Ο Γιώργος Κάρτερ του Νικολάου (27 Ιανουαρίου 1928 - 22 Ιουλίου 2012) ήταν Έλληνας λογοτέχνης, κριτικός θεάτρου και τηλεόρασης.
Γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1928. Το πλήρες όνομά του ήταν Γεώργιος-Αρμάνδος-Αλέξανδρος. Σπούδασε ζωγραφική στην ΑΣΚΤ και ήταν διπλωματούχος της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου. Συνέχισε με σπουδές τηλεόρασης στην Αυστρία και την Ιταλία.
Από το 1949 ως το 1965 εργάστηκε στο ραδιόφωνο, όπου σκηνοθέτησε ραδιοφωνικά και θεατρικά έργα κι έγραψε 500 περίπου εκπομπές, μεταξύ των οποίων τις σειρές «Σύγχρονη Πνευματική Ελλάδα» και το ηχητικό ντοκιμαντέρ «Η Φωνή του 20ού αιώνα», το πρώτο που μεταδόθηκε από την Ελληνική Ραδιοφωνία και το Ρ.Ι.Κύπρου.
Από την έναρξη λειτουργίας της τηλεόρασης, το 1965, ήταν από τα βασικά της στελέχη. Παράλληλα, δημοσίευε σχετικά άρθρα σε εξειδικευμένα περιοδικά (όπως την «Τεχνική Εκλογή») και συνεργαζόταν σε εγκυκλοπαιδικά λεξικά. Οι μελέτες του για τα ΜΜΕ εγκαινίασαν την ελληνική βιβλιογραφία του είδους. Είχε κάνει ανακοινώσεις και ομιλίες, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό, ενώ διατηρούσε στήλη κριτικής ραδιοφώνου στην «Εκλογή» της Ελένης Βλάχου και τηλεόρασης στις «Εικόνες» της εφημερίδας «Έθνος».
Αμέσως μετά τη μεταπολίτευση το 1974, παρουσίασε στην τηλεόραση τις «Ειδήσεις» και εκπομπές της σειράς «Μια ταινία, μια συζήτηση».
Στα Γράμματα εμφανίστηκε σε ηλικία δεκαεφτά χρονών με την ποιητική συλλογή «Αντιφεγγίσματα της ψυχής μου» κι ως τώρα έχουν εκδοθεί 33 βιβλία του και τρία στο εξωτερικό. Έργα του μεταφράστηκαν στα γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά, ρουμανικά, τουρκικά, ουγγρικά, ισπανικά και βουλγαρικά, δημοσιευμένα σε ξένες ανθολογίες και λογοτεχνικά περιοδικά.
Ήταν επίτιμος πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών και επίτιμος γενικός γραμματέας της Ένωσης Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών.
Ο Γιώργος Κάρτερ διετέλεσε διευθυντής Τηλεόρασης της ΕΡΤ-1, διευθυντής Ραδιοφωνίας-Τηλεόρασης της ΕΡΤ-2, μέλος του Εθνικού Ραδιοτηλεοπτικού Συμβουλίου, Πρόεδρος της Ε. Ε. Λογοτεχνών, μέλος της COM.E.S (Ευρωπαίων συγγραφέων) και επανειλημμένα πρόεδρος της Καλλιτεχνικής Επιτροπής του Εθνικού θεάτρου. Το 1973 παρουσίασε το τηλεπαιχνίδι "Τηλεσταυρόλεξο".
Το πνευματικό και ποιητικό του έργο βράβευσε η Ακαδημία Αθηνών, ο Δήμος της Φλωρεντίας με αργυρό μετάλλιο και τον τίτλο του επίτιμου δημότη, ο Δήμος Αχιλλείων, η ΕΡΤ3, το Ίδρυμα Αθ. Μπότση, καθώς και ο Δήμος της Κέρκυρας με το "Μετάλλιο Αξιοσύνης". Τον τίμησαν, επίσης, το 2009 ο Δήμος Καλαμαριάς κι ο Σύλλογος Κερκυραίων Θεσσαλονίκης.
Ήταν αδελφός του ζωγράφου Ερνέστου Κάρτερ και νυμφευμένος με την γνωστή βιολονίστρια Ισμήνη Χρυσοχόου.
Απεβίωσε αιφνιδίως την Κυριακή 22 Ιουλίου 2012 σε ηλικία 84 ετών στην Αθήνα.
Ο Γιώργος Κάρτερ παρουσιάζει τις Ειδήσεις στο ΕΙΡΤ (1974)
Ποίηση
Στο χώρο των Γραμμάτων εμφανίσθηκε το 1945 με τη ποιητική του συλλογή "Αντιφεγγίσματα της ψυχής μου". Άλλα ποιητικά έργα του είναι:
Ο Γιώργος Κάρτερ απαγγέλει ποιήματά του σε τελετή που έγινε προς τιμήν του από τον Δήμο της Κέρκυρας. Παλαιά Ανάκτορα, 25 Ιουνίου 1999.
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Ο κάτω ουρανός
Ποιος είπε πως ο κάτω ουρανός είναι κι αυτός γαλάζιος…
Πέρασαν αιώνες από τότε που γεννήθηκα γυμνώθηκα δέκα φορές θυσιάζοντας την αθωότητά μου ή μίλαγα για τ’ αγριολούλουδα και τη σκιά τους.
Είδα θανάτους βιαστικούς αιμάτινους τον Όμηρο με μάτια ορθάνοιχτα Είδα να καίγεται ο αγέρας το νερό να δίνει ο Βαν Γκογκ τ’ αυτί του στο Μπετόβεν
Άκουσα τ’ αηδόνια να ουρλιάζουν στη φωτιά της μάνας την ανάληψη μες στο τραγούδι του όρθρου άκουσα το τετέλεσται του πρώτου επαναστάτη την αυγουστιάτικη σιγή της Χιροσίμα.
Έφερα λέξεις μυστικές απ’ των αγίων το στόμα ξενύχτησα για ν’ ασκηθώ στις πράξεις των ηρώων πάλεψα με το Διγενή να διδαχτώ την ήττα πρόσφερα φύλλο της ελιάς στον εαυτό μου
Ποιος είπε πως ο κάτω ουρανός είναι κι αυτός γαλάζιος…
Περί ονείρων
1
Στα εαρινά μου όνειρα απόχτησα την έχτη θανάσιμη αίσθηση.
2
Λέγαμε για τις ανήλιαγες ηλικίες και τώρα για την ορφάνια των ονείρων.
3
Αναρριχήθηκα στ’ όνειρο. Ωραίος που ‘ναι ο ουρανός άμα περνάς ανάμεσά του!
4
Πυρπολημένα όνειρα έρπουν στα ερείπια της ιστορίας μου.
Πρώτη δημοσίευση: ΠΟΡΦΥΡΑΣ. Φυλλάδιο 76. Κέρκυρα. Γενάης-Μάρτης 1996.
Τριάντα αργυρά ευρώ για να βρω αυτόν που την αγορά γνωρίζει να πληροφορηθώ ο αγαθός εγώ αν είναι αναλώσιμη η ψυχή μου.
