ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

 Δος μου τα χέρια σου να κρατήσω τη ζωή μου.

Τάσος Λειβαδίτης

The Creation of Adam (λεπτομέρεια) , 1511-12, Michelangelo

Νικηφόρος Βρεττάκος - Τα τρύπια χέρια

«Εγώ δε έχω να σου δώσω τίποτα» είπες.
«Τίποτα, είναι τρύπια τα χέρια μου»
Ενώ
τον ουρανό που ήταν πάνω μου εσύ μου τον έφερνες.
Κ’ η πολιτεία ήταν όμορφη εκείνο το βράδυ.
Κι όλα είχαν όψη τρυφερή και ήρεμη. Κ’ η βροχή
σαν ένα διάφανο έπεφτε φως’ αραιή, απαλή,
σα καλοσύνη σε λουλούδια. Βαθιά στην καρδιά μου
σιγοψιχάλιζε ένα φως σαν στριμμένο μετάξι.
Μα περπατούσαμε σιγά στο δρόμο, γιατί εσύ,
κρατούσες κάτι σαν γρανίτη ή βαρύ φως. Γιατ’ είχες
εσύ τα χέρια σου γιομάτα. Τόσο, που
μόλις εσήκωνες το βάρος. Μόλις που μπορούσες
να ορίζεις το βήμα σου.
Γιατ’ είχες τα χέρια σου
φορτωμένα με πέτρες κομμένες απ’ το
λατομείο του ήλιου.
Απ’ αύριο
θ’ αρχίζω να χτίζω.

https://elenahalivelaki.wordpress.com/

Praying Hands, 1508, Albrecht Durer

Μιχάλης Γκανάς - Τα χέρια

Κοιτάζει τα χέρια της. Πώς έγιναν έτσι; Πού βρέθηκαν τόσες φλέβες, τόσες ελιές και σημάδια, τόσες ρυτίδες στα χέρια της;

Εβδομήντα χρόνια τα κουβαλάει μαζί της και ποτέ δεν γύρισε να τα κοιτάξει. Ούτε τότε που ήταν χλωρά, ούτε που μέστωσαν, ούτε που μαράθηκαν, ώσπου ξεράθηκαν.

Όλα αυτά τα χρόνια η έγνοια της ήταν αλλού, όχι στα χέρια της: μην κοπεί, μην καεί, μην τρυπηθεί, μην το παρακάνει το βράδυ με τον άντρα της –όποτε τύχαινε, μια στις τόσες– κι ακούσει πάλι τα λόγια του, καρφί στην καρδιά της “πού τα ‘μαθες αυτά μω γυναίκα;”

Κοιτάζει τα χέρια της σαν να τα βλέπει πρώτη φορά. Ξένα της φαίνονται, καθώς κάθονται άνεργα πάνω στη μαύρη ποδιά της, σαν προσφυγάκια. Έτσι της έρχεται να τα χαϊδέψει.

Και τι δεν τράβηξαν αυτά τα χεράκια, στα κρύα και στα λιοπύρια, στη φωτιά, στα νερά, στα χώματα, στα κάτουρα και στα σκατά. Πέντε χρόνια κατάκοιτη η πεθερά της, αλύχτησε ώσπου να της βγει η ψυχή.

Κοιτάζει πάλι τα χέρια της. Τι θα τα κάνει; Να τα κρύψει κάτω από την ποδιά της να μην τα βλέπει, να τα χώσει στην περούκα της διπλανής, που κοιμάται με το κεφάλι γουλί, να τα βάλει στις μάλλινες κάλτσες που της έφερε ο γιος της μόλις του ‘πε ότι κρυώνει εδώ στο γηροκομείο που την έριξε η μοίρα της; Τόσα χρόνια δεν γύρισε να τα κοιτάξει και τώρα δεν μπορεί να πάρει τα μάτια της από πάνω τους. Κι όταν δεν τα κοιτάει ή κάνει πως δεν τα κοιτάει, την κοιτάνε αυτά.

Άνεργα χέρια, τι περιμένεις, αφού δεν έχουν δουλειά κάθονται και κοιτάνε. Δεν είναι που κοιτάνε, άσ’ τα να κοιτάνε, είναι που κοιτάνε σαν να θέλουνε κάτι. Ξέρει τι θέλουν: να τα χαϊδέψει.

Δεν θα τους κάνει τη χάρη. Ντρέπεται, γριά γυναίκα, να χαϊδεύεται στα καλά καθούμενα.

Τα κοιτάζει κλεφτά και βλέπει μια σκουριά από καφέ στο δεξί. Σηκώνεται και πάει στο μπάνιο, πιάνει το μοσχοσάπουνο και πλένει τα χέρια της. Τα πλένει, τα ξαναπλένει, δεν λέει ν’ αφήσει το σαπούνι, της αρέσει έτσι που γλιστρούν απαλά, το ένα μέσα στο άλλο, “κοίτα”, λέει, “που μ’ έβαλαν να τα χαϊδέψω θέλοντας και μη, τα σκασμένα” και γελάει από μέσα της που δεν την κοιτάνε τώρα όπως πριν, χαμένα μέσα στους αφρούς και τα χάδια, σαν να ‘χουν κλείσει τα μάτια, μην τους πάει σαπούνι και τα πάρουν τα δάκρυα.


Mona Lisa (λεπτομέρεια), 1508, Leonardo da Vinci


Νάνσυ Δανέλη - Μικρή πριγκίπισσα.

΄Ακουγε τη βροχή να ψιθυρίζει
το μελαγχολικό της τραγούδι
κι όλο κοίταζε τα χέρια της
δυο φύλλα φθινοπωρινά.
Τα δάχτυλά της δέκα μαριονέτες
υποταγμένες

από τότε που την πέταξαν έξω
από τον παιδικό κήπο.
Πάγωνε στην αυλόπορτα.
Μικρή μου πριγκίπισσα, γιατί δεν μπαίνεις;
Της είχε πει ένας περαστικός.
Άγγελος θα ΄ταν, μάλλον βιαστικός
-τόσα παιδιά στον κόσμο-.
Μόλις που πρόλαβε να δει
κάτι φτερά που άνοιγαν
κι ένα σύννεφο σκόνη.
Ούτε πριγκίπισσα, ούτε μικρή ξανάνιωσε ποτέ.
Μου πήρανε τα χέρια μου.
ήθελε να του πει.

Δεν είπε τίποτα ποτέ και σε κανέναν.
Απόμεινε έξω
μέχρι που ξέχασε
πως μέσα υπήρχε κήπος.
Απόψε κοιτάζοντας
εκείνα τα κίτρινα φύλλα
που είχαν φυτρώσει στη θέση των χεριών
θυμήθηκε.
Ήξερε τώρα γιατί σε κάθε χάδι
τόσο βαθιά πονούσαν.



A Show of Hands Day 197 photograph by Scott Norris


Robert Desnos - Χέρια

“Χέρι μαυρισμένο απ’ το μελάνι του θλιβερού μαθητή
Χέρι κόκκινο πάνω στον τοίχο απ’ την κάμαρα του εγκλήματος
Χέρι χλωμό της πεθαμένης
Χέρια που βαστούν ένα μαχαίρι ή ένα ρεβόλβερ.
Χέρια ανοιχτά
Χέρια κλειστά
Χέρια τιποτένια που βαστούν έναν κοντυλοφόρο
Ω χέρι μου εσύ επίσης εσύ επίσης
Χέρι μου με τις γραμμές σου κι’ όμως έτσι είναι
Γιατί να σπιλώσω τις μυστηριώδεις γραμμές σου
Γιατί; καλύτερα οι χειροπέδες καλύτερα να σ’ ακρωτηριάσω καλύτερα καλύτερα
Γράψε γράψε γιατί γράφεις ένα γράμμα σ’ εκείνη
κι’ αυτό το βέβηλο μέσο είν’ ένα μέσο να την αγγίξεις
Χέρια που απλώνονται χέρια που προσφέρονται
Υπάρχει μήπως ένα ειλικρινές χέρι αναμεσά τους
Α! δεν τολμώ πια να σφίξω τα χέρια
Χέρια που λένε ψέματα χέρια λιγόψυχα που τα μισώ
Χέρια που ομολογούν και που τρέμουν όταν
Κοιτάζω τα μάτια…
Χέρια χέρια όλο τα χέρια
Ένας άνθρωπος πνίγεται ένα χέρι βγαίνει απ’ τα κύματα
Ένας άνθρωπος φεύγει ένα χέρι κουνιέται
Ένα χέρι συσπάται μια καρδιά υποφέρει
Ένα χέρι σφίγγεται ω θείος θυμός
Ένα χέρι ακόμα ένα χέρι
Ένα χέρι πάνω στον ώμο μου
Ποιος είναι;
Είσαι συ επιτέλους
Είναι πολύ σκοτεινά! τι σκοτάδια!
Δεν ξέρω πια τίνος είναι τα χέρια
Τι θέλουν
Τι λένε
Τα χέρια μας ξεγελούν
Θυμούμαι ακόμα λευκά χέρια μες στο σκοτάδι
Απλωμένα πάνω σ’ ένα τραπέζι, μέσα στην προσμονή
Θυμούμαι χέρια που τ’ αγκάλιασμά τους μου ήταν αγαπητό
Και πια δεν ξέρω
Υπάρχουν πολλοί προδότες πολλοί ψεύτες
Α! ακόμα και το χέρι μου που γράφει
Ένα μαχαίρι! Ένα όπλο! Ένα εργαλείο!
Όλα εκτός απ’ το γράψιμο
Αίμα αίμα
Υπομονή η μέρα αυτή θ’ ανατείλει.”
(μτφ. Tάκης Βαρβιτσιώτης)

(Ανθολογία γαλλικής ποίησης- από τον Μπωντλαίρ ως τις μέρες μας, Καστανιώτης)



Handprints, 1982, Andy Warhol


ΑΘΩΣ ΔΗΜΟΥΛΑΣ

Και φοβᾶμαι ἀκόμη τῶν χεριῶν μου
το ἄγγιγμα στις πέτρες τοῦτες

μην ἐπιτείνει τη φθορά, μην ἐπισπεύδει
τῶν ἐρειπίων την ἐρείπωση.

