Ακούστε το αρχαιότερο ελληνικό τραγούδι που σώθηκε ολόκληρο.

 

Όσο ζεις λάμψε, καθόλου μη λυπάσαι. Η ζωή διαρκεί για λίγο, ο χρόνος καθορίζει το τέλος”

Η αρχαιότερη, διασωθείσα ολοκληρωμένη μουσική σύνθεση είναι ο Επιτάφιος του Μικρασιάτη Σείκιλου που έγραψε: «Όσο ζεις λάμψε, καθόλου μη λυπάσαι. Η ζωή διαρκεί για λίγο» Είναι γνωστός ο ρόλος και o σημαντικός ρόλος της μουσικής στην αρχαία ελληνική κοινωνία, καθώς και η παρουσία της σε οποιαδήποτε σημαντική πτυχή αυτής, είτε επρόκειτο για ευχάριστες ή δυσάρεστες συνευρέσεις και συνεστιάσεις. Πλέον, είναι δυνατόν να ακούσουμε το αρχαιότερο γνωστό τραγούδι, παγκοσμίως μάλιστα. Αξίζει να σημειωθεί πως σώζονται τόσο οι στίχοι όσο και η μουσική του τραγουδιού, το οποίο αποδίδεται στον Σείκιλο που έζησε στις Τράλλεις της Μικράς Ασίας, περίπου κατά τον 2 αιώνα π.Χ. Όπως σημειώνεται, ο Σείκιλος έγραψε το τραγούδι αυτό μετά το 200 π.Χ. Ακούστε το:


Είχε γραφεί σε επιτύμβια κυλινδρική στήλη με ύψος 40 εκατοστών, περιέχοντας ένα επίγραμμα δώδεκα λέξεων και ένα ακόμη τραγούδι δεκαεφτά λέξεων, μαζί με τη μουσική. Αξίζει να σημειωθεί πως οι στίχοι βρίσκονται στην κοινή ελληνική της ελληνιστικής εποχής, ενώ η επιτύμβια στήλη ανακαλύφθηκε στην πόλη Αϊδίνιο (όπως λέγεται σήμερα η άλλοτε πόλη των Τραλλέων) το 1883.
Στην κορυφή της στήλης, αναφέρεται το όνομα του ανθρώπου που το έγραψε, ενώ το θέμα είναι προφανώς επηρεασμένο από την επικούρεια φιλοσοφία, καθώς αποτελεί μια προτροπή να ζήσει κανείς, δίχως να λυπάται και να διστάζει. Συγκεκριμένα: “Όσο ζεις λάμψε, καθόλου μη λυπάσαι. Η ζωή διαρκεί για λίγο, ο χρόνος καθορίζει το τέλος”, είναι το μήνυμα του τραγουδιού. Όπως αναφέρεται, στο κάτω μέρος της στήλης έχει εντοπιστεί η αφιέρωση στην “Ευτέρπηι” (ΣΕΙΚΙΛΟΣ ΕΥΤΕΡΠΗΙ στο πρωτότυπο), δίχως ωστόσο να έχει γίνει γνωστό ποια ακριβώς -φιλική, αδερφική, πατρική, συντροφική- σχέση είχε ο Σείκιλος μαζί της.



Σήμερα, η στήλη φυλάσσεται στο Εθνικό Μουσείο της Δανίας.


πηγή 
http://www.inewsgr.com/


https://homouniversalisgr.blogspot.com/






Η ΠΑΙΔΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ - ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΟΥ LEWIS HINE ΠΟΥ ΑΠΕΙΚΟΝΙΖΟΥΝ ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ΟΥ ΑΙΩΝΑ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ

 

Εκείνη την περίοδο, τα εργοστάσια δεν ήταν θερμαινόμενα ή κλιματιζόμενα και δεν είχαν επαρκή αερισμό και φωτισμό. Και η πληρωμή δεν ήταν καλύτερη: τα κορίτσια που εργάζονταν στα εργοστάσια ενδυμάτων το 1850, για παράδειγμα, κέρδιζαν μόλις πάνω από 100 δολάρια το χρόνο

Τα κείμενα πλαισιώνονται με φωτογραφίες του Lewis Hine

Άρθρο 32 1. Τα Συµβαλλόµενα Κράτη αναγνωρίζουν το δικαίωµα του παιδιού να προστατεύεται από την οικονοµική εκµετάλλευση και από την εκτέλεση οποιασδήποτε εργασίας που ενέχει κινδύνους ή που µπορεί να εκθέσει σε κίνδυνο την εκπαίδευσή του ή να βλάψει την υγεία του ή τη σωµατική, πνευµατική, ψυχική, ηθική ή κοινωνική ανάπτυξή του. 


2. Τα Συµβαλλόµενα Κράτη παίρνουν νοµοθετικά, διοικητικά, κοινωνικά και εκπαιδευτικά µέτρα για να εξασφαλίσουν την εφαρµογή του παρόντος άρθρου. Για το σκοπό αυτόν, και λαµβάνοντας υπόψη τις σχετικές διατάξεις των άλλων διεθνών οργάνων, τα Συµβαλλόµενα Κράτη ειδικότερα:


α) Ορίζουν ένα κατώτατο όριο ή κατώτατα όρια ηλικίας για την είσοδο στην επαγγελµατική απασχόληση. 
β) Προβλέπουν µια κατάλληλη ρύθµιση των ωραρίων και των συνθηκών εργασίας. 
γ) Προβλέπουν κατάλληλες ποινές και άλλες κυρώσεις, για να εξασφαλίσουν την αποτελεσµατική εφαρµογή του παρόντος άρθρου. 

(«Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού» - άρθρο 32, 1989)


Στο Νότο, τα παιδιά εργάζονταν ως καθαριστές στρειδιών σε κονσέρβες πριν και μετά το σχολείο. Οι εργαζόμενοι στα κονσερβοποιία συνήθως εργάζονταν 14 ώρες και ζούσαν σε ειδικά στρατόπεδα που είχαν φτιαχτεί για το εργατικό δυναμικό του εργοστασίου

 Φωτογραφίες - Lewis Hine

Το 1908, ο Lewis Hine έγινε ο επίσημος φωτογράφος της Εθνικής Επιτροπής Παιδικής Εργασίας. Για τα επόμενα δέκα χρόνια ο Hine φωτογράφιζε παιδιά εργάτες σε όλη τη χώρα, από τη Νέα Υόρκη έως την Καρολίνα του Πίτσμπεργκ, καταγράφοντας τις άθλιες συνθήκες στις οποίες εργάζονταν τα παιδιά. Σε αντίθεση με τους φωτογράφους των ντοκιμαντέρ που επιδιώκουν απλώς να αναδείξουν γεγονότα και συνθήκες, ο Hine είχε έναν πολιτικό στόχο: να τερματίσει την πρακτική της παιδικής εργασίας.

Τότε, οι ιδιοκτήτες επιχειρήσεων σε ολόκληρη τη χώρα αποκόμιζαν σημαντικά κέρδη από την παιδική εργασία και αγωνίστηκαν ενάντια σε οποιεσδήποτε προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις που θα αύξαναν την προστασία των εργαζομένων και κατ’ επέκταση και το μισθό τους. Στην πραγματικότητα, συχνά απειλούσαν και δεν συμμορφώνονταν με τους ήδη υφιστάμενους εργατικούς νόμους, πράγμα που σημαίνει ότι τα στελέχη δεν χαιρετούσαν ακριβώς την παρουσία φωτογράφων όπως ο Hine.

Κατά συνέπεια, ο Hine αντιμετώπισε αντίσταση τόσο από τους αστυνομικούς όσο και τους εργοδότες που τον εμπόδιζαν να εισέλθει στα εργοστάσιά τους, φοβούμενοι πως οι φωτογραφίες θα απειλούσαν ολόκληρη τη βιομηχανία τους, είτε ήταν κονσέρβες είτε βαμβάκι.

Για να μπορέσει να εισέλθει σε αυτές τις εγκαταστάσεις, ο Hine συχνά μεταμφιεζόταν – και αντιμετώπιζε απειλές, ακόμα και απειλές για τη ζωή του, αν τύχαινε να τον ανακαλύψουν.

Αναμφισβήτητα, ο Hine συνέχισε να γυρίζει και να διαδίδει τις φωτογραφίες του παντού: φυλλάδια, περιοδικά, εκθέσεις φωτογραφίας και διαλέξεις. Τελικά, οι εικόνες που παρουσίαζαν κουρασμένα, τραυματισμένα, φτωχά παιδιά βοήθησαν να πείσουν την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να θεσπίσει και να επιβάλλει αυστηρότερους νόμους που σκοπό είχαν να προστατεύουν τα παιδιά στους χώρους εργασίας αντί να τα εκμεταλλεύονται.

 http://www.iforinterview.com/

Οι φωτογραφίες και ο σχολιασμός τους είναι επίσης  από 
 http://www.iforinterview.com/


Την εποχή της απογραφής των Ηνωμένων Πολιτειών του 1900, ένα στα έξι παιδιά ηλικίας μεταξύ πέντε και δέκα συμμετείχε στο εργατικό δυναμικό. Στην πραγματικότητα, την εποχή εκείνη η παιδική εργασία αποτελούσε το 20% του συνόλου του εργατικού δυναμικού. Τα περισσότερα εκτός σχολείου και αναλφάβητα, επειδή οι γονείς τους δεν είχαν άλλη επιλογή από το να τα στείλουν για εργασία, ώστε να βοηθήσουν και να στηρίξουν την οικογένειά τους.



Τέλλος Αγρας  - Το ξανθό παιδί

Ξανθό παιδί, γλυκά χλωμό,
μάτσο τα γιασεμιά πουλούσες,
τις βιόλες τις μοσκοβολούσες,
έξω απ’ τον πέτρινο σταθμό.

Στα μάτια μου έφεξε η ψυχή,
το μέτωπό σου να χαϊδέψει,
που μου λαλούσε — σα μια σκέψη
ξάστερη και παρθενική.

Στο μέτωπό σου χαμηλά,
κι ίσια σου επέφταν στους κροτάφους
—που θα επαιδεύαν τους ζωγράφους—
άπηχτα, αριά, ρηχά μαλλιά.

Κεφαλάκι άγουρο παιδιού,
γύρος σερμένος στην εντέλεια,
μάτια, σα στόματα: δυο γέλια
και δυο καλέσματα χαδιού…

Κι όσο έστεκα να σε θωρώ,
πήρε η ψυχή να συνεδέσει
τα όσα είχε αφήσει κι είχαν πέσει,
σωρό, σπασμένα από καιρό.
Η ελληνική ποίηση, επιμέλεια Κώστας Στεργιόπουλος, τόμ. 3, Σοκόλης

http://ebooks.edu.gr/



Οι μητέρες συχνά έφερναν τα παιδιά τους στα εργοστάσια επειδή δεν είχαν επιλογές φροντίδας. Παρότι τα παιδιά δεν είχαν άδεια εργασίας στα κονσερβοποιία πριν τα 14, τα μικρά παιδιά συχνά βοηθούσαν, αλλά μερικές φορές έπρεπε να κρύβονται αν ένας ερευνητής επιθεωρούσε τους εργοστασιακούς όρους.

