία. Στα τέλη του 1902 έδωσε μαζί με τον πατέρα και τον αδελφό του Άρη, που ήταν βαρύτονος, επιτυχημένες συναυλίες με δικές του συνθέσεις και εναρμονισμένα ελληνικά δημοτικά τραγούδια στο Βασιλικό Ωδείο του Μονάχου και στο μέγαρο της βαρώνης Αμελίας φον Πέρφαλλ (κόρης του Γουσταύου Κλάους), ενώπιον πληθώρας πριγκίπων και αριστοκρατών (εφημερίδα "Σκριπ" 1/12/1902). Στην εφημερίδα Σκριπ διαβάζουμε:«Εκείνο το οποίον δέον να τονισθή ενταύθα, είναι η εμφάνισις του νεαρού, μόλις εικοσαετούς και συμπαθούς υιού του κ. Σακελλαρίδου, Θεοφράστου Σακελλαρίδου, όστις τους πάντας εξέπληξε παρασχών δείγματα συνθετικής ιδιοφυΐας, ουχί της τυχούσης, και διευθύνας ορχήστραν εξ 60 οργάνων με ικανότητα και ακρίβειαν ήτις ενεποίησεν εις τους φίλους μας Γερμανούς ευχάριστον εντύπωσιν».
Λέγεται ότι η οικογένεια Σακελλαρίδη πριν επιστρέψει έδωσε συναυλίες στην Ιταλία και την Αίγυπτο.
Στα 1903, έγραψε την πρώτη του όπερα «Ο Υμέναιος» σε κείμενο του Ιωάννη Φραγκιά. Η εφημερίδα "Σκριπ" (10/12/1903) αναφέρει πως «η σκηνή του μελοδραματικού ειδυλλίου συμβαίνει εις την Ελευσίνα κατά την μυθολογικήν εποχήν της Ελλάδος».
Γύρω στο 1904 φαίνεται πως είχε ήδη συνθέσει τη σκηνική όρχηση (μπαλέτο) «Υπό τον ουρανόν της Ελλάδος». Την ίδια χρονιά συνέθεσε και τη μουσική για τις «Εκκλησιάζουσες» του Αριστοφάνη (σε μετάφραση του Πολύβιου Δημητρακόπουλου) που παρουσιάστηκαν στη Νέα Σκηνή του Κ. Χρηστομάνου. Επίσης, από το 1907 έως 1913, διασκεύαζε ξένη μουσική για τις επιθεωρήσεις «Τα Παναθήναια».
Μεγάλη επιτυχία γνώρισε η όπερα «Περουζέ» (σε λιμπρέτο του Γ. Τσοκόπουλου), που πρωτοπαίχτηκε στις 9 Αυγούστου 1911 στο θέατρο Ολύμπια (Εθνική Λυρική Σκηνή) με μαέστρο τον Στέφανο Βαλτετσιώτη και πρωταγωνιστές τη μεσόφωνο Ρεβέκα στο ρόλο της τσιγγάνας Περουζέ, τον τενόρο Νίκο Μωραΐτη, και τον μπάσο Μιχάλη Βλαχόπουλο. Οι παραστάσεις συνεχίστηκαν για δύο χρόνια. Από το συγκεκριμένο έργο προέρχεται η γνωστή άρια «Νεράιδα του γιαλού» και το ντουέτο «Πιο θερμά». Τον «Υμέναιο» (1903), ακολούθησαν οι όπερες ο «Πειρατής» (1907), βασισμένη στο βραβευμένο στο Βουτσιναίο Διαγωνισμό έμμετρο θεατρικό έργο του Πολύβιου Δημητρακόπουλου «Ο Κουρσάρος», το «Στοιχειωμένο Γεφύρι» (1912) και το «Καστρο της Ωρηάς» (1917) σε λιμπρέτα Γεωργίου Τσοκόπουλου.
