Κωνσταντίνος Λίχνος "Η συνέντευξη" Διήγημα

 

Να που καλούμαι και πάλι, να πράξω κάτι που το αποφεύγω μετά βδελυγμίας. Μα θα το κάνω αδιαμαρτύρητα τη φορά ετούτη, γιατί, καθώς βλέπετε, το απαιτεί η περίσταση. «Γράψτε μία σύντομη περιγραφή του χαρακτήρα σας, επισημάνετε τα δυνατά σας σημεία και όσα θεωρείτε σημαντικά μειονεκτήματά σας», αυτό λέγει το χαρτί τούτο που τώρα κρατώ και μουτζουρώνω· κι αφού δεν μπορώ παρά να υπακούσω στις προσταγές του, θα πρέπει να μιλήσω για μένα.

Παρά την σαφήνεια της απαίτησης που πραγματοποιήθηκε, δελεάζομαι να γράψω κάτι ελαφρώς διαφορετικό από ότι μου ζητείτε. Μα μην δίνετε και σημασία πολύ στην λέξη “δελεάζομαι” που χρησιμοποίησα μόλις, γιατί η αλήθεια είναι πως το έχω αποφασίσει ήδη. Δεν θα εκπλαγώ καθόλου, λοιπόν, αν αυτός που θα καλεστεί να αξιολογήσει τα όσα γράφω - εκ μέρους της εταιρείας που πραγματοποιεί αυτή τη συνέντευξη εργασίας - αποστρέψει το βλέμμα του ευθύς, μόλις διαπιστώσει πως βγαίνω εκτός θέματος. Να τον αναγκάσω να τα διαβάσει δεν είναι στο χέρι μου, μα κι αν μπορούσα δεν είμαι σίγουρος ότι όσα γράφω αξίζουν να διαβαστούν. Ούτε εμένα τιμούν, ούτε το χαρτί τούτο που πλημμύρισε ήδη από λόγια ρευστά και ταραγμένα.

Σαν λεπίδες που τις ακονίζεις μέχρι να σου ματώσουν τα χέρια, έτσι πρέπει να ξεδιαλέγονται οι λέξεις κι ύστερα να ηχούν αιχμηρές για να γδέρνουν το νου, καθώς στυλώνονται με πυγμή στο δέοντα τόπο· Όχι σε τούτο το ευτελές χαρτί που μόλις μου δόθηκε να συμπληρώσω! Εγκαταλείπω την κενόδοξη επιθυμία να σας εντυπωσιάσω, όμως, καθώς δεν έχει τίποτα να μου προσφέρει και θα μιλήσω με τον ανεπαρκή εκείνο τρόπο που έχω μάθει από παλιά να μιλώ. Πότε κατάφερα να εκφραστώ χωρίς περιστροφές άλλωστε, πότε έδειξα πως μπορώ να αντέξω την πίεση; Ποια πίεση, θα ρωτούσατε ίσως. Αυτή την γενικευμένη που υφιστάμεθα όλοι μας, την προερχόμενη από παντού, μα από τα έσω εκπορεύουσα. Αυτήν που εξωθεί τον καθένα μας να διαμορφώνεται εύπλαστος, επιλήσμονας και ευπειθής.

Ξεχάστηκα όμως, δε μιλώ για εσάς, δε μιλώ για την πίεση, μιλάω για μένα. Για μένα λοιπόν! Βρίσκομαι τώρα στα γραφεία μιας εταιρίας που ανακοίνωσε προσλήψεις και έχω ώρες ολάκερες που με περνούν από κόσκινο. Γραπτή εξέταση, ομαδική εργασία, συνέντευξη και ύστερα κι άλλη συνέντευξη! Σε κάθε βήμα της διαδικασίας ετούτης, αποχωρούν και καμιά δεκαριά υποψήφιοι, μα ακόμη και τώρα, στο τέλος κοντά, έχουμε απομείνει πιότεροι από πολλοί.

Μόλις απομείναμε μονάχα μια δράκα, μας δόθηκε τούτο το ερωτηματολόγιο να το συμπληρώσουμε και στο τέλος, στις κενές του σελίδες, να παρουσιάσουμε τον εαυτό μας με τρόπο θελκτικό. Να απαριθμήσουμε τα δυνατά μας σημεία και να αναδείξουμε τα προσόντα μας. Κι αφού έχω περάσει ώρες ολάκερες να συνομιλώ στα διαλείμματα των συνεντεύξεων με επίδοξους εργαζόμενους και ανταγωνιστές μου, δύο και τρεις φορές πιο καταρτισμένους από μένα για τη θέση που προσφέρεται, αποφάσισα να εγκαταλείψω την μάταιη προσπάθεια να περιαυτολογήσω και να μιλήσω για κάτι που με τρώει περισσότερο.

Ας τα πάρω τα πράγματα με τη σειρά όμως, γιατί το δίχως άλλο θα σας έχω μπερδέψει. Δούλευα για μερικά χρόνια σε μία βιοτεχνία όπου κουβαλούσα κιβώτια. Χαμαλοδουλειά δηλαδή. Σχέση καμία δεν είχε με αυτό που σπούδασα, αλλά ήταν κάτι το σίγουρο και σταθερό. Όλα έβαιναν καλώς, όπως είθισται να λέμε ακόμη κι όταν βρισκόμαστε ένα βήμα πριν την ολοκληρωτική καταστροφή, μέχρι ότου μου παρουσιάστηκε ένα πρόβλημα υγείας που αδυνατούσα να αγνοήσω. Δισκοπάθεια ήταν και διαγνώστηκε ύστερα από ένα μικρό ατύχημά που είχα στο χώρο δουλειάς. Όπως αποφάνθηκαν οι αρμόδιοι, υπεύθυνος ήμουν εγώ που δεν τηρούσα τους κανόνες ασφαλείας, αυτούς που είχα ο ίδιος υπογράψει κατά την πρόσληψή μου. Υπήρχαν, βλέπετε, ειδικά καροτσάκια για τη μεταφορά των κιβωτίων, μόνο που δεν τα χρησιμοποιούσε κανείς. Τρέχαμε όλοι να εξοικονομήσουμε χρόνο, ώστε να πιάσουμε τον εταιρικό στόχο και να αποδειχθούμε άξιοι της θέση μας. Ο φταίχτης λοιπόν ήμουν εγώ και λίγο έλειψε να απειληθώ με αγωγή για αθέτηση των συμπεφωνημένων, κάτι που απέφυγα εφόσον συμφώνησα να οδηγηθώ σε παραίτηση. Εγκαταλείφθηκα, έτσι, άνεργος, αδέκαρος και τραυματίας. Σε μία περίοδο που διήρκεσε μήνες δέκα και απαίτησε να αξιοποιήσω μέχρι και την τελευταία εφεδρεία της αντοχής μου για να τη διανύσω.