ΦΡΑΝΤΣΕΣΚΟ Ντ' Αντάμο  - Ικμπάλ, ένα παιδί ενάντια στην παιδική εργασία

Ο δεκατριάχρονος Ικμπάλ Μασίχ βρέθηκε δολοφονημένος στο χωριό του, στο Πακιστάν, τον Απρίλιο του 1995, λίγους μήνες αφού είχε παραλάβει το διεθνές βραβείο «Νέοι σε δράση» και είχε εκφωνήσει την ομιλία του στην Αμερική, στην οποία εξιστορούσε τα έξι χρόνια σκλαβιάς του σε ένα εργαστήριο χαλιών στη Λαχόρη. Οι δολοφόνοι του (το πιο πιθανό μέλη της «Μαφίας των Χαλιών», όπως αποκαλείται) δε συνελήφθησαν ποτέ.

Στο γλυκόπικρο αυτό μυθιστόρημα, ο Ντ’ Αντάμο αφηγείται την ιστορία του Ικμπάλ μέσα από τα μάτια ενός μυθιστορηματικού προσώπου – της Φατίμα, συνομήλικής του και συναδέλφου του στο εργαστήριο χαλιών. 
Η Φατίμα πουλήθηκε (όπως και ο Ικμπάλ) στον απάνθρωπο Χουσεΐν Χαν για τρία χρόνια, με σκοπό να ξεπληρώσει το χρέος του πατέρα της. Όταν ξεκινάει η ιστορία, η Φατίμα έχει ήδη ξεχάσει πώς ήταν η ζωή της πριν από το εργαστήριο. Οι ατελείωτες ώρες δουλειές, το λιγοστό φαγητό, το ξύλο, η τρομοκρατία και οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης της έχουν γίνει πια συνήθεια και δε διαμαρτύρεται. Όταν όμως εμφανίζεται στο εργαστήριο ο Ικμπάλ και τους λέει ότι ποτέ δεν πρόκειται να ξεπληρωθεί το χρέος των πατεράδων τους κι ότι είναι καταδικασμένοι να εργάζονται για πάντα εκεί, όλοι δυσανασχετούν στην αρχή. Ο Ικμπάλ, όμως, τους πείθει σιγά σιγά για την αλήθεια των λόγων του και στη συνέχεια προσπαθεί να πείσει τα παιδιά να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους και να επαναστατήσουν ή να αποδράσουν. 
Μετά από μια αποτυχημένη δική του απόδραση (που του δίδαξε, όμως, μερικά πολύ χρήσιμα πράγματα για τη συνέχεια), καταφέρνει να αποδράσει άλλη μία φορά και να ζητήσει άσυλο στο «Απελευθερωτικό Μέτωπο», μια οργάνωση που βοηθά παιδιά σαν αυτόν. Με τη βοήθεια των ακτιβιστών του «Απελευθερωτικού Μετώπου» ελευθερώνει τα παιδιά από το εργαστήριο και κλείνει στη φυλακή τον Χουσεΐν Χαν, αλλά αυτό δεν του αρκεί. Γίνεται ενεργός ακτιβιστής, βοηθάει πολλά άλλα παιδιά σαν κι αυτόν να ελευθερωθούν και παλεύει για τα δικαιώματά τους. 
Βαθιά ανθρώπινο, το βιβλίο αυτό εξιστορεί την παραδειγματική ζωή του Ικμπάλ δίχως να ξεφεύγει από την αλήθεια των γεγονότων, αλλά και δίχως να προσδίδει περιττό συναισθηματισμό στα γεγονότα. 
Απαραίτητο ανάγνωσμα για όσους αναρωτιούνται αν υπάρχει παιδική εργασία στον κόσμο.



Το 1900, περίπου 1 εκατομμύριο άνθρωποι τραυματίστηκαν δουλεύοντας σε εργοστάσια, πολλά από τα οποία ήταν παιδιά. Στην πραγματικότητα, το 50% των συνθηκών της παιδικής εργασίας περιελάμβανε επικίνδυνη εργασία. Στα μηχανήματα ταχείας κίνησης κατακρεουργούνταν χέρια και χάνονταν δάχτυλα∙ εξαντλημένα παιδιά έπεφταν στα μηχανήματα νυσταγμένα∙ κι εκείνοι που περιορίζονταν σε στενούς χώρους πέθαιναν σε εκρήξεις, σπηλιές και πυρκαγιές

Χανς Κρίστιαν Άντερσεν - Το κοριτσάκι με τα σπίρτα


Έκανε κρύο φοβερό, έπεφτε χιόνι πυκνό και είχε αρχίσει να νυχτώνει· το βράδυ, το τελευταίο βράδυ του χρόνου, πλησίαζε. Αλλά παρά το κρύο και το σκοτάδι, ένα φτωχό κοριτσάκι, ξεσκούφωτο και ξυπόλυτο, γύριζε στους δρόμους. Όταν έφυγε από το σπίτι της φορούσε παντόφλες, αλλά ήτανε πολύ μεγάλες - αφού ανήκανε στη μητέρα της - και της έφυγαν από τα ποδαράκια κάποια στιγμή που διέσχιζε τρέχοντας το δρόμο για ν' αποφύγει δυο άμαξες. Η μία παντόφλα χάθηκε, την άλλη την άρπαξε ένα παιδί που ήθελε να την κάνει κούνια για την κούκλα του.

Έτσι λοιπόν το κοριτσάκι περπατούσε ξυπόλυτο και τα πόδια του είχανε μελανιάσει από το κρύο. Κρατούσε ένα ματσάκι σπίρτα στο χέρι, και στην τσέπη τής φθαρμένης της ποδιάς είχε κι άλλα. Κανένας δεν είχε αγοράσει ούτ' ένα σπίρτο όλη την ημέρα, κανένας δεν της είχε δώσει μια δεκάρα. Έτρεμε από το κρύο και την πείνα καθώς σερνόταν εδώ κια εκεί - προσωποποίηση της δυστυχίας - το κακόμοιρο το κοριτσάκι.

Νιφάδες χιονιού κάθονταν στα μακριά, ξανθά μαλλιάς της, που έπεφτεν χυτά σε μπούκλες ως τους ώμους της· αλλά η μικρή δεν σκεφτότανε ούτε την ομορφιά της ούτε το κρύο. Σε όλα τα παράθυρα έλαμπαν φώτα κι η μυρωδιά της ψητής ψήνας έβγαινε από μερικά σπίτια: ήτανε παραμονή Πρωτοχρονιάς, κι αυτό μόνο σκεφτότανε το κοριτσάκι.

Σε μια γωνία που σχημάτιζαν δυο σπίτια, επειδή το ένα προεξείχε από το άλλο, το κοριτσάκι κάθισε και ζάρωσε τα ποδαράκια του όσο γινόταν πιο σφιχτά, όμως δεν μπορούσε να τα ζεστάνει. Δεν τολμούσε να γυρίσει στο σπίτι, γιατί δεν είχε πουλήσει ούτε ένα σπίρτο, δεν είχε κερδίσει ούτε μια δεκάρα, και ίσως ο πατέρας της την έδερνε· άλλωστε, η σοφίτα που μένανε δεν ήτανε πιο ζεστή από το δρόμο, και παρ' όλο που είχανε φράξει πολλές τρύπες στη στέγη με άχυρα και κουρέλια, ο παγωμένος αέρας και το χιόνι έμπαιναν μέσα. Τα χεράκια του κοριτσιού ήτανε ξυλιασμένα· ένα μονάχα σπίρτο αν άναβε, μπορεί και να τα ξέσταινε λιγάκι. Πήρε ένα από το μάτσο και το 'τριψε στον τοίχο: μπράβο! Έβγαλε μια φωτεινή, ξεστή φλόγα και η μικρή πλησίασε τα χέρια της. Τότε της φάνηκε σαν να φωτίστηκαν όλα γύρω από τη μαγική φλόγα· και η μικρή νόμισε ότι στ' αλήθεια καθότανε μπροστά σε μια μεγάλη σιδερένια θερμάστρα με μπρούντζινα στολίδια, που μέσα της κόρωνε η φωτιά. Η μικρή τέντωσε και τα πόδια της για να ζεσταθούν· όμως, τι κρίμα, μέσα σε λίγες στιγμές η φλόγα έσβησε, χάθηκε κι η θερμάστρα, και το κοριτσάκι βρέθηκε πάλι ξυλιασμένο με την κάφτρα του σπίρτου στο χέρι.

Έτριβε και δεύτερο σπίρτο στον τοίχο, που άναψε και λαμποκόπησε, και σ' όποιο σημείο του τοίχου έπεφτε το φως του, τον έκανε διάφανο σαν πέπλο, έτσι που το κοριτσάκι μπορούσε να δει τι γινότανε μέσα στο σπίτι. Στο τραπέζι ήταν στρωμένο ένα κατάλευκο τραπεζομάντιλο από δαμασκηνό ύφασμα και πάνω του σερβίτσιο πορσελάνινο· η ψητή χήνα, γεμισμένη με μήλα και ξερά δαμάσκηνα, μοσχομύριζε. Αλλά τότε ξαφνικά η χήνα, που είχε ακόμα μπηγμένα στο στήθος της ένα μαχαίρι κι ένα πιρούνι, πήδηξε απ' την πιατέλα στο πάτωμα και προχώρησε κουνιστή και λυγιστή προς το μέρος του φτωχού κοριτσιού. Όμως εκείνη τη στιγμή έσβησε το σπίρτο και η μικρή βρέθηκε πάλι δίπλα στον χοντρό, κρύο τοίχο.

Άναψε τρίτο σπίρτο. Πάλι άστραψε η φλόγα, κι αυτή τη φορά βρέθηκε κάτω από ένα πανέμορφο χριστουγεννιάτικο δέντρο, πολύ μεγαλύτερο και πολύ πλουσιότερο από εκείνο που είχε δει ανήμερα τα Χριστούγεννα μεσ' από τις γυάλινες πόρτες στο σπίτι του πλούσιου εμπόρου. Εκατοντάδες κεράκια φώτιζαν τα πράσινα κλαδιά του, όπου ήτανε κρεμασμένες μικροσκοπικές κούκλες, απ' αυτές που βλέπουμε στις βιτρίνες των καλών καταστημάτων. Η μικρή τέντωσε τα χέρια της να τις αγγίξει, αλλά εκείνη τη στιγμή το σπίρτο έσβησε· όμως τα χριστουγεννιάτικα κεράκια ανέβηκαν ψηλά, πολύ ψηλά, η μικρή τα έβλεπε σαν να ήταν αστέρια στον ουρανό. Κι έν' απ' τ΄αστέρια έπεσε, αφήνοντας πίσω του μια φωτεινή ουρά.

