«Για να σταματήσει ο κύκλος της βίας και
του εγκλήματος πρέπει ο θάνατος να τεθεί εκτός νόμου»
(Καμύ)
Η έξαρση της εγκληματικότητας και η διάπραξη
στυγερών εγκλημάτων – πρωτόγνωρων για τη συχνότητά τους στη χώρα μας – προκαλεί
φόβο στους απλούς πολίτες, προβληματισμό στις διωκτικές αρχές και ανησυχία στους καθ’ ύλην αρμόδιους
επιστήμονες (κοινωνιολόγοι, ψυχολόγοι…). Οι τηλεοπτικές δίκες ανθοφορούν και η
κοινή γνώμη παρακολουθεί αποσβολωμένη τόσο τις λεπτομέρειες της διάπραξης των
εγκλημάτων (η τηλεθέαση αυτοσκοπός) όσο και τις θέσεις που διατυπώνονται για
την αντιμετώπιση του φαινομένου.
Οι αιτίες – Οι προτάσεις
Πολλοί είναι εκείνοι που
προτείνουν για την αντιμετώπιση του φαινομένου ενίσχυση των μέτρων αστυνόμευσης, αυστηροποίηση των ποινών και ίσως – ίσως την «αποτελεσματικότερη» λειτουργία των μηχανισμών καταστολής. Θεωρούν, δηλαδή, πως η έξαρση του εγκλήματος οφείλεται
στην ελλιπή αστυνόμευση και στις «μικρές» ποινές ή ακόμη και στην έλλειψη
συντονισμού ανάμεσα στις διωκτικές αρχές (αστυνομία) και στη δικαιοσύνη
(αποφάσεις δικαστηρίων, αποφυλακίσεις…).
Κάποιοι άλλοι θεωρούν πως η
λεγόμενη «έξαρση της εγκληματικότητας» είναι εισαγόμενη ή προϊόν ενός
συγκεκριμένου προτύπου κοινωνίας που στο όνομα του εύκολου κέρδους γεννά το
μαζικό έγκλημα. Πιστεύουν, δηλαδή, πως ο συγκεκριμένος τρόπος ζωής, η απουσία νοήματος ζωής, η αποξήρανση κάθε ηθικού κώδικα και η αδυναμία εσωτερικού ελέγχου λειτουργούν ως
πολλαπλασιαστές του εγκλήματος. Η πλευρά αυτή ερμηνεύει το έγκλημα ως απάντηση
στης διάψευση ενός «ονείρου» που ταύτισε την «ευτυχία»
με την επιτυχία στη μέγιστη παραγωγή και κατανάλωση.
Μέσα σε αυτό το κλίμα της «ερμηνευτικής
σύγχυσης» για τα αίτια και τις προτάσεις ακούγονται και κάποιες φωνές –
δειλές στην αρχή... – για την αυστηροποίηση των ποινών που μπορεί να
περιλαμβάνει το «όταν λέμε ισόβια, εννοούμε ισόβια» ή ακόμη και την επαναφορά
της θανατικής ποινής για κάποια
ειδεχθή – τα γνωστά «ιδιαζόντως ειδεχθή»- εγκλήματα.
Η θανατική ποινή
Μπορεί το θέμα της θανατικής
ποινής να έκλεισε στην Ελλάδα το 1972,
ωστόσο τα τελευταία συμβάντα δίνουν επιχειρήματα στους θιασώτες της. Κι αυτό
γιατί πιστεύουν πως η εξάλειψη
τέτοιων εγκληματικών συμπεριφορών δεν επιτυγχάνεται ούτε με «ιεραποστολικά
κηρύγματα» ούτε με τις αναλύσεις και παρεμβάσεις των ψυχολόγων και ψυχιάτρων.