Νομίζω, όμως, είναι πρέπον να διηγηθώ την ιστορία μου αρχίζοντας από λιγάκι πρωτύτερα. Να σας παρουσιάσω δηλαδή κάποιες πληροφορίες για μένα, όχι βέβαια επειδή προσάγουν απαντήσεις στα ερωτήματα που θέτω, αλλά επειδή έτσι το κρίνω καλύτερο. Την εξήγηση ωστόσο, την πιο σωστή που μπορώ, για τούτο το αίνιγμα που αποτελεί η τελευταία περίοδος της ζωής μου δε θα τη δώσω αμέσως, γιατί στο κάτω κάτω μερικώς μου διαφεύγει και με ξεπερνά. Να με συγχωρείτε μονάχα, γιατί όπως θα αποδειχθεί, έχω πια ξεμείνει από επιτηδευμένη ευγένεια και προφασισμούς. Μα θα απέμενα, υπό κάθε έννοια, υπόλογος αν παρέλειπα να συμπληρώσω στα παραπάνω πως, παρά την αγένειά μου, δεν έχω μάθει ακόμη να μιλώ δίχως περιστροφές ή να αποφεύγω την μακρολογία.

Ο εφησυχασμός, τέκνο της βολής και της υλικής αφθονίας, είχε εγκαταλείψει το τόπο τούτο προ πολλοῦ. Η εξασφάλιση ενός καλού εισοδήματος που θα οδηγούσε σε μια ευδαιμονιστική ζωή, συνιστούσε ήδη πλάνη μεγίστη. Το μόνο ζητούμενο ήταν η επιβίωση και για το λόγο αυτό είχα εγκαταλείψει το πατρικό μου και είχα εγκατασταθεί στην πρωτεύουσα. Ζούσα, και δεν υπερβάλλω, σε μία σύγχρονη τρώγλη και είχα αποδυθεί σε εκστρατεία εξεύρεσης εργασίας, μα δίχως επιτυχία μεγάλη. Οι μήνες περνούσαν, η θέση μου δυσχέραινε και το απευκταίο ενδεχόμενο να επιστρέψω στη βάση μου, άρχισε σταδιακά να παρουσιάζεται ολοένα και πιο πιθανό. Ένιωθα να βυθίζομαι σε ένα χαίνον κενό, σε ένα βυθό αβλέμονα και πως θα παρέμενα για πάντα εγκαταλελειμμένος στης αβύσσου το ζόφος. Κι όταν τελικά αναδύθηκα στην επιφάνεια, παρόλο που ανάσανα, δεν κατόρθωσα να απολαύσω όσα είχα στερηθεί. Ίσως επειδή καλλιεργούσα την πλάνη πως θα ήμουν πλέον ικανός να επιπλέω εσαεί.

Παρόλα αυτά αναδύθηκα και δεν πρέπει να λυπάται κανείς τους κόπους που ξόδεψε όταν δίνουν αποτελέσματα τέτοια. Βρήκα εργασία για να το πω πιο ξεκάθαρα και κόντεψα, μάλιστα, να φτάσω στο σημείο του να πιστεύω πως το μέλλον μου προδιαγράφεται λαμπρό. Η οποιαδήποτε δουλειά φάνταζε τότε πραγματική ευλογία, τα σχεδόν 500 ευρώ ακούγονταν θησαυρός και όλα έβαιναν καλώς, για λιγάκι.

Ο άνθρωπος, βέβαια, δεν ευχαριστιέται με τίποτα θα πουν μερικοί και κάποιοι άλλοι θα υποστηρίξουν πως καλά κάνει και δεν ικανοποιείται στα λίγα. Μα δεν είναι θέμα ποσότητας νομίζω εγώ. Θα ήθελε ο καθένας μας, φαντάζομαι, να έρχονται νύχτες που θα πλαγιάζει ανέμελος, να ξημερώνουνε μέρες που δεν θα ξυπνά χολωμένος, να αφουγκράζεται αλλαγές γύρω του που θα σταλάζουν μια δόση γαληνής στο νου. Να νιώθει πως το βιοπάλεμα του ανοίγει προοπτικές για καλύτερες μέρες, ώστε να πάψει να τρέμει του καιρού τα γυρίσματα και να αισθάνεται διαρκώς γελασμένος. Μα τέτοιες χαρές η ζωή δεν μας δίνει.

Οι λογαριασμοί είχαν συσσωρευτεί από το προηγούμενο διάστημα, οι ανάγκες μου έτρεχαν και ο μισθός εξανεμιζόταν δίχως κόπο μεγάλο. Είχα μετατραπεί σ' έναν άπορο εργαζόμενο, που ήταν μετά βιας ικανός να συντηρηθεί. Η απόγνωση και η αγωνία της ανεργίας, είχαν τώρα δώσει τη θέση τους στην βαρυθυμία και την κόπωση. Μονάχα οι έγνοιες μου ανήκαν σε πλησμονή, όλα τα υπόλοιπα τα χαιρόμουν με το σταγονόμετρο. Το άγχος είχε αντικαταστήσει τον εσωτερικό μου ρυθμό και πια δεν το αναγνώριζα διόλου. Είχα μάθει να το αξιοποιώ, μάλιστα, να το βλέπω ως ελατήριο, ως κινητήρια δύναμη· απουσία της οποίας θα καταποντιζόμουν από τις καθηλωτικές δυνάμεις της δυσανασχέτησης. Κι αυτό έκανα, αγχωνόμουν και δούλευα, μέχρι που είχα εκείνο το μικρό ατύχημα που σας ανέφερα κι έχασα τη δουλειά μου, τόσο εύκολα όσο έχανα ύστερα και τον ύπνο μου από την ανησυχία.

Δέκα μήνες έκατσα άνεργος μετά από αυτό, μα εξέτισα την ποινή μου στο έπακρο κι έμαθα το μάθημά μου καλά. Με το μεροκάματό μας δεν παίζουμε! Γιατί αν όταν εργάζεσαι είσαι σαν άπορος, όταν είσαι άνεργος, απομένεις δίχως αξιοπρέπεια. Μην με ρωτήσετε να σας πω ποιος είναι σήμερα ο ορισμός της αξιοπρεπής διαβίωσης, όμως, θαρρώ έχει να κάνει με τις ειδικές ανάγκες του καθενός. Αυτό που ξέρω, και το λέγω δίχως καμία ντροπή, είναι πως στους δέκα μήνες που εγώ έκατσα άνεργος, μονάχα αξιοπρεπής δεν ένιωθα. Τρόπος του λέγειν έκατσα δηλαδή, γιατί ούτε να καθίσω δεν μπορούσα από τους πόνους στη μέση μου. Άντε τώρα να σηκώσεις ξανά κεφάλι Μενέλαε, σκεφτόμουν, άντε να βρεις άκρη στον άνυδρο και στείρο από προσδοκίες τούτο ορίζοντα που αντικρίζεις. Άντε να απαλλαγείς από τις τροχοπέδες του φόβου και του δισταγμού, ώστε να ακούσεις τις σκέψεις σου καθώς καταπλακώνονται από τον αδιάλειπτο σάλαγο των ενοχών και της αγωνίας.