«Κάποιος πεθαίνει ετούτη τη στιγμή», είπε το κοριτσάκι· αυτό της το είχε μάθει η γιαγιά της - ο μοναδικός άνθρωπος που της είχε φερθεί καλά, αλλά τώρα ήτανε πεθαμένη -, ότι δηλαδή, όποτε πέφτει έν' αστέρι στη γη, κάποια ψυχή ανεβαίνει στο Θεό.

Έτριψε κι άλλο σπίρτο στον τοίχο, κι όταν άναψε, είδε να στέκεται μπροστά της η αγαπημένη της γιαγιά, ευγενική και τρυφερή όπως πάντα, αλλά και γελαστή και χαρούμενη όσο δεν την είχε ξαναδεί ποτέ της.

«Γιαγιάκα μου!» φώναξε η μικρή. «Αχ, πάρε με μαζί σου! Ξέρω ότι θα χαθείς κι εσύ μόλις σβήσει το σπίρτο, όπως χάθηκε η ζεστή φωτιά στη σόμπα και το υπέροχο πρωτοχρονιάτικο τραπέζι και το πανέμορφο χριστουγεννιάτικο δέντρο!» Κι άρπαξε όλα τα υπόλοιπα σπίρτα και τ' άναψε για να μη χαθεί η γιαγιά της. Και τα σπίρτα έκαναν μια μεγάλη φλόγα και τα φώτισαν όλα γύρω σαν να ήτανε μέρα-μεσημέρι. Ποτέ η γιαγιά της δεν είχε παρουσιαστεί τόσο ψηλή και καλοντυμένη, τόσο ωραία κι ευγενική· πήρε το κοριτσάκι στην αγκαλιά της και πετάξανε μαζί, χαρούμενες κι οι δύο, ψηλά, πολύ ψηλά, εκεί όπου δνε υπάρχει ούτε κρύο ούτε πείνα ούτε βάσανα: στον Παράδεισο.

Το άλλο πρωί βρέθηκε το κοριτσάκι κουρνιασμένο στη γωνία. Τα μάγουλά της ήταν ρόδινα, τα χείλη της χαμογελαστά· αλλά το κρύο της τελευταίας νύχτας του παλιού χρόνου είχε ξυλιάσει το κορμάκι της. Ο ήλιος της Πρωτοχρονιάς έλαμψε πάνω από το άψυχο παιδί, που έγερνε στον τοίχο μ' ένα μάτσο καμένα σπίρτα στην αγκαλιά του. «Προσπαθούσε να ζεσταθεί το κακόμοιρο!» έλεγε ο κόσμος. Αλλά κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί τα υπέροχα πράγματα που είχε δει, ούτε ότι εκείνη την ώρα κάπου πολύ ψηλά η μικρή και η γιαγιά της χαιρόντουσαν την ωραιότερη Πρωτοχρονιά τους.

[πηγή: Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, Ιστορίες και Παραμύθια, μετάφραση Ερρίκος Μπελιές, Ωκεανίδα, Αθήνα 1993, σ. 39-43]
http://digitalschool.minedu.gov.gr/



Στη Νέα Υόρκη, οι κρατικοί νόμοι εμπόδιζαν τα παιδιά κάτω των 14 ετών να δουλεύουν σε εργοστάσια. Όμως, σε εργαστήρια που δημιουργήθηκαν σε ιδιωτικές κατοικίες δεν υπήρχαν τέτοιοι κανονισμοί. Έτσι, με τη λήξη της “εργατικής ημέρας” τους, συχνά τα παιδιά έπαιρναν σπίτι μεγάλα πακέτα με ημιτελή ρούχα από τα εργοστάσια, ώστε να τα τελειώσουν στο σπίτι.


Το κορίτσι με τα σπίρτα -- Χάρης & Πάνος Κατσιμίχας

Παραμονή Πρωτοχρονιάς. Aπόψε μες στο χιόνι
σπίρτα στο δρόμο εσύ πουλάς, αχ κι είσαι τόσο μόνη.
Χρόνια πολλά, χρόνια καλά, χρόνια ευτυχισμένα,
κι αν περισσεύει μια δραχμή, σκεφτείτε με και μένα.

Μα ποιος να σταθεί να κοιτάξει, τα σπίρτα σου ποιος να σκεφτεί;
Νυχτώνει σε λίγο, νυχτώνει, διαβάτες περνούν βιαστικοί.

Ένα σπιρτάκι άναψε μες στ’ άσπρα δάχτυλα της,
πορτοκαλένιο άστραψε το χιόνι ολόγυρα της.
Και ξάφνου, μπρος στα πόδια της, μια σόμπα ασημένια
είδε να καίει μια φωτιά ζεστή μαλαματένια,
και το ποτάμι το βαθύ που ήταν παγωμένο,
έλαμψε σαν παράθυρο τη νύχτα φωτισμένο.

Και μες στο βυθό εκεί κάτω, νεράιδες αρχίσαν χορό,
μα σβήνει το σπίρτο και πέφτει σιωπή και σκοτάδι λευκό.

Ανάβει ολόκληρο κουτί κι ακούστηκε κιθάρα,
κι έσταζε φως του γεφυριού η πέτρινη καμάρα.
Και ήρθε μέσα από το φως, όπως στα όνειρα της,
η μάνα της με τα φιλιά και τη ζεστή αγκαλιά της.

Μανούλα κι εσύ, μη μ’ αφήσεις μονάχη τη νύχτα αυτή,
κρυώνω, φοβάμαι εδώ πέρα. Αχ, πάρε με τώρα μαζί.

Παραμονή, Πρωτοχρονιά. Τώρα ποιος τη θυμάται;
Αχ, δε τη σκέφτηκε κανείς, μοιάζει σαν να κοιμάται.



Ένα μικρό κορίτσι ξεκουράζεται μετά από μια μεγάλη εργασιακή μέρα.

Κική Δημουλά - Το κοριτσάκι με τα σπίρτα

Απόγευμα πρωτοχρονιάς
ψυχή στους δρόμους.
Μονάχα κάτι γκρίζο παλαιό
καινούργιου χρόνου.

Τρέμουν από το κρύο
τα σταυροδρόμια και οι γωνίες
σφίγγονται κολλάνε να ζεσταθούν
επάνω σε αλλότριας
πατρίδας
πλανόδιους ανθοπώλες

μπουκέτα φασκιωμένα
με αγριωπό χαρτί
και η φτηνή ποιότητα
με τρύπες διανθισμένη γύρω γύρω
από αυτοδίδακτο ψαλίδι καμωμένες

όπως κι εμείς όταν παιδιά
για σχέδια πεινασμένα
σ’ εφημερίδα διπλωμένη ομοιόμορφα
μικρά τετραγωνάκια ψαλιδίζαμε
κι όπως ξεδιπλωνόταν το χαρτί
τι χαρούμενα τι αλλεπάλληλα, τι συμμετρικά
παραθυράκια διάπλατα μάς άνοιγε το μέλλον.

Απόγευμα πρωτοχρονιάς
ψυχή στους δρόμους
μόνο κλειστά μεγάλα γκρίζα παράθυρα
κι ένα φτωχό χιονόνερο που ζητιανεύει χιόνι.
(Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως, 2007)





Αν τα παιδιά εργάτες της Νέας Υόρκης ήταν τυχερά εργάζονταν σε κτίρια “νέου νόμου”, τα οποία λειτουργούσαν σε πλήρη συμμόρφωση με τους νόμους περί φωτισμού και αερισμού. Πιο συχνά όμως, αυτά τα παιδιά και οι οικογένειές τους – συνήθως μετανάστες – ζούσαν σε ερειπωμένες, υπερβολικά πυκνοκατοικημένες κατοικίες.

Νικηφόρος Βρεττάκος  - Το παιδί με τα σπίρτα

Το παιδί της μεγάλωσε. Έκλεισε σήμερα
τα έξι του χρόνια. Το χτένισε όμορφα.
Δε θα ’χει πια ανάγκη. Περνά και το βλέπει.
Στη γωνιά της πλατείας στέκει σαν άντρας.
Απ’ τα πέντε κουτιά τα σπίρτα έχει κιόλας
πουλήσει τα τέσσερα. — Παίζει ο χειμώνας
στα δέκα του δάχτυλα. Έγινε νύχτα.
Κοιτάζει η μητέρα του δεξιά της, ζερβά της,
απάνω και κάτω. Σκοτάδι:

«Ας μπορούσεν ανάβοντας το παιδί μου ένα
        σπίρτο
              να φωτίσει τον κόσμο».
Ν. Βρεττάκος, Ποιήματα 1929-1970, τόμ. 2, Διογένης
http://ebooks.edu.gr/










Σε μερικά από τα μικρά διαμερίσματα του Μανχάταν, τα παιδιά έφτιαχναν τεχνητά λουλούδια σε αυτοσχέδια εργοστάσια. Ορισμένες οικογένειες έφταναν τα 20 δολάρια την εβδομάδα, αλλά αυτό σήμαινε πως τα παιδιά εργάζονταν μέχρι τις 8μμ, φτιάχνοντας 1700 λουλούδια ημερησίως και την επόμενη ημέρα παρακολουθούσαν το σχολείο.

Γιάννης Κοντός - Τι έγιναν τα παιδιά του Κάρολου Ντίκενς

«Χάθηκαν προσωρινά, γίνανε σκιές,
με παρακολουθούν για δευτερόλεπτα
μέσα από την ομίχλη,
πιάνουν την άκρη του παλτού μου.
Χειμώνας είναι γι αυτά, βαρύς, με χιόνια.
Με παπούτσια χαλασμένα, με αισθήματα
κουρέλια τριγυρνάνε άσκοπα στους δρόμους,
κάτω από φανάρια του δεκάτου ενάτου αιώνα.
Το χιόνι σφυρίζει και τα χτυπάει αλύπητα.
Προσπαθεί να τα σβήσει από τις σελίδες των
βιβλίων. Αυτά όμως επιμένουν να τριγυρνάνε
στη μνήμη μας, να μας τυραννούν, να μας συντροφεύουν.
Χλωμά και πεινασμένα μας περιμένουν
στη γωνιά, με τους ώμους να διψούν
για χάδι. Σούρουπο τα είδαμε για πρώτη
φορά και μα έφεραν τα πιο παράτολμα σχέδια.
Εκεί που σβήνει η μουσική, κρύβονται φοβισμένα
τα παιδάκια κοιτώντας το φεγγάρι.»
(Γιάννης Κοντός, «Ο αθλητής του τίποτα», Κέδρος)
https://itzikas.wordpress.com/


Εκτός από τα τεχνητά λουλούδια και τις εργασίες ένδυσης, οι γυναίκες και τα παιδιά ξεφλούδιζαν καρύδια στους χώρους εργασίας στο σπίτι.

