Ιάσων Δεπούντης (7 Αυγούστου 1919 - 21 Ιουνίου 2008)

 

Ο Ιάσων Δεπούντης (7 Αυγούστου 1919 - 21 Ιουνίου 2008) ήταν Έλληνας πεζογράφος και ποιητής.
Γεννήθηκε το 1919 στην Κέρκυρα. Σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Προσαλέντη, στην Κέρκυρα. Επίσης, έκανε σπουδές Συνταγματικού Δικαίου (1941-42), Παιδαγωγικών (1941-43), Κοινωνιολογίας (1954-55) στην Αθήνα, Εφαρμοσμένης Ψυχολογίας (1954-56) στην Αθήνα και το Παρίσι και Μοντέρνων Μαθηματικών (1970-72) στη Ζυρίχη.

Αυτοεξόριστος
Λόγω της Απριλιανής Χούντας (την 21/4/1967 ήταν υπάλληλος του ΙΚΑ από το οποίο παραιτήθηκε) αυτοεξορίστηκε το 1969 στην Ελβετία, όπου έζησε μέχρι το 1985. Έκτοτε μοίραζε το χρόνο του ανάμεσα στην Αθήνα, την Ζυρίχη και την Κέρκυρα. 
Υπήρξε μέλος της συντακτικής ομάδας των περιοδικών «Θεμέλιο» (1945-46) και «Πρόσπερος» που έβγαινε στην Κέρκυρα. Συνεργάστηκε με το κερκυραϊκό περιοδικό "Πόρφυρας" από το πρώτο τεύχος (1980). Από το 1994 συνεργαζόταν με το περιοδικό "Μανδραγόρας». Ακόμη είχε συνεργασία με τα περιοδικά «Συντέλεια» και «Νέα Συντέλεια».
Η πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία έγινε με δύο ποιήματα που δημοσίευσε στο περιοδικό «Φιλολογικά Χρονικά» (τεύχος 44) τα Χριστούγεννα του 1946. 
Αυτοπροσδιοριζόταν ως «Οδυσσέας Ωκεανός, πρώην Ιάσων Αργοναύτης με την Αργώ σε Αδρία και Ιόνιο. Και πριν Ιάσων Δεπούντης και πολύ πριν στο χθες, στο αύριο. Και πάντα το ερώτημα: ποιητής ή πειρατής;».
Το 1992 τιμήθηκε από την Ομοσπονδία Συλλόγων και Κοινοτήτων Ελλήνων Μεταναστών της Ελβετίας. Ήταν μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.

Ποιητικός λόγος
Με τα πρώτα του ποιήματα δηλώνει μοντερνιστής, αργότερα εντούτοις η ποίησή του έγινε αφηρημένη. Εστιάζεται στην παντοδυναμία της φύσης, ενώ τον φοβίζει η χωρίς φραγμούς χρήση της τεχνολογίας. Στην ποίησή του, εκτός από τον λόγο, ενσωματώνει κολάζ, φωτογραφίες, ακόμη και αποκόμματα εφημερίδων. Τα ποιήματά του, ποιήματα-συνθέσεις, παραπέμπουν κάποιες φορές στην οπτική ποίηση και στη συγκεκριμένη ποίηση, επιδέχονται δε πολλών ειδών αναγνώσεις. Ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά.
Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά και στα γερμανικά. Ο ίδιος είχε μεταφράσει Edgar Lee Masters και B. Fondane.
Πέθανε στη Ζυρίχη το 2008.

Έργα

Ποίηση
Από τη θάλασσα (1948)
Η εξορία των αθανάτων (1946)
Μητέρα (1944)
Ακατοίκητη νύχτα (1948 και συγκεντρωτική έκδοση το 1962)
Το ναυάγιο της ομίχλης (1952)
Ο λόφος (1953)
Systema naturae (το 1969, επί Χούντας, κυκλοφόρησε εκτός εμπορίου χωρίς να περάσει από λογοκρισία, ενώ το 1984 κυκλοφόρησε αναθεωρημένη έκδοση)
Κεφάλι από ρολόι. Οι χαιρετισμοί και οι ταύροι του Pablo Picasso (1971)
Η ορατή (οριακή) υπέρβαση (1997)
Systema avium. Σύστημα (δρομικών) πουλιών (2001)
Η θάλασσα μέσα στην TV (2003, υπέγραψε ως Οδυσσέας Ωκεανός)
Η ζωολογία της Systema naturae (2004)
Μετά τη ζωολογία (2005)

Πεζά
Μεσκαλίν (1960)
X. A. Donnet, ο βομβαρδισμός μιας άμαχης πολιτείας (1963)
Θάλασσα 2. Βυθός (1963)
Ο ύπνος των σκίουρων (1964)
X. A. Donnet σε κβαντικό ρυθμό (2002)

Μελέτες
Λογοτεχνία και Ψυχολογία (1965)



ΠΟΙΗΜΑΤΑ 

Τι βλέπει ο ήλιος

Ο ήλιος βλέπει καθημερινά
το δρόμο με τον τυφλοπόντικα

Μαζί χωμένους στα στενά τους δρόμους
του σκληρού ασπάλακα και του τερμίτη

Ο ήλιος βλέπει όλους τους δρόμους
που τρέχει ανυπόμονη η καταστροφή
κ’ εκεί π’ ακούγεται οργισμένη η έκρηξη
όλοι ή κανένας όλοι ή κανένας όλοι

Ο ήλιος βλέπει από πολύ κοντά πολύ
τεράστιες πολιτείες κι άγρια δάση
τα παραμορφωμένα πρόσωπα της αγωνίας τους
ένοχο τον αέρα που φυσάει σε πόλεμο
και διεφθαρμένα τα μεγάλα όνειρα

Ο ήλιος βλέπει με κάτι άγρια μάτια πάλι
τα μάτια εκείνων που ακόμη δε χορταίνουν

που δε χορτάσαν την ελπίδα την ειρήνη…

Βλέπει ο ήλιος πριν βουτηχτεί στη δύση του
τα μαύρα φτερωτά ποντίκια των συνοικιών-
όλα σ’ ετοιμασία όλα σ’ ετοιμασία όλα…

Αμέτρητες οργές μες στην ψυχή θα βλέπει
Ο ήλιος που κι αυτή τη νύχτα ακόμη βλέπει!


✦✦✦✦✦✦✦✦✦✦

Ανοιξιάτικο επεισόδιο Γ'

Από Σπύρου Κοκκίνη 6η ἔκδ,
«Ἀνθολογία Νεοελληνικῆς Ποίησης»
Ἔκδ. Ι.Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε., Ἀθῆναι 2000.


(Εἶναι μεσονύχτι — Σαββατόβραδο τοῦ Πάσχα)

Ποτέ πριν δεν ἀκούστηκαν οἱ θεῖες καμπάνες να χτυποῦν
γι' αυτούς πού λείπουν
Ποτέ πριν δεν ἄναψαν οἱ γιορτινές λαμπάδες τῆς Λαμπρῆς
γι' αυτούς που για πάντα λείπουν
Ποτέ πριν σαν ἀπόψε δεν κατεπόθη ὁ θάνατος εἰς νεῖκος
γι' αυτούς πού λείπουν αποδημητές στη χώρα τοῦ πολέμου
Ποτέ πριν
Αυτοί την ἁρμονία δίνουν στις καμπάνες
Ἀνάβουν τις λαμπάδες τῆς Λαμπρῆς
Νικοῦν το θάνατο με την αἰωνιότητά τους.

Τούς μένει ἀκόμα αυτό το πρόβλημα τῆς ὕπαρξής μας
Γυρίζουν πολύν καιρό σ' αυτή την πολιτεία
Ζητοῦν ἀπόψε μια θέση στο τραπέζι τοῦ σπιτιοῦ μας
Χωρίς ὕπνο για να τούς πεῖς νεκρούς
τυλίγοντας την κλωστή τοῦ κεριοῦ στα δάχτυλά τους
ψάχνουν να βροῦν την πόρτα μας
ψάχνουν να βροῦν αγνή τη θύμησή τους
σ' ὅλων μας τη μνήμη
Κάθονται στο τραπέζι τοῦ δείπνου μας θλιμμένοι
σαν ἀνάμνηση από τόσα χώματα πλημμυρισμένα
Ὡραῖοι σαν το θαῦμα τοῦ Εὐαγγελίου
Σα μία κραυγή χαρᾶς:
Χριστός Ἀνέστη!

Κι αυτές οἱ θεῖες καμπάνες
εἶναι τα λόγια τους
Κι αυτές οἱ κόκκινες λαμπάδες
εἶναι το βλέμμα τους
Κι αυτή ἡ λεπτή κλωστή στα δάχτυλά τους
εἶναι ἡ ζωή μας —Ὅλοι —νεκροί και ζωντανοί
γύρω στο γιορτινό τραπέζι τῆς Λαμπρῆς — Στην κεφαλή
τοῦ τραπεζιοῦ ὁ Ἀναστάς Χριστός.

Μᾶς μένει ἀκόμα αυτό το πρόβλημα τῆς ὕπαρξής μας

Το δεῖπνο μας πῆρε ἄλλο νόημα καθώς ἔμπαινε
στα πληγωμένα βλέφαρα το φῶς τοῦ θείου του λόγου
Κ' ἡ μέρα προμηνοῦσε ἕνα στρωμένο τραπέζι για τη δικαιοσύνη
Ἕνα ἥσυχο σπίτι σ' αυτή την πολιτεία καμωμένο από ἀγάπη.

Κ' ἡ μέρα προμηνοῦσε χίλια διαμάντια στις καρδιές
να θυμίζουν την εἰρήνη και την ἐλπίδα τοῦ κόσμου. 


✦✦✦✦✦✦✦✦✦✦

Δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/









Κουρτ Σβίττερς - Karl Julius Switters ( 20 Ιουνίου 1887 - 8 Ιανουαρίου 1948 )

 


Ο Κουρτ Σβίττερς (πραγματικό όνομα Herman Edward Karl Julius Switters, 20 Ιουνίου 1887 - 8 Ιανουαρίου 1948) ήταν Γερμανός καλλιτέχνης. Το έργο του συνδέθηκε κυρίως με τα κινήματα του ντανταϊσμού και του κονστρουκτιβισμού και εκδηλώθηκε σε διαφορετικά είδη τέχνης, στη ζωγραφική, στη γλυπτική, στην ποίηση και κυρίως στην τεχνική του κολάζ.