ΚΑΤΑ ΠΑΝΤΟΣ ΥΠΕΥΘΥΝΟΥ
Το κακό παράγινε αλγεινό κι είναι σκεβρωμένοι οι ώμοι μας απ' το φορτίο των τάφων.
Ποιος κερατάς κρατάει τα κίνητρα και ξεχειλώνει τις αόρατες τρύπες και μολύνει το θολό με μελανιές του Κάτω κόσμου;
Οι πληγές της Γης, μεγάλε, αιμορραγούν κι ο Θάνατος απέθανε στα γέλια για το βαθύ μας πένθος.
Ποιος είσαι, ρε συ, που στράβωσες τον άξονα και με τα τοξικά ξαλοίφεις απ' τα ύψιστα ό,τι θεϊκό θυμάμαι ακόμα.
Κάνεις διπλό κλικ δεξιά, το ξέρω ενώ τ' αγαπημένα μου χαροπαλεύουν σ' αλλόφυλλο φάκελο.
Όποιος κι αν είσαι ισόθεος, θύμα ή ανάθεμα θα 'ρθει μαθές ο καιρός του Όρθρου…
Από τη συλλογή του "Η μέθοδος των τριών + 1" (εκδ. Γαβριηλίδη, 2009)
ΣΩΜΑΤΙΔΙΑ
Ηθοποιητής καθώς και ηθοποιός
Αξιώσου να βρεις την ακριβή σου λέξη τη μορφή, το ύφος, την ευφωνία προπάντων, όμως, το Λόγο του ποιείν. --------------------------
Το έσω πυρ προξενεί μιαν εξαίσια έκρηξη
Στεκόμαστε στου σκοταδιού την άκρη άντικρυ στον κρυπτό καιρό τον άκριτο Ταχιά ν’ ανάψουμε μιαν αστραπή, ένα ποίημα. --------------------------
Ο ταχύτερος χρόνος είναι χθες
Ανανεώνω ένιες έννοιες για τις ορέστειες Ερινύες την οιδιπόδεια αυτοδικία, τις ηροστράτειες πυρκαγιές Αυτά δε γίναν χθες, καθώς εμάθατε. Θα γίνουν… --------------------------
Επιτέλους, πρωτεύει το τέλος
Πολλή σαπίλα πάλι απειλεί την Ελσινόρη… Λόγια, λόγια, λόγια· η λογική του τρελού Αμλέτου… Αλλά η αυλαία θα πέσει με την δι’ ελέου κάθαρση. --------------------------
"Ανέκδοτα"
Π Α Ρ Α Δ Ο Σ Η
Όχι, όχι. Δεν έχει αποτελειώσει η αποστολή.
Υπάρχουν ανοιχτοί λογαριασμοί με τον άχτιστο λόγο μου.
Το κόμμα ακόμα λαξεύει την τέλεια τελεία.
Έλιωσε ο παμπάλαιος ήλιος κι αμφίβολη πλια η ακτινοβολία του.
Ως τον απροσδιόριστο προορισμό είναι απρόσιτη η απόσταση.
Έπειτα τ’ άγραφτα χαρτιά μου αναζητούν το τίμημα του ζην…
…Εντέλει, ν’ απαλλαγώ από τα δεσμά να παραδώσω γυμνό το πνεύμα μου άγιο.
ΛΟΓΟΣ ΚΑΤΑΓΓΕΛΤΙΚΟΣ
Για όλα είπα τον θυμαλγή μου λόγο για τις ανήμερες ημέρες μας τις χτεσινές νύχτες των μαχαιριών τις αμάλδανες δωρεές τ’ ονείρου τις δραπετεύσεις της ιστορίας.
Ήταν μαρτυρίες έντρομες σπαράγματα πραγμάτων ριγμένων κατά γης.
Ο Νίκος Χουλιαράς (Οκτώβριος 1940 - 20 Ιουλίου 2015) ήταν Έλληνας ζωγράφος, γλύπτης, συγγραφέας, ποιητής και τραγουδοποιός. Ήταν ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους ζωγράφους. Διηγήματά του έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, τα ιταλικά, τα αγγλικά, τα σουηδικά και τα γερμανικά, ενώ έχουν εκδοθεί στα γαλλικά από τον εκδοτικό οίκο Hatier η συλλογή διηγημάτων "Το Μπακακόκ" και τα μυθιστορήματα "Ο Λούσιας", "Ζωή την άλλη φορά", και "Στο σπίτι του εχθρού μου". Το 1996 ήταν υποψήφιος για το Ευρωπαϊκό Αριστείο Λογοτεχνίας με το βιβλίο "Στο σπίτι του εχθρού μου"
Γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1940 στα Ιωάννινα. Σπούδασε γλυπτική και σκηνογραφία στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών από όπου αποφοίτησε το 1967. Παράλληλα με την ζωγραφική ασχολήθηκε με την λογοτεχνία και το τραγούδι. Έγραψε ποίηση, διηγήματα και μυθιστορήματα, ενώ έγραψε στίχους και συνέθεσε μελωδίες. Από το 1963 έγραψε πολλά τραγούδια και κάποια από αυτά τα τραγούδησε ο ίδιος. Φιλοτέχνησε ακόμη εξώφυλλα βιβλίων και δίσκων ενώ υπήρξε ο πρώτος που διασκεύασε παλιούς ηπειρώτικους δημοτικούς σκοπούς. Το μυθιστόρημά του "Ο Λούσιας" έγινε τηλεοπτική σειρά από την ΕΤ-1 και μεταδόθηκε το 1989. Ο Νίκος Χουλιαράς συνεργάσθηκε με πολλά περιοδικά από το 1962, όπως τα «Ενδοχώρα», «Δοκιμή», «Ζυγός», «Τραμ» ενώ εικονογράφησε μέσα από αυτά και το διήγημα του Σωτήρη Κακίση «Το μαύρο που με ξέρει». Το 1969 συμμετείχε στην Μπιεννάλε της Βενετίας και το ίδιο έτος τιμήθηκε με το Α' Βραβείο Παρθένη.[1] Επίσης έχει βραβευτεί πολλάκις για το έργο του στον σχεδιασμό βιβλίων το 1979 και το 1983 στη Διεθνή Έκθεση της Λειψίας. Με αφετηρία το 1969 πραγματοποίησε πολυάριθμες ατομικές εκθέσεις στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη ενώ συμμετείχε και σε ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό (Αίγυπτος, ΗΠΑ, Ισπανία). Το 1996 ήταν υποψήφιος για το Ευρωπαϊκό Αριστείο Λογοτεχνίας με το βιβλίο του "Στο σπίτι του εχθρού μου". Πέθανε στις 20 Ιουλίου 2015.