Γιώργος Κοτζιούλας - Το μαστορόπουλο

«Τον πήραν τον Κολιό
τον πήραν οι μαστόροι
παιδί από το σκολειό
να μάθει πηλοφόρι.
Καρδιά πονετική
τον ξέβγαλε με κλάμα:
«Τετράδη Κυριακή,
θα καρτερώ για γράμμα».
Δε σώνει άλλο να ιδεί,
παιδεύεται το μάτι:
κρατούσε ένα ραβδί,
το στρώμα του στην πλάτη.
Μας έφυγε ο Κολιός
κι είχε μια τέτοια λύπη!
θα ’ναι όλοι δω τ’ Άη-Λιος
και μόνο αυτός θα λείπει.»
http://www.sarantakos.com/


Συχνά, οι γονείς κρατούσαν τα παιδιά στο σπίτι αναγκάζοντάς τα να κάνουν εργασίας ένδυσης, όπως να ράβουν κουμπιά σε παντελόνια (όπου πολλές φορές πληρώνονταν μόλις 6 σεντς το κομμάτι).
Ανάγκαζαν πολύ μικρά παιδιά να μένουν στο σπίτι και όχι να πηγαίνουν σχολείο, παραβιάζοντας το νόμο, αλλά μόλις το παιδί περνούσε την ηλικία των 14 ετών, οι αστυνομικοί δεν μπορούσαν να επιβάλλουν τους νόμους της υποχρεωτικής εκπαίδευσης.

Ειρήνη Μάρρα - Τα κόκκινα λουστρίνια


«Τα κόκκινα λουστρίνια» είναι ένα από τα δεκατρία διηγήματα της συλλογής Η τριλογία του δίφραγκου της Ειρήνης Μάρρα. Το περιεχόμενό τους αναφέρεται σε απλά, καθημερινά περιστατικά από τη ζωή των νεαρών βιοπαλαιστών. Χαρακτηριστικά στοιχεία της συλλογής, που απαντώνται και στο συγκεκριμένο διήγημα, είναι η λιτότητα της έκφρασης και τα ανθρωπιστικά μηνύματα.


Το είχε βάλει από καιρό στο μάτι. Ήταν ένα κομμάτι κόκκινο γυαλιστερό λουστρίνι, καθάριο και αστραφτερό. Ήξερε, βέβαια, πως κόστιζε πολλά, μα κι αυτός είχε κάνει το κουμάντο του από νωρίς. Σύναζε λεφτά κρυφά κι απόκρυφα, χωρίς να φανεί, γιατί φοβόταν πως θα τον παίρναν στο μεζέ αν μάθαιναν τι είχε κατά νου να κάνει.

Περίμενε τη μέρα που το αφεντικό θα τον έστελνε στον ταμπάκη για πανωπέτσια. Του είχε εμπιστοσύνη, βλέπεις, κι όλο αυτόν έστελνε να ψωνίσει, γιατί χώρια που γνώριζε καλά δέρματα και προβιές, ήτανε και παζαριτζής και πάντα πετύχαινε σκόντο, που ’καναν το αφεντικό να τον κερνάει καφέ.

Ως λίγο καιρό πριν, τον κερνούσε γκαζόζα, γιατί τ’ αφεντικό δεν το ’χε προσέξει πως ήταν μεγαλωμένος κάπως πια… Τον είδε όμως που κρυφοκάπνιζε μια μέρα κι από τότε το μπαξίσι του παζαριού έγινε ο γλυκύς βραστός.

Έτσι, τη μέρα της αγοράς, τράβηξε κρυφά τον πάτο του παπουτσιού του κι έβγαλε τα λεφτά. Τα ’σπρωξε βιαστικά στην τσέπη του και, με ύφος αδιάφορο κι ένοχο μαζί, τράβηξε για την αγορά. Το πήρε το λουστρίνι και σε καλή τιμή. Ήταν κομμάτι σπάνιο, ένα κομμάτι απ’ τη λαχτάρα της καρδιάς του.

Γύρισε όλους τους δρόμους εκείνο τ’ απόγιομα και διάλεξε σχέδιο. Είχε στον νου το τι ζητούσε, βλέπεις, κι απ’ την αρχή ξέκοψε τα σχέδια και διάλεξε το πιο αρχοντικό, γιατί αυτό θα ταίριαζε στην περίπτωση.

Ζήτησε απ’ τ’ αφεντικό να δουλέψει μονάχος μερικές μέρες, αφού θα ’κλειναν πια, γιατί, είπε, είχε μαζωχτεί δουλειά πολλή. Τα καλαπόδια θέλαν άδειασμα, για να τεντώσουν πάλι τις καινούριες παραγγελιές. Κι όπως πάντα ήτανε φιλότιμος στη δουλειά, τ’ αφεντικό δεν έβαλε υποψία.

Εδούλευε, λοιπόν, τα καλαπόδια του αφεντικού, να μην αποφανεί στα μάτια του, κι απέ, δούλευε τα λουστρινένια γοβάκια. Καρφάκι και μαντινάδα, φόντι και τραγούδι, ψίδι και αναστεναγμός. Το λουστρίνι έπαιρνε να γίνεται γοβάκι.

Τ’ όνειρό του έπαιρνε να γίνεται αλήθεια. Σαν τέλειωσε, είπε στ’ αφεντικό πως είχε κουραστεί πια και δε θα δούλευενυχτέρι άλλο. Έκρυψε τα γοβάκια και παραμόνευε την ώρα.

Η κόρη του δασκάλου δεν έβγαινε σεργιάνι ταχτικά. Είχε μάνα αυστηρή και πατέρα σπουδαίο. Σαν έβγαινε όμως, όλοι την κοίταζαν· γιατί είχε σγουρά μαλλιά και μάτια μεγάλα. Είχε στητό κορμί και περπατησιά περήφανη. Του ’χε λαβώσει την καρδιά. Η μάνα του πήγαινε κάθε μέρα στο σπίτι του δασκάλου και παραδούλευε, έκανε τη λάτρα. Τον είχε πάρει κάνα δυο φορές μαζί της, σαν τύχαινε να κουβαλήσει τίποτα πράματα. Τότες την έβλεπε από κοντά και την καμάρωνε. Θάρρητα δεν είχανε, μα όσο να πεις, είχανε αλλάξει κουβέντες κάμποσες φορές. Σε μια τέτοια φορά πρόσπεσε να σηκώσει κάτι που έπεσε κι όσο να μπει και να βγει το κορίτσι, αυτός πρόκαμε και μέτρησε με την παλάμη του το παπούτσι της. Είχε κιόλας, βλέπεις, το σχέδιό του καρφωμένο στο φακιδερό κεφάλι του. Θα της έφτιαχνε ένα ζευγάρι κόκκινα λουστρινένια γοβάκια, που όμοιά τους δε φορεθήκανε ποτέ. Ύστερα θα περίμενε μια γιορτή και, με το μέσον της μάνας του που παραδούλευε στο σπίτι, θα πήγαινε να της τα δώσει ο ίδιος. Θα τα ’δινε, κι αυτή, δεν μπορεί, θα πηδούσε απ’ τη χαρά της. Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώτικα, γιατί τέτοια παπούτσια δε γινόταν να ’χει ξαναβάλει. Η κόρη του δασκάλου θα χαιρότανε για το δώρο του, θα τον συμπάθαγε, κι άμα τον συμπάθαγε, ποιος ξέρει…

Την κρίσιμη μέρα τύλιξε τα παπούτσια, τα πήρε σπίτι και τα ’κρυψε. Ήθελε πρώτα να μιλήσει της μάνας, να τα πούνε οι δυο τους και να τα συμφωνήσουνε. Για να γίνει τούτο, έπρεπε πρώτα να κοιμηθούνε τ’ άλλα παιδιά. Καθίσανε στο τραπέζι. Τα φαγητά ξανόσταιναν στο στόμα του. Yπομόνεψε να σηκώσουν το τραπέζι.

Είχε στον νου του ολοένα την κόρη του δασκάλου. Δεν έβλεπε μπροστά του. Όλα τού φαίνονταν σκιές. Σκιά τα κρεβάτια με τ’ αδέρφια που μαλώνανε για τα μαξιλάρια. Σκιά ο πατέρας που ρουφούσε το βιδάνι στο ποτήρι του. Σκιά η αδερφή του που σήκωνε το τραπέζι.

Την κοίταξε πιο προσεχτικά. Πόσο ξέθωρη ήταν μπροστά στην άλλη! Τα μαλλιά της δεν έπεφταν σγουρά στους ώμους. Είχε μια πλεξούδα ίσια που τη σφιχτόδενε στον σβέρκο της μ’ ένα λαστιχάκι των πακέτων. Δεν περπατούσε καμαρωτά. Η μάνα την είχε μάθει να κοιτάζει το χώμα, έτσι που καλά καλά δεν έβλεπες τι χρώμα είχανε τα μάτια της. Αλήθεια, τι χρώμα να ’χανε τα μάτια της αδερφής του;

Της μίλησε κι αυτή σήκωσε το κεφάλι κι αποκρίθηκε. Τα μάτια της ήταν καφετιά, ίδια με τα μάτια των κοριτσιών όλου του κόσμου, και το φουστάνι της με την ποδιά του μαγειρέματος μπροστά ήτανε ξέθωρο κι αυτό, μα τώρα πρόσεξε πως ήταν ξέθωρο απ’ την πολυκαιρία.

Η αδερφή… Στα πόδια φορούσε κουτσοφτέρνια, για να γλιτώνει τα παπούτσια, να τα ’χει σκολιανά να τα ’χει σκολιανά. Η άλλη θα ’χε οπωσδήποτε πασουμάκια μεταξένια και παπούτσια πολλά.

Μα ναι, είχε πολλά κι ένα ζευγάρι παραπάνω που θα της πήγαινε αυτός θα τη γιόμιζαν χαρά μονάχα για λίγο, ως να μπουν στο ράφι με τ’ άλλα παπούτσια. Θα του ’λεγε σίγουρα ευχαριστώ, μα το ευχαριστώ της θα ’τανε για τα παπούτσια μονάχα κι όχι γι’ αυτό τον ίδιο. Σε μια στιγμή κατάλαβε πολλά και σβήστηκε μονοκοντυλιά η κόρη του δασκάλου.