Γεννήθηκε το 1887 στο Αννόβερο, όπου την περίοδο 1908-1909 παρακολούθησε μαθήματα στη σχολή τεχνών Kunstgewerbeschule. Στη συνέχεια, συνέχισε τις σπουδές του στην Ακαδημία Τεχνών της Δρέσδης, μέχρι το 1914. Τα πρώτα του καλλιτεχνικά έργα ήταν εμπνευσμένα από τον κυβισμό και τον εξπρεσιονισμό. Το 1918, πραγματοποίησε τα πρώτα έργα κολάζ και την ίδια περίοδο ήρθε σε επαφή με το ντανταϊστικό κίνημα. Η γνωριμία του με τον Ζαν Αρπ υπήρξε καθοριστική, καθώς υπό την επίδρασή του εγκατέλειψε τα καθιερωμένα ακαδημαϊκά αισθητικά πρότυπα. Ο ίδιος εισήγαγε τον όρο Merz, προκειμένου να περιγράψει το σύνολο του καλλιτεχνικού του έργου, το οποίο αν και υπήρξε εν γένει συγγενικό με το ντανταϊστικό κίνημα, διατήρησε παράλληλα κάποια απόσταση από αυτό. Αποτέλεσε μέλος της ντανταϊστικής ομάδας του Βερολίνου, ωστόσο μετά από διαφωνίες, εγκατέλειψε και εγκαταστάθηκε στο Αννόβερο. Ιδιαίτερη συνεισφορά είχε στην αφηρημένη ηχητική ποίηση των ντανταϊστών και ειδικότερα με το ποίημα Ursonate.
Από το 1923 και για συνολικά εννέα χρόνια υπήρξε ο εκδότης του περιοδικού Merz. Τον ίδιο χρόνο, ξεκίνησε την κατασκευή του έργου που αναφέρεται ως Merzbau, ένα κολάζ σε τρεις διαστάσεις, με κάθε είδους αντικείμενα που συνέλεγε ο ίδιος - μεταξύ αυτών και προσωπικά αντικείμενα συναισθηματικής αξίας - και τα οποία σχημάτιζαν σταδιακά ένα είδος κτίσματος. Αυτό αποτέλεσε το έργο ζωής του Σβίττερς, που βρισκόταν διαρκώς υπό εξέλιξη και το οποίο δημιούργησε από την αρχή τρεις φορές, αρχικά στο Αννόβερο, όπου καταστράφηκε στο Β' Παγκόσμιο πόλεμο κατά τη διάρκεια αεροπορικής επιδρομής, αργότερα στη Νορβηγίαόπου κάηκε το 1951 και τέλος στην Αγγλία, το μοναδικό Merzbau (γνωστό και ως Merzbarn) που διασώθηκε.
Τον Ιανουάριο του 1937, εγκατέλειψε τη Γερμανία και εγκαταστάθηκε στη Νορβηγία. Το καλοκαίρι του ίδιου έτους, φιλοξενήθηκαν έργα του στην έκθεση Παρακμιακής Τέχνης (Entartete Kunst) που διοργάνωσε το ναζιστικό καθεστώς της Γερμανίας στο Μόναχο. Τρία χρόνια αργότερα, εξαιτίας της εισβολής των ναζιστικών δυνάμεων στη Νορβηγία, αναγκάστηκε εκ νέου να μετεγκατασταθεί, αυτή τη φορά με προορισμό την Αγγλία. Μέχρι το 1945, έζησε στο Λονδίνο και αργότερα στο Άμπλσαϊντ, όπου με χρηματοδότηση από το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης ξεκίνησε τη δημιουργία του Merzbarn. Πέθανε τον Ιανουάριο του 1948, αφήνοντας το έργο του ημιτελές. https://el.wikipedia.org/















Δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/









Λουίς ντε Καμόες ή Καμόενς (1524 – 20 Ιουνίου 1580)

 

Ο Λουίς ντε Καμόες ή Καμόενς (Luís Vaz de Camões, 1524 – 20 Ιουνίου 1580) ήταν Πορτογάλος ποιητής, ο οποίος έζησε και έδρασε κατά το 16ο αιώνα. Θεωρείται ο εθνικός ποιητής της Πορτογαλίας και ένας από τους μεγάλους Ευρωπαίους ποιητές της εποχής του.

Ζωή και δράση

Οι βιογραφικές πληροφορίες για τη ζωή και τη δράση του Καμόες είναι σε μεγάλο βαθμό αβέβαιες. Πιθανολογείται ότι γεννήθηκε το 1524 στη Λισαβόνα, καταγόμενος από αριστοκρατική οικογένεια. Στην Κοΐμπρα απέκτησε ευρεία μόρφωση, στην οποία βασίζεται το μετέπειτα λογοτεχνικό έργο του.

Ο Καμόες έζησε μια μυθιστορηματική και περιπετειώδη ζωή. Μπήκε στην Αυλή του βασιλιά της Πορτογαλίας Ιωάννη Γ΄, απ’ όπου απομακρύνθηκε λόγω της εμπλοκής του σε αυλικούς έρωτες και εξορίστηκε στο Μαρόκο, όπου έχασε το δεξί του μάτι σε μια μάχη στη Θέουτα (Ceuta) στις ακτές του Μαρόκου.
Το 1553 συνελήφθη για συμμετοχή του σε ανταρσία στη Λισαβόνα και φυλακίστηκε, αλλά αμνηστεύτηκε με βασιλική χάρη που του δόθηκε από το βασιλιά Ιωάννη Γ΄ και στάλθηκε για βασιλική υπηρεσία στην Ινδία, ναυάγησε στο Δέλτα του ποταμού Μεκόνγκ, περιπλανήθηκε στη Μοζαμβίκη (1567), από όπου τον βοήθησε τελικά ο Ντιόγκο ντε Κούτο να επιστρέψει στην πατρίδα του.
Μετά την επιστροφή του στη Λισαβόνα, το 1570, του παρασχέθηκε μια πενιχρή βασιλική σύνταξη για τις υπηρεσίες του, που τον συντηρούσε για το υπόλοιπο της ζωής του. Το 1572 δημοσίευσε το διάσημο έπος του «Οι Λουσιάδες», που το είχε γράψει ενώ βρισκόταν ακόμη στην Ανατολή.
Ο Καμόες πέθανε στη Λισαβόνα, σε ηλικία 55 ετών, στις 20 Ιουνίου 1580, λόγω της κλονισμένης υγείας του από τις κακουχίες.

Λογοτεχνικό έργο

Ο Λουίς ντε Καμόες είναι ο δημιουργός του εθνικού έπους της Πορτογαλίας «Οι Λουσιάδες» ή Λουζιτανοί (Os Lusiadas, 1572). Στο επικό αυτό ποίημά του, ο Καμόες εξαίρει τα γεγονότα της πορτογαλικής ιστορίας και τα κατορθώματα των υιών του Λούσου, των Λουσιάδων, όπως ονομάζονταν οι Πορτογάλοι από τους Ρωμαίους από την αρχαία ρωμαϊκή ονομασία «Λουσιτάνια» (Lusitania) της Πορτογαλίας.
Οι «Λουσιάδες» είναι ένα έμμετρο έπος, που εκτείνεται σε 10 κάντος και 1.102 οκτάστιχες ομοιοκαταληκτικές στροφές (ottava rima). Το θέμα του αφηγείται το ιστορικό ταξίδι του Πορτογάλου θαλασσοπόρου Βάσκο ντα Γκάμα προς την Ινδία με τον περίπλου του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας στα τέλη του 15ου αιώνα (1498).
Το επικό αυτό ποίημα του Καμόες έχει γραφτεί κατά το πρότυπο της «Αινειάδας» του Βιργιλίου και του «Μαινόμενου Ορλάνδου» του Αριόστο και ήταν αφιερωμένο στο βασιλιά Σεβαστιανό της Πορτογαλίας (Sebastiao, 1554 – 1578), ο οποίος σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια αντιμουσουλμανικής σταυροφορίας στο Μαρόκο.
Η φήμη και το λογοτεχνικό έργο του Καμόες έγινε γνωστό πέρα από τα σύνορα της πατρίδας του, όσο ακόμη ζούσε. Απέκτησε θαυμαστές σε όλη την Ευρώπη, ανάμεσα στους οποίους ήταν μεγάλα ονόματα της λογοτεχνίας, όπως ο Τορκουάτο Τάσσο, ο Λόπε δε Βέγκα, ο Μίλτον, ο Γκαίτε, ο Μπάυρον και στα νεότερα χρόνια ο Αμερικανός μυθιστοριογράφος Χέρμαν Μέλβιλ. Ένα αντίτυπο από την πρώτη έκδοση των «Λουσιάδων» (1572) βρίσκεται στη βιβλιοθήκη του Παλάσιου ντε Μάφρα.
Εκτός από τους «Λουσιάδες», ο Καμόες άφησε και σημαντικό λυρικό έργο: ωδές, σονάτα, ελεγείες και τραγούδια, από τα οποία ξεχωρίζουν τα λυρικά ποιήματά του σε ενδεκασύλλαβους (Rimas, 1595), όπου απομιμείται τους αρχαίους κλασικούς συγγραφείς.
Ο Καμόες έγραψε επίσης και τρία θεατρικά έργα: «Οι Αμφιτρύονες», βασισμένο στο γνωστό θέμα του Πλούτου, «Ο βασιλιάς Σέλευκος», εμπνευσμένο από τον Πλούταρχο, και ο «Φιλόδημος», που δημοσιεύτηκε μετά το θάνατο του Καμόες, μαζί με τους «Αμφιτρύονες» (1587), αλλά είχε γραφτεί πολύ νωρίτερα.

https://el.wikipedia.org/

ΛΟΥΣΙΑΔΕΣ


«Οι Λουσιάδες» είναι ένα πορτογαλικό έπος, του εθνικού ποιητή των Πορτογάλων, Λουίς ντε Καμόες, το οποίο εξιστορεί αλληγορικά το μεγάλο ταξίδι του πορτογάλου εξερευνητή Βάσκο ντε γκάμα στις Ινδίες και ταυτόχρονα καταγράφει την ιστορία του έθνους από την προϊστορία μέχρι τον 16ο αιώνα. Το έργο αποτελείται από δέκα ωδές με δεκασύλλαβο στίχο. (απόσπασμα από την αρχή, στο οποίο ο ποιητής αναφέρει τις προσδοκίες του, ότι θa προσπαθήσει να ξεπεράσει τον Όμηρο και τον Βιργίλιο. Σε όλο το έργο, στις περιπέτειες των ηρώων θα παρεμβάλλονται οι Θεοί του Ολύμπου και στοιχεία από τα έπη του Ομήρου.)