Αν και ο δικαιϊκός μας πολιτισμός έχει απορρίψει
το θεσμικό και ηθικό υπόβαθρο της θανατικής ποινής, ωστόσο και στο βαθμό που το
θέμα συντηρείται ή θα αναδειχθεί ως μείζον στο μέλλον σκόπιμο κρίνεται η
προβολή των επιχειρημάτων τόσο των «ζηλωτών» της θανατικής ποινής, όσο
και των κατηγόρων της.
Οι υπέρμαχοι της θανατικής ποινής
Οι υποστηρικτές της
θανατικής ποινής εστιάζουν την επιχειρηματολογία τους σε δύο επίπεδα:
Α.
Στο
πρώτο επίπεδο κυριαρχεί η λογική πως η απειλή και η εκτέλεση της θανατικής
ποινής για κάποια ειδεχθή εγκλήματα λειτουργεί ανασταλτικά στην τέλεσή τους (ο προληπτικός χαρακτήρας). Β. Στο δεύτερο επίπεδο επικρατεί η
άποψη πως τα υποκείμενα – θύτες των στυγερών εγκλημάτων έχουν απωλέσει κάθε
ίχνος ηθικής και εσωτερικού ελέγχου, οπότε η μοναδική
ποινή που τους αρμόζει δικαιϊκά είναι η ποινή του θανάτου.
Μία εξειδικευμένη και
αναλυτική παρουσίαση των παραπάνω γενικών υποθέσεων θα αποκάλυπτε την ευστάθειά
τους ή τη σχετικότητά τους.
Ο προληπτικός χαρακτήρας
Πρωτίστως οι υπέρμαχοι της θανατικής ποινής
θεμελιώνουν τα επιχειρήματά του πάνω στο στοιχείο της γενικής πρόληψης. Ειδικότερα πιστεύεται ευρέως πως η ύπαρξη και η
επιβολή της θανατικής ποινής δρα ανασταλτικά
στη διάπραξη ειδεχθών εγκλημάτων. Ο φόβος,
δηλαδή, της «μέγιστης» τιμωρίας περιορίζει σε μεγάλο βαθμό συμπεριφορές
ανθρώπων που στρέφονται κατά της ανθρώπινης ζωής. Ο προληπτικός χαρακτήρας,επίσης, της θανατικής ποινής – όπως εξάλλου
και κάθε ποινής – συνιστά πυρηνικό στοιχείο του ποινικού δικαίου και τους κοινωνικού μας συστήματος
Δεν
υπάρχει, δηλαδή, και δεν υπήρξε ποτέ ιστορικά δίκαιο ή κοινωνίες που
να θεμελίωσαν την ύπαρξή τους, την επιβίωσή τους και τον πολιτισμό τους πάνω
στην απουσία αυστηρών ποινών για απάνθρωπα εγκλήματα. Οι υποστηρικτές της
θανατικής ποινής υποστηρίζουν πως στην εποχή μας, όπου κυριαρχούν το πάθος, το παράλογο και ο αμοραλισμός
επιβάλλεται η θέσπιση αυστηρών ποινών ως προληπτικός
μηχανισμός.
Κι αυτό, γιατί η ηθική και η παιδεία δεν αρκούν για να αποτρέψουν τη εγκληματική συμπεριφορά
κάποιων. Επιπρόσθετα η απαξίωση στις
μέρες μας των ηθικών αξιών, άρα και της ανθρώπινης ζωής, καθιστά αναγκαία τη
θεσμοθέτηση της θανατικής ποινής. Όλα τα παραπάνω λοιπόν αναδεικνύουν την αναγκαιότητα της θανατικής ποινής και
δικαιώνουν τους υποστηρικτές της.
Το «κοινό περί δικαίου
αίσθημα»
Στη φαρέτρα των επιχειρημάτων υπέρ της θανατικής ποινής υπάρχει και η
θέση πως αυτή ικανοποιεί το «κοινό περί δικαίου αίσθημα» και
αποτρέπει φαινόμενα αυτοδικίας.