Έδωσε τα λουστρινένια γοβάκια στην αδελφή. Της άξιζαν. Το ’νιωθε πως της άξιζαν. Χιλιάδες ήλιοι φώτισαν τα καφετιά ματάκια και μύρια αστέρια μπερδεύτηκαν στην πλεξούδα της. Πουλιά τρελά τιριτίριζαν στ’ αυτιά της και η καρδιά της μεθυσμένη χόρευε. Τα κόκκινα γοβάκια φωτίσανε το ξέθωρο φουστάνι κι η αδελφή ένιωσε ν’ ανεβαίνει, η ίδια μέσα της, ένα σκαλί πιο πάνω. Το σπίτι άστραψε και γέμισε με το γέλιο της.

Το άλλο πρωί πήγε στη δουλειά λίγο πιο ώριμος. Παρήγγειλε γλυκύ βραστό καφέ κι έπιασε τη φαλτσέτα με το τραγούδι.
Ειρ. Μάρρα, Η τριλογία του δίφραγκου, Ελληνικά Γράμματα



Στα τέλη του 18ου αιώνα, έως και 10.000 αγόρια ζούσαν στους δρόμους της Νέας Υόρκης και κοιμόντουσαν στις σκάλες των γραφείων των εφημερίδων. Μόλις έπαιρναν στα χέρια τους τα φύλλα της ημέρας, παρενοχλούσαν τους πεζούς για χρήματα και συνήθως έβγαζαν 30 σεντς την ημέρα.

 Ουίλιαμ Μπλέικ - Ο καπνοδοχοκαθαριστής

«Ὅταν πέθανε ἡ μαμά μου, ἤμουνα πολύ μικρό
και με πούλησε ὁ μπαμπάς μου, πριν ἀρχίσω να τσιρίζω.
Τζάκια τώρα καθαρίζω
και κοιμᾶμαι ὅπου βρῶ
στάχτη, σκόνη και καπνό!»

Τσίριζε ὁ μικρός ὁ Δάκρης που τοῦ κόβαν τα μαλλιά.
«Εἶναι ὄμορφα» τοῦ εἶπα, «και σγουρά, μα μη σε νοιάζει.
Κάτσε, Δάκρη, δεν πειράζει.
Στα μαλλιά δε θά ῾χεις πιὰ
στάχτη, σκόνη και καπνιά!»

Ἔκατσε, λοιπόν, ὁ Δάκρης και τοῦ κόψαν τα μαλλιά,
μα το  βράδυ, στ᾿ ὄνειρό του, εἶδε χίλια φερετράκια
με κατάμαυρα καπάκια.
Εἶχαν ὅλα τους παιδιά
πεθαμένα ἀπ᾿ την καπνιά.

Τότε, ἦρθε από πάνω ἕνας ἄγγελος καλός.
Ἄνοιξε τα φερετράκια, τα παιδάκια σηκωθῆκαν,
σὲ λιβάδι ξεχυθῆκαν.
Ἦταν κι ἕνας ποταμός…
μπῆκαν κι ἔλαμψαν στο φῶς.

Ἂφησαν τα ἐργαλεῖα κι ὅπως ἤτανε γυμνά,
μες στα σύννεφα πετάξαν, μέχρι τ᾿ οὐρανοῦ την ἄκρη.
Εἶπε ὁ ἄγγελος στο Δάκρη:
«Ἅμα κάθεσαι καλά,
θά ῾χεις το Θεό μπαμπά».

Ξύπνησε. Ἔκανε κρύο κι ἤτανε πολύ πρωί,
μα δεν  κρύωνε, μια φλόγα ἔκαιγε μες στην καρδιά του.
Πῆγε πρῶτος στη δουλειά του.
Ὅποιος ἔχει ὑπομονή,
βγαίνει πρῶτος στη ζωή.
https://redlineagrinio.gr/


Τα “αγόρια-θραύστες”, εκείνα τα παιδιά που εργάζονταν στα ανθρακορυχεία της Πενσιλβανίας, χώριζαν τον άνθρακα από τον σχιστόλιθο με το χέρι. Συνήθως δούλευαν δέκα ώρες την ημέρα, έξι ημέρες την εβδομάδα.
Το άσθμα και τα μαύρα πνευμόνια ήταν σύνηθες μεταξύ των αγοριών και πολλά έχαναν τα άκρα τους όταν έπεφταν στις μηχανές ή τραυματίζονταν θανάσιμα από αναχώματα άνθρακα ή από τους μεταφορικούς ιμάντες

ΑΓΗΣ ΜΠΡΑΤΣΟΣ  - ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΩΝ ΦΑΝΑΡΙΩΝ

Καθαρίζουν τα παρμπρίζ στους σηματοδότες.
Εκτοξευμένα από το διάστημα,
κάπως έτσι φανταζόμαστε τις ευαίσθητες περιοχές,
αναστατώνουν τον οίκτο.
Αλλά δεν επιτυγχάνουν περισσότερα.
Δεν μπορούν να καθαρίσουν συνειδήσεις.
Μονάχα επιφάνειες
για να τρέχουμε κατόπιν ασυναίσθητα
ωσάν τετελεσμένο γεγονός.
Από την ποιητική συλλογή Ζωηρή Θέα
http://agisbratsos.gr/




Το 1899, ωστόσο, τα αγόρια των εφημερίδων ξεκίνησαν απεργία. Αρνήθηκαν να κρατούν τις εφημερίδες των Joseph Pulitzer και William Randolph Hearst, μέχρι οι εταιρείες να παρείχαν καλύτερη αποζημίωση στο παιδικό εργατικό δυναμικό που ήταν υπεύθυνο για την ευρεία κυκλοφορία των δημοσιευμάτων τους.

Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/












ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ " ΠΑΥΛΟΣ,ΛΟΥΙΖΑ,ΚΑΜΑΛ."