Χαλασιά Μου
Συγγραφικό Έργο
ΠOIHMATA
*Το χιόνι που ήξερα - Ποιήματα και εικόνες (Κέδρος, A' Φεβρουάριος 1983)
Γ' βραβείο Διεθνής Έκθεσης Λειψίας, για το καλύτερα σχεδιασμένο βιβλίο στον κόσμο
*Ο χρόνος είναι πάντα με το μέρος του - Ποιήματα και εικόνες (Νεφέλη, A' Φεβρουάριος 1989)
*Οι λεπτομέρειες του μαύρου - Ποιήματα και εικόνες (Νεφέλη, 1993)
*Εικόνες στο ύψος της ζωής - Ποιήματα και εικόνες (Νεφέλη, 2000)
*Οι κατοικήσιμοι τόποι της ζωγραφικής (1994-1996) (Νεφέλη 1997)
*Οι εξοχές του νου (1996-2003)(Νεφέλη 2003, ISBN 9789602116982)
*Οι μαύρες ζωγραφιές 2004-2006 (Νεφέλη, Xιμώνας 2006, ISBN 960211813X)
Μουσικό έργο
Μεγάλη υπήρξε η ενασχόλησή του με την μουσική. Δικές του επιτυχίες είναι Το τσιμεντένιο δάσος, Θα σου το πω με Α, Ο νοτιάς της ξενιτιάς και η διασκευή του Γιάννη μου το μαντήλι σου. Τραγούδια του έχουν τραγουδήσει πολλοί καλλιτέχνες του "Νέου Κύματος" όπως η Αρλέτα, από το πρώτο κιόλας δίσκο της το 1966 (Η μέρα τελείωσε, Τα πελαγίσια όνειρα) μέχρι και την μετέπειτα επιτυχία της (Το πέτρινο χαμόγελο), η Πόπη Αστεριάδη μόνη της (Η μικρή Νανώ) ή σε ντουέτο με τον Χουλιαρά (Το σπαθί, Χαλασιά μου, Ζαλιάρικο), η Μαρίζα Κωχ (Άναψα κλωνί δαδί) και άλλοι.
Σημαντικές στιγμές στη δισκογραφία του είναι οι Μεγάλες επιτυχίες (Lyra 0115) και H νύχτα που μας ξέρει (Lyra 4727) με την συμμετοχή της Δήμητρας Γαλάνη και της Αφροδίτης Μάνου. Το 2006 εμφανίζεται ως στιχουργός στο Τραγούδι του συγκροτήματος «Μικρές Περιπλανήσεις» από τον δίσκο ...και με οδηγό μου ένα παιδί ενώ η πιο πρόσφατη δουλειά του είναι το cd Τα νησιά τ' ουρανού (Lyra 5202483765554) όπου ερμηνεύει η Αλίκη Καγιαλόγλου, ενώ υπάρχει και ένα κομμάτι (Της τρέλλας η ζητιανιά) που το τραγουδά ο ίδιος ο Νίκος Χουλιαράς.
Στης Πικροδάφνης Τον Ανθό
Δισκογραφία
Έτος
Τίτλος
Κωδικός
Πληροφορίες
1967
Τραγουδά ο Νίκος Χουλιαράς
Zodiac 88002 LP
Στίχοι, μουσική, ερμηνεία δικά του. Κιθάρα παίζει ο Νότης Μαυρουδής.
1968
Νίκος Χουλιαράς 2
Zodiac 88007 LP
Στίχοι, μουσική, ερμηνεία δικά του. Τραγούδι η Μαρίζα Κωχ και ο συνθέτης.
1970
Άφαντη Πόλη
Zodiac 88602 LP
Στίχοι και μουσική του Χουλιαρά. Τραγούδι η Πόπη Αστεριάδη και ο συνθέτης.
1973
Ο Άραχθος
Zodiac 88034 LP
Στίχοι και μουσική του Χουλιαρά. Τραγούδι η Πόπη Αστεριάδη και ο συνθέτης.
1978
Τα Ωραιότερα Τραγούδια
Zodiac 88074 LP
Με 13 τραγούδια του.
1993
Η Νύχτα Που Μας Ξέρει
Lyra 4727 LP
Στίχοι, μουσική, ερμηνεία, εξώφυλλο του Νίκου Χουλιαρά. Η Δήμητρα Γαλάνη και η Αφροδίτη Μάνου στις δεύτερες φωνές.
Μ’ αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ’ τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια ―όχι αυτά που κρέμονται στα δέντρα της γιορτής, στη θαλπωρή των δωματίων, αλλά εκείνα που τονίζουνε την ερημία των σφαχτών στις μωβ βιτρίνες των συνοικιακών κρεοπωλείων.
Τα σακατεμένα και τα μοναχικά, μ’ αρέσουν: τα ποιήματα-κοπρίτες που περπατούν κουτσαίνοντας στις σκοτεινές άκρες των λεωφόρων: αυτά που τ’ αγνοούν οι κριτικοί κι οι εκπαιδευτικοί του Μωραΐτη· που τα χτυπούν συχνά οι μεθυσμένοι οδηγοί και τα αφήνουν αβοήθητα στο δρόμο. Και τα ποιήματα-παιδάκια, όμως αγαπώ· αυτά που ενώ δεν έχουν μάθει ακόμη την αλφάβητο, μπορούν εντούτοις, με δυο λέξεις τους, να σου κολλήσουν την ψυχή στον τοίχο.
Μ’ αρέσουν, πάλι, τα απελπισμένα κι όμως χαμογελαστά: τα ποιήματα-συνένοχοι· εκείνα που σου κλείνουνε με νόημα το μάτι. Που δεν σου πιάνουν την κουβέντα, δεν σ’ απασχολούν μα συνεχίζουνε το δρόμο τους αδιάφορα: τα ποιήματα-«δεν πρόκειται να σου ζητήσω τίποτε»· αυτά που χαιρετούν μόνο και φεύγουν, όπως μ’ αρέσουνε και τ’ άλλα, τα χαρούμενα, που προτιμούνε τα παιχνίδια απ’ το μάθημα καθώς και τα ποιήματα-παππούδες, γιατί ενώ γνωρίζουνε καλά το μάταιο της ζωής εντούτοις θέλουν να το ζήσουν.
Δεν αγαπώ καθόλου τα ποιήματα-γεροντοκόρες που συγυρίζουν, όλη μέρα, τα δωμάτια με τις λέξεις, ούτε και τα ποιήματα-ταγιέρ, τα καθωσπρέπει. Δεν αντέχω και τα ψωνάκια: τα ποιήματα με τα πολλά αποσιωπητικά ούτε και τ’ άλλα που θεωρούν τη φύση μάνα τους κι όλο τη νοσταλγούν χωμένα πίσω απ’ τα γραφεία.
Σιχαίνομαι αυτά που ονομάζονται συμβολικά, τα ποιήματα με μήνυμα, τα λεξιλάγνα και τ’ αφασικά· τα ποιήματα-κυρίες με αλτσχάιμερ. Ούτε και τις συνθέσεις τις μεγάλες αγαπώ: τα ποιήματα-Μπεν Χουρ, αυτούς τους λεκτικούς χειμάρρους που ’ναι γραμμένοι κυρίως για τους κριτικούς κι ας παριστάνουν τους ινστρούχτορες που ενδιαφέρονται για το καλό του κόσμου.
Από την άλλη δεν μπορώ και τα διστακτικά: τα ποιήματα-σαντάλια με καλτσάκι ούτε και τα ποιήματα-στρατιωτικό αμπέχωνο και δήθεν Τσε Γκεβάρα, μεσημέρι στη «Λυκόβρυση».