Φύλλο μελέτης με Seven Hands,1885, Vincent van Gogh


Οδυσσέας Ελύτης - ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ(1971)

Τα δυο μικρά ζώα
τα χέρια μας
Που γύρευαν ν' ανέβουνε κρυφά το ένα στο άλλο

Η γλάστρα με το δροσαχί στις ανοιχτές αυλόπορτες
Και τα κομμάτια οι θάλασσες που ερχόντουσαν μαζί
Πάνω απ' τις ξερολιθιές, πίσω απ' τους φράχτες
Την ανεμώνα που κάθισε στο χέρι σου
Κι έτρεμε τρεις φορές το μωβ τρεις μέρες πάνω από
τους καταρράχτες.
Απόσπασμα.

Drawing Hands, 1948, MC Escher


Οδυσσέας Ελύτης - Ελένη

Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρ
ιΜουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιές
Όλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Εσένα!
Κατά πού θ’ απλώσουμε τα χέρια μας τώρα που δε μας λογαριάζει πια ο καιρός
Κι αν δεν είναι το χέρι σου στο χέρι μας
Κι αν δεν είναι το αίμα μας στις φλέβες των ονείρων σου
Το φως στον άσπιλο ουρανό
Κι η μουσική αθέατη μέσα μας ω! μελαγχολική
Απόσπασμα.

 Will You Trust Me Blonde - Cliff Hawley
Κ. Π. Καβάφης - Επέστρεφε

Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,
αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με—
όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,
κ’ επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα·
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
κ’ αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι.
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται...
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)

Αυτοπροσωπογραφία με επτά δάχτυλα – Marc Chagall


Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη - ΩΤΑΚΌΎΣΤΗΣ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΤΩΝ ΧΕΡΙΩΝ

Αφουγκραζόμουν τα χέρια νέου άνδρα
πόσα με περηφάνια έλεγαν
έλαμπαν κραυγαλέα τη χαρά
Κρατούσε σφιχτά τρόπαιο νίκης
οι φλέβες ποτάμι που φούσκωσε
Δεν τις χωρούσε το δέρμα
έτοιμες άπλωναν φτερά να πετάξουν
Κι ύστερα πώς έγιναν βελούδινα αγγίγματα
χιλιάδες πεταρίσματα στο πρόσωπό της
Όμως στη μνήμη έχουν εγχαραχτεί
εκείνα τα σκούρα τα μαβιά τα τεθλιμμένα
Πριν χρόνια κι ακόμα ακούω το σκοτείνιασμά τους
θρηνούσαν σιωπηλά τον ξαφνικό χαμό αγαπημένης
Και προχθές τι συντριβή -θεέ μου ασύλληπτο–
τα άλλα τα ωχρά τα σταυρωτά σφιχτοδεμένα
Να διαμηνύουν δύσθυμα το άτοπο αναχώρησης
Χρημάτισα ωτακουστής της γλώσσας των χεριών

Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη, “Όλα σιγούν εκκωφαντικά ηχούν ακατάληπτα”, εκδόσεις Ρώμη 2021

Submission in Black - Obey by BDSM love


Αθηνά Κοτσόβολου  - Τα χέρια

(Αφιερωμένο στην Eva Johanos που που διδάσκοντάς μου Αγγλικά μου έμαθε το τραγούδι που ακολουθεί το ποίημα)

Κοίτα αυτά τα χέρια –κεφάλια που μιλούν-
Τα χέρια μου δεν κλαίνε πια
Κι αν τρέμουν
Τα κρύβω μες στις τσέπες μου
Να μη φανούν
Δεν θέλω να προδίδουν
Έκρυψα κάθε τι σημάδι από τα χέρια μου
Έκρυψα κάθε τι σημάδι απ’ τη ζωή μου.
Στο μέτωπο μου δεν υπάρχει πια
Η χαρακιά σκαμμένης γης
Ούτε απ’ τα ρούχα μου
Μπορεί κανείς να καταλάβει
Τίναξα κι απ’ τα ρούχα μου
Της γης τη σκόνη
Και τη θαλασσινή αρμύρα
Απ’ τα μαλλιά μου
Κοίτα αυτά τα χέρια
Κίτρινα είναι απ’ τον καπνό
Μελανωμένα απ’ το μολύβι
Κοίτα αυτά τα χέρια
Μη ψηλαφίζεις άλλο τα χέρια μου
Αν θες να βρεις τα σημάδια μου
Πρέπει πρώτα να βρεις την ψυχή μου
©ΑΘΗΝΑ ΚΟΤΣΟΒΟΛΟΥ


Hands photograph by Antonyus Bunjamin

Το προηγούμενο ποίημα  είναι βασισμένο πάνω στο στίχο των Τalking Heads " Born Under Punches"Songwriters: BYRNE, DAVID/FRANTZ, CHRISTOPHER/WEYMOUTH, TINA/HARRISON, JERRY/ENO, BRIAN PETER GEORGE


Take a look at these hands.
Take a look at these hands.
The hand speaks. the hand of a government man.
Well I'm a tumbler. born under punches.
I'm so thin.

All I want is to breathe I'm too thin
Won't you breathe with me?
Find a little space, so we can move in-between in-between it
And keep on step ahead, of yourself.
Don't you miss it, don't you miss it.
Some 'a you people just about missed it!
Last time to make plans!
Well I'm a tumbler...
I'm a government man.
Never seen anything like that before
Falling bodies tuble 'cross the floor well I'm a tumbler!
When you get to where you wanna be thank you! thank you!
When you get to where you wanna be don't even mention it!
Take a look at these hands. they're passing in-between us.
Take a look at these hands
Take a look at these hands. you don't have to mention it.
No thanks. I'm a government man.
And the heat goes on...and the heat goes on...and the heat goes on...
And the heat goes on...where the hand has been...and the heat goes
On...and the heat goes on...and the heat goes on...and the heat goes
On...and the heat goes on...and the heat goes on...and the heat goes
On...where the hand has been...and the heat goes on...and the heat
Goes on...
I'm not a drowning man!
And I'm not a burning building! (I'm a tumbler!)
Drowning cannot hurt a man!
Fire cannot hurt a man. (not the government man.)
All I want is to breathe thank you. thank you
Won't you breathe with me?
Find a little space...so we move in-between I'm so thin
And keep one step ahead of yourself. I'm catching up with myself
All I want it to breathe
Won't you breathe with me hands of a government man
Find a little space so we move in-between
And keep one step ahead of yourself. don't you miss it! don't you
Miss it!
And the heat goes on...and the heat goes on...and the heat goes on...
And the heat goes on...and the heat goes on...and the heat goes on...
And the heat goes on...and the heat goes on...and the heat goes on...
Where the hands has been...and the heat goes on...and the heat goes
On...and the heat goes on...


Hands photograph by Federico Righi


ΑΡΙΣΤΟΜΕΝΗΣ ΛΑΓΟΥΒΑΡΔΟΣ - Ωδή στα χέρια

Γιατί μαλάσσουν το ψωμί, γράφουν ποιήματα,
παίζουν το βιολί, την κιθάρα, το πιάνο.
Γιατί εκφράζουν όλες τις λέξεις του λεξικού μας
και είναι αυτά που παίρνουν την αρχηγία,
όταν τα μάτια είναι στο σκοτάδι.
Γιατί το έμβρυο με τα χέρια ερευνά το σώμα
της μητέρας πριν έρθει στον κόσμο.
Γιατί τα χέρια όταν είναι στο στόμα συγκρατούν
συγκινήσεις και όταν ενώνονται παρακαλούν για συχώριο.
Γιατί καρφώθηκαν στο ξύλο του Σταυρού.
Γιατί τα χέρια των αγαπημένων είναι πηγή
ζεστασιάς που ζεσταίνει τις κρύες πλαγιές της καρδιάς μας.
Γιατί στολίζουν το φόρεμα της γης μας
με όλα τα δέντρα και άνθη.
Γιατί ποτέ δεν μπορώ να ξεχάσω πως τρέμουν
από το άγχος και από τα νεύρα.
Γιατί γελάνε όταν χειροκροτούν και νευριάζουν
όταν σηκώνονται απειλητικά στον αέρα.
Γιατί και ο δάσκαλος των Κλαζομενών έλεγε ότι
είναι τα χέρια που ξεχωρίζουν τον άνθρωπο από τα ζώα.
Γιατί τα χέρια είναι το φως για έναν τυφλό
αλλά και το φως της σιγουριάς για έναν που βλέπει.
Γιατί με τα χέρια ο άνθρωπος έρχεται σε επαφή
με την σκληράδα της σκέψης.
Γιατί ποτέ δεν κατάλαβα πως δύο άνθρωποι
μπορούν να μιλούν τόσο καλά με τα χέρια.
Γιατί μια θερμή χειραψία από "αληθινά χέρια"
Δεν διαφέρει και πολύ από ένα ποίημα.
Γιατί πολλές φορές ζητάνε το γιατί
και σε μια στιγμή δυστυχίας ικετεύουν βοήθεια.
Γιατί κάποιες στιγμές μαζεύουν σκέψεις,
για να ξανάβρουν χαμένες ελπίδες.
Γιατί στην απόγνωση τρέμουν, ζητάνε
άλλα χέρια και πιάνονται στα αόρατα σύρματα της ελπίδας.
Γιατί τα χέρια χαϊδεύουν, χτυπούν, δημιουργούν και ενώνουν.
Γιατί και ο Αίσωπος μας φωνάζει από το μακρινό παρελθόν:
"Συν Αθηνά και συ χείρα κίνει"!

https://xaralampakisgiannis.blogspot.com/


The Latest Trick.. photograph by Vaclav Kindl

Γιάννης Ποταμιάνος - Απλωμένα χέρια

Εφιάλτης δεν είναι η πέτρα
που τσακίζει τα μυαλά μας
Εφιάλτης είναι η μέρα
που θρυμματίζει τον ονειρόβραχό μας
σε βοτσαλάκια

Εφιάλτης είναι η ίδια πάντα παρακμή
που δεν αφήνει ν’ ανθίσει η ζωή μας
Κι’ ο φόβος
που μας σκορπάει σαν πουλιά

Αλήθεια πως φαίνεται η γύμνια
της ημέρας
σαν βγαίνουν στους δρόμους
οι τρωγλοδύτες με τα καροτσάκια
σαν βγαίνουν επαίτες τα παιδιά
με τ’ απλωμένα χέρια.