Το 1908, μετά το ιστορικό ανέβασμα της οπερέτας "Μαμζέλ Νιτούς" του Ερβέ στην Αθήνα υπό τη δική του διδασκαλία και διεύθυνση ορχήστρας, γράφει την πρώτη ελληνική οπερέτα το «Σία κι αράξαμε» (σε λιμπρέτο Πολύβιου Δημητρακόπουλου & Στέφανου Γρανίτσα) που ανεβάστηκε στις 8/5/1909 (βλ. "Εφημερίδα Σκριπ" 22/4/1909 σελ. 1 και 9/5/1909 σελ. 3).
Από το 1914, που παρουσιάστηκε η οπερέτα «Στα Παραπήγματα», (η πρώτη του μεγάλη επιτυχία στην οπερέτα), γράφει ως το θάνατό του γύρω στις 80 οπερέτες (ή και μουσικές κωμωδίες) κυρίως τρίπρακτες, πολλές σε δικό του λιμπρέτο.
Εξαιρετική επιτυχία σημείωσε «Ο Βαφτιστικός», ο οποίος εξακολουθεί να παίζεται τακτικά μέχρι και σήμερα. Πρωτοανέβηκε στις 18 Ιουλίου 1918 από τον θίασο Παπαϊωάννου και θεωρείται μαζί με τους «Απάχηδες των Αθηνών» του Νίκου Χατζηαποστόλου, ως μία από τις πιο κοσμαγάπητες ελληνικές οπερέτες. Το εμβατήριο «Ψηλά στο μέτωπο» τραγουδήθηκε πολύ και από τους στρατιώτες του '40. Ο «Βαφτιστικός» έγινε και ταινία το 1952 από την Μαρία Πλυτά, με πρωταγωνιστές τον Αλέκο Αλεξανδράκη (η φωνή του ήταν ντουμπλαρισμένη από τον τενόρο Πέτρο Επιτροπάκη), την Ανθή Ζαχαράτου και τον Μίμη Φωτόπουλο.
Άλλες γνωστές μελωδίες τού έργου είναι: «Συ μου πήρες», «Τίκι-Τακ» («Η καρδιά μου πονεί για σας»), «Τον καιρό εκείνο τον παλιό», «Στ' άγριο το δάσος» κ.ά.
Την περίοδο 1937-1945 γράφει μουσική για επιθεωρήσεις του Αλέκου Σακελλάριου, του Δημήτρη Γιαννουκάκη :
«Τρελλή Συμφωνία» (1937),
«Φερνάντα» (1939),
«Μπράβο Κολονέλλο» (1940),
«Φινίτο λα μούζικα» (1941),
«Η ζωή συνεχίζεται» (1941) κ.ά.
Τα δημοτικοφανή πατριωτικά τραγούδια που ερμήνευσε η Σοφία Βέμπο το 1940: «Βάζει ο Ντούτσε τη Στολή του» (επίκαιροι στίχοι πάνω στο σκοπό του τραγουδιού του "Πλέκει η Βάσω το προικιό της"), «Το τραγούδι του Μωριά» ("Γεια και χαρά σας Μωραΐτες αδελφοί") και η «Χωριάτα» ("Στο χωριό παλιά γενιά μου..."), όπως και το «Ντούτσε-Ντούτσε» που ερμήνευσε ο Νίκος Γούναρης (στίχοι επίκαιροι γραμμένοι πάνω στο σκοπό του τραγουδιού του «Μάρω, Μάρω μια φορά είν' τα νιάτα») είναι δικές του συνθέσεις. Επίσης εναρμόνισε και εξέδωσε περίπου 10 δημοτικά τραγούδια.
Ο Σακελλαρίδης διετέλεσε μέλος του διοικητικού συμβουλίου της «Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων», ενώ ασχολήθηκε και με την παιδική μουσική συνθέτοντας παιδικά τραγούδια. Το 1926 υπήρξε συγχρηματοδότης (μαζί με τον αδελφό του Άρη Σακελλαρίδη) του μουσικού εκδότη Ζαχαρία Μακρή στην προσπάθειά του να ιδρύσει δική του δισκογραφική εταιρεία.
