Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ (29 Ιουνίου 1900 - 31 Ιουλίου 1944)

 

Ο Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ (29 Ιουνίου 1900 - 31 Ιουλίου 1944) ήταν Γάλλος συγγραφέας, γνωστός στο ευρύ κοινό από το βιβλίο του «Ο Μικρός Πρίγκιπας», το οποίο μεταφράστηκε σε 250 γλώσσες και έρχεται ως ένα από τα πιο πολυδιαβασμένα βιβλία στο κόσμο. Ο Εξυπερύ δεν ήταν όμως ένας διηγηματογράφος, αλλά ένας βαθύς φιλόσοφος που αποτύπωνε τη ζωή κι ανέλυε τον προορισμό της. Από την άποψη αυτή το έργο που τον χαρακτηρίζει απόλυτα είναι τα βιβλία του «Γη των Ανθρώπων» και το «Ταχυδρομείο του Νότου», που αποτελούν το απάνθισμα της φιλοσοφίας του.

Αλλά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του αφιερώθηκε στην κατάκτηση των αιθέρων της πολιτικής αεροπορίας, της οποίας είναι ιστορικά απ' τους μεγάλους προδρόμους , ήταν ηγετικός παράγων της δημιουργίας της πρώτης διεθνούς γαλλικής εμπορικής εταιρείας από την οποία ξεπήδησε η Air France, ήταν δοκιμαστής αεροπλάνων της Air France και πολέμησε στον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, στην πτώση της Γαλλίας, όπου και παρασημοφορήθηκε για να σκοτωθεί τελικά το 1944. Η Γαλλία και οι γαλλόφωνες χώρες τιμούν με το όνομά του σωρεία δρόμων και εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Το διεθνές αεροδρόμιο της Λυών ονομάζεται Σαιντ-Εξυπερύ.

Τα βιβλία του και η ζωή του έχουν γίνει θέματα περίπου 10 ταινιών, αν και μερικές από αυτές έχουν χαθεί από τις προπολεμικές ταινιοθήκες.

Γεννήθηκε στις 29 Ιουνίου 1900 στη Λυών, ανάμεσα σε τέσσερα άλλα αδέλφια στο ευτυχισμένο περιβάλλον μιας παλιάς αριστοκρατικής οικογένειας μίας καταγωγής η οποία χανόταν κάπου στον 5ο μ.Χ. αιώνα. Ο Εξυπερύ γεννήθηκε την ίδια εποχή που γεννιόταν και το αεροπλάνο, τότε που τα κατορθώματα του Μπλεριό έκαναν τον κόσμο να θαυμάζει, καθώς διέσχιζε τη Μάγχη με ένα αεροπλάνο που έμοιαζε περισσότερο με φτερωτό ποδήλατο. Ο μικρός Αντουάν έφτιαξε ο ίδιος φτερά από χαρτόνι και τα κόλλησε στο ποδήλατό του, στριφογυρίζοντας αδιάκοπα στον κήπο του και μιμούμενος το βούισμα εκείνου του θαύματος των αιθέρων. Η σημαδιακή στιγμή για εκείνον ήρθε στα 12 χρόνια του, όταν κατά τη διάρκεια κάποιων διακοπών παρακολουθούσε μία μικρή ομάδα μηχανικών να συναρμολογούν ένα αεροπλάνο μερικά χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι του. Όταν το αεροπλάνο ολοκληρώθηκε, οι μηχανικοί τον προσκάλεσαν να πετάξει μαζί τους. Ο ενθουσιασμός από την αίσθηση της πτήσης ήταν φυσικό να αιχμαλωτίσουν για πάντα τη φαντασία του μικρού Αντουάν. Το 1918 τελειώνοντας το γυμνάσιο αρραβωνιάστηκε μία οικογενειακή τους φίλη, την Λουίζ Βιλλερμπάν (Louise Villerban), παρακολουθώντας ταυτόχρονα με ενθουσιασμό τα νέα από τις μεγάλες πτήσεις Γάλλων αεροπόρων και ειδικά του Ντιντιέ Ντορά, ο οποίος κάλυψε πρώτος την διαδρομή Τουλούζη - Ραμπάτ (Γαλλία - Μαρόκο). Το 1921 ήρθε η ώρα να υπηρετήσει τη θητεία του στις Ένοπλες Δυνάμεις. Η οικογένειά του τον συμβούλευσε να επιλέξει το ναυτικό, που θεωρείτο πιο αριστοκρατικό σώμα, αλλά μετά από την αποτυχία του στις εξετάσεις δεν αναρωτήθηκε καθόλου ποια θα ήταν η επόμενη επιλογή του, οπότε υπέβαλε την αίτησή του στην αεροπορία, όπου και έγινε δεκτός με την ειδικότητα του μηχανικού, ενώ παράλληλα έπαιρνε και μαθήματα πιλότου με ιδιωτικό εκπαιδευτή. Η ανυπομονησία του ήταν τόσο μεγάλη που πολλές φορές τον οδηγούσε σε σφάλματα, τα οποία κατέληγαν σε μικροατυχήματα. Παρά τις δυσκολίες θα καταφέρει να πάρει το πτυχίο του και στη συνέχεια θα εκπαιδευτεί και στα στρατιωτικά αεροσκάφη, έως ότου στις 10 Οκτωβρίου του 1922, με τον βαθμό του ανθυποσμηναγού είχε πλέον αποκτήσει και το πτυχίο του πιλότου μαχητικών. Όταν πια το όνειρο μίας ζωής φαινόταν να έχει πραγματοποιηθεί, η κακοτυχία χτύπησε τον 22χρονο Εξυπερύ σε κάθε τομέα της ζωής του. Στην βάση Λε Μπουρζέ των Παρισίων παθαίνει το πρώτο σοβαρό ατύχημα της ζωής του. Η κρανιοεγκεφαλική κάκωση που υπέστη ήταν τόσο σοβαρή, ώστε από θαύμα απέφυγε τον θάνατο. Η επιμονή του να συνεχίσει στην αεροπορία προκάλεσε την παρέμβαση του πεθερού του, ο οποίος τον ανάγκασε να αλλάξει επάγγελμα και να γίνει εμπορικός υπάλληλος το 1923. Ο Εξυπερύ μετά από μια περίοδο αφόρητης ανίας και απογοητεύσεων, ενώ εν τω μεταξύ τον εγκατέλειψε και η αρραβωνιαστικιά του, θα πιάσει για πρώτη φορά την πένα βρίσκοντας εκεί μια υπέροχη διέξοδο με το να περιγράφει στο χαρτί στιγμές που χάνονταν «...στον υπέροχο ήρεμο ουρανό σε ύψος 4000μ...», όπως έγραφε στην μητέρα του. Τα κείμενα αυτά οδήγησαν το 1926 στην έκδοση του πρώτου βιβλίου του «Ο Αεροπόρος» και στην απόφαση να αναζητήσει για πάντα την καριέρα του στην πολιτική αεροπορία.

Ο Α. Σαιντ-Εξυπερύ , Σμηναγός
πιλότος του αναγνωριστικού σμήνους
2/33 , Κορσική 1944
Το Ταχυδρομείο του Νότου

Αναζήτησε εργασία σε μια πρωτοποριακή εμπορική γαλλική εταιρεία την «Λατεκέρ» (Latecoere) που εκτελούσε ταχυδρομικές πτήσεις μεταξύ Τουλούζης και Β. Αφρικής και προϊστάμενός του ήταν ο ίδιος ο Ντιντιέ Ντορά. Μέσα στα αεροπορικά υπόστεγα που συχνά έπαιρνε μέρος στη συντήρηση των αεροπλάνων έβρισκε την ώρα να γράφει αποτυπώνοντας στο χαρτί την ανθρώπινη αναμέτρηση με την πρόσκληση του κινδύνου και την απόφαση του ανθρώπου να ξεπερνάει τα όριά του. Οι τότε φυσικά συνθήκες της αεροπλοΐας ήταν κάτι περισσότερο από μια περιπέτεια στο άγνωστο: πιλότοι χάνονταν από απλές βλάβες των εμβρυακών ακόμα τότε αεροπλάνων, άλλοι έπεφταν θύματα των άγριων νομαδικών φυλών ενώ ο κακός καιρός αρκούσε για να προκαλέσει την οριστική απώλεια αεροπλάνου και πιλότου. Αλλά, όπως έγραφε: «...το ταχυδρομείο έπρεπε πάντα να περάσει...».

Εκεί θα γνωρίσει ως συναδέλφους τους μετέπειτα πρωτοπόρους των πρώτων διηπειρωτικών πτήσεων Ζαν Μερμόζ και ο Ζωρζ Γκυγιωμέ, με τους οποίους θα γίνονταν αχώριστοι φίλοι. Εκείνες ήταν οι καλύτερες στιγμές της ζωής του. Η αγάπη, η αδελφοσύνη και ο κοινός αγώνας για την ολοκλήρωση του έργου δημιουργούσαν συγκινητικές στιγμές που θα αποτύπωνε για πάντα στα μετέπειτα έργα του. Ο Εξυπερύ απαθανάτισε εκείνες τις μοναδικές στιγμές στο επόμενο βιβλίο του, το «Ταχυδρομείο του Νότου». Οι στιγμές που περιγράφει είναι γεμάτες από τα συναισθήματα που δημιουργούνται μέσα στο πιλοτήριο κατά την διάρκεια εκείνων των μακρινών και επικίνδυνων πτήσεων: η μοναξιά των δύο πιλότων που πετούν δίπλα-δίπλα, αμίλητοι επί ώρες, ανταλλάσσοντας περιστασιακά κάποια τυπικά λόγια για την κατάσταση των οργάνων, με μόνη επαφή έναν ασύρματο. Όχι ότι τους βοηθούσε στη ναυτιλία, αλλά τους υπενθύμιζε ότι υπήρχαν κάπου κάποιοι άνθρωποι -ότι δεν ήταν μόνοι. Μέσα στο σκοτάδι έριχναν μία ματιά στο έδαφος: τι να κάνουν μέσα στη νύχτα οι χωρικοί σε εκείνα τα φωτάκια εκεί κάτω; Τι να σκέπτονται, πώς να ζουν; Τι είναι αυτό που εξυψώνει τον άνθρωπο; Και την απάντηση την δίνει ο ίδιος: «Αν θες να κάνεις τους ανθρώπους να κατασκευάσουν καράβια, μη κάνεις φασαρία προσπαθώντας να τους συγκεντρώσεις, να τους αναθέσεις εργασίες και να τους βάλεις να κόβουν ξύλα. Το μόνο που χρειάζεται είναι να τους κάνεις να ποθήσουν το μεγαλείο και την απεραντοσύνη της θάλασσας»…«Οι άνθρωποι ενώνονται μόνο όταν θέτουν τους ίδιους κοινούς στόχους, γιατί το ιδανικό είναι εκείνο που εξυψώνει τα νοήματα».

Το βιβλίο αυτό τον κάνει ετούτη τη φορά πολύ γνωστό , το όνομά του ακούγεται με εξαιρετικά φιλολογικά σχόλια και οι συνάδελφοί του τον θεωρούν ως τον άνθρωπο που τους χαρίζει την αναγνώριση. Ο Ντιντιέ Ντορά τον επισκέπτεται στον εκδοτικό οίκο που παρουσιάζει το βιβλίο του και του αποσπά ένα αυτόγραφο. Τον Οκτώβριο του 1927 τον διορίζει σταθμάρχη της Λατεκέρ στο Καπ Ζουμπί, στη μέση της Ισπανικής Σαχάρας. Το Καπ Ζουμπί ήταν για πολλούς λόγους ένας σταθμός ζωτικής σημασίας για τα αεροπλάνα της εταιρείας που εκτελούσαν το δρομολόγιο Καζαμπλάνκα - Ντακάρ: εκεί θα σταματούσε κάποιος πιλότος για να ανεφοδιαστεί σε καύσιμα προκειμένου να συνεχίσει το ταξίδι του, εκεί θα κατέφευγε κάποιο αεροπλάνο που είχε υποστεί βλάβη πάνω από την έρημο, και εκεί θα αναζητούσε σωτηρία κάποιος για να σωθεί από τους Άραβες που τον κυνηγούσαν. Η ομαλή λειτουργία της αερογραμμής αλλά και η ζωή πολλών συναδέλφων του, στηριζόταν αποκλειστικά επάνω του. Η νέα του μετάθεση δεν διέφερε πρακτικά από εξορία αλλά αυτό του έδωσε την ευκαιρία μιας νέας εποικοδομητικής αυτοσυγκέντρωσης. Παράλληλα, χάρις σε εκείνο τον σταθμό, η μικρή «Λατεκέρ» επεκτάθηκε και εξελίχθηκε στην «Αεροποστάλ» (Aeropostal) την πρώτη επιβατική γαλλική αεροπορική εταιρεία που τώρα είχε 24 αεροπλάνα – μεταφοράς ταχυδρομείου μεν αλλά και με θέσεις για 10 επιβάτες. Η συμβολή του Εξυπερύ στην εταιρεία αυτή αλλά και η παράλληλη αναγνώρισή του στον φιλολογικό τομέα του απέφεραν μια κρατική αναγνώριση, τον Σταυρό των Ιπποτών της Λεγεώνας της Τιμής.