Τότε είναι που σκοντάφτει η Ιστορία
στο απάνθρωπο
και πέφτει σαν παλιάλογο, βογκώντας
Τότε είναι που γλύφει τις πληγές του
ο ποιητής
σαν το ψωριάρικο σκυλί
με το σπασμένο πόδι του

Πως αλλιώς αφού μ’ ένα νεύμα
στο φανάρι
σκοτώνεται η ελπίδα ενός πεινασμένου;

Γι’ αυτό όσοι ξέρουν να διαβάζουν
τον καιρό
βλέπουν την καταιγίδα να ‘ρχεται
κεραύνια και βρυσομάνα.

18 Δεκεμβρίου 2011, Γιάννης Ποταμιάνος




Praying -  Dorina Costras

Αρθούρος Ρεμπώ -Τα χέρια της Ζαν Μαρί

Tης Ζαν Μαρί τα χέρια είναι γεροφτιαγμένα
μαυρισμένα από το καλοκαίρι
χέρια χλωμά σαν πεθαμένα.
Το χρώμα αυτό το σκοτεινό
πώς πήρε τέτοιο χέρι;..
Στις λίμνες μήπως πλένοντας του αισθησιασμού;
Το πρόσωπο αγγίζοντας γεμάτου φεγγαριού
που κύλησε στην αγκαλιά του ήρεμου νερού;
Τη ζέστη τάχα ρούφηξε βάρβαρου ουρανού
στη λυπημένη μοναξιά κάποιου μεσημεριού;
Κι έκαψε με τη θέρμη του τα χέρια τα γερά
ακουμπισμένα ήσυχα σε γόνατα κομψά;
Τί χέρια τάχα να ναι αυτά;..
……………………………..
Χέρια που επανάσταση ξέρουν να τραγουδούν
της παρηγόριας προσευχές δε κάθονται να πουν.
Απ΄το λαιμό αν θέλουνε μπορούν να σας αρπάξουν
εσάς αριστοκράτισσες, ευγενικές αστές,
τα τρυφερά τα άκρα σας, λευκά και βυσιννιά
να τα συνθλίψουν μονομιάς σαν τα ξερά κλαδιά,
με τούτες τις παλάμες τους τις τόσο δυνατές
Η καστανή η λάμψη σας, χέρια αγαπημένα,
τ΄αθώα πρόβατα τραβά
Στα δάχτυλά σας τα καρυκευμένα
ρουμπίνι αφήνει ο ήλιος όταν τα κοιτά
Η λαική καταγωγή τα κηλιδώνει, το καφετί τους χρώμα
αμαρτωλό λεκέ απ΄το χθες ζητάει να θυμίσει,
όμως περήφανος επαναστάτης δεν υπάρχει
που αυτά τα χέρια δεν λαχταράει να φιλήσει!
Υπέροχα τα χέρια τούτα, χάρισμα ενός ήλιου με αγάπη φορτωμένου
πάνω στο μπρούτζινο των όπλων χρώμα
του Παρισιού του επαναστατημένου.

http://www.katiousa.gr/


By Hand photograph by Robin Waslander


   Γιάννης Ρίτσος  -  Οι γειτονιές του κόσμου

Ερχόταν πάλι η άνοιξη στις γειτονιές τού κόσμου.
Μεγάλες ειδήσεις χτυπούσαν τα φτερά τους στον ορίζοντα.
Μες απ’ τον θάνατο οι καρδιές χειροκροτούσανε τον ήλιο.
Ήταν πολύς ο θάνατος. Έπρεπε ν’ αγαπιόμαστε πολύ.
«Σύντροφε κράτα μου το χέρι.
Και να με λες σύντροφο, σύντροφε.
Θε μου τι απέραντος που ‘ναι ο κόσμος .
Ω, αλήθεια θα δουλέψουμε πολύ,
θα κουραστούμε,
μπορεί να τσακιστούμε κιόλας». Ο Αλέκος είπε:
«Φτάνει να μου κρατάς το χέρι,
φτάνει να με λες σύντροφο,

και τότες το βράδυ που θα γυρνάμε απ’ τη δουλειά –
φτάνει να μου κρατάς το χέρι,-
και τότες τ’ αστέρια θα ‘ναι κοντά μας και θα γυαλίζουν
όπως τα μπρίκια κι οι κατσαρόλες στην κουζίνα της θειας-Καλής,
εκεί που μαζευόμαστε τις παράνομες Κυριακές μας και κουβεντιάζαμε για το μέλλον,
και τότες τ’ αστέρια θα ‘ναι φιλικά και χαμογελαστά
σαν τα κουμπιά στο μπλουζάκι της συντρόφισσας Μαρίας
κείνο το βράδυ που μας έφερε τα νέα για τη κατάληψη των Μεταλλείων τού Δομοκού απ’ τον ΕΛΑΣ,
και τότες τ’ αστέρια θα ‘ναι δικά μας, θα ‘ναι χαρούμενα και δυνατά
σαν τα πλήκτρα κείνης της γραφομηχανής όπου γράφαμε
το χρονικό τής λευτεριάς τις πρώτες μέρες τής Αντίστασης.
Φτάνει να μου κρατάς το χέρι.
(απόσπασμα)


Hope photograph by Mike Melnotte


Γιάννης Ρίτσος - Πραγματικά χέρια

Αυτός που χάθηκε ανεξήγητα ένα απόγευμα (ίσως
και να τον πήραν) είχε αφήσει στο τραπέζι της κουζίνας
τα μάλλινα γάντια του σα δυο κομμένα χέρια
αναίμακτα, αδιαμαρτύρητα, γαλήνια, ή μάλλον
σαν τα ίδια του τα χέρια, λίγο πρησμένα, γεμισμένα
με το χλιαρόν αέρα μιας πανάρχαιης υπομονής. Εκεί,
ανάμεσα στα χαλαρά, μάλλινα δάχτυλα,
βάζουμε πότε πότε μια φέτα ψωμί, ένα λουλούδι
ή το ποτήρι του κρασιού μας, ξέροντας καθησυχαστικά
ότι στα γάντια τουλάχιστον δεν μπαίνουν χειροπέδες.

https://www.greek-language.gr/

Connect - Jacky Gerritsen

Αργύρης Χιόνης - Χέρια

“Οι άνθρωποι το πιο συχνά
δεν ξέρουν τι να κάνουνε τα χέρια τους
Τα δίνουν – τάχα χαιρετώντας – σ’ άλλους
Τ’ αφήνουνε να κρέμονται σαν αποφύσεις άνευρες
Ή – το χειρότερο – τα ρίχνουνε στις τσέπες τους
και τα ξεχνούνε
Στο μεταξύ ένα σωρό κορμιά μένουν αχάιδευτα
Ένα σωρό ποιήματα άγραφα”
(Από τη συλλογή Λεκτικά τοπία, 1983)

Ροντέν - Το Χέρι του Θεού, 1896(;)

Το Χέρι του Θεού, ένα συμβολικό έργο, στην αίθουσα 6 του μουσείου, παρουσιάζει 2 μορφές να κοιμούνται σε εμβρυακή στάση. Το μαρμάρινο, αυτό, γλυπτό παραπέμπει στην Δημιουργία του ανθρώπου, αλλά και στην ίδια την καλλιτεχνική υπόσταση των χεριών. Ο Ροντέν, επηρεασμένος από την Αναγέννηση ( αναπαραστάσεις του Θεου με τη μορφή χεριού), μας αποκαλύπτει ξεκάθαρα την τάση του να θεωρεί τα χέρια ως αυτόνομη μορφή-ισάξια ή και ανώτερη από όλο το σώμα, με το δικό της συναισθηματικό πλαίσιο, με τη δική της ξεχωριστή κίνηση, με τη δική της τάση για δημιουργία ή την αλλόκοτη επιθυμία για καταστροφή.


Spring prayer, adoring the healing powers of the spring, Tree in hands. Computer painting effect. is a mixed media by Jozef Klopacka


Ντίνος Χριστιανόπουλος - Ενός λεπτού σιγή 

Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας
κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,
έναν ώμο ν’ ακουμπάτε την πίκρα σας,
ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας,
κοκκινίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας,
έστω και μια φορά;
είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή
για τους απεγνωσμένους;

Από τη συλλογή Ανυπεράσπιστος καημός (1960)



Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/











Λιλή Ζωγράφου (17 Ιουνίου 1922 - 2 Οκτωβρίου 1998)

 