Είναι κοινά παραδεκτό πως σε μια κοινωνία που απουσιάζει ένα σύστημα αυστηρών
ποινών για αδικήματα που προκαλούν την κοινή γνώμη αναπτύσσεται μια δυσπιστία
για τη δίκαιη απονομή της δικαιοσύνης. Οι πολίτες βρίσκονται σε μια ανασφάλεια και πολλές φορές καταφεύγουν
σε συμπεριφορές που ξεπερνούν τη θεμιτή
αυτοάμυνα και αγγίζουν τα όρια της αυτοδικίας. Η αυτοδικία συνήθως
εδράζεται πάνω στην απουσία της «αρχής της ανταπόδοσης» από το
δικαιϊκό σύστημα μιας χώρας.
Όταν δηλαδή για «μείζονα» αδικήματα δεν επιβάλλονται
αυστηρές ποινές τότε προσβάλλεται το «κοινό
περί δικαίου αίσθημα» και γεννά αισθήματα οργής προς τους θύτες. Πολλοί είναι αυτοί λοιπόν που υποστηρίζουν
πως η θανατική ποινή δεν λειτουργεί μόνο αποτρεπτικά
στην τέλεση αξιόποινων πράξεων αλλά ενισχύει ανάμεσα στους πολίτες το αίσθημα ασφάλειαςκαι την αίσθηση για τη
λειτουργία ενός συστήματος δίκαιης απονομής της δικαιοσύνης.
Επιπρόσθετα τονίζουν πως η
θανατική ποινή, παρά τον ακρότατο χαρακτήρα της, λειτουργεί υπέρ της κοινωνικής συνοχής αφού καλλιεργεί ένα
αίσθημα εμπιστοσύνης προς την πολιτεία. Αυτό το αίσθημα μετριάζει τις
αντικοινωνικές εκδηλώσεις των πολιτών και τους καθιστά περισσότερο
νομιμόφρονες. Έτσι, λοιπόν, οι νόμοι λειτουργούν αποτελεσματικά, ο θεσμός της
δικαιοσύνης γίνεται σεβαστός και ελαχιστοποιούνται τα φαινόμενα αυτοδικίας που
χαρακτηρίζουν πρωτόγονες κοινωνίες.
Η Ένσταση
Τα προαναφερθέντα
επιχειρήματα υπέρ της θανατικής ποινής μπορεί να θεμελιώνονται πάνω στη λογική
της προστασίας του κοινωνικού
σώματος από εγκληματικές συμπεριφορές ή να διακονούν
μια παραδοσιακή αντίληψη – ερμηνεία – εφαρμογή του δικαίου. Ωστόσο η ηθική
του πολιτισμού μας, ο σεβασμός των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η αναγωγή της ανθρώπινης ζωής σε ύψιστη αξία και η βαθύτερη ουσία του περιεχομένου του δικαίου και των ποινών (σωφρονισμός) αντιμάχονται κάθε ιδέα – επιχείρημα για
επιβολή της θανατικής ποινής.
Η θανατική ποινή κινείται εκτός δικαίου και ηθικής
Αρχικά θεωρείται πως η θανατική ποινή κινείται έξω από κάθε δίκαιο και παραβιάζει το σκληρό αλλά
και τόσο «ευαίσθητο» χώρο της ηθικής. Μία πράξη, δηλαδή, που συντελεί
στην αφαίρεση μιας ζωής συνιστά μία υπερβολή,
μία ηθική και δικαιϊκή ακρότητα. Το
στοιχείο αυτό την απόλυτη εκδοχή του παραβιάζει τόσο την αριστοτελική μεσότητα όσο και την ανθρώπινη ανεκτικότητα, τόσο ως ανθρώπινης αρετής όσο και ως κοινωνικής αξίας
και συμπεριφοράς. Εξάλλου κάθε πράξη που κινείται στα όρια του δικαίου – αδίκου τείνει να θέτει εν αμφιβόλω και το
περιεχόμενο της ηθικής και της ανθρωπιάς μας. Γιατί η ηθική – όχι με την θρησκευτική της
έννοια – προστάζει το σεβασμό στις επιταγές του αγαθού, του δέοντος και
των ακατάλυτων ανθρώπινων αξιών.