Πίνακας - Γιώργος Κωνσταντινίδης 


ΠΑΥΛΟΣ.Δεν γινόταν αλλιώς. Έπρεπε να τελειώσω κάτι που άρχισα εγώ και ο μόνος τρόπος ήταν ο καυτηριασμός του τριπλού τραύματος.
Η Λουΐζα είναι σε έξαψη .Μόλις είπα πως ο Καμαλ θα φύγει τρελάθηκε Είχαν όντως γίνει εραστές ….Κι εγώ, να μην το έχω καν φανταστεί, να μην το έχω καθόλου προβλέψει.
Αλλά κι αυτός ….με κοίταξε σιωπηλός, με συννεφιασμένα μάτια και ύστερα κατέβασε το κεφάλι .Δεν είπε τίποτα ..Του είπα πως τον απολύω και δεν είπε λέξη!
Τρία ολόκληρα χρόνια του χαρίσαμε να σωθεί από την προσφυγιά ,να δουλέψει στο σπίτι μας και στο γραφείο της γυναίκας μου και δεν περίμενα…
ΛΟΥΙΖΑ.Ο Παύλος το αποφάσισε .Τι θα κάνουμε τώρα ?Κι ο καημένος ο μικρός μου Καμαλ, πού θα πάει ,εικοσιπέντε χρονών, Σύριος, στην Ελλάδα της κρίσης.?
Πονάω. Είναι αλήθεια θα μπορούσε να είναι ο γιος που δεν έχω ,που δεν έχουμε, αλλά που να ήξερα ότι επρόκειτο να δεθώ έτσι μαζί του..
ΚΑΜΑΛ,Ο κύριος με διώχνει. Ζήλεψε την γυναίκα του και την αγάπη που μου δίνει.
Η αλήθεια είναι πως αφέθηκα στην αγάπη και των δυο. Ήταν σίγουρα λάθος.
ΠΑΥΛΟΣ.Τα σκούρα υγρά του μάτια…πόσα ψέματα μπορούν να πουν…Μάτια της ανατολής βυθισμένα σε νύχτα.
ΛΟΥΙΖΑ. Είχα την αίσθηση πως τον αγαπούσε .Μάλιστα σε στιγμές όταν καθόντουσαν μαζί και του μάθαινε ο Καμαλ πως να γράφει το όνομα του αραβικά, η, όταν παίζανε μπάσκετ στην αυλή, είχα νοιώσει μια αδήριτη τρυφερότητα στην μεταξύ τους αύρα .Έλεγα πως είναι τα απωθημένα πατρικά συναισθήματα του Παύλου..
ΚΑΜΑΛ.Δεν ξέρω ποιον απ τους δυο προτιμούσα.
ΠΑΥΛΟΣ. Ήταν ένας αέρας φρεσκάδας στο γάμο μας, ήταν το μαξιλάρι μου να χαλαρώσω μετα το ιατρείο μου, ήταν ο μικρός μου φίλος με τον οποίο μοιραζόμουν την παιδική μου πλευρά έξω από ευθύνες. Η Λουΐζα δεν μπορούσε να μου δώσει ότι μου πρόσφερε αυτός..
ΛΟΥΙΖΑ.Με τα χρόνια η σχέση μου με τον άντρα μου πολώθηκε μέσα σε μια εναλλαγή ορισμένων ρόλων. Επιβιώναμε μια χαρά. Δουλειές, χρήματα κοινωνικό στάτους, φίλοι.
Άρχισε να μου λείπει κάτι. Απροσδιόριστο στην αρχή..
ΚΑΜΑΛ. Η κυρία με πλησίασε πρώτη .Ήταν σαν διψασμένος θάμνος. Ξέρω πως είναι οι γυναίκες όταν το κορμί τους γυρεύει αντρικό χάδι.
ΠΑΥΛΟΣ. Μέσα στην ανάγκη μου να μοιραστώ την ζωή μου με τον Καμαλ, δεν σκέφτηκα τι μπορεί να συμβεί στην Λουΐζα .Που πήγαινε ο γάμος μας?
ΛΟΥΙΖΑ. Χαιρόμουν να βλέπω τον Παύλο να χαλαρώνει μαζί με τον μικρό. Όλο το στρες από το ιατρείο του εξαφανιζόταν καθώς παίζανε σαν δυο έφηβοι.
ΚΑΜΑΛ.Δεν γινόταν να μην προσέξω την Λουΐζα. Είναι τόσο όμορφη!
Μου μαγείρευε κάθε Σάββατο ελληνική κουζίνα, για να ξεκουραστώ. Ξεκουραζόταν κι εκείνη. Έτσι έλεγε. Ο κύριος έπαιρνε τον απογευματινό του ύπνο και έτσι εμένα με την κυρία ώρες στο καθιστικό όπου τρώγαμε και της απαντούσα για την ζωή μου στην Συρία. Συχνά έπιανα το βλέμμα της να σταματάει πάνω στο πρόσωπο μου.
ΠΑΥΛΟΣ .Όταν τους έβρισκα μαζί στο καθιστικό πήγαινα κι εγώ και τους χάζευα ήσυχα από μια γωνία. Μου άρεσε που έβλεπα την γυναίκα μου να λάμπει μετά από τόσο καιρό δυσθυμίας που είχαμε περάσει τα τελευταία χρόνια.
Όταν με πρόσεχε κοντά τους να τους κοιτώ χαμογελώντας η Λουΐζα σηκωνόταν και μου έδινε ένα πεταχτό φιλί και έφευγε να τελειώσει κάτι δικόγραφα, έτσι έλεγε, η κάτι άλλο τέλος πάντων .Ποτέ δεν μέναμε για πολλή ώρα και οι τρεις μαζί και άρχισα να υποψιάζομαι το γιατί..
ΛΟΥΙΖΑ. Ότι ένοιωθα μυστικά μέσα μου για τον Καμαλ, φοβόμουν και η ίδια να το παραδεχτώ .Έτσι αποστερούσα τον Παύλο απ το βλέμμα μου σαν είμασταν όλοι στο σαλόνι..
Δεν ξέρω πότε ακριβώς με κατάλαβε ο νεαρός, αλλά μια μέρα..
ΚΑΜΑΛ…Της έπιασα το χέρι όταν με σέρβιρε. Γύρισε απότομα και με κοίταξε. Το βλέμμα της είχε κάτι σαν θυμό .Σηκώθηκε και έφυγε. Αργότερα μπόρεσα να καταλάβω περισσότερα σ εκείνο το βλέμμα.
ΠΑΥΛΟΣ. Ένα βράδυ καθώς πίναμε λίγη μπύρα του πέταξα μισοαστεία ότι καταλαβαίνω πως του αρέσει η Λουΐζα . Ξαφνιάστηκε ,σηκώθηκε επάνω και διαμαρτυρήθηκε..’’όχι κύριε’’.
‘’Γιατί, κακό είναι?’’προσπάθησα να τον ψαρέψω.
‘’Εγώ να κάνω τέτοιο πράγμα κύριε, ποτέ!’’
Γέλασα και τον χαλάρωσα.
ΛΟΥΙΖΑ.Τα κατσαρά μαύρα του μαλλιά κυματίζουν πάνω στο μελαχρινό του πρόσωπο κι αφήνουν τα μάτια του, αυτές τις σκουροκόκκινες σπίθες να λάμπουν. Είναι ήμερος και λυγερόκορμος σαν ελάφι ,και γεμίζει τον χώρο με τις κινήσεις του που έχουν ανεμελιά μα και ακρίβεια αθλητή. Σπάνιο δείγμα ανατολίτικης ομορφιάς από μια κακόπαθη χώρα. Θα περίμενα να είναι βαθιά πληγωμένος μα εκείνος φαντάζει στωικά σιωπηλός και ευπροσήγορος .Μου χαμογελάει πάντα ενώ στο βλέμμα του φωλιάζει κάτι σαν δειλός πόθος.
ΚΑΜΑΛ .Από την μέρα που της έπιασα το χέρι κι εκείνη έφυγε ,ντρεπόμουν να την κοιτάξω. Μέχρι που μου το ζήτησε εκείνη.
Καθόμασταν στο καναπέ και πίναμε καφέ.’’Καμαλ’’μου είπε.
Γύρισα το κεφάλι μου.
‘’Δεν έγινε και τίποτα..’’μου είπε.
‘’όχι κυρία..’’απάντησα εγώ.
ΠΑΥΛΟΣ.Δεν είχα σκοπό να δημιουργήσω παράλληλη σχέση είτε εγώ είτε να δώσω στην γυναίκα μου τέτοια ευκαιρία. Όταν γνωρίσαμε τον Καμαλ ήταν ένα κυνηγημένο 22χρονο παιδί που δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Τον συμπονέσαμε και οι δυο και μιας και δεν έχουμε παιδιά είπαμε να τον κρατήσουμε. Του προσφέραμε σπιτικό ,φροντίδα, στοργή, κι εκείνος μας αγκάλιασε με περισσή τρυφερότητα. Ηταν αξιαγάπητος.
Καθώς εξοικειωνόμαστε ο ένας με τον άλλο άρχισαν να δημιουργούνται ιδιαίτερες σχέσεις. Ακόμη και η δική μου σχέση με την Λουΐζα άρχισε να διαφοροποιείται καθώς ανάμεσα μας τώρα στεκόταν ένα άλλο άτομο. Μια τεθλασμένη γραμμή μας συνέδεε η οποία είχε όλη την φρεσκάδα του απρόοπτου που δημιουργούσε η διπλή διάδραση με τον Καμαλ. Αναρωτιόμουν πως εκείνος βίωνε αυτή την σχέση καθώς και ο νέος είχε την δική του υποκειμενικότητα και μια αθέατη εσωτερική πλευρά.
Στο μεταξύ, η Λουΐζα έπαψε να είναι η να μου φαίνεται δεδομένη .Συχνά αναρωτιόμουν αν την ήξερα στ αλήθεια. Στο κρεββάτι είχε γίνει αρκετά αδιάφορη..
ΛΟΥΙΖΑ. Εκείνο το απόγευμα που ζήτησα από τον Καμαλ να χαλαρώσει, ο Παύλος έλειπε. Καθώς γύρισε και με κοίταξε θλιμμένα έλιωσα από τρυφερότητα και έσκυψα προς το μέρος του και του άφησα ένα φιλί στο θυσανωτό του κεφάλι .Εκείνος ταράχτηκε αλλά έμεινε ακίνητος. Τον αγκάλιασα σαν να ήταν η πράξη που θα έσωζε τα Ιεροσόλυμα απ τους κατακτητές. Με αγκάλιασε κι αυτός.
Σβήσαμε πάνω στον καναπέ.
ΚΑΜΑΛ.Η Λουΐζα κι εγώ το κάναμε. Συχνά κοιμόμουν στο κρεββάτι του Παύλου μετά τα παιχνίδια ,πριν εκείνος επιστρέψει από το ιατρείο.
Είχα αρχίσει να νοιώθω ντροπή απέναντι στον κύριο μου. Μια Κυριακή μου ζήτησε να πάμε μαζί να δούμε ένα φιλικό ματς ποδοσφαίρου .Ήταν καλοκαίρι και οδήγησε εκείνος το σπορ αμάξι του έως την Φιλαδέλφεια. Μέσα σε ένα γήπεδο γεμάτο άντρες που φωνάζαν και έβριζαν, έπινα μπύρες μαζί του κι ας ήμουν μουδιασμένος .Βγαίνοντας είμασταν κι οι δυο ζαλισμένοι .Στο αμάξι του είπα ότι μάλλον θα έπρεπε να με αφήσει να οδηγήσω εγώ γιατί αυτός ήταν ντίρλα όπως λένε εδώ.
Αυτός έσκυψε και μου έδωσε ένα φιλί στο στόμα.
ΠΑΥΛΟΣ. Ένοιωθα πως είχα αρχίσει να χάνω την γυναίκα μου. Αλλά επί πλέον έχανα και αυτό που γύρευα από τον Καμαλ.Ο νεαρός είχε κλείσει σαν στρείδι και η όλη κατάσταση με απομόνωνε στο ίδιο μου το σπίτι. Μα τι στ αλήθεια ήθελα απ το αγόρι ,ήταν και σε μένα δυσανάγνωστο. Το μόνο που κατάλαβα το απόγευμα που τον φίλησα ήταν ότι ήθελα να του επιτεθώ, να του ζητήσω πίσω κάτι που μου είχε στερήσει.
ΛΟΥΙΖΑ.Ο Παύλος δεν μου μιλάει. Δεν μου γυρεύει καν εξηγήσεις .Αν έχει υποψιαστεί κάτι δεν θα έπρεπε να με αντιμετωπίσει στα ίσια? Να μου πει, έλα εδώ Λουΐζα, νομίζω ότι κάτι τρέχει με σένα και τον μικρό…Μίλα μου..
Αντί αυτού αρνείται να κοιμηθεί μαζί μου και μου κάνει μούτρα .Μοιάζει φοβερά θλιμμένος, και απόμακρος.
Φοβάμαι πως δεν τον ενδιαφέρω τόσο εγώ όσο ο Καμαλ.
ΚΑΜΑΛ .Εμένα μου αρέσουν οι γυναίκες .Ωστόσο τον καιρό που σαν πρόσφυγας γύριζα σε πλατείες της Αθήνας είχα πάει και με άντρες.. Είχα βγάλει κάποια Ευρώ τότε με τα οποία πέρασα λίγες μέρες στην ανάγκη μου και το αντρικό σώμα και το άγγιγμα του δεν με πάγωναν πια .Όμως ο κύριος μου δεν έμοιαζε τέτοιος και το φιλί του στα χείλη μου με τρόμαξε επειδή τον σεβόμουν και τον αγαπούσα .Τρόμαξα γιατί δίχως να το θέλω ,μου σηκώθηκε.
ΠΑΥΛΟΣ. Πονάω ανάμεσα σε δυο ανθρώπους που έβαλα στην ζωή μου και τώρα με αρνούνται στραμμένοι ο ένας στον άλλο. Ένα βράδυ που έλλειπε η Λουΐζα του έκανα σκηνή.
‘’Πες μου τώρα, πηδάς την γυναίκα μου?Πες μου αμέσως…γαμιέστε ?Μίλα…ΜΙΛΑ ΡΕ!
Εκείνος μουγγάθηκε και ψέλλισε κάτι ακατάληπτο, στην μητρική του γλώσσα ίσως .Στη στιγμή βρεθήκαμε στο πάτωμα να χτυπιόμαστε. Εκείνος κράταγέ άμυνα κυρίως, εγώ του έδινα συνεχώς χαστούκια μέχρι που ξέσπασα σε λυγμούς στην αγκαλιά του.
‘’Κύριε, ζητώ συγνώμη, εγώ σε σέβομαι ,δεν ήθελα…’’και ξέσπασε σε λυγμούς κι εκείνος.
Μείναμε στην αγκαλιά ο ένας του άλλου απροσδιόριστο χρονικό διάστημα. Κάποια στιγμή αρχίσαμε να φιλιόμαστε ,ούτε που ξέρω πως.
ΛΟΥΙΖΑ. Πονάω τον Παύλο, μας δένει ολόκληρη ζωή, αλλά αυτήν τη στιγμή λαχταρώ για αυτό το αγόρι που έφερε χυμούς στην τελματωμένη μας ζωή .Δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω και νοιώθω κομμένη στα δυο.
ΚΑΜΑΛ .Ίσως να είναι καλλίτερα που θα φύγω από αυτό το σπίτι .Τους αγάπησα και τους δυο πολύ και ήθελα να τους προσφέρω ότι χρειάζονταν όπως έκαναν κι αυτοί για μένα. Δεν περίμενα ποτέ όσα έγιναν..
ΠΑΥΛΟΣ.Ο Καμαλ θα φύγει. Θα ξαναμείνουμε οι δυο μας .Σώσαμε τον γάμο μας .Ίσως. Πως όμως θα ζήσουμε η Λουΐζα κι εγώ τώρα πια? Η απουσία και μόνο του νεαρού δεν σβήνει την συνείδηση του ότι και οι δυο ποθήσαμε κάποιον έξω από εμάς ,ένα ζευγάρι ξένα μάτια και μάλιστα του ίδιου ανθρώπου.
Δυο μάτια απ την Ανατολή, μα εμείς σε νύχτα






ΣΤΑΜΑΤΙΝΑ ΒΑΘΗ - ΠΕΝΤΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Πίνακας : Ανδρεας Πετουσης


Μελιτοφόρος (Θ)


Έναν Ιούνη με ζέστη καυτή,
είχε δει την Αλκυόνη του να ξεπροβάλλει γελαστή,
ξέπλεκα μαλλιά και ροδαλή,
να τραγουδάει μέσα στου ήλιου την σιωπή.