Αν και επί 50 περίπου χρόνια διασκέδασε ολόκληρες γενιές με τη δροσερότητα, το γέλιο, την αισιοδοξία και την ηρεμία που χάριζε η τέχνη του, εντούτοις έφυγε από τη ζωή πικραμένος και πάμπτωχος στις 2 Ιανουαρίου 1950 από καρκίνο του ήπατος, κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη και ετάφη στο Α' Κοιμητήριο Αθηνών. Στα τέλη της ζωής του υποχρεωνόταν να παίζει πιάνο σε λαϊκά θέατρα και στα αναψυκτήρια της εποχής για να εξασφαλίζει τον επιούσιο.
Γιος του συνθέτη είναι ο πιανίστας και συνθέτης Γιάννης Σακελλαρίδης (1932- ) που ζει στις ΗΠΑ.
Αποτίμηση του έργου του
Ο Σακελλαρίδης ήταν ταλαντούχος μουσικός, παραγωγικότατος, άρτια καταρτισμένος, ενώ παράλληλα διέθετε και καλή σκηνική πείρα. Η μουσική του, μελωδικότατη, ζωηρή, είναι άλλοτε επηρεασμένη από την αυστριακή, ή τη γαλλική οπερέτα και άλλοτε καθαρά ελληνική, στολισμένη με κάποια ανατολίτικα μοτίβα. Θα λέγαμε ότι διαπνέεται από έναν μουσικό εκλεκτισμό, αφού κατορθώνει να συνδυάσει επιτυχώς τις ετερόκλιτες μουσικές επιρροές που έχει δεχθεί. Αφομοιώνει, επίσης, στοιχεία του δημοτικού τραγουδιού, της καντάδας, της ιταλικής όπερας, του ναπολιτάνικου τραγουδιού, της τσιγγάνικης μουσικής, λαϊκότερων ειδών και ενίοτε της τζαζ (ιδίως σε οψιμότερα έργα) και καταφέρνει να δημιουργήσει ένα ιδιαίτερο προσωπικό ύφος. Υποστηρίζεται μάλιστα από μουσικολόγους πως, αν ήταν Βιεννέζος Θα είχε φθάσει τη δόξα, αν όχι του Στράους, οπωσδήποτε όμως του Λέχαρ ή του Κάλμαν. Ωστόσο δεν έλειψαν και οι επικρίσεις, σχετικά με τα ξενόφερτα στοιχεία του έργου του και τις διασκευές ή αντιγραφές ξένων τραγουδιών που έκανε στην επιθεώρηση (Παναθήναια). Τέτοιου είδους κριτικές σήμερα μοιάζουν κάπως ανεδαφικές ή ξεπερασμένες. Συνολικά συνέθεσε γύρω στα 103 έργα, συμπεριλαμβανομένων και των 80 περίπου οπερετών.
Ο Μανώλης Καλομοίρης στο 541 τεύχος του περιοδικού Νέα Εστία (Αθήναι 15 Ιανουαρίου 1950, τόμος 47) έγραφε μεταξύ άλλων με την αφορμή του θανάτου του Σακελλαρίδη: «Ένας ακόμη από τους πρωτεργάτες και θεμελιωτές της Ελληνικής μουσικής άνθησης έφυγε από ανάμεσά μας κι αφίνει ένα κενό που δύσκολα θα μπορέσωμε να το αναπληρώσωμε. Η μελωδία του χαμένου μουσουργού [...] κι αν δεν καίει κι αν δεν φλογίζει, όμως ευωδιάζει με ένα λεπτό μουσικό άρωμα γεμάτο από την Αττική φύση και την Αττική ομορφιά.[...] Αν όμως χάθηκε ο γλυκόλαλος τραγουδιστής, ο αχός της φλογέρας του μένει. Αχολογάει πάντα ολόθερμος και ζωντανός μέσα στις ψυχές και τις καρδιές μας και θα αντιλαλάει πάντα όπου Ελλάδα και Ελληνισμός σαν το θρόισμα στα κλαριά των πεύκων, όταν το δειλινό αεράκι τα αργοκινάει με το ανάλαφρο πέρασμά του, και θα μας ξεκουράζει από τον κάματο της σκληρής δουλειάς και τις πίκρες της καθημερινής ζωής».