Δεν μου αρέσουν τα σοφά που ’ναι γραμμένα από νέους ούτε και τα νεανικά που τα ’χουν γράψει γέροι. Μου γυρίζουν τ’ άντερα τα δήθεν οικολογικά, τα ερωτικά-«καϊμάκι με πολύ σιρόπι» καθώς κι εκείνα που εκλιπαρούν τη γνώμη του αναγνώστη.
Ούτε και τα δικά μου αγαπώ. Μ’ αρέσουν μόνο εκείνα που μου αντιστάθηκαν: αυτά που δεν κατάφερα ποτέ να γράψω. Γι’ αυτό και τα ποιήματα που ζούνε έξω απ’ τα βιβλία αγαπώ: εκείνα που ποτέ δε νοιάστηκαν αν μου αρέσουν. Αυτά που περπατούν αδιάφορα, έξω στο δρόμο, με τα χέρια στις τσέπες και μ’ έχουνε, έτσι κι αλλιώς, χεσμένο.
(από το «Τα ποιήματα στο δρόμο», Η Λέξη 147, Σεπτέμβρης-Οκτώβρης 1998)
Σπάνια σχέδια του Νίκου Χουλιαρά πάνω σε καμένα χαρτιά -Με κείμενα στο πλάι, σαν ημερολόγιο [εικόνες]
Το σχέδιο πρόσφερε στον Νίκο Χουλιαρά (1940-2015) την αυτονομία που πάντα επιδίωκε στη ζωή και στο έργο του, γιατί τον απελευθέρωνε από τους περιορισμούς ενός συγκεκριμένου τόπου και χρόνου της ζωγραφικής πράξης. Τα σχέδια του Χουλιαρά δεν είναι ποτέ σπουδές για μεγαλύτερα έργα, παρά αποτελούν αυτόνομες δημιουργίες και διακατέχονται από τις ίδιες εμμονές με τα ζωγραφικά έργα του: η μνήμη των τοπίων και οι τόποι της μνήμης, οι λέξεις και η γραφή, η βία και η τρυφερότητα του έρωτα, το ερημικό ζώο, η σκιά και η νύχτα, η εικόνα του εαυτού εικονίζονται ολοένα στο χαρτί του.
Αρχικά αφαιρετικά, όπως και τα ζωγραφικά έργα του, τα σχέδια μετέπειτα κατακλύζονται από την ανθρώπινη παρουσία, που εμφανίζεται άλλοτε πιο γραμμική κι άλλοτε πιο περίτεχνη.
Τα σχέδια του Νίκου Χουλιαρά κατά τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, που κυριαρχούν στην παρούσα έκθεση, συχνά αποτελούν ένα είδος προσωπικού ημερολογίου όπου αποτυπώνονται, συχνά με χιούμορ και με αυτοσαρκασμό, ο φιλικός και καλλιτεχνικός του περίγυρος, η πρώιμη ενασχόλησή του με τη σκηνογραφία και το τραγούδι, τα σπίτια όπου έζησε, η ματιά του στην πολιτικοκοινωνική καθημερινότητα, οι γυναικείες φιγούρες και τα ταξίδια του.
Ο Χουλιαράς εξερεύνησε πολυάριθμες τεχνικές και είδη χαρτιού: από τη σινική μελάνη, τον υαλογράφο, το κολάζ και το μεθοδικό κάψιμο με αναπτήρα, μέχρι το πισσόχαρτο, το χαρτόνι συσκευασίας, τα φύλλα από τυπωμένα ημερολόγια και τη τη συνθετική φόρμα των κόμικς.
Το παράθυρο μιλά.... Η πόρτα μιλά... Τα γκρεμίσματα....
Και εκεί μέσα ήταν..... Μια αιωνιότητα...
Σε μια κρυμμένη ευτυχία. Αλλοτινή... Είχαν κάνει κράτηση τα μέλη της. Χόρτασαν έρωτα, χάδια και αγκαλιές. Έκαναν όνειρα. Γνώρισαν απογοητεύσεις. Γεύτηκαν χαρές. Και ο χρόνος πέρασε και η ζωή ολοκλήρωσε τον κύκλο της ευτυχίας. Τώρα έρχονται σαν όρθια φαντάσματα σε εκείνα τα χαλάσματα για να χορέψουν τον ερωτικό χορό τους. Και να θυμηθούν τα περασμένα μεγαλεία και τις δόξες .
Η κυρία του σπιτιού περιποιείται τις ορτανσίες και ο άντρας με το άσπρο φανελάκι τις λέει ερωτόλογα στο αυτί που ξέρει πόσο πολύ την αναστατώνουν
Έπειτα κλείνουν ραντεβού στην κάψα του μεσημεριού για να ενώσουν με πάθος τα κορμιά τους. Αύριο πάλι εδώ... Κλείνουν το ραντεβού τους, μιλώντας ερωτικά ο ένας στο στόμα του άλλου.
Ε. Λ
ii.
Και σκέφτεται με πνεύμα υψηλό για εκείνα τα ιδανικά, για αξίες.. Για αφύπνιση, για νέα πνοή και λογισμούς. Τι θα εμφυσήσεις... Αυτά τα μεγάλα και σπουδαία. Σε μια εποχή. Κάποια εποχή. Σαν τη δικιά σου και τη δικιά μου. Σε μια νέα εποχή. Τι εποχή; Ποιά εποχή; Προσδοκώ Ανάσταση ζώντων. Κι εσύ που εμπνέεις μια ψυχή. Κι εσύ που εμπνέεις ένα σώμα. Κι εσύ που εμπνέεις μια καρδιά στο όνομά της ελευθερίας. Σε μια εποχή που βλέπεις ότι όλα και όλοι οδηγούνται σε κάτι άλλο. Μεταλλάσσεται η εποχή και οι άνθρωποι της. Σε κάτι άλλο ... ............................................
Δίψασα για ήλιο. Πήρα στο χέρι μου μια φωτιά κι ένα σπαθί. Κράταγα στο χέρι μου το πανί, ένα πανί, μια σημαία σκίστηκε κι αυτή είχε πάνω της το χρώμα του ουρανού και της θάλασσας. Διψώ. Θέλω λίγο φεγγάρι να πιω να λησμονήσω. Σε αναζητώ. Χθες βράδυ πάλι. Ήταν σε εκείνους τους φωτεινούς παράλληλους δρόμους μας. Έχω βάλει ένα φιλί σε μια βάρκα να σε βρει. Σε αναζητώ σε δρόμους αλλοτινούς. Δεν ξέρω που θα σε βρει το φιλί. Δεν ξέρω τι θα σκαρφιστεί για να σε βρει.
.....................................
Σκέφτομαι για εκείνο το πνεύμα, το υψηλό, για εκείνο που έβαζε φωτιά στα σπλάχνα της πατρίδας. Στους νέους. Σε εκείνους που ήταν έτοιμοι να βάλουν τη ζωή τους σε κίνδυνο. Ολοκαύτωμα. Παρανάλωμα του πυρός. Μια πυρκαγιά για χάρη της πατρίδας. Τώρα την καίνε. Ερήμην της. Την αφήνουν να καίγεται. Χώρα έρημη πια. Άνθρωποι άνευ ψυχής.
