Τσαρλς Ντίκενς ( 7 Φεβρουαρίου 1812 - 9 Ιουνίου 1870 )

 

Ο Κάρολος Ντίκενς, ορθότερα Τσαρλς Ντίκενς (Charles Dickens, 7 Φεβρουαρίου 1812 - 9 Ιουνίου 1870) ήταν Άγγλος μυθιστοριογράφος. 
Ο Κάρολος Ντίκενς υπήρξε ένας από τους πιο διάσημους Άγγλους μυθιστοριογράφους και κριτικούς της κοινωνίας. Επινόησε ορισμένους από τους γνωστότερους διεθνώς φανταστικούς χαρακτήρες και θεωρείται από πολλούς ως ο σπουδαιότερος συγγραφέας της Βικτωριανής Εποχής. Τα έργα του έχαιραν άνευ προηγουμένου δημοτικότητας κατά τη διάρκεια της ζωής του, ενώ αυτή η δημοφιλία διατηρείται και σήμερα τόσο για τα μυθιστορήματα όσο και για τα διηγήματά του. Οι κριτικοί της λογοτεχνίας του 20ου αιώνα όπως και οι ακαδημαϊκοί τον έχουν αναγνωρίσει ως μια λογοτεχνική διάνοια.
Ο Ντίκενς γεννήθηκε στο Πόρτσμουθ. Αφού ο πατέρας του φυλακίστηκε λόγω χρεών, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο για να εργαστεί σε εργοστάσιο. Παρά την απουσία επίσημης εκπαίδευσης, αναδείχθηκε σε ακούραστο επιστολογράφο, ενώ επιμελούνταν συντακτικά μια εβδομαδιαία έκδοση για 20 χρόνια. Έγραψε 15 μυθιστορήματα, 5 νουβέλες, εκατοντάδες διηγήματα και μη λογοτεχνικά άρθρα. Έδωσε έναν εκτεταμένο αριθμό διαλέξεων και ήταν στρατευμένος υπέρ των δικαιωμάτων των παιδιών, της εκπαίδευσης και άλλων κοινωνικών μεταρρυθμίσεων. 
Η λογοτεχνική επιτυχία του Ντίκενς ξεκίνησε με το λογοτεχνικό του ντεμπούτο, «Τα έγγραφα του Πίκγουικ», μια ιστορία που άρχισε να εκδίδεται το 1836, σε μηνιαίες συνέχειες. Σε λίγα χρόνια είχε μετατραπεί σε διεθνή λογοτεχνική διασημότητα, γνωστής για το χιούμορ, τη σάτιρά της και τη διορατική ματιά της στους χαρακτήρες και την κοινωνία. Τα μυθιστορήματά του, εκδίδονταν σε μηνιαίες ή εβδομαδιαίες συνέχειες, πρωτοπορώντας στο εκδοτικό οικοσύστημα της λογοτεχνίας, που τελικά έγινε ο κανόνας της Βικτωριανής εποχής. Αυτή η συγγραφική πρακτική επέτρεπε στον Ντίκενς να σφυγμομετρεί την απόκριση του κοινού και ακολούθως τροποποιούσε την πλοκή και την ανάπτυξη του χαρακτήρα, για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των αναγνωστών του. Για παράδειγμα, όταν ο ποδίατρος της συζύγου του εξέφρασε τη δυσφορία του για τον τρόπο που η δεσποινίς Μάουτσερ αντιλαμβάνεται τις αναπηρίες της στον Ντέηβιντ Κόπερφιλντ, ο Ντίκενς της προσέδωσε θετικά χαρακτηριστικά, ανυψώνοντάς τη στα μάτια του αναγνώστη. Επεξεργάζονταν προσεκτικά την πλοκή και εισήγαγε στη διήγησή του συχνά στοιχεία που αφορούσαν σε τοπικά ζητήματα. Η πρακτική της συγγραφής σε συνέχειες προσέδωσε στις ιστορίες του ένα συγκεκριμένο ρυθμό, ο οποίος τονιζόταν από δραματικές στιγμές με αποτέλεσμα το κοινό να περιμένει με ανυπομονησία τη συνέχεια του μυθιστορήματος. Πλήθη φτωχών αναλφάβητων πλήρωναν μισόλιρα σε εγράμματους για να τους διαβάσουν τις μηνιαίες συνέχειες, καλλιεργώντας μια νέα γενιά επίδοξων αναγνωστών. Η συνεχής δημοτικότητα των μυθιστορημάτων και των μικρών ιστοριών του είναι τέτοια που δε σταμάτησαν ποτέ να εκδίδονται.
Ο Ντίκενς θεωρούταν ένας λογοτεχνικός κολοσσός της εποχής του. Η νουβέλα του 1843, «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία», παραμένει δημοφιλής και συνεχίζει να εμπνέει διασκευές σε κάθε καλλιτεχνικό είδος. Συχνά έχουν διασκευαστεί επίσης ο «Όλιβερ Τουίστ» και οι «Μεγάλες Προσδοκίες» και όπως αρκετά μυθιστορήματά του, επαναφέρουν μνήμες του Βικτωριανού Λονδίνου. Το μυθιστόρημα του 1859, «Ιστορία Δύο Πόλεων», που εξελίσσεται σε Λονδίνο και Παρίσι, είναι το πιο γνωστό του ιστορικό μυθιστόρημα. Η δουλειά του έχει επαινεθεί, για το ρεαλισμό της, την κωμωδία, του πεζογραφικό του ύφος, τους μοναδικούς χαρακτήρες και την κοινωνική κριτική, από συγγραφείς όπως ο Τζορτζ Γκίσινγκ, ο Τζορτζ Όργουελ, ο Λέων Τολστόι και ο Γκίλμπερτ Κηθ Τσέστερτον. Αντίθετα, ο Όσκαρ Ουάιλντ, ο Χένρι Τζέιμς και η Βιρτζίνια Γουλφ, τον επέκριναν για τη ντελικάτη συναισθηματικότητα, την απουσία ψυχολογικού βάθους και το χαλαρό πεζογραφικό ύφος. Ο όρος Ντικενσιανός έχει επικρατήσει για να περιγράψει φτωχές κοινωνικές συνθήκες ή αντιπαθείς χαρακτήρες στα όρια του κωμικού.

Ο Κάρολος Ντίκενς (πλήρες όνομα: Τσαρλς Τζον Χάφφαμ Ντίκενς) γεννήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1812, στο Νο.1 της οδού Μάιλ Έντ (πλέον Κομμέρσιαλ Ρόουντ 393), στο Λάντπορτ της νήσου Πόρτσι (Πόρτσμουθ). Ήταν το δεύτερο από τα οκτώ παιδιά του Τζον Ντίκενς (1785 - 1851) και της Ελίζαμπεθ Ντίκενς, το γένος Μπάρροου (1789 - 1863). Ο πατέρας του ήταν κλητήρας στο Ταμείο Ναύτου και ήταν προσωρινά τοποθετημένος στην περιοχή. Νονός του ήταν ο Κρίστοφερ Χάφφαμ, εξαρτύων του Βασιλικού Ναυτικού, τζέντλεμαν και η κεφαλή μιας εδραιωμένης φίρμας. Πιστεύεται ότι ο Χάφφαμ αποτελεί την έμπνευση για τον Πωλ Ντόμπυ, τον ιδιοκτήτη μιας ναυτιλιακής εταιρείας στο έργο του Ντίκενς: «Ντόμπυ και Υιός» του 1848.
Τον Ιανουάριο του 1815 ο Τζον Ντίκενς ανακλήθηκε στο Λονδίνο και η οικογένεια μετακόμισε στην οδό Νόρφολκ Στριτ, στη συνοικία Φιτσρόβια. Όταν ο Κάρολος ήταν τεσσάρων ετών, μετακόμισαν στο Σίρνες και από εκεί στο Τσέιτεϊμ, στο Κεντ, όπου έμειναν ώσπου ο Κάρολος έγινε 11 ετών. Η πρώιμη παιδική του ηλικία μοιάζει να ήταν ειδυλλιακή αν και ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του «ως ένα πολύ μικρό και όχι ιδιαίτερα καλομαθημένο παιδάκι»
Ο Κάρολος όπως και τα άλλα παιδιά της ηλικίας περνούσε αρκετό καιρό με δραστηριότητες εκτός σπιτιού, αλλά ταυτόχρονα ήταν βιβλιοφάγος. Λάτρευε τα πικαρέσκα *μυθιστορήματα, όπως αυτά του Τομπάιας Σμόλετ και του Χένρυ Φήλντινγκ, καθώς και τον Ροβινσώνα Κρούσο και τον Ζυλ Μπλας. Διάβαζε και ξαναδιάβαζε τις «Χίλιες και Μία Νύχτες» και το επτάτομο έργο "Collection of Farces and Afterpieces" της Ελίζαμπεθ Ίντσμπαλντ. Η εξαιρετική μνήμη που διέθετε, του επέτρεπε να διατηρεί ζωηρές αναμνήσεις της παιδικής του ηλικίας, όπως και μνήμες χαρακτήρων και γεγονότων, στοιχείο που χρησιμοποίησε στο λογοτεχνικό του έργο. Η σύντομη εργασία του πατέρα του ως κλητήρα στο Ταμείο Ναύτου, του επέτρεψε την ολιγοετή πολυτέλεια ιδιωτικής εκπαίδευσης, αρχικά υπό δασκάλα και αργότερα στο Τσέιτεϊμ, υπό τον Ουίλλιαμ Γκάιλς, ένα σχισματικό.

Αυτή η περίοδος έληξε απότομα τον Ιούνιο του 1822, όταν ο Τζον Ντίκενς ανακλήθηκε στα κεντρικά του Ταμείου Ναύτου στον Οίκο Σόμερσετ και ακολούθως όλη η οικογένεια, εκτός του Καρόλου, που έμεινε πίσω για να τελειώσει τις εξετάσεις του, μετακόμισε στο Κάμντεν, στο Λονδίνο. Η οικογένεια εγκατέλειψε το Κεντ, με χρέη που συσσωρεύονταν ραγδαία και καθώς ο Τζον δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στα έξοδά του, ο δανειστής του, ένας αρτοποιός, τον κυνήγησε για ένα χρέος 40 λιρών και τον έριξε στη φυλακή του Μάρσαλσι, στο Σάουθγουορκ, στο Λονδίνο, το 1824. Η σύζυγός του και τα νεαρότερα αδέλφια του Καρόλου, ακολούθησαν τον πατέρα τους στη φυλακή, όπως συνηθιζόταν για τους φτωχότερους οφειλέτες, καθώς δεν μπορούσαν να τους προσφέρουν αλλιώς στέγη και τροφή. Ο Κάρολος, δώδεκα πλέον ετών, διέμενε με την Ελίζαμπεθ Ρόυλανς, οικογενειακή φίλη, στο Κόλλετζ Πλέις 112, στο Κάμντεν. Η Ρόυλανς ήταν «μια φτωχή γριά, γνωστή στην οικογένειά μας», την οποία ο Ντίκενς απαθανάτισε με «μερικές μικροαλλαγές και ωραιοποιήσεις», ως «κα. Πίπκιν» στο μυθιστόρημα «Ντόμπυ και Υιός». Αργότερα, διέμεινε στη σοφίτα του σπιτιού ενός δικαστικού κλητήρα, του Άρτσιμπαλντ Ράσσελ, «ενός παχουλού, καλοκάγαθου και ευγενικού γερο-τζέντλεμαν ... με σύζυγο μια ήσυχη γριούλα» και το χωλό γιο τους, στην Λαντ Στριτ στο Σάουθγουορκ. Παρείχαν στον Κάρολο την έμπνευση για τους Γκάρλαντς στο Παλαιοπωλείο (The old curiosity shop).