Ο ιστορικός του θεάτρου Γιάννης Σιδέρης στο ίδιο περιοδικό έλεγε: «...Ένας συντελεστής του νέου ελληνικού πολιτισμού έσβησε. Ως τόσο έζησε μια ζωή σεμνή και στάθηκε στο θέατρο σαν ένας αξιοπρεπής και σοβαρός άνθρωπος, που εκτιμούσε την έννοια της πνευματικότητας με την ευγενική και πολιτισμένη παρουσία του, με την ευθύτητά του. Μας άφησε έναν τρόπο καλλιτεχνικού βίου αληθινά τιμημένου και άξιου για μίμηση. Ως συνθέτης έκανε στην Οπερέττα ό,τι ο Ξενόπουλος στην πρόζα...».
Η μουσικός και μουσικοκριτικός Σοφία Σπανούδη σε άρθρο της στη Νέα Εστία για τα πενήντα χρόνια της ελληνικής μουσικής δημιουργίας (Ιούλιος-Δεκέμβριος 1950, τόμος 48, σελ. 164) σημείωνε τα εξής: Ο Θεόφραστος Σακελλαρίδης υπήρξε ο πολυγραφώτερος Έλλην συνθέτης, που γνώρισε, ενώσω ζούσε, τη μεγάλη δόξα του ελαφρού λυρικού θεάτρου. Δημοφιλέστατος, ευτύχησε να ιδή το έργο του υιοθετούμενο πανηγυρικά από τον ελληνικό κόσμο. Πολύ δικαια οι θαυμασταί του τον επωνόμαζαν "Λέχαρ της Ελλάδος" για την πολύπλευρη έμπνευσή του και τη μελωδική του εφευρετικότητα. [...] Η παραγωγή του σε οπερέττες είναι πλουσιότατη, γεμάτη από μουσικό οίστρο, δροσιά, αβίαστο αίσθημα και χάρη...
Ο ίδιος ο Σακελλαρίδης σε συνέντευξή του στην εφημερίδα "Εμπρός" (Κυριακή 9 Αυγούστου 1915), ανέφερε τα ακόλουθα: «Εγώ γράφω με αθηναϊκήν έμπνευσιν. Όταν ακούωμεν μίαν οπερέττα του Λέχαρ λέγομεν: Μυρίζει Βιέννην. Εάν μεθαύριον ειπούν και περί των έργων μου ότι μυρίζουν Αθήνα, επιτρέψατέ μου να το θεωρήσω ως εκπλήρωσιν του καλλιτεχνικού μου ονείρου».
Εργογραφία
Σημαντικό μέρος του έργου του παραμένει δυσπρόσιτο στους ερευνητές επειδή οι σημαντικότεροι κληρονόμοι του βρίσκονται στις Η.Π.Α. Μικρό μόνο μέρος του έργου του βρίσκεται διασκορπισμένο στην Βιβλιοθήκη της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, στην Εθνική Βιβλιοθήκη, στη Μουσική Βιβλιοθήκη Λίλιαν Βουδούρη, στο Θεατρικό Μουσείο, στον Ε.Λ.Ι.Α. στο αρχείο της ΕΡΤ, σε ιδιωτικά αρχεία κ.α.
