ΓΕΩΡΓΙΑ ΣΑΝΔΗ ( 1 Ιουλίου 1804 – 8 Ιουνίου 1876 )

 

Η Γεωργία Σάνδη (George Sand), μια από τις πολύ μεγάλες μορφές του ΙΘ΄ αιώνα, παραμένει ως προσωπικότητα ακόμη ασαφής, τυλιγμένη με τον απόηχο των θαυμασμών, αλλά και με μια αχλύ φαρμακερής αμφισβήτησης. Μια βαρόνη, η οποία τρέχει στα χωριάτικα πανηγύρια, μια μητέρα που γυρνάει τον κόσμο συζώντας με τα παιδιά και τους εραστές της, μια ρομαντική συγγραφέας που καπνίζει, φοράει αντρικά κοστούμια και μάχεται για τα δικαιώματα του γυναικείου φύλου, μια απόγονος του βασιλιά της Πολωνίας, που κατεβαίνει στους δρόμους πολεμώντας για την Κομμούνα. Και πάντα να γράφει, να εμπνέει συγγραφείς όπως ο Ντοστογιέφσκι και ο Μπαλζάκ, μουσικούς όπως ο Σοπέν και ο Λιστ, να έχει φίλους της τον Φλωμπέρ και τον Ντελακρουά, θαυμαστές της τον Ουγκώ και τον Χάινε... Αυτή δεν είναι γυναίκα (είπαν πολλοί), είναι σκάνδαλο!

Η καταγωγή και η φύση

Η Γεωργία Σάνδη γεννήθηκε την 1η Ιουλίου του 1804 στο Παρίσι. Το όνομά της ήταν Αμαντίν Ορόρ Λουσίλ Ντιπέν, αλλά όλοι τη φώναζαν Ορόρ (Αυγή). Ο πατέρας της ήταν αριστοκράτης, ενώ η μητέρα της άνθρωπος του λαού. Η μικρή Ορόρ μεγάλωσε στο αρχοντικό σπίτι των προγόνων της, στο Νοάν, στην επαρχία του Μπερί, στο κέντρο, σχεδόν, της Γαλλίας, με τη γιαγιά της.
Για καλή της τύχη, η γιαγιά Ντιπέν, αν και ευγενής, ήταν οπαδός του Ζαν Ζακ Ρουσώ (1712 - 1778), ο οποίος με τις ιδέες του «άναψε τους πυρσούς της Γαλλικής Επανάστασης» και διακήρυττε την επιστροφή στη φύση, όπου, καθώς δίδασκε, βρίσκει κανείς πιο εύκολα το θεό απ' ό,τι στις εκκλησιές. Με μια γιαγιά, η οποία δήλωνε άθεη και φυσιολάτρισσα, το κοριτσάκι μεγάλωσε ελεύθερο από περιορισμούς και συμβατικότητες, ευτυχισμένο με τη συντροφιά των παιδιών του χωριού, μαγεμένο από τις λαϊκές διηγήσεις και τα τραγούδια των γεωργών και των γυρολόγων, περίεργο να εξερευνά τη φύση και τα θαύματά της.

Τίποτε από αυτά τα ελεύθερα μαθήματα δε θα ξεχάσει στη ζωή και στην τέχνη της η κατοπινή συγγραφέας. Η ζωή των αγροτών, όπως αργότερα και των εργατών, θα εμπνέουν το έργο της και θα την οδηγήσουν σε μελέτες πρώιμης εθνογραφίας, μεγάλης οξυδέρκειας.
«Ο χωρικός λοιπόν είναι, αν μπορούμε να πούμε, ο μόνος ιστορικός που μας έχει απομείνει από τα προ-ιστορικά χρόνια. Τιμή και πνευματικό κέρδος για όποιον θ' αφιερωνόταν στην έρευνα των θαυμαστών παραδόσεων κάθε χωριού, οι οποίες, αν συγκεντρωθούν, ομαδοποιηθούν, μελετηθούν συγκριτικά και αναλυθούν προσεχτικά, θα μπορέσουν ίσως να ρίξουν ένα φως στο βαθύ σκοτάδι των πρωτόγονων καιρών. Αλλά γι' αυτό θα χρειαζόταν μια ολόκληρη ζωή, έστω και μόνο για τη Γαλλία.
Από την άλλη, θα πρέπει να προειδοποιηθούν οι ερευνητές ότι οι παραλλαγές του ίδιου θρύλου είναι αναρίθμητες (...). Αυτή η πολλαπλότητα είναι το φυσικό της προφορικής λογοτεχνίας. Η ποίηση των ανθρώπων της υπαίθρου, όπως και η μουσική τους, αριθμούν τόσους διασκευαστές όσους και ανθρώπους». («Lιgendes rustiques», 1858).

Η γέννηση ενός ονόματος

Μετά τις σπουδές της στη σχολή των Αγγλίδων Καλογραιών, η Ορόρ Ντιπέν πηγαίνει στο Παρίσι. Σε μια βεγγέρα γνωρίζεται με τον βαρόνο Φρανσουά Καζιμίρ Ντιντεβάν και το 1822 παντρεύονται. Ο γάμος τους δε θα είναι ευτυχισμένος, ούτε μακρόχρονος. Μόνο κέρδος της θα είναι τα δυο παιδιά τους: Ο λατρεμένος της Μορίς και η ατίθαση Σολάνζ.
Η βαρόνη ταξιδεύει, γράφει βιβλία, αρθρογραφεί σε περιοδικά και γνωρίζει το μεγάλο έρωτα στο πρόσωπο του νεαρού συγγραφέα Ζιλ Σαντό (Jules Sandeau). Γράφουν μαζί ένα μυθιστόρημα, που η Ορόρ το υπογράφει με ψευδώνυμο J. Sand., παρμένο από το όνομα του αγαπημένου της. Ενα χρόνο αργότερα, στα 1832, κυκλοφορεί το πρώτο της μυθιστόρημα - «Ιντιάνα» - και εμφανίζεται για πρώτη φορά με το όνομα που θα γίνει διάσημο: George Sand- Γεωργία Σάνδη. Το πάθος του γραψίματος έχει ριζώσει μέσα της και θα καρπίζει για όλη της τη ζωή.

«Εχω έναν σκοπό, ένα καθήκον, ας την πω τη λέξη, ένα πάθος. Το να γράφω είναι ένα πάθος βίαιο και σχεδόν ακαταμάχητο» (Από επιστολή της, 1831).

«Να μη βάζει κανείς τίποτα από την καρδιά του σ' αυτό που γράφει; Καθόλου δεν καταλαβαίνω, μα καθόλου. Εμένα μου φαίνεται ότι αυτό και μόνο πρέπει να βάζουμε». (Από Επιστολή στον Φλωμπέρ, 1866).
«Η τυραννία, η ζήλια και η βία είναι πάντα σημάδια αδυναμίας» («Horace», 1841).

Το σπίτι της Σάνδη στο Παρίσι γίνεται το κέντρο της καλλιτεχνικής ζωής. Εκεί συναντιούνται οι Μπαλζάκ, Φραντς Λιστ, Προσπέρ Μεριμέ, Χάινε. Τα μυθιστορήματα διαδέχονται το ένα το άλλο και η επιτυχία κάθε καινούριου τίτλου ξεπερνά εκείνην του προηγούμενου. Η ζωή της είναι θυελλώδης, αλλά η σκέψη της είναι πάντα στα ζητήματα της κοινωνικής αδικίας.

« "Αλλά", έλεγε με οργή, "αυτοί οι άθλιοι μπάσταρδοι που κυβερνάνε τον κόσμο βασιλικώ δικαιώματι, κάνουν οτιδήποτε άλλο από το να συντρέχουν αυτούς που υποφέρουν. Απορροφημένοι από τις άνοστες ηδονές τους, διασκεδάζουν με τον ίδιο παιδαριώδη και μικρόψυχο τρόπο, ωσότου η φωνή των λαών γκρεμίσει αυτούς τους θρόνους που μείνανε τόσον καιρό ανάλγητοι μπροστά στον σπαραγμό. (...) Οι μεγάλοι βασιλιάδες κάνουν τους μεγάλους λαούς", έλεγε, "όλα συνοψίζονται σ' αυτόν τον κοινότοπο αφορισμό, μόνο που ως τώρα, δεν υπήρξαν ποτέ στον κόσμο μεγάλοι βασιλιάδες" ». («Le Secrιtaire intime», 1834).

«Η μόρφωση μπορεί και οφείλει να τα διορθώνει όλα»

Η Σάνδη πίστευε βαθιά στην αξία της μόρφωσης. Οπως προκύπτει από όλες τις επιλογές της ζωής της, εκτιμούσε και εμπιστευόταν τη γνώση, θεωρώντας ότι αυτή οδηγεί στην ελευθερία και στο σεβασμό της ανθρώπινης ύπαρξης.

