Ο Κάρολος Ντίκενς, ορθότερα Τσαρλς Ντίκενς (Charles Dickens, 7 Φεβρουαρίου 1812 - 9 Ιουνίου 1870) ήταν Άγγλος μυθιστοριογράφος.
Ο Κάρολος Ντίκενς υπήρξε ένας από τους πιο διάσημους Άγγλους μυθιστοριογράφους και κριτικούς της κοινωνίας. Επινόησε ορισμένους από τους γνωστότερους διεθνώς φανταστικούς χαρακτήρες και θεωρείται από πολλούς ως ο σπουδαιότερος συγγραφέας της Βικτωριανής Εποχής. Τα έργα του έχαιραν άνευ προηγουμένου δημοτικότητας κατά τη διάρκεια της ζωής του, ενώ αυτή η δημοφιλία διατηρείται και σήμερα τόσο για τα μυθιστορήματα όσο και για τα διηγήματά του. Οι κριτικοί της λογοτεχνίας του 20ου αιώνα όπως και οι ακαδημαϊκοί τον έχουν αναγνωρίσει ως μια λογοτεχνική διάνοια.
Ο Ντίκενς γεννήθηκε στο Πόρτσμουθ. Αφού ο πατέρας του φυλακίστηκε λόγω χρεών, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο για να εργαστεί σε εργοστάσιο. Παρά την απουσία επίσημης εκπαίδευσης, αναδείχθηκε σε ακούραστο επιστολογράφο, ενώ επιμελούνταν συντακτικά μια εβδομαδιαία έκδοση για 20 χρόνια. Έγραψε 15 μυθιστορήματα, 5 νουβέλες, εκατοντάδες διηγήματα και μη λογοτεχνικά άρθρα. Έδωσε έναν εκτεταμένο αριθμό διαλέξεων και ήταν στρατευμένος υπέρ των δικαιωμάτων των παιδιών, της εκπαίδευσης και άλλων κοινωνικών μεταρρυθμίσεων.
Η λογοτεχνική επιτυχία του Ντίκενς ξεκίνησε με το λογοτεχνικό του ντεμπούτο, «Τα έγγραφα του Πίκγουικ», μια ιστορία που άρχισε να εκδίδεται το 1836, σε μηνιαίες συνέχειες. Σε λίγα χρόνια είχε μετατραπεί σε διεθνή λογοτεχνική διασημότητα, γνωστής για το χιούμορ, τη σάτιρά της και τη διορατική ματιά της στους χαρακτήρες και την κοινωνία. Τα μυθιστορήματά του, εκδίδονταν σε μηνιαίες ή εβδομαδιαίες συνέχειες, πρωτοπορώντας στο εκδοτικό οικοσύστημα της λογοτεχνίας, που τελικά έγινε ο κανόνας της Βικτωριανής εποχής. Αυτή η συγγραφική πρακτική επέτρεπε στον Ντίκενς να σφυγμομετρεί την απόκριση του κοινού και ακολούθως τροποποιούσε την πλοκή και την ανάπτυξη του χαρακτήρα, για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των αναγνωστών του. Για παράδειγμα, όταν ο ποδίατρος της συζύγου του εξέφρασε τη δυσφορία του για τον τρόπο που η δεσποινίς Μάουτσερ αντιλαμβάνεται τις αναπηρίες της στον Ντέηβιντ Κόπερφιλντ, ο Ντίκενς της προσέδωσε θετικά χαρακτηριστικά, ανυψώνοντάς τη στα μάτια του αναγνώστη. Επεξεργάζονταν προσεκτικά την πλοκή και εισήγαγε στη διήγησή του συχνά στοιχεία που αφορούσαν σε τοπικά ζητήματα. Η πρακτική της συγγραφής σε συνέχειες προσέδωσε στις ιστορίες του ένα συγκεκριμένο ρυθμό, ο οποίος τονιζόταν από δραματικές στιγμές με αποτέλεσμα το κοινό να περιμένει με ανυπομονησία τη συνέχεια του μυθιστορήματος. Πλήθη φτωχών αναλφάβητων πλήρωναν μισόλιρα σε εγράμματους για να τους διαβάσουν τις μηνιαίες συνέχειες, καλλιεργώντας μια νέα γενιά επίδοξων αναγνωστών. Η συνεχής δημοτικότητα των μυθιστορημάτων και των μικρών ιστοριών του είναι τέτοια που δε σταμάτησαν ποτέ να εκδίδονται.
Ο Ντίκενς θεωρούταν ένας λογοτεχνικός κολοσσός της εποχής του. Η νουβέλα του 1843, «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία», παραμένει δημοφιλής και συνεχίζει να εμπνέει διασκευές σε κάθε καλλιτεχνικό είδος. Συχνά έχουν διασκευαστεί επίσης ο «Όλιβερ Τουίστ» και οι «Μεγάλες Προσδοκίες» και όπως αρκετά μυθιστορήματά του, επαναφέρουν μνήμες του Βικτωριανού Λονδίνου. Το μυθιστόρημα του 1859, «Ιστορία Δύο Πόλεων», που εξελίσσεται σε Λονδίνο και Παρίσι, είναι το πιο γνωστό του ιστορικό μυθιστόρημα. Η δουλειά του έχει επαινεθεί, για το ρεαλισμό της, την κωμωδία, του πεζογραφικό του ύφος, τους μοναδικούς χαρακτήρες και την κοινωνική κριτική, από συγγραφείς όπως ο Τζορτζ Γκίσινγκ, ο Τζορτζ Όργουελ, ο Λέων Τολστόι και ο Γκίλμπερτ Κηθ Τσέστερτον. Αντίθετα, ο Όσκαρ Ουάιλντ, ο Χένρι Τζέιμς και η Βιρτζίνια Γουλφ, τον επέκριναν για τη ντελικάτη συναισθηματικότητα, την απουσία ψυχολογικού βάθους και το χαλαρό πεζογραφικό ύφος. Ο όρος Ντικενσιανός έχει επικρατήσει για να περιγράψει φτωχές κοινωνικές συνθήκες ή αντιπαθείς χαρακτήρες στα όρια του κωμικού.