Καταδύθηκα ξανά στο βυθό μου λοιπόν, εγκάθειρκτος και μονήρης. Παραδομένος στη διαβρωτική μανία του νερού και ανίκανος να αναφλογίσω την νοτισμένη θρυαλλίδα της προσδοκίας. Αφέθηκα εκεί, όχι γιατί μου έλειπε η πυγμή, αυτή ούτε λόγος πως μου έλειπε τότε, αλλά επειδή δεν έβλεπα προοπτική. Θα πιστεύατε ίσως πως ο χρόνος που κάποιος περνά σ' απομόνωση, είναι χρόνος ωφέλιμος, χρόνος που τον διαμορφώνει πιο ώριμο, πιο ευθύ, πιο σοφό. Χρόνος που σου δίνει τη δυνατότητα να κατασιγάσεις τον απόηχο των απόρρητων σκέψεων και να βάλεις το μυαλό σου σε τάξη. Μα για μένα τέτοιος δε στάθηκε. Ο ταπεινός σας αφηγητής ένιωθε χαμένος, ανίκανος να τακτοποιήσει τις ανάερες σκέψεις του και να σταθμίσει τα όσα συνέβησαν. Να γυρέψω τις αφορμές και τις αιτίες που με κατακρημνίσαν έμοιαζε αδύνατο, κατέληξα οπότε να τα χρεώσω όλα σε μένα. Θεώρησα πως τίποτα δεν είχα καταφέρει στη ζωή μου, ότι απλώς σφετερίστηκα για λίγο την άνωση και αναδύθηκα πρόσκαιρα, μα κάθε προσπάθεια επιπόλαιη έχει μονάχα οφέλη βραχύβια.

Παρόλο που με καταδίκασα έτσι αμείλικτα, όμως, αναδύθηκα ξανά, βρήκα πάλι δουλειά και ανάσανα. Μα κατάφερα να ανανήψω πριν καν βρω εργασία, μία βροχερή μέρα που βάδιζα στα χαμένα με το κεφάλι γειρτό, κοιτώντας ανώφελα το υγρό πεζοδρόμιο. Απρόσμενα συνέβη, χωρίς τυμπανοκρουσίες και ηρωικές αναμετρήσεις κι εκείνη τη στιγμή ένιωσα αναίτια το βάρος που με καταπλάκωνε να αφανίζεται κι εμένα ικανό να αρθώ στο ύψος των περιστάσεων. Είχα κάνει άλλωστε όλα όσα μπορούσα να κάνω. Είχα ρωτήσει όλους τους φίλους και γνωστούς, είχα απευθυνθεί σε συγγενείς και είχα τρέξει σε κάθε αγγελία. Δεν ευθυνόμουν εγώ για την κατάστασή μου, λοιπόν, είχε γίνει ξάφνου ξεκάθαρο τούτο σε μένα και κάπως έτσι αλάφρωσα. Μπορεί να άγγιξα τις παρυφές της απελπισίας, μα δεν εκμηδενίστηκα. Γνώρισα, μπορώ πλέον να καυχιέμαι, τις αμέτρητες ανείδωτες πράξεις που πρέπει να κάνει ο κάθε κοινός άνθρωπος για να τα φέρει βόλτα στη ζωή, πράξεις που δίχως άλλο ξεπερνούν τη μπόρεσή του· και τούτο με γιομίζει περηφάνια ακόμη.

Καθώς βάδιζα, για πρώτη φορά ανάλαφρος μετά από καιρό, ένιωσα πως επιτέλους έπαιρνα το δρόμο κάπου να πάω, βαδίζοντας όπως ήθελα εγώ. Τότε ήταν που συνάντησα έναν παλιό μου συνάδελφο, είχε αλλάξει δουλειά με ενημέρωσε και δήλωσε πως θα μπορούσε να με βολέψει κι εμένα. Κι έτσι ακριβώς έγινε! Αρχή της επομένης εβδομάδας, άρχισα να δουλεύω και πάλι. Περιττό να σας πω πως εκτινάχθηκα σαν πιεσμένο ελατήριο που ξαφνικά λευτερώθηκε, κινούμουν σαν να είχα αστείρευτη συσσωρευμένη ενέργεια ή σα να ξυπνούσα από κάποιο τρομαχτικό εφιάλτη και παραπατούσα με κεκτημένη ταχύτητα έως ότου να ξανά βρω την ισορροπία μου. Βέβαια, ο ενθουσιασμός αυτός και η ευφορία που ένιωσα, ξεθυμάναν απότομα στο τέλος του μήνα, όταν με επισκέφτηκε η κούραση και ο πρώτος μισθός. Τουλάχιστον είχα σταματήσει να νιώθω ανάξιος όμως και μπορούσα πια να πληρώνω τους λογαριασμούς μου. Ήμουν αδιαμφισβήτητα σε καλύτερη μοίρα κι ας ένιωθα πως ανήκα εξολοκλήρου σε μένα μονάχα όταν γυρνούσα στο σπίτι μου. Τις ώρες εκείνες και μόνο, ένιωθα πως πως ήμουν ο εαυτός μου ατόφιος, ότι είχε απομείνει από κείνον τουλάχιστον.

Η δουλειά που έκανα στο εργοστάσιο ήταν χειρωνακτική και απαιτητική. Η κούραση ήταν μεγάλη, μα δεν ήταν το πρόβλημά μου αυτό. Ήταν κάτι που η λέξη κούραση δεν αρκεί για να το αποδώσει, γιατί σαν λέξη υποβάλλει κάτι το παθητικό, κάτι το στερημένο από αιτία και βούληση. Δεν ήταν ο φυσικός μόχθος που με επιβάρυνε, αλλά όλα τα υπόλοιπα. Αυτά που πρέπει κανείς να υποστεί, για να μην καταλήξει άνεργος και πάλι. Τις μικροπροσβολές από τους ανωτέρους, τους μικροεκβιασμούς, τις υποχωρήσεις, την αίσθηση πως δεν είσαι κύριος του εαυτού σου όσο εργάζεσαι μα ένα εργαλείο αναλώσιμο. Το αίσθημα αδικίας που σε κατακλύζει όταν εισπράττεις στο τέλος του μήνα το μισθό, που σε διαμορφώνει εργαζόμενο άπορο. Αυτόν που σε καταδικάζει να πασχίζεις ύστερα να αποσπάσεις οικονομικές μικροαπολαύσεις και συγκινήσεις φευγαλέες, που δήθεν θα γιομίσουν το αδηφάγο κενό που στεγάζεται μέσα σου· εκεί που στοιβάζονται τα ερείπια όλων των ειδών, στην εσχατιά της δυσελπιστίας. Εκεί που συσσωρεύονται άτακτα τα όνειρα, συμπιεσμένα από το βάρος των αποσυρμένων προσδοκιών και της αναθεματισμένης απροσδιόριστης πίεσης.