Όπερες
«Υμέναιος» (1903;)
«Ο Πειρατής» (1907))
«Περουζέ» (1911)
«Το στοιχειωμένο γεφύρι» (1912)
«Το κάστρο της Ωρηάς» (1917)
Οπερέτες
«Σία κι αράξαμε» (1909) ή «Θάλασσα, Θάλασσα»
«Στα Παραπήγματα» (1914) (λιμπρέτο του Νικολάου Ι. Λάσκαρη)
«Πικ-Νικ» (1915), (λιμπρέτο του Ν.Ι. Λάσκαρη, με το γνωστό βαλς «Σφίξε με»)
«Πρόθυμη χήρα» (1916) ((λιμπρέτο του Ν.Ι. Λάσκαρη)
«Δεσποινίς Τιπ-Τοπ» (1916)
«Η γκαρσονιέρα» (1917) (μονόπρακτη)
«Υπνοβάτης» (1917)
«Ο Βαφτιστικός» (1918)
«Ο Αρλεκίνος» (1919)
«Η Δαιμονισμένη» (1919)
«Θέλω να ιδώ τον Πάπα» (1920) ή «Ταξίδι του γάμου» ή «Ταξίδι του μέλιτος»
«Γλυκειά Νανά» (1921)
«Διαβολόπαιδο» (1923)
«Για να αρέσει στον άντρα της» (1922)
«Και την μία και την άλλη» (1922)
«Κόρη της καταιγίδος» (1923)
«Αγαπάτε αλλήλους» (1924)
«Δεσποινίς Σορολόπ» (1924)
«Ροζίτα» (1925)
«Μακρής, Κοντός και Σία» (1926)
«Ένας κλέφτης στον παράδεισο» (1926)
«Χαλιμά» (1926)
«Το κρυφό ρομάτζο» (1927)
«Ηρώ και Λέανδρος», (1927)
«Χριστίνα» (1928), (ανεβάστηκε από την Ε.Λ.Σ. και το 2006)
«Της μοίρας τα γραμμένα»
«Λοχαγός Λιλή» (1929)
«Σατανερί» (1930)
«Καπετάν-Τσανάκας» (1930)
«Κύριος Δήμαρχος» (1930)
«Γυναίκα Ντελίριο» (1931)
«Μελιρώ» (1931)
«Τα πέντε μπουμπούκια» (1931)
«Σημεία και Τέρατα» (1932)
«Η Λούση και τα κορόιδα της» (1932)
«Μοντέρνα Κορίτσια» (1935)
«Τσιγγάνικο αίμα» (1936)
«Συζυγικά γυμνάσια», (1936)
«Σταχτοπούτα» (1938)
«Μις Τσάρλεστον» (1927)
«Η Δακτυλογράφος» (1939)
«Ξανθές και μελαχροινές»,
«Μαρία η Πενταγιώτισσα»
«Μπέμπα» (1928)
«Για να αρέσει στον άνδρα της»
«Το εξωφρενικό σπίτι»
«Σάκρα Φαμίλια»
«Πράσινες κάλτσες»
«Αγάπη στα ξένα»
«Η αγάπη της Ρένας»
«Η γυναίκα του νομάρχη»
«Η κόρης της μαϊμούς»
«Ω Λόλα μου λευκή»
«Μασκαριλίκια»
«Μπίμπα»
«Πιφ-παφ» (1922)
«Σκρα»
«Ο Κος Σεραφείμ» (1927)
«Η Φωφώ έγινε τίμια» (1938)
«Τό' χαψε ο θείος»
«Στην παγωμένη Αλάσκα»
«Ο τραγουδιστής του καζίνου» (1934)
«Το κορίτσι του βαγκόν-λι» (1936)
«Η κόρη της αμαρτίας»
«Η μυστήρια»
«Η ξελογιάστρα»
«Κορσέδες μαντελέν»
«Ο γαμπρός μου» (1939)
«Γυναίκα κίνδυνος»
«Δικηγόρος και μπακάλης»
«Οι ξενύχτηδες»
«Λόρδος Απάχης»
«Έγκλημα στα παρασκήνια»
«Ο Πιτσίκος»
«Κορίτσια της μόδας»
«Ιωάννης ο Α΄»
«Η μάσκα της αγάπης» (1935)
«Ο Φαβορίτος»
δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/