Σχέδιο από τον Φρεντ Μπέρναρντ 

του Καρόλου Ντίκενς 
να δουλεύει στο εργοστάσιο 
παραγωγής βερνικιών παπουτσιών, 
αφότου ο πατέρας του είχε φυλακιστεί
 στο Μάρσαλσι, όπως δημοσιεύτηκε
 στο έργο του 1892 του Φόρστερ Life of Dickens.

Περνούσε τις Κυριακές του στη φυλακή του Μάρσαλσι, για να βλέπει τον πατέρα του, μαζί με την αδερφή του Φράνσις, που ήταν ελεύθερη από τη μελέτη της στη Βασιλική Μουσική Ακαδημία[24]. Ο Ντίκενς αργότερα χρησιμοποίησε τη φυλακή ως το περιβάλλον του μυθιστορήματος «Η μικρή Ντόρριτ». Ο Ντίκενς σε ηλικία δεκαπέντε ετών αναγκάστηκε να διακόψει το σχολείο για να πληρώσει τα έξοδα στέγασής του, για να βοηθήσει την οικογένειά του και στην αποπληρωμή χρέους του πατέρα του. Εργαζόταν σε δεκάωρες βάρδιες στην αποθήκη βερνικιών παπουτσιών του Γουώρρεν, στα Χάνγκερφορντ Στερς, κοντά στο σημερινό σιδηροδρομικό σταθμό του Τσάρινγκ Κρος. Έβγαζε μόλις 6 σελίνια την εβδομάδα κολλώντας ετικέτες σε βαζάκια με βερνίκι παπουτσιών. Οι κουραστικές και συχνά απάνθρωπες εργασιακές συνθήκες έμειναν βαθιά χαραγμένες στη μνήμη του Ντίκενς και επηρέασαν το λογοτεχνικό του έργο αλλά και τα δοκίμιά του. Αυτή η εμπειρία αποτελούσε το θεμέλιο για το ενδιαφέρον του στις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες και τις συμβάσεις εργασίας, την αυστηρότητα των οποίων επωμίζονταν αδίκως οι φτωχοί. Αργότερα, έγραψε χαρακτηριστικά: «... πόσο εύκολα θα μπορούσα να είχα παρασυρθεί σε τόσο νεαρή ηλικία». Χαρακτηριστικά διηγούνταν στο βιογράφο του Τζον Φόρστερ (από το The Life of Charles Dickens):

Η αποθήκη βερνικιών ήταν το τελευταίο κτίριο στην αριστερή πλευρά του δρόμου, στην παλιά συνοικία των Χάνγκερφορντ Στερς. Επρόκειτο για ένα χαοτικό, ετοιμόρροπο παλιό οίκημα, που ρύπαινε τον ποταμό με τα απόβλητά του και είχε κυριολεκτικά κατακλυστεί από τους αρουραίους. Τα δωμάτια με τις ξύλινες επενδύσεις, τα σάπια πατώματα, η ετοιμόρροπη σκάλα και οι γκρίζοι γερο-αρουραίοι, που εφορμούσαν στα κελλάρια, τα σκουξίματα και γρατσουνίσματά τους να ηχούν από τις σκάλες όλη την ώρα, όπως και η βρωμιά και η αποσύνθεση του μέρους, είναι ξεκάθαρα ακόμη μπροστά μου, σα να βρισκόμουν και πάλι εκεί. Το λογιστήριο βρισκόταν στον πρώτο όροφο, έχοντας μια εποπτική άποψη του ποταμού και των φορτηγίδων κάρβουνου. Εκεί υπήρχε μια εσοχή, όπου ήταν το πόστο εργασίας μου. Αντικείμενο εργασίας μου ήταν να καλύπτω τα δοχεία με το βερνίκι: Πρώτα, με ένα φύλλο λαδόχαροτυ και μετά με ένα κομμάτι μπλε χαρτιού. Μετά τα έδενα με σπάγγο και στο τέλος έκοβα κοντά και ταιριαστά το χαρτί, γύρω από το στόμιο, έτσι που έμοιαζε με δοχείο αλοιφής, που έβρισκε κανείς σε φαρμακείο. Όταν ολοκλήρωνα ένε συγκεκριμένο αριθμό πακεταρισμένων δοχείων, κολλούσα στο καθένα μια τυπωμένη ετικέτα και ξανάρχιζα από την αρχή. Δύο ή τρία άλλα αγόρια είχαν ανάλογα καθήκοντα στο ισόγειο με παρόμοιο μισθό. Ένα από αυτά, φορώντας μια κουρελιασμένη ποδιά και ένα χάρτινο καπέλο, ήρθε το πρωί της πρώτης μου Δευτέρας στην αποθήκη και μου έδειξε το κόλπο, με το οποίο έσφιγγε το σπάγγο και έδενε τον κόμπο. Ονομαζόταν Μπομπ Φάγκιν και πολύ αργότερα, λογοτεχνική αδεία, δανείστηκα το όνομά του στο μυθιστόρημα Όλιβερ Τουίστ.
Όταν η αποθήκη μετακινήθηκε στην οδό Χάντος στην πολυάσχολη περιοχή του Κόβεντ Γκάρντεν, τα αγόρια εργάζονταν σε ένα δωμάτιο, που το παράθυρο φαινόταν από το δρόμο. Έτσι, συγκεντρώνονταν ένα μικρό κοινό στο δρόμο που τους παρακολουθούσε να εργάζονται. Κατ' εκτίμηση του βιογράφου του Ντίκενς, του Σάιμον Κάλλοου, η εργασία τους σε κοινή θέα ήταν «μια ακόμη εξέλιξη που επέτεινε τη μιζέρια του».
Ο θάνατος της Ελίζαμπεθ Ντίκενς, γιαγιάς του Τζον Ντίκενς από τη μεριά του πατέρα του, απροσδόκητα κληροδότησε στον φυλακισμένο Τζον Ντίκενς 450 λίρες. Εν αναμονή της απόδοσης της κληρονομιάς, ο πατέρας του Καρόλου Ντίκενς αποφυλακίστηκε λίγους μήνες μετά τον εγκλεισμό του. Σύμφωνα με το Δίκαιο των Αρρύθμιστων Οφειλετών, ο Τζον Ντίκενς συμφώνησε την εξόφληση των χρεών του, στους πιστωτές του και έτσι η οικογένεια του έφυγε από τη φυλακή του Μάρσαλσι, αναζητώντας στέγη στο σπίτι της κυρίας Ρόιλανς.
Η μητέρα του Καρόλου, η Ελίζαμπεθ Ντίκενς, δε στήριξε την άμεση αποχώρηση του γιου της από την αποθήκη βερνικιών. Αυτή η στάση επηρέασε βαθύτατα τον Κάρολο και τον ώθησε να διαμορφώσει την άποψη ότι ο πατέρας πρέπει να παίρνει τις αποφάσεις στην οικογένεια και ότι η μητέρα πρέπει να βρει το ρόλο της, περιορισμένη στα καθήκοντα του σπιτιού: «Ποτέ μετά δεν ξέχασα, δε θα ξεχάσω, δεν μπορώ να ξεχάσω, ότι η μητέρα μου ήταν θετική, στο ενδεχόμενο επιστροφής μου στη βιοτεχνία βερνικιών». Η αδυναμία της μητέρας του να ανταποκριθεί στη θέλησή του για αποδέσμευση από το εργοστάσιο βερνικών, ήταν καταλυτικός παράγοντας για την πικρία του απέναντι στις γυναίκες.
Η δίκαιη αγανάκτηση που πήγαζε από την προσωπική του κατάσταση και από τις συνθήκες ζωής των ανθρώπων της εργατικής τάξης έγινε ένα από τα κεντρικά θέματα του λογοτεχνικού του έργου και αυτήν τη δυστυχισμένη περίοδο της νιότης του υπενθυμίζει, στην αγαπητή και πιο αυτοβιογραφική του νουβέλα, τον Ντέιβιντ Κόππερφιλντ: «Δεν είχα καμία συμβουλή, καμία δεύτερη γνώμη, καμία ενθάρρυνση, καμία παρηγοριά, καμία βοήθεια, καμία υποστήριξη, κανενός είδους, από κανέναν, όσο μπορώ να θυμηθώ, όσο και ελπίζω να πάω στον Παράδεισο!».




Αφού ο Κάρολος Ντίκενς απαλλάχθηκε από τη δουλειά που μισούσε, εστάλη στην Ακαδημία του Οίκου Γουέλινγκτον στην πόλη του Κάμντεν, όπου παρέμεινε δύο χρόνια, ως το Μάρτιο του 1827. Δεν το θεωρούσε καλό σχολείο: «Πολλή από τη χαοτική, ανοργάνωτη διδασκαλία και την έλλειψη πειθαρχίας που τονίζονταν περαιτέρω από τη σαδιστική βιαιότητα του διευθυντή, τους ελεεινούς κλητήρες και τη γενική ατμόσφαιρα αποσάθρωσης, ενσωματώνονται στο έργο Ντέιβιντ Κόππερφιλντ, στην επιχείρηση του κου Κρικλ».
Ο Ντίκενς εργάστηκε στο νομικό γραφείο των Έλλις και Μπλακμορ, δικηγόρων στο δικαστήριο επί της διασταύρωσης των οδών Χόλμπορν και Γκρέι Ινν, ως βοηθός κλητήρα από το Μάιο 1827 ως το Νοέμβριο του 1928. Είχε το χάρισμα του μίμου και μπορούσε να υποδυθεί πρόσωπα από το περιβάλλον του: πελάτες, δικηγόρους και κλητήρες. Ήταν φανατικός θεατρόφιλος. Ισχυρίζονταν ότι για τουλάχιστον τρία χρόνια παρακολουθούσε καθημερινά θεατρικές παραστάσεις. Ο αγαπημένος του ηθοποιός ήταν ο Τσαρλς Μάθιους και ο Ντίκενς είχε αποστηθίσει τους πολυμονολόγους του (φάρσες στις οποίες ο Μάθιους υποδυόταν όλους τους χαρακτήρες). Ακολούθως, έχοντας μάθει στενογραφία βάσει του συστήματος Γκέρνεϊ στον ελεύθερο χρόνο του, εγκατέλειψε τη δουλειά του κλητήρα για να ασχοληθεί με τη δημοσιογραφία. Ένας μακρινός συγγενής, ο Τόμας Κάρλτον, ήταν ανεξάρτητος ανταποκριτής σε υποθέσεις αστικού δικαίου και έτσι ο Ντίκενς κατόρθωσε να λάβει θέση στο ακροατήριο, ώστε να εργαστεί ως ανταποκριτής, καλύπτοντας τα νομικά τεκταινόμενα για σχεδόν τέσσερα χρόνια. Αυτή η προϋπηρεσία είναι εμφανής στα έργα του «Νίκολας Νίκλμπι», «Ντόμπυ & Υιός» και ιδιαίτερα στο έργο «Ο Ζοφερός Οίκος». Η ζωντανή αναπαράσταση των μηχανορραφιών και της γραφειοκρατίας του νομικού συστήματος, διαφώτισαν το κοινό και λειτούργησαν ως όχημα διασποράς των αντιλήψεων του Ντίκενς, σχετικά με το βαρύ φορτίο που επωμίζονταν οι άποροι, που αναγκάζονταν λόγω συνθηκών να καταφύγουν στο Νόμο. Κανείς άλλος ανταποκριτής στο Λονδίνο δεν μπορούσε να συγκριθεί με τον Κάρολο Ντίκενς στην ακρίβεια και στην ταχύτητα των ειδήσεων.
Το 1830 ο Ντίκενς γνώρισε την πρώτη του αγάπη, τη Μαρία Μπίτνελλ, η οποία θεωρείται ότι αποτέλεσε το πρότυπο για το χαρακτήρα της Ντόρα στο έργο Ντέιβιντ Κόπερφιλντ. Οι γονείς της Μαρίας όμως, δεν το ενέκριναν για την κόρη τους και διέκοψαν τη σχέση τους, στέλνοντάς την σε σχολείο στο Παρίσι.