Θα ήταν τουλάχιστον αφελές να θεωρεί κάποιος πως μπορεί να ξεπεράσει τέτοιο τέλμα με υπεκφυγές και τεχνάσματα. Ακόμη και με αυτά τα αποτελεσματικότερα φάρμακα κατά της απόγνωσης, που προσφέρονται αφειδώς σε όσους μεθοδικά οδηγούνται στο περιθώριο. Τα ναρκωτικά και το τζόγο δηλαδή, αυτές τις ελκυστικές ανθρώπινες επινοήσεις που προορίζονται για καταφύγια των απελπισμένων. Έχεις ανάγκη επειγόντως από χρήματα; Μπορείς να αγοράσεις ένα Λαϊκό λαχείο, την ελπίδα του χρήματος δηλαδή και να περιμένεις εναγωνίως την κλήρωση και ύστερα την επόμενη. Να περάσεις έτσι μια ζωή παραδομένη στη τύρβη της καθημερινότητας, που σταδιακά μαραίνεται στης φθοράς τα απόνερα. Μια ζήση που εισπνέει επανάληψη και εκπνέει μαρασμό. Αρτιμελής, μα γεμάτος θρεμμένες λαβωματιές, να γιομίσεις φρούδες ελπίδες και φόβους που θεριεύουν με του χρόνου το πέρασμα· μέχρις ότου να κατακυριεύσουν το νου.

Που αλλού θα μπορούσες αλήθεια να εναποθέσεις τις ελπίδες σου; Στο συνδικαλισμό μήπως; Αυτή η έννοια έχασε παντελώς το ανάστημα της εφόσον την έζεψαν στης χρησιμοθηρίας το άρμα, τούτο δα είναι τόπος κοινός. Στην εργατικότητα, την τιμιότητα και την επιμονή σου ίσως; Θα γελούσα μέχρι να τρίξουν τα δόντια μου αν υποστηρίζατε στα σοβαρά κάτι τέτοιο. Γιατί, όπως μπορείτε εύκολα να κατανοήσετε, κάποιος με το δικό μου πόστο, ένας απλός εργάτης δηλαδή σε κάποιο εργοστάσιο, δεν δύναται να τρέφει ελπίδες αύξησης, προαγωγής και ανέλιξης. Το ύπατο και οριστικό διακύβευμα, ήταν μονάχα το να κρατήσω τη θέση μου. Να κρατηθώ όρθιος, γιατί ανά πάσα στιγμή τα πράγματα θα μπορούσαν να εξελιχθούν και χειρότερα. Να ξυπνώ κάθε πρωί ρωμαλέος, επικεφαλής των ματαιώσεων και των φόβων μου και να τραβώ για δουλειά. Να κινητοποιούμαι, δηλαδή, από μια ώση μιαρή, να αντλώ για τη ζωή ζήλο, μόνο και μόνο από τον τρόμο του ολοκληρωτικού ξεπεσμού της.

Όπως ήδη σας είπα όμως, είχα μάθει το μάθημά μου καλά ύστερα απ' την προηγούμενη μου παραίτηση κι εκτός από αυτό είχα διαρκώς και τα λόγια του παππού μου να με συντροφεύουν. «Η ζωή είναι ένας αγώνας Μενέλαε», μου έλεγε, κι από τότε τούτη τη φράση την ακούω συχνά, μα φαίνεται πως βγαίνει συνήθως από τα χείλη εκείνων που δεν αγωνιστήκαν ποτέ. Μπορεί να υπομείναν τα πάνδεινα και σχεδόν να μαρτύρησαν, για να ζήσουν τις οικογένειές τους, μα δεν αγωνιστήκαν και συνεπώς ούτε έζησαν, με βάση τον ορισμό τον δικό τους. Για αυτούς αγώνας και συμμόρφωση καταλήγουν δυο όροι μη αντινομικοί, δυο συστατικά αναγκαία για να παράξουν το απαραίτητο για την παραγωγική διαδικασία ανθρώπινο κράμα, εθελοδουλίας και ἐθελουργίας, τον σημερινό εργαζόμενο. Παρ' όλ' αυτά, έχουν και κάποιο δίκιο μέσα στην πλάνη τους, η ζωή είναι πράγματι αγώνας, δεν το αρνούμαι αυτό. Μα δεν είναι αγώνας για να υπομείνεις τη ζωή κι ούτε προβάλλει η πάλη για μιά ζήση καλύτερη σαν πράξη ηρωική, αλλά σαν στυγνή αναγκαιότητα. Κι αυτό είναι ένα μάθημα που το έμαθα εξίσου καλά και θα σας το αποδείξω σε λίγο.

Στο εργοστάσιο που είχα προσληφθεί, με προσέγγισε από την πρώτη κιόλας βδομάδα, ο Κυριάκος. Αυτός ήταν αυτό που λέμε άνθρωπος του συνδικαλισμού και πίεζε τους πάντες να γραφτούν στο σωματείο, μα δεν ήταν γραφτό να στεριώσει και πολύ στη δουλειά. Δύο ή τρεις μήνες τον ανεχτήκαν μέχρι να τον μεταφέρουν σε άλλη μονάδα κι ύστερα να συνειδητοποιήσουμε πως απολύθηκε. Όταν μου είχε πιάσει την κουβέντα εμένα, είχε αναφερθεί στην εντατικοποίηση της δουλειάς και την κούραση που συσσωρεύαν οι εργάτες, στα ελλιπή μέτρα ασφαλείας, το μειωμένο προσωπικό στις βάρδιες, την ανακύκλωση εργολαβικών εργατών και άλλα πολλά που όμως δε μου έλεγαν τίποτα τότε, αφού ως καινούριος το μόνο που με ένοιαζε ήταν πως είχα και πάλι δουλειά. Όποτε μας πλησίαζε συνωμοτικά για να συζητήσει μαζί μας, κρατώντας φυλλάδια που προειδοποιούσαν για τα ακατάστατα ωράρια και την επακόλουθη έλλειψη αυτοσυγκέντρωσης των οδηγών των βαρέων οχημάτων, τον αποφεύγαμε. Νιώθαμε κάτι το απειλητικό στην προσέγγισή του, σαν να γύρευε από μας κάτι που δε ήμασταν ικανοί να προσφέρουμε. Αυτός βέβαια επέμενε και μας πρότεινε να συνδικαλιστούμε, να ενισχύσουμε το σωματείο και να δράσουμε για να αποτρέψουμε την καταστρατήγηση των εργασιακών μας δικαιωμάτων. Μα όλα τούτα ηχούσαν στα αυτιά μας μακρινά κι αδιάφορα και δεν ήταν λίγες οι φορές που πραγματικά ενοχλούμασταν απ' το πείσμα του.

Λίγο μετά την απόλυσή του, τον πέτυχα τυχαία στο δρόμο ενώ είχα σχολάσει από τη δουλειά και γύριζα σπίτι μου μαζί με τον Γιώργο, έναν συνάδελφο με τον οποίο ζούσαμε στην ίδια γειτονία. «Τι έγινε ρε Κυριάκο; Μπορείς χωρίς αφεντικά τελικά;» του φώναξε ο Γιώργος περιπαιχτικά μόλις τον είδε στο πεζοδρόμιο απέναντι. «Να δούμε αν θα μπορείς εσύ χωρίς μεροκάματο Γιώργη. Γιατί όσες θυσίες κι αν κάνεις, τη δουλειά σου δεν την εξασφαλίζεις ποτέ», αποκρίθηκε ο Κυριάκος και επιτάχυνε με τσαντίλα το βήμα του. Αυτό που υποστήριξε ο Κυριάκος, αποδείχθηκε μια αλήθεια ακαταγώνιστη, μα τότε δεν είχε ακόμη μεστώσει στο νου μου. Πήρε χρόνο για να κατανοήσω, πως όσο οι γνώσεις μου για το κόσμο γίνονται όλο και πιο ακριβείς, τόσο οι διάφορες κοινές αλήθειες και προγονικές διδαχές αποδεικνύονται ολοένα και πιότερο αστήριχτες.