Μια περίοδος επαγγελματικής και λογοτεχνικής περιπέτειας

Το 1929 η Αεροποστάλ επεκτείνεται στη Νότια Αμερική με πτήσεις μεταξύ Ρίο ντε Τζανέιρο και Μπουένος Άιρες και ο Εξυπερύ ορίζεται σταθμάρχης της εταιρείας στην Αργεντινή. Σε μια αποστολή ο φίλος του Γκυγιωμέ θα χαθεί για μέρες στις χιονισμένες Άνδεις και ο Εξυπερύ θα κάνει τα αδύνατα δυνατά για να τον βρει τελικά, κάτω από απίστευτα άγριες συνθήκες, σε μια χώρα που έχει ως λαϊκό απόφθεγμα πως: «Τον χειμώνα οι Άνδεις δεν επιστρέφουν τις ψυχές που παίρνουν». Την ίδια ώρα ο Μερμόζ δοκιμάζει με επιτυχία νυκτερινές πτήσεις μεταξύ Γαλλίας και Αργεντινής, που για εκείνη την εποχή θεωρούνται ως μοναδικό επίτευγμα τόλμης και πρωτοπορίας. Ο Εξυπερύ θα σημαδευτεί για πάντα από εκείνες τις στιγμές της δοκιμασίας και της φιλίας για όλη του τη ζωή με ένα πνεύμα που σύντομα θα αποτυπώνει συνέχεια στα βιβλία του μέχρι το τέλος της ζωής του.

Το 1931 γνώρισε την Κονσουέλο Σουνσίν, μία γυναίκα που τον εντυπωσίασε και αποφάσισε να την κατακτήσει σε μια ασυνήθιστη πτήση πάνω απ' το Μπουένος Άιρες. Την παντρεύτηκε σύντομα αν και διέφεραν ως χαρακτήρες παρόλο που ενώ κι εκείνη σύχναζε σε φιλολογικούς κύκλους την ενδιέφεραν περισσότερο οι πεζές πραγματικότητες της ζωής και δεν κατάφερε ποτέ να αποτελέσει την μούσα μιας ψυχής σαν του Εξυπερύ. Το 1933 η Αεροποστάλ αντιμετώπισε οικονομική κρίση και αγοράστηκε από ένα όμιλο, ο οποίος μετονομάστηκε σε Air France. Ο Εξυπερύ δεν συμφώνησε με την τότε διοίκηση και αποφάσισε να φύγει αν και αυτό σήμαινε ότι άρχιζαν γι αυτόν οι οικονομικές δυσκολίες. Θα αποφασίσει να βρει διέξοδο στα βιβλία του και συγγράφει το έργο του «Νυχτερινή Πτήση» που αποσπά λογοτεχνικό βραβείο και ένα συμβόλαιο για μια παραγωγή του Χόλλυγουντ, ταινία που γυρίζεται με πρωταγωνιστή τον Κλαρκ Γκαίημπλ με τον εμπορικότερο τίτλο: «Άνεμος, Άμμος και Άστρα».

Μεταξύ 1935 και 1936 γυρίζονται ακόμα δύο ταινίες από αισθηματικές του νουβέλες, το «Αν-Μαρί» και το «Σαββατοκύριακο στο Αλγέρι». Αυτό του προσφέρει μια πρόχειρη επίλυση του οικονομικού προβλήματος αλλά επειδή δεν θέλει να απομακρυνθεί από την αεροπορία προσλαμβάνεται ως δοκιμαστής πιλότος σε ένα νέο μεγάλο υδροπλάνο με το οποίο η Αιρ Φρανς σκοπεύει να κάνει μόνιμα δρομολόγια στο Αλγέρι. Το πρωτότυπο του μοντέλου ωστόσο υποφέρει από κατασκευαστική αστάθεια και ο Εξυπερύ πέφτει θύμα σοβαρού ατυχήματος, τα τραύματα του οποίου θα τον κάνουν να υποφέρει επί χρόνια. Τέλη του 1936 η Αιρ Φρανς του προσφέρει ένα συμβόλαιο για μια πειραματική προσπάθεια να δημιουργηθούν πτήσεις από τη Γαλλία στη Σαϊγκόν. Ο Εξυπερύ θα αγοράσει με δικές του οικονομίες ένα αεροπλάνο με το οποίο επιχειρεί μια πρώτη προσπάθεια αλλά τσακίζεται από αμμοθύελλα στην Λιβυκή έρημο και τελικά σώζεται συμπτωματικά από κάποιους Βεδουίνους. Μετά από αυτήν την περιπέτεια απομακρύνεται από τον αεροπορικό τομέα και πέφτει σε μια κατάσταση απογοήτευσης, την οποία επιδεινώνει η απώλεια του Μερμόζ πάνω από τον Ατλαντικό. Το 1937 επιστρέφει στον τομέα των διηπειρωτικών πτήσεων με την Αιρ Φρανς με σκοπό τη διάσχιση του Ατλαντικού και εγκαινίαση δρομολογίων μεταξύ Ευρώπης και Κεντρικής Αμερικής. Ένα νέο όμως ατύχημα στη Γουατεμάλα τον φέρνει πολύ κοντά στον θάνατο. Πέρασε πολύ καιρό σε νοσοκομείο της Νέας Υόρκης για να ανακάμψει και καθώς η περαιτέρω συνέχιση των αεροπορικών περιπετειών του φάνηκε να απομακρύνεται, αποφάσισε να συνεχίσει αποκλειστικά με τα βιβλία του. Ένας μικρός όμιλος Γάλλων επιχειρηματιών και φίλων της τέχνης που ζούσαν στην Αμερική του συμπαραστάθηκαν πολύ. Εκείνη την περίοδο γράφει τα δύο αριστουργήματά του, την «Γη των Ανθρώπων» και τον «Μικρό Πρίγκιπα». Το 1938 επιστρέφει στη Γαλλία και εργάζεται ως δημοσιογράφος - πολεμικός ανταποκριτής στον εμφύλιο πόλεμο της Ισπανίας. Τα άρθρα του είναι υπέρ των φιλοκυβερνητικών δυνάμεων κι εναντίον του Φράνκο. Το 1939 τα δύο τελευταία του βιβλία του εξασφαλίζουν ένα ακόμα βραβείο από τη Γαλλική Ακαδημία.

Πιλότος Πολέμου

Στην Αμερική τον βρίσκουν τα νέα της κήρυξης του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και αποφασίζει να προσφερθεί για υπηρεσία και προτιμά την δίωξη αλλά ο στρατιωτικός γιατρός τον βρίσκει πολύ ηλικιωμένο και αρκετά αδύναμο για τέτοια καθήκοντα. Ο Εξυπερύ θα χρησιμοποιήσει τη φήμη του και τα μέσα του, καθώς είναι ο διασημότερος Γάλλος αεροπόρος την ώρα εκείνη. Τελικά συμβιβάζεται με την θέση του Σμηναγού Αναγνώρισης. Στις 3 Νοεμβρίου 1939 παρουσιάστηκε στον Επισμηναγό Ρενέ Γκαβουάλ της 2/33 Μοίρας Αναγνώρισης, στο αεροδρόμιο του Ορκόντ στην περιοχή της Καμπανίας, νοτιοδυτικά της Ρενς. Η σύντομη εκείνη περίοδος τον γεμίζει με περισσότερη εμπειρία για τους χαρακτήρες και την μοίρα των ανθρώπων καθώς οι συνθήκες που αντιμετωπίζει είναι ιδιαίτερα απογοητευτικές. Τα αεροπλάνα της Μοίρας του είναι ελάχιστα για να φυλάξουν ένα μέτωπο από την Ελβετία ως τον Ατλαντικό και οι επιδόσεις τους μπροστά στα γερμανικά: «...εξασφαλίζουν μόνο μια ευκαιρία για δόξα...» έλεγε ειρωνικά , εννοώντας τον βέβαιο θάνατο. Παρόλα αυτά παίρνει μέρος σε όλες τις απελπισμένες προσπάθειες να ενημερώσει την γαλλική ανώτατη διοίκηση για τα σημεία που οι Γερμανοί περνούν τα σύνορα έστω κι όταν τον περιζώνουν επικίνδυνα τα πολύ ικανά και γρήγορα Μέσσερσμιτ δίνοντάς του ολοένα και λιγότερες ευκαιρίες να ξεφεύγει. Σε μια από αυτές τις αποστολές στο Αρράς διακινδυνεύει τόσο πολύ που οι συνάδελφοί του τον θεωρούν ήδη νεκρό αλλά εκείνος έχει καταφέρει να διαφύγει πετώντας εξαιρετικά χαμηλά και κρυπτόμενος μέσα στους πυκνούς καπνούς από τις εκρήξεις των βομβών. Η τελευταία του αποστολή είναι στην Αμπεβίλ κατά την υποχώρηση στη Δουνκέρκη. Οι παρατηρήσεις που κάνει δίνουν την ευκαιρία στον Γάλλο διοικητή στο έδαφος να κατορθώσει, έστω και πρόσκαιρα, την ανακοπή της γερμανικής επίθεσης: ο αξιωματικός εκείνος λέγεται Σαρλ Ντε Γκωλ.

Μετά την πτώση της Γαλλίας ο Εξυπερύ είναι οργισμένος από την απαράδεκτη γαλλική διοίκηση που φάνηκε ανύπαρκτη σε κάθε ενέργειά της παρόλο που αριθμητικά και υλικά η Γαλλία υπερτερούσε της Γερμανίας. Όταν η διάδοχη Κυβέρνηση του Βισύ τον μεταθέτει σε μια βάση στο Μπορντώ το θέαμα που βλέπει τον κάνει να μείνει άφωνος. Υπάρχει σωρεία καινούργιων αεροπλάνων που δεν χρησιμοποιήθηκαν ποτέ στη μάχη, πιστεύει ότι η Γαλλία βρίσκεται σε μια κατάσταση αποχαύνωσης και προδοσίας και αποφασίζει να την εγκαταλείψει. Η κυβέρνηση του Βισύ του προσφέρει μια θέση στη Βουλή με σκοπό να εκμεταλλευτεί το όνομά του αλλά εκείνος αρνείται. Αμέσως τα βιβλία του απαγορεύονται και πέφτει σε δυσμένεια. Προσπαθεί να δραπετεύσει μέσω της φρανκικής Ισπανίας αλλά τότε θυμούνται τα αντιφρανκικά του άρθρα κατά τον εμφύλιο πόλεμο και του απαγορεύουν την διέλευση. Τελικά θα βρει ευκαιρία να φύγει για τις ΗΠΑ, με τις οποίες η Γαλλία του Βισύ επίσημα δεν βρίσκεται σε πόλεμο.

Στις ΗΠΑ ο Εξυπερύ θα συγγράψει σε βιβλίο τις πρόσφατες πολεμικές του εμπειρίες, το «Πιλότος Πολέμου», ένα βιβλίο που γεμίζει ανθρωπιά, έντονη φιλοσοφία και απογοήτευση για την Γαλλία. Αλλά ένα τέτοιο έργο γραμμένο από έναν που μόλις γύρισε απ' τον πόλεμο έχει μεγάλο εκδοτικό ενδιαφέρον ενώ ταυτόχρονα του προτείνουν το γύρισμα ταινίας με θέμα τον «Μικρό Πρίγκιπα». Ενώ έτσι τα οικονομικά του βελτιώνονται αισθητά του φτάνουν ξαφνικά τα νέα του θανάτου του Γκιγιωμέ που εβλήθη, πιθανόν κατά λάθος, από ιταλικό μαχητικό. Ο εσωτερικός του κόσμος γκρεμίζεται ενώ την ίδια ώρα η γυναίκα του γκρινιάζει περισσότερο για τις τουαλέτες που άφησε πίσω στην Γαλλία και νοιώθει πολύ λίγο να νοιάζεται για τον Αντουάν. Εκείνος κρατάει πάντα στα χέρια του την εικόνα των φίλων του απ' το Ταχυδρομείο του Νότου κι όταν η Κονσουέλο του υπενθυμίζει ότι αυτοί είναι πια νεκροί της απαντά με πόνο «Όχι... οι νεκροί είμαστε εμείς...». Στις μέρες που ακολουθούν ο Ντε Γκωλ καλεί όλους τους Γάλλους εκτός Γαλλίας να στρατευθούν μαζί του και του γίνονται προτάσεις να τον υποστηρίξει. Ο Εξυπερύ πιστεύει ότι μόνο αν η Αμερική μπει στον πόλεμο υπάρχει σοβαρή ελπίδα για την Γαλλία και αρνείται, χαμένος πιθανόν και στην προσωπική του απογοήτευση, αλλά αυτό εκνευρίζει αφάνταστα τον Ντε Γκωλ και από τότε οι άλλοτε συμπολεμιστές θα παραμείνουν για πάντα εχθροί μεταξύ τους.