Ο Κάρολος Ντίκενς (πλήρες όνομα: Τσαρλς Τζον Χάφφαμ Ντίκενς) γεννήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1812, στο Νο.1 της οδού Μάιλ Έντ (πλέον Κομμέρσιαλ Ρόουντ 393), στο Λάντπορτ της νήσου Πόρτσι (Πόρτσμουθ). Ήταν το δεύτερο από τα οκτώ παιδιά του Τζον Ντίκενς (1785 - 1851) και της Ελίζαμπεθ Ντίκενς, το γένος Μπάρροου (1789 - 1863). Ο πατέρας του ήταν κλητήρας στο Ταμείο Ναύτου και ήταν προσωρινά τοποθετημένος στην περιοχή. Νονός του ήταν ο Κρίστοφερ Χάφφαμ, εξαρτύων του Βασιλικού Ναυτικού, τζέντλεμαν και η κεφαλή μιας εδραιωμένης φίρμας. Πιστεύεται ότι ο Χάφφαμ αποτελεί την έμπνευση για τον Πωλ Ντόμπυ, τον ιδιοκτήτη μιας ναυτιλιακής εταιρείας στο έργο του Ντίκενς: «Ντόμπυ και Υιός» του 1848.
Τον Ιανουάριο του 1815 ο Τζον Ντίκενς ανακλήθηκε στο Λονδίνο και η οικογένεια μετακόμισε στην οδό Νόρφολκ Στριτ, στη συνοικία Φιτσρόβια. Όταν ο Κάρολος ήταν τεσσάρων ετών, μετακόμισαν στο Σίρνες και από εκεί στο Τσέιτεϊμ, στο Κεντ, όπου έμειναν ώσπου ο Κάρολος έγινε 11 ετών. Η πρώιμη παιδική του ηλικία μοιάζει να ήταν ειδυλλιακή αν και ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του «ως ένα πολύ μικρό και όχι ιδιαίτερα καλομαθημένο παιδάκι»
Ο Κάρολος όπως και τα άλλα παιδιά της ηλικίας περνούσε αρκετό καιρό με δραστηριότητες εκτός σπιτιού, αλλά ταυτόχρονα ήταν βιβλιοφάγος. Λάτρευε τα πικαρέσκα *μυθιστορήματα, όπως αυτά του Τομπάιας Σμόλετ και του Χένρυ Φήλντινγκ, καθώς και τον Ροβινσώνα Κρούσο και τον Ζυλ Μπλας. Διάβαζε και ξαναδιάβαζε τις «Χίλιες και Μία Νύχτες» και το επτάτομο έργο "Collection of Farces and Afterpieces" της Ελίζαμπεθ Ίντσμπαλντ. Η εξαιρετική μνήμη που διέθετε, του επέτρεπε να διατηρεί ζωηρές αναμνήσεις της παιδικής του ηλικίας, όπως και μνήμες χαρακτήρων και γεγονότων, στοιχείο που χρησιμοποίησε στο λογοτεχνικό του έργο. Η σύντομη εργασία του πατέρα του ως κλητήρα στο Ταμείο Ναύτου, του επέτρεψε την ολιγοετή πολυτέλεια ιδιωτικής εκπαίδευσης, αρχικά υπό δασκάλα και αργότερα στο Τσέιτεϊμ, υπό τον Ουίλλιαμ Γκάιλς, ένα σχισματικό.
Αυτή η περίοδος έληξε απότομα τον Ιούνιο του 1822, όταν ο Τζον Ντίκενς ανακλήθηκε στα κεντρικά του Ταμείου Ναύτου στον Οίκο Σόμερσετ και ακολούθως όλη η οικογένεια, εκτός του Καρόλου, που έμεινε πίσω για να τελειώσει τις εξετάσεις του, μετακόμισε στο Κάμντεν, στο Λονδίνο. Η οικογένεια εγκατέλειψε το Κεντ, με χρέη που συσσωρεύονταν ραγδαία και καθώς ο Τζον δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στα έξοδά του, ο δανειστής του, ένας αρτοποιός, τον κυνήγησε για ένα χρέος 40 λιρών και τον έριξε στη φυλακή του Μάρσαλσι, στο Σάουθγουορκ, στο Λονδίνο, το 1824. Η σύζυγός του και τα νεαρότερα αδέλφια του Καρόλου, ακολούθησαν τον πατέρα τους στη φυλακή, όπως συνηθιζόταν για τους φτωχότερους οφειλέτες, καθώς δεν μπορούσαν να τους προσφέρουν αλλιώς στέγη και τροφή. Ο Κάρολος, δώδεκα πλέον ετών, διέμενε με την Ελίζαμπεθ Ρόυλανς, οικογενειακή φίλη, στο Κόλλετζ Πλέις 112, στο Κάμντεν. Η Ρόυλανς ήταν «μια φτωχή γριά, γνωστή στην οικογένειά μας», την οποία ο Ντίκενς απαθανάτισε με «μερικές μικροαλλαγές και ωραιοποιήσεις», ως «κα. Πίπκιν» στο μυθιστόρημα «Ντόμπυ και Υιός». Αργότερα, διέμεινε στη σοφίτα του σπιτιού ενός δικαστικού κλητήρα, του Άρτσιμπαλντ Ράσσελ, «ενός παχουλού, καλοκάγαθου και ευγενικού γερο-τζέντλεμαν ... με σύζυγο μια ήσυχη γριούλα» και το χωλό γιο τους, στην Λαντ Στριτ στο Σάουθγουορκ. Παρείχαν στον Κάρολο την έμπνευση για τους Γκάρλαντς στο Παλαιοπωλείο (The old curiosity shop).