Ακόμη δεν με αγγίζαν οι προτροπές εναντίωσης στο καθεστώς της εργοδοσίας, όμως, για τον απλούστατο λόγο πως θυμόμουν αυτό που μου είχε πει ο πατέρας μου όταν ήμουν νεότερος, τότε που ως φοιτητής είχα επιπόλαια ασχοληθεί με τον συνδικαλισμό. «Μενέλαε να είσαι προσγειωμένος. Δεν είναι αυτός ο κόσμος πλασμένος στα μέτρα μας, εμείς είμαστε φτιαγμένοι στα δικά του». Άλλο ένα αυταπόδεικτο αξίωμα, μια αλήθεια αυτόχρημα βγαλμένη από τη ζωή. Μία δήλωση που εμπεριέχει έναν καθηλωτικό υπαινιγμό μοιρολατρίας και μια ανεκδήλωτη παραίτηση που τόσο περίτρανα φανερώνεται ύστερα στη ζωή μας. Γιατί το να προφυλαχτείς σήμερα από κάθε επιβουλή κρίνεται αδύνατο. Όσο κι αν υποκύψεις στην εργοδοσία και τα μίσθαρνα όργανά της, πειθήνια σα φαντάρος νεοσύλλεκτος, παραμένεις διαρκώς αναλώσιμος. Αποτελεί κι αυτό ένα μάθημα που το έχω μάθει καλά, γιατί απλούστατα έφερα τούμπα την συμβουλή του πάτερα μου και κατανόησα πως όσο δεν φέρνουμε εμείς τον κόσμο στα μέτρα μας, θα συνεχίζει να μας πλάθει αυτός στα δικά του. Όντως ζωή σημαίνει αγώνας λοιπόν, μα δεν κάνει ο αγώνας τη ζήση δυσβάσταχτη όπως κάποιοι διατείνονται, κάνει αντίθετα τον αγώνα απαραίτητο ένας βίος που καθίσταται αβίωτος.

Τούτο το αναποδογύρισμα των προγονικών νουθεσιών, των συμβουλών που μου έδωσαν ο παππούς κι ο πατέρας μου, έκλωθε εντός μου από καιρό. Τα νέα αξιώματα που προέκυψαν, αρχικά αναδεύονταν μέσα μου ασύνταχτα, στυλώνονταν στο μυαλό μου αγύμναστα έως ότου αναπόφευκτα να αναμετρηθούν με τη ζωή και να χαλυβδωθούν. Όταν συνέβη αυτό ανασκαλευτήκαν τα πιο βαθιά μου θεμέλια και κλονιστήκαν παμπάλαιες εσωτερικές βεβαιότητες. Πώς έγινε αυτό; Απρόσμενα, όπως και κάθε αλλαγή στη ζωή.

Βρισκόμουν στη δουλειά, ένα πρωινό σαν όλα τα άλλα, όταν ένα κλαρκ παρέσυρε μία συνάδελφο που κατευθυνόταν στο κυλικείο. Βρισκόταν σε διάλειμμα βλέπετε, και το θλιβερό τούτο συμβάν, δεν ήταν δυνατό να χαρακτηριστεί ατύχημα εργατικό. Αυτό μας το ανακοίνωσε, μερικά μόλις λεπτά μετά το περιστατικό, η εργοδότρια εταιρία, διά στόματος του προϊσταμένου μας που δεν παρέλειψε να εκφράσει τη συμπάθεια και τη θλίψη του. Μη φανταστείτε πως έφερα και τον τόπο ανάποδα τότε. Δυο, τρεις αυτονόητες ερωτήσεις κατόρθωσα να κάνω και την πρόταση να πραγματοποιήσουμε στάση εργασίας ως διαμαρτυρία, μα ήταν αρκετά για να στιγματιστώ. Η προθυμοποίηση των συναδέλφων μου ήταν μηδαμινή. Η ερώτηση της γηραιάς επιστάτριας μας ήταν αφοπλιστική “γιατί να θέσουμε χωρίς λόγο σε κίνδυνο το ψωμί των παιδιών μας;”. Άλλωστε, τι στάση εργασίας θα ήταν αυτή; Διαμαρτυρία απέναντι σε τι; Απέναντι στην κακιά στιγμή και την ατυχία; Όλοι δήλωναν συντετριμμένοι από το τραγικό γεγονός και αλληλέγγυοι με την οικογένεια της αδικοχαμένης, μα κανείς δε φαινόταν διατεθειμένος να ριψοκινδυνεύσει τον πολύτιμο μισθό απορίας που παίρναμε. Εν τέλει, με πρωτοβουλία της ίδιας της εταιρίας, οι μηχανές σίγασαν μονάχα για μερικές ώρες την επόμενη μέρα, κατά τη διάρκεια που κηδευόταν η τέως συνάδελφός μας. Μια κίνηση ολοκληρωτικά τυπική, που μας έδινε απλώς το περιθώριο να συλλυπηθούμε την οικογένεια της εκλιπούσας και να επιστρέψουμε αλαφρωμένοι στις δουλειές μας.

Τις επόμενες μέρες, η εργοδοσία απέτρεψε, με χονδροειδέστατους χειρισμούς, την επιθεώρηση του χώρου ώστε να μην εξακριβωθούνε ποτέ οι συνθήκες του ατυχήματος. Ο οδηγός του κλαρκ, εκτός του ότι δε διέθετε την κατάλληλη άδεια οδήγησης βαρέου οχήματος, δεν ανήκε καν στο προσωπικό της επιχείρησης αλλά είχε προσληφθεί με εργολαβία. Η συγκάλυψη του ατυχήματος δε με εξέπληξε και τόσο, ο ιδιοκτήτης της εταιρίας έπραξε το αναμενόμενο και προστάτεψε τα συμφέροντά του. Ο οδηγός του κλαρκ ήρθε, καθώς φαίνεται, αντιμέτωπος με τις συνέπειες των επιλογών του και έπραξε και εκείνος κατά συνείδηση. Μερικές μέρες αργότερα ενημερωθήκαμε πως βρισκόταν στο νοσοκομείο ύστερα από διπλή απόπειρα αυτοκτονίας. Εμείς οι υπόλοιποι πράξαμε επίσης το αναμενόμενο και συνεχίσαμε τις δουλειές μας ακάθεκτοι.