Γιατί η ηθική συνιστά εγγενές στοιχείο του δικαιϊκού
μας πολιτισμού και απορρίπτει κάθε
πράξη που ακυρώνει το μέγιστο δώρο της φύσης, τη ζωή.
Η θανατική ποινή είναι εκδίκηση
Σημαντικό επίσης θεωρούμε να
τονίσουμε η θανατική ποινή συνιστά
όχι κατ’ ανάγκην μία νόμιμη άμυνα
της κοινωνίας και της πολιτείας απέναντι στους εχθρούς της αλλά μία εκδίκηση. Η θανατική ποινή,
δηλαδή, βαδίζει παράλληλα με το αρχαιοελληνικό «αντιπεπονθός».
Ειδικότερα η εκδίκηση ως ανθρώπινη συμπεριφορά που πηγάζει από εσωτερικά
κίνητρα – συναισθήματα ως ένα βαθμό είναι δικαιολογημένη, αλλά δεν μπορεί με
τίποτα να καταστεί νόμος του κράτους. «Το κράτος δεν εκδικείται». Άρα η
εκδίκηση – ως έκφραση της αρχής της ανταπόδοσης προσβάλλει το ηθικό και
δικαιϊκό υπόβαθρο της πολιτείας.
Εξάλλου η θανατική ποινή αποκλείει το σωφρονισμό
και χάνει το διαπαιδαγωγικό
χαρακτήρα. Επιπρόσθετα ενισχύει την αυταρχικότητα
της εξουσίας και παραπέμπει σε έναν απάνθρωπο πρωτογονισμό, όπου η επιείκεια
και η ανθρωπιά απουσίαζαν.
Η θανατική ποινή προσβάλλει τη δημοκρατία
Τέλος, η δημοκρατία – ως πολίτευμα και
φιλοσοφική θεώρηση της ζωής – αντιτάσσεται στην επιβολή της θανατικής ποινής. Η δημοκρατία
επαίρεται για το σεβασμό που
επιδεικνύει στα ανθρώπινα δικαιώματα.
Θα ήταν παράλογο και αντιδημοκρατικό να συμφωνεί με τη θανατική ποινή, που
αναιρεί ευθέως το στοιχειώδες ανθρώπινο δικαίωμα, τη ζωή. Η δημοκρατία επίσης διαπαιδαγωγεί
και λειτουργεί ως ηθικοποιητικός
παράγοντας απέναντι στους πολίτες με παραβατική συμπεριφορά. Θα ήταν δηλαδή αντιφατικό και αναιρετικό του ηθικοποιητικού της ρόλου, αν η δημοκρατία με τη
θανατική ποινή θεσμοθετούσε το
θάνατο για τους «πιστούς» της.
Εξάλλου κανείς δεν μπορεί να διαπαιδαγωγεί κανέναν χρησιμοποιώντας τις μεθόδους των αρνητών της ζωής. Η
δημοκρατία δεν τιμωρεί αλλά συγχωρεί και φρονηματίζει. Η ζωή
συνιστά το κατ’ εξοχήν «έννομο» αγαθό κι αυτό προστατεύει ο
πολιτικός πολιτισμός της
δημοκρατίας.
Επιμύθιο
Ο Άρθουρ Κέσλερ (Ούγγρος
συγγραφέας), που κατά τον Ισπανικό εμφύλιο καταδικάστηκε σε θάνατο, στο βιβλίο
του «Ισπανική Διαθήκη», γράφει:
«Το ικρίωμα δεν είναι μονάχα
μία μηχανή θανάτου. Είναι και το πιο παλιό και αισχρό σύμβολο της τάσης του
ανθρώπου να θέλει την ίδια την ηθική καταστροφή του».