Περνούσε τις Κυριακές του στη φυλακή του Μάρσαλσι, για να βλέπει τον πατέρα του, μαζί με την αδερφή του Φράνσις, που ήταν ελεύθερη από τη μελέτη της στη Βασιλική Μουσική Ακαδημία[24]. Ο Ντίκενς αργότερα χρησιμοποίησε τη φυλακή ως το περιβάλλον του μυθιστορήματος «Η μικρή Ντόρριτ». Ο Ντίκενς σε ηλικία δεκαπέντε ετών αναγκάστηκε να διακόψει το σχολείο για να πληρώσει τα έξοδα στέγασής του, για να βοηθήσει την οικογένειά του και στην αποπληρωμή χρέους του πατέρα του. Εργαζόταν σε δεκάωρες βάρδιες στην αποθήκη βερνικιών παπουτσιών του Γουώρρεν, στα Χάνγκερφορντ Στερς, κοντά στο σημερινό σιδηροδρομικό σταθμό του Τσάρινγκ Κρος. Έβγαζε μόλις 6 σελίνια την εβδομάδα κολλώντας ετικέτες σε βαζάκια με βερνίκι παπουτσιών. Οι κουραστικές και συχνά απάνθρωπες εργασιακές συνθήκες έμειναν βαθιά χαραγμένες στη μνήμη του Ντίκενς και επηρέασαν το λογοτεχνικό του έργο αλλά και τα δοκίμιά του. Αυτή η εμπειρία αποτελούσε το θεμέλιο για το ενδιαφέρον του στις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες και τις συμβάσεις εργασίας, την αυστηρότητα των οποίων επωμίζονταν αδίκως οι φτωχοί. Αργότερα, έγραψε χαρακτηριστικά: «... πόσο εύκολα θα μπορούσα να είχα παρασυρθεί σε τόσο νεαρή ηλικία». Χαρακτηριστικά διηγούνταν στο βιογράφο του Τζον Φόρστερ (από το The Life of Charles Dickens):
Η αποθήκη βερνικιών ήταν το τελευταίο κτίριο στην αριστερή πλευρά του δρόμου, στην παλιά συνοικία των Χάνγκερφορντ Στερς. Επρόκειτο για ένα χαοτικό, ετοιμόρροπο παλιό οίκημα, που ρύπαινε τον ποταμό με τα απόβλητά του και είχε κυριολεκτικά κατακλυστεί από τους αρουραίους. Τα δωμάτια με τις ξύλινες επενδύσεις, τα σάπια πατώματα, η ετοιμόρροπη σκάλα και οι γκρίζοι γερο-αρουραίοι, που εφορμούσαν στα κελλάρια, τα σκουξίματα και γρατσουνίσματά τους να ηχούν από τις σκάλες όλη την ώρα, όπως και η βρωμιά και η αποσύνθεση του μέρους, είναι ξεκάθαρα ακόμη μπροστά μου, σα να βρισκόμουν και πάλι εκεί. Το λογιστήριο βρισκόταν στον πρώτο όροφο, έχοντας μια εποπτική άποψη του ποταμού και των φορτηγίδων κάρβουνου. Εκεί υπήρχε μια εσοχή, όπου ήταν το πόστο εργασίας μου. Αντικείμενο εργασίας μου ήταν να καλύπτω τα δοχεία με το βερνίκι: Πρώτα, με ένα φύλλο λαδόχαροτυ και μετά με ένα κομμάτι μπλε χαρτιού. Μετά τα έδενα με σπάγγο και στο τέλος έκοβα κοντά και ταιριαστά το χαρτί, γύρω από το στόμιο, έτσι που έμοιαζε με δοχείο αλοιφής, που έβρισκε κανείς σε φαρμακείο. Όταν ολοκλήρωνα ένε συγκεκριμένο αριθμό πακεταρισμένων δοχείων, κολλούσα στο καθένα μια τυπωμένη ετικέτα και ξανάρχιζα από την αρχή. Δύο ή τρία άλλα αγόρια είχαν ανάλογα καθήκοντα στο ισόγειο με παρόμοιο μισθό. Ένα από αυτά, φορώντας μια κουρελιασμένη ποδιά και ένα χάρτινο καπέλο, ήρθε το πρωί της πρώτης μου Δευτέρας στην αποθήκη και μου έδειξε το κόλπο, με το οποίο έσφιγγε το σπάγγο και έδενε τον κόμπο. Ονομαζόταν Μπομπ Φάγκιν και πολύ αργότερα, λογοτεχνική αδεία, δανείστηκα το όνομά του στο μυθιστόρημα Όλιβερ Τουίστ.