Δε χρειάστηκε παρά να περάσουν μερικές ημέρες μονάχα και η ομαλότητα αποκαταστάθηκε. Μόνη αλλαγή στάθηκε μια μικρή παρέκκλιση από το συνηθισμένο δρομολόγιο μας κατά το διάλειμμα. Κανείς δεν ήθελε, βλέπετε, να περνά από το χώρο του ατυχήματος και να έρχεται αντιμέτωπος με το ισχνό αποτύπωμα του θανάτου. Κανείς δεν ήθελε πλέον ούτε καν να θυμάται τη Κατερίνα γενικώς κι αυτή η παγερή αποφυγή με επιβάρυνε περισσότερο κι από το τραγικό γεγονός αυτό καθαυτό. Όλα πλέον είχαν τυλιχτεί με το παγερό γνόφο της απάθειας και είχαν διαμορφωθεί απρόσωπα και ξένα. Η λέξη συνάδελφος είχε δεχτεί πλήγμα τεράστιο και έχανε το ανάστημα της ταχύτατα. Μα εγώ αναρωτιόμουν συνέχεια το τι θα είχε πράξει ο Κυριάκος αν δούλευε ακόμη εδώ. Το όλο μέρος έμοιαζε αποθηριωμένο χωρίς την ενοχλητική παρουσία του κι εμείς απροστάτευτοι ολότελα, μην έχοντας πια πουθενά να στραφούμε. Γιατί η συναδελφοσύνη, όπως κι εσείς θα γνωρίζετε, δεν είναι παρά μια ιδέα κι όταν ο άνθρωπος χρειάζεται στήριγμα εστιάζει στα πρόσωπα κι όχι στις έννοιες. Αν κι αυτό ίσως να αποτελεί μονάχα μια πλάνη, γιατί οι ιδέες ενσαρκώνονται στ' άτομα.

Τον αναζητούσα απεγνωσμένα τον Κυριάκο εκείνες τις κρίσιμες ώρες και δεν με απογοήτευσε. Μας περίμενε όταν σχολάσαμε, την επομένη του ατυχήματος, στην έξοδο του εργοστασίου μαζί με μια αντιπροσωπία αδελφών σωματείων. Τα νέα είχαν διαδοθεί, βλέπετε, και αποδείχθηκε εκ του πρακτέου πως δεν ήμασταν ολότελα μόνοι. Αυτό που επακολούθησε, όμως, ήταν από κάθε άποψη αποκαρδιωτικό. Το προσωπικό του εργοστασίου απέφευγε τους συνδικαλιστές, επιτάχυνε το βήμα, διέρχονταν αγχωμένα το δρόμο και εξαφανίζονταν. Κάποιοι καταφέραν να ψελλίσουν δυο λόγια μόνο και μονό για να πουν: “Ένα ατύχημα ήταν! Μην προσπαθείτε να επωφεληθείτε πολιτικά”.

Ο Κυριάκος με είδε που αποχωρούσα μαζί με το Γιώργο και ζύγωσε να μας μιλήσει.“Στο είχα πει Γιώργη, πως δύσκολα θα κρατούσες τη δουλειά σου, όσες θυσίες κι αν έκανες. Μα πλέον διακυβεύονται οι ζωές σας οι ίδιες κι ακόμη μυαλά δεν αλλάζεις”. Είπε ο Κυριάκος, κι αφού έβγαλε τα γυαλιά του βάλθηκε να τα τρίβει με την άκρη της μπλούζας του, μα ο Γιώργος δεν απάντησε τίποτα, συνέχισε να περπατάει μονάχα και μπήκε βιαστικά στ' αυτοκίνητό του. Εγώ, που είχα για λίγο σαστίσει, έτρεξα να τον προλάβω πριν φύγει, για να με πετάξει στο σπίτι μου.

Το επόμενο πρωί, φτάσαμε στο εργοστάσιο και σχεδόν ανακουφιστήκαμε που δεν μας περίμενε κανείς, για να μας ζητήσει ευθύνες ή να απαιτήσει από εμάς πράγματα ανέφικτα. Πήγαμε στα πόστα μας δίχως προβλήματα και συνεχίσαμε τη δουλειά μας. Τίποτα δε φαινόταν να είχε αλλάξει, μα είχαν ήδη δρομολογηθεί αλλαγές. Τον επόμενο μήνα καλέστηκα να επισκεφτώ το γραφείο του προϊσταμένου, εγώ και μερικοί ακόμη που είχαμε εκφράσει κάποιες χλιαρές διαμαρτυρίες για το θάνατο της εργάτριας. Μεθοδεύονταν η συγκαλυμμένη απόλυσή μας, βλέπετε, και το σχέδιο είχε ήδη τεθεί σε εφαρμογή. Μεταφερθήκαμε αθόρυβα σε μια παρακείμενη εργοστασιακή μονάδα, ένα τμήμα το οποίο έμελλε να κλείσει λίαν συντόμως, κι όταν έφτασε η ώρα εκείνη εισπράξαμε μια αποζημίωση απόλυσης, υπογράψαμε μια εμπιστευτική σύμβαση εχεμύθειας και γυρίσαμε σπίτια μας.

Πράξαμε όλοι μας το μόνο που μπορούσαμε, θα μου πείτε, και ίσως να θεωρείτε πως έχετε και δίκιο λέγοντάς το αυτό. Τι άλλες επιλογές είχαμε άλλωστε; Καμία, θα απαντούσε ο κάθε νομοταγής και σώφρων πολίτης, και είναι πραγματικά τεράστια ανακούφιση τούτη η σκέψη. Και πώς να μην είναι, αφού κάθε άλλη μου προκαλεί τρομαχτική δυσφορία; Μα ήταν τόσο συνειδητά διαδραστική η συνθηκολόγησή μας, τόσο σκόπιμος ο ενδοτισμός μας, που προκύπτει αδιαφιλονίκητα το συμπέρασμα πως φέρουμε πλήρη ευθύνη για τις επιλογές μας.

Καταλαβαίνετε, λοιπόν, γιατί δεν έχω πλέον διάθεση καμία να σας εντυπωσιάσω και το γεγονός πως έχω απομείνει πια τελευταίος στην αίθουσα ετούτη, να συμπληρώνω ευλαβικά αυτό το χαρτί, δεν πρέπει να θεωρήσετε πως συνηγορεί για τ' αντίθετο. Δε θα αρνηθώ πως τη δουλειά τη χρειάζομαι, μα πια έχω μάθει τα μαθήματά μου καλά. Το ενδεχόμενο της ανεργίας αποτελεί τελικά φόβητρο μικρότερο, από εκείνο του να προσληφθώ. Έχω κουραστεί να παραβλέπω αυτό που καθημερινά προβάλει όλο και πιο επιτακτικά αναγκαίο. Η ζωή είναι αγώνας, δεν θα το αμφισβητήσει κανένας αυτό, το τι είδους αγώνας θα γίνει, όμως, ας το επιλέξει ο καθένας. Μπορεί να γίνει αγώνας κατάδυσης, όπου πρέπει να κρατάς την αναπνοή σου μέχρι να σκάσεις ή πάλη για να αναδυθείς στην επιφάνεια και να ανασάνεις σαν άνθρωπος. Εμένα, καλώς ή κακώς, για το πρώτο είδος αγώνα δεν μου έχουν απομείνει πια αντοχές.