«Οι Λουσιάδες» (απόσπασμα)

ΑΣΜΑ ΠΡΩΤΟ
1
Θα ψάλω την τόλμη και τους αγώνες
Ευγενών ηρώων, οι οποίοι από την Δύση
Και την πορτογαλική ακτή
Σε θάλασσες που ακόμα δεν είχαν διασχιστεί
Πέρασαν πέρα από την Ταπρομπάνα
Kαι σε κινδύνους και πολέμους,
Περισσότερο θαρραλέοι
Από ότι υποσχόταν η ανθρώπινη δύναμη
Ανάμεσα σε λαούς απομονωμένους,
Ίδρυσαν ένδοξο νέο Βασίλειο,

2.
Θα εξυμνήσω τις ηρωικές αρετές
Eκείνων των αρχόντων
Που κυριάρχησαν σε άπιστες χώρες
Tης Ασίας και της Αφρικής
Kαι σε ακάθαρτα ερείπια
Έστησαν βασίλεια της πίστης.
Θα εξυμνήσω τους πολεμιστές εκείνους
Που η τόλμη τους έκανε αθάνατους.
Εάν δε η τέχνη και το πνεύμα με βοηθήσουν
Η φήμη τους θα κυριεύσει τον κόσμο.

3.
Ας μην γίνεται πλέον λόγος
Για τις περίφημες περιπλανήσεις
Του πολυμήχανου Οδυσσέα
Και του ευσεβή Αινεία.
Ας παύσει η εκατοντάστομη Θεά
Να διαφημίζει τις νίκες του Αλεξάνδρου
Και του Τραιανού.
Εγώ ψάλλω τα τέκνα του Λούσου,
Μόνο ο Άρης και ο Ποσειδώνας
Υπερτερούσαν αυτών.
Ήρωες του Βιργιλίου και του Ομήρου,
Ακούσετε τους άθλους τους,
Υπερβαίνουν των δικών σας ηρώων.

4
Και εσείς που έχετε εξάψει
την φαντασία μου με νέο ζήλο,
Νύμφες του Τάγου,
Εαν υπήρξατε οι πρώτοι μου έρωτες,
Εάν έψαλα στις μαγευτικές σας όχθες,
Χαρίστε στην φωνή μου υψηλότερο τόνο,
Δώστε στους στίχους μου αρμονία,
τόσο λαμπρή και τόσο καθαρή,
Ώστε ο Θεός της Πίνδου
Ν’ αφήσει για χάρη των δικών μας ναμάτων,
Τα κύματα της Ιπποκρήνης.


Δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/








ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ (14 Μαρτίου 1884 – 19 Ιουνίου 1951)

 

Ὄχι, δὲν εἶναι χίμαιρα
νὰ καβαλᾶμε τὸ ὄνειρο
τὴ θείαν ἐτούτη μέρα
ποῦ ὅλα, ὁρατὰ καὶ ἀόρατα,
κι ἐμεῖς κι οἱ ἥρωες καὶ οἱ θεοὶ
στὴν ἴδια ὁρμᾶμε μέσα αἰώνια σφαίρα

Ο Άγγελος Σικελιανός γεννήθηκε στη Λευκάδα, γιος του Ιωάννη Σικελιανού και της Χαρίκλειας το γένος Στεφανίτση. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε κοντά στον πατέρα του. Στη Λευκάδα ολοκλήρωσε το Δημοτικό σχολείο, το Ελληνικό Σχολείο και το Γυμνάσιο. Κατά τη διάρκεια της εφηβείας του άρχισε η πρώτη ενασχόλησή του με την ποίηση. Το 1901 έφυγε για την Αθήνα, όπου γράφτηκε στη Νομική Σχολή. Στην Αθήνα ήρθε σ’ επαφή με τη Νέα Σκηνή του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου όπου δούλεψε ως ηθοποιός. Το 1902 πραγματοποίησε τις πρώτες δημοσιεύσεις ποιημάτων του σε λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής, ανάμεσά τους ο Διόνυσος και τα Παναθήναια, ενώ ένα χρόνο αργότερα συνεργάστηκε με το Νουμά.
 Το 1904 ξεκίνησε την πορεία του προς μια πιο μεγαλόπνοη ποιητική γραφή μέσα από τις σελίδες του Ακρίτα και ένα χρόνο αργότερα έφυγε για τη Λιβύη, όπου έγραψε τον Αλαφροΐσκιωτο, που εκδόθηκε το 1909 γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία. Το 1906 επέστρεψε στη Λευκάδα. Τότε άρχισε η συμβίωσή του με την Εύα Πάλμερ, την οποία είχε γνωρίσει το 1905 στο σπίτι της αδερφής του Πηνελόπης και παντρεύτηκε το 1907 στην Αμερική. Μετά το γάμο το ζευγάρι εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και γνωρίστηκε με τους φιλολογικούς κύκλους. Τον επόμενο χρόνο γεννήθηκε ο γιος τους Γλαύκος. Το 1910 ο Σικελιανός πήρε μέρος στην ίδρυση του Εκπαιδευτικού Ομίλου και τον επόμενο χρόνο δημοσίευσε το Δελφικό Ύμνο και έφυγε με τη σύζυγό του για το Παρίσι όπου παρακολούθησαν παράσταση αρχαίου δράματος από το ζεύγος Ντόνκαν. Τον ίδιο χρόνο πέθανε ο πατέρας του. Στις αρχές του 1912 επισκέφτηκε ξανά το Παρίσι. Τον ίδιο χρόνο στρατεύτηκε στους Βαλκανικούς πολέμους. Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα το 1913 εξακολούθησε να δημοσιεύει ποιήματα στο Νουμά ως το Νοέμβριο του 1914, οπότε γνωρίστηκε με το Νίκο Καζαντζάκη, με τον οποίο συνδέθηκε με βαθιά φιλία, και αναχώρησε μαζί του για το Άγιο Όρος και για μια περιήγηση ανά την Ελλάδα. Μαζί με τον Καζαντζάκη τέθηκαν το 1915 με το μέρος του Βενιζέλου κατά τη ρήξη του έλληνα πολιτικού με το Παλάτι. Το 1917 πέθανε η αδερφή του Πηνελόπη. Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου επισκέφτηκε την Πραστοβά της Μάνης μαζί με τον Καζαντζάκη και το 1919 την Ολυμπία και την Επίδαυρο. Το 1920 έμεινε με τη σύζυγό του στη Συκιά Κορινθίας και το 1921 έφυγε για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους. 
Εύα Πάλμερ 

Επέστρεψε στη Συκιά και την ίδια χρονιά στράφηκε προς μια ολοκληρωμένη σύλληψη της Δελφικής Ιδέας, υπό την επίδραση της Μικρασιατικής Εκστρατείας, των επιπτώσεων του πρώτου παγκοσμίου πολέμου και της έκρηξης της Ρωσικής Επανάστασης. Το καλοκαίρι του 1922 έφυγε για την Αγόριανη, όπου μελέτησε την πρακτική εφαρμογή της Δελφικής Ιδέας και πληροφορήθηκε τη Μικρασιατική Καταστροφή. Τον επόμενο χρόνο έδωσε είκοσι διαλέξεις στη Νομική Σχολή με θέμα τη έκφραση της ιδέας της παγκόσμιας ειρήνης και αδελφοσύνης ανά τους αιώνες. Το 1924 εγκαταστάθηκε με τη σύζυγό του στους Δελφούς όπου συνέχισαν την προεργασία για την υλοποίηση της Δελφικής Ιδέας. Στους Δελφούς τάφηκε η μητέρα του που πέθανε ένα χρόνο αργότερα. Ο Σικελιανός είχε νωρίτερα προσκαλέσει διανοούμενους από όλο τον κόσμο στο μελλοντικό Διεθνές Κέντρο των Δελφών. Τον Ιούνιο απήγγειλε την Ωδή στο Βαλαωρίτη κατά τη διάρκεια του εορτασμού των εκατό χρόνων από τη γέννηση του ποιητή στη Λευκάδα. Το Μάιο του 1927 εγκαινιάστηκαν οι Δελφικές γιορτές που γνώρισαν μεγάλη επιτυχία στην Ελλάδα και είχαν απήχηση στο εξωτερικό. Δυο χρόνια αργότερα στην Ιόνιο Ανθολογία δημοσιεύτηκε άρθρο που πρότεινε το Σικελιανό για το βραβείο Νόμπελ και η Ακαδημία Αθηνών τίμησε το ζεύγος Σικελιανού για την αναβίωση των Δελφικών Εορτών. Το 1930 πραγματοποιήθηκαν οι δεύτερες Δελφικές Εορτές με την παρουσία πολιτικών παραγόντων και εξίσου μεγάλη επιτυχία με τις πρώτες. Κατά τη διάρκεια των δύο επόμενων χρόνων ιδρύθηκε η Δελφική Ένωση με κρατική μέριμνα, ο Σικελιανός προσκλήθηκε στο Παρίσι όπου γνωρίστηκε με τον Πωλ Γκονκούρ και τον Πωλ Βαλερύ και επιστρέφοντας στην Ελλάδα εξέδωσε μια εκπαιδευτική διακήρυξη για τη Δελφική Ένωση και το βιβλίο Δελφική Ιδέα· Ένα προανάκρουσμα. 
Η Εύα Πάλμερ και ο Άγγελος Σικελιανός δέχονται συγχαρητήρια για τις Δελφικές γιορτές (1927) ΑΠΟ http://ebooks.edu.gr/


Το 1933 πραγματοποιήθηκαν δυο παραστάσεις της τραγωδίας του Σικελιανού Ο Διθύραμβος του Ρόδου σε σκηνοθεσία δική του με τη συνεργασία της Εύας. Τον επόμενο χρόνο έγιναν κάποιες κρατικές προσπάθειες για την ίδρυση του Δελφικού Κέντρου, οι οποίες όμως δεν ολοκληρώθηκαν. Στο Παρίσι ο Λουί Ρουσσέλ πρόβαλε το όνομα του Σικελιανού με μια σειρά άρθρων στο περιοδικό Libre. Το 1936 ο Σικελιανός εξέδωσε με διακήρυξη για την οργάνωση των Δελφικών Εορτών και του Δελφικού πνευματικού κέντρου. Το 1938 γνωρίστηκε με την Άννα Καραμάνη την οποία παντρεύτηκε στην Ελευσίνα το 1940. Τον ίδιο χρόνο έγραψε τη Σίβυλλα. Με τη δεύτερη γυναίκα του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και ταξίδεψε στην Αίγινα. Το 1943 απήγγειλε το ποίημα Ηχήστε οι σάλπιγγες κατά τη διάρκεια της κηδείας του Κωστή Παλαμά. Το 1944 άρχισε να έχει προβλήματα υγείας. Το 1946 προτάθηκε δυο φορές από την Εταιρεία Ελλήνων λογοτεχνών για το βραβείο Νόμπελ, τη δεύτερη από κοινού με τον Καζαντζάκη, και μαζί με τον τελευταίο προσφώνησαν τον Πωλ Ελυάρ στην τιμητική υποδοχή του στην Αθήνα. 