Όταν η αποθήκη μετακινήθηκε στην οδό Χάντος στην πολυάσχολη περιοχή του Κόβεντ Γκάρντεν, τα αγόρια εργάζονταν σε ένα δωμάτιο, που το παράθυρο φαινόταν από το δρόμο. Έτσι, συγκεντρώνονταν ένα μικρό κοινό στο δρόμο που τους παρακολουθούσε να εργάζονται. Κατ' εκτίμηση του βιογράφου του Ντίκενς, του Σάιμον Κάλλοου, η εργασία τους σε κοινή θέα ήταν «μια ακόμη εξέλιξη που επέτεινε τη μιζέρια του».
Ο θάνατος της Ελίζαμπεθ Ντίκενς, γιαγιάς του Τζον Ντίκενς από τη μεριά του πατέρα του, απροσδόκητα κληροδότησε στον φυλακισμένο Τζον Ντίκενς 450 λίρες. Εν αναμονή της απόδοσης της κληρονομιάς, ο πατέρας του Καρόλου Ντίκενς αποφυλακίστηκε λίγους μήνες μετά τον εγκλεισμό του. Σύμφωνα με το Δίκαιο των Αρρύθμιστων Οφειλετών, ο Τζον Ντίκενς συμφώνησε την εξόφληση των χρεών του, στους πιστωτές του και έτσι η οικογένεια του έφυγε από τη φυλακή του Μάρσαλσι, αναζητώντας στέγη στο σπίτι της κυρίας Ρόιλανς.
Η μητέρα του Καρόλου, η Ελίζαμπεθ Ντίκενς, δε στήριξε την άμεση αποχώρηση του γιου της από την αποθήκη βερνικιών. Αυτή η στάση επηρέασε βαθύτατα τον Κάρολο και τον ώθησε να διαμορφώσει την άποψη ότι ο πατέρας πρέπει να παίρνει τις αποφάσεις στην οικογένεια και ότι η μητέρα πρέπει να βρει το ρόλο της, περιορισμένη στα καθήκοντα του σπιτιού: «Ποτέ μετά δεν ξέχασα, δε θα ξεχάσω, δεν μπορώ να ξεχάσω, ότι η μητέρα μου ήταν θετική, στο ενδεχόμενο επιστροφής μου στη βιοτεχνία βερνικιών». Η αδυναμία της μητέρας του να ανταποκριθεί στη θέλησή του για αποδέσμευση από το εργοστάσιο βερνικών, ήταν καταλυτικός παράγοντας για την πικρία του απέναντι στις γυναίκες.
Η δίκαιη αγανάκτηση που πήγαζε από την προσωπική του κατάσταση και από τις συνθήκες ζωής των ανθρώπων της εργατικής τάξης έγινε ένα από τα κεντρικά θέματα του λογοτεχνικού του έργου και αυτήν τη δυστυχισμένη περίοδο της νιότης του υπενθυμίζει, στην αγαπητή και πιο αυτοβιογραφική του νουβέλα, τον Ντέιβιντ Κόππερφιλντ: «Δεν είχα καμία συμβουλή, καμία δεύτερη γνώμη, καμία ενθάρρυνση, καμία παρηγοριά, καμία βοήθεια, καμία υποστήριξη, κανενός είδους, από κανέναν, όσο μπορώ να θυμηθώ, όσο και ελπίζω να πάω στον Παράδεισο!».
Αφού ο Κάρολος Ντίκενς απαλλάχθηκε από τη δουλειά που μισούσε, εστάλη στην Ακαδημία του Οίκου Γουέλινγκτον στην πόλη του Κάμντεν, όπου παρέμεινε δύο χρόνια, ως το Μάρτιο του 1827. Δεν το θεωρούσε καλό σχολείο: «Πολλή από τη χαοτική, ανοργάνωτη διδασκαλία και την έλλειψη πειθαρχίας που τονίζονταν περαιτέρω από τη σαδιστική βιαιότητα του διευθυντή, τους ελεεινούς κλητήρες και τη γενική ατμόσφαιρα αποσάθρωσης, ενσωματώνονται στο έργο Ντέιβιντ Κόππερφιλντ, στην επιχείρηση του κου Κρικλ».
Ο Ντίκενς εργάστηκε στο νομικό γραφείο των Έλλις και Μπλακμορ, δικηγόρων στο δικαστήριο επί της διασταύρωσης των οδών Χόλμπορν και Γκρέι Ινν, ως βοηθός κλητήρα από το Μάιο 1827 ως το Νοέμβριο του 1928. Είχε το χάρισμα του μίμου και μπορούσε να υποδυθεί πρόσωπα από το περιβάλλον του: πελάτες, δικηγόρους και κλητήρες. Ήταν φανατικός θεατρόφιλος. Ισχυρίζονταν ότι για τουλάχιστον τρία χρόνια παρακολουθούσε καθημερινά θεατρικές παραστάσεις. Ο αγαπημένος του ηθοποιός ήταν ο Τσαρλς Μάθιους και ο Ντίκενς είχε αποστηθίσει τους πολυμονολόγους του (φάρσες στις οποίες ο Μάθιους υποδυόταν όλους τους χαρακτήρες). Ακολούθως, έχοντας μάθει στενογραφία βάσει του συστήματος Γκέρνεϊ στον ελεύθερο χρόνο του, εγκατέλειψε τη δουλειά του κλητήρα για να ασχοληθεί με τη δημοσιογραφία. Ένας μακρινός συγγενής, ο Τόμας Κάρλτον, ήταν ανεξάρτητος ανταποκριτής σε υποθέσεις αστικού δικαίου και έτσι ο Ντίκενς κατόρθωσε να λάβει θέση στο ακροατήριο, ώστε να εργαστεί ως ανταποκριτής, καλύπτοντας τα νομικά τεκταινόμενα για σχεδόν τέσσερα χρόνια. Αυτή η προϋπηρεσία είναι εμφανής στα έργα του «Νίκολας Νίκλμπι», «Ντόμπυ & Υιός» και ιδιαίτερα στο έργο «Ο Ζοφερός Οίκος». Η ζωντανή αναπαράσταση των μηχανορραφιών και της γραφειοκρατίας του νομικού συστήματος, διαφώτισαν το κοινό και λειτούργησαν ως όχημα διασποράς των αντιλήψεων του Ντίκενς, σχετικά με το βαρύ φορτίο που επωμίζονταν οι άποροι, που αναγκάζονταν λόγω συνθηκών να καταφύγουν στο Νόμο. Κανείς άλλος ανταποκριτής στο Λονδίνο δεν μπορούσε να συγκριθεί με τον Κάρολο Ντίκενς στην ακρίβεια και στην ταχύτητα των ειδήσεων.