Δημοσιογραφία και πρώτα μυθιστορήματα

Το 1832, στην ηλικία των 20 ετών, ο Ντίκενς ήταν δραστήριος και η αυτοπεποίθησή του ολοένα και αυξανόταν. Απολάμβανε τις μιμήσεις και την ψυχαγωγία που ήταν δημοφιλής στην εποχή του, δε διέθετε ούτε ξεκάθαρη ούτε συγκεκριμένη άποψη του τι ήθελε να γίνει και παρόλα αυτά γνώριζε ότι επιθυμούσε φήμη. Με το θέατρο να του ασκεί έλξη - έγινε ένα από τα πρώτα μέλη της λέσχης Γκάρρικ - κατόρθωσε να συμμετέχει σε διανομή ρόλου ηθοποιού στο Κόβεντ Γκάρντεν, όπου ο διαχειριστής Τζωρτζ Μπράντλεϊ και ο ηθοποιός Τσαρλς Κεμπλ θα τον αξιολογούσαν. Ο Ντίκενς προετοιμάστηκε ενδελεχώς και αποφάσισε να μιμηθεί τον κωμικό Τσαρλς Μάθιους, αλλά τελικά έχασε την ακρόαση εξαιτίας ενός κρυολογήματος. Πριν προκύψει άλλη ευκαιρία, είχε ήδη ξεκινήσει τη συγγραφική του καριέρα. Το 1833 απέστειλε την πρώτη του ιστορία ("A Dinner at Poplar Walk") στο Λονδρέζικο περιοδικό Μηναίο Περιοδικό (Monthly Magazine)[39]. Ο Γουίλιαμ Μπάρροου, θείος του από την πλευρά της μητέρας του, του πρόσφερε εργασία στον «Καθρέπτη της Βουλής» (The Mirror of Parliament) και εργάστηκε στη Βουλή των Κοινοτήτων του Ηνωμένου Βασιλείου για πρώτη φορά στις αρχές του 1832. Νοίκιασε δωμάτιο στο πανδοχείο του Φέρνιβαλ και εργάστηκε ως πολιτικός ανταποκριτής, δημοσιογραφώντας για τις αντιδικίες του Κοινοβουλίου του Ηνωμένου Βασιλείου, ενώ ταξίδεψε σε αρκετά μέρη της Βρετανίας για να καλύψει εκλογικές εκστρατείες για λογαριασμό του «Πρωινού Χρονικού» (Morning Chronicle). Η δημοσιογραφία του, υπό τη μορφή σχεδιαγραμμάτων σε περιοδικά, αποτέλεσε την πρώτη ανθολογία διηγημάτων του, που δημοσιεύτηκε το 1836 υπό τον τίτλο «Σκιαγραφήματα του Μποζ» (Sketches by Boz), όπου το Μποζ ήταν οικογενειακό υποκοριστικό που ο ίδιος χρησιμοποιούσε ως ψευδώνυμο για μερικά χρόνια. Ο Ντίκενς το υιοθέτησε από το ψευδώνυμο Μωυσής, που είχε προσδώσει στο νεότερο αδελφό του, Αύγουστο Ντίκενς, βάσει ενός χαρακτήρα του έργου «Ο Βικάριος του Γουέικφιλντ» του Όλιβερ Γκόλντσμιθ. Οποτεδήποτε το πρόφερε κάποιος με κρυολόγημα, το «Μόουζεζ» μετατρέπονταν σε «Μπόουζεζ», που αργότερα συντμήθηκε σε «Μποζ». Ένας κριτικός λογοτεχνίας της εποχής του έγραψε το 1849: «Ο κος Ντίκενς, σαν να ήθελε να πάρει εκδίκηση για το περίεργο όνομά του, αποδίδει ακόμη πιο περίεργα ονόματα στις φανταστικές δημιουργίες του». Συνεισέφερε και επιμελήθηκε περιοδικά καθ' όλη τη διάρκεια της λογοτεχνικής του καριέρας. Τον Ιανουάριο του 1935 το «Πρωινό Χρονικό» εξέδωσε μια εσπερινή έκδοση υπό την επιμέλεια του κριτικού μουσικής της εφημερίδας, Τζόρτζ Χόγκαρθ. Ο Χόγκαρθ κάλεσε τον Ντίκενς να συνεισφέρει με Σκιαγραφήματα Δρόμου. Αυτός έγινε τακτικός επισκέπτης στο σπίτι του πρώτου στο Φούλαμ, καθώς η αγάπη του Χόγκαρθ για τον Γουόλτερ Σκοτ, γνωστό Σκωτσέζο λογοτέχνη και κοινό ήρωα των δύο αντρών, του διέγειρε το ενδιαφέρον, ενώ απολάμβανε την παρέα των τριών θυγατέρων του Χόγκαρθ, της Τζορτζίνα, της Μαίρη και της δεκαεννιάχρονης Κάθριν.

Στις διαθέσιμες ώρες του έγραφε διηγήματα, βάζοντας μέσα τα πρόσωπα που γνώριζε, τους ανθρώπους που συναντούσε στο δρόμο και τους τύπους που δημιουργούσε με τη γόνιμη φαντασία του, εμφυσώντας στον καθένα τη γνώριμη πνοή του Ντίκενς. Την ίδια χρονιά, ένα άλλο από τα διηγήματά του δημοσιεύθηκε και αποτέλεσε την εκκίνηση της σταδιοδρομίας που επρόκειτο να δικαιώσει τη βαθιά πεποίθηση που είχε από τα πρώτα του παιδικά χρόνια ότι επρόκειτο να γίνει μεγάλος. Το Μάρτιο του 1836 κυκλοφόρησαν τα "Χαρτιά του Πίκγουικ", που έγιναν ανάρπαστα από το αναγνωστικό κοινό. Μετά εκδόθηκε ο "Όλιβερ Τουίστ", εμπνευσμένος από όσα είχε δει και γνωρίσει ο Ντίκενς στις περιοδείες του ως ανταποκριτής εφημερίδος.

Κατά τη διάρκεια των πρώτων αυτών επιτυχιών του, ο Ντίκενς είχε παντρευτεί την Αικατερίνη Χόγκαρθ και η οικογένειά του μεγάλωσε με γοργό ρυθμό καθώς απέκτησε εννέα παιδιά. Τα οικονομικά του επίσης βελτιώθηκαν πολύ και συνεχώς άλλαζε σπίτι, το ένα πιο μεγάλο από το άλλο.

Η δημοτικότητα του Ντίκενς μεγάλωνε κι αυτή. Έγινε γνωστός στην Αμερική όσο ήταν και στην Αγγλία. Το 1842 διέσχισε τον Ατλαντικό και οι Αμερικανοί τον υποδέχθηκαν με τον χαρακτηριστικό ενθουσιασμό τους. Κι όμως, του νεαρού Ντίκενς οι Αμερικανοί τού φάνηκαν ακαλλιέργητοι και θορυβώδεις, μασούσαν καπνό, είχαν δούλους και δεν σέβονταν την ξένη πνευματική ιδιοκτησία. Δεν δίστασε καθόλου να εκφράσει τις απόψεις του και γυρίζοντας στην Αγγλία έγραψε τις όχι και τόσο κολακευτικές εντυπώσεις από την Αμερική στα "Αμερικάνικα Σημειώματα" (1842) και στο "Μάρτιν Τσάζλγουϊτ" (1843-1844). Το 1843 είχε εκδώσει τα "Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα" που γνώρισε πολύ μεγάλη επιτυχία, ενώ αργότερα ακολούθησε ο "Δαβίδ Κόπερφιλντ".

Ο "Δαβίδ Κόπερφιλντ" (1849-1850) είναι σχεδόν η αυτοβιογραφία του Ντίκενς. Στο έργο αυτό απαθανατίζει τον πατέρα του στο πρόσωπο του κ. Μικόμπερ, και τον εαυτό του στο πρόσωπο του Δαβίδ. Το 1859 εξέδωσε την "Ιστορία δύο πόλεων" και το 1860-1861 εξέδωσε σε σειρές τις "Μεγάλες Προσδοκίες".

Το 1867 μια πολύ δελεαστική προσφορά από την Αμερική τον έκανε να διασχίσει πάλι τον Ατλαντικό. Οι Αμερικανοί τον υποδέχθηκαν μ' ένα ενθουσιασμό άνευ προηγουμένου. Ξέχασαν τα όσα είχε γράψει κάποτε γι' αυτούς, αλλά κι αυτός αναίρεσε εκείνα τα λόγια του. Σ' ένα συμπόσιο που έκανε προς τιμήν του το Τυπογραφείο Ντελμόνικο της Νέας Υόρκης, έκανε μια πολύ εύγλωττη έκκληση για τη φιλία των δύο αγγλόφωνων λαών.

Το 1868 ο Ντίκενς επέστρεψε στην Αγγλία και δύο χρόνια αργότερα, το 1870, πέθανε στο Ρότσεστερ. Η σορός του τάφηκε στο Αββαείο του Γουεστμίνστερ.


* Πικαρέσκο μυθιστόρημα (ισπ.:"pícaro", αλήτης, άγριος, εξολοθρευτικός) ήταν ένα δημοφιλές λογοτεχνικό είδος μυθιστορήματος, συχνά με σατυρικό ύφος που περιέγραφε με ρεαλιστικό τρόπο και χιουμοριστικές λεπτομέρειες τις περιπέτειες του ήρωα που προέρχεται από μια κατώτερη τάξη, και τα παθήματά του μέσα σε μια πολυτάραχη και διεφθαρμένη κοινωνία.
Το είδος αυτό ξεκίνησε στην Ισπανία έχοντας τις ρίζες του στην αραβική λογοτεχνία, και άνθισε στην Ευρώπη τον 17ο και 18ο αιώνα.