 Kαζαντζάκης και Σικελιανός διαβάζουν μαζί σε φωτογραφία με ημερομηνία 20 Μαρτίου 1915. Στο Συμπόσιον, ο ποιητής Αγγελος Σικελιανός ως Πέτρος είναι λάτρης της ομορφιάς, εκφραζόμενης από τον άκρατο λυρικό ποιητικό αισθητισμό.  http://www.ethnos.gr/

Το 1947 εκλέχτηκε πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και προτάθηκε ξανά - αυτή τη φορά από ομάδα ευρωπαίων συγγραφέων - για το βραβείο Νόμπελ. Το 1950 έπαθε εγκεφαλική συμφόρηση και πέθανε το 1951. Το λογοτεχνικό έργο του Σικελιανού υπηρέτησε τη μεγαλόπνοη κοσμοθεωρία του για το ρόλο του ποιητή ως θιασώτη και ιεραπόστολου μιας θρησκευτικής ιδεολογίας, η οποία ενσωματώνοντας την παράδοση της πορείας του κόσμου μέσα στους αιώνες οραματίζεται την επανασύνδεση του ανθρώπου με τον αρχετυπικό Μύθο της ενιαίας ψυχοσωματικής υπόστασης. Στο θεωρητικό αυτό στοχασμό ο Σικελιανός υπέταξε τα εκφραστικά του μέσα. Υιοθέτησε μια προ- και αντι- λογική έκφραση τόσο στην ποίηση, όσο και στις τραγωδίες του και αφομοίωσε ποικίλες πνευματικές επιδράσεις. Στα κείμενά του συνυπάρχουν στοιχεία που παραπέμπουν στα ρεύματα του ρομαντισμού, του αισθητισμού, του συμβολισμού αλλά και στους αρχαίους έλληνες ορφικούς και προσωκρατικούς φιλοσόφους. 

Ο Αγγελος και η Αννα Σικελιανού (1943)

ΠΟΙΗΜΑΤΑ 

Αλαφροΐσκιωτος. Γυρισμός

Ύπνος ιερός, λιονταρίσιος,
του γυρισμού, στη μεγάλη
της αμμουδιάς απλωσιά.
Στην καρδιά μου
τα βλέφαρά μου κλεισμένα·
και λάμπει, ωσάν ήλιος, βαθιά μου...

Bοή του πελάου πλημμυρίζει 
τις φλέβες μου·
απάνω μου τρίζει
σα μυλολίθαρο ο ήλιος·                  
γεμάτες χτυπάει τις φτερούγες ο αγέρας·
αγκομαχάει το άφαντο αξόνι.
Δε μου ακούγεται η τρίσβαθη ανάσα.
Γαληνεύει, ως στον άμμο, βαθιά μου
και απλώνεται η θάλασσα πάσα.

Σε ψηλοθόλωτο κύμα
την υψώνει το απέραντο χάδι·
ποτίζουν τα σπλάχνα
τα ολόδροσα φύκια,
ραντίζει τα διάφωτη η άχνα                     
του αφρού που ξεσπάει στα χαλίκια·
πέρα σβήνει το σύφυλλο βούισμα
οπού ξέχειλο αχούν τα τζιτζίκια.

Mια βοή φτάνει απόμακρα·
και άξαφνα,
σαν πανί το σκαρμό που έχει φύγει,
χτυπάει· είν' ο αγέρας που σίμωσε,
είν' ο ήλιος που δει μπρος στα μάτια μου
- και ο αγνός όχι ξένα τα βλέφαρα
στην υπέρλευκην όψη του ανοίγει.                   

Πετιώμαι απάνω. H αλαφρότη μου
είναι ίσια με τη δύναμή μου.
Λάμπει το μέτωπό μου ολόδροσο,
στο βασίλεμα σειέται ανοιξάτικο
βαθιά το κορμί μου.
Bλέπω γύρα. Tο Iόνιο,
και η ελεύτερη γη μου!
****
Αλαφροΐσκιωτος. O Βαθύς Λόγος


K' ένας απ' όλους μού έφεξε
κι ακόμα φέγγει λόγος. Kαι η ψυχή μου
στην πλάση μέσα τον αλήθεψε -
και, νά μπει
στο νόημα σύγκορμη και πριν, ακέρια εστάθη.

Ως ένα στύλο ένας σεισμός,
τη ζύγιασε, την έστησε,
σαν κυπαρίσσι ρίζες άδραξε απ' τα βάθη.

K' ήταν ο λόγος του Oδυσσέα             
στου τραγωδού το νου,
που τρίσβαθα
του ραψωδού τού εμίλει η αρμονία
μπρος στο γιγάντειο πόνο του Aίαντα
και την ιερή μανία.

Kαι πιο μεστά,
σα να μου αλάφρωνε
φλέβα νερού αγερόλαμπρου
τη δέντρινη κορμοστασιά μου,
ανέβηκε άδιψα,                
αλαφρά τη φυλλωσιά μου·
μ' έθρεψε το αλαφρό νερό
και το αλαφρό το χώμα,
και ίσια
η Bούλησή μου απάνω υψώθηκε,
σαν τα μεστά, τα εφτάψηλα,
με τα κυπαρισσόμηλα
γεμάτα κυπαρίσσια !

"Eίδωλα είμαστε και ίσκιοι."
Tο λόγο που αχνίζει την πράξη,              
για νύχτες, για μέρες,
ψηλά στα βουνά,
όπου απάτητοι δρόμοι,
στον βαθιόν ελαιώνα
που οι άγραφοι νόμοι
πάντα αστράφταν μπροστά μου,
τον έφερα. H τρίσβαθη γνώμη
τώρα αντρίζει βαθιά τα ήπατά μου.

Aνέβηκα - φίλος
ανήφορων - όλες               
τις κορφές που αγναντεύουν τα πέλαγα,
γαληνή άγγιξε όλα η ορμή μου :
το γεράκι που επέρνα,
το σύννεφο στον αγέρα,
το διάστημα
που είχε ζώσει βαθιά το κορμί μου.
Πόσο φως εποτίστηκεν
η κρυφή δύναμή μου !

Kαι - όχι καύχημα ανίερο -
σε πηγές δαφνοσκέπαστες                
ήπια εγώ, και στη στέρνα.
Tη ματιά και τη ράχη μου
λαιμός βέβαιος
και βέβαιο
το ποδάρι εκυβέρνα.

Kαι είπα, όλα γύρω βλέποντας :
"Nησί,
αβασίλευτη στο πέλαο δόξα,
ω ριζωμένο
στο πολύβοο διάστημα,                  
και στου Oμήρου το στίχο
λουσμένο,
βυθισμένο στον ύμνο !

Δάσο όλο δρυ στην κορφή σου,
σιδερόχορδη ανάβρα
που αχνίσαν τα σπλάχνα μου απάνω
ολοκαύτωμα θείο,
και η άκρη σου τρέμει σα φύλλο,
μέσα βροντάει ο Λευκάτας,
μαζώνεται η μπόρα,                    
ξεσπάει μες στο θείον ελαιώνα,
τρικυμίζει το πέλαο,
νησί μου·
άλλη θροφή από τη θροφή μου
δε θα βρω,
απ' την ψυχή μου άλλη ψυχή,
άλλο κορμί από το κορμί μου.

Aλλού οι ναοί κι αλλού οι θεοί.
Mου αστράφτει γύρω των ηρώων η μοίρα.
Tη μοναξιά στη δύναμή μου υπόταξες.
Tης γλαυκομάτας η έγνοια μού είναι κλήρα !

Tου νου το νόμο στα βουνά,
στον κάμπο, ολούθε βρήκες.
Nα, η αγριλίδα ξεπηδάει
κλαδιά για όλες τις άγνωρες
και τις μεγάλες νίκες !"

****
Ιερά Oδός

Aπό τη νέα πληγή που μ' άνοιξεν η μοίρα
έμπαιν' ο ήλιος, θαρρούσα, στην καρδιά μου
με τόση ορμή, καθώς βασίλευε, όπως
από ραγισματιάν αιφνίδια μπαίνει
το κύμα σε καράβι π' ολοένα
βουλιάζει.
Γιατί εκείνο πια το δείλι,
σαν άρρωστος, καιρό, που πρωτοβγαίνει
ν' αρμέξει ζωή απ' τον έξω κόσμον, ήμουν
περπατητής μοναχικός στο δρόμο
που ξεκινά από την Aθήνα κ' έχει
σημάδι του ιερό την Eλευσίνα.
Tι ήταν για μένα αυτός ο δρόμος πάντα
σα δρόμος της Ψυχής.
Φανερωμένος
μεγάλος ποταμός, κυλούσε εδώθε
αργά συρμένα από τα βόδια αμάξια
γεμάτα αθεμωνιές ή ξύλα, κι άλλα
αμάξια, γοργά που προσπερνούσαν,
με τους ανθρώπους μέσα τους σαν ίσκιους.

Mα παραπέρα, σα να χάθη ο κόσμος
κ' έμειν' η φύση μόνη, ώρα κι ώρα
μιαν ησυχία βασίλεψε. K' η πέτρα
π' αντίκρισα σε μια άκρη ριζωμένη,
θρονί μου φάνη μοιραμένο μου ήταν
απ' τους αιώνες. K' έπλεξα τα χέρια,
σαν κάθισα, στα γόνατα, ξεχνώντας
αν κίνησα τη μέρα αυτή ή αν πήρα
αιώνες πίσω αυτό τον ίδιο δρόμο.

Mα να· στην ησυχία αυτή, απ' το γύρο
τον κοντινό, προβάλανε τρεις ίσκιοι.
Ένας Aτσίγγανος αγνάντια ερχόταν,
και πίσωθέ του ακλούθααν, μ' αλυσίδες
συρμένες, δυο αργοβάδιστες αρκούδες.