Το 1830 ο Ντίκενς γνώρισε την πρώτη του αγάπη, τη Μαρία Μπίτνελλ, η οποία θεωρείται ότι αποτέλεσε το πρότυπο για το χαρακτήρα της Ντόρα στο έργο Ντέιβιντ Κόπερφιλντ. Οι γονείς της Μαρίας όμως, δεν το ενέκριναν για την κόρη τους και διέκοψαν τη σχέση τους, στέλνοντάς την σε σχολείο στο Παρίσι.
Δημοσιογραφία και πρώτα μυθιστορήματα
Το 1832, στην ηλικία των 20 ετών, ο Ντίκενς ήταν δραστήριος και η αυτοπεποίθησή του ολοένα και αυξανόταν. Απολάμβανε τις μιμήσεις και την ψυχαγωγία που ήταν δημοφιλής στην εποχή του, δε διέθετε ούτε ξεκάθαρη ούτε συγκεκριμένη άποψη του τι ήθελε να γίνει και παρόλα αυτά γνώριζε ότι επιθυμούσε φήμη. Με το θέατρο να του ασκεί έλξη - έγινε ένα από τα πρώτα μέλη της λέσχης Γκάρρικ - κατόρθωσε να συμμετέχει σε διανομή ρόλου ηθοποιού στο Κόβεντ Γκάρντεν, όπου ο διαχειριστής Τζωρτζ Μπράντλεϊ και ο ηθοποιός Τσαρλς Κεμπλ θα τον αξιολογούσαν. Ο Ντίκενς προετοιμάστηκε ενδελεχώς και αποφάσισε να μιμηθεί τον κωμικό Τσαρλς Μάθιους, αλλά τελικά έχασε την ακρόαση εξαιτίας ενός κρυολογήματος. Πριν προκύψει άλλη ευκαιρία, είχε ήδη ξεκινήσει τη συγγραφική του καριέρα. Το 1833 απέστειλε την πρώτη του ιστορία ("A Dinner at Poplar Walk") στο Λονδρέζικο περιοδικό Μηναίο Περιοδικό (Monthly Magazine)[39]. Ο Γουίλιαμ Μπάρροου, θείος του από την πλευρά της μητέρας του, του πρόσφερε εργασία στον «Καθρέπτη της Βουλής» (The Mirror of Parliament) και εργάστηκε στη Βουλή των Κοινοτήτων του Ηνωμένου Βασιλείου για πρώτη φορά στις αρχές του 1832. Νοίκιασε δωμάτιο στο πανδοχείο του Φέρνιβαλ και εργάστηκε ως πολιτικός ανταποκριτής, δημοσιογραφώντας για τις αντιδικίες του Κοινοβουλίου του Ηνωμένου Βασιλείου, ενώ ταξίδεψε σε αρκετά μέρη της Βρετανίας για να καλύψει εκλογικές εκστρατείες για λογαριασμό του «Πρωινού Χρονικού» (Morning Chronicle). Η δημοσιογραφία του, υπό τη μορφή σχεδιαγραμμάτων σε περιοδικά, αποτέλεσε την πρώτη ανθολογία διηγημάτων του, που δημοσιεύτηκε το 1836 υπό τον τίτλο «Σκιαγραφήματα του Μποζ» (Sketches by Boz), όπου το Μποζ ήταν οικογενειακό υποκοριστικό που ο ίδιος χρησιμοποιούσε ως ψευδώνυμο για μερικά χρόνια. Ο Ντίκενς το υιοθέτησε από το ψευδώνυμο Μωυσής, που είχε προσδώσει στο νεότερο αδελφό του, Αύγουστο Ντίκενς, βάσει ενός χαρακτήρα του έργου «Ο Βικάριος του Γουέικφιλντ» του Όλιβερ Γκόλντσμιθ. Οποτεδήποτε το πρόφερε κάποιος με κρυολόγημα, το «Μόουζεζ» μετατρέπονταν σε «Μπόουζεζ», που αργότερα συντμήθηκε σε «Μποζ». Ένας κριτικός λογοτεχνίας της εποχής του έγραψε το 1849: «Ο κος Ντίκενς, σαν να ήθελε να πάρει εκδίκηση για το περίεργο όνομά του, αποδίδει ακόμη πιο περίεργα ονόματα στις φανταστικές δημιουργίες του». Συνεισέφερε και επιμελήθηκε περιοδικά καθ' όλη τη διάρκεια της λογοτεχνικής του καριέρας. Τον Ιανουάριο του 1935 το «Πρωινό Χρονικό» εξέδωσε μια εσπερινή έκδοση υπό την επιμέλεια του κριτικού μουσικής της εφημερίδας, Τζόρτζ Χόγκαρθ. Ο Χόγκαρθ κάλεσε τον Ντίκενς να συνεισφέρει με Σκιαγραφήματα Δρόμου. Αυτός έγινε τακτικός επισκέπτης στο σπίτι του πρώτου στο Φούλαμ, καθώς η αγάπη του Χόγκαρθ για τον Γουόλτερ Σκοτ, γνωστό Σκωτσέζο λογοτέχνη και κοινό ήρωα των δύο αντρών, του διέγειρε το ενδιαφέρον, ενώ απολάμβανε την παρέα των τριών θυγατέρων του Χόγκαρθ, της Τζορτζίνα, της Μαίρη και της δεκαεννιάχρονης Κάθριν.