.....................................
Διψώ. Θέλω να πιω νερό σε ένα φάρο. Σταμάτησα. Βράδυ ήταν. Τα αστέρια καθρεφτίζονται στη θάλασσα. Η θάλασσα μοναδική, αγαπημένη. Βυθίζομαι στα βάθη της, μήπως βρω ένα κοράλλι κι ένα μαργαριτάρι. Ξέρεις από εκείνους τους ανεκτίμητους θησαυρούς. Παράλογη η εποχή. Πώς να την περιγράψεις με λόγια. Όλα τόσο απλόχερα σου χαρίζονται.... Αστείο. Θέλω λίγη έμπνευση. Λίγη από εκείνη την ψυχική ανάταση. Δεν ξέρω τι και που να βρω. Θέλω πνευματική ευφορία. Τη στερήθηκα. Μια κάποια αγαλλίαση. Την αναζητώ. Στα σκοτάδια είμαι. Στα σκοτεινά βαδίζω, εκεί προχωρώ. Θέλω ένα φάρο, από εκείνους που βρίσκονται στην άκρη του γκρεμού. Δεν φοβάμαι μήπως τσακιστώ. Δεν φοβάμαι να τσακιστώ. Αυτό έγινε προ πολλού.
.................................
Εκείνο το βράδυ βρήκα ένα ριμαδόρο. Με καθήλωσε. Έλεγε ιστορίες του λεπτού σαν ένας ραψωδός περιπλανώμενος. Έλεγε ιστορίες για έρωτα και πόλεμο. Ίσως να είπε και τη δική του μαρτυρία δεν ξέρω. Είπε για ένα ζωντανό εφιάλτη. Για τον δικό του πόλεμο. Για το ναυάγιο της ζωής του. Για όλα όσα έχασε. Μαζί και την καλή του. Τα έλεγε σε μια άλλη γλώσσα μα εγώ τον καταλάβαινα. Σπάραξε την ψυχή μου. Έλεγε τα τραγούδια του μα δεν με άγγιζε με τη φωνή του. Με Σπάραξε με την έκφραση του. Τα μάτια του μίλαγαν και έκλαιγαν μαζί και τα δικά μου.
.................................
Δεν έχει τέλος ο πόλεμος. Δεν έχει τέλος ο ξεριζωμός. Άνθρωποι πεθαίνουν. Ζητούν λέει ένα νέο μέρος.Και πάνε να σωθούν με μια βάρκα. Αλλά πνίγονται. Μαζί τους και μωρά. Πνίγομαι που τα ακούω. Πάνω στον αέρα πετούν αεροπλάνα. Πετούν βόμβες. Οι άνθρωποι χάνονται. Τι κακό, το κακό. Χάνονται οι άνθρωποι από τους ανθρώπους. Κάθε μέρα κι άλλοι. Το κακό δεν σταματάει ποτέ. Η ίδια ιστορία σε επανάληψη. Με άλλους πρωταγωνιστές. Ίδια μοίρα, άλλοι άνθρωποι.
......................
Έπιασε ψύχρα. Πάγωσε η ψυχή. Νεκρώνονται τα συναισθήματα. Αυτό είναι το χειρότερο. Η ψυχή μου που παγώνει. Όλο τα ίδια μου λες. Έτσι μόνιμα μου λες. Έτσι είναι σου απαντώ. Φοβάμαι για την εποχή μου. Είναι μια εποχή που μυρίζει πάλι θάνατο. Κι ας καλύπτουμε τη μυρωδιά με μάσκα. Η σήψη ολούθε παραμονεύει. Ο εχθρός είναι ορατός. Στον είπαν και τα δελτία ειδήσεων. Εσύ δεν το πιστεύεις μόνο. Είναι οι αόρατοι εχθροί. Αυτούς φοβάμαι μόνο. Ειρήνη Λεοντάρα 8/7/2021
Φωτογραφίες από το διαδίκτυο
artuthpage
Bits. Of. divinity
Edward Poynter. Psyche in the temple of love
iii
Στο ύψος των περιστάσεων
Μια δαχτυλήθρα το φεγγάρι απόψε κι αυτή δαφνοστεφάνωτη, με τα δασά μαλλιά της. Δεήσεις κάνει για το λησμονημένο έρωτα της εμπρός στον πυλώνα του ιερού. Μπούσουλα βάζει το φεγγάρι που στέκεται θαρρείς λουστραρισμένο και λουσάτο. Φαίνεται πώς κυριεύτηκε από αμνημοσύνη. Ίαση γύρευε επί ματαίω. Δεν αφήνεις ανοιχτούς λογαριασμούς με τον έρωτα. Στον αντίποδα της αμετροέπειας του φωτός που στέκεται αμόλευτο και ανόθευτο μια ψυχή ομολογεί πώς μαρτυρά στην καταχνιά και την αχλή τώρα τιμωρείται θαρρείς, γιατί δεν στάθηκε με θάρρος και αυταπάρνηση στον έρωτα αυτό ζωής.. Στο ύψος των περιστάσεων. Το συνηθίζουν οι άνθρωποι θαρρείς να μη μπορούν να κρατήσουν το δώρο της αγάπης που τους χαρίστηκε. Και τώρα, τέτοια ακηδία δε συγχωρείται από θνητούς και αθάνατους. Ακοίμητη, ακοινώνητη, ακοίταχτη καταδικάζεται και καταδικάζει την ύπαρξη της στην αιώνια σιωπή.
Ε. Λ
iv.
Πώς να συγκεντρωθείς με τόση ζέστη; Πώς να συγκεντρωθείς που μέσα στο κεφάλι σου βλέπεις διαρκώς ήλιους, φεγγάρια και κάτι αστέρια που λάμπουν σαν διαμάντια μες στο μαύρο σκοτάδι!
Καίγεται το σώμα τούτη, την στιγμή της ώρας με τέτοιο καμίνι.
Και σένα το μυαλό σου εκεί.
Πάει και έρχεται σε κάτι πλοία που μπαινοβγαίνουν στα λιμάνια
και γίνεται διακαής σου πόθος,
ο προορισμός τους.
Έχω απλώσει την ταξιδιάρικη διάθεση
και την αφήνω να δω
με ποιο τρόπο ευφυή θα με περιπαίξει.
Ανεβαίνει στο πλεούμενο χωρίς σωσίβια λέμβο.
Η μόνη της επιθυμία μια μάσκα
και κάτι βατραχοπέδιλα.
Θα κάνει κατάδυση μεγάλη,
χωρίς οξυγόνο
το πήρε απόφαση
να μαζέψει σφουγγάρια
σαν εκείνους
τους παλιούς σφουγγαράδες.
Έτσι μου προμηνύει.
Φοβάμαι το βάθος της,
αλλά εκείνη δείχνει
δεινότητα και με περιπαίζει.
Τώρα θα τα ψαρέψω..