«Ο άνθρωπος δε γεννιέται κακός. Δε γεννιέται ούτε και καλός, όπως το εννοεί ο Ζαν Ζακ Ρουσώ, (...). Ο άνθρωπος γεννιέται με περισσότερο ή λιγότερο δυναμισμό στα πάθη, με περισσότερη ή λιγότερη δυνατότητα να τα καταφέρνει ή όχι στην κοινωνία. Αλλά η μόρφωση μπορεί και οφείλει να τα διορθώνει όλα. Εκεί βρίσκεται το μεγάλο πρόβλημα που πρέπει να λυθεί: Να βρεθεί η μόρφωση που είναι η κατάλληλη για τον καθένα.(«Mauprat», 1837).

Για την ισότητα των γυναικών

«Ενας άντρας και μια γυναίκα είναι τόσο ίδιοι που δεν μπορώ καθόλου να καταλάβω όλο αυτό το πλήθος των διακρίσεων και των υπαινικτικών συλλογισμών που τροφοδοτούν τις κοινωνίες σ' αυτό το κεφάλαιο». (Από Επιστολή στον Φλωμπέρ, 1867).

Σε όλη της τη ζωή, η θέση των γυναικών θα τη γεμίζει αγανάκτηση. Οι νόμοι τις αδικούν, η κοινωνία τις περιθωριοποιεί, οι ίδιες υποτάσσονται.

«Οι συγγραφείς, αγαπητό μου παιδί, δε βάζουν εύκολα στην ιστορία τους γυναίκες αληθινά δυνατές. Φοβούνται μήπως το κοινό δεν τις βρει αληθοφανείς, ή τις βρει ενοχλητικές». («Tamaris», 1862).

Το αγοροκόριτσο του Μπερί αναστατώνει τη γαλλική κοινωνία, όχι μόνο με τα γραπτά της, αλλά και με τους τρόπους της. Κυκλοφορεί ντυμένη σαν άντρας - «σαν μικρός φοιτητάκος» - με παντελόνι, γιλέκο ρεντιγκότα και καπέλο! Κι από πάνω, καπνίζει και πίπα! Οι γελοιογράφοι δε σταματούν να την σκιτσάρουν. Ωστόσο, είναι πάντα μια γοητευτική γυναίκα. Ανάμεσα στις πιο ευτυχισμένες της στιγμές, ο έρωτάς της με τον λεπτεπίλεπτο ποιητή Αλφρέ ντε Μισέ και το ρομαντικό ταξίδι τους στη Βενετία, ο οχτάχρονος δεσμός της με τον μεγαλοφυή ασθενικό Σοπέν και η ζωή τους στη Μαγιόρκα.

Στα οδοφράγματα

Η επανάσταση το Φλεβάρη του 1848, βρίσκει τη συγγραφέα στους δρόμους, μαζί με το λαό που αγωνίζεται εναντίον του βασιλιά Λουδοβίκου - Φιλίππου, ο οποίος τελικά καθαιρείται και φεύγει, και προκηρύσσεται η δημοκρατία! (25/2). Η Σάνδη αρθρογραφεί με πάθος, στηλιτεύει τη μετριοπαθή στάση ορισμένων αγωνιστών και τάσσεται ανοιχτά υπέρ μιας «κομμουνιστικής δημοκρατίας» για το συμφέρον των πολλών...

«Πολίτες,
(...) Βουλευτές δεν πρέπει να είναι οι εκφραστές των τοπικών συμφερόντων, αλλά οι εκπρόσωποι της υπέρτατης βούλησης της Γαλλίας. Γι' αυτό και πρέπει να τους αναζητήσουμε ανάμεσα στους πιο προικισμένους με υψηλές αρετές και ευγενή αισθήματα». (Από άρθρο της στο «Bulletin de la Repiblique», 13/4/1848).

Τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς ο λαός θα ξανακατεβεί στους δρόμους, αλλά αυτός ο λαϊκός ξεσηκωμός πνίγεται στο αίμα. Επικρατούν οι μετριοπαθείς, οι περισσότεροι φίλοι της συλλαμβάνονται και φυλακίζονται, η ίδια καταφεύγει στο πατρογονικό της σπίτι στο Νοάν, γεμάτη θλίψη. Ο ανιψιός του Βοναπάρτη χρίζεται αυτοκράτορας, Ναπολέων Γ΄!...

Μια πλούσια συγκομιδή

Πορτραίτο από τον Ευγένιο Ντελακρουά,
Η Γεωργία Σάνδη έγραψε περισσότερα από 50 βιβλία, από τα οποία τα περισσότερα είναι μυθιστορήματα, και αρκετά θεατρικά. Ειδικά το θέατρο ήταν ένα σημαντικό κεφάλαιο στο δημιουργικό έργο της. Μάλιστα, στο σπίτι της, στο Νοάν, είχε δημιουργήσει ένα θέατρο μαριονετών, όπου μικρά έργα της ζωντάνευαν με τη φωνή του Μπαλζάκ και με συνοδεία μελωδίες των Σοπέν και Λιστ. Πάντως, στις παρισινές σκηνές τα έργα της, σχεδόν, κάθε φορά αποθεώνονται.
Εκτός από τα έργα μυθοπλασίας, η Σάνδη άφησε μια αυτοβιογραφία και μια πλούσια συγκομιδή από επιστολές, οι οποίες μας προσφέρουν τη δυνατότητα να μελετήσουμε την προσωπικότητά της, τα ενδιαφέροντα και τις απόψεις της, αλλά και τις απόψεις των φίλων της και τον απόηχο των γεγονότων της εποχής της.
Αν και το κοινό τη λάτρευε, η Σάνδη δεν είχε και λίγες αντιπάθειες. Η τολμηρή και ανυπόταχτη στάση της, κυρίως στο γυναικείο ζήτημα, ξεσήκωνε κύματα αντιδράσεων.
Φανερά αμήχανος, ο Αλέξανδρος Δουμάς τη χαρακτήριζε «πνεύμα ανδρόγυνο που συνενώνει τη ρώμη του άνδρα και τη χάρη της γυναίκας», και την παρομοίαζε με τη Σφίγγα, που έχει «πρόσωπο γυναίκας, νύχια λιονταριού και φτερά αετού»!
Ωστόσο, οι περισσότεροι τη λάτρεψαν. «Είναι γεμάτη πνεύμα και ζει μια ζωή ασύγκριτη, δεν μπορούμε να τη συγκαταλέγουμε στις συνηθισμένες υπάρξεις», γράφει για την Σάνδη ο Μπαλζάκ.
«Ο θάνατός της μου φαίνεται σαν να μικραίνει την ανθρωπότητα. Υπήρξε ο ποιητής που έδωσε σάρκα στις ελπίδες μας, στους καημούς μας, στα σφάλματά μας, στους βόγκους μας», γράφει ο Ερνέστ Ρενάν, ενώ ο Ντοστογιέφσκι την αποκαλεί «μητέρα του ρώσικου μυθιστορήματος» και ο Ουγκώ «αθάνατη».
«Για να είναι κανείς αληθινός ποιητής πρέπει να είναι συγχρόνως καλλιτέχνης και φιλόσοφος»(«Γράμματα ενός ταξιδευτή», 1837).

Ζωή ΒΑΛΑΣΗ
Συγγραφέας, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Σορβόννη - Παρίσι


ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ https://www.rizospastis.gr/


ΕΡΓΑ
Λουκρητία Φλοριάνι

"... αρκεί και λιγότερο από το τίποτα για να ρίξει από την κορυφή του παραδείσου στα αβυσσαλέα βάθη της κόλασης όποιον λαχταράει τη δόζα των θεών."
Η έλξη των ετερωνύμων είναι ό,τι πιο συνηθισμένο στον έρωτα. Είναι όμως εφικτό να διατηρηθεί αυτή η έλξη μέσα στην καθημερινότητα της ζωής; Μάλλον όχι, ακόμα κι αν οι εραστές -ο Κάρολ και η Λουκρητία σ' αυτή την ιστορία- είναι δυο πλάσματα πρόθυμα ν' αγαπήσουν με τη μεγαλύτερη ορμή και αφοσίωση που υπάρχει στον κόσμο και αποφασισμένα να μην αναζητήσουν πουθενά αλλού την ευτυχία...
Στην αρχή, όλα πείθουν ότι η απόλυτη ευτυχία μπορεί να υπάρξει: ναι, ίσως· μόνο που είναι απίθανο να έχει και διάρκεια... Ο έρωτας πολύ γρήγορα μπορεί να πληγωθεί, να πληγώσει, να φτερουγίσει μακριά, να ξαναγίνει άπιαστο όνειρο και μακρινή ουτοπία.
Η Σάνδη στη "Λουκρητία Φλοριάνι", αυτό το μικρό αριστούργημα, το κατεξοχήν εμπνευσμένο από το δεσμό της με τον Φρειδερίκο Σοπέν έργο της, μας βεβαιώνει πως όλα θα εξελιχθούν απόλυτα φυσιολογικά και χωρίς εκπλήξεις - "όπως στην πραγματική ζωή". Να όμως που ακόμα και μια (κατά τη συγγραφέα) απλή αφήγηση "οικείων" καταστάσεων μπορεί να ξαφνιάζει...


Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/







Μαργκερίτ Γιουρσενάρ (8 Ιουνίου 1903 – 17 Δεκεμβρίου 1987)

 

Η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ (γαλλ. Marguerite Yourcenar) (8 Ιουνίου 1903 – 17 Δεκεμβρίου 1987) ήταν Γαλλίδα συγγραφέας και ποιήτρια, μια από τις κορυφαίες λογοτεχνικές μορφές της Γαλλίας του εικοστού αιώνα. Η σημασία της συνεισφοράς της στη λογοτεχνία αναγνωρίστηκε μέσα από πολυάριθμες διακρίσεις, με κυριότερη την αναγόρευσή της ως μέλους της Γαλλικής Ακαδημίας το 1980. Ήταν η πρώτη γυναίκα που κατέκτησε παρόμοια θέση.

Η Γιουρσενάρ γεννήθηκε στις Βρυξέλλες. Ήταν κόρη του Γάλλου αξιωματικού Μισέλ Κλεινεβέρκ ντε Κρεγιενκούρ ( Michel Cleenewerck de Crayencour), και της Βελγίδας Φερνάντ ντε Καρτιέ ντε Μαρσιέν (Fernande de Cartier de Marchienne), η οποία πέθανε δέκα μέρες μετά τη γέννα. Η Μαργκερίτ ντε Κρεγιενκούρ (γαλλ. Marguerite de Crayencour), όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, μεγάλωσε σε ένα εύπορο και πνευματικό περιβάλλον, με δασκάλους κατ' οίκον. Απέκτησε από νωρίς πλατιά παιδεία, επιδεικνύοντας ιδιαίτερη κλίση στα Λατινικά και Αρχαία Ελληνικά. Δημιούργησε το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Γιουρσενάρ με αναγραμματισμό του πραγματικού επωνύμου της (Crayencour) όταν εξέδωσε την πρώτη της ποιητική συλλογή, Le jardin des chimères (Ο κήπος των χιμαιρών), σε ηλικία 16 ετών.

Σπούδασε και έζησε στην Ευρώπη μέχρι το 1942, οπότε εγκαταστάθηκε μόνιμα στις ΗΠΑ, στο νησί Μάουντ Ντέζερτ της πολιτείας Μέιν. Έμεινε εκεί σε ένα παλιό ξύλινο σπίτι μέχρι το τέλος της ζωής της. Έζησε σχεδόν σαράντα χρόνια μαζί με την φίλη και σύντροφό της, Γκρέις Φρικ. Η αποδοχή της ομοφυλοφιλίας ήταν το θέμα του πρώτου μυθιστορήματός της Αλέξης ή σπουδή του μάταιου αγώνα με ήρωα έναν νεαρό που παρά τον γάμο του δεν καταφέρνει να καταπνίξει τις ομοφυλοφιλικές επιθυμίες του.

Το 1951 εκδόθηκε το μυθιστόρημα Αδριανού απομνημονεύματα, το οποίο συνέγραφε σχεδόν επί δέκα χρόνια. Το έργο αυτό γνώρισε τεράστια εμπορική επιτυχία και έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από τους κριτικούς. Το βιβλίο έχει την μορφή αποχαιρετιστήριου γράμματος από τον Ρωμαίο Αυτοκράτορα Αδριανό, στον διάδοχό του, Μάρκο Αυρήλιο και αποτελεί ένα μακρύ διαλογισμό πάνω στην ιδέα της εξουσίας, της αυτοκρατορίας, της διακυβέρνησης και του έρωτα. Ένα μεγάλο μέρος του έργου αφιερώνεται στη σχέση του Αυτοκράτορα με τον Έλληνα νέο Αντίνοο. Διακρίνεται από το ψυχολογικό του βάθος και την ακριβή αναπαράσταση της ελληνιστικής Ρώμης.

Ιδιαίτερα στενή ήταν η σχέση της Γιουρσενάρ με την Ελλάδα και η αγάπη της για τον Ελληνικό πολιτισμό. Επιμελήθηκε την ανθολογία ελληνικής ποίησης Το στεφάνι και η λύρα και εξέδωσε το δοκίμιο Κριτική παρουσίαση του Κ. Π. Καβάφη. Ήταν φίλη της Ιωάννας Χατζηνικολή, η οποία εξέδωσε τα βιβλία της στα Ελληνικά, και διατηρούσε σχέσεις μεταξύ άλλων και με τον Ανδρέα Εμπειρίκο. Η Ελλάδα ήταν ένας από τους αγαπημένος προορισμούς των αναρίθμητων ταξιδιών της.

Το 1980 η Γαλλική Ακαδημία έσπασε την παράδοση 345 ετών και δέχτηκε την Μαργκερίτ Γιουρσενάρ ως την πρώτη γυναίκα ανάμεσα στους σαράντα «αθανάτους». Η Γιουρσενάρ ταξίδευε ακατάπαυστα σε όλο τον κόσμο σχεδόν μέχρι τον θάνατό της, σε ηλικία 84 ετών, από εγκεφαλικό επεισόδιο.

Βιβλιογραφία

Το σύνολο σχεδόν του συγγραφικού έργου της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ κυκλοφορεί μεταφρασμένο στα Ελληνικά από τις εκδόσεις Χατζηνικολή σε μετάφραση της Ιωάννας Δ. Χατζηνικολή:
Alexis (Αλέξης, 1929)
La nouvelle Eurydice (Η νέα Ευρυδίκη, 1931)
Πίνδαρος (1932)
Denier du rêve Ο οβολός του ονείρου (1934, αναθεωρημένο 1958-1959)
Feux (Φωτιές, 1936)
Διηγήματα της Ανατολής (1938)
Les Songes et les Sorts (Τα όνειρα και οι μοίρες, 1938)
Le Coup de grâce (Η χαριστική βολή, 1939)
Mémoires d’Hadrien (Αδριανού Απομνημονεύματα, 1951)
Électre ou la Chute des masques (Ηλέκτρα ή πέφτουν οι μάσκες, 1954)
Présentation critique de Constantin Cavafy 1863-1933, suivie d'une traduction intégrale des ses Poèmes (Κριτική παρουσίαση του Κωνσταντίνου Καβάφη με μετάφραση όλων των ποιημάτων του, 1958) σε μετάφραση Γ. Π. Σαββίδη
Sous bénéfice d'inventaire (Επ' ωφελεία απογραφής, ελλην. τίτλος "Με την επιφύλαξη της εξακρίβωσης", 1962)
Œuvre au noir (Έργο σε μαύρο, ελλην.τίτλος : Η Άβυσσος, 1968)
Θέατρο Ι και ΙΙ (1971)
"Le Labyrinthe du monde" (Ο Λαβύρινθος του κόσμου)
*Souvenirs pieux (Ευλαβικές αναμνήσεις, 1974)
Archives du Nord (Αρχεία του Βορρά, 1977)
Quoi ? L'Éternité (Τί; Η αιωνιότητα, 1988)
La Couronne et la Lyre (Το στεφάνι και η λύρα, ανθολογία αρχαίων ελληνικών ποιημάτων, 1979)
Mishima ou la Vision du vide (Μισίμα ή το όραμα του κενού, 1980)
Με ανοιχτά τα μάτια (1981)
Anna, Soror (1981)
Comme l'eau qui coule (Σαν το νερό που κυλάει, 1982)
Le Temps, ce grand sculpteur (Η σμίλη του χρόνου, 1984)
Le Tour de la prison (Ο γύρος της φυλακής, 1991)


ΑΔΡΙΑΝΟΥ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ


"Σήμερα το πρωί κατέβηκα στο γιατρό μου Ερμογένη, που μόλις γύρισε στην Έπαυλη ύστερα από ένα αρκετά μακρόχρονο ταξίδι στην Ασία. Έπρεπε να εξεταστώ νηστικός. Κλείσαμε ραντεβού για τις πρώτες πρωινές ώρες. Ξαπλώθηκα σ' ένα κρεββάτι, αφού πρώτα γυμνώθηκα απ' το μανδύα κι' απ' το χιτώνιό μου. Σ' απαλλάσσω από λεπτομέρειες δυσάρεστες τόσο για σένα όσο και για μένα κι' από την περιγραφή του κορμιού ενός ανθρώπου, προχωρημένου στα χρόνια, που ετοιμάζεται να πεθάνει από υδρωπικία της καρδιάς. Ας πούμε μόνο πως έβηξα, πως ανάπνευσα και κράτησα την ανάσα μου σύμφωνα με τις υποδείξεις του Ερμογένη, αναστατωμένου άθελά του από την τόσο γρήγορη εξέλιξη του κακού, κι' έτοιμου να ρίξει το φταίξιμο στο νεαρό Ιόλα που με φρόντιζε στην απουσία του". (Απόσπασμα από το βιβλίο)