Kαι να· ως σε λίγο ζύγωσαν μπροστά μου
και μ' είδε ο Γύφτος, πριν καλά προφτάσω
να τον κοιτάξω, τράβηξε απ' τον ώμο
το ντέφι και, χτυπώντας το με τό 'να
χέρι, με τ' άλλον έσυρε με βία
τις αλυσίδες. K' οι δυο αρκούδες τότε
στα δυο τους σκώθηκαν, βαριά.
H μία,
(ήτανε η μάνα, φανερά), η μεγάλη,
με πλεχτές χάντρες όλο στολισμένο
το μέτωπο γαλάζιες, κι από πάνω
μιαν άσπρη αβασκαντήρα, ανασηκώθη
ξάφνου τρανή, σαν προαιώνιο νά 'ταν
ξόανο Mεγάλης Θεάς, της αιώνιας Mάνας,
αυτής της ίδιας που ιερά θλιμμένη,
με τον καιρόν ως πήρε ανθρώπινη όψη,
για τον καημό της κόρης της λεγόνταν
Δήμητρα εδώ, για τον καημό του γιου της
πιο πέρα ήταν Aλκμήνη ή Παναγία.
Kαι το μικρό στο πλάγι της αρκούδι,
σα μεγάλο παιχνίδι, σαν ανίδεο
μικρό παιδί, ανασκώθηκε κ' εκείνο
υπάκοο, μη μαντεύοντας ακόμα
του πόνου του το μάκρος, και την πίκρα
της σκλαβιάς, που καθρέφτιζεν η μάνα
στα δυο πυρά της που το κοίτααν μάτια!

Aλλ' ως από τον κάματον εκείνη
οκνούσε να χορέψει, ο Γύφτος, μ' ένα
πιδέξιο τράβηγμα της αλυσίδας
στου μικρού το ρουθούνι, ματωμένο
ακόμα απ' το χαλκά που λίγες μέρες
φαινόνταν πως του τρύπησεν, αιφνίδια
την έκαμε, μουγκρίζοντας με πόνο,
να ορθώνεται ψηλά, προς το παιδί της
γυρνώντας το κεφάλι, και να ορχιέται
ζωηρά.
K' εγώ, ως εκοίταζα, τραβούσα
έξω απ' το χρόνο, μακριά απ' το χρόνο,
ελεύτερος από μορφές κλεισμένες
στον καιρό, από αγάλματα κ' εικόνες·
ήμουν έξω, ήμουν έξω από το χρόνο.

Mα μπροστά μου, ορθωμένη από τη βία
του χαλκά και της άμοιρης στοργής της,
δεν έβλεπα άλλο απ' την τρανήν αρκούδα
με τις γαλάζιες χάντρες στο κεφάλι,
μαρτυρικό τεράστιο σύμβολο όλου
του κόσμου, τωρινού και περασμένου,
μαρτυρικό τεράστιο σύμβολο όλου
του πόνου του πανάρχαιου, οπ' ακόμα
δεν του πληρώθη απ' τους θνητούς αιώνες
ο φόρος της ψυχής.
Tι ετούτη ακόμα
ήταν κ' είναι στον Άδη.
Kαι σκυμμένο
το κεφάλι μου κράτησα ολοένα,
καθώς στο ντέφι μέσα έριχνα, σκλάβος
κ' εγώ του κόσμου, μια δραχμή.
Mα ως, τέλος,
ο Aτσίγγανος ξεμάκρυνε, τραβώντας
ξανά τις δυο αργοβάδιστες αρκούδες,
και χάθηκε στο μούχρωμα, η καρδιά μου
με σήκωσε να ξαναπάρω πάλι
το δρόμον οπού τέλειωνε στα ρείπια
του Iερού της Ψυχής, στην Eλευσίνα.
K' η καρδιά μου, ως εβάδιζα, βογκούσε:
"Θά 'ρτει τάχα ποτέ, θε νά 'ρτει η ώρα
που η ψυχή τής αρκούδας και του Γύφτου,
κ' η ψυχή μου, που Mυημένη τηνε κράζω,
θα γιορτάσουν μαζί;"
Kι ως προχωρούσα,
και βράδιαζε, ξανάνιωσα απ' την ίδια
πληγή, που η μοίρα μ' άνοιξε, το σκότος
να μπαίνει ορμητικά μες στην καρδιά μου,
καθώς από ραγισματιάν αιφνίδια μπαίνει
το κύμα σε καράβι που ολοένα
βουλιάζει. Kι όμως τέτοια ως να διψούσε
πλημμύραν η καρδιά μου, σα βυθίστη
ως να πνίγηκε ακέρια στα σκοτάδια,
σα βυθίστηκε ακέρια στα σκοτάδια,
ένα μούρμουρο απλώθη απάνωθέ μου,
ένα μούρμουρο,
κ' έμοιαζ' έλλε:
"Θά 'ρτει."
****

Γιατί βαθιά μου δόξασα

Γιατί βαθιά μου δόξασα και πίστεψα τη γη
και στη φυγή δεν άπλωσα τα μυστικά φτερά μου,
μα ολάκερον ερίζωσα το νου μου στη σιγή,
νά που και πάλι αναπηδά στη δίψα μου η πηγή,
πηγή ζωής, χορευτική πηγή, πηγή χαρά μου...

Γιατί ποτέ δε λόγιασα το πότε και το πώς,
μα εβύθισα τη σκέψη μου μέσα στην πάσαν ώρα,
σα μέσα της να κρύβονταν ο αμέτρητος σκοπός,
νά τώρα που, ή καλοκαιριά τριγύρα μου είτε μπόρα,
λάμπ' η στιγμή ολοστρόγγυλη στο νου μου σαν οπώρα,
βρέχει απ' τα βάθη τ' ουρανού και μέσα μου ο καρπός!...

Γιατί δεν είπα: «εδώ η ζωή αρχίζει, εδώ τελειώνει...»
μα «αν είν' η μέρα βροχερή, σέρνει πιο πλούσιο φως...
μα κι ο σεισμός βαθύτερη τη χτίση θεμελιώνει,
τι ο ζωντανός παλμός της γης που πλάθει είναι κρυφός...»
νά που, ό,τι στάθη εφήμερο, σα σύγνεφο αναλιώνει,
νά που ο μέγας Θάνατος μου γίνηκε αδερφός!...


Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/









Κωνσταντίνος Λίχνος "Οι πορτοκαλιές " Διήγημα


Φτάσαμε αισίως στην περίοδο των θερινών διακοπών. Στο σπίτι μας κυριαρχεί ευδιαθεσία, ίσως μέχρι και ενθουσιασμός για αυτό το εκπληκτικό γεγονός που δεν παύει βέβαια να επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο. Δεν θέλω να ακουστώ ως αγνώμων, γνωρίζω καλά πως για πολλές οικογένειες οι διακοπές μοιάζουν πλέον άπιαστο όνειρο. Είναι όμως λιγάκι δύσκολο να απολαύσεις το οποιοδήποτε ταξιδάκι αναψυχής όταν όλο το προηγούμενο έτος ήσουνα άνεργος. Όταν η καθημερινότητα σου μαστίζεται από ρουτίνα και απραξία, μια απραξία διόλου χαλαρωτική μα πλήρως διαβρωτική και ψυχοφθόρα που μετατρέπεται σε ακένωτη πηγή νευρικότητας και άγχους.

Το σόι μας θα συγκεντρωθεί σύσσωμο στο πατρικό μας εξοχικό στην Π. και εμείς οι νεότεροι θα αποτελέσουμε αναμφίβολα το κύριο θέμα συζήτησης των μεγαλυτέρων. Οι οποίοι θα αδράξουν κάθε ευκαιρία για να εκφράσουν με θελκτική ευφράδεια τις ανησυχίες τους για το μέλλον μας, αλλά πολύ φοβάμαι και την δυσανασχέτηση τους για την τωρινή μου κατάσταση. Κι εγώ εκτεθειμένος σε αυτή την υπερβολική επίδειξη καλοπροαίρετης κριτικής και αλλεπάλληλων νουθεσιών θα πρέπει να αποδείξω το βάσιμο των αντιξοοτήτων που αντιμετώπισα στα πρώτα μου βήματα στην αγορά εργασίας, δικαιολογώντας έτσι κάπως τον εαυτό μου. Βέβαια, δεν θα είναι αρκετό να αναδείξω απλώς τα αντικειμενικά αίτια της ανεπιτυχίας μου, θα πρέπει να επιδείξω ταυτόχρονα αδρότητα σκέψης και σφρίγος γιατί διαφορετικά θα κατηγορηθώ αναπόφευκτα για διανοητική αμβλύνοια και ραθυμία.

Μην σας περάσει από το μυαλό πως είμαι αιθεροβάμων η επιλεκτικός. Γνωρίζω καλά τις σημερινές δυσκολίες και συνεπώς, το προηγούμενο διάστημα, έριξα παντελώς τις προσδοκίες μου και αναζητούσα κάθε λογής εργασία. Ο γείτονας μου ο Κυριάκος, εξασφάλισε πρόσφατα κάποια μεροκάματα ως διανομέας διαφημιστικών φυλλαδίων. Οι γονείς μου όμως ούτε να ακούσουν δεν ήθελαν για τέτοιου είδους απασχόληση που δεν συνάδει με την καλή μου ανατροφή και μόρφωση. Δεν είχα λοιπόν να αναλογιστώ μονάχα την δική μου εικόνα όταν ζύγιζα τις επιλογές μου, αναγκαστικά έπρεπε να προστατεύσω συνάμα και την υπόληψη ολόκληρης της οικογένειάς μου. Γεγονός που σαφέστατα με καταπίεσε και είχε αρνητική επίδραση στην αυτοεικόνα μου.

Πλησιάζοντας την δεκαετία των τριάντα αυτό που μένει ως επίγευση από την πρότερη νιότη είναι ένα εκκωφαντικό αίσθημα περατότητας. “Τέλος τα αστεία, έπρεπε να έχεις σοβαρευτεί προ πολλού Μενέλαε”, επαναλαμβάνει τακτικά ο πατέρας μου. Λες και για την κατάσταση μου ευθύνεται η απρονοησία και η φαιδρότητα μου. Το ξέρω καλά πως στα μάτια του φαντάζω ληθαργικός, αυτός θα με ήθελε άοκνο και πολυπράγμονα. Άλλωστε όλα στη ζωή μου τα βρήκα στρωμένα και είναι αδιανόητο για αυτόν το γεγονός πως αρκούμαι σε αυτά και δεν πασχίζω να δημιουργήσω κάτι με την προσωπική μου προσπάθεια. Το φανερώνει αυτό καθημερινά, κάθε φορά που εκδηλώνει τις απαιτήσεις που έχει από μένα. “Πήγαινε να βάψεις τα κάγκελα της αυλής τα έχει καταφάει ο ήλιος, φρόντισε λιγάκι το κήπο, κλάδεψε τις πορτοκαλιές στο κτήμα γιατί θα μας σχολιάζουν οι γείτονες. Κάνε κάτι επιτέλους...”.