Όπως είδατε, αποδείχτηκα αληθής σε αυτό που είχα πει στην αρχή. Μήτε οργανωμένο χαρακτήρα είχαν τα όσα σας είπα, μήτε κρίνονται αρμοστά για να καταγραφούν στο φυλλάδιο ετούτο. Βέβαια, ποσώς με ενδιαφέρει το πως θα σας φανούν, γιατί ομολογώ πως μου είναι αδύνατον πλέον να περάσω την είσοδο ενός ακόμη εργοστασίου κάνοντας από το πρώτο μου βήμα υποχωρήσεις ντροπής. Κυρίως τρέμω, είναι η αλήθεια, να ενσωματωθώ σ' ένα χώρο εργασίας που δεν θα υπάρχει κάποιος Κυριάκος κι αν με προσλάβετε, ίσως αναγκαστώ εγώ αυτή τη φορά να παίξω το ρόλο του.

Βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα. (Αφιερωμένο στον άδικο χαμό της εργάτριας στις 30 Ιουλίου 2019)



















Μήδεια Χουρσουλίδου / Γιάννης Λεκόπουλος - Live @ Micraasia-Fez - Τετάρτη 30 Ιουνίου


 

ΜΗΔΕΙΑ ΧΟΥΡΣΟΥΛΙΔΟΥ – ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΕΚΟΠΟΥΛΟΣ
Live

Τετάρτη 30 Ιουνίου
«Micraasia-Fez»
-----
Φιλική συμμετοχή
Μαριάνθη Σιγάλα

Η Μήδεια Χουρσουλίδου, ερμηνεύτρια με μια ιδιαίτερη διαδρομή τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, συναντά επί σκηνής τον αγαπημένο ερμηνευτή Γιάννη Λεκόπουλο .

Οι δυο καλλιτέχνες μετά από σχεδόν ένα χρόνο απουσίας λόγω καραντίνας, ανταμώνουν επί σκηνής στην όμορφη ταράτσα του Mikcraasia-FEZ και μας παρουσιάζουν ένα πρόγραμμα με αγαπημένα τραγούδια του έντεχνου, ethnik και λαϊκού μας τραγουδιού, καθώς και επιλογές από τη δισκογραφία τους.
Περιμένουμε να γίνουμε μια όμορφη παρέα ,να τραγουδήσουμε και να ταξιδέψουμε όλοι μαζί.
------------
-Καλλιτεχνική επιμέλεια-κιθάρα : Αρετή Κοκκίνου
-Ακκορντεόν: Άννα Λάκη

Έναρξη: 20.30 μ.μ
Είσοδος : 8 ευρώ



Micraasia-Fez : Κωνσταντινουπόλεως 70 & Ευμολπιδών 41,
Κεραμεικός / (Σταθμός μετρό: Κεραμεικός)
Τηλ. Κρατήσεων : 6947 942075 (Μετά τις 19.00)
(Απαραίτητη η κράτηση θέσεων)


















ΜΙΝΩΣ ΖΩΤΟΣ ( 6 Ιουνίου 1905 - 17 Δεκεμβρίου1932)

 


Ο Μίνως Ζώτος (1905–1932) ήταν Έλληνας ποιητής.

Γεννήθηκε στις 6 Ιουνίου 1905 στο Νεοχώρι Μεσολογγίου, όπου και παρακολούθησε τα πρώτα του σχολικά μαθήματα. Στη συνέχεια, παρακολούθησε τα μαθήματα του Σχολαρχείου στο Αιτωλικό και του Γυμνασίου στο Μεσολόγγι. Το 1922 εγγράφηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ με τη συμβολή του Μιλτιάδη Μαλακάση διορίστηκε ταμίας του Δήμου Αθηναίων.

Οι σπουδές του δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ μιας και είχε αρχίσει να ασχολείται με τη συγγραφή ποιητικών έργων. Γνωρίστηκε με τη Μαρία Πολυδούρη, η οποία αποτέλεσε έρωτα της ζωής του, το 1928. Μετά τον θάνατό της το 1930, η υγεία του επιβαρύνθηκε. Για τον λόγο αυτό επέστρεψε στη γενέτειρά του το φθινόπωρο του 1932, ωστόσο πέθανε από φυματίωση στις 17 Δεκεμβρίου του ιδίου έτους.

Εργογραφία

Η πρώτη του εμφάνιση στην ποίηση έγινε το 1923 με τη δημοσίευση ποιημάτων στο περιοδικό Μούσα. Στη συνέχεια δημοσίευσε ποιήματα και σε άλλα περιοδικά, όπως τα Βίγλα (Μεσολόγγι), Νεοελληνική Τέχνη, Νέα Εστία και Ελληνική Επιθεώρησις μεταξύ άλλων. Εξέδωσε δύο ποιητικές συλλογές, ενώ έγραψε και μερικά κριτικά άρθρα και μετέφρασε λογοτεχνικά έργα στα ελληνικά. Τοποθετείται στους νεώτερους εκπροσώπους της μεσοπολεμικής ποίησης επηρεασμένος από τα ρεύματα του νεορομαντισμού και του νεοσυμβολισμού αλλά και το έργο των Μιλτιάδη Μαλακάση και Κώστα Καρυωτάκη. Στα έργα του χρησιμοποιεί κυρίως λυρική και ρομαντική γραφή. Τα έργα του ήταν τα εξής:
Βήματα, 1929
Αφιέρωμα, 1930
Άπαντα, επιμέλεια Κ. Σ. Κώνστας, 1972 (εκδόθηκε μετά τον θάνατό του)



Την πιο παραστατική εικόνα του Ζώτου εκείνα τα χρόνια, τη δίνει ο Γιώργος Κοτζιούλας στο άρθρο που αφιέρωσε στον ποιητή και που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ρυθμός ένα χρόνο μετά τον θάνατό του: «Κοντό ανάστημα, πρόσωπο μελαχρινό, ωραία μαλλιά. Το μάτι τού γλύκαινε πιο πολύ την ήμερη όψη, μα κι’ έκοβε μαζί, διαπεραστικό. Φοριόταν πάντα του καλά και συχνά γύριζε ξεσκούφωτος. Είχε κέφι σχεδόν αδιάκοπο, μιλούσε και χαριτολογούσε ολωσδιόλου αβίαστα, κι’ όσο γι’ απαγγελία ποτέ δεν κουραζόταν να λέει ποιήματα, κουβέντιαζε μ’ ευκολία και χάρη, σωστός τεχνίτης του λόγου, κι’ ήταν ευχαρίστηση να τον ακούς, καθώς μάλιστα σπάνια θα τον έβλεπες ερεθισμένο. Σύχναζε ταχτικά στα καφενεία. Μαγερειό δεν άλλαζε – ήταν ανοικονόμητος, και με όλο το μισθό που έπαιρνε έμενε ολοένα χρεωμένος. Δεν πήγαινε σε διαλέξεις, ούτε σ’ εκδρομές. Προτιμούσε τα φιλολογικά κέντρα των νέων –όταν υπήρχαν– και τις λέσχες των καλλιτεχνών, όπου βρίσκονται το περισσότερο κυρίες […]. Η ποίηση όμως τον είχε αφοσιωμένο της πιστό. Απ’ όλα τ’ αφηρημένα ονόματα που μοιράζουνται τη λόξα μας, μονάχα εκείνη κυβερνούσε την ψυχή του. Αυτό το τέρας που λέγεται φιλολογία αμφιβάλλω αν απομύζησε τόσο αίμα απ’ την καρδιά άλλων ομοτέχνων του. Άλλοι μπορεί να τύπωσαν περσότερα βιβλία, να δούλεψαν την τέχνη μ’ εφόδια μεγαλύτερα, να γέρασαν και ν’ άσπρισαν απάνου σε χειρόγραφα. Ο Ζώτος, αν δεν έχει να παρουσιάσει πολύχρονη εργασία και τίτλους πολυσήμαντους, δεν πέρασε όμως ούτε μέρα χωρίς να δώσει μια σκέψη του στην ποίηση. Την αγαπούσε με το πάθος των νεανικών του χρόνων, με ανιδιοτέλεια και αυταπάρνηση, και ας μην είχε να περιμένει ανταπόδοση ικανή…».