Στις διαθέσιμες ώρες του έγραφε διηγήματα, βάζοντας μέσα τα πρόσωπα που γνώριζε, τους ανθρώπους που συναντούσε στο δρόμο και τους τύπους που δημιουργούσε με τη γόνιμη φαντασία του, εμφυσώντας στον καθένα τη γνώριμη πνοή του Ντίκενς. Την ίδια χρονιά, ένα άλλο από τα διηγήματά του δημοσιεύθηκε και αποτέλεσε την εκκίνηση της σταδιοδρομίας που επρόκειτο να δικαιώσει τη βαθιά πεποίθηση που είχε από τα πρώτα του παιδικά χρόνια ότι επρόκειτο να γίνει μεγάλος. Το Μάρτιο του 1836 κυκλοφόρησαν τα "Χαρτιά του Πίκγουικ", που έγιναν ανάρπαστα από το αναγνωστικό κοινό. Μετά εκδόθηκε ο "Όλιβερ Τουίστ", εμπνευσμένος από όσα είχε δει και γνωρίσει ο Ντίκενς στις περιοδείες του ως ανταποκριτής εφημερίδος.
Κατά τη διάρκεια των πρώτων αυτών επιτυχιών του, ο Ντίκενς είχε παντρευτεί την Αικατερίνη Χόγκαρθ και η οικογένειά του μεγάλωσε με γοργό ρυθμό καθώς απέκτησε εννέα παιδιά. Τα οικονομικά του επίσης βελτιώθηκαν πολύ και συνεχώς άλλαζε σπίτι, το ένα πιο μεγάλο από το άλλο.
Η δημοτικότητα του Ντίκενς μεγάλωνε κι αυτή. Έγινε γνωστός στην Αμερική όσο ήταν και στην Αγγλία. Το 1842 διέσχισε τον Ατλαντικό και οι Αμερικανοί τον υποδέχθηκαν με τον χαρακτηριστικό ενθουσιασμό τους. Κι όμως, του νεαρού Ντίκενς οι Αμερικανοί τού φάνηκαν ακαλλιέργητοι και θορυβώδεις, μασούσαν καπνό, είχαν δούλους και δεν σέβονταν την ξένη πνευματική ιδιοκτησία. Δεν δίστασε καθόλου να εκφράσει τις απόψεις του και γυρίζοντας στην Αγγλία έγραψε τις όχι και τόσο κολακευτικές εντυπώσεις από την Αμερική στα "Αμερικάνικα Σημειώματα" (1842) και στο "Μάρτιν Τσάζλγουϊτ" (1843-1844). Το 1843 είχε εκδώσει τα "Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα" που γνώρισε πολύ μεγάλη επιτυχία, ενώ αργότερα ακολούθησε ο "Δαβίδ Κόπερφιλντ".
Ο "Δαβίδ Κόπερφιλντ" (1849-1850) είναι σχεδόν η αυτοβιογραφία του Ντίκενς. Στο έργο αυτό απαθανατίζει τον πατέρα του στο πρόσωπο του κ. Μικόμπερ, και τον εαυτό του στο πρόσωπο του Δαβίδ. Το 1859 εξέδωσε την "Ιστορία δύο πόλεων" και το 1860-1861 εξέδωσε σε σειρές τις "Μεγάλες Προσδοκίες".
Το 1867 μια πολύ δελεαστική προσφορά από την Αμερική τον έκανε να διασχίσει πάλι τον Ατλαντικό. Οι Αμερικανοί τον υποδέχθηκαν μ' ένα ενθουσιασμό άνευ προηγουμένου. Ξέχασαν τα όσα είχε γράψει κάποτε γι' αυτούς, αλλά κι αυτός αναίρεσε εκείνα τα λόγια του. Σ' ένα συμπόσιο που έκανε προς τιμήν του το Τυπογραφείο Ντελμόνικο της Νέας Υόρκης, έκανε μια πολύ εύγλωττη έκκληση για τη φιλία των δύο αγγλόφωνων λαών.
Το 1868 ο Ντίκενς επέστρεψε στην Αγγλία και δύο χρόνια αργότερα, το 1870, πέθανε στο Ρότσεστερ. Η σορός του τάφηκε στο Αββαείο του Γουεστμίνστερ.
* Πικαρέσκο μυθιστόρημα (ισπ.:"pícaro", αλήτης, άγριος, εξολοθρευτικός) ήταν ένα δημοφιλές λογοτεχνικό είδος μυθιστορήματος, συχνά με σατυρικό ύφος που περιέγραφε με ρεαλιστικό τρόπο και χιουμοριστικές λεπτομέρειες τις περιπέτειες του ήρωα που προέρχεται από μια κατώτερη τάξη, και τα παθήματά του μέσα σε μια πολυτάραχη και διεφθαρμένη κοινωνία.
Το είδος αυτό ξεκίνησε στην Ισπανία έχοντας τις ρίζες του στην αραβική λογοτεχνία, και άνθισε στην Ευρώπη τον 17ο και 18ο αιώνα.