Η Γιουρσενάρ μέσα από τον βίο του πιο "Έλληνα" από τους Ρωμαίους αυτοκράτορες ακυρώνει τον χρόνο που μας χωρίζει από τον ήρωά της. Όταν αναγνωρίζουμε, σαν φλέβα στο σώμα του βιβλίου της, αναφορές στη σάρκα ("αυτό το άλικο σύννεφο που έχει για αστραπή του την ψυχή"), στην ηδονή, στην ηθική, στην ευτυχία, στην αυτοχειρία, στα παρατημένα νεκροταφεία της μνήμης όπου κείνται, δίχως τιμές, νεκροί που πάψαμε ν' αγαπάμε, δεν ακούμε τη Γιουρσενάρ. Ούτε τη φανταζόμαστε σκυφτή να ψάχνει στις βιβλιοθήκες ή να επινοεί ευφυολογήματα για να ζωηρέψει τον ήρωα. Είναι ο Αδριανός που γράφει. Για να μας υπενθυμίσει, μέσα από ένα λόγο πυκνό, χυμώδη και λυτρωτικό, τη θέση του ανθρώπου που κάποτε, απογυμνωμένος από τον εγωισμό, τις αδυναμίες και τις ψευδαισθήσεις της νεότητας, θα κληθεί ν' αντιμετωπίσει τον θάνατο και να αναλογιστεί τον τρόπο που διαχειρίστηκε το μυστήριο της ζωής. (Γιώργος Καρουζάκης, Ελευθεροτυπία, 12/8/2010)

Τα "Απομνημονεύματα του Αδριανού", η μυθιστοριοποιημένη αυτοβιογραφία του πρώτου ρωμαίου ελληνιστή αυτοκράτορα, είναι ένα λογοτεχνικό κείμενο άφθαρτο και πολύτιμο. Εξισορροπεί ανάμεσα στον έρωτα και τη δικαιοσύνη, στην Ιστορία και το συναίσθημα, στον διαλογισμό και στο πάθος. Από όλους τους χαρακτήρες της Γιουρσενάρ, ο Αδριανός είναι ο πιο θαυμαστός. Ο Αδριανός είχε ό,τι ονειρεύτηκε: άντρες, γυναίκες, πολέμους, ειρήνη, την Ελλάδα, τη Ρώμη. Υπήρχε στον Αδριανό η ύψιστη εκλέπτυνση του Ελληνισμού, ο γοργά επερχόμενος μετα-ρωμαϊκός κόσμος. (Θεόδωρος Γρηγοριάδης, Τα Νέα, 30/7/2012)

Αποσπάσματα 

«...το ανθρώπινο πνεύμα μισεί να δεχθεί πως βρίσκεται στα χέρια της τύχης, πως δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα περαστικό προϊόν συμπτώσεων που δεν κυβερνάει κανένας Θεός, που προπαντός δεν κυβερνάει το ίδιο. Κάθε ζωή, ακόμα και η πιο ταπεινή, περνάει ένα μέρος της αναζητώντας τους λόγους της ύπαρξης της, τα σημεία απ’ όπου ξεκίνησε, τις πηγές. Ήταν η αδυναμία μου να τις ανακαλύψω που μ’ έκανε μερικές φορές να στραφώ προς μαγικές ερμηνείες, που με έκανε να ψάξω μέσα στα παραληρήματα του απόκρυφου για να βρω αυτό που δε μου έδινε η ανθρώπινη αίσθηση. Όταν όλοι οι πολύπλοκοι υπολογισμοί αποδεικνύονται ψεύτικοι, όταν οι ίδιοι οι φιλόσοφοι δεν έχουν τίποτα να μας πούνε πια, είναι νόμιμο να στρεφόμαστε προς την άσκοπη φλυαρία των πουλιών ή προς το μακρινό αντίβαρο των άστρων.» (σ. 37) 

«Τα νέα της σαρματικής επιδρομής φτάσανε στη Ρώμη πάνω που πανηγύριζε το δακικό θρίαμβο του Τραϊανού. Αυτή η γιορτή, που ’χε πολλές φορές αναβληθεί, διαρκούσε οκτώ μέρες τώρα. Τους είχε πάρει ένα χρόνο σχεδόν να φέρουν από την Αφρική κι από την Ασία τα άγρια θηρία που θα σφάζονταν ομαδικά μέσα στην αρένα. Η σφαγή δώδεκα χιλιάδων θηρίων, το μεθοδικό φονικό δέκα χιλιάδων μονομάχων, έκανε τη Ρώμη ένα χαμαιτυπείο θανάτου. Εκείνο το βράδυ βρισκόμαστε στην ταράτσα του Αττιανού μαζί με το Μάρκιο Τύρβα και τον οικοδεσπότη μας. Η φωταγωγημένη πολιτεία ήταν φρικτή μέσα στη θορυβώδικη χαρά της.» (Σελ 84) 

«Τα ίχνη από τα εγκλήματά μας ήταν ακόμα ορατά παντού. Τα τείχη της Κορίνθου όπως τα είχε ρημάξει ο Μόμμιος, τα βάθρα στα βάθη των αδύτων γυμνά ύστερα από την αρπαγή των αγαλμάτων που διοργάνωσε στο σκανδαλώδες ταξίδι του ο Νέρωνας. Η φτωχεμένη Ελλάδα εξακολουθούσε να ζει μέσα σε μιαν ατμόσφαιρα σκεπτικής χάρης, φωτεινής αιθρίας, σοφής ηδονής. (…) Η ελαφριά περιφρόνηση των Ελλήνων, που δεν έπαυα ποτέ να αισθάνομαι κάτω από τις πιο θερμές τιμές τους, δε με πρόσβαλλε. Την εύρισκα φυσική. Όποιες κι αν ήταν οι αρετές που με ξεχώριζαν απ’ αυτούς, ήξερα πως θα έμενα πάντα λιγότερο εύστροφος από ένα ναύτη της Αίγινας, λιγότερο σοφός από μια χορταρού της Αγοράς.» ( Σελ. 94-95) 

«Δεχόμουνα τον πόλεμο σαν ένα μέσο που θα έφερνε την ειρήνη, αν οι διαπραγματεύσεις δεν αρκούσαν γι’ αυτό, ακριβώς όπως ένας γιατρός παίρνει την απόφαση να καυτηριάσει αφού πρώτα δοκιμάσει όλα τα βότανα. Είναι τόσο περίπλοκα τα ανθρώπινα, που η ειρηνική ηγεμονία μου θα είχε, κι αυτή, τις πολεμικές περιόδους της, όμοια με τη ζωή ενός μεγάλου καπετάνιου, που θέλει δε θέλει, έχει κι αυτή τα ειρηνικά της διαλείμματα.» (σ.120) 

«Η εξαιρετική ευγένεια μου, στην οποία τα χυδαία πνεύματα διέκριναν μια μορφή αδυναμίας, δειλίας ίσως, φαινόταν τώρα σαν το λείο και στιλπνό θηκάρι της δύναμης. Με εξεθείαζαν που δεχόμουνα τόσο υπομονετικά τις αιτήσεις, που επισκεπτόμουν συχνά τα στρατιωτικά νοσοκομεία, που είχα μια φιλική οικειότητα με τους συνταξιούχους απόμαχους. Τίποτα απ’ όλ’ αυτά δε διέφερε από τον τρόπο με τον οποίο μεταχειρίστηκα σ’ όλη μου τη ζωή τους δούλους μου και τους γεωργούς του κτήματος μου. Καθένας από εμάς έχει περισσότερες αρετές απ’ όσες νομίζουμε, αλλά μόνο η επιτυχία τις φέρνει στο φως, ίσως γιατί τότε περιμένουν να μας δουν να παύουμε να τις εξασκούμε. Όταν τα ανθρώπινα πλάσματα παραξενεύονται που κάποιος κοσμοκράτορας δεν είναι ανόητα άπονος, φαντασμένος ή σκληρός, ομολογούν τη χειρότερη αδυναμία τους.» (σ. 126-127) 

«Όλοι οι λαοί που χάθηκαν ως τα σήμερα, χάθηκαν από μιαν έλλειψη γενναιοδωρίας. Η Σπάρτη θα επιζούσε πολύ περισσότερο, αν είχε κάνει τους είλωτες να ενδιαφερθούν για την επιβίωσή της. (…) Επιμένω: το πιο απόκληρο από τα πλάσματα, ο σκλάβος που καθαρίζει το βόρβορο των πόλεων, ο λιμασμένος βάρβαρος που περιτριγυρίζει τα σύνορα, πρέπει να έχουν το συμφέρον να δουν τη Ρώμη να διαρκεί. Αμφιβάλλω αν ολόκληρη η φιλοσοφία του κόσμου θα φτάσει ποτέ να καταργήσει τη δουλεία. Θα της αλλάξουν το πολύ πολύ όνομα. Μπορώ να φανταστώ μορφές δουλείας, χειρότερες από τη δική μας, γιατί θα είναι πιο δόλιες. Θα καταφέρουν είτε να μεταμορφώσουν τον άνθρωπο σε μια ηλίθια ικανοποιημένη από τον εαυτό της μηχανή, που θα πιστεύεται ελεύθερη τη στιγμή ακριβώς που θα υποτάσσεται, είτε θα του αναπτύξουν, αποκλειστικά με την άνεση και την ηδονή, μια τόσο παράφρονη κλίση προς την εργασία, όσο είναι και το πάθος των βαρβάρων για τον πόλεμο. Απ’ αυτή τη δουλεία του πνεύματος ή της φαντασίας του ανθρώπου, εξακολουθώ να προτιμώ την πραγματική δουλεία μας.» (σ.140) 