Επιστροφή στον πόλεμο και τελευταία αποστολή

Όταν το 1943 οι Αμερικανοί αποβιβάζονται στη Βόρεια Αφρική, ο Εξυπερύ νοιώθει ότι η στιγμή να επιστρέψει στην μάχη ήρθε, αλλά η πολιτική κατάσταση της Γαλλίας που χωρίζεται σε Γκωλικούς και πρώην ανθρώπους του Βισύ που δειλά τώρα παρουσιάζονται ως αντι-γερμανοί, τού προκαλεί αποστροφή και τον φέρνει σε δύσκολη θέση. Επιπλέον η φυσική του κατάσταση δεν του επιτρέπει πάντα να γίνει δεκτός ως πιλότος, έχοντας μάλιστα φτάσει και στην ηλικία των 44 ετών. Θα χρειαστεί να βάλει φίλους του να ζητήσουν απ' την Αμερικανική κυβέρνηση να τον βοηθήσουν μέχρι που επεμβαίνει ο ίδιος ο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ που προτιμά, όπως δήλωσε, να αφήσει τον Εξυπερύ επιτέλους να πετάει στον αέρα παρά να του βάζει μπελάδες στο έδαφος. Του επιτρέπουν να επιστρέψει στο παλιό του σμήνος 2/33, που τώρα εδρεύει στο Οράν. Οι παλιοί του φίλοι και συμπολεμιστές, κι ειδικά ο πρώην και νυν διοικητής του 2/33, Ρενέ Γκαβουάλ, τον υποδέχονται με πολύ ενθουσιασμό και αγάπη τόσο που ξανανιώνει μετά από πολύ καιρό να ζει και πάλι σε ένα ζεστό συντροφικό περιβάλλον. Πολιτικά ωστόσο αρνείται να εκφρασθεί υπέρ του ενός η του άλλου πολιτικού γαλλικού στρατοπέδου που αντιπροσωπεύουν οι στρατηγοί Ζιρώ και Ντε Γκωλ. Ο Ντε Γκωλ ειδικά δεν θέλει να ακούσει γι αυτόν και σε κάποια στιγμή θυμού, απαγορεύει ακόμα και την διάδοση των βιβλίων του, κάτι που εξοργίζει και αγανακτεί τον συγγραφέα που ανακράζει «...αυτοί οι Γκωλικοί κι ο πολύς πατριωτισμός τους μου δίνουν στα νεύρα... φορώ την γαλλική στολή και κινδυνεύω να σκοτωθώ όσο κι ο οποιοσδήποτε άλλος Γάλλος ...». Εκείνη την περίοδο ο Εξυπερύ κάνει πολλούς εχθρούς που τον κατηγορούν από αντι-πατριώτη ως και φιλοναζιστή. Ο ίδιος τραυματισμένος ψυχικά αποφασίζει να κλειστεί ακόμα περισσότερο στον εαυτό του και θεωρεί ότι η μόνη πραγματική συντροφιά του είναι οι πιλότοι στο σμήνος του.

Το 2/33 του μεταφέρεται στην Κορσική και εκείνος αναλαμβάνει αποστολές αναγνώρισης πάνω απ' την υπό κατοχή ακόμα Γαλλία. Ο Αμερικανός όμως γενικός διοικητής των συμμαχικών μοιρών τον περιορίζει να τερματίσει μετά την 5η του αποστολή καθόσον το αεροπλάνο που του δίνουν να πετάξει ένα P38F-5B, έχει μέγιστο όριο ηλικίας για τους πιλότους του το 28ο έτος. Ο Γκαβουάλ δεν τολμά όμως να το εφαρμόσει από φόβο ότι αυτό θα τον συντρίψει ψυχικά. Το αεροπλάνο εκείνο προκαλεί όντως μεγάλες δυσκολίες στον παλαίμαχο πιλότο γιατί είναι φτιαγμένο για πολύ μεγάλα ύψη και μια-δύο φορές ο Εξυπερύ χάνει τις αισθήσεις του από έλλειψη οξυγόνου ενώ τα παλιά του τραύματα δεν τον αφήνουν να ησυχάσει από τους πόνους. Ο Γκαβουάλ τον παρακολουθεί θορυβημένος, ο Εξυπερύ έχει πάντα μέσα στο χειριστήριό του τη φωτογραφία των νεκρών του φίλων απ' την εποχή του Ταχυδρομείου του Νότου, είναι πολύ αφηρημένος και τα βράδια ξενυχτάει γράφοντας. Εκείνη την εποχή ο συγγραφέας, μέσα στα ατέλειωτα χαρτιά που γεμίζουν το ακατάστατο δωμάτιό του έχει αρχίσει άλλα δύο έργα, το «Κάστρο» (Citadelle) και το «Γράμμα σε ένα όμηρο». Την 31/07/1944, νωρίς το πρωί, ο πίνακας επιχειρήσεων του 2/33 έχει προγραμματισμένο τον Εξυπερύ σε μια αναγνωριστική πτήση στην παραλία Γένοβας - Αντζιο, καθώς επίκειται η εκεί απόβαση. Ο Γκαβουάλ ελπίζει ότι ο ξενυχτισμένος Εξυπερύ απλά δεν θα παρουσιαστεί αλλά εκείνος εμφανίζεται πανέτοιμος και μάλιστα του εμπιστεύεται τα γραπτά του. Ο Γκαβουάλ δεν το θεωρεί αυτό καλό σημάδι και κυριολεκτικά πανικοβάλλεται όταν διαπιστώνει ότι το δωμάτιο του Εξυπερύ είναι τακτοποιημένο και το κρεβάτι άθικτο, απόδειξη ότι ο συγγραφέας δεν κοιμήθηκε όλο το βράδυ. Τρεις και μισή ώρες μετά την απογείωση ο Εξυπερύ θεωρείται αγνοούμενος και ο Γκαβουάλ υποψιάζεται αυτοκτονία. Επί κάπου 50 και περισσότερα χρόνια οι έρευνες για να βρεθεί το αεροπλάνο εκείνο δεν καρποφόρησαν και δημιούργησαν μεγάλο θόρυβο γύρω από την εξαφάνιση εκείνη, που ως ένα βαθμό εκμεταλλεύτηκαν και τουριστικά ορισμένοι καθώς η φήμη του Εξυπερύ έφτασε το αποκορύφωμά της στην μεταπολεμική εποχή. Τελικά το μπρασελέ του Εξυπερύ που του είχε χαρίσει η Κονσουέλο ανακαλύφθηκε από ένα ψαρά (Ζαν-Πώλ Μπιάνκο) δυτικά της Τουλόν τον οποίο αρχικά δεν πίστεψε κανείς, μιας και βρέθηκε πολύ πιο μακριά από την θέση που προέβλεπε η διαδρομή της τελευταίας αποστολής του Εξυπερύ. Αλλά το αεροπλάνο αυτή τη φορά εντοπίστηκε και αναγνωρίστηκε από τον αριθμό του (228233) από τον δύτη-αρχαιολόγο Luc Vanrell. Τα συντρίμμια του αεροπλάνου του συγγραφέα εκτίθενται σήμερα στο Μουσείο Αεροπορίας του Λε Μπουρζέ (Παρίσι).

Από μια τυχαία φράση που βρέθηκε ανάμεσα στα τελευταία του χειρόγραφα και έλεγε: …«Κάποια μέρα θα χαθώ πάνω σε έναν μαρτυρικό σταυρό που θα είναι η Μεσόγειος»… σχεδόν όλοι πίστεψαν ότι ο Εξυπερύ αυτοκτόνησε καθώς ήταν πολλαπλά λυπημένος απ' την απώλεια των συντρόφων του, την αδιαφορία της γυναίκας του και την στάση του Στρατηγού Ντε Γκωλ, ο οποίος είχε πεισματωθεί από την αρχική άρνηση του συγγραφέα να ενταχθεί στο Γκωλικό στρατόπεδο. Εντούτοις στις αρχές του 2008, ένας παλαίμαχος Γερμανός πιλότος, ο Χορστ Ρήπερτ, 88 ετών, δήλωσε ότι πολύ πιθανόν αυτός ήταν εκείνος που τον κατέρριψε συνδυάζοντας την μέρα και τον τόπο όπου εντοπίστηκε το αεροπλάνο του Εξυπερύ. Δήλωσε μάλιστα ότι ως νέος θαύμαζε τον συγγραφέα και θα ευχόταν τελικά να μην ήταν εκείνος που τον είχε καταρρίψει.

Μια φράση του που έχει χαραχτεί συχνά σε πλάκες ως το πιο αυθεντικό ρητό του που τον αντιπροσωπεύει είναι η παρακάτω :

«Το ουσιώδες διαφεύγει από τα μάτια, βλέπει κανείς σωστά μόνο με την καρδιά»

Ο Μικρός Πρίγκιπας

Το βιβλίο του «Ο Μικρός Πρίγκιπας» γράφηκε μεν για παιδιά, αλλά είναι ένα αρκετά φιλοσοφημένο έργο το οποίο κατακρίνει και ειρωνεύεται τον κόσμο των μεγάλων. Τα σχέδια του βιβλίου είναι δικά του.

Στον Μικρό πρίγκιπα υπάρχουν σχεδόν ανεξάρτητα κεφάλαια με μια μικρή διδακτική ιστορία στο καθένα.

Το βιβλίο λοιπόν, είναι αντιπολεμικό και μιλά για την αγάπη και τη φιλία, οι οποίες για να αναπτυχθούν πρέπει να υπάρχει ειρήνη. Είναι ένα συμβολικό παραμύθι που γράφτηκε στην Αμερική, όπου είχε καταφύγει ο συγγραφέας μετά την υποταγή της Γαλλίας στη Γερμανία. Το περιεχόμενό του είναι ένα μήνυμα στη δοκιμαζόμενη πατρίδα του μακριά απ' την οποία νιώθει εξόριστος, χαμένος, όπως ο μικρός πρίγκιπας μακριά απ' τον πλανήτη του. Υπάρχουν παραμυθικοί ρόλοι: πρίγκιπας, τριαντάφυλλο, αλεπού, καθώς και συμβολισμοί που υποκρύπτουν: βαθμιαία πορεία προς τη γνώση μέσω της κοινωνικοποίησης, μετάβαση από τον κόσμο του παιδιού στη ζωή, στις σχέσεις και υποχρεώσεις του ενηλίκου.


Βιβλία

1926: L'Aviateur (Ο αεροπόρος)
1928: Courrier sud (Ο Ταχυδρόμος του Νότου)
1931: Vol de nuit (Νυχτερινή Πτήση- Βραβείο Φεμίνα, τον ίδιο χρόνο) ― ελλην.μετάφρ.Κ.Τσαϊλα ("Γκοβόστης")
1938: Terre des hommes (Γη των ανθρώπων)
1942: Pilote de guerre (Πιλότος πολέμου)
1943: LePetitPrince(ΟΜικρόςΠρίγκιπας)―ελλην.μετάφρ.Ν.Αθανασιάδης ("Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος")
1943: Lettre à un otage (Γράμμα σε έναν όμηρο)
1948: Citadelle, δημοσίευση μετά θάνατον
1982: Γραπτά του πολέμου 1939-1944, επιστολές, δημοσίευση μετά θάνατον



Ο Μικρός Πρίγκιπας

"Ο Μικρός Πρίγκιπας" είναι βιβλίο του Γάλλου συγγραφέα Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ. Αν και θεωρείται παιδικό βιβλίο, απευθύνεται σε όλους. Το θέμα του βιβλίου είναι το εξής: ο αφηγητής πέφτει με το αεροπλάνο του -που έχει πάθει βλάβη- στην έρημο. Εκεί συναντά ένα ασυνήθιστο παιδί (το Μικρό Πρίγκιπα), γνωρίζονται και γίνονται φίλοι. Ο αφηγητής μαθαίνει πολλά από τον καινούργιο του φίλο. Ο καινούργιος του φίλος σιγά-σιγά τού διηγείται την επίσκεψή του σε άλλους πλανήτες, όπου υπάρχουν άνθρωποι ματαιόδοξοι αλλά και κάποιοι (ελάχιστοι) περισσότερο "ανθρώπινοι". Δεν ξεχνάει ποτέ και με τίποτα τις ερωτήσεις που έχει υποβάλει, ενώ ο ίδιος, αντίθετα, δεν συνηθίζει ν' απαντάει στις ερωτήσεις των άλλων.

Μολονότι υποτίθεται ότι είναι παιδικό βιβλίο, ο Μικρός Πρίγκιπας κάνει μερικές βαθυστόχαστες και ιδεαλιστικές παρατηρήσεις σχετικά με τη ζωή και την ανθρώπινη φύση. Η ουσία του βιβλίου περιέχεται στις ατάκες που βγαίνουν από το στόμα της αλεπούς προς τον μικρό Πρίγκιπα: "On ne voit bien qu'avec le cœur. L'essentiel est invisible pour les yeux." (Δεν βλέπεις καθαρά παρά μόνον με την καρδιά. Η ουσία είναι αόρατη στα μάτια). Η αλεπού στέλνει και άλλα μηνύματα-κλειδιά, όπως: "Είσαι υπεύθυνος για πάντα, γι' αυτό που έχεις εξημερώσει" και "Ο χρόνος που πέρασες με το τριαντάφυλλό σου είναι αυτό που το κάνει ξεχωριστό για σένα".

Το ξεκίνημα και η ζωή του Πρίγκιπα

Μετά από τα 9 πρώτα κεφάλαια, στα οποία η οπτική γωνία του αφηγητή είναι το τρίτο πρόσωπο, περνάει στην αφήγηση από πρώτο πρόσωπο. Τις πρώτες οκτώ μέρες που ο αφηγητής βρίσκεται στην έρημο, ο Πρίγκιπας του διηγείται αυτές τις ιστορίες.