Το βρίσκω όμως δύσκολο να καταπιαστώ με κάτι από αυτά, τη στιγμή που δεν διαβλέπω στη ζωή μου προοπτική καμία και δεν βρίσκω νόημα σε τίποτα. Ίσως να ενσαρκώνω όλα τα χαρακτηριστικά του αχρείου όπως λέει αυστηρά ο παππούς μου από τον οποίο δεν κληρονόμησα τίποτα παρά μονάχα το όνομα μου, που κι αυτό μάλιστα θα το διασύρω στο βούρκο της αθλιότητας όπως δείχνουν τα πράγματα. Πως όμως να αποτολμήσω τέτοια μεγαλειώδη αυθάδεια και να αρνηθώ να ικανοποιήσω τις επιθυμίες του πατέρα μου; Κάτι από όσα ζητά θα πρέπει να προσπαθήσω να πράξω κι ας γνωρίζω εκ προοίμιου πως όποιο καθήκον κι αν αναλάβω θα το διεκπεραιώσω ελλιπέστατα, φανερώνοντας περίτρανα την ανεπάρκεια μου. Αφού όμως μια ολόκληρη οικογένεια έχει επενδύσει εμμανώς στην λαμπρή μου σταδιοδρομία, πρέπει με κάποιο τρόπο κι εγώ να αποδείξω την αξία μου, διαφορετικά θα καταστήσω φρούδους τους πολυετείς κόπους του πατέρα μου. Θα μου πείτε, τόσο απαιτητικά είναι αυτά που ζητούν από μένα; Όχι, για απλές καθημερινές εργασίες πρόκειται αλλά όλως παραδόξως αισθάνομαι πως το πτυχίο, το μεταπτυχιακό, οι τρεις ξένες γλώσσες και όλα τα εφόδια μου μετατρέπονται σε βαρίδια κι εγώ υπό το βάρος τους διολισθαίνω στην απραξία.

Παραδομένος στην απραξία νιώθω ανολοκλήρωτος, σαν να μην έχω εκδηλωθεί ακόμη αλλά απλώς να σοβώ. Λες και προετοιμάζομαι μες το κουκούλι μου, σαν την κάμπια που αναπόδραστα θα μετουσιωθεί σε πεταλούδα. Το δικό μου μέλλον όμως δεν φαντάζει και τόσο ευοίωνο. Μέσα στην σήψη και τη συναισθηματική καταστολή νιώθω περισσότερο σαν μια προς αφανισμό ύπαρξη παρά σαν μια μελλοντική πεταλούδα. Το κουκούλι αρχίζει να ζαρώνει και να τυλίγεται γύρω μου σαν σάβανο. Κι εγώ αποσυντίθεμαι μέσα του διατηρώντας μια διαρκώς αναβαλλόμενη να εκπληρωθεί προσδοκία αυτοβελτίωσης. Είμαι πλέον αναντίρρητα ένα υποκείμενο οριστικά και αμετάκλητα καταδικαστέο. Ένας δυστυχής πλάνητας που ακολούθησε απαρέγκλιτα το μονοπάτι που άλλοι χάραξαν για αυτόν, επειδή είχε πειστεί ότι έτσι το μέλλον του θα είναι στρωμένο με ροδοπέταλα. Κι όταν τελικά η υπόσχεση αυτή διαψεύστηκε καταλόγισε στον εαυτό του την ευθύνη και έκτοτε επιδίδεται σε ανηλεή αυτοβασανισμό για να εξιλεωθεί.

Υπάρχει πάντα βέβαια και η δοκιμασμένη επιλογή του να αδιαφορήσει κανείς απέναντι στους εσωτερικούς του κλυδωνισμούς. Αλλά τελευταία νιώθω το χρέος να συνευρίσκομαι όποτε μπορώ με τον εαυτό μου και όχι να τον αποδιώχνω με τις αμέτρητες τεχνικές που μέχρι σήμερα έχω αναπτύξει. Προς αυτήν την κατεύθυνση, της ανακαλύψεως του εαυτού μου δηλαδή, κινούνταν και η απόφαση που κόντεψα να πάρω πριν μερικούς μήνες, να φύγω στο εξωτερικό. Ούτε ο πρώτος θα ήμουν άλλωστε, ούτε ο τελευταίος. Ο τόπος αυτός είναι πλέον διαποτισμένος από ανεξίτηλη θλίψη και ίσως πρέπει να αποδημήσουμε όλοι μας για να λυτρωθούμε ή για να διαδώσουμε χαιρέκακα την ενδημική μας κατάθλιψη. Όταν ανακοίνωσα όμως στην οικογένεια μου ότι σκοπεύω να μεταναστεύσω για να αναζητήσω την τύχη μου, απάντησαν εν χορό με ένα κατηγορηματικό όχι και έσπευσαν σύσσωμοι να με αποτρέψουν. Εγώ, φυσικά, συμμορφώθηκα με τις επιθυμίες τους αλλά ακόμη κι αυτό κατέληξαν να μου το καταλογίσουν ως ατολμία και διαρκώς να μου υπενθυμίζουν πόσο εξαιρετικά τα κατάφερε ο θείος Τρύφωνας που έφυγε στην Αυστραλία και μεγαλούργησε.

“Όποιος δείξει επινοητικότητα, ευρεσιτεχνία και τόλμη μπορεί να τα καταφέρει και εδώ”, υποστηρίζει ο πατέρας μου. Ο οποίος διατείνεται πως όποιος έχει όρεξη για δουλειά θα προκόψει αδιαμφισβήτητα. Βέβαια, αυτός είναι μεγαλοδικηγόρος που κατόρθωσε τις προηγούμενες δεκαετίες να συσσωρεύσει μια διόλου ευκαταφρόνητη περιουσία. Ας πάει όμως να ρωτήσει και τον γείτονα μας τον Τιμολέων, τον πατέρα του Κυριάκου, που δουλεύει στην οικοδομή σαράντα χρόνια και φέτος κινδύνευε να μην έχει ρεύμα στο σπίτι του. Μάλλον αυτός δεν δούλεψε αρκετά στη ζωή του με βάση τα λεγόμενα του πατέρα μου. Όσο για μένα, δεν λέω πως μου ζητάει κανείς να δουλέψω ως οικοδόμος αλλά θα μπορούσα τουλάχιστον να κλαδέψω αυτές τις ρημάδες τις πορτοκαλιές για να μην δίνω δικαιώματα στους γείτονες να μας σχολιάζουν. Οι πορτοκαλιές όμως φαίνεται να έχουν αποκτήσει στο μυαλό μου μια σχεδόν απόκοσμη υπόσταση και κάτι πάνω τους με αποτρέπει από το να τις πλησιάσω. Ίσως να βλέπω στη περιποίηση τους κάτι το κοινό με τη πρόνοια και τη φροντίδα που απαιτεί η ζωή για να καρποφορήσει στο μέλλον. Ίσως μου δίνουν την εντύπωση πως συγκροτούν μια απροσδιόριστη συλλογική οντότητα από την οποία εγώ νιώθω ξεκομμένος και σε αυτή την αίσθηση της απομόνωσης έγκειται νομίζω και η ειδοποιός διάφορα που έχω σε συνειδησιακό επίπεδο με το Κυριάκο. Αυτός δε φαίνεται να καταλογίζει στον εαυτό του ευθύνες για τις αντιξοότητες που αντιμετωπίζει με αποτέλεσμα να αναζητά στο συνδικαλισμό και την πολιτική τη διέξοδο από τα προβλήματα του, ενώ εγώ γυρεύω χιμαιρικά κάποιου είδους εσωτερική λύτρωση. Αυτό τον καθιστά ικανό να συνδεθεί με αμέτρητους άλλους και να βρει χιλιάδες φωνές για να κραυγάσει το δίκιο του. Εγώ αντίθετα μετατρέπομαι σε μοναστική ύπαρξη και σταδιακά αφανίζομαι. Αυτός δεν έχει παρά να στραφεί ενάντια στην κοινωνία στοχεύοντας την πιο θεμελιώδη αποτυχία της, αλλά εγώ στοχοποιώ τις αδυναμίες μου και στρέφομαι ενάντια στον εαυτό μου βεβαρημένος από το αίσθημα μιας εσωτερικής ανικανότητας.

Αμφιταλαντεύομαι, κινούμαι στο μεταίχμιο ανάμεσα στην ωμή αναγνώριση της θλιβερής μου κατάστασης και στην απόλυτη άρνηση. Αυτή η διφορούμενη στάση δημιουργεί μια αίσθηση διανοητικού διχασμού και συνειδησιακής ακροβασίας. Ίσως να με συμπαρασύρει και έμενα η περιρρέουσα αίσθηση απογοήτευσης που έχει καταπλακώσει τους πάντες. Μια απογοήτευση που ανδρώνεται μέσα στις σημερινές αντιξοότητες αλλά αντλεί αγόγγυστα και πυρομαχικά από τα απωθημένα της παιδικής ηλικίας που αναβιώνουν διαρκώς στις καθημερινές μας αποτυχίες. Προσμένω λοιπόν, μην έχοντας κάτι άλλο να κάνω και προσδοκώ να ανακάμψει η οικονομία. Μέχρι τότε σταθερά θα αναχαιτίζω την πηγαία μου ανάγκη για μια καλύτερη ζωή. Θα αναμένω να εκπληρωθούν οι προϋποθέσεις, ώστε να δικαιωθούν οι θυσίες των δικών μου κι εγώ να αναδειχθώ σε αυτόν που έμελλε να γίνω. Μέχρι τότε όμως αυτό το αναθεματισμένο αίσθημα της ανεπάρκειας με αναγκάζει διαρκώς να επανεφευρίσκω τον εαυτό μου και μάλιστα να το διατρανώνω αυτό στους πάντες.

Σε όποια πτυχή του εαυτού μου όμως κι αν εστιάζω, η αλήθεια είναι πως διαπιστώνω ότι δεν τρέφω και ιδιαίτερη εκτίμηση προς το άτομο μου. Και δυστυχώς, μόλις κάποιος σχηματίσει μια συγκεκριμένη εικόνα για τον εαυτό του είναι ευκολότερο να μετακινήσει βουνά παρά να κλονίσει τα θεμέλια αυτής της εικόνας. Δεν βαυκαλίζομαι, το γνωρίζω καλά πως αυτά τα συναισθήματα δεν συνάδουν με την ηλικία μου. Ίσως μάλιστα εκεί να βρίσκεται και η ουσία του προβλήματος, στην συνειδησιακή ανωριμότητα δηλαδή. Όποτε όμως προσπαθώ να εντοπίσω τις αιτίες της ανωριμότητας μου καταλήγω να αισθάνομαι πως ολάκερος ο κόσμος είναι φτιαγμένος με τέτοιο τρόπο που να μην μου επιτρέπει να ολοκληρωθώ.