«Μερικοί άλλοι άνθρωποι είχαν διασχίσει τη γη πριν από μένα. Ο Πυθαγόρας, ο Πλάτωνας, καμιά δωδεκαριά σοφοί και αρκετοί τυχοδιώκτες. Ήταν η πρώτη φορά όμως που ο ταξιδιώτης ήταν ταυτόχρονα και αφέντης, απόλυτα ελεύθερος να δει, να μεταρρυθμίσει, να δημιουργήσει. Ήταν η τύχη μου, και αντιλαμβανόμουνα πώς θα μπορούσαν να περάσουν αιώνες προτού να ξανασυμπέσει να ταιριάξουν τόσο ευτυχισμένα ένα λειτούργημα, μια ιδιοσυγκρασία, ένας κόσμος. Και τότε κατάλαβα πόσο προνομιούχος είναι ένας άνθρωπος που είναι νέος, που είναι μόνος, πολύ λίγο παντρεμένος, δίχως παιδιά, δίχως σχεδόν προγόνους, ο Οδυσσέας χωρίς άλλη Ιθάκη από εκείνη που έχει μέσα του. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να σου κάνω μιαν ομολογία που δεν την έχω κάνει σε κανέναν. Ποτέ μου δεν είχα το συναίσθημα ότι ανήκω απόλυτα σε κάποιο μέρος, ούτε και σε αυτή την πολυαγαπημένη μου Αθήνα, ούτε στη Ρώμη καν. Ξένος παντού, δεν ένιωθα ιδιαίτερα αποξενωμένος από κανέναν τόπο.» (σ.149) 

«Κατάληγα να το βρίσκω φυσικό, αν όχι δίκαιο, ότι έπρεπε να χαθούμε. Τα γράμματα μας εξασθενούνε. Οι τέχνες μας αποκοιμιούνται. Ο Παγκράτης δεν είναι Όμηρος. Ο Αρριανός δεν είναι Ξενοφώντας. Όταν προσπάθησα ν’ αποθανατίσω στην πέτρα τη μορφή του Αντίνοου, δε βρήκα Πραξιτέλη. Οι επιστήμες μας βαδίζουνε σημειωτόν από την εποχή του Αριστοτέλη και του Αρχιμήδη. Η πρόοδος της τεχνολογίας μας δε θ’ αντέξει στις φθορές ενός μακροχρόνιου πολέμου. Η φιληδονία μας μάς κάνει ν’ αηδιάζουμε την ευτυχία. Τα ημερότερα ήθη, οι πιο προοδευτικές ιδέες αυτού του τελευταίου αιώνα, είναι έργα μιας ελάχιστης μειοψηφίας ωραίων πνευμάτων. Η μάζα, παραμένει αγράμματη, άγρια όταν μπορεί, οπωσδήποτε εγωίστρια και στενόμυαλη, και όλα δείχνουνε πως θα μείνει πάντα τέτοια. Πάρα πολλοί αχόρταγοι έμποροι και τελώνες, πάρα πολλοί δύσπιστοι συγκλητικοί πάρα πολλοί κτηνώδεις κεντυριώνες έχουν εκθέσει προκαταβολικά το έργο μας.» (σ. 284) 

Μαργκερίτ Γιουρσενάρ Αδριανού Απομνημονεύματα, μτφ. Χατζηνικολή Ιωάννα, Εκδ. Χατζηνικολή, 8η έκδοση. 
Τα περισσότερα από τα παραπάνω αποσπάσματα βρέθηκαν στο roadartist.blogspot.gr/ 







Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/









Σερ Τζων Έβερετ Μίλαι - Sir John Everett Millais ( 1829 – 1896 )

 

Άνοιξη (Ανθισμένες μηλιές) , 1856-59

Ο Σερ Τζων Έβερετ Μίλαι, Πρώτος Βαρονέτος (Μίλαι) (Sir John Everett Millais, 1829 – 1896) ήταν Άγγλος ζωγράφος και εικονογράφος, ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της Βικτωριανής εποχής και ιδρυτικό μέλος (1848) της καλλιτεχνικής κίνησης στην Αγγλία, που είναι γνωστή ως «Προραφαηλιτική Αδελφότητα» (Pre-Raphaelite Brotherhood).

Τζων Έβερετ Μίλαι (Εθνική Πινακοθήκη
Προσωπογραφιών, Λονδίνο)
Ο Τζων Έβερετ Μίλαι γεννήθηκε στο Σαουθάμπτον της Αγγλίας στις 8 Ιουνίου 1829. Το 1855 παντρεύτηκε τη γυναίκα του φίλου του κριτικού τέχνης Τζων Ράσκιν (John Ruskin, 1819 - 1900), την Ευφημία ή Έφη Ράσκιν (Euphemia “Effie” Ruskin), που είχε χρησιμοποιήσει προηγουμένως και ως μοντέλο στους πίνακές του και με την οποία απέκτησε οκτώ παιδιά.
Το 1855, ο Μίλαι πήρε τον τίτλο του βαρονέτου, ενώ το 1863 έγινε πλήρες μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας. Πέθανε στο Λονδίνο στις 13 Αυγούστου 1896, σε ηλικία 67 ετών και ετάφη στη «Γωνία των Ζωγράφων» (Painters’ Corner) στον καθεδρικό ναό του Αγίου Παύλου, δίπλα στο μεγάλο Άγγλο ζωγράφο Τζόζεφ Μάλορντ Τέρνερ (Turner, 1775 – 1851). Η σύζυγός του Έφη Μίλαι πέθανε κι αυτή σε λιγότερο από ένα χρόνο στις 23 Δεκεμβρίου 1897.

Ο Χριστός στο σπίτι των γονιών του

Ένα από τα πρώτα μεγάλα έργα του Τζων Έβερετ Μίλαι ήταν «Ο Χριστός στο σπίτι των γονέων του» (1850, Πινακοθήκη Τέητ, Λονδίνο), που προκάλεσε μεγάλο σκάνδαλο στην αγγλική κοινωνία της εποχής. Θεωρήθηκε βλάσφημο και ασεβές, απεικονίζοντας την Αγία Οικογένεια ως μια οικογένεια της εργατικής τάξης, με κουρελιασμένα ρούχα, αντίθετα με ό,τι επέβαλε ο συντηρητισμός της ακαδημαϊκής τέχνης της εποχής.
Ακόμη και ο Κάρολος Ντίκενς, που διακρινόταν γενικά για την ανεκτικότητά του σε διάφορα κοινωνικά θέματα, στάθηκε έντονα επικριτικός απέναντι στον πίνακα αυτό του Μίλαι, λόγω έλλειψης εξιδανίκευσης σ’ ένα θέμα καθαρά θρησκευτικό. Ο Μίλαι, προκειμένου να αποδώσει όσο πιο πιστά γίνεται το εγκόσμιο περιβάλλον, ζωγράφισε τον πίνακα σ’ ένα ξυλουργικό εργαστήριο, όπου και κοιμόταν τα βράδια, χρησιμοποιώντας μάλιστα τον ίδιο τον ξυλουργό ως μοντέλο για το πρόσωπο του Ιωσήφ.
Η διαταγή απόλυσης, 1853