Πορτρέτο του Τσαρλς Ντίκενς από τον Ουίλιαμ Πάουελ Φριθ

ΒΙΒΛΙΑ

Όλιβερ Τουίστ

Το Όλιβερ Τουίστ είναι το δεύτερο μυθιστόρημα που έγραψε ο Άγγλος μυθιστοριογράφος Κάρολος Ντίκενς. Το έργο εκδόθηκε το 1838 και είναι το πρώτο μυθιστόρημα που γράφτηκε στην αγγλική γλώσσα έχοντας ως πρωταγωνιστή ένα παιδί.
Ο Ντίκενς δήλωσε ότι: "με τις περιπέτειες και τη δυστυχισμένη ζωή του μικρού Όλιβερ, θέλησα ν' αποδείξω ότι το πνεύμα του καλού καταφέρνει πάντα να υπερνικά κάθε αντίξοη περίσταση και τελικά να θριαμβεύει".
Ο Όλιβερ Τουίστ ήταν ένα παιδί που γεννήθηκε μια νύχτα σε άσυλο. Η μητέρα του ερχόταν από μακριά, κανένας δεν ήξερε από πού. Η φτωχή γυναίκα ξεψύχησε αφού ζήτησε να τη δώσουν να φιλήσει το νεογέννητο. Ο μικρός Όλιβερ δεν είχε ούτε καν επίθετο. Του το έδωσε ο παιδονόμος, ο επιστάτης του φτωχοκομείου, ο άκαρδος κ. Μπαμπλ. Στα ορφανά που δεν είχαν όνομα τους έδινε επίθετα με αλφαβητική σειρά.
Τους πρώτους μήνες της ζωής του, ο Όλιβερ τούς πέρασε στο άσυλο των απόρων. Αργότερα τον έστειλαν στο σπίτι της κυρίας Μαν που έπαιρνε από τον Δήμο χρήματα για να μεγαλώνει τα ορφανά. Η ζωή στο σπίτι εκείνο ήταν φοβερή για τα παιδάκια. Το περίεργο δεν ήταν που πέθαιναν -και πέθαιναν αρκετά- αλλά που κατάφερναν να ζήσουν και να μεγαλώσουν με τα φαγητά που έτρωγαν και με τα κουρέλια που φορούσαν.
Στο σπίτι της κυρίας Μαν ο Όλιβερ έκλεισε τα 9 χρόνια του. Ήταν ένα παιδάκι χλωμό, αδύνατο, δειλό και πάντα τρομαγμένο. Στα 9 του χρόνια πήγε και το παρέλαβε από το ορφανοτροφείο της κας Μαν, ο επιστάτης του ασύλου, ο κ. Μπαμπλ. Οι Σύμβουλοι είχαν αποφασίσει ότι ο Όλιβερ έπρεπε ν' αρχίσει να εργάζεται.
Εκεί στο άσυλο των απόρων του Δήμου, ο Όλιβερ Τουίστ διέπραξε το πρώτο μεγάλο αμάρτημα της ζωής του. Ένα βράδυ, ο δυστυχής Όλιβερ Τουίστ είχε την κακή ιδέα να ζητήσει λίγο φαγητό από το μάγειρα. Ήταν κάτι το ανήκουστο, να ζητήσει κι άλλο φαγητό ένα ορφανό. Το Συμβούλιο αποφάσισε να απομακρύνει τον μικρό "αντάρτη" και "ταραχοποιό" από το άσυλο, αφού πρώτα διέταξε να τον κλείσουν στην απομόνωση.
Έτσι ο Όλιβερ δόθηκε μαθητευόμενος σ' έναν εργολάβο κηδειών, τον κ. Σάουερμπέρρυ (Sowerberry). Μα και στο σπίτι αυτό η ζωή του μικρού Όλιβερ ήταν μαρτυρική και ανυπόφορη. Ώσπου, μια μέρα, ο Τουίστ ξεκίνησε με τα πόδια για το Λονδίνο. Παντού ήταν μόνος, παντού ήταν αποδιωγμένος και αβοήθητος.
Ύστερα από πολλές μέρες ταξίδι με τα πόδια, έφτασε στα προάστια του Λονδίνου. Εκεί συναντήθηκε τυχαία μ' ένα νεαρό αλήτη, τον Τζακ Ντώουκις. Αυτός πρότεινε στον Όλιβερ να τον πάει στο Λονδίνο και να τον συστήσει σ' ένα "καλό γέρο" που... βοηθούσε τ' απροστάτευτα παιδάκια. Ο γέρος αυτός ήταν ο Φέιγκιν. Δουλειά του ήταν να μαζεύει αλητάκια και να τα εκπαιδεύει στην κλεψιά και την λωποδυσία.
Ο δρόμος που θα οδηγούσε στην καταστροφή ήταν πια ορθάνοιχτος μπροστά στο δυστυχισμένο ορφανό. Όμως ο Όλιβερ Τουίστ είχε μέσα του τα στοιχεία που κάνουν έναν καλόν και τίμιο άνθρωπο, γι' αυτό και μετά από πολλές περιπέτειες ο αγώνας του τελικά αμείφθηκε. Στο τέλος βρήκε την οικογένειά του.



Κοινωνικό πλαίσιο

Η Βρετανία του Ντίκενς ήταν μια χώρα μεγάλων αντιθέσεων. Υπήρχαν πάμπλουτοι αλλά και υπερβολικά φτωχοί. Ήταν μια περίοδος σνομπισμού κατά την οποία μονάχα τα άτομα που προέρχονταν από την αριστοκρατία ή από παλιές οικογένειες γνωρίζονταν μεταξύ τους.

Η απόκτηση χρημάτων ήταν σχεδόν θρησκεία στην Αγγλία του 19ου αιώνα. Έτσι πίσω ακριβώς από την υψηλή κοινωνία βρισκόταν ο κόσμος των πλούσιων επιχειρηματιών. Βασικές ιδιότητες αυτού του κόσμου ήταν ο σεβασμός, η σκληρή εργασία, η ευσέβεια και η νοικοκυροσύνη. Ο σεβασμός και η διακριτικότητα έφταναν στα όρια του γελοίου. Στα χρόνια της βασιλείας της Βικτωρίας ήταν ανάρμοστο να προφέρει κανείς τη λέξη "πόδια". Οι άντρες αντί γι' αυτά χρησιμοποιούσαν τη λέξη "εννοούμενα", ενώ ακόμα και τα πόδια των επίπλων ήταν σκεπασμένα με ύφασμα. Η σκληρή εργασία ήταν συνώνυμη με κουραστικές αγοραπωλησίες. Η νοικοκυροσύνη ήταν υπερβολική κι εκείνοι που κουραζόντουσαν γι' αυτή ήταν οι θηλυκοί υπήκοοι της Βικτωρίας. Η συναίσθηση του καθήκοντος ήταν ίσως πραγματική εκείνη την εποχή, ωστόσο συχνά συνδυάζονταν με άλλες ιδιότητες στις οποίες τα χρήματα και η εξουσία έπαιζαν μεγάλο ρόλο.

Υπήρχαν φυσικά και αξιοσημείωτες εξαιρέσεις, αλλά γενικά οι άνθρωποι αυτού του κόσμου φαίνεται να ήταν άσπλαχνοι και αναίσθητοι. Αυτή η νοοτροπία είχε την αντανάκλασή της παντού όπου μοχθούσε ο εργατικός κόσμος. Εργάτες, παιδιά σκλάβων, υποσιτιζόμενοι μαθητευόμενοι, καπνοδοχοκαθαριστές, άνθρωποι που δούλευαν στα σπίτια τους και τυφλωνόντουσαν από την πείνα, ήταν οι φρικτές εικόνες της εποχής. Πραγματικά, εκείνο τον καιρό οι περισσότερες οικογένειες της εργατικής τάξης αγωνιζόντουσαν σκληρά για να κερδίσουν το ψωμί τους και πολλές απ' αυτές ζούσαν μέσα μέσα στη βρωμιά των φτωχοσυνοικιών.

Οι φυλακισμένοι εξακολουθούσαν να στέλνονται στην Αυστραλία υπό φοβερές συνθήκες. Το σύστημα των εγχώριων φυλακών ήταν λίγο καλύτερο, αλλά η φυλάκιση σε πλοία-φυλακές ήταν χειρότερη. Αν δεν είχε κάποιος δουλειά, ήταν καταδικασμένος να πεθάνει. Στο Λονδίνο υπήρχαν τουλάχιστον 50.000 άνθρωποι που δεν είχαν που να κοιμηθούν και που ζούσαν από τη ζητιανιά.

Οι φτωχοί των επαρχιών ζούσαν κάπως καλύτερα από τους φτωχούς της πόλης. Πάντως τα παιδιά τους ήταν υποχρεωμένα να δουλεύουν από μικρά για να μην πεθάνουν αυτά και οι οικογένειές τους από την πείνα. Αλλά όσο σκληρά κι αν εργάζονταν κέρδιζαν πολύ λίγα και οι περισσότεροι εργάτες που δούλευαν σε φάρμες κυνηγούσαν λαθραία για να χορτάσουν την πείνα τους, παρά τους αυστηρούς νόμους και τις σκληρές παγίδες που στήνονταν για τους λαθροκυνηγούς. Φυσικά υπήρχαν και εδώ εξαιρέσεις, αλλά πάντως σ' ολόκληρη τη χώρα οι κτηματίες και οι φεουδάρχες, που κυβερνούσαν τα χωριά, μεταχειριζόντουσαν τους εργάτες τους κάπως καλύτερα από τους προγόνους τους της Μεσαιωνικής εποχής. Και το παράδειγμα των πόλεων το ακολουθούσαν και οι γείτονές τους. Υπήρχαν βέβαια και καλόκαρδοι άνθρωποι, όμως γενικά οι κτηματίες, οι νοικοκυραίοι, ακόμα και οι κληρικοί και όλοι οι άλλοι που είχαν οικονομική άνεση, φαίνεται πως έδιναν περισσότερη αξία στα σπορ παρά στις ανθρώπινες ζωές.

Πολλοί μεγάλοι μεταρρυθμιστές εμφανίστηκαν σ' όλη τη χώρα, αλλά η φωνή εκείνων που είχαν χρήματα κι εξουσία ήταν δυνατότερη. Επέμειναν πως ήταν ανάγκη να εργάζονται και τα παιδιά, γιατί χωρίς αυτά η χώρα θα καταστρεφόταν καθώς τα πρώτα χρόνια που φάνηκαν οι μηχανές και υπήρχε μεγάλος συναγωνισμός με το εξωτερικό, έπρεπε τα ημερομίσθια να κρατηθούν σε χαμηλό επίπεδο. Με τα μάτια της σημερινής εποχής βλέπουμε ότι η φτώχεια των μαζών σ' ένα φόντο αυξανόμενης ευημερίας ήταν το πιο συνταρακτικό χαρακτηριστικό της πλειονότητας του 19ου αιώνα.


Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/









ΓΕΩΡΓΙΑ ΣΑΝΔΗ ( 1 Ιουλίου 1804 – 8 Ιουνίου 1876 )

 

Η Γεωργία Σάνδη (George Sand), μια από τις πολύ μεγάλες μορφές του ΙΘ΄ αιώνα, παραμένει ως προσωπικότητα ακόμη ασαφής, τυλιγμένη με τον απόηχο των θαυμασμών, αλλά και με μια αχλύ φαρμακερής αμφισβήτησης. Μια βαρόνη, η οποία τρέχει στα χωριάτικα πανηγύρια, μια μητέρα που γυρνάει τον κόσμο συζώντας με τα παιδιά και τους εραστές της, μια ρομαντική συγγραφέας που καπνίζει, φοράει αντρικά κοστούμια και μάχεται για τα δικαιώματα του γυναικείου φύλου, μια απόγονος του βασιλιά της Πολωνίας, που κατεβαίνει στους δρόμους πολεμώντας για την Κομμούνα. Και πάντα να γράφει, να εμπνέει συγγραφείς όπως ο Ντοστογιέφσκι και ο Μπαλζάκ, μουσικούς όπως ο Σοπέν και ο Λιστ, να έχει φίλους της τον Φλωμπέρ και τον Ντελακρουά, θαυμαστές της τον Ουγκώ και τον Χάινε... Αυτή δεν είναι γυναίκα (είπαν πολλοί), είναι σκάνδαλο!