Πορτρέτο του Τσαρλς Ντίκενς από τον Ουίλιαμ Πάουελ Φριθ
ΒΙΒΛΙΑ
Όλιβερ Τουίστ
Το Όλιβερ Τουίστ είναι το δεύτερο μυθιστόρημα που έγραψε ο Άγγλος μυθιστοριογράφος Κάρολος Ντίκενς. Το έργο εκδόθηκε το 1838 και είναι το πρώτο μυθιστόρημα που γράφτηκε στην αγγλική γλώσσα έχοντας ως πρωταγωνιστή ένα παιδί.
Ο Ντίκενς δήλωσε ότι: "με τις περιπέτειες και τη δυστυχισμένη ζωή του μικρού Όλιβερ, θέλησα ν' αποδείξω ότι το πνεύμα του καλού καταφέρνει πάντα να υπερνικά κάθε αντίξοη περίσταση και τελικά να θριαμβεύει".
Ο Όλιβερ Τουίστ ήταν ένα παιδί που γεννήθηκε μια νύχτα σε άσυλο. Η μητέρα του ερχόταν από μακριά, κανένας δεν ήξερε από πού. Η φτωχή γυναίκα ξεψύχησε αφού ζήτησε να τη δώσουν να φιλήσει το νεογέννητο. Ο μικρός Όλιβερ δεν είχε ούτε καν επίθετο. Του το έδωσε ο παιδονόμος, ο επιστάτης του φτωχοκομείου, ο άκαρδος κ. Μπαμπλ. Στα ορφανά που δεν είχαν όνομα τους έδινε επίθετα με αλφαβητική σειρά.
Τους πρώτους μήνες της ζωής του, ο Όλιβερ τούς πέρασε στο άσυλο των απόρων. Αργότερα τον έστειλαν στο σπίτι της κυρίας Μαν που έπαιρνε από τον Δήμο χρήματα για να μεγαλώνει τα ορφανά. Η ζωή στο σπίτι εκείνο ήταν φοβερή για τα παιδάκια. Το περίεργο δεν ήταν που πέθαιναν -και πέθαιναν αρκετά- αλλά που κατάφερναν να ζήσουν και να μεγαλώσουν με τα φαγητά που έτρωγαν και με τα κουρέλια που φορούσαν.
Στο σπίτι της κυρίας Μαν ο Όλιβερ έκλεισε τα 9 χρόνια του. Ήταν ένα παιδάκι χλωμό, αδύνατο, δειλό και πάντα τρομαγμένο. Στα 9 του χρόνια πήγε και το παρέλαβε από το ορφανοτροφείο της κας Μαν, ο επιστάτης του ασύλου, ο κ. Μπαμπλ. Οι Σύμβουλοι είχαν αποφασίσει ότι ο Όλιβερ έπρεπε ν' αρχίσει να εργάζεται.
Εκεί στο άσυλο των απόρων του Δήμου, ο Όλιβερ Τουίστ διέπραξε το πρώτο μεγάλο αμάρτημα της ζωής του. Ένα βράδυ, ο δυστυχής Όλιβερ Τουίστ είχε την κακή ιδέα να ζητήσει λίγο φαγητό από το μάγειρα. Ήταν κάτι το ανήκουστο, να ζητήσει κι άλλο φαγητό ένα ορφανό. Το Συμβούλιο αποφάσισε να απομακρύνει τον μικρό "αντάρτη" και "ταραχοποιό" από το άσυλο, αφού πρώτα διέταξε να τον κλείσουν στην απομόνωση.
Έτσι ο Όλιβερ δόθηκε μαθητευόμενος σ' έναν εργολάβο κηδειών, τον κ. Σάουερμπέρρυ (Sowerberry). Μα και στο σπίτι αυτό η ζωή του μικρού Όλιβερ ήταν μαρτυρική και ανυπόφορη. Ώσπου, μια μέρα, ο Τουίστ ξεκίνησε με τα πόδια για το Λονδίνο. Παντού ήταν μόνος, παντού ήταν αποδιωγμένος και αβοήθητος.
Ύστερα από πολλές μέρες ταξίδι με τα πόδια, έφτασε στα προάστια του Λονδίνου. Εκεί συναντήθηκε τυχαία μ' ένα νεαρό αλήτη, τον Τζακ Ντώουκις. Αυτός πρότεινε στον Όλιβερ να τον πάει στο Λονδίνο και να τον συστήσει σ' ένα "καλό γέρο" που... βοηθούσε τ' απροστάτευτα παιδάκια. Ο γέρος αυτός ήταν ο Φέιγκιν. Δουλειά του ήταν να μαζεύει αλητάκια και να τα εκπαιδεύει στην κλεψιά και την λωποδυσία.
Ο δρόμος που θα οδηγούσε στην καταστροφή ήταν πια ορθάνοιχτος μπροστά στο δυστυχισμένο ορφανό. Όμως ο Όλιβερ Τουίστ είχε μέσα του τα στοιχεία που κάνουν έναν καλόν και τίμιο άνθρωπο, γι' αυτό και μετά από πολλές περιπέτειες ο αγώνας του τελικά αμείφθηκε. Στο τέλος βρήκε την οικογένειά του.
Κοινωνικό πλαίσιο
Η Βρετανία του Ντίκενς ήταν μια χώρα μεγάλων αντιθέσεων. Υπήρχαν πάμπλουτοι αλλά και υπερβολικά φτωχοί. Ήταν μια περίοδος σνομπισμού κατά την οποία μονάχα τα άτομα που προέρχονταν από την αριστοκρατία ή από παλιές οικογένειες γνωρίζονταν μεταξύ τους.