Η Λιλή Ζωγράφου (17 Ιουνίου 1922 - 2 Οκτωβρίου 1998) ήταν Ελληνίδα δημοσιογράφος και συγγραφέας. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1950 με τη συλλογή διηγημάτων Αγάπη, για την οποία απέσπασε ενθουσιώδεις κριτικές.
Γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης στις 17 Ιουνίου του 1922, όπου πέρασε τα παιδικά της χρόνια. Κατάγεται απο την Νεάπολη Λασιθίου. Ο πατέρας της ήταν εκδότης εφημερίδας «Ανόρθωση», με ιδιαίτερα φιλελεύθερες ιδέες για την εποχή του και πάθος για τη δημοσιογραφία. Η Λιλή Ζωγράφου φοίτησε στο «Λύκειο Κοραής» και στο «Καθολικό Γυμνάσιο Ουρσουλινών» της Νάξο. Σπούδασε φιλολογία στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής και ενώ ήταν έγκυος, φυλακίστηκε για αντιστασιακή δράση και γέννησε στην φυλακή την θυγατέρα της, μετέπειτα ποιήτρια Ρένα Χατζηδάκη (1943–2003). Μετά την απελευθέρωση, εργάσθηκε ως δημοσιογράφος σε γνωστά περιοδικά και εφημερίδες, ταξιδεύοντας παράλληλα πολύ στην Ευρώπη και στις Ανατολικές χώρες. Την περίοδο 1953–1954 έζησε στο Παρίσι.
Δημοσίευσε μικρά έργα της σε λογοτεχνικά περιοδικά και πρωτοεμφανίστηκε στην βιβλιογραφία το 1949 με την συλλογή από νουβέλες με τίτλο «Αγάπη». 'Εγινε ευρύτερα γνωστή 10 χρόνια αργότερα, με το βιβλίο της για τον Νίκο Καζαντζάκη, «Νίκος Καζαντζάκης, ένας τραγικός». Kατά τη διάρκεια της δικτατορίας (1967–1974) δημοσίευε στο δεκαπενθήμερο περιοδικό ΓΥΝΑΙΚΑ – που απευθυνόταν σε καλλιεργημένες γυναίκες της μέσης τάξεως – άρθρα με ανατρεπτικό και πολιτικά τολμηρό περιεχόμενο που έκρυβαν τον κίνδυνο να εξοργίσουν την στρατιωτική εξουσία. Εξέφρασε έτσι τις δυνάμεις της νεολαίας που επρόκειτο αργότερα να κάνουν τη δική τους εξέγερση. Τα αρθρα εκείνα έμπασαν στον Τύπο της εποχής ένα καινούργιο ρεύμα ελευθερίας και ανανεώσεως και έγιναν σημεία αναφοράς και ελπίδας για ένα καλύτερο μέλλον – όχι μόνον για τις γυναίκες αναγνώστριες του περιοδικού, που είδε την κυκλοφορία του να απογειώνεται. Έδινε τότε διαλέξεις και οι αίθουσες ήταν κατάμεστες από νέο κυρίως κόσμο. Το 1971 έγραψε και το βιβλίο της για τον Ελύτη, «Ελύτης Ο Ηλιοπότης», το οποίο είχε δώσει στον ίδιο να το διαβάσει πριν δημοσιευτεί. Ο Ελύτης δεν το ενέκρινε, την απέτρεψε – σχεδόν της απαγόρευσε – να το δημοσιεύσει. Εκείνη όχι απλώς το δημοσίευσε αλλά και σε δημόσιες διαλέξεις της φανέρωσε, με πολλή στενοχώρια, την αποδοκιμασία του ποιητή για το βιβλίο της.
Ο Οδυσσέας Ελύτης, ο οποίος αργότερα βραβεύθηκε με το Νομπέλ Λογοτεχνίας, ίσως ήταν ευαίσθητος να μην «παρερμηνεύεται» η ποίησή του, αλλά και η Λιλή Ζωγράφου υπερασπίστηκε το δικαίωμά της να γράφει αυτά που είδε στην ποίησή του. Αυτή η πνευματική ελευθερία, η εγρήγορση και η έντιμη μαχητικότητα είναι χαρακτηριστική της Ζωγράφου σε όλα όσα έκανε και έγραψε, ακόμη και στα «λάθη» της. Δημοσίευσε 24 βιβλία (μυθιστορήματα, νουβέλες και δοκίμια) που έχουν κάνει αλλεπάλληλες εκδόσεις. Έγραψε σημαντικά δοκίμια για Έλληνες και ξένους συγγραφείς. Επιπλέον, το μυθιστόρημά της «Η αγάπη άργησε μια μέρα» (1994) διασκευάστηκε για την ελληνική τηλεόραση. Ο λόγος της υπήρξε αντισυμβατικός και χαρακτηρίστηκε ως η σκοτεινή θεά Εκάτη της λογοτεχνίας μας.

Εργογραφία

Αγάπη (1949),
Νίκος Καζαντζάκης – Ένας τραγικός (1959),
Βιογραφία – Άπαντα Μ.Πολυδούρη (1961),
Και το χρυσάφι των κορμιών τους (1961),
Οι καταραμένες (1962),
Οι Εβραίοι κάποτε (Μίκαελ) (1966),
Ο ηλιοπότης Ελύτης (1971),
Παιδεία ώρα μηδέν, ή της εκμηδένησης (1972),
Τι απόγινε κείνος που ήρθε να βάλει φωτιά (Θέατρο, 1972),
Αντιγνώση, τα Δεκανίκια του Καπιταλισμού (1974),
17 Νοέμβρη 1973 – Η νύχτα της μεγάλης σφαγής (1974),
Κ. Καρυωτάκης – Μ. Πολυδούρη, Η αρχή της αμφισβήτησης (1977),
Επάγγελμα: Πόρνη (1978),
Η γυναίκα που χάθηκε καβάλα στο άλογο (1981),
Μου σερβίρετε ένα βασιλόπουλο παρακαλώ; (1983),
Η γυναίκα σου η αλήτισσα (1984),
Η Συβαρίτισσα (1987),
Νύχτωσε αγάπη μου, είναι χτες (1990),
Που έδυ μου το κάλλος (1992),
Παραλήρημα σε ντο μείζονα (1992),
Σύγχρονός μας ο Κάφκα (1993),
Η αγάπη άργησε μια μέρα (1994),
Από τη μήδεια στη Σταχτοπούτα – η ιστορία του φαλλού (1998)
Παλαιοπώλης Αναμνήσεων (1998)

ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΠΟΡΝΗ

Προειδοποίηση: Δεν πουλώ ύφος, στυλ, λογοτεχνία. Δεν γράφω διηγήματα. Καταθέτω γεγονότα και συμπτώματα της εποχής που ζω. Όλα όσα γράφω συνέβησαν. Σε μένα ή σε άλλους. Η ζωή περνά από μέσα μου, με διαποτίζει με την ασκήμια της, με γεμίζει λύσσα με την αδικία της την οργανωμένη, με ταπεινώνει με την ανημποριά μου ν' αντιδράσω, να επαναστατήσω αποτελεσματικά, να υπερασπιστώ τον μαζικό μας εξευτελισμό. Αν ξαναγινόμουν είκοσι χρονών θα ξεκινούσα από τις κορφές των βουνών, αντάρτης, ληστής, ν' ανοίξω τα μάτια εκείνων που δέχονται αδιαμαρτύρητα τη μοίρα τους, όσο και κείνων που εθελοτυφλούν. Όχι, η επανάστασή μου, δε θα στρεφόταν κατά του κατεστημένου και του συστήματός μου, αλλά εναντίον εκείνων που το ανέχονται. Θα σκότωνα, θα τσάκιζα την κακομοιριά, την υποταγή, την ταπεινοφροσύνη. Η γη έτσι κι αλλιώς δε χωρά άλλους ταπεινούς και καταφρονεμένους. Όπως δε χωρά άλλα φερέφωνα... (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)


Αποσπάσματα 

"Μην ακούω ανοησίες για ερωτική αιωνιότητα. Κάθε ομορφιά είναι αιωνιότητα. Ό,τι βλέπω, ό,τι ακούω, ό,τι αγγίζω, χώμα, αέρας, φως, είναι μέρος της αιωνιότητας. Αιωνιότητα δεν είναι ό,τι αντέχει στο χρόνο - γιατί τότε θα’χαν τα πρωτεία οι πολυκατοικίες και οι ουρανοξύστες - αλλά ό,τι σφραγίζει μια στιγμή ανεπανάληπτα. Ο ερωτικός σπασμός είναι μια αιωνιότητα, κι ας μην αποτυπώνεται πουθενά αυτός."


Η ζωή περνά από μέσα μου, με διαποτίζει με την ασκήμια της, με γεμίζει λύσσα με την αδικία της την οργανωμένη, με ταπεινώνει με την ανημποριά μου ν’ αντιδράσω, να επαναστατήσω αποτελεσματικά, να υπερασπιστώ το μαζικό μας εξευτελισμό.

Αν ξαναγινόμουν είκοσι χρόνων θα ξεκινούσα από τις κορφές των βουνών, αντάρτης, ληστής, πειρατής, ν’ ανοίξω τα μάτια εκείνων που δέχονται αδιαμαρτύρητα τη μοίρα τους, όσο και κείνων που εθελοτυφλούν. Όχι, η επανάστασή μου δε θα στρεφόταν κατά του καταστημένου και του συστήματός του, αλλά εναντίον εκείνων που το ανέχονται. Θα σκότωνα, θα τσάκιζα την κακομοιριά, την υποταγή, την ταπεινοφροσύνη.

Η γη έτσι κι αλλιώς δε χωρά άλλους ταπεινούς και καταφρονεμένους. Όπως δε χωρά άλλα φερέφωνα προκάτ επανάστασης.

Η ζωή γίνηκε πια πάρα πολύ απάνθρωπη για να την καλουπώνουμε σε σχήματα, δε μας ανήκει καν, όπως δε μας ανήκει τίποτα, από τη γη που κατοικούμε ως τα πρόσωπά μας.
Όταν ο κάθε τυχάρπαστος, ο κάθε τιποτένιος, μπορεί να μάς δέσει πάνω σε μια καρέκλα, σ’ έναν πάγκο ή σ’ ένα κρεβάτι, να μάς φτύσει, να μάς μαστιγώσει, να μάς βιάσει.

Το Σύστημα αποχαλινωμένο καλλιεργεί σκόπιμα την ασυνειδησία, την αγριότητα, το χάος, καταλύοντας το σεβασμό για τον ανθρώπινο παράγοντα. Δεν άφησε τίποτα ανεκμετάλλευτο,από το “χάσμα των γενιών” που αποκόβει τους ανθρώπους μεταξύ τους και ετοιμάζει τους αυριανούς παιδιά-καταδότες του Χίτλερ, ως την κατάργηση της οικογένειας.

Ο άνθρωπος βγαίνει στο σφυρί. Για να μη βρίσκει το Σύστημα καμιά αντίδραση και να μπορέσει αύριο να βγάλει ελεύθερα στο σφυρί και τις πατρίδες.

Ο Παπαδόπουλος ήταν μια δοκιμή και στον ευρωπαϊκό χώρο, κατά το σύστημα των χιλιάδων πειραμάτων που πραγματοποιούνται σ’ όλες τις περιοχές του πλανήτη. Η συνταγή είναι πια κοινή: Όταν ένας λαός σηκώσει κεφάλι κατά του κυβερνήτη του, εκπρόσωπου του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, βρείτε έναν αλήτη και αναθέστε του να περάσει χειροπέδες σ’ αυτό το λαό. Κι αφήστε τον να εξουθενωθεί.