Η καταγωγή και η φύση

Η Γεωργία Σάνδη γεννήθηκε την 1η Ιουλίου του 1804 στο Παρίσι. Το όνομά της ήταν Αμαντίν Ορόρ Λουσίλ Ντιπέν, αλλά όλοι τη φώναζαν Ορόρ (Αυγή). Ο πατέρας της ήταν αριστοκράτης, ενώ η μητέρα της άνθρωπος του λαού. Η μικρή Ορόρ μεγάλωσε στο αρχοντικό σπίτι των προγόνων της, στο Νοάν, στην επαρχία του Μπερί, στο κέντρο, σχεδόν, της Γαλλίας, με τη γιαγιά της.
Για καλή της τύχη, η γιαγιά Ντιπέν, αν και ευγενής, ήταν οπαδός του Ζαν Ζακ Ρουσώ (1712 - 1778), ο οποίος με τις ιδέες του «άναψε τους πυρσούς της Γαλλικής Επανάστασης» και διακήρυττε την επιστροφή στη φύση, όπου, καθώς δίδασκε, βρίσκει κανείς πιο εύκολα το θεό απ' ό,τι στις εκκλησιές. Με μια γιαγιά, η οποία δήλωνε άθεη και φυσιολάτρισσα, το κοριτσάκι μεγάλωσε ελεύθερο από περιορισμούς και συμβατικότητες, ευτυχισμένο με τη συντροφιά των παιδιών του χωριού, μαγεμένο από τις λαϊκές διηγήσεις και τα τραγούδια των γεωργών και των γυρολόγων, περίεργο να εξερευνά τη φύση και τα θαύματά της.

Τίποτε από αυτά τα ελεύθερα μαθήματα δε θα ξεχάσει στη ζωή και στην τέχνη της η κατοπινή συγγραφέας. Η ζωή των αγροτών, όπως αργότερα και των εργατών, θα εμπνέουν το έργο της και θα την οδηγήσουν σε μελέτες πρώιμης εθνογραφίας, μεγάλης οξυδέρκειας.
«Ο χωρικός λοιπόν είναι, αν μπορούμε να πούμε, ο μόνος ιστορικός που μας έχει απομείνει από τα προ-ιστορικά χρόνια. Τιμή και πνευματικό κέρδος για όποιον θ' αφιερωνόταν στην έρευνα των θαυμαστών παραδόσεων κάθε χωριού, οι οποίες, αν συγκεντρωθούν, ομαδοποιηθούν, μελετηθούν συγκριτικά και αναλυθούν προσεχτικά, θα μπορέσουν ίσως να ρίξουν ένα φως στο βαθύ σκοτάδι των πρωτόγονων καιρών. Αλλά γι' αυτό θα χρειαζόταν μια ολόκληρη ζωή, έστω και μόνο για τη Γαλλία.
Από την άλλη, θα πρέπει να προειδοποιηθούν οι ερευνητές ότι οι παραλλαγές του ίδιου θρύλου είναι αναρίθμητες (...). Αυτή η πολλαπλότητα είναι το φυσικό της προφορικής λογοτεχνίας. Η ποίηση των ανθρώπων της υπαίθρου, όπως και η μουσική τους, αριθμούν τόσους διασκευαστές όσους και ανθρώπους». («Lιgendes rustiques», 1858).

Η γέννηση ενός ονόματος

Μετά τις σπουδές της στη σχολή των Αγγλίδων Καλογραιών, η Ορόρ Ντιπέν πηγαίνει στο Παρίσι. Σε μια βεγγέρα γνωρίζεται με τον βαρόνο Φρανσουά Καζιμίρ Ντιντεβάν και το 1822 παντρεύονται. Ο γάμος τους δε θα είναι ευτυχισμένος, ούτε μακρόχρονος. Μόνο κέρδος της θα είναι τα δυο παιδιά τους: Ο λατρεμένος της Μορίς και η ατίθαση Σολάνζ.
Η βαρόνη ταξιδεύει, γράφει βιβλία, αρθρογραφεί σε περιοδικά και γνωρίζει το μεγάλο έρωτα στο πρόσωπο του νεαρού συγγραφέα Ζιλ Σαντό (Jules Sandeau). Γράφουν μαζί ένα μυθιστόρημα, που η Ορόρ το υπογράφει με ψευδώνυμο J. Sand., παρμένο από το όνομα του αγαπημένου της. Ενα χρόνο αργότερα, στα 1832, κυκλοφορεί το πρώτο της μυθιστόρημα - «Ιντιάνα» - και εμφανίζεται για πρώτη φορά με το όνομα που θα γίνει διάσημο: George Sand- Γεωργία Σάνδη. Το πάθος του γραψίματος έχει ριζώσει μέσα της και θα καρπίζει για όλη της τη ζωή.

«Εχω έναν σκοπό, ένα καθήκον, ας την πω τη λέξη, ένα πάθος. Το να γράφω είναι ένα πάθος βίαιο και σχεδόν ακαταμάχητο» (Από επιστολή της, 1831).

«Να μη βάζει κανείς τίποτα από την καρδιά του σ' αυτό που γράφει; Καθόλου δεν καταλαβαίνω, μα καθόλου. Εμένα μου φαίνεται ότι αυτό και μόνο πρέπει να βάζουμε». (Από Επιστολή στον Φλωμπέρ, 1866).
«Η τυραννία, η ζήλια και η βία είναι πάντα σημάδια αδυναμίας» («Horace», 1841).

Το σπίτι της Σάνδη στο Παρίσι γίνεται το κέντρο της καλλιτεχνικής ζωής. Εκεί συναντιούνται οι Μπαλζάκ, Φραντς Λιστ, Προσπέρ Μεριμέ, Χάινε. Τα μυθιστορήματα διαδέχονται το ένα το άλλο και η επιτυχία κάθε καινούριου τίτλου ξεπερνά εκείνην του προηγούμενου. Η ζωή της είναι θυελλώδης, αλλά η σκέψη της είναι πάντα στα ζητήματα της κοινωνικής αδικίας.

« "Αλλά", έλεγε με οργή, "αυτοί οι άθλιοι μπάσταρδοι που κυβερνάνε τον κόσμο βασιλικώ δικαιώματι, κάνουν οτιδήποτε άλλο από το να συντρέχουν αυτούς που υποφέρουν. Απορροφημένοι από τις άνοστες ηδονές τους, διασκεδάζουν με τον ίδιο παιδαριώδη και μικρόψυχο τρόπο, ωσότου η φωνή των λαών γκρεμίσει αυτούς τους θρόνους που μείνανε τόσον καιρό ανάλγητοι μπροστά στον σπαραγμό. (...) Οι μεγάλοι βασιλιάδες κάνουν τους μεγάλους λαούς", έλεγε, "όλα συνοψίζονται σ' αυτόν τον κοινότοπο αφορισμό, μόνο που ως τώρα, δεν υπήρξαν ποτέ στον κόσμο μεγάλοι βασιλιάδες" ». («Le Secrιtaire intime», 1834).

«Η μόρφωση μπορεί και οφείλει να τα διορθώνει όλα»

Η Σάνδη πίστευε βαθιά στην αξία της μόρφωσης. Οπως προκύπτει από όλες τις επιλογές της ζωής της, εκτιμούσε και εμπιστευόταν τη γνώση, θεωρώντας ότι αυτή οδηγεί στην ελευθερία και στο σεβασμό της ανθρώπινης ύπαρξης.

«Ο άνθρωπος δε γεννιέται κακός. Δε γεννιέται ούτε και καλός, όπως το εννοεί ο Ζαν Ζακ Ρουσώ, (...). Ο άνθρωπος γεννιέται με περισσότερο ή λιγότερο δυναμισμό στα πάθη, με περισσότερη ή λιγότερη δυνατότητα να τα καταφέρνει ή όχι στην κοινωνία. Αλλά η μόρφωση μπορεί και οφείλει να τα διορθώνει όλα. Εκεί βρίσκεται το μεγάλο πρόβλημα που πρέπει να λυθεί: Να βρεθεί η μόρφωση που είναι η κατάλληλη για τον καθένα.(«Mauprat», 1837).

Για την ισότητα των γυναικών

«Ενας άντρας και μια γυναίκα είναι τόσο ίδιοι που δεν μπορώ καθόλου να καταλάβω όλο αυτό το πλήθος των διακρίσεων και των υπαινικτικών συλλογισμών που τροφοδοτούν τις κοινωνίες σ' αυτό το κεφάλαιο». (Από Επιστολή στον Φλωμπέρ, 1867).

Σε όλη της τη ζωή, η θέση των γυναικών θα τη γεμίζει αγανάκτηση. Οι νόμοι τις αδικούν, η κοινωνία τις περιθωριοποιεί, οι ίδιες υποτάσσονται.

«Οι συγγραφείς, αγαπητό μου παιδί, δε βάζουν εύκολα στην ιστορία τους γυναίκες αληθινά δυνατές. Φοβούνται μήπως το κοινό δεν τις βρει αληθοφανείς, ή τις βρει ενοχλητικές». («Tamaris», 1862).

Το αγοροκόριτσο του Μπερί αναστατώνει τη γαλλική κοινωνία, όχι μόνο με τα γραπτά της, αλλά και με τους τρόπους της. Κυκλοφορεί ντυμένη σαν άντρας - «σαν μικρός φοιτητάκος» - με παντελόνι, γιλέκο ρεντιγκότα και καπέλο! Κι από πάνω, καπνίζει και πίπα! Οι γελοιογράφοι δε σταματούν να την σκιτσάρουν. Ωστόσο, είναι πάντα μια γοητευτική γυναίκα. Ανάμεσα στις πιο ευτυχισμένες της στιγμές, ο έρωτάς της με τον λεπτεπίλεπτο ποιητή Αλφρέ ντε Μισέ και το ρομαντικό ταξίδι τους στη Βενετία, ο οχτάχρονος δεσμός της με τον μεγαλοφυή ασθενικό Σοπέν και η ζωή τους στη Μαγιόρκα.

Στα οδοφράγματα

Η επανάσταση το Φλεβάρη του 1848, βρίσκει τη συγγραφέα στους δρόμους, μαζί με το λαό που αγωνίζεται εναντίον του βασιλιά Λουδοβίκου - Φιλίππου, ο οποίος τελικά καθαιρείται και φεύγει, και προκηρύσσεται η δημοκρατία! (25/2). Η Σάνδη αρθρογραφεί με πάθος, στηλιτεύει τη μετριοπαθή στάση ορισμένων αγωνιστών και τάσσεται ανοιχτά υπέρ μιας «κομμουνιστικής δημοκρατίας» για το συμφέρον των πολλών...

«Πολίτες,
(...) Βουλευτές δεν πρέπει να είναι οι εκφραστές των τοπικών συμφερόντων, αλλά οι εκπρόσωποι της υπέρτατης βούλησης της Γαλλίας. Γι' αυτό και πρέπει να τους αναζητήσουμε ανάμεσα στους πιο προικισμένους με υψηλές αρετές και ευγενή αισθήματα». (Από άρθρο της στο «Bulletin de la Repiblique», 13/4/1848).

Τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς ο λαός θα ξανακατεβεί στους δρόμους, αλλά αυτός ο λαϊκός ξεσηκωμός πνίγεται στο αίμα. Επικρατούν οι μετριοπαθείς, οι περισσότεροι φίλοι της συλλαμβάνονται και φυλακίζονται, η ίδια καταφεύγει στο πατρογονικό της σπίτι στο Νοάν, γεμάτη θλίψη. Ο ανιψιός του Βοναπάρτη χρίζεται αυτοκράτορας, Ναπολέων Γ΄!...