Η απόκτηση χρημάτων ήταν σχεδόν θρησκεία στην Αγγλία του 19ου αιώνα. Έτσι πίσω ακριβώς από την υψηλή κοινωνία βρισκόταν ο κόσμος των πλούσιων επιχειρηματιών. Βασικές ιδιότητες αυτού του κόσμου ήταν ο σεβασμός, η σκληρή εργασία, η ευσέβεια και η νοικοκυροσύνη. Ο σεβασμός και η διακριτικότητα έφταναν στα όρια του γελοίου. Στα χρόνια της βασιλείας της Βικτωρίας ήταν ανάρμοστο να προφέρει κανείς τη λέξη "πόδια". Οι άντρες αντί γι' αυτά χρησιμοποιούσαν τη λέξη "εννοούμενα", ενώ ακόμα και τα πόδια των επίπλων ήταν σκεπασμένα με ύφασμα. Η σκληρή εργασία ήταν συνώνυμη με κουραστικές αγοραπωλησίες. Η νοικοκυροσύνη ήταν υπερβολική κι εκείνοι που κουραζόντουσαν γι' αυτή ήταν οι θηλυκοί υπήκοοι της Βικτωρίας. Η συναίσθηση του καθήκοντος ήταν ίσως πραγματική εκείνη την εποχή, ωστόσο συχνά συνδυάζονταν με άλλες ιδιότητες στις οποίες τα χρήματα και η εξουσία έπαιζαν μεγάλο ρόλο.
Υπήρχαν φυσικά και αξιοσημείωτες εξαιρέσεις, αλλά γενικά οι άνθρωποι αυτού του κόσμου φαίνεται να ήταν άσπλαχνοι και αναίσθητοι. Αυτή η νοοτροπία είχε την αντανάκλασή της παντού όπου μοχθούσε ο εργατικός κόσμος. Εργάτες, παιδιά σκλάβων, υποσιτιζόμενοι μαθητευόμενοι, καπνοδοχοκαθαριστές, άνθρωποι που δούλευαν στα σπίτια τους και τυφλωνόντουσαν από την πείνα, ήταν οι φρικτές εικόνες της εποχής. Πραγματικά, εκείνο τον καιρό οι περισσότερες οικογένειες της εργατικής τάξης αγωνιζόντουσαν σκληρά για να κερδίσουν το ψωμί τους και πολλές απ' αυτές ζούσαν μέσα μέσα στη βρωμιά των φτωχοσυνοικιών.
Οι φυλακισμένοι εξακολουθούσαν να στέλνονται στην Αυστραλία υπό φοβερές συνθήκες. Το σύστημα των εγχώριων φυλακών ήταν λίγο καλύτερο, αλλά η φυλάκιση σε πλοία-φυλακές ήταν χειρότερη. Αν δεν είχε κάποιος δουλειά, ήταν καταδικασμένος να πεθάνει. Στο Λονδίνο υπήρχαν τουλάχιστον 50.000 άνθρωποι που δεν είχαν που να κοιμηθούν και που ζούσαν από τη ζητιανιά.
Οι φτωχοί των επαρχιών ζούσαν κάπως καλύτερα από τους φτωχούς της πόλης. Πάντως τα παιδιά τους ήταν υποχρεωμένα να δουλεύουν από μικρά για να μην πεθάνουν αυτά και οι οικογένειές τους από την πείνα. Αλλά όσο σκληρά κι αν εργάζονταν κέρδιζαν πολύ λίγα και οι περισσότεροι εργάτες που δούλευαν σε φάρμες κυνηγούσαν λαθραία για να χορτάσουν την πείνα τους, παρά τους αυστηρούς νόμους και τις σκληρές παγίδες που στήνονταν για τους λαθροκυνηγούς. Φυσικά υπήρχαν και εδώ εξαιρέσεις, αλλά πάντως σ' ολόκληρη τη χώρα οι κτηματίες και οι φεουδάρχες, που κυβερνούσαν τα χωριά, μεταχειριζόντουσαν τους εργάτες τους κάπως καλύτερα από τους προγόνους τους της Μεσαιωνικής εποχής. Και το παράδειγμα των πόλεων το ακολουθούσαν και οι γείτονές τους. Υπήρχαν βέβαια και καλόκαρδοι άνθρωποι, όμως γενικά οι κτηματίες, οι νοικοκυραίοι, ακόμα και οι κληρικοί και όλοι οι άλλοι που είχαν οικονομική άνεση, φαίνεται πως έδιναν περισσότερη αξία στα σπορ παρά στις ανθρώπινες ζωές.
Πολλοί μεγάλοι μεταρρυθμιστές εμφανίστηκαν σ' όλη τη χώρα, αλλά η φωνή εκείνων που είχαν χρήματα κι εξουσία ήταν δυνατότερη. Επέμειναν πως ήταν ανάγκη να εργάζονται και τα παιδιά, γιατί χωρίς αυτά η χώρα θα καταστρεφόταν καθώς τα πρώτα χρόνια που φάνηκαν οι μηχανές και υπήρχε μεγάλος συναγωνισμός με το εξωτερικό, έπρεπε τα ημερομίσθια να κρατηθούν σε χαμηλό επίπεδο. Με τα μάτια της σημερινής εποχής βλέπουμε ότι η φτώχεια των μαζών σ' ένα φόντο αυξανόμενης ευημερίας ήταν το πιο συνταρακτικό χαρακτηριστικό της πλειονότητας του 19ου αιώνα.
Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/