Το πιθανότερο είναι να συνηθίσει και να ζήσει εξουδετερωμένος από τριάντα μέχρι σαράντα χρόνια, όπως συνέβη στην Ισπανία και την Πορτογαλία. Επειδή όμως οι καιροί αλλάζουν, τα πράματα πάνε γρηγορότερα, η συνταγή τροποποιήθηκε.

Πάρτε τα κλειδιά από τον αλήτη, δώστε τα στον παλιό κυβερνήτη και στείλτε τον να ξεκλειδώσει τις χειροπέδες. Ο λαός θα του γλείφει τα χέρια, βλέποντάς τον σαν ελευθερωτή του.

Γι’ αυτό και μεις, τα σύγχρονα πειραματόζωα, οφείλουμε να χρησιμοποιούμε πάντα τον όρο π.Χ., που θα σημαίνει τώρα πια “προ Χούντας”, και μ.Χ., “μετά τη Χούντα”. Γιατί το πείραμα πέτυχε και δεν πρέπει να το λησμονούμε ούτε στιγμή. Η Ελλάδα εκδίδεται, συνειδητά και ασύνειδα. Κι ούτε ένας αθώος. Ανεύθυνος κανένας».

Η ΑΓΑΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜΙΑ ΜΕΡΑ

Μια παλιομοδίτικη ιστορία που ξετυλίγεται σαν μαγευτικό παραμύθι, χάρη στην ομορφιά και τη λαχτάρα των νεαρών ηρωίδων που αντιστέκονται στον αμείλικτο χρόνο, περιμένοντας καρτερικά την προσγείωση του μεγάλου έρωτα. Γιατί υπήρχε μια εποχή που η αγάπη αργούσε να 'ρθει. 
Αντίθετα με τη νεαρή ηρωίδα που, έρμαιο του παρορμητικού της ενστίκτου, παραδίδεται σ' έναν άγγελο που την περιμένει στο υπόγειο του σπιτιού της. Και τολμά να ζήσει συναρπαστικές περιπέτειες για να εξελιχθεί εν αγνοία της σε κατακτήτρια της πιο ουσιαστικής ελευθερίας. Γιατί η ελευθερία και τότε, πριν πενήντα χρόνια, και πάντοτε προκύπτει, όχι από συλλόγους και κραυγαλέα μανιφέστα, αλλά από την ατομική συνειδητοποίηση, που διαλέγει τελικά το προσωπικό ήθος, αγνοώντας τους περιορισμούς των έξωθεν απαγορεύσεων. (Από την παρουσίαση της έκδοσης)

Απόσπασμα 

"Η σιωπή βασίλευε στην περιοχή τόσο που φαινόταν ακατοίκητη μες στο φθινοπωρινό σούρουπο ντυμένο στα ρόδινα ως πορτοκαλιά — αραχνοΰφαντες μουσελίνες που πλέανε στο κενό ξεκολλημένες από τον ουρανό. Τα θεριεμένα δέντρα, θάμνοι και λουλούδια όλα προμηνύματα εγκατάλειψης ακατάστατα φυτρωμένα, δημιουργούσαν έναν φράχτη που απόκοβε τη θλιβερή μουδιασμένη κωμόπολη από το μισοκρυμμένο σιωπηλό σπίτι των Φτενούδων. Παραμερίζοντας την πυκνή πρασινάδα στο μονοπάτι που οδηγούσε στη μισάνοιχτη καγκελένια είσοδο μπορούσες ν’ αντιληφθείς αθέατος δύο ή τρεις σκοτεινές κι αθόρυβες φιγούρες μάλλον γυναικείες να πηγαινοέρχονται με μπαμπακένια βήματα στον εξώστη του σπιτιού. Δεν ήξερες αν ήταν τρεις ή μία και η σκιά της, τόσο ίδιες, παμπάλαιες, σαν ξεθωριασμένες φωτογραφίες κάποιων που δεν ζουν τώρα και δεκαετίες. Μέσα από τη χαμηλοτάβανη κουζίνα του πάλαι ποτέ διώροφου αρχοντικού ακουόταν ο θόρυβος μιας αναπνοής που αγωνιζόταν να επαναληφθεί. Η αχαμνή φωτιά του τζακιού όπου σιγόκαιγαν λιγνά ξυλαράκια και θαμνόκλαδα έδινε εφιαλτικά σχήματα στα αντικείμενα που περιβάλλανε τη γριά που ξεψυχούσε. Το λαμπιόνι των δεκαπέντε κηρίων απαγορευόταν — κατ’ εντολήν της ετοιμοθάνατης — ν’ ανάψει πριν πήξει το σκοτάδι έξω.
Οι τρεις άλλες, ανάστατες, ψιλοκουβέντιαζαν στην αυλή. Ο γιατρός ομολόγησε πριν λίγο λυπημένος στην Εργίνη ότι η κυρία Ασπασία δεν θα ζούσε πέρα από ένα εικοσιτετράωρο το πολύ. «Τα χρόνια, βλέπετε, δεν βοηθούνε».
Η Εργίνη με κοψιά και στήσιμο μόνιμου λοχία τον κεραυνοβόλησε με το βλέμμα για τη διπλή βλασφημία. Πρώτον η Ασπασία είναι δεσποινίς, αλλά και για τον υπαινιγμό της ηλικίας που ήταν απαράδεκτος. Πάει εκείνος ο παλιός οικογενειακός τους γιατρός που σεβότανε τον άγραφο νόμο να αναφέρονται ηλικίες και ημερομηνίες γέννησης γιατί φυσικά ήταν μεγαλύτερος και από τον μακαρίτη τον πατέρα τους. Τι να περιμένεις απ’ αυτούς τους ανίδεους νέους επιστήμονες; Λες κι είναι δυνατό να χαθεί η αδελφή Ασπασία σαν να ’ταν ο πρώτος τυχών. Ποιος θ’ αποφάσιζε για την καθημερινή ζωή των τριών αδελφών και ποιος θα εμφανιζόταν σαν επίσημος εκπρόσωπος της οικογένειας Φτενούδου. Κοίταζε καταθυμωμένη την έξοδο απ’ όπου έφυγε πριν λίγο ο γιατρός, αγανακτισμένη για την ιεροσυλία που ξεστόμισε. Ποια ήταν η Ασπασία για να πεθάνει όπως όλοι; Η Ασπασία που τη σεβόταν όλο το Νεοχώρι και που διετέλεσε μέλος της επιτροπής προστασίας του ιστορικού ναού της Παναγιάς της Φερμαλίνας. Βέβαια τον ίδιο κλονισμό είχαν ζήσει και με το θηριώδη πατέρα πού, αφού αρρώστησε, τις βεβαίωνε τότε η Ασπασία πως ένας Φτενούδος δεν πεθαίνει έτσι έτσι και πως θα νικούσε καθώς κι ο Διγενής το Θάνατο στα μαρμαρένια αλώνια. Ένας άρχοντας Φτενούδος δεν πεθαίνει εύκολα γιατί προσβάλλεται ή Φύση. Και είχε δίκιο γιατί έμεινε μήνες κρεβατωμένος, αλλά κανείς δεν έμαθε από τι έπασχε. Όσες φορές του πρότεινε η μητέρα, μ’ όλο το σεβασμό, να καλέσουν γιατρό, εκείνος γαύγιζε σαν μανιασμένο σκυλί, δείχνοντας μέσ’ από τ’ αγκαθωτά άσπρα γένια του τα βρώμικα κίτρινα δόντια του, «δεν χρειάζομαι κανένα χαραμοφάη να μου παραστήσει τον πολύξερο. Εγώ ξέρω πότε θα σηκωθώ», φώναζε φτύνοντας ματωμένα σάλια.
Δεν σηκώθηκε ωστόσο ποτέ. Οι κόρες του, σίγουρες για την παντοδυναμία του, αναστατώθηκαν όταν φώναξε η μάνα τους, «ο πατέρας σας πέθανε». Έτρεξαν όλες κι έσκυψαν πάνω από το ακίνητο πτώμα, βέβαιες ότι αντίκρυζαν μια ανωμαλία της ζωής. Στα μάτια ολονών τους διάβαζες την ίδια απορία: ώστε πεθαίνει ένας φοβερός Φτενούδος;
Δυσκολεύτηκαν για καιρό να παραδεχτούν το θάνατό του. Όχι συναισθηματικά. Καθόλου. Ούτε τους ζήτησε ποτέ αγάπη ούτε τούς πρόσφερε άλλο από την τρομάρα. Και τώρα τρόμαζαν για την ανατροπή του. Τον ξέρανε πανίσχυρο κι ανάλγητο και πολύ καιρό μετά το θάνατό του κοψοχολιάζανε μπας και κάποια στιγμή εκτιναχτεί από τον τάφο του — καθώς του άναβαν το καντήλι — και τους ζητούσε το λόγο, για το πώς όντας κατώτερές του τολμούσαν να επιζούν με τέτοιο θράσος και υγεία προσβάλλοντας τον ανίκητο πατέρα. Δυσκολεύτηκαν πολύ να συνηθίσουν στην ιδέα πως δεν θα χρειαζόταν να λογοδοτήσουν γιατί επιζούσαν υπερβαίνοντας την εξουσία του αψηφώντας τον.
Ζήλευαν τη μάνα τους την Εριφύλη που αποδέχτηκε νηφάλια το θάνατό του. Φοβότανε σίγουρα και κείνη τη συνάντησή της με τον Θεό για το μεγάλο της αμάρτημα που δεν εξομολογήθηκε ποτέ. Αλλά πίστευε πως οι νεκροί δεν αισθάνονται σαν τους κακόμοιρους τους ζωντανούς και πως η ίδια δεν θα φοβόταν πια τίποτα και κανέναν όσο τον Μιχαήλο Φτενούδο επί σαράντα τρία τόσα χρόνια αγέλαστα και τρομοκρατημένα, με την ψυχή ωστόσο γεμάτη περιφρόνηση κι αφού του γέννησε εννιά παιδιά, τρεις γιους και έξι θυγατέρες σύμφωνα με τα χαρτιά." https://www.klik.gr/


Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/















Ιγκόρ Στραβίνσκι ( 17 Ιουνίου 1882 - 6 Απριλίου 1971 )

 

Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ο Ιγκορ Στραβίνσκι ερωτήθηκε από ένα φρουρό των γαλλικών συνόρων τι επαγγελλόταν. «Είμαι εφευρέτης μουσικής» απάντησε. Η απάντηση ήταν χαρακτηριστική του ρώσου συνθέτη: πεζή, βέβαιη και διόλου ρομαντική. Ο Στραβίνσκι επίσης αρνούνταν επίμονα πως η έμπνευση ενός συνθέτη προέρχεται από κάποια θεϊκή παρέμβαση ­ η δική του έμπνευση προερχόταν από τις ανάγκες των επόμενων αναθέσεών του.
Με την ιδιόρρυθμη γοητεία του ο Στραβίνσκι προξενούσε έκπληξη και περιέργεια στον περίγυρό του. Οι αντιθέσεις του προκαλούσαν δέος. Παρ’ όλη τη νευρικότητά του η ικανότητά του να ελκύει τους γύρω του ήταν χαρισματική. Είχε πολλούς φίλους αλλά και κόλακες, οι βασικοί του φίλοι υπήρξαν οι συνθέτες Κλοντ Ντεμπυσί και Μορίς Ραβέλ, ο Πάμπλο Πικάσο, ο Βασλάβ Νιζίνσκι και ο Ζαν Κοκτό. Ο Στραβίνσκι στη ζωή του μετακινήθηκε πολύ, από τη Ρωσία όπου ζούσε ως το 1914 στην Ελβετία (1914-1920), ύστερα στη Γαλλία (1920-1939) και τέλος στις Ηνωμένες Πολιτείες (1939 ως τον θάνατό του). Σύμφωνα με τον ίδιο, σε κανένα από αυτά τα σπίτια δεν μπορούσε να ησυχάσει τη νύχτα αν δεν έκαιγε ένα φως έξω από την πόρτα του. Με αυτόν τον τρόπο τον έπαιρνε ο ύπνος στην Αγία Πετρούπολη, όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια.
Ο Ιγκορ Στραβίνσκι γεννήθηκε στο Οράνιενμπαουμ, κοντά στην Πετρούπολη. Ηταν ο τρίτος από του τέσσερις γιους των Αννα Κολοντόφσκι και Φιόντορ Ιγκνιάτιεβιτς Στραβίνσκι. Ο πατέρας του ήταν η κύρια μπάσα φωνή της Αυτοκρατορικής Οπερας της Αγίας Πετρούπολης. Η μουσική μόρφωση του Στραβίνσκι ξεκίνησε στο πλευρό του μεγάλου ρώσου συνθέτη Νικολάι Ρίμσκι Κόρσακοφ. Κάτω από την επίβλεψή του ο νεαρός συνθέτης συνέθεσε τα πρώτα του ορχηστικά κομμάτια, μια συμφωνία και μια σουίτα.

Το 1908 ο Στραβίνσκι ταχυδρόμησε στον δάσκαλό του την παρτιτούρα ενός καινούργιου ορχηστικού κομματιού, τα «Πυροτεχνήματα». Το πακέτο επιστράφηκε στον αποστολέα συνοδευόμενο από ένα σημείωμα. «Δεν παραδόθηκε λόγω θανάτου του αποδέκτη». Η επίσημη εκπαίδευση του συνθέτη είχε λάβει τέλος.
Ανάμεσα στις πρώτες συνθέσεις του Στραβίνσκι, γραμμένες κάτω από το βλέμμα του μοναδικού του δασκάλου, και τις συνθέσεις ενός ώριμου άνδρα μεσολάβησαν περίπου εκατό δημιουργίες: συμφωνίες, κοντσέρτα, κομμάτια δωματίου, τραγούδια, σονάτες πιάνου, όπερες και κυρίως μπαλέτα. Η επιρροή αυτών των δημιουργιών ήταν εμβριθής. Αμέσως μετά τον χαμό του δασκάλου του ο Ιγκορ Στραβίνσκι στράφηκε προς τη μουσική ψυχοσύνθεση των γάλλων ιμπρεσιονιστών Κλοντ Ντεμπυσί και Μορίς Ραβέλ, ενώ παράλληλα διατήρησε την εθνικιστική του αντίληψη. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα τα μουσικά κομμάτια «Πυροτεχνήματα», «Ο Φαύνος και η Βοσκοπούλα» και το μπαλέτο «Πουλί της Φωτιάς».
Η πρωτοτυπία του έργου «Πουλί της Φωτιάς», ως προς τα νέα μουσικά του στοιχεία που έδιναν έμφαση στους ανόμοιους και στακάτους ήχους, οδήγησε σε δύο νέες συνθέσεις για τα ρωσικά μπαλέτα Ντιάγκιλεφ, το μπαλέτο «Πετρούσκα» και το μπαλέτο «Ιεροτελεστία της Ανοιξης», τα οποία αποτέλεσαν ορόσημα της μουσικής του 20ού αιώνα. Με το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ο Στραβίνσκι συνέθεσε την «Ιστορία του Στρατιώτη» και το «Τανγκό». Μεταξύ των δύο μεγάλων πολέμων, ο Ιγκορ Στραβίνσκι υπήρξε ο πιο σημαντικός μοντέρνος συνθέτης, κυρίως στη Γαλλία και στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο συνθέτης πέθανε σε ηλικία ογδόντα οκτώ χρόνων, στο νεοαποκτηθέν διαμέρισμά του, στο νούμερο 920 της Πέμπτης Λεωφόρου της Νέας Υόρκης, από καρδιακή προσβολή. Η κηδεία του έγινε στη Βενετία και όχι στη Νέα Υόρκη, στη «ρωσική γωνία» του νεκροταφείου του Σαν Μισέλ. Ο συνθέτης εξέφραζε πάντα μια συμπάθεια προς την ιταλική πόλη, όπου πρωτοπαρουσιάστηκαν μερικές από τις πιο σημαντικές του δημιουργίες. Στην ίδια γωνία βρίσκεται θαμμένος και ο ρώσος ιμπρεσάριος του μπαλέτου Σεργκέι Ντιάγκιλεφ, ο οποίος στις 29 Μαΐου του 1913 επιμελήθηκε την αρχική παραγωγή της «Ιεροτελεστίας της Ανοιξης», δίνοντας με αυτόν τον τρόπο την ευκαιρία στον Στραβίνσκι να μεγαλουργήσει










Μάτση Χατζηλαζάρου ( 17 Ιανουαρίου 1914 - 16 Ιουνίου 1987)


Η Μαρία (Μάτση) Λουκία Χατζηλαζάρου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1914. Παππούς της ήταν ο Περικλής Χατζηλαζάρου, πρόξενος της Αμερικής που έλαβε ενεργό μέρος στα γεγονότα του Μαΐου 1876 στη Θεσσαλονίκη υπερασπιζόμενος τα ανθρώπινα δικαιώματα της Ελληνοχριστιανικής Κοινότητας απέναντι στη βαρβαρότητα του τουρκικού όχλου της πόλης. Η Μάτση, αφού γνώρισε την οικονομική καταστροφή και τις συνέπειές της, και αφού για κάποια διαστήματα, έζησε στη νότια Γαλλία και στην Ιταλία, επανέρχεται στην αγαπημένη της Θεσσαλονίκη. Το 1934 χάνει και τους δύο γονείς της μέσα σε 6 μήνες. Δοκιμάζεται ψυχικά με τρεις αποτυχημένους γάμους εκ των οποίων ο τρίτος το 1939 με τον ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκο. Στην ποίηση εμφανίζεται το 1944 με το ψευδώνυμο «Μάτση Ανδρέου». Κατά την περίοδο 1948-1957 και ενώ βρίσκεται με υποτροφία στο Παρίσι, δημοσιεύει ποιήματά της και στα Γαλλικά και συζεί για δύο χρόνια με τον φιλόσοφο Κορνήλιο Καστοριάδη. Το 1958 επέστρεψε στην Ελλάδα και πέθανε στις 16 Ιουνίου 1987. 


[Πηγή για το βιογραφικό: εφημερίδα Μακεδονία | 

Ποιητικές συλλογές:

«Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης» (με το ψευδώνυμο Μάτση Ανδρέου), εκδ. Ίκαρος, Αθήνα, 1944 (με μια ξυλογραφία του Διαμαντή Διαμαντόπουλου)
«Δύο Διαφορετικά Ποιήματα» (με το ψευδώνυμο Μάτση Ανδρέου), περιοδικό «Τετράδιο Πρώτο», Αθήνα, Απρίλης 1945
«Cinq Fois», εκδ. GLM, Παρίσι, 1949 (με έξι χαλκογραφίες του Javier Vilató)
«Chants Populaires des Grecs» (ελληνικά λαϊκά τραγούδια μεταφρασμένα στα Γαλλικά), εκδ. GLM, Παρίσι, 1951
«Κρυφοχώρι», εκδ. Τετράδιο, Αθήνα, 1951 (με τέσσερις χαλκογραφίες του Javier Vilató)
«La Frange de Mots (Τα λόγια έχουν κρόσσια)», εκδ. GLM, Παρίσι, 1954
«Έρως Μελαχρινός», εκδ. Ίκαρος, Αθήνα, 1979 (με μια χαλκογραφία του Javier Vilató)
«7 Χ3. Εφτά γραπτά στα ελληνικά - sept textes en français - seven writings in English», τυπογραφείο Κείμενα, Αθήνα, 1984
«Το δίχως άλλο. Αντίστροφη αφιέρωση - dédicace à rebours», τυπογραφείο Κείμενα, Αθήνα, 1985
«Μάτση Χατζηλαζάρου: Ποιήματα, 1944-1985», εκδ. Ίκαρος, Αθήνα, 1989

Μεταφράσεις:
«Αποσπάσματα από τον Πίνδαρο» (Ισθμιόνικος Α', Νεμεόνικος ΣΤ') [μεταφρασμένα στα Γαλλικά], περιοδικό «Mercure de France», Ιανουάριος-Απρίλιος 1956
«Εύκολο» (ποιήματα Paul Eluard, φωτογραφίες Man Ray), τυπογραφείο Κείμενα, Αθήνα, 1987 https://www.translatum.gr/


Ναύπλιο - Η φωτογραφία τραβήχτηκε από τον Εμπειρίκο.