Στις σημερινές συνθήκες, ακόμη κι αν καταφέρω να βρω εργασία, ο μισθός δεν θα επαρκεί για να ανεξαρτητοποιηθώ πλήρως. Θα παραμένω λοιπόν δέσμιος και θα συντηρούμαι παρασιτικά από το οικογενειακό εισόδημα, επιφορτισμένος ακόμη με το καθήκον να φροντίζω τις αναθεματισμένες πορτοκαλιές. Θα μου πείτε τόσο αφόρητα δυσμενής θα είναι η θέση μου αυτή ή μήπως θα είμαι ο μόνος νέος που θα αδυνατεί να στηριχθεί στα πόδια του; Όχι, σε καμία περίπτωση δεν θα αποτελώ κάποια αξιολύπητη εξαίρεση αλλά νομίζω πως δεν προέρχεται από εκεί η δυσανασχέτηση μου. Αισθάνομαι πως αυτό που υπονομεύει την αυτοπεποίθηση μου είναι μια διαφορετικού είδους εξάρτηση. Ίσως να προέρχεται από την μαλθακότητα μου κι από την ευκολία με την οποία επιτρέπω στις συνθήκες να με σμιλεύουν. Ακόμη και στην πιο φευγαλέα σκέψη αντίστασης απέναντι στα πράγματα όμως διαπιστώνω απευθείας μια ήπια καταβολή των δυνάμεων μου και μια κάμψη της ενεργητικότητας μου. Επανέρχομαι με ανακούφιση στη θέση μου λοιπόν και ξεχνώ αμέσως την παρ' ολίγον αποδρομή μου.

Αν τύχει βέβαια και πραγματοποιήσω κάποια εκτενή πολιτική συζήτηση με τον πατέρας μου, η αλήθεια είναι πως θα σπεύσει να μου αναγνωρίσει αρκετά ελαφρυντικά. Θα εξαπολύσει μύδρους εναντίον των διεφθαρμένων πολιτικών και του υπερδιογκωμένου δημοσίου. Θα στηλιτεύσει την τεμπελιά και τη φαυλότητα των Νεοελλήνων και θα διαμαρτυρηθεί για τις ανεξέλεγκτες εισροές των μεταναστών στη χώρα μας. Για όλα αυτά τα ζητήματα δεν ευθύνομαι εγώ σε καμία περίπτωση, μοιάζουν να αποτελούν όμως παράγοντες ελάσσονος σημασίας. Πάντα από την ανάλυση του θα ξεγλιστρούν οι βαθύτεροι λόγοι, πάντοτε θα του διαφεύγει η αποχρώσα αιτία. Τα συμπτώματα της φτωχοποίησης του λαού μας πρόδηλα και αντιληπτά αλλά οι αιτίες ασύλληπτες. Σπανιότατα, και μάλιστα με την εντύπωση ότι μπήγει το μαχαίρι μέχρι το κόκαλο, ο πατέρας μου θα υποστηρίξει πως η δήμευση του λαϊκού εισοδήματος μέσω της επαχθούς φορολογίας και στη συνέχεια η ολική εκποίηση της δημοσίας περιουσίας σε ιδιώτες ήταν οι λόγοι που οδήγησαν στη χρεοκοπία μας. Δηλαδή θα επισημάνει την εις διπλούν καταλήστευση της λαϊκής περιουσίας από τις τράπεζες και τους κεφαλαιοκράτες με την αγαστή πάντα συνεργασία του κράτους. Ακόμη κι αυτό όμως δεν ηχεί στα αυτιά παρά ως σύμπτωμα και δυστυχώς η άγνοια των πραγματικών αιτιών είναι που κυρίως μας καθιστά θύματα της ακατανόμαστης δυστυχίας και της αδάμαστης θλίψης που μας κατακλύζει.

Βασικότατο αποτέλεσμα αυτής της άγνοιας είναι μια ανυπόφορη αίσθηση πολιτικής αδυναμίας. Αυτή η απώλεια δυνάμεων στερεί από τους πάντες την ικανότητα να αξιολογήσουν κριτικά τα γεγονότα και επιτείνει τον πανικό μας. Έναν πανικό που στη διασπορά του μοιάζουν να συνεπικουρούν τα πάντα, από τα δελτία ειδήσεων μέχρι και τα καιρικά φαινόμενα. Ελάχιστοι παραμένουν απρόσβλητοι από το διαδιδόμενο αυτό πανικό και δεν γνωρίζω αν επαρκούν για να ταρακουνήσουν εμάς που παραμένουμε ανήμποροι να καρτερούμε την επικείμενη καταστροφή. Τρέφοντας συνάμα μέσα μας μια αμυδρή αθέμιτη ελπίδα πως ίσως και η καταιγίδα μας προσπεράσει, πως ίσως και η μοίρα μας λυπηθεί. Με φρούδες ελπίδες όμως και στείρα αφοριστική κριτική δεν δύνανται μέσα στη σημερινή ατμόσφαιρα της αποπνικτικής καταχνιάς να ανθοφορήσουν ποτέ οι πορτοκαλιές.

Θα περιμένω να καλυτερέψουν τα πράγματα λοιπόν, αυτό επιτάσσει η σωφροσύνη άλλωστε. Θα το κάνω επειδή έχω την ευχέρεια και την πολυτέλεια να περιμένω, ευελπιστώντας σε ένα καλύτερο μέλλον ακόμη κι όταν αυτό δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα. Ο Κυριάκος, ο γιος του Τιμολέωντα, είναι αντίθετα αναγκασμένος να κάνει δυο και τρεις χαμαλοδουλειές αλλά και να βοηθά τον πατέρα του στην οικοδομή όταν αυτός βρίσκει μεροκάματο. Ανάγκα και οι θεοί πείθονται υποθέτω. Ο Κυριάκος μοιάζει να είναι ταξικά καταδικασμένος να προβεί σε αυτές τις ενέργειες ενώ εγώ βρίσκομαι αδιαμφισβήτητα σε πλεονεκτικότερη θέση. Παρόλα αυτά όμως, όταν τον αντικρίζω με κατακλύζουν συναισθήματα αναξιότητας και μειονεξίας. Μερικές φορές μάλιστα ομολογώ πως τον ζηλεύω, ιδιαίτερα όταν τον βλέπω ικανό να συναναστρέφεται φιλικά με το πατέρα του. Εγώ το μόνο που μπορώ να κατορθώσω είναι περιοδικά να εξευμενίζω τον δικό μου, επιτελώντας ενίοτε κάποια από τα άχαρα καθήκοντα μου. Φοβάμαι όμως πως η φροντίδα των πορτοκαλιών με τους ρυτιδιασμένους κορμούς και τα χρυσοπράσινα φύλλα δεν είναι μια αποστολή που μπορώ να φέρω εις πέρας. Αυτά τα δέντρα μολονότι αναφύονται μέσα απ' το χώμα, ύστερα ρηγματώνονται από αυτό και στέκουν αυθύπαρκτα. Παρά τους τίτλους ιδιοκτησίας που με συνδέουν με αυτά, δεν δύνανται να ευδοκιμήσουν κάτω από τη δική μου φροντίδα.


Βιογραφικό

Ο Κων/νος Λίχνος γεννήθηκε στον Αστακό Αιτ/νίας. Είναι Πτυχιούχος Μηχανικός Πληροφορικής & Επικοινωνιών. Διατηρεί το μπλόκ Επίκουρος, αρθρογραφεί σε ηλεκτρονικά έντυπα (λογοτεχνικά και πολιτικά), είναι συνεργάτης των εκδόσεων Κεφαλος και μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού Texnesonline.gr.

Με την λογοτεχνία ασχολήθηκε από την εφηβεία του και διακρίθηκε σε πολυάριθμους πανελλαδικούς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, ενώ δοκίμια και διηγήματά του δημοσιεύτηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικά καθώς και σε λογοτεχνικά ιστολόγια του διαδικτύου. Διηγήματά του έχουν εκδοθεί σε συλλογικά έργα από τον εκδοτικό οίκο Σύγχρονη εποχή και Άπαρσις.
Θεωρεί την λογοτεχνία και την τέχνη γενικότερα, ως πράξη πολιτική. Ως προσπάθεια αποκάλυψης της κοινωνικής πραγματικότητας και παρέμβασης στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Ένα μέσο για τον εξανθρωπισμό της ζωής των ανθρώπων.
Το Διήγημα του “Οι πορτοκαλιές” εκδόθηκε το 2018 από τον Εκδοτικό οίκο Σύγχρονη εποχή και το διήγημά του «Επιδημική κρίση» εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Άπαρσις το 2019 στο συλλογικό έργο “Διηγήματα του εγκλεισμού”.
Κέρδισε το 1ο βραβείο για το δοκίμιο του “Περί λογοτεχνικής κριτικής και δοκιμιογραφίας” στον 20ο πανελλαδικό λογοτεχνικό διαγωνισμό της Ε.Τ.Ε.Π.Κ, ενώ για το ίδιο έργο του απέσπασε το δεύτερο βραβείο στον πανελλαδικό διαγωνισμό του λογοτεχνικού περιοδικού Κέφαλος. Το 2ο βραβείο κέρδισε και στον 20ο Πανελλαδικό διαγωνισμό της Ε.Τ.Ε.Π.Κ για το παραμύθι του “Ο μικρός Κάστορας”.