Ολα εκείνα τα θαλασσινά όντα
μπορεί να βρω και καμιά γοργόνα.
Θα της δώσω τα χαιρετίσματα σου και με αφήνει άλαλη.
-"Μεγάλο μου πειραχτηράκι και την τραβάω από το αυτί για να συνέλθει" .
-Αν μπορείς έλα κοντά και συ μου λέει
Εχει χωρητικότητα μεγάλη η φαντασία.
Αν θέλεις μόνο άφησε την λίγο,
κλείνοντας τα μάτια. Ε. Λ
Mathilde Crétier art
v.
Απίστευτη η μνήμη κλείνεις τα μάτια σου και γυρίζεις σε τόπους, μέρη, αγκαλιές, μυρωδιές, οικειότητα.
Φοβάμαι
Φοβάμαι
Τη χάνω
Λίγο
Λίγο
Στο τέλος δεν ξέρω τι θα μείνει...
Στιγμές, στιγμές
Ζωντανές
Θέλω να γυρίσω πίσω και να πιάσω ένα χέρι που το κράτησα
Μια αγκαλιά.
Δεν θυμάμαι
Φοβάμαι που ξεχνώ
Φοβάμαι τι ξέχασα
Φοβάμαι πώς ότι ξέχασα να ήταν όλη μου η ζωή
Φοβάμαι ότι δεν θυμάμαι πια
Για όσα ηθελημένα και μη διέγραψε η μνήμη και ίσως τότε ήταν τα πιο ουσιαστικά
Δεν θυμάμαι όμως πια τι πρέπει να ανασύρει η μνήμη
Πολλές φορές γίνεται αυθόρμητα πια
Συνήθισε η μνήμη να πετά στον κάλαθο των αχρήστων λόγια λησμονημένα που με κάρφωσαν.
Τις πιο πολλές φορές κλείνω τα μάτια και βυθίζομαι σε λήθαργο για να επουλωθεί το τραύμα πιο γρήγορα.
Η αλήθεια είναι ότι ξεχνάω πια.
Δεν γίνεται επίτηδες
Πολύ φοβάμαι
Πολύ φοβάμαι ότι διαγραφεί η μνήμη μόνη της για την δική της ασφάλεια όσα δεν θέλει να θυμάται και όχι γιατί ήταν πολλές οι πληροφορίες και δεν μπορούσε να τις απορροφήσει ο εγκέφαλος.
Θρηνώ απέραντα
Τις μνήμες της λήθης
Ε. Λ
Art of Katrien De Blauwer
vi.
Στα κινηματογραφικά πλάνα του μυαλού μου
η κάμερα έχει τον πρώτο ρόλο της.
Έχει το κατ και το πάμε πάλι.
Θέλω να στήσω μια σκηνή.
Αδυναμία
Ο ήχος είναι ασύγχρονος.
Το στόμα σου με το δικό μου
δεν έχουν καμία επαφή
Διάλογοι ασυγχρόνιστοι,
κινήσεις αποσυντονισμένες,
αλλού τα χέρια,
αλλού το στόμα.
Ημιμόνιμος ο αποσυντονισμός,
αλλά σε μόνιμη βάση και
σταθερή στην δική σου
και τη δική μου ζωή.
Θέλω μια σταθερή κίνηση της κάμερας προς τα κάτω.
Να δείξει την αμηχανία των χεριών σου. Αυτή την αδέξια κίνηση την μηχανική με μια κατακόρυφη κίνηση θα αναδειχθεί η αμηχανία
Θέλω δύο πλάνα μαζί δεν ξέρω ακόμα αν θα είναι σε flash back η ιστορία
ή να τη βάλω υστερόχρονα.
Θέλει λίγη δουλίτσα παραπάνω
η σύντμηση των χρόνων.
Το πότε σε γνώρισα..
το πριν σε γνώρισω
ή μετά
που γνωριστήκαμε.
Να βάλω τη νύχτα με τη μουσική που έρχεσαι να μου ζητήσεις εκείνο το τραγούδι;
Ή εκείνη που είμαστε μαζί στο ραδιοφωνικό σταθμό και φιλιόμαστε;
Εκείνη τη μοιραία νύχτα...
Να φωτιστούν οι εκφράσεις των πρωταγωνιστών.
Να εστιάσει η κάμερα στα ξαναμμένα Βλέμματα των πρωταγωνιστών
Να βάλω το ευτυχές τέλος από την αρχή ή την στιγμή που μαζί ψάχνουμε να βρούμε την ευτυχία;
Δεν ξέρω το σενάριο της ταινίας, ζωής θέλει φρεσκάρισμα στις λεπτομέρειες.
Αυτές κάνουν πάντα και τη διαφορά..
Θέλω να βρούμε άλλη πρωταγωνίστρια
Άλλο πρωταγωνιστή.
Ο χρόνος περνάει αγέρωχα πάνω τους και τους άφησε ανεξίτηλα τα σημάδια τους.
Πολλές χαραγματιές βλέπω στην καρδιά τους.
Τελικά ο κεντρικός πρωταγωνιστής γίνεται ο χρόνος.
Σκέφτομαι, μήπως ο θεατής να εξάγει τα συμπεράσματα του άνευ καθοδήγησης... Ας μην του τα δώσουμε όλα στο πιάτο.
Η τέχνη βοηθά αν είναι και λίγο αφηρημένη και σκοτεινή..
Ε. Λ
vii
Σκέφτομαι πολλές φορές. Είσαι στον καθρέφτη.
Μέσα.
Βλέπω τη μορφή σου τα μάτια σου, τα χείλη σου, την αντανάκλαση σου, το είδωλο σου.
Σε βλέπω, σε αγγίζω.
Όχι τώρα, όχι ακόμα.
Σου φωνάζω.
Σου μιλάω.
Πολλές φορές.
Σου μιλάω.
Δεν με ακούς.
Δεν με άκουσες. Όσες φορές μίλησα ότι και να είπα δεν με άκουσες. Κι έτσι ράγισα.
Με ράγισες. Με ραγίζεις, κάθε φορά, όταν με αγγίζεις. Και μετά σκέφτομαι ότι είναι ο χώρος, ο χρόνος.
Εγώ.
Εσύ.
Εκεί που γνωριστήκαμε σε ένα χάος. Με ένα χάδι. Σε ένα αόριστο τίποτα..
Σε ένα χρόνο που δεν είναι χρόνος.
Δεν με νοιάζει τι ηταν πριν .
Αν είναι το μετά, το έπειτα, το πριν, το μετέπειτα
Ξέρεις τι λέω.
Καταλαβαίνεις.
Μην κάνεις πώς δεν καταλαβαίνεις, γιατί αυτό πιότερο με αγγίζει.
Αυτό το ράγισμα που ένιωσα. Που έσβησα, όταν στα χείλη με φίλησες. Στα μάτια με κοίταξες. Στα χέρια με κράτησες. Όταν σε έσφιξα μέσα μου μπροστά στον ολόσωμο καθρέφτη και τον ράγισες.
Εσύ.
Εσύ που με ραγίζεις κάθε φορά.
Με ραγίζεις.
Στο χρόνο.