Μια πλούσια συγκομιδή

Πορτραίτο από τον Ευγένιο Ντελακρουά,
Η Γεωργία Σάνδη έγραψε περισσότερα από 50 βιβλία, από τα οποία τα περισσότερα είναι μυθιστορήματα, και αρκετά θεατρικά. Ειδικά το θέατρο ήταν ένα σημαντικό κεφάλαιο στο δημιουργικό έργο της. Μάλιστα, στο σπίτι της, στο Νοάν, είχε δημιουργήσει ένα θέατρο μαριονετών, όπου μικρά έργα της ζωντάνευαν με τη φωνή του Μπαλζάκ και με συνοδεία μελωδίες των Σοπέν και Λιστ. Πάντως, στις παρισινές σκηνές τα έργα της, σχεδόν, κάθε φορά αποθεώνονται.
Εκτός από τα έργα μυθοπλασίας, η Σάνδη άφησε μια αυτοβιογραφία και μια πλούσια συγκομιδή από επιστολές, οι οποίες μας προσφέρουν τη δυνατότητα να μελετήσουμε την προσωπικότητά της, τα ενδιαφέροντα και τις απόψεις της, αλλά και τις απόψεις των φίλων της και τον απόηχο των γεγονότων της εποχής της.
Αν και το κοινό τη λάτρευε, η Σάνδη δεν είχε και λίγες αντιπάθειες. Η τολμηρή και ανυπόταχτη στάση της, κυρίως στο γυναικείο ζήτημα, ξεσήκωνε κύματα αντιδράσεων.
Φανερά αμήχανος, ο Αλέξανδρος Δουμάς τη χαρακτήριζε «πνεύμα ανδρόγυνο που συνενώνει τη ρώμη του άνδρα και τη χάρη της γυναίκας», και την παρομοίαζε με τη Σφίγγα, που έχει «πρόσωπο γυναίκας, νύχια λιονταριού και φτερά αετού»!
Ωστόσο, οι περισσότεροι τη λάτρεψαν. «Είναι γεμάτη πνεύμα και ζει μια ζωή ασύγκριτη, δεν μπορούμε να τη συγκαταλέγουμε στις συνηθισμένες υπάρξεις», γράφει για την Σάνδη ο Μπαλζάκ.
«Ο θάνατός της μου φαίνεται σαν να μικραίνει την ανθρωπότητα. Υπήρξε ο ποιητής που έδωσε σάρκα στις ελπίδες μας, στους καημούς μας, στα σφάλματά μας, στους βόγκους μας», γράφει ο Ερνέστ Ρενάν, ενώ ο Ντοστογιέφσκι την αποκαλεί «μητέρα του ρώσικου μυθιστορήματος» και ο Ουγκώ «αθάνατη».
«Για να είναι κανείς αληθινός ποιητής πρέπει να είναι συγχρόνως καλλιτέχνης και φιλόσοφος»(«Γράμματα ενός ταξιδευτή», 1837).

Ζωή ΒΑΛΑΣΗ
Συγγραφέας, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Σορβόννη - Παρίσι


ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ https://www.rizospastis.gr/


ΕΡΓΑ
Λουκρητία Φλοριάνι

"... αρκεί και λιγότερο από το τίποτα για να ρίξει από την κορυφή του παραδείσου στα αβυσσαλέα βάθη της κόλασης όποιον λαχταράει τη δόζα των θεών."
Η έλξη των ετερωνύμων είναι ό,τι πιο συνηθισμένο στον έρωτα. Είναι όμως εφικτό να διατηρηθεί αυτή η έλξη μέσα στην καθημερινότητα της ζωής; Μάλλον όχι, ακόμα κι αν οι εραστές -ο Κάρολ και η Λουκρητία σ' αυτή την ιστορία- είναι δυο πλάσματα πρόθυμα ν' αγαπήσουν με τη μεγαλύτερη ορμή και αφοσίωση που υπάρχει στον κόσμο και αποφασισμένα να μην αναζητήσουν πουθενά αλλού την ευτυχία...
Στην αρχή, όλα πείθουν ότι η απόλυτη ευτυχία μπορεί να υπάρξει: ναι, ίσως· μόνο που είναι απίθανο να έχει και διάρκεια... Ο έρωτας πολύ γρήγορα μπορεί να πληγωθεί, να πληγώσει, να φτερουγίσει μακριά, να ξαναγίνει άπιαστο όνειρο και μακρινή ουτοπία.
Η Σάνδη στη "Λουκρητία Φλοριάνι", αυτό το μικρό αριστούργημα, το κατεξοχήν εμπνευσμένο από το δεσμό της με τον Φρειδερίκο Σοπέν έργο της, μας βεβαιώνει πως όλα θα εξελιχθούν απόλυτα φυσιολογικά και χωρίς εκπλήξεις - "όπως στην πραγματική ζωή". Να όμως που ακόμα και μια (κατά τη συγγραφέα) απλή αφήγηση "οικείων" καταστάσεων μπορεί να ξαφνιάζει...


Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/







Μαργκερίτ Γιουρσενάρ (8 Ιουνίου 1903 – 17 Δεκεμβρίου 1987)

 

Η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ (γαλλ. Marguerite Yourcenar) (8 Ιουνίου 1903 – 17 Δεκεμβρίου 1987) ήταν Γαλλίδα συγγραφέας και ποιήτρια, μια από τις κορυφαίες λογοτεχνικές μορφές της Γαλλίας του εικοστού αιώνα. Η σημασία της συνεισφοράς της στη λογοτεχνία αναγνωρίστηκε μέσα από πολυάριθμες διακρίσεις, με κυριότερη την αναγόρευσή της ως μέλους της Γαλλικής Ακαδημίας το 1980. Ήταν η πρώτη γυναίκα που κατέκτησε παρόμοια θέση.

Η Γιουρσενάρ γεννήθηκε στις Βρυξέλλες. Ήταν κόρη του Γάλλου αξιωματικού Μισέλ Κλεινεβέρκ ντε Κρεγιενκούρ ( Michel Cleenewerck de Crayencour), και της Βελγίδας Φερνάντ ντε Καρτιέ ντε Μαρσιέν (Fernande de Cartier de Marchienne), η οποία πέθανε δέκα μέρες μετά τη γέννα. Η Μαργκερίτ ντε Κρεγιενκούρ (γαλλ. Marguerite de Crayencour), όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, μεγάλωσε σε ένα εύπορο και πνευματικό περιβάλλον, με δασκάλους κατ' οίκον. Απέκτησε από νωρίς πλατιά παιδεία, επιδεικνύοντας ιδιαίτερη κλίση στα Λατινικά και Αρχαία Ελληνικά. Δημιούργησε το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Γιουρσενάρ με αναγραμματισμό του πραγματικού επωνύμου της (Crayencour) όταν εξέδωσε την πρώτη της ποιητική συλλογή, Le jardin des chimères (Ο κήπος των χιμαιρών), σε ηλικία 16 ετών.

Σπούδασε και έζησε στην Ευρώπη μέχρι το 1942, οπότε εγκαταστάθηκε μόνιμα στις ΗΠΑ, στο νησί Μάουντ Ντέζερτ της πολιτείας Μέιν. Έμεινε εκεί σε ένα παλιό ξύλινο σπίτι μέχρι το τέλος της ζωής της. Έζησε σχεδόν σαράντα χρόνια μαζί με την φίλη και σύντροφό της, Γκρέις Φρικ. Η αποδοχή της ομοφυλοφιλίας ήταν το θέμα του πρώτου μυθιστορήματός της Αλέξης ή σπουδή του μάταιου αγώνα με ήρωα έναν νεαρό που παρά τον γάμο του δεν καταφέρνει να καταπνίξει τις ομοφυλοφιλικές επιθυμίες του.

Το 1951 εκδόθηκε το μυθιστόρημα Αδριανού απομνημονεύματα, το οποίο συνέγραφε σχεδόν επί δέκα χρόνια. Το έργο αυτό γνώρισε τεράστια εμπορική επιτυχία και έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από τους κριτικούς. Το βιβλίο έχει την μορφή αποχαιρετιστήριου γράμματος από τον Ρωμαίο Αυτοκράτορα Αδριανό, στον διάδοχό του, Μάρκο Αυρήλιο και αποτελεί ένα μακρύ διαλογισμό πάνω στην ιδέα της εξουσίας, της αυτοκρατορίας, της διακυβέρνησης και του έρωτα. Ένα μεγάλο μέρος του έργου αφιερώνεται στη σχέση του Αυτοκράτορα με τον Έλληνα νέο Αντίνοο. Διακρίνεται από το ψυχολογικό του βάθος και την ακριβή αναπαράσταση της ελληνιστικής Ρώμης.

Ιδιαίτερα στενή ήταν η σχέση της Γιουρσενάρ με την Ελλάδα και η αγάπη της για τον Ελληνικό πολιτισμό. Επιμελήθηκε την ανθολογία ελληνικής ποίησης Το στεφάνι και η λύρα και εξέδωσε το δοκίμιο Κριτική παρουσίαση του Κ. Π. Καβάφη. Ήταν φίλη της Ιωάννας Χατζηνικολή, η οποία εξέδωσε τα βιβλία της στα Ελληνικά, και διατηρούσε σχέσεις μεταξύ άλλων και με τον Ανδρέα Εμπειρίκο. Η Ελλάδα ήταν ένας από τους αγαπημένος προορισμούς των αναρίθμητων ταξιδιών της.

Το 1980 η Γαλλική Ακαδημία έσπασε την παράδοση 345 ετών και δέχτηκε την Μαργκερίτ Γιουρσενάρ ως την πρώτη γυναίκα ανάμεσα στους σαράντα «αθανάτους». Η Γιουρσενάρ ταξίδευε ακατάπαυστα σε όλο τον κόσμο σχεδόν μέχρι τον θάνατό της, σε ηλικία 84 ετών, από εγκεφαλικό επεισόδιο.

Βιβλιογραφία

Το σύνολο σχεδόν του συγγραφικού έργου της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ κυκλοφορεί μεταφρασμένο στα Ελληνικά από τις εκδόσεις Χατζηνικολή σε μετάφραση της Ιωάννας Δ. Χατζηνικολή:
Alexis (Αλέξης, 1929)
La nouvelle Eurydice (Η νέα Ευρυδίκη, 1931)
Πίνδαρος (1932)
Denier du rêve Ο οβολός του ονείρου (1934, αναθεωρημένο 1958-1959)
Feux (Φωτιές, 1936)
Διηγήματα της Ανατολής (1938)
Les Songes et les Sorts (Τα όνειρα και οι μοίρες, 1938)
Le Coup de grâce (Η χαριστική βολή, 1939)
Mémoires d’Hadrien (Αδριανού Απομνημονεύματα, 1951)
Électre ou la Chute des masques (Ηλέκτρα ή πέφτουν οι μάσκες, 1954)
Présentation critique de Constantin Cavafy 1863-1933, suivie d'une traduction intégrale des ses Poèmes (Κριτική παρουσίαση του Κωνσταντίνου Καβάφη με μετάφραση όλων των ποιημάτων του, 1958) σε μετάφραση Γ. Π. Σαββίδη
Sous bénéfice d'inventaire (Επ' ωφελεία απογραφής, ελλην. τίτλος "Με την επιφύλαξη της εξακρίβωσης", 1962)
Œuvre au noir (Έργο σε μαύρο, ελλην.τίτλος : Η Άβυσσος, 1968)
Θέατρο Ι και ΙΙ (1971)
"Le Labyrinthe du monde" (Ο Λαβύρινθος του κόσμου)
*Souvenirs pieux (Ευλαβικές αναμνήσεις, 1974)
Archives du Nord (Αρχεία του Βορρά, 1977)
Quoi ? L'Éternité (Τί; Η αιωνιότητα, 1988)
La Couronne et la Lyre (Το στεφάνι και η λύρα, ανθολογία αρχαίων ελληνικών ποιημάτων, 1979)
Mishima ou la Vision du vide (Μισίμα ή το όραμα του κενού, 1980)
Με ανοιχτά τα μάτια (1981)
Anna, Soror (1981)
Comme l'eau qui coule (Σαν το νερό που κυλάει, 1982)
Le Temps, ce grand sculpteur (Η σμίλη του χρόνου, 1984)
Le Tour de la prison (Ο γύρος της φυλακής, 1991)