Η μεγάλη καλλιτεχνική περίοδος του Μίλαι άρχισε τη δεκαετία του 1850, με τους πίνακές του «Η επιστροφή της περιστέρας στην Κιβωτό» (1851, Ασμόλειο Μουσείο, Οξφόρδη) και «Η εντολή αποφυλάκισης» (1853, Πινακοθήκη Τέητ, Λονδίνο). Στο δεύτερο από τα έργα αυτά, ο Μίλαι χρησιμοποίησε ως μοντέλο τη γυναίκα του διάσημου κριτικού τέχνης Τζων Ράσκιν, την Ευφημία ή Έφη Ράσκιν, που την είχε συναντήσει για πρώτη φορά, όταν το ζεύγος Ράσκιν τον είχε επισκεφθεί στο σπίτι του στην Οδό Γκάουερ (Gower Street) στο Λονδίνο.
Ενθουσιασμένος από την ομορφιά και την πνευματικότητα της Έφης Ράσκιν, ο Μίλαι της ζήτησε να ποζάρει για τον πίνακα που θα φιλοτεχνούσε για την έκθεση της Βασιλικής Ακαδημίας του 1853. Η Έφη Ράσκιν, κολακευμένη από την επιλογή του Μίλαι, αποδέχτηκε την πρόταση. Ο πίνακας, με τον τίτλο «Εντολή αποφυλάκισης», ήταν ένας θρίαμβος για τον Μίλαι, όταν εκτέθηκε στη Βασιλική Ακαδημία την άνοιξη του 1853.
Μετά το πέρας της έκθεσης, ο Μίλαι ταξίδεψε μαζί με το ζεύγος Ράσκιν στη Σκωτία, όπου άρχισε να αναπτύσσεται ένας παράφορος έρωτας ανάμεσα στο ζωγράφο και τη σύζυγο του Ράσκιν, η οποία, αν και μετά πολλά χρόνια γάμου μαζί του, ήταν ακόμη παρθένα. Το ειδύλλιο κατέληξε σε γάμο το 1855.
Μετά το γάμο του, ο Μίλαι, ανανεωμένος και με ενθουσιασμό για δουλειά, ζωγράφισε μια σειρά από τις σπουδαιότερες επιτυχίες του. Το 1856 φιλοτέχνησε μία από τις πιο γνωστές δημιουργίες του, «Η τυφλή κόρη» (Μουσείο Μπέρμιγχαμ, Αγγλία), επίτευγμα βικτωριανής αισθητικής και συναισθηματικής φόρτισης. Το πιο αξιόλογο όμως έργο της καριέρας του είναι ο αριστουργηματικός πίνακάς του «Οφηλία» (1852), όπου χρησιμοποίησε την Elisabeth “Lizzie” Siddall, το πιο διάσημο μοντέλο της εποχής του και μετέπειτα σύζυγο του Ντάντε Γκάμπριελ Ροσέτι, να ποζάρει ντυμένη μέσα σε μια μπανιέρα γεμάτη νερό. Ανάμεσα σε άλλα γνωστά έργα του περιλαμβάνονται: "Μαριάννα" (1851), «Ένας Ουγενότος» (1852), «Σκόρπιες σκέψεις» (περ. 1855), «Φθινοπωρινά φύλλα» (1855 – 56, Πινακοθήκη Τέχνης, Μάντσεστερ), ζωγραφισμένο στην πόλη Περθ της Σκωτίας και στο οποίο εικονίζεται και η γυναίκα του πλέον Έφη Μίλαι, «Ο Σερ Ισούμπρας στο Φορντ: Ένα όνειρο από το παρελθόν» (1857), «Η κοιλάδα της ανάπαυσης» (1858, Πινακοθήκη Τέητ, Λονδίνο), «Στέλλα» (1868), «Μια πλημμύρα» (1870, Πινακοθήκη Τέχνης, Μάντσεστερ), «Καύσιμα για το χειμώνα» (1873, Πινακοθήκη Τέχνης, Μάντσεστερ), «Πορτρέτο της Έφης Μίλαι» (1873, Πινακοθήκη του Περθ, Σκωτία) κ. ά.
Το 1870, ο Μίλαι παρουσιάζει την πρώτη καθαρή τοπιογραφία του «Παγερός Οκτώβρης» (Chill October), ενώ στην όψιμη περίοδο της καλλιτεχνικής δράσης του ανήκουν και πολλές προσωπογραφίες, όπως του Γλάδστωνα, του Τένυσον και του καρδιναλίου Τζων Χένρυ Νιούμαν (1881). Ένα ολόσωμο άγαλμα του Μίλαι είναι τοποθετημένο στην πίσω πλευρά της Πινακοθήκης Τέητ στο Λονδίνο. https://el.wikipedia.org/

 Οφηλία (1852)
όπου χρησιμοποίησε την Elisabeth “Lizzie” Siddall, το πιο διάσημο μοντέλο της εποχής του και μετέπειτα σύζυγο του Ντάντε Γκάμπριελ Ροσέτι, να ποζάρει ντυμένη μέσα σε μια μπανιέρα γεμάτη νερό.

 Μαριάνα, 1851


Το τυφλό κορίτσι, 1856 

Φθινοπωρινά φύλλα, 1856


Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/












Ρόμπερτ Σούμαν - Robert Schumann ( 8 Ιουνίου 1810 – 29 Ιουλίου 1856 )

Ο Ρόμπερτ Σούμαν (Robert Schumann, 8 Ιουνίου 1810 – 29 Ιουλίου 1856), ήταν Γερμανός ρομαντικός συνθέτης.

Γεννήθηκε στις 8 Ιουνίου 1810 στο Τσβίκαου της Σαξωνίας. Μεγάλωσε σε καλλιεργημένο περιβάλλον και από νωρίς ήρθε σε επαφή με την μουσική. Ο πατέρας του τον ενίσχυε στις προσπάθειές του να αποκτήσει αξιόλογη μουσική εκπαίδευση και είχε προσπαθήσει (αποτυχημένα) να του εξασφαλίσει μαθήματα με τον συνθέτη Καρλ Μαρία φον Βέμπερ. Έπειτα απ' αυτό ο Σούμαν στράφηκε προς τη λογοτεχνία: Διηύθυνε μια φιλολογική εταιρεία και αποπειράθηκε να γράψει ποίηση, μυθιστορήματα, και τραγωδίες. Βέβαια το ενδιαφέρον του για τη μουσική δεν είχε μειωθεί, αντιθέτως, διεύρυνε συνεχώς τις γνώσεις του και "ανακάλυπτε" συνεχώς διάφορα έργα και είδη.

Καθοριστική για την εξέλιξή του ήταν η χρονιά 1828: τότε εγκαταστάθηκε στη Λειψία για να σπουδάσει νομικά, επιθυμία της μητέρας του. Στην πόλη αυτή, γενέτειρα του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, υπήρχε αξιόλογη μουσική παράδοση και πλούσια δραστηριότητα. Εκεί άρχισε να παίρνει μαθήματα πιάνου από τον διάσημο δάσκαλο Φρίντριχ Βικ (Wieck) και τότε άρχισε να συνθέτει και τα πρώτα του έργα για πιάνο. Θα μπορούσε μάλιστα να κάνει αξιόλογη καριέρα ως πιανίστας, αν μια μέθοδος που είχε επινοήσει ο ίδιος για να δυναμώσει τα δάκτυλά του δεν του προκαλούσε παράλυση στο δεξί χέρι.



Το 1830 εγκατέλειψε το πανεπιστήμιο και αφοσιώθηκε στη μουσική. Συνεργαζόταν μάλιστα με το πιο γνωστό μουσικό περιοδικό της εποχής, το Allgemeine Musikalische Zeitung στο οποίο έγραψε μια ενθουσιώδη κριτική για τον συνομήλικό του νεαρό και άγνωστο ακόμα Φρεντερίκ Σοπέν. Όμως τα πολύ συντηρητικά αισθητικά κριτήρια του εκδότη του περιοδικού δεν ταιριάζαν με τις ιδέες και τις αντιλήψεις του Σούμαν και έτσι σύντομα επήλθε η ρήξη. Το 1834 ο Σούμαν ίδρυσε το Neue Zeitschrift für Musik, ένα περιοδικό που υπερασπιζόταν τους νέους συνθέτες αλλά και τους μεγάλους δασκάλους του παρελθόντος, έχοντας μεταξύ των συνεργατών του τον Βικ και τον Φέλιξ Μέντελσον. Ο ίδιος διηύθυνε το περιοδικό και έγραφε κριτικές υπογράφοντας συχνά με τα ψευδώνυμα Ευσέβιος και Φλορεστάν, δύο φανταστικά πρόσωπα που αντιπροσώπευαν τους δύο αντίθετους πόλους του ανήσυχου χαρακτήρα του.

Robert Schumann -  Clara,
1847
Στο σπίτι του δασκάλου του γνώρισε την κόρη του Κλάρα εξαιρετικά ταλαντούχα πιανίστρια και συνθέτρια. Οι δύο νέοι ερωτεύτηκαν σύντομα, ο πατέρας της όμως ήταν κατά της σχέσης τους γιατί πίστευε ότι θα ήταν εμπόδιο στη μουσική καριέρα της. Το ζευγάρι παντρεύτηκε τελικά, χωρίς την άδειά του, το 1840.
Τα χρόνια ως το 1845 ήταν τα πιο παραγωγικά: συνέθεσε πολλά έργα, έκανε πολλές περιοδείες μαζί με τη σύζυγό του, βασική ερμηνεύτρια των έργων του, κερδίζοντας συνεχώς φήμη. Από το 1845 όμως η δραστηριότητά του περιοριζόταν σταδιακά, ενώ παράλληλα εμφανίστηκε και πρόβλημα ψυχασθένειας. (Η ψυχολογία του είχε διαταραχθεί ήδη από τη νεότητά του, όταν πέθανε ο πατέρας του, και το πρόβλημα ήταν μάλλον κληρονομικό, αφού και η αδερφή του Αιμιλία υπέφερε από παρόμοια πάθηση).
Η ασθένειά του τον οδήγησε σε μια απόπειρα αυτοκτονίας το 1854. Από τότε νοσηλευόταν σε νευρολογική κλινική και τελικά πέθανε στις 29 Ιουλίου 1856.