Ο Πρίγκιπας ζητά από τον αφηγητή να του ζωγραφίσει ένα πρόβατο. Χωρίς να ξέρει πώς να το ζωγραφίσει, ο αφηγητής ζωγραφίζει ό,τι γνωρίζει, έναν βόα με έναν ελέφαντα στο στομάχι του, μια ζωγραφιά που οι αναγνώστες προηγουμένως θεώρησαν ότι ήταν καπέλο. "Όχι! όχι!", αναφωνεί ο Πρίγκιπας. "Δεν ζήτησα ένα βόα με έναν ελέφαντα μέσα του! Ζήτησα ένα πρόβατο...". Προσπαθεί κάμποσες φορές, αλλά ο Πρίγκιπας πάντα τις απορρίπτει. Τελικά σχεδιάζει ένα κουτί, μέσα στο οποίο εξηγεί ότι βρίσκεται ένα πρόβατο. Ο Πρίγκιπας που βλέπει το πρόβατο μέσα στο κουτί, όπως και τον ελέφαντα μέσα στον βόα, λέει "Αυτό είναι τέλειο!".

Αργότερα μας συστήνεται ο "πλανήτης" του Μικρού Πρίγκιπα. Ο Αστεροειδής του (πλανήτης) έχει το μέγεθος ενός σπιτιού και ονομάζεται Β612, ο οποίος έχει τρία ηφαίστεια (δύο ενεργά και ένα ανενεργό) και ένα τριαντάφυλλο ανάμεσα σε πολλά άλλα αντικείμενα. Το ίδιο το όνομα του αστεροειδή (Β612) έχει σημαντική έννοια για το βιβλίο, το οποίο σκιαγραφεί το γεγονός ότι οι ενήλικοι θα πίστευαν μόνο κάποιον επιστήμονα που ντύνεται ή συμπεριφέρεται όπως αυτοί.

Επίσκεψη στη γη

Το κεφάλαιο 16 ξεκινάει: "Έτσι ο έβδομος πλανήτης ήταν η Γη". Στη Γη, περιπλανιέται στην έρημο και συναντά ένα φίδι που λέει ότι έχει τη δύναμη να τον στείλει πίσω στον πλανήτη του. (Ένας έξυπνος τρόπος για να πει ότι μπορεί να σκοτώσει ανθρώπους, "στέλνοντας όποιον θελήσει από εκεί που ήρθε"). Ο Πρίγκιπας συναντά ένα φυτό της ερήμου που, έχοντας δει ένα καραβάνι να περνά, του λέει ότι υπάρχει μόνο μια χούφτα ανθρώπων στη γη και ότι δεν έχουν ρίζες, που αφήνει τον άνεμο να περνά γύρω τους κάνοντάς τους της ζωή δύσκολη. Ο Μικρός Πρίγκιπας σκαρφαλώνει το ψηλότερο βουνό που έχει δει ποτέ. Από την κορυφή του, ελπίζει να δει ολόκληρο τον πλανήτη και να βρει ανθρώπους, αλλά το μόνο που βλέπει είναι ένα έρημο, βραχώδες τοπίο. Όταν φωνάζει ο Πρίγκιπας, η ηχώ του απαντά και θεωρεί ότι ακούει φωνές ανθρώπων. Σκέφτεται ότι δεν υπάρχει λόγος να είναι η γη σκληρή και αιχμηρή, και το βρίσκει παράξενο οι άνθρωποι στη γη απλά να επαναλαμβάνουν ό,τι τους λέει. Ο Πρίγκιπας βλέπει μια ολόκληρη αράδα από τριαντάφυλλα, και νοιώθει στεναχωρημένος γιατί νόμιζε ότι το δικό του ήταν το μοναδικό σε ολόκληρο το σύμπαν. Αρχίζει να αισθάνεται ότι δεν είναι πια ένας ένδοξος πρίγκιπας, αφού ο πλανήτης του έχει μόνο τρία μικροσκοπικά ηφαίστεια και ένα συνηθισμένο πια τριαντάφυλλο. Ξαπλώνει στο γρασίδι και κλαίει.

δείτε  περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/









Ζαν Ζακ Ρουσσώ ( 28 Ιουνίου 1712 - 2 Ιουλίου 1778)

 

Ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ (Jean-Jacques Rousseau, 28 Ιουνίου 1712 - 2 Ιουλίου 1778) ήταν Ελβετός φιλόσοφος, συγγραφέας και συνθέτης του 18ου αιώνα. Οι πολιτικές ιδέες του Ρουσσώ επηρέασαν την ανάπτυξη της κομμουνιστικής και σοσιαλιστικής θεωρίας, και την ιδεολογία του εθνικισμού.

Ο Ρουσσώ γεννήθηκε και μεγάλωσε στην θρησκευτικά καλβινιστική Γενεύη. Ο πατέρας του, Ισαάκ Ρουσσώ, ήταν ωρολογοποιός. Οι πρόγονοι του ήταν Ουγενότοι πρόσφυγες από την Γαλλία, οι οποίοι βρήκαν καταφύγιο στην Γενεύη. Η μητέρα του Ζαν Ζακ Ρουσσώ, η οποία ήταν κόρη ενός προτεστάντη ιερέα,πέθανε εννιά μέρες μετά την γέννηση του Ρουσσώ, και έτσι ο ίδιος έμεινε ορφανός.

Σε ηλικία 10 ετών εγκαταλείφθηκε από τον πατέρα του, και έτσι ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ γνώρισε δύσκολα παιδικά χρόνια. Στη συνέχεια της ζωής του πέρασε δύο χρόνια με έναν πάστορα, ως το 1724. Μετά ο θείος του τον τοποθέτησε ως μαθητευόμενο γραφέα σε ένα δικαστικό γραφείο, και το 1725 έγινε μαθητευόμενος ενός χαράκτη.

Ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ εγκαταλείπει την γενέτειρα του Γενεύη σε ηλικία 16 ετών, το 1728. Είναι ο εφημέριος του Κονφινιόν που τον στέλνει στην βαρώνη Μαντάμ ντε Βαράνς, πρόσφατα προσηλυτισμένη στον καθολικισμό. Αυτή με την σειρά της τον στέλνει στο Τορίνο της Ιταλίας, όπου ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ ασπάζεται τον καθολικισμό.

Τον επόμενο χρόνο ο Ρουσσώ επιστρέφει στο σπίτι της βαρώνης, την οποία πλέον θεωρεί μητέρα του. Το 1730 ταξιδεύει με τα πόδια ως το Νεσατέλ, όπου διδάσκει μουσική. Μέχρι το 1739 περιπλανιέται σε διάφορα μέρη στην Ελβετία, ενώ μάλιστα η βαρώνη γίνεται και ερωμένη του. Το ίδιο έτος συγγράφει και το πρώτο του βιβλίο, Le verger de Madame la baronne de Warens. 
Το 1742 βρίσκεται στο Παρίσι όπου γράφει ως το 1743 δύο δοκίμια σχετικά με την μουσική και αναπτύσσει σχέσεις με τον Διαφωτιστή Ντενί Ντιντερό. 
Το 1745 γνωρίζει μία υπηρέτρια πανδοχείου, με την οποία θα αποκτήσει πέντε παιδιά. 
Το 1749 γράφει για την Εγκυκλοπαίδεια όλα τα άρθρα που αφορούσαν την μουσική. 
Το 1750 συμμετέχει σε έναν διαγωνισμό της Ακαδημίας της Ντιζόν (Académie de Dijon), και η διατριβή του Διατριβή σχετικά με τις τέχνες και τις επιστήμες, στην οποία υποστηρίζει ότι η πρόοδος συνεπάγεται διαφθορά και εκφυλισμό, κερδίζει το πρώτο βραβείο. 
Το 1755, σε έναν άλλον διαγωνισμό της ίδιας Ακαδημίας, απαντάει με το πρώτο μεγάλο έργο του Διατριβή για την προέλευση και τις βάσεις της ανισότητας μεταξύ των ανθρώπων. Το έργο αυτό όμως προκάλεσε έντονες αντιδράσεις κατά του Ρουσσώ. 

Έργα

*Le Devin du Village (Ο μάγος του χωριού, όπερα, 1752) 
*Discours sur l'origine et les fondements de l'inégalité parmi les hommes (Διατριβή για την προέλευση και τις βάσεις της ανισότητας μεταξύ των ανθρώπων, 1754) 
*Julie ou la Nouvelle Héloïse (Ιουλία ή Η νέα Ελοΐζα, 1761) 
*Du contrat social ou principes du droit politique (Περί του κοινωνικού συμβολαίου ή αρχές του πολιτικού δικαίου, 1762) 
*Émile ou De l'éducation (Αιμίλιος, ή Περί Αγωγής, 1762) 
*Les Confessions (Εξομολογήσεις, 1770/1782) 
*Rêveries du promeneur solitaire (Εξομολογήσεις του μοναχικού οδοιπόρου, 1782) 

Έργα του Ζαν Ζακ Ρουσσώ στα Νέα Ελληνικά

*Αιμίλιος ή Περί αγωγής. α) Μετάφρ. Στέλλα Βουρδουμπά. «Δαρεμά», Αθ. χ.χ. β) Μετάφρ. Γιάννης Σπανός, Επιμ. Πολυτίμη Γκέκα. 2 τόμοι, «Πλέθρον», Αθ. 2001-2. 
*Η κοινωνική ανισότητα. Μετάφρ.-Σχόλια Στάθης Πρωταίος. «Δαρεμάς», Αθ. 1963. 
*Πραγματεία περί της καταγωγής και των θεμελίων της ανισότητας ανάμεσα στους ανθρώπους. Μετάφρ. Μέλπω Αλεξίου-Καναγκίνη – Κώστας Σκορδύλης. «Σύγχρονη Εποχή», Αθ. 1992 (2η έκδοση, 1999). 
*Οι εξομολογήσεις. Μετάφρ. Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου, 2 τόμοι. «Ιδεόγραμμα», Αθ. 1997. 
*Επιστολή στον Ντ’ Αλαμπέρ. Περί των θεαμάτων. Μετάφρ.-Σημειώσεις Γιώργος Μητρόπουλος, Επιμ. Γιώργος Μανιάτης. «Στάχυ», Αθ. 2001. ε 
*Γράμματα από το βουνό. Μετάφρ. Κατερίνα Κέη, Εισαγωγή-Επιμ. Αλέξανδρος Χρύσης. «Στάχυ», Αθ. 2002. 
*Λόγος περί πολιτικής οικονομίας. Μετάφρ. Κατερίνα Γεωργοπούλου. "Σαββάλας", Αθ. 2004. 
*Σχέδιο Συντάγματος για την Κορσική. Στοχασμοί διακυβέρνησης της Πολωνίας και της σχεδιαζόμενης μεταρρύθμισής της. Μετάφρ. Κατερίνα Κέη. Εισαγωγή-Επιμ. Αλέξανδρος Χρύσης. "Πολύτροπον", Αθ. 2006. 
*Δοκίμιο περί καταγωγής των γλωσσών. Όπου γίνεται λόγος περί μελωδίας και μουσικής μιμήσεως. Μετάφρ. Κωστής Παπαγιώργης. "Καστανιώτης", Αθ. 1998. 
*Οι ονειροπολήσεις του μοναχικού οδοιπόρου. Μετάφρ. Νίκος Σημηριώτης. «Ζαχαρόπουλος», Αθ. 1989. 
*Αιμίλιος και Σοφία. «Ροές», Αθ. 2010 
*Το κοινωνικό συμβόλαιο ή Αρχές πολιτικού δικαίου. α) Μετάφρ. Βασιλική Γρηγοροπούλου - Αλβέρτος Σταϊνχάουερ. "Πόλις", 3η έκδοση, Αθ. 2005. β) “DeAgostini Hellas”, Αθ. 2004. γ) Μετάφρ. Φώντας Κονδύλης. «Δαμιανός», Αθ. χ.χ. δ) Μετάφρ. Δ. Π. Κωστελένος. «Δαμιανός», Αθ. χ.χ. 
*Λόγος περί επιστημών και τεχνών, μτφρ. Τάσος Μπέτζελος, εκδ. Νήσος, Αθήνα, 2012

Αποφθέγματα 

-Ευτυχία δεν είναι να κάνεις αυτό που θέλεις, αλλά να μην κάνεις αυτό που δεν θέλεις.

-Ο άνθρωπος γεννήθηκε ελεύθερος αλλά παντού είναι στις αλυσίδες. Και εκείνος που πιστεύει ότι είναι κύριος άλλων είναι ο ίδιος περισσότερο σκλάβος από αυτούς.

-Δεν είναι ικανός κανείς για υψηλές σκέψεις, όταν πρέπει να σκέπτεται πώς θα βγάλει το ψωμί του.

- Είναι αφύσικο για μια πλειοψηφία να κυβερνά, επειδή μια πλειοψηφία σπάνια μπορεί να είναι οργανωμένη και ενωμένη για κοινή δράση, ενώ μια μειοψηφία μπορεί.

- Ευτυχία δεν είναι να κάνεις αυτό που θέλεις, αλλά να μην κάνεις αυτό που δεν θέλεις.

- Η θέλησή μας είναι πάντα για το καλό μας, αλλά δεν βλέπουμε πάντα ποιο είναι αυτό.

- Η ευγνωμοσύνη είναι ένα καθήκον που πρέπει κανείς να εκπληρώσει, αλλά που κανένας δεν έχει δικαίωμα να απαιτεί...

- Χρόνος: η κινούμενη μορφή της ακίνητης αιωνιότητας

- Όλες οι δυστυχίες μου προέρχονται από το γεγονός ότι είχα υπερβολικά καλή γνώμη για τους άλλους.

- Αφαίρεσε από τον φιλόσοφο το δικαίωμα να ακούγεται η φωνή του, και η δίψα του για γνώση εξαφανίζεται.