Στο χώρο, τόσο αόριστα πολύ και ακαθόριστα.
Και το ράγισμα αυτό είναι ακατανόητο ακαταλόγιστο, ανυπόφορα ακαταλαβίστικο.
Κάθε φορά όμως που με αγγίζεις.
Με ραγίζεις.
Ακατανόητα.
Ακατάλληλα.
Με ραγίζεις με μια ραγισματιά ακατανόητη.
Με αφήνεις ξέπνοη.
Αδιανόητη η ραγισματιά.
Μια ρωγμή στο διηνεκές ανεξήγητη.
Ε. Λ
viii
Κοιτάζω στα μάτια το καλοκαίρι
Περιθωριοποιημένο φαίνεται
Σκέφτομαι τις Ιθάκες του νόστου και ματώνω
Περισυλλέγω θαλασσινό νερό σε κεχριμπαρένιο βάζο
και βότσαλα για να έχω την ψευδαίσθηση
πως φυλάκισα την εποχή.
Υπέροχος φυγάς ο κρατούμενος μου
Ξεγλιστρά σα χταποδάκι γρήγορα, γρήγορα
Βεντουζάρει πάνω σε ένα λασπωμένο σώμα που καλύτερα να έχει αυτή την αίσθηση παρά τις μαύρες σκέψεις που γατζώνονται σε τούτη την άγρια ψυχή.
Κι ενώ σιγά, σιγά απόδρασα από το όνειρο
Εμφανίζεται μια χρωματική παλέτα, ενός άγριου δειλινού και μαζί του το όνειρο συνεχίζεται για άλλες Ιθάκες, για άλλο Νόστο, για άλλους πολύτροπους Οδυσσέες, για καλλιπλόκαμες νεράιδες, για έντιμες συμβίες.
Η ζωή σε εκπληκτική κίνηση...
Ε. Λ
Η δύναμη της ποιητικής δημιουργίας είναι ασυναγώνιστη. Απλώνεις τη φαντασία και το συναίσθημα. Βάζεις το μυαλό σε πρωτόγνωρα μονοπάτια. Επιτρέπεις σε άλλους να αγγίξουν τους ενδόμυχους πόθους, τις επιθυμίες σου θεωρώντας ότι σε γνωρίζουν κιόλας. Ας μην ξεχνάμε όμως πώς η γραφή είναι τέχνη. Πάντα ο ποιητής χρησιμοποιεί το ποιητικό υποκείμενο, το σκηνικό του γίνεται σκηνοθέτης, στήνει μια μικρή παράσταση μπροστά στα μάτια των αναγνωστών του. Μέσα σε λίγες γραμμές δημιουργεί προβληματισμό, ανησυχία, αγωνία. Η ποίηση είναι μια κορυφαίο τέχνη, γιατί συνδυάζει πολλές τέχνες μαζί. Είναι εγκεφαλική. Είναι φιλοσοφική. Μέσα από μικρά κείμενα στοχάζεσαι.
Ανακάλυψα αυτή την δημιουργική γραφή τα τελευταία χρόνια και ομολογώ ότι με συνεπαίρνει τούτη η αποτύπωση των σκέψεων μου πάνω στο χαρτί.Δεν ξέρεις ποτέ που και πως μπορεί να σε βρει η έμπνευση. Εμένα μου ήρθε μια φορά τρεις η ώρα τα ξημερώματα κι από κείνη την στιγμή και έπειτα, όταν έρχεται η ώρα να γράψω θα πρέπει να το κάνω, αλλιώς βασανίζομαι. Είναι μια σκέψη, μια εικόνα, ένα γέλιο που πρέπει να αποτυπωθεί. Αλλά όταν ξεκινώ να γράψω δεν ξέρω πότε, που και πως θα οδηγηθώ. Με την ποίηση οδηγείσαι σε περίεργους και άγνωστους ατραπούς.
Ονομάζομαι Ειρήνη Λεοντάρα. Γεννήθηκα στον Πειραιά. Σπούδασα στη Φιλοσοφική του Πανεπιστημίου του Ρεθύμνου, στο τμήμα της Φιλολογίας, στο Νεοελληνικό και Βυζαντινό τμήμα.
Ζω και εργάζομαι στο Ηράκλειο στην ιδιωτική εκπαίδευση. Για μένα αυτό ήταν ένας έρωτας η διδασκαλία μου με τα παιδιά. Είναι πάντα μια κορυφαία στιγμή, γιατί ένας φιλόλογος είναι πάντα και ένας μαθητής με τους μαθητές του. Θεωρούσα από την πρώτη στιγμή της διδασκαλίας μου ότι αυτό θα είναι και το μόνο που μπορώ να κάνω καλά. Μέχρι που ήρθα "αντιμέτωπη" με τη συγγραφή. Γράφω σε πολλές σελίδες του διαδικτύου ποιήματα και μικρά πεζά.
Εγώ είμαι.. Τι με παρατηρείς μέσα από τα μαύρα γυαλιά, που κρύβουν το εγώ σου; Εγώ είμαι έξω από τη γυάλινη σπασμένη σφαίρα, που με είχες εντάξει να ζω, έξω από αυτό το χώμα , που με είχες φυτέψει για να ανθίσω, πέρα από κείνο, που πάντα θα υπολόγιζες να είμαι. Κοίτα με σου φαίνομαι ίδια; Εγώ, που κυνηγούσα μέχρι και τους Κύκλωπες τους τυφλούς μήπως σε βρουν και πληγώσουν, τώρα βρίσκομαι κι εγώ να πίνω καφέ μαζί τους και να τους εξηγώ πως κι εγώ που έβλεπα, δεν έβλεπα εν τέλει. που και τα χρώματα, που διέκρινα δεν άλλαζαν τον κόσμο. Πως ίσως εκείνοι έβλεπαν καλύτερα. Εγώ που μέχρι και την αποκεφαλισμένη Μέδουσα φύλαγα να μην τη δεις και σε καταστρέψει, εγώ τώρα χτενίζω τα μαλλιά της και της εξηγώ ότι κι αυτός ο φόνος της ήταν λύτρωση για κείνη πως κι αυτή η μεταμόρφωσή της σε Μέδουσα ήταν σωτήριο, καθώς κάπως έτσι γλίτωσε τη γυάλινη σπασμένη σφαίρα και το χώμα. Κοίτα με! Δίπλα σε όλους εκείνους τους κακούς, που πολεμούσα να μην γρατζουνίσουν ούτε στο ελάχιστο την καρδιά σου να τους εξηγώ πως η καρδιά μου δεν υπάρχει πια. Να τους εξηγώ πως την έκανες πέτρα, πως όλα εκείνα για τα οποία ύψωνα την ασπίδα ήταν πλέον μια παράλληλη φύση της ζωής, μια έξαψη της φαντασίας μου. Κοίτα με δεν κλαίω όχι γιατί είναι πέτρα η καρδιά μου γιατί ακόμα κι εκείνη αόρατη χτυπά δυνατά και σπάει και 'χει κομματιάσει τόσες φορές, που πλέον δεν υπάρχει μέρος να μην έχει χτυπηθεί , μέρος να μην έχει πονέσει. Δεν κλαίω όχι γιατί δεν πονάω αλλά γιατί έχω συνηθίσει τις μαχαιριές σου, έχω πλέον πληγές ανοιχτές κι εκείνες δε νιώθουν πια τον πόνο σου.