ΑΔΡΙΑΝΟΥ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ


"Σήμερα το πρωί κατέβηκα στο γιατρό μου Ερμογένη, που μόλις γύρισε στην Έπαυλη ύστερα από ένα αρκετά μακρόχρονο ταξίδι στην Ασία. Έπρεπε να εξεταστώ νηστικός. Κλείσαμε ραντεβού για τις πρώτες πρωινές ώρες. Ξαπλώθηκα σ' ένα κρεββάτι, αφού πρώτα γυμνώθηκα απ' το μανδύα κι' απ' το χιτώνιό μου. Σ' απαλλάσσω από λεπτομέρειες δυσάρεστες τόσο για σένα όσο και για μένα κι' από την περιγραφή του κορμιού ενός ανθρώπου, προχωρημένου στα χρόνια, που ετοιμάζεται να πεθάνει από υδρωπικία της καρδιάς. Ας πούμε μόνο πως έβηξα, πως ανάπνευσα και κράτησα την ανάσα μου σύμφωνα με τις υποδείξεις του Ερμογένη, αναστατωμένου άθελά του από την τόσο γρήγορη εξέλιξη του κακού, κι' έτοιμου να ρίξει το φταίξιμο στο νεαρό Ιόλα που με φρόντιζε στην απουσία του". (Απόσπασμα από το βιβλίο)

Η Γιουρσενάρ μέσα από τον βίο του πιο "Έλληνα" από τους Ρωμαίους αυτοκράτορες ακυρώνει τον χρόνο που μας χωρίζει από τον ήρωά της. Όταν αναγνωρίζουμε, σαν φλέβα στο σώμα του βιβλίου της, αναφορές στη σάρκα ("αυτό το άλικο σύννεφο που έχει για αστραπή του την ψυχή"), στην ηδονή, στην ηθική, στην ευτυχία, στην αυτοχειρία, στα παρατημένα νεκροταφεία της μνήμης όπου κείνται, δίχως τιμές, νεκροί που πάψαμε ν' αγαπάμε, δεν ακούμε τη Γιουρσενάρ. Ούτε τη φανταζόμαστε σκυφτή να ψάχνει στις βιβλιοθήκες ή να επινοεί ευφυολογήματα για να ζωηρέψει τον ήρωα. Είναι ο Αδριανός που γράφει. Για να μας υπενθυμίσει, μέσα από ένα λόγο πυκνό, χυμώδη και λυτρωτικό, τη θέση του ανθρώπου που κάποτε, απογυμνωμένος από τον εγωισμό, τις αδυναμίες και τις ψευδαισθήσεις της νεότητας, θα κληθεί ν' αντιμετωπίσει τον θάνατο και να αναλογιστεί τον τρόπο που διαχειρίστηκε το μυστήριο της ζωής. (Γιώργος Καρουζάκης, Ελευθεροτυπία, 12/8/2010)

Τα "Απομνημονεύματα του Αδριανού", η μυθιστοριοποιημένη αυτοβιογραφία του πρώτου ρωμαίου ελληνιστή αυτοκράτορα, είναι ένα λογοτεχνικό κείμενο άφθαρτο και πολύτιμο. Εξισορροπεί ανάμεσα στον έρωτα και τη δικαιοσύνη, στην Ιστορία και το συναίσθημα, στον διαλογισμό και στο πάθος. Από όλους τους χαρακτήρες της Γιουρσενάρ, ο Αδριανός είναι ο πιο θαυμαστός. Ο Αδριανός είχε ό,τι ονειρεύτηκε: άντρες, γυναίκες, πολέμους, ειρήνη, την Ελλάδα, τη Ρώμη. Υπήρχε στον Αδριανό η ύψιστη εκλέπτυνση του Ελληνισμού, ο γοργά επερχόμενος μετα-ρωμαϊκός κόσμος. (Θεόδωρος Γρηγοριάδης, Τα Νέα, 30/7/2012)

Αποσπάσματα 

«...το ανθρώπινο πνεύμα μισεί να δεχθεί πως βρίσκεται στα χέρια της τύχης, πως δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα περαστικό προϊόν συμπτώσεων που δεν κυβερνάει κανένας Θεός, που προπαντός δεν κυβερνάει το ίδιο. Κάθε ζωή, ακόμα και η πιο ταπεινή, περνάει ένα μέρος της αναζητώντας τους λόγους της ύπαρξης της, τα σημεία απ’ όπου ξεκίνησε, τις πηγές. Ήταν η αδυναμία μου να τις ανακαλύψω που μ’ έκανε μερικές φορές να στραφώ προς μαγικές ερμηνείες, που με έκανε να ψάξω μέσα στα παραληρήματα του απόκρυφου για να βρω αυτό που δε μου έδινε η ανθρώπινη αίσθηση. Όταν όλοι οι πολύπλοκοι υπολογισμοί αποδεικνύονται ψεύτικοι, όταν οι ίδιοι οι φιλόσοφοι δεν έχουν τίποτα να μας πούνε πια, είναι νόμιμο να στρεφόμαστε προς την άσκοπη φλυαρία των πουλιών ή προς το μακρινό αντίβαρο των άστρων.» (σ. 37) 

«Τα νέα της σαρματικής επιδρομής φτάσανε στη Ρώμη πάνω που πανηγύριζε το δακικό θρίαμβο του Τραϊανού. Αυτή η γιορτή, που ’χε πολλές φορές αναβληθεί, διαρκούσε οκτώ μέρες τώρα. Τους είχε πάρει ένα χρόνο σχεδόν να φέρουν από την Αφρική κι από την Ασία τα άγρια θηρία που θα σφάζονταν ομαδικά μέσα στην αρένα. Η σφαγή δώδεκα χιλιάδων θηρίων, το μεθοδικό φονικό δέκα χιλιάδων μονομάχων, έκανε τη Ρώμη ένα χαμαιτυπείο θανάτου. Εκείνο το βράδυ βρισκόμαστε στην ταράτσα του Αττιανού μαζί με το Μάρκιο Τύρβα και τον οικοδεσπότη μας. Η φωταγωγημένη πολιτεία ήταν φρικτή μέσα στη θορυβώδικη χαρά της.» (Σελ 84) 

«Τα ίχνη από τα εγκλήματά μας ήταν ακόμα ορατά παντού. Τα τείχη της Κορίνθου όπως τα είχε ρημάξει ο Μόμμιος, τα βάθρα στα βάθη των αδύτων γυμνά ύστερα από την αρπαγή των αγαλμάτων που διοργάνωσε στο σκανδαλώδες ταξίδι του ο Νέρωνας. Η φτωχεμένη Ελλάδα εξακολουθούσε να ζει μέσα σε μιαν ατμόσφαιρα σκεπτικής χάρης, φωτεινής αιθρίας, σοφής ηδονής. (…) Η ελαφριά περιφρόνηση των Ελλήνων, που δεν έπαυα ποτέ να αισθάνομαι κάτω από τις πιο θερμές τιμές τους, δε με πρόσβαλλε. Την εύρισκα φυσική. Όποιες κι αν ήταν οι αρετές που με ξεχώριζαν απ’ αυτούς, ήξερα πως θα έμενα πάντα λιγότερο εύστροφος από ένα ναύτη της Αίγινας, λιγότερο σοφός από μια χορταρού της Αγοράς.» ( Σελ. 94-95) 

«Δεχόμουνα τον πόλεμο σαν ένα μέσο που θα έφερνε την ειρήνη, αν οι διαπραγματεύσεις δεν αρκούσαν γι’ αυτό, ακριβώς όπως ένας γιατρός παίρνει την απόφαση να καυτηριάσει αφού πρώτα δοκιμάσει όλα τα βότανα. Είναι τόσο περίπλοκα τα ανθρώπινα, που η ειρηνική ηγεμονία μου θα είχε, κι αυτή, τις πολεμικές περιόδους της, όμοια με τη ζωή ενός μεγάλου καπετάνιου, που θέλει δε θέλει, έχει κι αυτή τα ειρηνικά της διαλείμματα.» (σ.120) 

«Η εξαιρετική ευγένεια μου, στην οποία τα χυδαία πνεύματα διέκριναν μια μορφή αδυναμίας, δειλίας ίσως, φαινόταν τώρα σαν το λείο και στιλπνό θηκάρι της δύναμης. Με εξεθείαζαν που δεχόμουνα τόσο υπομονετικά τις αιτήσεις, που επισκεπτόμουν συχνά τα στρατιωτικά νοσοκομεία, που είχα μια φιλική οικειότητα με τους συνταξιούχους απόμαχους. Τίποτα απ’ όλ’ αυτά δε διέφερε από τον τρόπο με τον οποίο μεταχειρίστηκα σ’ όλη μου τη ζωή τους δούλους μου και τους γεωργούς του κτήματος μου. Καθένας από εμάς έχει περισσότερες αρετές απ’ όσες νομίζουμε, αλλά μόνο η επιτυχία τις φέρνει στο φως, ίσως γιατί τότε περιμένουν να μας δουν να παύουμε να τις εξασκούμε. Όταν τα ανθρώπινα πλάσματα παραξενεύονται που κάποιος κοσμοκράτορας δεν είναι ανόητα άπονος, φαντασμένος ή σκληρός, ομολογούν τη χειρότερη αδυναμία τους.» (σ. 126-127) 

«Όλοι οι λαοί που χάθηκαν ως τα σήμερα, χάθηκαν από μιαν έλλειψη γενναιοδωρίας. Η Σπάρτη θα επιζούσε πολύ περισσότερο, αν είχε κάνει τους είλωτες να ενδιαφερθούν για την επιβίωσή της. (…) Επιμένω: το πιο απόκληρο από τα πλάσματα, ο σκλάβος που καθαρίζει το βόρβορο των πόλεων, ο λιμασμένος βάρβαρος που περιτριγυρίζει τα σύνορα, πρέπει να έχουν το συμφέρον να δουν τη Ρώμη να διαρκεί. Αμφιβάλλω αν ολόκληρη η φιλοσοφία του κόσμου θα φτάσει ποτέ να καταργήσει τη δουλεία. Θα της αλλάξουν το πολύ πολύ όνομα. Μπορώ να φανταστώ μορφές δουλείας, χειρότερες από τη δική μας, γιατί θα είναι πιο δόλιες. Θα καταφέρουν είτε να μεταμορφώσουν τον άνθρωπο σε μια ηλίθια ικανοποιημένη από τον εαυτό της μηχανή, που θα πιστεύεται ελεύθερη τη στιγμή ακριβώς που θα υποτάσσεται, είτε θα του αναπτύξουν, αποκλειστικά με την άνεση και την ηδονή, μια τόσο παράφρονη κλίση προς την εργασία, όσο είναι και το πάθος των βαρβάρων για τον πόλεμο. Απ’ αυτή τη δουλεία του πνεύματος ή της φαντασίας του ανθρώπου, εξακολουθώ να προτιμώ την πραγματική δουλεία μας.» (σ.140) 