- Όταν ο λαός δεν θα ‘χει τίποτα πια να φάει, θα φάει τους πλούσιους.

- Αν και η μετριοφροσύνη είναι φυσιολογική για έναν ενήλικο, δεν είναι φυσιολογική για ένα παιδί. Η μετριοφροσύνη αρχίζει με τη γνώση του Κακού.

- Η υπομονή είναι πικρή, αλλά ο καρπός της είναι γλυκός. 



ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ «ΑΙΜΙΛΙΟΣ ή ΠΕΡΙ ΑΓΩΓΗΣ»

 Αν είναι αλήθεια ότι ο άνθρωπος γεννιέται καλός και γίνεται μοχθηρός μόνο μέσα από την κακή επιρροή της κοινωνίας στην οποία ζει, η μεταρρύθμιση της εκπαίδευσης μπορεί να γίνει το κατάλληλο όργανο για να δημιουργηθεί μια καινούρια και καλύτερη ανθρωπότητα. Ο δάσκαλος, πράγματι, δεν πρέπει να διδάσκει κανέναν με άμεσο τρόπο αλλά να περιορίζεται, να διευκολύνει την άφθονη αυθόρμητη ανάπτυξη του μαθητή. Όλες οι αντιλήψεις γεννιούνται από τη σχέση με το περιβάλλον. Επομένως η εκπαίδευση είναι εκείνη που διαμορφώνει τα μυαλά. Ο μαθητής, στον οποίο αντιπαραθέτονται τα διαφορετικά μαθήματα τους, δεν είναι σωστά εκπαιδευόμενος και δεν πρόκειται ποτέ να έρθει σε αρμονία με τον εαυτό του: εκείνος, αντίθετα, στον οποίο αυτές οι διδασκαλίες συμπίπτουν και έχουν τους ίδιους σκοπούς, είναι ο μόνος που προχωρά προς τον σκοπό του και ζει λογικά με τον εαυτό του. Μόνον αυτός είναι σωστά εκπαιδευόμενος. Γεννιόμαστε αδύναμοι και έχουμε ανάγκη από δυνάμεις, γεννιόμαστε απροετοίμαστοι για τα πάντα και έχουμε ανάγκη από βοήθεια, γεννιόμαστε ανόητοι και έχουμε ανάγκη από κρίσεις. Όλα αυτά που δεν έχουμε από την γέννηση και τα οποία έχουμε ανάγκη όταν μεγαλώνουμε, μας τα παρέχει η εκπαίδευση. Αυτήν την εκπαίδευση την παίρνουμε είτε από την φύση, είτε από τους ανθρώπους, είτε από τα πράγματα. Η εσωτερική ανάπτυξη των ιδιοτήτων μας και των οργάνων μας είναι η εκπαίδευση της φύσης, ο τρόπος που διδασκόμαστε να χρησιμοποιούμε αυτήν την εκπαίδευση των ανθρώπων. Η απόκτηση της εμπειρίας μας στα αντικείμενα που μας συγκινούν είναι η εκπαίδευση των πραγμάτων. Ο καθένας από εμάς, επομένως, εκπαιδεύεται από τριών ειδών δασκάλους.


δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/










ΛΟΥΙΤΖΙ ΠΙΡΑΝΤΕΛΛΟ ( 28 Ιουνίου 1867 - 10 Δεκεμβρίου 1936 )

Ο Λουίτζι Πιραντέλλο (ιταλικά: Luigi Pirandello, 28 Ιουνίου 1867 - 10 Δεκεμβρίου 1936), ήταν Ιταλός δραματουργός, μυθιστοριογράφος και δοκιμιογράφος, στον οποίο απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1934.

Γεννήθηκε στο Αγκριτζέντο της Σικελίας, τον αρχαίο Ακράγαντα. Προερχόταν από αστική οικογένεια του Risorgimento που ήταν ιδιοκτήτρια κτημάτων και ορυχείων θείου. Αρχικά, ήθελε να ακολουθήσει σταδιοδρομία φιλολόγου και διαλεκτολόγου (υποστηρίζει στη Βόννη μια διατριβή για τη φωνητική και τη μορφολογία του ιδιώματος της γενέτειράς του πόλης) και εισοδηματία ποιητή - τα πρώτα του δημοσιεύματα είναι πράγματι μικροί τόμοι λυρικών ποιημάτων που κλίνουν προς την ευαισθησία του λυκόφωτος και του ρομαντισμού, όπως τα Mal giocondo (Χαρούμενο κακό, 1889), Pasqua di Gea (Πάσχα της Γης, 1891) και Elegia renane (Ελεγεία του Ρήνου, 1895)- που έχουν συντεθεί λίγο πολύ πάνω στο πρότυπο των Ρωμαϊκών ελεγείων του Γκαίτε τα οποία μετέφρασε τον επόμενο χρόνο. Σπούδασε φιλολογία στο Παρίσι και στη Βόννηκαι δίδαξε ως καθηγητής της ιταλικής φιλολογίας στο ανώτατο ινστιτούτο της ιταλικής πρωτεύουσας. Στη Ρώμη ο Πιραντέλο συνεργάστηκε με πολλά λογοτεχνικά περιοδικά. δημοσιεύοντας ποιήματα και πεζογραφήματά του. Έγινε γνωστός στο ευρύτερο κοινό με το μυθιστόρημά του "Ο μακαρίτης Ματθαίος Πασκάλ"Εκείνο όμως που τον έκανε παγκοσμίως γνωστό ήταν το θεατρικό του έργο. Το πρώτο μέρος του συνολικού θεατρικού του έργου ο Πιραντέλο το έγραψε σε μια ιδιαίτερα οδυνηρή εποχή γι' αυτόν, εξαιτίας του θανάτου της μητέρας του και της διανοητικής αρρώστιας της συζύγου του. Από τα πολλά έργα του Πιραντέλο αναφέρουμε τα : Όταν ήμουν τρελός, Όπως με θέλεις, Να ντύσουμε τους γυμνούς, Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα, Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε, Απόψε αυτοσχεδιαζουμε.

Ελληνικές μεταφράσεις έργων του Πιραντέλλο

Θέατρο
Così è (se vi pare) (Έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε, 1916) : Μάριος Πλωρίτης ("Γκόνη")
Liolà (Λιολά, 1916) : Πάρις Θεοφανίδης ("Δωδώνη")
Il piacere dell'onestà (Η ηδονή της τιμιότητος, 1917) : Μάριος Πλωρίτης ("Γκόνη")
La patente (Η πατέντα, 1918) : Μάνθος Κρίσπης (Νέα Εστία, 1961 Β΄)
Sei personaggi in cerca d'autore (Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα, 1921) : Αλέξης Σολομός ("Δωδώνη")
Enrico IV (Ερρίκος Δ΄) : Γ.Ρούσος ("Γκόνη")
Come Tu Me Vuoi - L'imbecille (Όπως Με Θέλεις - Ο ηλίθιος, 1922) : Μάριος Πλωρίτης ("Δωδώνη")
Vestire gli ignudi (Να ντύσουμε τους γυμνούς, 1922) : Μάριος Πλωρίτης ("Γνώση")
L'uomo dal fiore in bocca (Ο άνθρωπος με το λουλούδι στο στόμα, 1923) : Λ.Μυριβήλη ("Γκόνη")
Come tu mi vuoi ('Οπως με θέλεις, 1930) : Μάριος Πλωρίτης ("Δωδώνη")
Questa sera si recita a soggetto (Απόψε αυτοσχεδιάζουμε, 1930) : Δημήτρης Μυράτ ("Δωδώνη")
O di uno o di nessuno (Ενας ή κανένας, 1929) και All' uscita (Στην Εξοδο, 1916) μετ. Ιάνης Λο Σκόκκο (ἐκδ. Μαρή)
NON SI SA COME (Δίχως Να Ξέρεις Πως, 1934): Άννα Βαρβαρέτσου-Τζόγια ("Δωδώνη")
Οι Γίγαντες του Βουνού: Χρίστος Κρεμνιώτης ("Ηριδανός")
Ο Άνθρωπος, Το Κτήνος και η Αρετή: Ερρίκος Μπελιές ("Ηριδανός")
Μονόπρακτα: Ερρίκος Μπελιές ("Ηριδανός")

Πεζογραφία
L’ esclusa (Η αποδιωγμένη, 1901) : Πάνος Ράμμος ("Παρατηρητής")
Il fu Mattia Pascal (Ο μακαρίτης Ματία Πασκάλ, 1904) : Μανώλης Γιαλουράκης ("Πανεπιστημιακός Τύπος")
Quaderni di Serafino Gubbio, operatore (Τετράδια του Σεραφίνο Γκούμπιο, κινηματογραφιστή, 1916 & 1925) : Γ.Λαμπιδώνης ("Αστάρτη")
Uno, Nessuno e Centomila ('Ενας Κανένας και Εκατό Χιλιάδες): Αγνή Σπηλιώτη-Αγγέλου ("Ζαχαρόπουλος Σ.Ι.")
Χάος, Μετάφραση: Σωτήρης Τριβιζάς, Εκδόσεις: Καστανιώτη
διηγήματα : πλείονες ("Δίφρος")
διηγήματα : Κατ.Γλυκοφρύδη ("Καστανιώτης")
Ευρωπαϊκά γράμματα: ιστορία της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Αθήνα: Σοκόλης, 1999.


Σοφία Ιορδανίδου - Εισαγωγή στο έργο του Πιραντέλο

Pirandello in 1884.
Οι μάσκες και ο καθρέφτης: «Ο καθένας μας δεν είναι αυτό που νομίζει ότι είναι, αλλά είναι ένας, κανένας κι εκατό χιλιάδες», γράφει ο Σίλβιο ντ’ Αμίκο, σχολιάζοντας την ιδεολογία που διατρέχει το έργο του βραβευμένου με το Νόμπελ λογοτεχνίας (1934) Λουίτζι Πιραντέλλο, που επανέφερε την Ιταλία στο κύριο ρεύμα της ευρωπαϊκής δραματουργίας. Πράγματι, σε αυτήν ακριβώς την ιδέα του για την πολλαπλότητα του ατόμου, τη διάσπαση του ατόμου και τη συνεπακόλουθη υποκειμενικότητα της αλήθειας στηρίζεται ολόκληρη η δραματουργία του σικελού δραματουργού, που έμελλε να γίνει ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του θεάτρου του «γκροτέσκ», γενέθλιος τόπος του οποίου είναι η Ιταλία.

Κοινό θέμα των θεατρικών συγγραφέων που προηγήθηκαν του Πιραντέλλο, του Λουίτζι Κιαρέλλι, του Λουίτζι Αντονέλλι και του Ρόσσο ντι σαν Σεκόντο, είναι ο χειρισμός της «ιλαροτραγικής αιώρησης του ανθρώπου ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία»1 με ένα γκροτέσκ χιούμορ. Το θέμα της «μάσκας» του προσώπου βρίσκει την κορύφωσή του στο θέατρο του Πιραντέλλο∙ η πάλη ανάμεσα στο πρόσωπο και τη μάσκα του οδηγείται, διά μέσου την άφταστης συγγραφικής δεξιοτεχνίας του, σε εκβάσεις σπαρακτικές: «Όταν αντικρίζουμε τον εαυτό μας, έλεγε ο ίδιος, η ομαδική συνέπεια είναι ένας ασυγκράτητος θρήνος. Ο θρήνος αυτός αποτελεί το θέατρό μου». Κι όμως, από το θέατρό του δε λείπει το έλεος για τους ήρωές του. Στα έργα του τον απασχολεί η ματαιότητα των επιδιώξεων του ανθρώπου και η αδυναμία του να κατανοήσει ολοκληρωτικά και αντικειμενικά μια προσωπικότητα. Τα πλέον αντιπροσωπευτικά της γραφής του είναι τα Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα, Ερρίκος ο Δ΄, Να ντύσουμε τους γυμνούς, Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε.
Τα έργα του Πιραντέλλο θα μπορούσαμε να τα κατηγοριοποιήσουμε ως εξής: α) η ιλαροτραγωδία του ερωτικού τριγώνου, β) η μάσκα και το πρόσωπο, γ) οι ηθογραφίες στη σικελική διάλεκτο και δ) τα συμβολικά έργα.
Ο Λουίτζι Πιραντέλλο δεν είχε ταξιδέψει ποτέ στην Ελλάδα. Ο ίδιος, ωστόσο, θαύμαζε τη χώρα μας, ως πατρίδα του θεάτρου. Σε συνέντευξή του που είχε παραχωρήσει στον Κώστα Ουράνη, λέει σχετικά: «Την Ελλάδα τη φέρνω μέσα μου. Το πνεύμα της παρηγοράει και φωτίζει την ψυχή μου. Μπορώ μάλιστα να σας πω ότι, χωρίς να ‘χω πάει, την ξέρω. Είμαι από τη Σικελία, από τη Μεγάλη Ελλάδα, κι υπάρχει πολύ από την Ελλάδα στη Σικελία. […] Άλλωστε […] είμαι ο ίδιος ελληνικής καταγωγής. Το όνομά μου είναι Πυράγγελος. Το Πιραντέλλο δεν είναι παρά η φωνητική παραφθορά του: Πιραντζέλο, Πιραντέλλο…».