Βασική Εργογραφία

Για πιάνο
Καρναβάλι, έργο 9
Φανταστικά κομμάτια, έργο 12
Συμφωνικές παραλλαγές, έργο 13
Παιδικές σκηνές, έργο 15
Κραϊσλεριάνα, έργο 16
Φαντασία σε ντο μείζονα, έργο 17
Αραμπέσκ έργο 18
Χιουμορέσκ, έργο 20
Νοβελέττες, έργο 21
Άλμπουμ για τη νεότητα, έργο 68
Σκηνές του δάσους, έργο 82
Τρεις σονάτες, έργα 11, 14 & 22

Μουσική δωματίου
2 Σονάτες για βιολί και πιάνο
3 Τρίο για πιάνο, βιολί και βιολοντσέλο
3 κουαρτέτα εγχόρδων
Κουαρτέτο για πιάνο και έγχορδα
Κουιντέτο για πιάνο και έγχορδα
Έργα για πιάνο και πνευστά



Για ορχήστρα
Κοντσέρτο για πιάνο
Κοντσέρτο για βιολοντσέλο
Κοντσέρτο για βιολί
Φαντασία για βιολί
Κομμάτι κοντσέρτου για τέσσερα κόρνα
4 συμφωνίες

Για φωνή
Λήντερ (κυρίως οργανωμένα σε κύκλους τραγουδιών)
Χορωδιακά έργα (Σκηνές από τον Φάουστ του Γκαίτε, Ο Παράδεισος και η Πέρι, Ρέκβιεμ για τη Μινιόν κ.α.)
Σκηνική μουσική για τον Μάνφρεντ
Όπερα Γενοβέφα

















Anna Bacci "ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ"

 


Πάντα ήθελα να φεύγω το καλοκαίρι.
Ένα σπίτι άσπρο ήταν εκεί στο νησί και με περίμενε, ζωγραφισμένο με τα όνειρά μου.
Το παιδί μέσα μου ζητούσε μια αγκαλιά,
γιατί η αγάπη της οικογένειας έφυγε νωρίς μακριά.
Κάθε πρωΐ συνήθιζα εκεί να τρέχω τραγουδώντας,
στο δρόμο του ήλιου δίπλα στη θάλασσα.
Το βράδυ στο σπίτι πότιζα μια γλάστρα με βασιλικό και στην αυλή μια μπουκαμβίλια.
Δεν χρειάζεται κάτι να είναι πολύ όμορφο,
αρκεί να σε κάνει να νιώσεις δυνατά συναισθήματα.
Η αγάπη μου ήταν κάπως έτσι.
Τέλεια μέσα στην ατέλειά της.
Φορούσε ένα άρωμα ,που δεν μπορούσες να προσπεράσεις.
Τη μυρωδιά από τις πορτοκαλιές,τις άγριες τριανταφυλλιές,το κρασί που μοιράζονταν τα χείλη μας και το γέλιο των ματιών μας.
Μύριζε καλοκαίρι,
μύριζε μέρες και νύχτες ευτυχίας.
Ακόμα ψάχνω το σπίτι μου στη θάλασσα,
αλλά δεν χρειάζομαι χάρτη για να το ξαναβρώ.
Η ζωή μας αγκαλιάζει ανάμεσα
σε μια ανατολή και μια δύση.
Κέρδος μας οι ενδιάμεσες στιγμές.
Ο έρωτας και η επιθυμία,
που μακριά μας ταξίδεψε.
Θνητοί εμείς, που μοιραζόμαστε όνειρα θεϊκά...
Anna Bacci







ΜΑΛΒΙΝΑ ΚΑΡΑΛΗ (3 Φεβρουαρίου 1952 - 7 Ιουνίου 2002)

 

Η Μαλβίνα Κάραλη (Τερψιθέα Πειραιά, 3 Φεβρουαρίου 1952 - Αθήνα, 7 Ιουνίου 2002), γεννημένη ως Μαρία Σακκά, ήταν Ελληνίδα συγγραφέας, σεναριογράφος, δημοσιογράφος και παρουσιάστρια. Καταγόταν από τα Ψαρά από τον πατέρα της και από την πλευρά της μητέρας της από την Πύλο. Η Ψαριανή οικογένεια από γιαγιά της είχε ρίζες από την οικογένεια Λεοντή (από την οποία καταγόταν και ο Ιωάννης Λεοντής, γνωστότερος ως Ιωάννης Βαρβάκης).

Η Μαλβίνα ήταν το πρώτο παιδί από τον δεύτερο γάμο του πατέρα της. Ο Ψαριανός παππούς της Γιώργης Σακκάς, ήταν ναύαρχος του τότε Βασιλικού Πολεμικού Ναυτικού και η μητέρα της δασκάλα, το γένος Ιωάννη Χαρίτου, την οποία γνώρισε ο πατέρας της σε μετάθεσή του από την "Τράπεζα της Ελλάδος" στην Πύλο το 1950.

Με το πραγματικό της όνομα (Μαίρη Σακκά) συμμετείχε στις ταινίες «Ορφανή σε ξένα χέρια» (1962) του Ερρίκου Θαλασσινού, «Κατρακύλισμα... στο βούρκο» (1962) του Σπύρου Ζιάγκου και «Ορφανή στους πέντε δρόμους» του Παναγιώτη Κωνσταντίνου.

Εργάστηκε επί χρόνια ως δημοσιογράφος σε εφημερίδες όπως η Απογευματινή και η Ελευθεροτυπία και ως αρθρογράφος στα περιοδικά Φαντάζιο, Επίκαιρα, Γυναίκα, Κλικ και 01.

Η τηλεοπτική της καριέρα ξεκίνησε στην ΕΡΤ («Οι νότες και τα λόγια», 1988 - 1989, «Μαγειρική τέχνη» μαζί με τον Δημήτρη Ποταμιάνο, 1992 - 1993) και συνέχισε στους τηλεοπτικούς σταθμούς Seven X νυν ΣΚΑΪ («Mea culpa», 1992 - 1993, «Η πόλις εάλω», 1993), ΑΝΤ1 («Το έγκλημα της Δευτέρας» και «Το έγκλημα της Τρίτης», 1993 - 1994, «Όσο υπάρχουν Έλληνες», 1994), Star Channel («Βίοι αγίων», 1995, «Μαλβίνα ρίχτεν», 1999), ΣΚΑΪ νυν Alpha TV («Μαλβίνα live», 1995 - 1997, «Αρνάκι με κους-κους», 1996), Mega Channel («Μαλβίνα hostess», 1997 - 1998), Extra Channel («Da Da», 2001), κ.ά.

Οι πιο δημοφιλείς εκπομπές της ήταν το Mea Culpa (Seven X), Malvina Live (ΣΚΑΪ), Μalvina Hostess (Mega Channel), Malvina Rixten (Star Channel). Ο χαρακτήρας αυτών των τηλεοπτικών σόου, που συνήθως προβάλλονταν πριν ή μετά το κεντρικό δελτίο ειδήσεων, ήταν επιθεωρησιακός.

Παράλληλα, ως σεναριογράφος, τιμήθηκε με δύο κρατικά βραβεία σεναρίου για τις ταινίες «Ξένια» (1989) του Πατρίς Βιβάνκος και «Κρυστάλλινες Νύχτες» (1992) της Τώνιας Μαρκετάκη. Συνυπέγραψε επίσης τα σενάρια στις ταινίες «Αρχάγγελος του Πάθους» (1987) του Νίκου Βεργίτση και «Ζωή χαρισάμενη» (1993) του Πατρίς Βιβάνκος.

Έγραψε τα βιβλία «Αθώος σαν αγαπημένος» (εκδ. Καστανιώτη, 1989), «Τα κορίτσια στη σαβάνα» (εκδ. Νεφέλη, 1991), «Πιο πολύ, πιο πολλοί» (εκδ. Αστάρτη, 2000), «Έρωτας και άλλες πολεμικές τέχνες» (εκδ. Κάκτος, 1996), συλλογή κειμένων από τη στήλη της «Επ' αυτοφόρω» στο περιοδικό «Γυναίκα» από την περίοδο 1989 έως 1996 καθώς και σειρά πέντε βιβλίων μαγειρικής υπό τον γενικό τίτλο «Η κουζίνα της Μαλβίνας» («Συνταγές για κόρες ακαμάτρες», εκδ. Αστάρτη 1999, «Μαλβινέζικα», εκδ. Αστάρτη, 1999, «Συνταγές για κουζίνα αποψάτη», εκδ. Αστάρτη, 2000, «Πιάτα της απάτης», εκδ. Αστάρτη, 2000, «Συνταγές κατάλληλες για όλους», εκδ. Αστάρτη, 2001). Επίσης, έγραψε την μυθιστορηματική βιογραφία της Αλίκης Βουγιουκλάκη («Γλυκό κορίτσι», εκδ. Αστάρτη, 1997).

Το βιβλίο "Σαββατογεννημένη" (εκδ. Τσαγκαρουσιάνος, 2005 - με κείμενά της από το περιοδικό Symbol της εφημερίδας Επενδυτής), κυκλοφόρησε μετά το θάνατό της.