«Μερικοί άλλοι άνθρωποι είχαν διασχίσει τη γη πριν από μένα. Ο Πυθαγόρας, ο Πλάτωνας, καμιά δωδεκαριά σοφοί και αρκετοί τυχοδιώκτες. Ήταν η πρώτη φορά όμως που ο ταξιδιώτης ήταν ταυτόχρονα και αφέντης, απόλυτα ελεύθερος να δει, να μεταρρυθμίσει, να δημιουργήσει. Ήταν η τύχη μου, και αντιλαμβανόμουνα πώς θα μπορούσαν να περάσουν αιώνες προτού να ξανασυμπέσει να ταιριάξουν τόσο ευτυχισμένα ένα λειτούργημα, μια ιδιοσυγκρασία, ένας κόσμος. Και τότε κατάλαβα πόσο προνομιούχος είναι ένας άνθρωπος που είναι νέος, που είναι μόνος, πολύ λίγο παντρεμένος, δίχως παιδιά, δίχως σχεδόν προγόνους, ο Οδυσσέας χωρίς άλλη Ιθάκη από εκείνη που έχει μέσα του. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να σου κάνω μιαν ομολογία που δεν την έχω κάνει σε κανέναν. Ποτέ μου δεν είχα το συναίσθημα ότι ανήκω απόλυτα σε κάποιο μέρος, ούτε και σε αυτή την πολυαγαπημένη μου Αθήνα, ούτε στη Ρώμη καν. Ξένος παντού, δεν ένιωθα ιδιαίτερα αποξενωμένος από κανέναν τόπο.» (σ.149) 

«Κατάληγα να το βρίσκω φυσικό, αν όχι δίκαιο, ότι έπρεπε να χαθούμε. Τα γράμματα μας εξασθενούνε. Οι τέχνες μας αποκοιμιούνται. Ο Παγκράτης δεν είναι Όμηρος. Ο Αρριανός δεν είναι Ξενοφώντας. Όταν προσπάθησα ν’ αποθανατίσω στην πέτρα τη μορφή του Αντίνοου, δε βρήκα Πραξιτέλη. Οι επιστήμες μας βαδίζουνε σημειωτόν από την εποχή του Αριστοτέλη και του Αρχιμήδη. Η πρόοδος της τεχνολογίας μας δε θ’ αντέξει στις φθορές ενός μακροχρόνιου πολέμου. Η φιληδονία μας μάς κάνει ν’ αηδιάζουμε την ευτυχία. Τα ημερότερα ήθη, οι πιο προοδευτικές ιδέες αυτού του τελευταίου αιώνα, είναι έργα μιας ελάχιστης μειοψηφίας ωραίων πνευμάτων. Η μάζα, παραμένει αγράμματη, άγρια όταν μπορεί, οπωσδήποτε εγωίστρια και στενόμυαλη, και όλα δείχνουνε πως θα μείνει πάντα τέτοια. Πάρα πολλοί αχόρταγοι έμποροι και τελώνες, πάρα πολλοί δύσπιστοι συγκλητικοί πάρα πολλοί κτηνώδεις κεντυριώνες έχουν εκθέσει προκαταβολικά το έργο μας.» (σ. 284) 

Μαργκερίτ Γιουρσενάρ Αδριανού Απομνημονεύματα, μτφ. Χατζηνικολή Ιωάννα, Εκδ. Χατζηνικολή, 8η έκδοση. 
Τα περισσότερα από τα παραπάνω αποσπάσματα βρέθηκαν στο roadartist.blogspot.gr/ 







Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/









Σερ Τζων Έβερετ Μίλαι - Sir John Everett Millais ( 1829 – 1896 )

 

Άνοιξη (Ανθισμένες μηλιές) , 1856-59

Ο Σερ Τζων Έβερετ Μίλαι, Πρώτος Βαρονέτος (Μίλαι) (Sir John Everett Millais, 1829 – 1896) ήταν Άγγλος ζωγράφος και εικονογράφος, ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της Βικτωριανής εποχής και ιδρυτικό μέλος (1848) της καλλιτεχνικής κίνησης στην Αγγλία, που είναι γνωστή ως «Προραφαηλιτική Αδελφότητα» (Pre-Raphaelite Brotherhood).

Τζων Έβερετ Μίλαι (Εθνική Πινακοθήκη
Προσωπογραφιών, Λονδίνο)
Ο Τζων Έβερετ Μίλαι γεννήθηκε στο Σαουθάμπτον της Αγγλίας στις 8 Ιουνίου 1829. Το 1855 παντρεύτηκε τη γυναίκα του φίλου του κριτικού τέχνης Τζων Ράσκιν (John Ruskin, 1819 - 1900), την Ευφημία ή Έφη Ράσκιν (Euphemia “Effie” Ruskin), που είχε χρησιμοποιήσει προηγουμένως και ως μοντέλο στους πίνακές του και με την οποία απέκτησε οκτώ παιδιά.
Το 1855, ο Μίλαι πήρε τον τίτλο του βαρονέτου, ενώ το 1863 έγινε πλήρες μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας. Πέθανε στο Λονδίνο στις 13 Αυγούστου 1896, σε ηλικία 67 ετών και ετάφη στη «Γωνία των Ζωγράφων» (Painters’ Corner) στον καθεδρικό ναό του Αγίου Παύλου, δίπλα στο μεγάλο Άγγλο ζωγράφο Τζόζεφ Μάλορντ Τέρνερ (Turner, 1775 – 1851). Η σύζυγός του Έφη Μίλαι πέθανε κι αυτή σε λιγότερο από ένα χρόνο στις 23 Δεκεμβρίου 1897.

Ο Χριστός στο σπίτι των γονιών του

Ένα από τα πρώτα μεγάλα έργα του Τζων Έβερετ Μίλαι ήταν «Ο Χριστός στο σπίτι των γονέων του» (1850, Πινακοθήκη Τέητ, Λονδίνο), που προκάλεσε μεγάλο σκάνδαλο στην αγγλική κοινωνία της εποχής. Θεωρήθηκε βλάσφημο και ασεβές, απεικονίζοντας την Αγία Οικογένεια ως μια οικογένεια της εργατικής τάξης, με κουρελιασμένα ρούχα, αντίθετα με ό,τι επέβαλε ο συντηρητισμός της ακαδημαϊκής τέχνης της εποχής.
Ακόμη και ο Κάρολος Ντίκενς, που διακρινόταν γενικά για την ανεκτικότητά του σε διάφορα κοινωνικά θέματα, στάθηκε έντονα επικριτικός απέναντι στον πίνακα αυτό του Μίλαι, λόγω έλλειψης εξιδανίκευσης σ’ ένα θέμα καθαρά θρησκευτικό. Ο Μίλαι, προκειμένου να αποδώσει όσο πιο πιστά γίνεται το εγκόσμιο περιβάλλον, ζωγράφισε τον πίνακα σ’ ένα ξυλουργικό εργαστήριο, όπου και κοιμόταν τα βράδια, χρησιμοποιώντας μάλιστα τον ίδιο τον ξυλουργό ως μοντέλο για το πρόσωπο του Ιωσήφ.
Η διαταγή απόλυσης, 1853

Η μεγάλη καλλιτεχνική περίοδος του Μίλαι άρχισε τη δεκαετία του 1850, με τους πίνακές του «Η επιστροφή της περιστέρας στην Κιβωτό» (1851, Ασμόλειο Μουσείο, Οξφόρδη) και «Η εντολή αποφυλάκισης» (1853, Πινακοθήκη Τέητ, Λονδίνο). Στο δεύτερο από τα έργα αυτά, ο Μίλαι χρησιμοποίησε ως μοντέλο τη γυναίκα του διάσημου κριτικού τέχνης Τζων Ράσκιν, την Ευφημία ή Έφη Ράσκιν, που την είχε συναντήσει για πρώτη φορά, όταν το ζεύγος Ράσκιν τον είχε επισκεφθεί στο σπίτι του στην Οδό Γκάουερ (Gower Street) στο Λονδίνο.
Ενθουσιασμένος από την ομορφιά και την πνευματικότητα της Έφης Ράσκιν, ο Μίλαι της ζήτησε να ποζάρει για τον πίνακα που θα φιλοτεχνούσε για την έκθεση της Βασιλικής Ακαδημίας του 1853. Η Έφη Ράσκιν, κολακευμένη από την επιλογή του Μίλαι, αποδέχτηκε την πρόταση. Ο πίνακας, με τον τίτλο «Εντολή αποφυλάκισης», ήταν ένας θρίαμβος για τον Μίλαι, όταν εκτέθηκε στη Βασιλική Ακαδημία την άνοιξη του 1853.
Μετά το πέρας της έκθεσης, ο Μίλαι ταξίδεψε μαζί με το ζεύγος Ράσκιν στη Σκωτία, όπου άρχισε να αναπτύσσεται ένας παράφορος έρωτας ανάμεσα στο ζωγράφο και τη σύζυγο του Ράσκιν, η οποία, αν και μετά πολλά χρόνια γάμου μαζί του, ήταν ακόμη παρθένα. Το ειδύλλιο κατέληξε σε γάμο το 1855.
Μετά το γάμο του, ο Μίλαι, ανανεωμένος και με ενθουσιασμό για δουλειά, ζωγράφισε μια σειρά από τις σπουδαιότερες επιτυχίες του. Το 1856 φιλοτέχνησε μία από τις πιο γνωστές δημιουργίες του, «Η τυφλή κόρη» (Μουσείο Μπέρμιγχαμ, Αγγλία), επίτευγμα βικτωριανής αισθητικής και συναισθηματικής φόρτισης. Το πιο αξιόλογο όμως έργο της καριέρας του είναι ο αριστουργηματικός πίνακάς του «Οφηλία» (1852), όπου χρησιμοποίησε την Elisabeth “Lizzie” Siddall, το πιο διάσημο μοντέλο της εποχής του και μετέπειτα σύζυγο του Ντάντε Γκάμπριελ Ροσέτι, να ποζάρει ντυμένη μέσα σε μια μπανιέρα γεμάτη νερό. Ανάμεσα σε άλλα γνωστά έργα του περιλαμβάνονται: "Μαριάννα" (1851), «Ένας Ουγενότος» (1852), «Σκόρπιες σκέψεις» (περ. 1855), «Φθινοπωρινά φύλλα» (1855 – 56, Πινακοθήκη Τέχνης, Μάντσεστερ), ζωγραφισμένο στην πόλη Περθ της Σκωτίας και στο οποίο εικονίζεται και η γυναίκα του πλέον Έφη Μίλαι, «Ο Σερ Ισούμπρας στο Φορντ: Ένα όνειρο από το παρελθόν» (1857), «Η κοιλάδα της ανάπαυσης» (1858, Πινακοθήκη Τέητ, Λονδίνο), «Στέλλα» (1868), «Μια πλημμύρα» (1870, Πινακοθήκη Τέχνης, Μάντσεστερ), «Καύσιμα για το χειμώνα» (1873, Πινακοθήκη Τέχνης, Μάντσεστερ), «Πορτρέτο της Έφης Μίλαι» (1873, Πινακοθήκη του Περθ, Σκωτία) κ. ά.
Το 1870, ο Μίλαι παρουσιάζει την πρώτη καθαρή τοπιογραφία του «Παγερός Οκτώβρης» (Chill October), ενώ στην όψιμη περίοδο της καλλιτεχνικής δράσης του ανήκουν και πολλές προσωπογραφίες, όπως του Γλάδστωνα, του Τένυσον και του καρδιναλίου Τζων Χένρυ Νιούμαν (1881). Ένα ολόσωμο άγαλμα του Μίλαι είναι τοποθετημένο στην πίσω πλευρά της Πινακοθήκης Τέητ στο Λονδίνο. https://el.wikipedia.org/

 Οφηλία (1852)
όπου χρησιμοποίησε την Elisabeth “Lizzie” Siddall, το πιο διάσημο μοντέλο της εποχής του και μετέπειτα σύζυγο του Ντάντε Γκάμπριελ Ροσέτι, να ποζάρει ντυμένη μέσα σε μια μπανιέρα γεμάτη νερό.

 Μαριάνα, 1851


Το τυφλό κορίτσι, 1856 

Φθινοπωρινά φύλλα, 1856


Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/