Η αρχαία ελληνική τραγωδία έχει παίξει, όπως ο ίδιος διατείνεται, σημαντικό ρόλο στο έργο του Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα: «…το έχω συλλάβει σαν ελληνικό κλασσικό έργο. Έβαλα σ’ αυτό το Χορό […] Ο Χορός στο έργο μου είναι οι ηθοποιοί. Κορυφαίος του Χορού είναι ο διευθυντής του θεάτρου. Και τα «έξι πρόσωπα» είναι τα τραγικά πρόσωπα του έργου […] Θα ‘θελα να κατέβαινα κάποτε στην Ελλάδα, για να παρουσιάσω εγώ ο ίδιος, στον τόπο της τραγωδίας, τα «Έξι πρόσωπα» σαν αρχαία τραγωδία…»2.

Στην Ελλάδα η πρόσληψη του έργου του Σικελού δραματουργού είναι εκτεταμένη: από το 1914, οπότε πρωτοπαρουσιάστηκε έργο του, μέχρι σήμερα έχουν παρουσιαστεί 27 από τα 44 έργα του σε 103 παραστάσεις. Αρχικά η κριτική και το κοινό διχάζονται όσον αφορά το νεοφερμένο συγγραφέα: οι παραστάσεις του επισύρουν επικριτικά σχόλια ή θριαμβευτικούς επαίνους. Με την πάροδο όμως των ετών, οι θεατράνθρωποι αποδέχονται τον Πιραντέλλο ως μείζονα συγγραφέα.
Η υποδοχή του ξεκινά το 1914 με την παράσταση του έργου του Η μέγγενη, από το θίασο της Κυβέλης. Την ευθύνη για την πρώτη εκείνη παρουσίαση έργου του Πιραντέλλο φέρει ο Τηλέμαχος Λεπενιώτης, ένας από τους «μύστες» της Νέας Σκηνής του πρωτοπόρου σκηνοθέτη Κωνσταντίνου Χρηστομάνου. Αξίζει να αναφερθεί, πως η Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα εκτός Ιταλίας, στην οποία παρουσιάζεται έργο του βραβευμένου με Νόμπελ σικελού συγγραφέα.

Τα χρόνια που ακολουθούν, κύριος φορέας του έργου του στη χώρα μας, θα είναι ο Σπύρος Μελάς, ο οποίος συστήνει στο ελληνικό κοινό τα κυριότερα έργα του, ενώ στις παραστάσεις του καθιερώνεται η Ελένη Παπαδάκη ως η σημαντικότερη ελληνίδα πιραντελλική ηθοποιός. Τις μετέπειτα δεκαετίες οι μορφές που θα κυριαρχήσουν στη σκηνοθεσία έργων του Λουίτζι Πιραντέλλο θα είναι αυτές του Καρόλου Κουν και του Δημήτρη Μυράτ, ο οποίος μάλιστα θα τιμηθεί το 1983 με το βραβείο για «τον καλύτερο πιραντελλικό σκηνοθέτη εκτός Ιταλίας», ενώ κατεξοχήν ερμηνευτής σε έργα του Ιταλού συγγραφέα θα είναι και ο Βασίλης Διαμαντόπουλος. 
Σοφία Ιορδανίδου - Δημοσιογράφος , Σύμβουλος Επικοινωνίας
 


ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΕΡΓΑ 


i.ΕΞΙ ΠΡΟΣΩΠΑ ΖΗΤΟΥΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ 


Το πιο διάσημο και ριζοσπαστικό έργο του Ιταλού συγγραφέα, γράφτηκε το 1921 και άνοιξε νέους δρόμους στο σύγχρονο ευρωπαϊκό δραματολόγιο.
Σε ένα θέατρο ο θίασος ετοιμάζει παράσταση και ξαφνικά εμφανίζονται τα έξι μέλη μιας οικογένειας, δημιουργήματα κάποιου συγγραφέα που ξεκίνησε να γράφει ένα θεατρικό έργο αλλά δεν το τελείωσε ποτέ. Αυτά τα έξι πρόσωπα ζητάνε από τον θιασάρχη να ανεβάσει έργο με θέμα τη δική τους ζωή, οπότε να αποκτήσουν και πλήρη θεατρική υπόσταση. Ο Πιραντέλλο πραγματεύεται τις έννοιες "μάσκα" και "πρόσωπο", "σύμβαση" και "αλήθεια", "ύπαρξη" και "οντότητα" για να δείξει την εντυπωσιακή αντίθεση τους.

Στο Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα, οι θεατές παρακολουθούν τις πρόβες ενός θιάσου όταν ξαφνικά εισβάλλουν στο θέατρο έξι χαρακτήρες οι οποίοι ζητούν από τον σκηνοθέτη να αναλάβει να γράψει την ιστορία τους και να την ανεβάσει. Οι χαρακτήρες ζητούν επίμονα να τους δοθεί ζωή, να τους επιτραπεί να αφηγηθούν την ιστορία τους. Για το σκοπό αυτό ο καθένας τους παρουσιάζει την ιστορία, ειδωμένη όμως από τη δική του οπτική γωνία. Ο Πιραντέλο περιγράφει πώς συνέλαβε την ιδέα του έργου στην εισαγωγή της έντυπης έκδοσής του: μια άκαρπη προσπάθεια για ένα έργο που σταμάτησε να γράφει όταν συνειδητοποίησε ότι έχει στενοχωρήσει ήδη τους αναγνώστες του με εκατοντάδες και εκατοντάδες ιστορίες. "Γιατί να τους στενοχωρήσω τώρα με τη διήγηση των θλιβερών εμπλοκών αυτών των έξι δυστυχισμένων;" Οι χαρακτήρες, εντούτοις, ήδη υπάρχοντες στο μυαλό του, λέει ο ίδιος: "ήταν πλάσματα του πνεύματός μου, αυτοί οι έξι ζούσαν ήδη μια ζωή που ήταν δική τους κι όχι δική μου πια, μια ζωή που δεν ήταν στη δύναμή μου να τους αρνηθώ πλέον."

Χαρακτήρες

Ο Πατέρας - Είναι παντρεμένος αρχικά με Τη Μητέρα και επιμένει να στείλουν το γιο μακριά για να ζήσει στη εξοχή. Ύστερα, είπε Στη Μητέρα να παντρευτεί ένα άλλο άτομο που αισθάνθηκε ότι αγάπησε περισσότερο. Αργότερα, δημιουργεί σχεδόν σχέση με την προγονή του (Την Κόρη) έως ότου παρεμβαίνει Η Μητέρα. Όταν μαθαίνει ότι ο δεύτερος σύζυγος Της Μητέρας πέθανε, φέρνει αυτή, Το Γιο, Την Κόρη, Το Κορίτσι, και Το Αγόρι πίσω για να ζήσουν μαζί του.

Η Μητέρα - Αρχικά παντρεμένη με Τον Πατέρα, ερωτεύεται έναν από τους υπαλλήλους του και φεύγει με αυτόν με εντολή Του Πατέρα. Έχει τρία παιδιά, Το αγόρι, Το Κορίτσι, και Την Κόρη με το δεύτερο σύζυγο και έχει Το Γιο με Τον Πατέρα.

Ο Γιος - Ο γιος Του Πατέρα και Της Μητέρας. Για να τον κάνει πιο δυνατό, Ο Πατέρας τον στέλνει μακριά στην εξοχή για να ζήσει με μια παραμάνα όταν είναι μωρό. Επομένως, μεγάλωσε χωρίς να γνωρίζει τους γονείς του και τους αντιπαθεί. Αντιπαθεί επίσης την θετή οικογένειά του, μην θεωρώντας τους μέρος της οικογένειας.

Η Κόρη - η εύψυχη κόρη Της Μητέρας και του δεύτερου συζύγου της. Απασχολείται από την Μαντάμ Πάτσε και ύστερα από "δύο μήνες ορφανή", δημιουργεί σχεδόν ένα δεσμό με Τον Πατέρα. Αναφέρεται ότι το σκάει από το σπίτι αργότερα στην ιστορία. Σύμφωνα με την ίδια, πήγαινε στο συγγραφέα της ιστορίας συνεχώς, προσπαθώντας να τον κάνει να τελειώσει την ιστορία.

Το Αγόρι - το μεσαίο παιδί και μόνος γιος Της Μητέρας από το δεύτερο σύζυγό της. Αντιπαθείται από Την Κόρη, η οποία νομίζει ότι είναι ηλίθιος. Δεν μιλά ποτέ κατά τη διάρκεια του έργου. Στο τέλος του παιχνιδιού, αυτοκτονεί πυροβολώντας το κεφάλι του με ένα περίστροφο.

Το Κορίτσι- η νεώτερη κόρη Της Μητέρας και του δεύτερου συζύγου της. Είναι η συμπάθεια Της Κόρης. Αναφέρεται μια φορά ότι ονομάζεται Ροζέτα. Δεν μιλά ποτέ κατά τη διάρκεια του έργου. Στο τέλος του έργου, πνίγεται σε μια λιμνούλα μέσα στην οποία έπαιζε, αν και Ο Γιος προσπαθεί να την τραβήξει έξω.

Η Μαντάμ Πάτσε - εργοδότρια της μητέρας και (πιό πρόσφατα) Της Κόρης. Διευθύνει ένα κατάστημα - οίκο ανοχής. Εμφανίζεται μόνο για ένα μικρό διάστημα στο έργο, όταν Η Κόρη και Ο Πατέρας εκτελούν μαζί τη σκηνή τους στο κατάστημα. Μιλά με ένα ιταλο-ισπανικό ύφος.

Ανάλυση

Το έργο αφιερώνει πολύ χρόνο στο να εκθέσει τους περιορισμούς του θεάτρου ως μέσο αφήγησης. Έτσι το έργο μπορεί να θεωρηθεί απλά ως μια άσκηση στην πολυεξερευνημένη σήμερα σφαίρα του μεταθεάτρου. Όμως ερευνά μεγαλύτερα ερωτήματα που προσδιορίζουν την ύπαρξη και υποδηλώνει ευθύνες σύμφυτες με τη δημιουργικότητα.

Το έργο πρωτοανέβηκε στη σκηνή το 1921 από την Compagnia Di Dario Niccomedi στο θέατρο Valle της Ρώμης με ανάμεικτη υποδοχή. Το κοινό χωρίστηκε σε υποστηρικτές και αντιπάλους του έργου, με τους δεύτερους να φωνάζουν: "Τρελοκομείο! Τρελοκομείο!" Ο συγγραφέας, που ήταν παρών στην παράσταση με την κόρη του Λιέτα, αναγκάστηκε ούτε λίγο ούτε πολύ να φυγαδευτεί από το θέατρο μέσω μιας βοηθητικής εξόδου, προκειμένου να αποφύγει το πλήθος των αγανακτισμένων αντιθέτων. Το ίδιο δράμα, εντούτοις, σημείωσε μεγάλη επιτυχία όταν παρουσιάστηκε στο Μιλάνο



                                        


ii. ΕΤΣΙ ΕΙΝΑΙ ΑΝ ΕΤΣΙ ΝΟΜΙΖΕΤΕ 


Μυστήριο καλύπτει τη συμπεριφορά του κρατικού υπαλλήλου Πόνζα που έχει μετακομίσει με τη γυναίκα του και την πεθερά του σε μια άλλη πόλη, μετά από μια καταστροφή στον τόπο όπου εργαζόταν. Εντύπωση προκαλεί στον προϊστάμενο αλλά και στο περιβάλλον του –που ζει και αναπνέει για το κουτσομπολιό- ότι ο Πόνζα αναγκάζει τις δύο γυναίκες να ζουν χωριστά και τις απαγορεύει να συναντώνται μεταξύ τους. Όταν ο Πόνζα και η πεθερά του καλούνται για εξηγήσεις από τον προϊστάμενο και τον νομάρχη, οι απαντήσεις περιπλέκουν το μυστήριο, αφού ο καθένας έχει την δική του εκδοχή για την πραγματικότητα. https://www.n-t.gr/

....Τι είναι το έργο; Ενα παιχνίδι ανάμεσα σε αλήθειες και ρόλους, ένα παιχνίδι που επιβεβαιώνει την ανάγκη μας να κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας κυρίως αλλά και τους άλλους. Υπάρχει μία πραγματικότητα;
Ο Πιραντέλο τοποθετεί τη δράση σε ένα κλειστοφοβικό περιβάλλον, με τους ήρωες να προσπαθούν να αποδείξουν - ο καθένας για τον εαυτό του - την αλήθεια των αντιφατικών ιστοριών τους προκειμένου να ικανοποιήσουν την περιέργειά τους. Με τον Πόντσα στον κεντρικό ρόλο, τη γυναίκα του και την πρώην πεθερά του, ο Πιραντέλοδημιουργεί αυτό το τρίγωνο στο οποίο βασίζεται για να ξεδιπλώσει τις σκέψεις και τις απόψεις του. Το «Ετσι είναι αν έτσι νομίζετε» είναι μια σάτιρα ιδιοφυής και ποιητική μαζί, σκληρή και αδύναμη, σαρωτική αλλά και γεμάτη οίκτο για την αδυναμία του ανθρώπου να κατανοήσει τα αληθινά κίνητρα ακόμη και των δικών του πράξεων.
Στην πλοκή του έργου ο Πόντσα, ένας κρατικός υπάλληλος που έχει μετακομίσει με τη γυναίκα του και την πεθερά του σε μια άλλη πόλη, προκαλεί το ενδιαφέρον του περιβάλλοντός του και γεννά κουτσομπολιά με τον τρόπο που ζει μαζί με τις δύο γυναίκες. Ετσι, όταν ο ίδιος και η πεθερά του καλούνται για εξηγήσεις από τον προϊστάμενο και τον νομάρχη, οι απαντήσεις περιπλέκουν το μυστήριο, αφού ο καθένας έχει τη δική του εκδοχή για την πραγματικότητα.http://www.tovima.gr/