[Ετούτες τις λαχτάρες του Μαγιού πώς να τις σβήσω;]
Στην Σ.Χ.

Ετούτες τις λαχτάρες του Μαγιού πώς να τις σβήσω;
Ετούτα τα κλάματα ενός αιθέριου σούρουπου πώς να στερέψουνε;
Θρηνώ όλες τις χαίτες των κοριτσιών που ’ναι ριγμένες
επάνω στα μαξιλάρια του συμβατικού έρωτα.
Θα τους δώσω μες στην ποδιά μου ένα άσπρο τριαντάφυλλο
κι ένα κόκκινο – ίσως τα δούνε, ίσως τα μυρίσουνε.
Θα τους δώσω μια χρυσόμυγα που βρίσκει ξαφνικά τον ήλιο
τραγουδώντας μες στα μαλλιά μου – ίσως τη δούνε,
ίσως την ακούσουνε.
Θα τους πω: κοιτάτε τους άντρες τους λεβέντες, τους ελεύθερους,
τον άντρα λιοντάρι, τον άντρα καραβιού κατάρτι, τον άντρα έλασμα
και τόξο και φωνή από κορφοβούνι σε κορφοβούνι – τότε ίσως του
δοθούνε, ναι, ίσως ερωτευθούνε.
Αν είχα τη φωνή που ζητάω, μια πολιτεία ολάκερη δε
θα μου ’φτανε για να την παρασύρω στο ανοιξιάτικό μου διάβα.
Ρωτάω: άνθεξε ποτέ κανένας στα δειλινά που δεν πεθαίνουνε,
και στις ευωδίες που δε χάνουνται αλλά γίνονται σκιές μας,
και στις πέντε μας αισθήσεις όταν λαχανιάζουνε και κράζουν
την καρδιά μας;
Τα μεταξωτά μου μέλη θε ν’ απλώσω πάνω σε μιαν άμμο δροσερή,
το βλέμμα μου θε να χάσω μες στ’ ανεξάντλητο γαλάζιο της
δικής μου θάλασσας, οι αναπνοές μου κι οι παλμοί μου θε να ’ναι
οι αναπνοές και οι παλμοί του διάχυτού μου έρωτα.
Έρωτα, αγάπη, πόθο, ηδονή,
Έρωτα, Έρωτα.

Από τη συλλογή Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης (με το ψευδώνυμο Μάτση Ανδρέου), έκδ. Ίκαρος, Αθήνα, 1944 (με μια ξυλογραφία του Διαμαντή Διαμαντόπουλου)


❃    ❃    ❃    ❃
Αραπιά

[Ενότητα Έρως μελαχρινός]

Ωχ! τη μάνα μου την καψερή, τη μάνα μου παρηγοριά
και βάλσαμο της νύχτας.
Απόψε δε χωράνε οι λύπες μου, ούτε μες στ’ απαλότερο φιλί.
«Θέλω να πάω στην Αραπιά
που μ’ έχουνε συστήσει
σε μια μεγάλη μάγισσα
τα μάγια να μου λύσει.»
Θέλω ν’ ακούσω πάλι τα βλέφαρά μου να γέρνουνε μπρος σ’ ένα όραμα ξανθό.
Θέλω να χορέψω, φούσκωμα και φύσημα τρυφερής κουρτίνας,
μην απελευθερωθεί από το παράθυρο.
Θέλω ν’ ανοίξω ένα πρωί με το φως, σαν το νούφαρο.
Είναι οι καρδιές μου ένας αρμαθός, τις άπλωσα στον ήλιο.
Ναι, άπλωσα στον ήλιο ένα άγριο κυκλάμινο στην άκρη της ρεματιάς,
μια χειραψία φίλων συνοδοιπόρων και συναγωνιστών,
λίγα κρόσσια που πέφτουνε στο μέτωπο ενός Κρητικού,
τα γόνατα μιας κοπέλας όταν βγαίνει στη θάλασσα
τη βραχνή φωνή του έρωτα,
ένα αυλάκι αίμα μιας μάχης για τον ήλιο,
κι ένα ασημένιο κουτάλι λαμπερό, στην άκρη των χειλιών του βρέθηκε ένα χθεσινό μου δάκρυ.

Από τα Δύο Διαφορετικά Ποιήματα (με το ψευδώνυμο Μάτση Ανδρέου), περιοδικό «Τετράδιο Πρώτο», Αθήνα, Απρίλης 1945


άσμα

[Ενότητα Έρως μελαχρινός]

Σήμερα νομίζω
τελευταία φορά
θα σε τραγουδήσω γιατί
εσύ είσαι
ο οίστρος και ο σφυγμός και η βραχνή φωνή τού έρωτα που κρατιέται άλλοτε ψηλά και άλλοτε βαθιά σε χορδές
έξω από κάθε γραφή γιατί
ένα Ζήτω με ψηφία
και λίγες πούλιες
μαύρες ή τριανταφυλλιές
μες στο χρώμα τής αρένας
δε σπαρταράνε βέβαια όπως
η δράση
η σάρκα
που είσαι
όταν μου μαθαίνεις την ξένη πόλη
κατάκαρδα
είπα τι χρειάζεται
και λέω δεν πειράζει
δεν πειράζει πετάμε όλα τα λόγια
όπως να ’ναι
η αγάπη
ξεντύνει τα κορμιά
εσύ μ’ ανοίγεις παράθυρο
με κλείνεις
με στολίζεις φυτά
και τα περιποιέσαι
με μυρίζεις
με διψάς
με κρατάς
ξαφνικά
με λύνεις
και γελάω ακόμα ακόμα
πάμε ερχόμαστε μες στα κρύα και τις ζέστες και τις σκόνες που
μετά λασπώνουνε κι έχουνε για νήμα τα φύλλα τού φθινόπωρου
άνοιξη αντικριστήκαμε τότες που ζητούσα να πεθάνω
γνωρίσαμε από κείνη την ημέρα
χρόνους και χώρους πολλούς
με αντικείμενα
με ορέξεις
με δάση με άγριες φράουλες
με ζωγραφική
εσύ αγγίζεις τα όρια που χρωματίζουνε τα πράγματα 
και τα ονόματά τους και τη φθορά τους
τι άλλο
είναι ο κύκλος
από την ίριδα του ματιού σου
ακτίνα μελαχρινή
ριπή
της ορμής
τι άλλο
είναι η ύπαρξή μου
από μια νέα σφαίρα
με τα έπιπλα
με τη φύση
όταν μ’ αγαπάς
μικρή εικόνα στρογγυλή
μες στην ίριδα του ματιού σου
είμαι
σ’ ένα δωμάτιο ασβεστωμένο
κοντά στη θάλασσα
άσπρο το αλάτι της
ξεραίνει άγκυρες μόλους σκοινιά
αισθάνουμαι τον ήλιο μαύρο
και τα μάτια σου
άλλοτε είμαι
λαχανιασμένη
σκύβω το πρόσωπο
χιονίζει δυνατά
ό,τι οριζόντιο φέγγει κατάλευκο
μονάχα λίγα κάθετα μαυρίζουν πάλι
και η ίρις τού ματιού σου
που με ζυγιάζει έχει μαγικές αξίες
κουκκίδα είναι αϊτού πέταμα
και διαγράφει πράξεις
τοπία
ή ζωές
έτσι θυμάμαι
τι σχήματα αφήνει
όποιος ξεριζώνει δέντρα
και όποιος χτίζει γιοφύρια
γιατί εσύ είσαι
ο οίστρος και ο σφυγμός και η βραχνή φωνή τού έρωτα 
που κρατιέται άλλοτε ψηλά και άλλοτε βαθιά σε χορδές
έξω από κάθε γραφή γιατί
εσύ μ’ ανοίγεις παράθυρο
χαμογελάς
και μου τάζεις
κάτι γοβάκια
από δέρμα μανταρινιού
μου σιγοψιθυρίζεις καιρούς
σαν άγρια άλογα
λίμνες βαθιές στρώνεις χάδια
ρίχνεις παράξενα ζάρια
με δυο γαρίφαλα αίμα της καρδιάς σου
φυτρώνουν τα λόγια
ανάμεσα μια νυχτερίδα
στα σμιγμένα φρύδια
με τη σελήνη
τι είναι ο ύπνος τι είναι ο ύπνος
και το βλέμμα σου
είναι πάντα σήμερα το βλέμμα σου
με μένα

Από τη συλλογή Κρυφοχώρι, εκδ. Τετράδιο, Αθήνα, 1951 (με τέσσερις χαλκογραφίες του Javier Vilató)


Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/











ΣΠΥΡΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ( 16 Ιουνίου 1903 − 22 Μαρτίου 1985 )

 

 Ψαρόβαρκες

Ο Σπύρος Βασιλείου (Γαλαξίδι, 16 Ιουνίου 1903 −Αθήνα, 22 Μαρτίου 1985 ), υπήρξε ένας από τους πλέον παραγωγικούς, αναγνωρίσιμους και δημοφιλείς Έλληνες εικαστικούς καλλιτέχνες. Ζωγράφος, αγιογράφος, χαράκτης, σκηνογράφος, γραφίστας, διακοσμητής, συγγραφέας-κριτικός, δάσκαλος, έχει στο ενεργητικό του περισσότερα από 5.500 έργα. Την καλλιτεχνική του παραγωγή χαρακτηρίζει η συνάντηση των διδαγμάτων της λαϊκής και της βυζαντινής τέχνης με τους πειραματισμούς των σύγχρονών του ρευμάτων.
Γεννήθηκε το 1903 στο Γαλαξίδι. Σπούδασε στην Αθήνα με υποτροφία, στη Σχολή Καλών Τεχνών του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου, από το 1921 έως το 1926 έχοντας ως δασκάλους τους Καλούδη και Λύτρα. Άρχισε να παρουσιάζει τα έργα του σε εκθέσεις αμέσως μετά την αποφοίτησή του (το 1926 εκθέτει στο φουαγιέ του Δημοτικού Θεάτρου Αθηνών μαζί με τους Πολύκλειτο Ρέγκο, Σπύρο Κόκκινο και Αντώνη Πολυκανδριώτη, στην «Έκθεση των Τεσσάρων» όπως την αποκάλεσαν). Ο Βασιλείου έκανε την πρώτη ατομική έκθεσή του το 1929 στην γκαλερί Στρατηγοπούλου.