Πέταλα από τριανταφυλλιές η σάρκα της και τα χείλια της τα γλυκά,
ηλιαχτίδες που σε ζάλιζαν τα μάτια της τα γελαστά,
κόρη της Αφροδίτης στην μορφή,
μια Κλεοπάτρα που τον Μάρκο Αντώνιο ήθελε να σκλαβώσει αιώνια για μια στιγμή.

Θεότρελος και θαυμαστής της μέχρι το τέλος,
σαν ταύρος να χτυπάει το χώμα κάτω με δυσθεώρητο μένος,
άλικος και ζωοφόρος,
τριαντάφυλλα του πάθους στης καρδιάς του τον τελευταίο πόρο...

Έξαψη και κρασί δροσερό,
πορφυρό και μεθυστικό,
αγκάθια να περονιάζουν την καρδιά,
να θέλει να πιει όλους τους χυμούς της μονοκοπανιά...
Ανατριχίλα στο κορμί και στην ματιά...

Σε θέλω, σε θέλω Αλκυόνη μου γλυκιά...
17-5-2020


Πίνακας : Stauroula Andreou.


Μελιτοφόρος (Ι)

Χάδι ηλιόφαντο η ζωή,
τραγούδι, χορός και η ψυχή να ακροβατεί,
υφασμάτινα, πολύχρωμα και δαντελωτά,
οι λέξεις, οι σκέψεις,
πότε νωρίς και πότε αργά.

Πρέπει να βρεις αυτή την κατάλληλη στιγμή,
κιθάρα που παίζει, καλοχορδιστή,
ντέφι, πιάνο, φλογέρα και κομπανία,
να είναι όλα σε μια ταιριαστή αρμονία.

Τι θα τρυγίσεις, τι θα γευτείς??!!
Από την θεωρία , η πρακτική απέχει πολύ...
Και η καρδιά να παίζει το δικό της σκοπό,
όσο και εάν ο μαέστρος το μυαλό, είναι βιρτουόζος πραγματικός.

Αχ να άνοιγε αυτό το παράθυρο της ψυχής!!!
Με φτεροαιθέρινα κεράσματα και γλυκόλογα κρουστά,
να ταξίδευε σε πελάγη του μυαλού αιθέρια και ονειρικά.
Έρωτα, έρωτα που ξορκίζεις τα γήινα και πεζά!!!

Τους δίνεις κάτι από αστερόσκονη και χλιδή,
από πορφύρα και μορφή σαγηνευτική,
από φωτιά πάνω σε ολόγυμνο δροσερό κορμί,
και η θάλασσα να ανταρτεύει και μέσα της να θέλει να σε καταπιεί.

Τι άγκυρα, τι λιμάνι??!!
Τα πανιά αιθέρια να ταξιδεύουν, σεργιάνι...
Ηδονόλουστα και αποθεωτικά,
χυμώδη
και αισθησιακά εξουθενωτικά...
Άπληστα, άπληστα όμως και εθιστικά.

Χάδι φτερωτό του αγέρα,
με πανιά να θερίζουν τον ουρανό οι στιγμές
και τα άστρα με φοβέρα,
να κεντούν νότες και συμφωνίες ευλαβικές.
Ζωές, ψυχές, καρδιές
με του ηλιόλαμπρου και φεγγαρόλουστου έρωτα την κουστωδία,
αέναα διθυραμβικές.

Και εκεί που πνίγεσαι, κρέμεσαι σε ένα γέλιο από μια κλωστή
και η καρδιά να παίζει ταμπούρλο, να φωτοβολεί.
Σπινθήρες και ιδρώτας,
ψυχή και ανυπομονησία υπερβατική.
Γέλα σε μου, γέλα σε μου,
κρουστή σάρκα από σταφύλι να σπάσει, να χυθεί...

Ζαλάδα, ζαλάδα και σκοτοδίνη,
παλμοί άμετροι, δίψα στα χείλη
και να αιωρείσαι απο την άκρη των χειλιών της
και στο βάθος των ματιών της
να είσαι ο θαυμαστής ναυαγός της.

Είτε το ζεις μια φορά, είτε λίγες, είτε πολλές,
μια και μοναδική είναι αυτή που στο τέλος σε έχει σημαδέψει απείρως με χάδια και στιγμές.
Σου έχει υπογράψει στο βαθύτερο εγώ,
με βούλα από μελάνι άσβηστο, άχρονο και τελειωτικό.
Τικ τακ η καρδιά, τικ τακ το μυαλό.

Παίξε κιθάρα σε νότες χαμηλές αλλά μην ξεχνάς και το κρεσέντο από στιγμές σε στιγμές.
Αυτό το κλειδί του σολ ή του φα,
το κλειδί που ένας πιανίστας από τα πυρά του έρωτα,
χάνει τα μυαλά σε μέρη αληθινά και απατηλά.

Τικ τακ, τικ τακ...
Μάλλον το χρονόμετρο είναι
και το πεντάλ...
Αλλά μην κοροδευόμαστε!!
Είναι η καρδιά μέσα στα τείχη που λυσσομανά...
Τικ τακ, τικ τακ....
18-5-2020

Πίνακας : Κωστας Τσιωνης

Μελιτοφόρος Ια

Άκαμπτος ο χρόνος,
με κανόνες και νόμους,
των πράξεων ο κληρονόμος.
Κρόνιος και μολυβδώδης,
με ένα κρυστάλλινο δρεπάνι να σου γνέφει όπως στο τέλος του ζυγώνεις.
Και εκεί πάνω στις εκβολάδες και τα κοιλώματα,
στην τόσο πλούσια και φτωχική γη,
η ειμαρμένη να σου θυμίζει,
του κύρη της την επιβολή.
Δάσκαλος μεγάλος και γητευτής.

Σαν τις καβοκολώνες η καρδιά, όταν τον έρωτα πρωτοσυναντά.
Βραχώδη, απόκρημνα και ολισθηρά,
λόγχες με άκρα αιχμηρά,
που μπορούν να την τρυπήσουν παντοτινά.
Ένα Ακρωτήρι μεταξύ ζωής και θανάτου!
Εκεί που τα χείλη του ουρανού δίνουν αχόρταγο φιλί στο Αιγαίο πέλαγος,
στον οίστρο του αττικού νότου και του γαλάζιου του φωτεινού.
Λατομεία διάσπαρτα η καρδιά,
να δίνει όλους τους θησαυρούς για ένα χαμόγελο, για μια πλάνα ματιά.

Η ασημένια σελήνη να σε χαϊδεύει γλυκά
και να σε προϊδεάζει ότι τελικά ο αγύρτης χρόνος πάει κυκλικά.
Δεν φοβάται τα μαθήματα τα πολλά.
Ψωμί, νερό και Ήλιος,
φρύγανα και φιδαετοί,
κενταύριες, ρείκια και ασπάλαθοι,
αγριελιές και νάρκισσοι,
του φθινοπώρου οι αρωγοί.
Είναι όταν τα μαλλιά έχουν γκριζάρει και έχουν γίνει μνήμες και ιαπετοί.
Και αυτό το κρινάκι της άμμου να ανθίσταται και να τραγουδάει :
"Αυτό είναι ζωή..."

Ο μαρμάρινος ο Ποσειδώνας να σε τυλίγει με τα βρεγμένα του γαλάζια μαλλιά,
να μην κοιτάει διαχωριστικές γραμμές, ούτε γιατί, πρέπει και άλλα πολλά.
Μόνο οι χτύποι της καρδιάς,
σαν το κύμα που χτυπάει ρυθμικά,
πότε σιγά, πότε δυνατά τα βράχια, με υπομονή, στωικά.
Και το μέταλλο πάνω στο ορειχάλκινο δειλινό, να λιώνει...
Να γίνεται ελατό και όλκιμο στης αγάπης τον αρχισιδηρουργό...
Εύπλαστη σάρκα, εύπλαστη καρδιά,
φωτιά και λάβα,
μέταλλο που ρέει η ψυχή,
ανατριχιάζει ο ήλιος,
έξαψη κοσμογονική.

Αλκυόνες και τσαλαπετεινοί,
ορχιδέες πλουμιστές,
του ήλιου και της σελήνης νύμφες και γαμπροί.
Έχει σηκώσει πανιά η καρδιά σε ταξίδια άγνωστα, σε μέρη μακρινά.
Και περιμένεις εάν θα φυσήξει ο βοριάς, ή ο Ζέφυρος, ή ο πουνέντες όπου πας,
έρμαιο σε ένα ταξίδι στο άγνωστο,
χωρίς καπετάνιο, ναύτες και πυξίδες λειτουργικές,
μόνο το φεγγάρι, τα άστρα και δύο καρδιές για πρωταγωνιστές.
Τικ τακ, τικ τακ...
Φύσηξε Ποσειδώνα,
άκου τους χτύπους της καρδιάς!!!!!
19-5-2020

Πίνακας : Moulnti Dimitra


Μελιτοφόρος (Ιβ)

Μέσα σε αυτό το σκηνικό της ζωής,
όλα είναι θέμα συγκυριών και επιλογής.
Παραστάσεις στην Επιδαύρια γη,
δράμα, κωμωδία,
μέσα από την ιστορία αληθινή.
Ψωμί και κρασί,
καρδιά και ψυχή.
Αστράγαλος να προβλέψεις τα μελλούμενα και σαρωτικά,
ρόμβος της λογικής,
τα θεωρήματα και γνωμικά.
Μια σβούρα να υποκινήσεις της τύχης τα ελικοειδή
και τα χρυσά τα μήλα της γνώσης από τα παθήματα - μαθήματα της δικής σου τριβής.
Με τι?? Με ποιούς??
Με αυτό που λέμε ζωή αλλά έχει προεκτάσεις και οιωνούς.
Μαγεία, τόλμη, θάρρος, θράσος,
φίδια και αετούς.