Ο Πιραντέλλο στον πρόλογο του έργου του γράφει: " Νομίζω πως η ζωή είναι μία πολύ θλιβερή φάρσα. Γιατί έχουμε μέσα μας -χωρίς να μπορούμε να ξέρουμε πως, γιατί κι από που- την ανάγκη να εξαπατούμε αδιάκοπα τον εαυτό μας, δημιουργώντας μία πραγματικότητα (μία για τον καθέναν και ποτέ την ίδια για όλους) που κάθε τόσο αποδεικνύεται ότι είναι μάταιη και φανταστική. Όταν ένας άνθρωπος ζει, ζει και δεν φαίνεται. Λοιπόν, κάντε έτσι ώστε να φαίνεται, δείξτε τον την ώρα που ζει υπό το κράτος των παθών του. Βάλτε μπροστά του έναν καθρέφτη. Τότε ή μένει κατάπληκτος από την όψη του ή στριφογυρίζει τα μάτια του για να μην δει τον εαυτό του ή έξω φρενών φτύνει την εικόνα του ή οργισμένος δίνει μία γροθιά για να την καταστρέψει. Κι αν έκλαιγε δεν μπορεί πια να κλάψει. Κι αν γελούσε δεν μπορεί πια να γελάσει άλλο. Μια φορά, κάτι δυσάρεστο θα είναι το αποτέλεσμα. Αυτό το δυσάρεστο είναι το Θέατρό μου. "

Οι ήρωες του Πιραντέλλο έχουν κοινό θέμα τους μία ιλαροτραγική αιώρηση ανάμεσα στην πραγματικότητα και την φαντασία.
«Θα μπορούσες να πεις πως τα έργα του είναι μεγαλειώδεις φάρσες», έγραψε ο Μάριος Πλωρίτης, που μετέφρασε τους διαλόγους στο«Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε» το 1966 »και το γελοίο ζευγαρώνει με το σπαρακτικό. Και τα δύο μαζί ενωμένα και αχώριστα, κραυγάζουν την αγωνία του ανθρώπου ανάμεσα στη θλιβερή εσωτερική του πραγματικότητα και στο εύθραυστο απατηλό προσωπείο του».

To έργο, το οποίο είναι εμπνευσμένο από το διήγημα ‘’Η κυρία Φρόλα και ο κύριος Πόντζα, ο γαμπρός της’’, ανέβηκε για πρώτη φορά στις 18 Ιουνίου 1917 στο θέατρο Olimpia του Μιλάνο από τον θίασο του Βιρτζίνιο Τάλλι.

Η υπόθεση

Ο Λαμπέρτο Λαουντίζι, πρωταγωνιστής της υπόθεσης στο «Έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε», ενέχει την ματιά του συγγραφέα για τα πράγματα. Ακονισμένο πνεύμα, θυμώνει εύκολα αλλά έπειτα γελάει κι αφήνει τους άλλους να κάνουν του κεφαλιού τους, διασκεδάζοντας με το θέαμα της ανθρώπινης βλακείας. Βρίσκεται στο σαλόνι του σπιτιού της αδερφής του, της οποίας ο σύζυγος είναι γενικός γραμματέας του Νομάρχη (πρόσωπο υψηλά ιστάμενο στην τοπική κοινωνία). Τόσο η αδερφή του όσο κι η κόρη της είναι αναστατωμένες με την υποτιθέμενα προσβλητική συμπεριφορά που τους επέδειξε η νέα τους γειτόνισσα. Πρόκειται για μία ηλικιωμένη κυρία που εγκατέστησε ο -άρτι αφιχθείς στην πόλη- γαμπρός της στο διπλανό διαμέρισμα. Οι δύο γυναίκες δοκίμασαν από περιέργεια να την προσεγγίσουν αλλά η γειτόνισσα τυπικά και ψυχρά απέφυγε να ικανοποιήσει την περιέργειά τους (σχετικά με την ζωή της, τον γαμπρό και την κόρη της, που αποτελούν τα νέα πρόσωπα μία κλειστής κοινωνίας που διψάει για κουτσομπολιό). Αδερφή και ανηψιά εξηγούν στον Λαουντίζι ότι η κατάσταση «τις αφορά» καθώς ο γαμπρός καθημερινά παίρνει την πεθερά του, την πηγαίνει στο σπίτι του (παράξενο που δεν μένουν μαζί) για να συναντήσει την κόρη της και σύζυγό του. Όμως η ηλικιωμένη γυναίκα αδυνατεί να ανέβει τα 100 σκαλοπάτια της οικίας του κι έτσι τραβάει ένα σκοινί που είναι συνδεμένο στο μπαλκόνι της κόρης της. Η κόρη βγαίνει και κοιτάζει την μητέρα εκ του μακρόθεν, συνομιλούν για λίγο και με ένα καλαθάκι που ανεβοκατεβαίνει ανάμεσά τους ανταλλάσσουν επιστολές. Ο γαμπρός -παρών και παρατηρητής- μόλις ολοκληρωθεί η κατ’ επίφασιν επίσκεψη επιστρέφει την πεθερά του στο διαμέρισμά της.
Και καθώς «η κοινή γνώμη» απαιτεί εξηγήσεις για αυτές τις ιδιόρυθμες συμπεριφορές, η αδερφή του Λαουντίζι ζήτησε από τον άντρα της να θέσει το θέμα στον ίδιο τον Νομάρχη, καλώντας τον να επιπλήξει την ηλικιωμένη γυναίκα και να την υποχρεώσει (τόσο την ίδια όσο και τον γαμπρό της) να παράσχουν εξηγήσεις. Ο Λαουντίζι αναφωνεί έκπληκτος:
Όλα τούτα είναι κατάχρηση εξουσίας, καθαρή τυραννία. Ασχολείστε γιατί δεν έχετε τι άλλο να κάνετε..
Εν τούτοις, το αίτημα πράγματι φτάνει στον Νομάρχη και σύντομα η μυστηριώδης γειτόνισσα (κυρία Φρόλλα) σπεύδει να δώσει εξηγήσεις. Αρχικά υπαινίσσεται ότι ο γαμπρός της είναι ένας εξαιρετικά ταλαιπωρημένος αλλά και ευαίσθητος συνάμα άνθρωπος. Το χωριό του καταστράφηκε πρόσφατα κι έχασε όλους τους συγγενείς του. Έκτοτε κρεμάστηκε κυριολεκτικά στον μοναδικό δικό του άνθρωπο: την γυναίκα του. Η κ. Φρόλλα λέει ότι και η ίδια δεν έχει λόγο να μην κατανοεί την ανάγκη του ζεύγους να μένει μόνο του. Εξάλλου, λατρεύει την κόρη της και αποφάσισε να αρκεστεί σ’ αυτήν την ιδιόρυθμη επικοινωνία, που επινόησε ο γαμπρός της για να την βλέπει.«Λατρεύει την κόρη μου, λέει η συμπαθής γυναίκα, και την θέλει αποκλειστικά δική του. Ακόμη κι η αγάπη της για την ίδια της την μητέρα θέλει (ο γαμπρός) να φτάνει
σε μένα διαμέσου εκείνου».
Η ομήγυρης ξαφνιάζεται από την εξήγηση. Τα σχόλια αρχίζουν. «Είναι εγωιστής, τρελός, τύραννος, απάνθρωπος». Η γυναίκα αποχωρεί από την σκηνή ενώ σε λίγο ο υπηρέτης αναγγέλλει μία αιφνίδια επίσκεψη: ο γαμπρός της (ο Πόνζα) ζητάει ακρόαση. Εμφανίζεται κάθιδρος και ταραγμένος. Καμία συνάρτηση με την εικόνα του «τέρατος» που ήδη είχαν όλοι στο νου τους. Εξηγεί στα γρήγορα το «δράμα» του. Η πεθερά του είναι τρελή. Η κόρη της πέθανε πριν από τέσσερα χρόνια, λέει ο Πόνζα και ο ίδιος παντρεύτηκε πρόσφατα την δεύτερη σύζυγό του. Όμως εξακολουθούσε να συντηρεί την πρώην πεθερά του συγκλονισμένος από το δράμα της. Ώσπου εκείνη ξαφνικά, βλέποντας την δεύτερη γυναίκα στο πλευρό του Πόνζα την «ταύτισε» με την κόρη της. Έτσι συνήλθε από την βαριά της κατάθλιψη και το ζευγάρι δέχτηκε να ενισχύσει την «φαντασίωση» που έκανε την ηλικιωμένη γυναίκα ευτυχισμένη και πάλι, από λύπηση και μόνο. Και επινόησαν όλη αυτή την τελετουργία για μία σύντομη και του εκ του μακρόθεν επικοινωνία.
Η ομήγυρης συγκλονίζεται. Τι δράμα! Τι άνθρωπος! Τι καλοσύνη! Ο Πάνζο εισπράττει τους επαίνους και αποχωρεί. Όμως στη σκηνή εισβάλλει και πάλι η πεθερά του: Ξέρω, σας είπε ότι είμαι τρελή, λέει ευθαρσώς. Και συνεχίζει με συμπάθεια: ο καημένος, όταν παντρεύτηκε την κόρη μου τον έπιασε ένα είδος τρέλας ερωτικής. Κάποτε κόντεψε να την πνίξει. Η κόρη μου χρειάστηκε να νοσηλευθεί σε κλινική. Την φυγαδεύσαμε στα κρυφά. Και μετά τον έπιασε μία φρενιασμένη απελπισία. Νόμιζε πως η γυναίκα του πέθανε. Ντύθηκε στα μαύρα. Έκανε χίλιες τρέλες και δεν καταφέραμε να του ξεκολλήσουμε αυτή την έμμονη ιδέα. Τόσο, που ένα χρόνο μετά, όταν η κόρη μου γιατρεμένη και ανθηρή επέστρεψε κοντά του, δεν θέλησε να την αναγνωρίσει. Για να τον κάνουμε να την ξαναπάρει αναγκαστήκαμε με την συνενοχή μερικών φίλων να σκηνοθετήσουμε ένα δεύτερο γάμο».
Η ομήγυρης ξανά ανάστατη. «Μα τότε είναι πράγματι τρελός». Το νέο αβίαστο συμπέρασμα.
Ο Λαουντίζι στέκεται ανάμεσά τους και τους λέει γελώντας δυνατά: «Κοιταζόσαστε όλοι στα μάτια ε; Λοιπόν, ποιά είναι η αλήθεια;».
Έρευνες αρχίζουν για επίσημα έγγραφα που θα τεκμηριώσουν ποιά ιστορία είναι αληθινή. Κάποτε ο Αστυνόμος φέρνει ένα και μοναδικό χαρτί, που όμως δεν φωτίζει αρκούντως την υπόθεση. «Για μένα η πραγματικότητα δεν βρίσκεται μέσα σ’ αυτά τα έγγραφα -λέει πάλι ο Λαουντίζι, αλλά στην ψυχή αυτών των δύο ανθρώπων και δεν μπορώ να ελπίζω πως θα φτάσω στο βάθος αυτής της ψυχής. Δεν μου μένει λοιπόν παρά να πιστέψω όσα μου λένε, γιατί απλούστατα δεν υπάρχουν αποδείξεις. Τις αποδείξεις που ζητάτε τις κατέστρεψαν οι ίδιοι μέσα στην ψυχή τους. Θα χωρέσει αυτό στο μυαλό σας καμία φορά;»

Η σκηνή αδειάζει. Ο Λαουντίζι μένει μόνος και κατευθύνεται σε έναν καθρέφτη. Γελάει κατάμουτρα στον εαυτό του και μετά τον ρωτά: «Δεν μου λες αγαπητέ, ποιός από τους δυo μας είναι τρελός; Εγώ λέω πως εσύ είσαι κι εσύ μου ανταποδίδεις το χτύπημα. Ας είναι, ας μην επιμείνουμε. Εδώ μεταξύ μας, ξέρουμε δα μία χαρά τι είμαστε κι οι δύο. Α, αν είμαστε μονάχοι στον κόσμο δεν θα είχαμε καμία δυσκολία. μα υπάρχουν βλέπεις κι οι άλλοι, αυτό είναι το κακό. Δεν σε βλέπουν με τον ίδιο τρόπο που σε βλέπω εγώ, μ’ εννοείς;. Και ξέρεις τι καταντάς να είσαι γι’ αυτούς; Ένα φάντασμα. Κι ωστόσο, δες τι ανόητοι που είναι οι άνθρωποι. Νάτοι τώρα φρενιασμένοι από την περιέργεια κυνηγάνε να τσακώσουν τους άλλους. Σαν να ήταν δυνατόν να τσακώσουν ένα φάντασμα…»

Ο Νομάρχης αποφασίζει να επιληφθεί προσωπικά του θέματος. Καλεί σε κατ’ αντιπαράστασιν εξέταση πεθερά και γαμπρό. Κι οι δύο έχουν επιχειρήματα. Κι οι δύο επιτείνουν τις υποψίες. Όλοι πλέον διψούν για την .. αλήθεια. Κι όλο μπερδεύονται και δυσκολεύονται να βγάλουν συμπέρασμα για το ποιός την λέει και ποιός της κρύβει. Ο Λαουντίζι προτείνει -εδώ που φτάσαμε- να ακούσουν και την περιβόητη σύζυγο του Πόνζα και κόρη της κυρίας Φρόλλα. Η γυναίκα «προσάγεται» στη σκηνή. Μαυροφορεμένη και με βέλο στο πρόσωπο.