Εγώ είμαι! Αυτή που σου έδινε τη χαρά και το χαμόγελό της σε κάθε σφαλιάρα σου, αυτή που στεκόταν όρθια σε κάθε σπρώξιμό σου και σε αγκάλιαζε γιατί έτσι θεωρούσε πως θα σε θεραπεύσει και μετά εσύ πάλι την χτύπαγες και πάλι εκείνη σε έπαιρνε αγκαλιά και σε κοιτούσε μήπως τώρα φορτίσεις από αγάπη. Μα δεν υπολόγισες πόσα κόκκινα σημάδια είχα και πώς πλήθαιναν αυτά κάθε φορά που έτρεχα για σένα...λύγισα πλάνταξα στο κλάμα και θεώρησα πως έτσι θα αντέξω να σε αγαπώ περισσότερο να προσπαθώ περισσότερο με το ρόπαλο να σε επαναφέρω στην αρένα της μάχης.
Με αναγνωρίζεις; ή καλύπτουν το πρόσωπό μου οι γρατζουνιές, που έγιναν βαθιές πληγές του παρελθόντος σου; Έπεφτα με τα γόνατα να συγκρούονται στο τσιμέντο για να σηκωθείς και να με δεις για να μου πεις μπράβο σε αγαπώ προχώρα, για να σε σώσω. Για να με σώσω. Κι εσύ όπως ήμουν γονατισμένη κρατώντας στα χέρια μου εσένα , που είσαι πιο βαρύ κι από τη γη του Άτλαντα, με πίεζες να ξαπλώσω, με έσπρωχνες να παραδοθώ στη δύναμη της μοίρας. Δες με πώς σηκώθηκα και σε πέταξα μακριά, αδιαφορώντας για το αν υπάρχεις μέσα μου.
Έγιναν όλοι οι άλλοι η ύπαρξή μου κι εσύ μια παράπλευρη αναγκαιότητα του συζην. Εγώ είμαι τι με κοιτάς; Εγώ που θυσίαζα την αναπνοή μου για να εισπνεύσεις εσύ, εγώ που λάσπωνα την καρδιά μου για να σε δέσουν με κηδεμόνα , για να ελέγχω την ανάπτυξή σου. Κοίτα με ζω μέσα σου, μα τόσο μακριά σου, που ούτε καν σε βλέπω πια, ούτε καν που νοιάζομαι αν θα επιβιώσεις, αν θα επιβιώσουμε κι οι δύο. Μη μου κρούεις τον κώδωνα του κινδύνου, τη νιώθω την ενόχληση, το αισθάνομαι το νεύρο του πόνου όταν το προκαλείς μα τόσα χρόνια που σε σεβόμουν με κατέστρεφες, τώρα θα σωπάσεις γιατί δε σε αντέχω άλλο να γίνεσαι ο αφέντης και εγώ ο πιστός υπηρέτης πάντα στις διαταγές σου.
Μα τι εννοείς ή μαζί ή τίποτα κι αν θέλω να σε αποχωριστώ δεν υπάρχει τρόπος; Τι εννοείς τα μάτια μου προδίδουν τη συνύπαρξή μας; Τι εννοείς το πνεύμα μου γεννήθηκε από σένα; Τι εννοείς το συναίσθημα φτιάχτηκε μαζί με σένα; Μα τι εννοείς η καρδιά χτυπά χάρη σε σένα; Και τότε τι κάνουμε; Είμαι αφιερωμένη σε σένα στη λάσπη μέσα στη γυάλινη σφαίρα σου για πάντα κι εσύ μου συνθέτεις το παρελθόν, παρόν και μέλλον. Εσύ μου χτίζεις το είναι.. Και το έκανες τόσο ευάλωτο, το έκανες τόσο ρευστό, που όλοι πάτησαν για να νιώσουν τη γαλήνη καθώς ποδοπατούσαν την απαλή επιφάνειά του και παραμορφώνοντάς το κάθε φορά σε κάτι ακόμα πιο άσχημο.
Κι εγώ ήμουν εκεί για αυτούς γιατί εσύ με φόβισες πως για τέτοιους είμαι. Κι εγώ προσπαθώ να σώσω τον κόσμο γιατί δεν μπορώ πια να σώσω εσένα, γιατί κουράστηκα να σώζω εμάς. Γιατί το θεωρώ ανώφελο να καώ και πάλι στη φωτιά για να σε βγάλω έξω από αυτή και να ανασάνεις. Γιατί έπεσα ανάσκελα τόσες πολλές φορές μέσα στην στάχτη απλά για να σε δω να ζεις κι εσύ να παραπατάς στην πρώτη πέτρα και εγώ σαν μπαστούνι να σου λέω πρόσεχε... Γιατί απηύδησα και ξεφύσηξα δυνατά την τελευταία φορά που προσπάθησα να σε σηκώσω και εσύ αδιαφόρησες να πιάσεις το χέρι μου.
Για όλα κείνα που δε λέω ζω πλέον για τους άλλους γιατί ίσως σε κείνους μπορεί να καταφέρω να φτιάξω εκείνα για τα οποία εσύ μου γυρνούσες επιδεικτικά το κεφάλι.
Για όλα εκείνα που δε λέω ναι το παραδέχομαι ζω για αυτούς σκοτώνοντας εσένα, πυροβολώντας εμένα, ευνουχίζοντας εμάς. Μα έτσι προχωρώ να αδιαφορούν κι εκείνοι κι εσύ για όλα όσα προσπάθησα να σας δώσω, εκείνοι να μην προσφέρουν κάτι πίσω κι εσύ τότε που ασχολούμουν μαζί σου να μην αντιδράς. Και πες μου ποιον να κοιτάξω;
Ποιον να βγάλω από το πηγάδι; Δεν βλέπω φως. τι συνέβη; Δεν βλέπω ήλιο και δεν βλέπω και τριγύρω μου το πηγάδι σας, μονάχα τοίχο και νερό να κολυμπώ. Κοίτα με με αναγνωρίζεις; Εδώ κάτω στο σκοτάδι μέσα στο νερό και τριγύρω τοίχους να σας καλώ να με σώσετε, να σας παρακαλώ την προσοχή να σας πετάω από το σκοτάδι πάνω ό,τι θησαυρούς βρίσκω να τα πάρετε για να με δείτε για να με αγγίξετε για να αγαπήσετε εσείς εμένα πια. Σκύψτε και δείτε με, ακούστε τον ήχο που κραυγάζει εδώ κάτω για προσοχή και αγάπη, σκύψτε και δείτε πόσο χαμηλά είμαι για να σας ανεβάσω, σε τούτο το πηγάδι, που τράβηξα να σώσω και σένα και τους άλλους γλίστρησα και μένω εγώ πια. Και μένα τώρα ποιος θα με βγάλει; Κι εσάς πια ποιος θα σας σώσει αν όχι εγώ;