Η ανθρώπινη βαρβαρότητα μηχανεύτηκε πολλούς τρόπους
για να αποκαλύψει το ειδεχθές της
πρόσωπο. Κι αν οι πρωτόγονοι τρόποι θανάτωσης ανθρώπου από άνθρωπο είχαν κάποια
«δικαιολογία»
(ένστικτο επιβίωσης, απουσίας ηθικής…) οι σύγχρονοι δεν έχουν καμία δικαίωση.
Κάθε σχεδιασμένη – προγραμματισμένη διαδικασία αφαίρεσης ζωής ανθρώπου από άνθρωπο
επιβεβαιώνει όχι μόνο το κύρος της αλήθειας homohomimilupusαλλά
και την επιστημονική διαπίστωση πως μόνο ο άνθρωπος
και οι αρουραίοι προβαίνουν στη
θανάτωση όντων του ίδιου είδους.
Εκείνο όμως που διαφοροποιεί
τον άνθρωπο από τα ζώα δεν είναι μόνο η γλώσσα,
η σκέψη και η αυτόβουλη βούληση αλλά και η αποδοχή μιας ηθικής. Αυτήν την ηθική όμως του ανθρώπινου πολιτισμού ακυρώνει ο
θεσμός της θανατικής ποινής. Η
θανατική ποινή ως μέτρο υπερβαίνει κάθε λογική και αποδομεί τα βάθρα της ανθρώπινης ηθικής. Οι έννοιες
– πυλώνες της ηθικής καλό, δίκαιο, σεβασμός καθίστανται κενές περιεχομένου όταν ο άνθρωπος ή το κράτος
θεσμοθετεί το θάνατο για το συνάνθρωπό του. Η θανατική ποινή επίσης
καταδεικνύει τη θηριωδία του θύτη –
κράτους, όταν ξεχνά πως η τραγικότητα
του ανθρώπου πηγάζει από τη συνείδηση
του θανάτου.
Καθίσταται όμως πιο δύσμορφο το πρόσωπο του πολιτισμού μας
όταν η θανατική ποινή εκφράζει την κρατική
βούληση ως μια μορφή συλλογικής
εκδίκησης απέναντι στο θύμα, που εκείνη τη φοβερή στιγμή αδυνατεί στοιχειωδώς
να υπερασπίσει τη ζωή του. Έτσι
λοιπόν επιβεβαιώνεται πως το ικρίωμα
ως μηχανή θανάτου (θανατική ποινή) αντανακλά την ηθική βαρβαρότητα και κατάπτωση
του ανθρώπου.
Διαχρονικά αποδείχτηκε πως
κανένα «ικρίωμα θανάτωσης» δεν περιόρισε το έγκλημα. Γιατί πάντοτε οι
εγκληματίες κάτω από το βάρος μιας έντονης συναισθηματικής φόρτισης ή μιας «προσχεδιασμένης» ενέργειας πιστεύουν
ότι διαπράττουν το «τέλειο» έγκλημα. Η κατολίσθηση των παραδοσιακών αξιών, όπου η ζωή εθεωρείτο ιερό αγαθό και αυταξία,
θα πρέπει να σταματήσει. Στόχος μας η δημιουργία μιας κοινωνίας που να γεννά ισορροπημένους ανθρώπους με ενδιαφέρον
για τη ζωή και σεβασμό στον συνάνθρωπό τους.
Εξάλλου, όπως εύστοχα έχει
διατυπωθεί από πολλούς «δεν μπορεί μία
κοινωνία να σκοτώνει ανθρώπους για να τους δείξει ότι είναι κακό να σκοτώνουν».
https://iliasgiannakopoulos.blogspot.com/