Και ενώ χάνεται ο χρόνος πάνω στις πτυχώσεις και τα υδάτινα δάκρυα της λύπης και της χαράς,
ένα φεγγάρι να αστραποφέγγει πάνω στον καθρέφτη της δικής σου της ματιάς.
Να ζεις, να γελάς, να πονάς,
να μετουσιώνεσαι σε άλλους κόσμους του πριν και του μετά.
Κόσμους αόρατους και ορατούς,
γιατί πολλά είναι εκεί και ας μην τα βλέπεις, δεν τα ακούς.
Και το ύφασμα να σέρνεται στο χώμα,
να κυλά,
να πιάνεται στα χαλίκια, να λερώνεται από την λάσπη,
να βρέχεται από της πληγής τα πορφυρά τα νερά...
Αρκεί αυτά να είναι τρεχούμενα και όχι στάσιμα και ψυχοκαταναγκαστικά.
Γιατί ο πόνος της ψυχής γεννάει χίμαιρες και θεριά...
Όντα που τρώνε τον άνθρωπο και ελευθερώνουν τα άγρια ένστικτα,
λαίλαπα κανονικιά.
Ρουφάνε το μεδούλι και το μυαλό,
γίνονται, γίνεσαι, βορά στο κάθε αρπακτικό...
Φύλλα που πετάνε στον κάθε άσχημο σκοπό...

Δεν είπαμε να σπάσεις,
δέντρο στου τυφώνα την ριπή...
Σαν την ιτιά να χορέψεις,
αγέρινα να ελιχθείς...
Να αγκαλιάσεις τους μαρμάρινους κούρους, τις κόρες τις στητές
και στάχυα να στολίσεις στων Ελευσινίων τις εκστατικές φωνές.
Τι Διόνυσος, τι Ζαγρεύς??!!
Τι Απόλλωνας?!!!
Ο χρόνος είναι σε σπειροειδής μεταλλαγές.
Δέσε στο φεγγάρι μια κλωστή,
οι συνθήκες θα σε κάνουν να σε μαγέψει ή αυτό να μαγευτεί.
Τι γνώση, τι ζωή...
Εάν η ψυχή δεν κλάψει,
δεν θα βγει ο ήλιος το πρωί.
Δεν θα γίνει στάλα,
μελάνι στο χαρτί,
βλέμμα που σε νιώθει,
χάδι στην πληγή.
Ίαση και βελούδο,
χαμόγελο και ηδονή.

Γιατί είναι μεγάλο φάρμακο η ηδονή της ψυχής..
Να πάλλεται, να σαρώνει,
κάθε αόρατο ήχο και κύτταρο να ταλαντώνει...
Να τα κάνει αριθμούς..
Όχι των λογιστάδων αλλά τους αληθινούς...
Αυτούς που γίνονται φθόγγοι για ουράνιους κόσμους και υπερβατικούς...
Γελάς??!! Αλλά δεν ακούς!!!
Ήχος, νότα, μουσική,
κορώνες και σιωπές,
αποχή από του μυαλού τις εξουσιαστικές, υλιστικές ροπές...
Είσαι άνθρωπος μου λες.
Αλλά ο καθρέφτης δείχνει δύο είδωλα,
το αληθινό και το ψευδές...
Ας δούμε λοιπόν το μέλλον από τις επιλογές,
αλλά η ειμαρμένη είναι εκεί και γελάει με υπονοούμενα,
μιλάει με υπεκφυγές...
Σίβυλλα ή Κασσάνδρα το αποτέλεσμα είναι ίδιο και στις δύο εκδοχές.

Καθρέπτη, καθρεπτάκι μου ποιές είναι οι αληθινές??!!!
Ωωω... Άκου...!!
Αρχίζει η παράσταση,
φωνάζουν οι πρωταγωνιστές...
Δούλοι και ελεύθεροι,
επαναστάτες και εκδικητές...
Ο χρόνος στροβιλίζεται στης κερκίδας τις αιχμές και οι ηθοποιοί ετοιμάζονται στου ρόλου τους τις γραμμές...
Άραγε γίνονται μνήμες και διδαχές??
Χαμόγελα, δάκρυα,
φωνές ήπιες και δυνατές??!!
Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου τι λες??
26-5-2020

Πίνακας : Odysseas Anninos


Μελιτοφόρος (Ιγ)

Το 'δεσε το φεγγάρι ο κυρ Γιάννης.
Μέσα στο βλέμμα της Αλκυόνης του μια βραδιά
και σεργιάνιζε με την χρυσή κλωστή αντάμα
και την αγαπημένη του στην αγκαλιά.

Οι Νηρηίδες τους τραγουδούσαν
και ο Ποσειδώνας ποτέ δεν μπορούσε να ψυχολογηθεί,
αλλά μόλις τα χείλη του τα χείλη της ακουμπούσαν,
μέλι ανάβλυζε και άλικο κρασί.

Πανιά, καράβια και πουλιά,
κύματα γλυκοθώριστα πότε άγρια πότε ειρηνικά
και ο ήχος από τις μέλισσες να ταξιδεύει από θάλασσα σε θάλασσα,
στην φασαρία και τη σιγαλιά.
Ένα φιλί δρόμος να χαθεί μέσα στην δική της τη ματιά.

Έπλεαν οι καρδιές, έπλεαν και οι ψυχές.
Ζήσανε πόλεμο, εμφύλιο, δικτατορία και ανατροπές.
Γίνανε σύντροφοι, γίνανε γονείς,
γίνανε παππούδες,
με δισέγγονα και χίλιους δύο συγγενείς...

Και αρμένιζαν κάτω από τον ήλιο και το φεγγάρι,
στο Θριάσιο πεδίο και στης Πάρνηθας το σκληροτράχηλο λίθινο καντάρι.
Και ήταν μαζί, μαζί και αγαπημένοι,
σύντροφοι κλειδαριά και κλειδί,
ο Γιάννης και η Αλκυόνη του στης ζωής το σεργιάνι.

Αλλά ο τόπος άλλαζε,
γοργά και βιομηχανοποιημένα...
Έφυγαν τα δέντρα, οι αμυγδαλιές,
οι ελιές....
Όλα της φύσης τα καλούδια σαν αγέρινες ριπές.

Τα χωράφια στέρεψαν,
γίνανε αναλυκλώσιμες ύλες και εργοστασιακές πηγές
και τα σκουπίδια παγίδες για ανθρώπινες ψυχές.
Εκεί που μύριζε φλισκούνι και θυμάρι,
αναδυόντουσαν οσμές από καμμένα πλαστικά, θειάφι και νταμάρι.

Ένας ταξιδευτής του χρόνου θα είχε χαθεί από το ονειροσκάλιστο με φώτα βράδυ,
αλλά θα νόμιζε ότι είχε κατέβει στον στολισμένο από φλόγες πορφυροκέντητο Άδη.
Φλόγες που φτάνουν μέχρι τον ουρανό
και κάτι μηχανήματα της θάλασσας, απομεινάρια, για να βγάζουν έναν πολύτιμο μαύρο χρυσό.

Οι βαρκούλες είχαν βγάλει τα πανιά,
είχαν μηχανές και αμπάρια με μετάλλα και χημικά.
Και εκεί που αυτές αρμένιζαν στο φως,
κροτάλιζαν αλυσίδες και φορτηγά στης Εθνικής το θορυβώδη δρόμο και την Αττική οδό.

Το είχαν χωρίσει το Θριάσιο στα δυο...

Πού είναι τα νυχτολούλουδα,
οι πλουμιστές γαρυφαλλιές,
οι γαρδένιες, οι μολόχες,
οι ασπρισμένες οι αυλές??!!
Τσιμέντο είχαν γίνει και μεταλλικές κατασκευές.
Αποθήκες με υλικά και του μόχθου πονεμένες δακρυοστόλιστες ψυχές.

Τα διυλιστήρια είχαν την τιμητική τους
και οι χρυσόμυγες και τα αηδόνια είχαν υποχωρήσει στο κλουβί της.
Ήταν όλα συρματοπλεγμένα και από το πόδι σκλαβωμένα.
Ακόμα και τα αστέρια είχαν χάσει την χλιδή τους.
Είχαν θαμπώσει και ξεχαστεί μέσα σε αυτή την άγρια φωτοβοή.

Μόνο οι βαρκούλες του κυρ Γιάννη
από της μνήμης του το αλώβητο βγαίνανε βόλτα για της ψυχής το παραγάδι.
Το είχε δεμένο το φεγγάρι μέσα στης καρδιάς του το γυαλό,
με το χαμόγελο της αγάπης του γραμμένο ανεξίτηλα στο μυαλό.
27-5-2020






Carpe "Νούφαρα & Ιδρώτας..." - Δύο ποιήματα

Claude Monet, Water Lilies

Νούφαρα...

Η παραδοχή της ζωής

καθορίζει το περίγραμμα των ματιών.

Τα ένστικτα σαλπίσματα στο σκοτάδι

συνθλίβουν το κατεστημένο.

Στο μόχθο για την επιβίωση

τ 'αποτυπώματα των καρφιών

ζωντανεύουν, πετροβολούν τις μέρες.

Το σαρκίο κρέμεται άψυχο.

Το πτώμα άταφο αποδεικνύει

τη στυγνή εκμετάλλευση.

Κυριαρχεί η χυδαιότητα

μεταμορφώνει τον κόσμο.

Η ζωή βρίσκεται

σε αναβρασμό.

Ένα ουράνιο τόξο

σφάζει τη σιωπή.

Μια απαλή μελωδία

ζωντανεύει τις αισθήσεις.

Νούφαρα ονείρων

καλύπτουν την οδό διαφυγής.

Carpe



Henri de Toulouse-Lautrec - In Bed, The Kiss

 Ιδρώτας

Απομεσήμερο ,

ένας ουρανός γεμάτος ήλιο.

Στο δωμάτιο μια μάζα ιδρώτα

να κυλιέται στα σεντόνια.

Ακούμπησε το πόδι της στο δικό μου,

το πρόσωπό μου στην κοιλιά της.

Αναζητώ τη μυρουδιά αλατιού

των μαλλιών της.

Στον καθρέφτη απεικονίζονται

οι καμπύλες της σάρκας.

Ησυχία παντού,

δεν ακούω

παρά μόνο το αίμα

στις φλέβες μας.

Μένω ασάλευτος,

σ 'αυτή την απουσία των λέξεων

ένα λουλούδι άνθισε.

Carpe.