Το 1930 απέσπασε το Μπενάκειο Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για τα σχέδια των τοιχογραφιών του ναού του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου στο Κολωνάκι. Με τα χρήματα του βραβείου κάνει το πρώτο του ταξίδι στην Ευρώπη, όπου είχε την ευκαιρία να επισκεφτεί μουσεία και συλλογές. Η αγιογράφηση του Αγίου Διονυσίου πραγματοποιήθηκε μεταξύ 1936 και 1939. Υπήρξε μέλος τον καλλιτεχνικών ομάδων Τέχνη και Στάθμη και του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος, συμμετείχε σε διεθνείς εκθέσεις, στην Μπιενάλε της Βενετίας(1934, 1964), στην Αλεξάνδρεια το 1957 και στο Σάο Πάολο το 1959[6] ενώ έργα του παρουσιάστηκαν στο Ντιτρόιτ το 1955 (με την αφορμή της εικονογράφησης του ναού του Αγίου Κωνσταντίνου στο Ντιτρόιτ) και το 1960 στο Μουσείο Γκούγκενχαϊμ στη Νέα Υόρκη (για το έργο του "Φώτα και Σκιές" συγκεκριμένα, απέσπασε τότε το βραβείο Guggenheim του ελληνικού τμήματος της AICA). Έργα του Βασιλείου βρίσκονται σε πολλές δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Τα ευρισκόμενα στην Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλέξανδρου Σούτζου έργα του αντιπροσωπεύουν τις διαφορετικές δεκαετίες της δουλειάς του. Στην Εθνική Πινακοθήκη ο Βασιλείου πραγματοποίησε αναδρομική έκθεση το 1975 και παρουσίασε ένα βασισμένο στο έργο του πολυθέαμα το 1983 Ο Σπύρος Βασιλείου δίδαξε στην Παπαστράτειο Σχολή και αργότερα στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο.
Χαρακτηριστικά έργου

O Βασιλείου κινήθηκε πάνω στον άξονα του αιτήματος της επιστροφής στις ρίζες της ελληνικής τέχνης, προκειμένου να συναντήσει τάσεις των κινημάτων του ευρωπαϊκού μοντερνισμού, με τον τρόπο που προσλαμβάνονταν από την καλλιτεχνική ζωή στην Αθήνα. Τα έργα του, τα οποία απεικονίζουν το φυσικό και αστικό τοπίο καθώς και σκηνές της κοινωνικής ζωής, προσεγγίζουν και περιγράφουν την καθημερινότητα με λυρική και ονειρική διάθεση συνδυάζοντας το λόγιο με το λαϊκό στοιχείο και την παράδοση με τον νεωτερισμό. Έχει ενδιαφέρον ο τρόπος κατά τον οποίο στη ζωγραφική του αποτυπώνεται η εξέλιξη του αθηναϊκού τοπίου από τη μεσοπολεμική περίοδο στις δεκαετίες της αντιπαροχής

Προσωπική ζωή

Ήταν νυμφευμένος με την Αγγελική (Κική) Κωνσταντακόπουλου από τις 27 Απριλίου του 1941 (την ημέρα της κατάληψης της Αθήνας από τα γερμανικά στρατεύματα). Μαζί έκαναν μαζί δύο παιδιά, τη Δροσούλα και τη Δήμητρα

Μουσείο "Atelier" Σπύρου Βασιλείου

Το σπίτι του κάτω από την Ακρόπολη στον αριθμό 5 της οδού Γουέμπστερ έχει μετατραπεί από το 2004 σε μουσείο. Φιλοξενεί έργα του Βασιλείου προερχόμενα από ιδιωτικές συλλογές, τα οποία σε τακτά χρονικά διαστήματα αλλάζουν και η έκθεση ανανεώνεται. Το 2014 τη διεύθυνση του μουσείου ανέλαβαν δυο από τις εγγονές του ζωγράφου. To Atelier διοργανώνει διαλέξεις, σεμινάρια, ομιλίες, μουσικές βραδιές, εκπαιδευτικά προγράμματα, εικαστικά εργαστήρια και επίσης μεριμνά για την οργάνωση και την ψηφιοποίηση του αρχείου του καλλιτέχνη.

Βιβλία

Εξέδωσε τα βιβλία:
Γαλαξιδιώτικα καράβια, 1934
Παιδικά σχέδια, 1930, συνεργασία με τον Αγήνορα Αστεριάδη
Ντίλι-ντίλι, εκδόσεις Ίκαρος, ζωγραφιές Μπαρμπα-Σπύρου, 1948
Φώτα και σκιές, 1969 (αυτοβιογραφικό) 

 Ζαχαροπλαστείο το " Λουξ "

 Ακρόπολις

  Καΐκια

«Χρυσή Αθήνα» 

 «Ανθρωποι και καΐκι»

 Το Τραπέζι της Καθαρής Δευτέρας 

 Λιμάνι 


Η Αθήνα τη νύχτα

  «Εξάρχεια»

Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/







ΑΝΝΑ ΓΕΩΡΓΑΛΗ "ΔΙΑΛΕΙΠΟΥΣΑ ΜΝΗΜΗ"



Γέρνει η μέρα
ομίχλη μέσα στο σπίτι
μνήμη αμείλικτη με τυλίγει
με έλκει όπως το σαράκι το ξύλο
μνήμη αέρινη
τυφλή,γυμνή,πιστή
μορφές και σχήματα
που τόσο πόθησα
τροφή του χτες
καρφί στο σήμερα,
με πιάνει το παράπονο και θυμάμαι
μια επιθυμία ανέκφραστη
έναν έρωτα από χιόνι
ένα σπίτι με κήπο
όνειρα στα σύννεφα
πως θ'αλλάξω τον κόσμο,
όταν φυσάει μέσα μου η μνήμη
δεν της διαβάζω πια παραμύθια
κλείνω τα μάτια
την ποτίζω σιωπή
παίρνω σφουγγάρι και σβήνω
αθωώνοντας τους ατίθασους καιρούς
που διανυκτερεύουν στο σκοτάδι
ωσότου χαράξει άφωνη η νύχτα,
τότε θυμάμαι πως είμαι ακόμα εδώ
παίρνω βαθιές ανάσες
ξεφλουδίζω τις σκιές από τους τοίχους
τινάζω αγέρωχα τη σκουριά από πάνω μου
και επιστρέφω έξω από τα τείχη
λευκή κηλίδα στη ζωή μου.
. . . . . . . . . . . . .
Η ζωή συνεχίζεται...
~ Άννα Γεωργαλή ~


Η φωτογραφία είναι από https://studio-la-scratch.blogspot.com/









ΦΩΤΕΙΝΗ ΓΕΩΡΓΑΝΤΑΚΗ - ΨΥΧΟΓΙΟΥ "Ενήλικες φωνές και νιότη"



Το λιόγερμα, με βρήκε να παλεύω με τους φράχτες.
Πυκνοϋφαμένη αρματωσιά από καλάμια και σύρματα
έσφιγγε πάνω της τον όγκο των νερών.
Έκλεινε κενά των αγρών το κοκκινόχωμα,
ρουσφέτια συντήρησης της νύχτας το πρόσωπο.
Έφτιαξε μια χορωδία καλλικέλαδων πετούμενων ο Ιούνης.
Ένα σμάρι ευχές η νοσταλγία.
Τις ανέβασε στο σκαρί των αναμνήσεων κι έβαλε πλώρη
για τα λιμάνια του παρελθόντος.
Ένα καφέ ζήτησε η ανάσα. Ίσα να βρει το δρόμο
προς τη θάλασσα.
Το δειλινό, πλήρως εξουσιοδοτημένο,
έκανε περατζάδα στις θύμησες.
Στα σοκάκια που έπαιζε παλιές μελωδίες
η λατέρνα και η φυσαρμόνικα.
Πιο κει, κρατούσε τσίλιες το γραμμόφωνο.
Παραπέρα, μελαμψή ακροβάτης η νύχτα
έκανε ασκήσεις εξουσίας στα φουσάτα του πέλαγου.
Αμμοστόλιστα μουράγια, μελαγχολικά καταστρώματα,
τατουάζ στης ελπίδας τα χρώματα, το λυκαυγές.
Όσο κι αν περίμενα, δεν με αναγνώρισε το μπλε.
Τα καθίσματα γύρω απ’ το μόλο, πιασμένα.
Κλειστά των αλμυρικιών τα παραθυρόφυλλα.
Κι εκείνες οι ρίζες που θήλαζαν αλμύρα,
ενήλικα βράγχια γινήκαν στων χρόνων το πέρασμα.
Κι απλώθηκαν. Πέταξαν μάτια θαλασσινά
πάνω από ναυάγια, ανεμώνες του πάθους
σ’ αναμονής περιγιάλια.
Το τραγούδι των σειρήνων πήγε για ύπνο.
Δάγκωσε τα χείλη το χτυποκάρδι του φευγιού.
Του αιμάτου η ανάσα, χτύπησε συνθηματικά
το κουδούνι του πατρογονικού.
Ταυτότητα ζητούσε ο ελεγκτής χρόνος.
Οδό κι αριθμό μόνιμης κατοικίας ο πόλισμαν.
Άστεγος δήλωσα. Όλη μου η προίκα,
ένα αλμανάκ με εικόνες της θάλασσας
κι ένα μέτρο γαλανό αποτύπωμα το αντίο που άφησα.
Ενήλικες φωνές και νιότη ισορροπούν τα φτερά μου.