Έκανε τρεις γάμους και απέκτησε τρία παιδιά. Ο πρώτος γάμος της ήταν με τον βιβλιοχαρτοπώλη Βαγγέλη Κάραλη, ο δεύτερος με τον σκηνογράφο Γιώργο Πάτσα και ο τελευταίος με τον συγγραφέα Διονύση Χαριτόπουλο.

Πέθανε στην Αθήνα τον Ιούνιο του 2002 από καρκίνο. Κηδεύτηκε στο Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών .https://el.wikipedia.org/



ΚΕΙΜΕΝΑ - ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΕΡΓΑ ΤΗΣ 



Δεν με ελκύει η ξεδιαντροπιά της εξίσωσης


Δεν με ελκύει η ξεδιαντροπιά της εξίσωσης:
Στον έρωτα η καλύτερη του ενός είναι η χειρότερη του άλλου.
Εγώ αυτήν την τάξη δεν πρόκειται ποτέ να την περάσω.
Γι’ αυτό, σκασιαρχείο καλύτερα.
Εμένα κάνε με κύκλο ομόκεντρο, να νιώθω τη συγγένεια.
Και τότε η καλύτερή σου είναι η καλύτερή μου.
Αλλά ομόκεντρο.
Αλλιώς ζηλεύω.
Κι όταν ζηλεύω γίνομαι έξυπνη.
Και όταν γίνομαι έξυπνη, τα καταστρέφω όλα.
Χάριν του κίβδηλου ενστίκτου που αφορά τους χαμηλούς.
Και που το λένε αυτοσυντήρηση.
Και που δεν με αφορά.


Πιο πολύ πιο πολλοί, Απόσπασμα

Η ντροπή τελειώνει οριστικά όταν τελειώνει ο έρωτας. Έτσι μου φαίνεται. Το έχω ξαναδεί το έργο.
Θα μου πεις, φίλε, οι ντροπές είναι πολλών ειδών. Μου αρέσει που ταξιδεύουμε με τρένο. Τα αεροπλάνα δεν τα μπορώ. Είναι σαν κεραυνοβόλοι έρωτες. Μπαίνεις ψυχολογικά απροετοίμαστος. Με παλτό. Ένα ποτήρι, δυο ποτήρια - πριν καλά-καλά το καταλάβεις, άλλη χώρα. Βρίσκεσαι ανάμεσα σε μελαψόυς ανθρώπους. Γυμνούς - κι εσύ με το παλτό στο χέρι. Έτσι είναι με τα αεροπλάνα, φίλε. Το τρένο, καμιά σχέση με κεραυνοβόλο έρωτα. Είναι σαν αργοκίνητη αγάπη. Απολύτως προστατευτικό. Το τρένο μέριμνα έτσι, που να καταλαβαίνεις τα πάντα. Πού βρίσκεσαι. Που θα βρεθείς σε μια ώρα. Σε πέντε ώρες. Να σου έρθει κανονικά. Κοίτα το αγόρι απέναντι. Όμορφο αγόρι. Τέλειο αγορένιο αγόρι. Καλό ταξίδι, αγόρι. Μας κοιτάζει. Έχω, που λες, πολλών ειδών ντροπές. Τη μια τη λέω λυποντροπή.
Κάποτε ήμουν με ένα αγόρι, που έμοιαζε με το τέλειο αγόρι. Να σου πω την ιστορία. Θες; Βαριέσαι; Θα σ’ την πω. Με το που γνωριστήκαμε, αμέσως συγκατοίκηση. Δήθεν πρακτικοί λόγοι. Να μη μας τρώνε οι δρόμοι. Ζούσα καλά, πράγματα των σέβεντις. Φίλοι, συναυλίες, σινεμά. Τα χρήματά μου, όσο έμενα μόνη, πάντα μου περίσσευαν. Ζούμε μαζί, αρχίζουν τα γνωστά: Πλυντήριο πιάτων για δώδεκα άτομα εμείς οι δυο. Ψυγείο να θρέψει πέντε οικογένειες. Όταν ήρθε το καινούργιο στέρεο, το νταντέψαμε σαν μωρό. Φιληθήκαμε από πάνω του. Όταν έφτασε το κρεβάτι, στρώμα-υπόστρωμα, νιώσαμε αξιοσημείωτη χαρά. Αργά το βράδυ πήγαμε να ξαπλώσουμε.
Πέφτει κοτζάμ άντρας - μέχρι χθες όμορφος - πάνω στο στρώμα και αρχίζει να κάνει κωλοτούμπες.
“Έλα δω να κάνουμε αγκαλίτσες”, μου λέει. “Να το εγκαινιάσουμε”. Αγορά-χαρά-γ*****. Εκείνη την ώρα ένιωσα την λυποντροπή που σου έλεγα. Έτσι ακριβώς είπε: “Έλα να κάνουμε αγκαλίτσες”. Εγώ αδύνατον έτσι, με αφηρημένη τρυφερότητα. Δεν μπορώ.



Σαββατογεννημένη – (αποσπάσματα)

ΠΛΑΓΙΟΜΕΤΩΠΙΚΗ

"Υπάρχει μια πάθηση που λέγεται στατικός έλεγχος. Στη Φυσική ορίζεται ως "εκτροπή σώματος που πέφτει ελεύθερο". Στον έρωτα, το λένε Εξομολόγηση. Υπάρχουν ερωτευμένοι που δεν γνώρισαν ποτέ τον ίλιγγο και τις σκοτοδίνες. Είναι αυτοί που χτυπήθηκαν πάνω στους έρωτές τους, σύμφωνα με το φυσικό νόμο της Πλάγιας Κρούσης. Αυτοί που, αν ποτέ επιχειρούσαν την Κάθετη Πτώση, θα χάνονταν στο βυθό. Ή θα ντρέπονταν που τους πήραν είδηση και μετά την αποκάλυψη θα έφευγαν. Γιατί οι άρρωστοι ερωτευμένοι, οι εκ γενετής απαρηγόρητοι, πιστεύουν πως όποιος αγαπάει ξέρει και να κρύβεται από τον παραλήπτη της αγάπης του.
Χιλιάδες εφευρήματα προκειμένου να κρυφτείς. Όπως το να ισχυρίζεσαι πως ονομάζοντας τον έρωτά σου, τον σχηματοποιείς, τον μεταμορφώνεις σε κάτι προβλέψιμο και αντιποιητικό… Πως κανείς δεν πρέπει να μάθει πόσο τον αγαπάς, γιατί μπορεί να σε τσακίσει ή να σε υποπτευτεί ή και να σου καταλογίσει πως θες να μετατρέψεις την ασάφεια σε δήλωση.
Έβρισκες οπλοστάσια, κουκλίτσα μου. "Οι έρωτές μας" έλεγες στα ψέματα, πίστεψέ με, "δεν πρέπει να πάσχουν υπό υπερβολική σιγουριά, αλλά από ευθραυστότητα"… Ισχυριζόσουν ακόμα πως τους έρωτές μας πρέπει να τους ζούμε στο σκοτάδι (αλλά τότε, πως θα μπορούσες να τον επιδεικνύεις και να επαίρεσαι;)
Όλα σου τα χρόνια, πλάγιες κρούσεις ανθρώπου που ντρέπεται τον έρωτα. Που τον φοβάσαι όσο η Κυβερνητική, γι’ αυτό και δίνει τον ορισμό: "Έρωτας: καταστροφή, απορρύθμιση ενός συστήματος από ένα άλλο".
…Όλο λόγια και πόσο με βλάπτεις, έρωτά μου, αφού από όταν σε ερωτεύτηκα, πηγαινοέρχομαι από την αναμονή στην απώλεια της δύναμής μου…
…Εξακολουθείς να τρέμεις μια ερωτική ομολογία – Κάθετη Πτώση. Φοβάσαι τον ίλιγγο. Μα τώρα, πιο πολύ από όλα φοβάσαι ένα αίσθημα αφημένο στη σιωπή…
…Αν δεν αντέχεις να το πεις και να μείνεις, σκέφτομαι τελευταία, μπορείς τουλάχιστον να το πεις και -όχι να φύγεις- να χαθείς… Ο άλλος πάντα ξέρει δραματουργικά από παρόμοιους ήρωες, θα καταλάβει. Πως αυτό που ζητάς, όταν χάνεσαι -και όχι όταν φεύγεις- είναι πάντα η εγκατάσταση…
…Δεν τα βγάζεις πέρα, κουκλίτσα μου. Παράτα τα. Αφού η Λογική τα ερωτικά και ντροπιασμένα δεν τα καταδέχεται. Δύο ειδών ζωές μπορείς να ζήσεις, και η μία, αυτή με τις αγάπες τις μετωπικές, είναι πιο κρύα κι απο το θάνατο. Πάνω από το νεκροκρέβατό σου θα ολολύζουν συντετριμμένοι φίλοι και θα ρωτάει ο ένας τον άλλο: "Μα πως το έπαθε; Από τι ερωτεύτηκε; Πέρυσι ακόμα ήταν καλά"…

Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/