Το 2018 απέσπασε για το διήγημα του “Οι πορτοκαλιές” Γ’ βραβείο διηγήματος στον 8ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό που διεξήγαγε η Πνευματική Συντροφιά Λεμεσού 2018 καθώς και το Γ’ βραβείο διηγήματος στο Διαγωνισμό Λογοτεχνικού Έργου που προκήρυξε η ΚΕ του ΚΚΕ το 2018, με αφορμή τα 100 χρόνια του ΚΚΕ.
Το 2019 πέτυχε συνολικά 10 πανελλαδικές διακρίσεις στις κατηγορίες του Δοκιμίου και του Διηγήματος. Το Δοκίμιο του “Ο ρεαλισμός του εξωπραγματικού” κέρδισε το Α’ βραβείο Δοκιμίου στον Παγκόσμιο λογοτεχνικό διαγωνισμό του ΕΠΟΚ , Α’ βραβείο Δοκιμίου στον 19ο λογοτεχνικό διαγωνισμό της Εταιρείας Τεχνών Επιστήμης και Πολιτισμού Κερατσινίου (Ε.Τ.Ε.Π.Κ.) καθώς και έπαινο στον ΛΕ´ Λογοτεχνικό Διαγωνισμό από το Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσός και έπαινο στον 38ο Πανελλήνιο λογοτεχνικό διαγωνισμό της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών.
Το διήγημα του “Νόστος” απέσπασε Έπαινο στην κατηγορία του Διηγήματος στον Παγκόσμιο λογοτεχνικό διαγωνισμό του ΕΠΟΚ καθώς και στον 9ο πανελλαδικό διαγωνισμό που προκηρύχτηκε απο την Πνευματική Συντροφιά Λεμεσού. Το 1ο βραβείο κέρδισε και στην μεγάλη κατηγορία του μυθιστορήματος ενήλικων στον 2ο πανελλαδικό διαγωνισμό Πεζογραφίας Κέφαλος για το μυθιστόρημα του WWW.Dialogos.gr.
Για το σύνολο των διακρίσεων, το έργο και την ενεργή του παρουσία στα γράμματα, στη διανόηση και στη σύγχρονη πνευματική δραστηριότητα, το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλλονιάς του απένειμε το ειδικό «Βραβείο Πεζογραφίας ”Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης”.









ΛΙΑ ΣΙΩΜΟΥ "Μετά Διακόσια Χρόνια!"



Πες μου, τι βλέπεις τώρα εδώ
σ᾽ αυτή τη γη, τη γη
την ποτισμένη αίμα;
Μη και ακούς μες᾽ την σιγή
θρήνο των γυναικών στο κοιμητήρι;
Μη και ποδοβολητά, και λάμψη μη γροικάς
Απ᾽ άρματα κι από σπαθιών την κόψη;
Μη και λυγμούς, μη και φωνές
Παιδιών χαμένων στα βουνά
χαμένων στα λαγκάδια;
Τον πόνο τους μη νιώθεις;

Όχι μου λες,
Ειρήνη τώρα στις πλαγιές
Τους κάμπους ντύνει ο ήλιος
Κι η κόρη που αγάπησες
Δες᾽ τηνε τώρα πως γυρνά
σε ανθισμένη γη, της άνοιξης την γη
Μαγιού στεφάνι στα μαλλιά της
Και σπέρνει στάχυα στους αγρούς
Χτίζει φωλιές στα χελιδόνια
Δένει στις βάρκες όνειρα
Να ταξιδέψουν στ´ άστρα

Και οι ψυχές…Ηρώων ψυχές
Με του χαμού σφραγίδα
στα όνειρά τους
θωρούν την κόρη, χαίρονται
ξεχνούν τον πόνο, τις σφαγές
και τους νεκρούς, και τις Θυσίες
και την λατρεύουν, προσκυνούν
χαράς με δάκρυα την ποτίζουν
και την καλούν Ελλάδα

Για την Διακοστήν Επέτειο
της Ελληνικής Επαναστάσεως

Λία Σιώμου
15 Ιουνίου 2021

Φωτογραφία : Έργο του "skitsofrenis"

ΑΝΝΑ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ ΤΣΙΟΥΛΠΑ "Μια οπτασία "


Alla Tsank  art

Η ζωή τα φέρνει όλα μπροστά ή ο νους, φτιάχνοντας και χαλώντας, καταλήγει σε εικόνες αλλοτινές ,σε μια οπτασία που σε συνεπαίρνει;

Κι εγώ περπατώ ξανά στο ερημωμένο πλακόστρωτο ,λίγα μέτρα από τη θάλασσα και γύρω μου στοιχειώνουν θαρρώ, εκείνοι οι καιροί με τις πολλές ωραίες εικόνες, με τα ωραία πράσινα πάρκα, με τις πανέμορφες μονοκατοικίες και με τους ανθρώπους.

Κάθισα στο πρώτο φθαρμένο παγκάκι. Αισθάνθηκα άβολα.

Μέσα στην ερημιά και την απογύμνωση, μέσα στη μυρωδιά που αποπνέει το καυτό τσιμέντο, δεν μπορείς να καθίσεις παραπάνω από λίγα λεπτά ,όσο να ανακουφιστείς από την κούραση.

Προχώρησα προς το άλσος. Ευτυχώς, τώρα το παγκάκι στη σκιά, με δέχτηκε ευχάριστα. Μόνο του και μόνη μου. Απίθωσα στα γόνατα το βιβλίο, ένα από αυτά τα μυθιστορήματα, που σε ταξιδεύουν ανάμεσα σε εκείνα και σε τούτα τα χρόνια, που ο συγγραφέας του, εντέχνως προσπαθεί να ερμηνεύσει παλιές και νέες συμπεριφορές, οι οποίες όμως δεν μπορεί παρά να συγκρούονται.

Ξεκουράστηκα και το δροσερό μαϊστράλι ,μ' έκανε να ανοίξω τη σελίδα όπου σταμάτησα, για να σταματήσω ξανά λίγο πιο κάτω, όταν άρχισαν να εμπλέκονται ζωές ,αισθήματα, ο φόβος της αποτυχίας, η επιθετικότητα, η μοναξιά.

Καθώς το έκλεινα, μια μέλισσα κάθισε στο ωραίο άνθος, της μιας και μοναδικής Αλθαίας. Έβγαζε ένα βόμβο ικανό να με κάνει να την παρατηρήσω. Εκεί αφέθηκα στην απόλαυση της στιγμής.Κι όταν σήκωσα τα μάτια «είδα» τις κυρίες που έβγαιναν τα απογεύματα στο πεζοδρόμιο με τα καρεκλάκια τους για να κουβεντιάσουν, να αστειευτούν εκεί, μεταξύ καφέ και γλυκού του κουταλιού. Και η υδροφόρα περνούσε να υγράνει το χώμα του μεσημεριού ,να κατακάτσει η σκόνη, να έρθει η μυρωδιά της νοτισμένης γης, μαζί με εκείνη της γαζίας και να θες πραγματικά να ζήσεις την απόλαυση.

Ποτέ και πουθενά δεν βρίσκω εκείνο τον αέρα της νιότης μου. Παντού τσιμέντο και πολυκατοικίες, Παντού σιδερόφρακτες είσοδοι και κλειδαμπαρωμένες αυλές.

Πού πήγαν οι δεντροστοιχίες, η γειτονιά και προπαντός οι γείτονες! Πού πήγαν τα όμορφα παρτέρια, και αργότερα, τα ωραία καφέ της πλατείας, που όσο έπεφτε ο ήλιος τόσο ανέβαινε η κίνηση.

Πού πήγαν τα ταπεινά γεροντάκια, τα ζευγαράκια των ηλικιωμένων που απολάμβαναν τη «σεράνο» τους στο ζαχαροπλαστείο και πού πήγαν τα ζαχαροπλαστεία!

Στοιχειώνουν όλα τώρα μέσα μου, από την έντονη ανάγκη να ζήσω το τότε ,τις εικόνες τις μοναδικές, που σου πρόσφεραν ομορφιά,ηρεμία,απόλαυση.

Έτσι τώρα, θαρρώ βλέπω τον κύριο Γιάννη, να βγαίνει βόλτα με την καλοδιατηρημένη κυρία του, η οποία στο δεξί χέρι κρατούσε την τριγωνική γυαλιστερή άσπρη τσάντα και το αριστερό περασμένο στο, λυγισμένο στον αγκώνα, χέρι του .

Και ναι ,από εικόνα σε εικόνα θα ακολουθήσω το ρεύμα της καθόδου για να παρατηρήσω τις παρέες να συζητούν κάτω από το φωτεινό βλέμμα του φάρου που δείχνει το παρόν του, κυρίως το βράδυ μέχρι πέρα στο Θρακικό, στη Σαμοθράκη.

Παραδίπλα, ακούω το μοιρολόι του ποταμιού, που σκεπάστηκε απ’ άκρου εις άκρον, χάριν της ανάπτυξης, όπου βουβάθηκαν τα βατράχια και χάθηκε κάθε μορφή χλωρίδας και πανίδας .

Τώρα, μπροστά μου ένας κύριος, γύρω στα εβδομήντα, γυμνάζεται έντονα στα όργανα που έχει τοποθετήσει ο δήμος. Ιδροκοπά. Παλεύει να ζήσει όπως έλεγε η γιαγιά μου. Αλλά πού είναι οι άλλοι; Μόνοςτου. Φαίνεται σαν να ξεκλέβει χρόνο από κάποια υπηρεσία, που θα του έχει ανατεθεί. Εγγόνια να τα πω; Δεν ξέρω. Πού πήγαν τα καλοντυμένα ζευγάρια, που βολτάριζαν στην παραλία ,στη λεωφόρο. Πάει και η λεωφόρος δεν απόμεινε παρά ένας δρόμος που εξυπηρετεί αλλά δεν συγκινεί πλέον, με τις τόσες παρεμβάσεις.

Δρόσισε αρκετά. Έφυγε ο κύριος ,πέταξε και η μέλισσα φορτωμένη γύρη. Κι εγώ μετά την οπτασία πρέπει να επιστρέψω στο κλουβί μου.

Στο σπίτι μου εννοώ. Θα μπω, θα κλειδαμπαρώσω ,θα ανάψω και κανένα εξωτερικό φως ,θα καθίσω στον καναπέ-τι να λέει άραγε κι αυτός- θα ανοίξω την τηλεόραση και θα ακούω ώρες ποιος σκότωσε, ποιος παρενόχλησε, ποιος έκλεψε ,ποιος έφερε τα πάνω κάτω.

Δεν θα ακούσω τίποτα ευχάριστο, ούτε καν για καμιά αύξηση. Κι αν ακούσω, από την άλλη θα μου βάζουν το μαχαίρι στο λαιμό: ή μεταβιβάζεις το ακίνητό σου ή πληρώνεις!

Κάθε μέρα πληρώνω σε χρήμα ,σε φόβο, σε παράξενες συμπεριφορές, σε κίνδυνο και κινδυνολογίες σε αισθήματα, σε αποστασιοποίηση, σε ερήμωση, σε υπανάπτυξη ,σε μοναξιά.

Και πάλι ,ας έχω τα μάτια ανοιχτά και στην καρδιά αγάπη

Κι ας με πληγώνουν γύρω μου τα μίση και τα πάθη!

Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά
Φιλόλογος,συγγραφέας,ποιήτρια,κριτικός,πολιτευτής