– Τι άλλο μπορεί να θέλετε απ’o μένα, ύστερα από όσα μάθατε; τους ρωτά.
– Την αλήθεια, επιμένει καίτοι συγκινημένος ο Νομάρχης.
– Τι την αλήθεια; Η μόνη αλήθεια είναι αυτή. Είμαι πραγματικά η κόρη της κυρίας Φρόλλα και η δεύτερη σύζυγος του Πόνζα.
Νέο ξάφνιασμα στο ακροατήριο της.
– Πως αυτό; ρωτούν εν χορώ όλοι.
– Μα ναι, αναφωνεί η γυναίκα. Και για μένα δεν είμαι καμία, καμία.
Για μένα, είμαι εκείνη, που νομίζουν οι άλλοι.


δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/

 





Τζόρτζο Βαζάρι - Giorgio Vasari (30 Ιουλίου 1511 - 27 Ιουνίου 1574)


 Έξι ποιητές της Τοσκάνης, 1544


Ο Τζόρτζο Βαζάρι (Giorgio Vasari, 30 Ιουλίου 1511 - 27 Ιουνίου 1574) ήταν Ιταλός ζωγράφος, αρχιτέκτονας, συγγραφέας και ιστορικός, γνωστός κυρίως για το έργο του Οι βίοι των πλέον εξαίρετων ζωγράφων, γλυπτών και αρχιτεκτόνωνμε βιογραφικά στοιχεία διακεκριμένων καλλιτεχνών, που θεωρείται η ιδεολογική βάση της συγγραφής της ιστορίας της τέχνης.

Ο Τζόρτζο Βαζάρι γεννήθηκε στο Αρέτσο, γιος του αγγειοπλάστη Αντόνιο Βαζάρι και της Μαντελένα Τάτσι. Οι πληροφορίες που διαθέτουμε για την εκπαίδευσή του προέρχονται σχεδόν αποκλειστικά από την αυτοβιογραφία του. Την περίοδο 1520-1524 μαθήτευσε κοντά στους Αντόνιο ντα Σακόνε και Τζοβάνι Πολάστρα (1465-1540), αποκτώντας γνώσεις λατινικών. Ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τη ζωγραφική κάτω από την επίβλεψη του Γκιγιώμ ντε Μαρσιγιά (Guillaume de Marcillat), ενώ αργότερα υπήρξε μαθητής του Καρδινάλιου της Κορτόνα, Σίλβιο Πασερίνι (1470-1529), τον οποίο συνόδευσε στη Φλωρεντία. Εκεί μαθήτευσε κοντά στον Πιέριο Βαλεριάνο (1477-1558), ο οποίος ήταν επίσης δάσκαλος στην αυλή των Μεδίκων, και κατόπιν συνέχισε τις σπουδές του στο εργαστήριο του Αντρέα ντελ Σάρτο και του Μπάτσιο Μπαντινέλλι. Το 1529 μαθήτευσε στο εργαστήριο του Ραφαέλλο ντα Μπρέσια, ενώ παράλληλα ξεκίνησε να ασχολείται με τη χρυσοτεχνία, κάτω από την επίβλεψη του Βιττόριο Γκιμπέρτι.

Αυτοπροσωπογραφία
Από το καλοκαίρι του 1532, πρόσφερε τις υπηρεσίες του ως ζωγράφος της αυλής των Μεδίκων και ακολουθώντας την επιθυμία του δούκα της Φλωρεντίας Αλέξανδρου για έργα οχύρωσης της πόλης, ο Βαζάρι ξεκίνησε να ασχολείται εντατικά με την αρχιτεκτονική. Μετά τη δολοφονία του προστάτη του το 1537, εγκατέλειψε την αυλή των Μεδίκων με σκοπό να εργαστεί ως αυτόνομος καλλιτέχνης. Τα επόμενα χρόνια ολοκλήρωσε έργα κατά παραγγελία, κυρίως στη Φλωρεντία, στη Ρώμη, και στη Νάπολη. Από το 1554 ήταν υπεύθυνος για την ανακαίνιση και διακόσμηση του Παλάτσο Βέκιο στη Φλωρεντία, έργο που τον απασχόλησε μέχρι το 1572, μέσα από το οποίο φρόντισε να προβάλει τη συμβολή της οικογένειας των Μεδίκων στην αναγέννηση των τεχνών. Αρκετοί από τους πίνακες του Βαζάρι, που θα χρησιμοποιούνταν για διακοσμητικούς σκοπούς, ολοκληρώθηκαν από βοηθούς του. Σε όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του είχε την βοήθεια πολυάριθμων βοηθών, οι οποίοι συνέβαλαν καθοριστικά στην ολοκλήρωση των έργων του. Για την πλειοψηφία των πινάκων και των νωπογραφιών του, ο ίδιος ήταν αποκλειστικά υπεύθυνος για τα σχέδιά τους, τα οποία θεωρούσε ως μέρος της αληθινής δημιουργικής διαδικασίας. Συνήθιζε ακόμα να επαναλαμβάνει τις ίδιες μορφές σε περισσότερα έργα του, γεγονός που συνέβαλε στην ικανότητά του να ολοκληρώνει απαιτητικές παραγγελίες σε σύντομο χρονικό διάστημα.

 Uffizi Loggia

Την περίοδο από το 1559 μέχρι το 1562, ο Βαζάρι ανέλαβε τις πιο σημαντικές παραγγελίες για αρχιτεκτονικές κατασκευές. Ίσως το σπουδαιότερο αρχιτεκτονικό έργο του, υπήρξε η κατασκευή του παλατιού Ουφίτσι, το οποίο σχεδιάστηκε αρχικά για τη στέγαση δικαστικών γραφείων, σύμβολο της πολιτικής ενότητας που είχε διαμορφώσει ο Κόζιμο Α΄. Τα πρώτα σχέδια για το παλάτι χρονολογούνται από το 1559. Το 1561 ξεκίνησε να εργάζεται για την ανάπλαση του κέντρου της Πίζας, κυρίως ανακαινίζοντας παλαιότερα παλάτια της περιοχής. Σχεδίασε επίσης την εκκλησία του Αγίου Στεφάνου (1565-69) καθώς και την εσωτερική της διακόσμηση, ζωγραφίζοντας το ιερό της. Την ίδια περίπου περίοδο, άρχισε να ασχολείται με τη συγκέντρωση πληροφοριών για τη δεύτερη έκδοση των Βίων, ο πρώτος τόμος της οποίας τυπώθηκε το 1564 για να ακολουθήσει η έκδοση ακόμα δύο τόμων το 1568. Το Μάιο του 1563 ταξίδεψε στο Αρέτσο, στην Κορτόνα, στην Ασίζη, στην Ανκόνα και στη Βενετία, όπου συνάντησε τον Τιτσιάνο, ενώ την άνοιξη του 1566 επισκέφτηκε πόλεις της βόρειας Ιταλίας, συλλέγοντας στοιχεία και πηγές.

Το Φεβρουάριο του 1570 επισκέφτηκε τη Ρώμη για να επιθεωρήσει τρία παρεκκλήσια στο Βατικανό, τα οποία ανέλαβε να διακοσμήσει με παραγγελιοδότη τον Πάπα Πίο Ε΄, ξεκινώντας τις εργασίες για το έργο το Δεκέμβριο του ίδιου έτους. Οι νωπογραφίες ολοκληρώθηκαν σε μεγάλο βαθμό από συνεργάτες του Βαζάρι όπως ο Αλεσάντρο Φέι, ενώ ο ίδιος φιλοτέχνησε επιμελώς το ιερό για κάθε παρεκκλήσι. Τον επόμενο χρόνο ανακηρύχθηκε ιππότης από τον πάπα και επέστρεψε στη Φλωρεντία όπου παράλληλα με τις εργασίες για το Παλάτσο Βέκιο, ανέλαβε τη διακόσμηση του καθεδρικού ναού της πόλης, έργο που έμεινε όμως ημιτελές εξαιτίας του θανάτου του, στις 27 Ιουνίου του 1574.

Έκδοση των Βίων

Βίοι των πλέον εξαίρετων ζωγράφων, γλυπτών και αρχιτεκτόνων

Ο Βαζάρι οφείλει τη φήμη του ως «πατέρα» της ιστορίας της τέχνης στη συγγραφή του έργου Οι βίοι των πλέον εξαίρετων ζωγράφων, γλυπτών και αρχιτεκτόνων (Le vite de più eccellenti architetti, pittori, et scultori ή απλώς Vite), καθώς δεν περιορίστηκε στην εξιστόρηση της ζωής των καλλιτεχνών αλλά προχώρησε σε μία κριτική θεώρηση της εξέλιξης των τεχνοτροπιών και του ύφους που επέβαλαν. Το έργο του ήταν αφιερωμένο στον Κόζιμο Α' των Μεδίκων και η πρώτη έκδοσή του δημοσιεύτηκε το 1550, σε δύο τόμους με συνολικά περισσότερες από χίλιες σελίδες. Περιείχε ένα προοίμιο, μία εισαγωγή στην αρχιτεκτονική, τη γλυπτική και τη ζωγραφική, καθώς και τρία κύρια μέρη με τις βιογραφίες συνολικά 133 καλλιτεχνών.

Σχετικά με τις πηγές που χρησιμοποίησε για τη συγγραφή της πρώτης έκδοσης, διαθέτουμε λίγες πληροφορίες. Ο ίδιος αναφέρεται σε κείμενα του Βιτρούβιου, σε αρχιτεκτονικές πραγματείες των Αλμπέρτι και Σεμπαστιάνο Σέρλιο, στα κείμενα του Λορέντζο Γκιμπέρτι (Commentari) καθώς και σε άλλα γραπτά του Ραφαήλ και του Ντομένικο Γκιρλαντάιο, τα οποία όμως δεν έχουν καθοριστεί. Ανάμεσα σε άλλα έργα που βρίσκονταν στη διάθεσή του Βαζάρι, περιλαμβάνονται ο οδηγός του Φραντσέσκο Αλμπερτίνι για την πόλη της Φλωρεντίας, η αλληλογραφία του Πιέτρο Αρετίνο και άλλες ανώνυμες πηγές. Μία δεύτερη εμπλουτισμένη έκδοση του έργου ολοκληρώθηκε το 1568 και αυτή αποτέλεσε τη βάση όλων των μελλοντικών εκδόσεων και μεταφράσεων. Εκδόθηκε σε τρεις τόμους, σημαντικά πιο εκτεταμένη από την πρώτη έκδοση, περιέχοντας περισσότερες από 1500 σελίδες και περίπου 30 νέες βιογραφίες. Η δεύτερη έκδοση ανέφερε επίσης πρόσθετες πηγές, μεταξύ αυτών τα ιστορικά έργα του Παύλου Διάκονου (π. 720-799), τα χρονικά των Τζοβάνι και Ματέο Βιλάνι, καθώς και την προσωπική του αλληλογραφία. Σημαντική συμβολή στη δεύτερη αναθεωρημένη και εμπλουτισμένη έκδοση είχε και ο Βιτσέντζο Μποργκίνι, ο οποίος συμβούλευσε τον Βαζάρι να μην περιοριστεί στις βιογραφικές πληροφορίες για κάθε καλλιτέχνη, αλλά να εστιάσει στο έργο τους και την αξία του.

Η έκδοσή του έργου θεωρήθηκε πολύ σημαντική στο σύνολο της Ευρώπης προκαλώντας τόσο τον άκριτο θαυμασμό όσο και την περιφρόνηση ή τα δυσμενή σχόλια από άλλους καλλιτέχνες της εποχής, μεταξύ αυτών και ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος. Ο Ελ Γκρέκο διαφώνησε με αρκετές από τις κριτικές τοποθετήσεις του Βαζάρι, χρησιμοποιώντας ιδιαίτερα υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς για το συγγραφέα των Βίων. Οι παρατηρήσεις του Θεοτοκόπουλου απηχούσαν τις απόψεις ενός ευρύτερου καλλιτεχνικού κόσμου του 16ου αιώνα, καθώς έχουν διασωθεί και άλλα σχόλια καλλιτεχνών και φιλότεχνων με ανάλογο περιεχόμενο.

Τα υπόλοιπα γραπτά κείμενα του Βαζάρι θεωρούνται μικρότερης αξίας, ωστόσο παρέχουν αρκετές πληροφορίες σχετικά με το έργο του ίδιου, ειδικότερα η αλληλογραφία του, τμήματα της οποίας εμφανίζουν αξιόλογες λογοτεχνικές αρετές, ωστόσο κατά το μεγαλύτερο ποσοστό δεν έχει διασωθεί.

Επιλογή των Βίων μετέφρασε ο Στέλιος Λυδάκης (εκδ.Κανάκη).

  Δείπνο στο σπίτι του Αγίου Γρηγορίου του Μεγάλου, 1540

 Οι πειρασμοί του αγίου Ιερωνύμου, 1541

 Η Αγία Οικογένεια με τον Άγιο Φραγκίσκο, 1542


 Η Αθηνά στο σιδηρουργείο του Ηφαίστου, π. 1550

 Ευαγγελισμός,1564-67

δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/