https://www.catisart.gr/



Δύο άγνωστοι

Στην αίθουσα, που λίγο πριν το γέλιο αντιλαλούσε,
χώρια καθένας, έμειναν στερνοί μονάχα δύο·
εκείνη τάχα εδιάβαζε σκυμμένη ένα βιβλίο
κι αυτός βαριά στα χέρια του την κεφαλή ακουμπούσε.
Μίλημα δεν εξύπνησε τη σιγαλιά κανένα·
μα ενώ ήταν ξένοι και κοινό δεν είχαν τίποτε άλλο
παρά, ο καθένας άλλονε, τον πόνο τον μεγάλο
στραφήκαν και κοιτάχτηκαν βουβά κι απελπισμένα.
Ώρα πολλή κοιτάζονταν βουβά, κατάματα έως
που υψώσανε με απόγνωση τα χέρια ξάφνου αντάμα·
τότε κι οι δύο αναλύθηκαν στα δάκρυα και στο κλάμα·
Κι αυτή ήταν νέα κι ωραία κι αυτός επίσης νέος κι ωραίος.

(Μίνου Ζώτου Άπαντα, επιμέλεια Κ.Σ. Κώνστας, Αθήνα, Εκδ. Κοινότητος Νεοχωρίου
Παραχελωίτιδος, 1972)


https://www.catisart.gr/

ΗΔΥΠΑΘΕΙΑ


Είναι βαθιά μεσάνυχτα, γλυκιά
Σελήνη στα μεσούρανα εκαρφώθη.
Είναι η καρδιά μου, που άφησαν οι πόθοι,
Μια γλύκα θηλυκιά.


Είναι βαθιά σιωπή˙ ο ηδονικός
Κάματος αναπαύει πια τα γύρω
Χαϊδευτικά με αγγίζει όλο το μύρο
Κι η ζέστα της σαρκός.


Ψυχή μου, αλήθεια; κι όπως προχωρώ
Δε με βαραίνει φόβος, σκέψη ολίγη;
Ω! ας μη μιλούμε κι έχουμε διαφύγει
Τον άγρυπνο φρουρό.


Στην τρυφερότη που έπνευσε, ξανά
Κρυφαναθρώσκει ολόβαθα η ορμή μου,
Κι απ' τη θερμότη εθάρρεψε η ψυχή μου
Και μέλπει σιγανά:


«Γλυκιά που είν' όλα εκεί! σε μυστική
συνένωση, να λέμε και να λέμε,
με το χρυσό σου αγκίστρι ψάρεψέ με,
σελήνη ερωτική».


Είναι βαθιά μεσάνυχτα, γλυκιά
Η πλάση απ' την αγάπη αποκαρώθη.
Ζητά η καρδιά, που σίμωσαν οι πόθοι,
Μια ζέστα θηλυκιά.


Η ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ ΕΝΟΣ ΕΡΑΣΤΟΥ

Από παιδάκι αθόρυβα τη χάρη της δουλεύω·
στον έρωτά της τον κρυφό τη νιότη μου ασωτεύω,
μα κάποτε θα μου δοθεί το δώρο που γυρεύω.

Κι αν είναι και τα μάτια μου να ιδούν το ωραίο της σώμα
με κάνα Φαύνο ή Σάτυρο να κυλιστεί στο χώμα
θα πνίξω το παράπονο και θα προσμένω ακόμα.

Μα κάποτε, όταν έφηβος ωραίος κι εγώ θα γίνω,
το ερωτικό τραγούδι μου θ’ ακούσει και το θρήνο
και ξαφνιασμένη, τρυφερά θα με καλέσει: Μίνω…

Α! θ’ αγαπήσει κάποτες η δέσποινα κι εμένα
και μ’ ένα από τα χείλη της φιλί τ’ αγαπημένα
τη μυστικιά της ομορφιά θα εμπιστευτεί σ’ εμένα…

Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/










Τόμας Μαν ( 6 Ιουνίου 1875 – 12 Αυγούστου 1955 )

 

Οι ιδέες δεν επιβιώνουν αν δεν έχει κανείς την ευκαιρία να παλέψει γι’ αυτές.

Ο Πάουλ Τόμας Μαν ( Λίμπεκ, 6 Ιουνίου 1875 – Ζυρίχη, 12 Αυγούστου 1955) ήταν γερμανός συγγραφέας, βραβευμένος με το Νόμπελ Λογοτεχνίας(1929). Βαθύτατα επηρεασμένος από το έργο των Άρθουρ Σοπενχάουερ, Σίγκμουντ Φρόυντ, Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε και Φρίντριχ Νίτσε, ο Τόμας Μαν υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους συγγραφείς του 20ού αιώνα. Στα γραπτά του κυριαρχούν ο ακριβής ρεαλισμός περικλειόμενος από βαθιές συμβολικές νότες, η ειρωνεία, οι πολυμερείς αντιθέσεις, καθώς επίσης και μια εμβριθής κι επίμονη αναζήτηση σχετική με τη φύση του δυτικού αστικού πολιτισμού, εντός του οποίου η διαβρωτική επίγνωση της ίδιας του της φαυλότητας αντιμάχεται την τρυφερή ευγνωμοσύνη για τα πνευματικά του επιτεύγματα. Σημαντικότερα έργα του Μαν, το Μπούντενμπροκ (1901), ο Θάνατος στη Βενετία (1913), το Μαγικό Βουνό (1924), Ο Ιωσήφ και οι αδελφοί αυτού (1933 - 1943), ο Δόκτωρ Φάουστους(1947), όπως επίσης και το Δοκίμιο για τον Σίλλερ (1955).

Γεννήθηκε στο Λίμπεκ (Lübeck, εξελλ. Λυβέκκη) της Γερμανίας στις 6 Ιουνίου 1875. Υπήρξε δευτερότοκος γιός του Χανσεατικής καταγωγής γερουσιαστή και εμπόρου σιτηρών Τόμας Γιόχαν Χάινριχ Μαν και της γεννημένης στο Ρίο ντε Τζανέιρο συγγραφέως Χούλια ντα Σίλβα Μπρούνς. Ο Μαν προοριζόταν αρχικώς να αναλάβει ενεργό ρόλο στη φυτεία σιτηρών του πατέρα του, σχέδιο που ανατράπηκε από τον αιφνίδιο θάνατο του τελευταίου. Έπειτα από τη ρευστοποίηση της επιχείρησης -η οποία αριθμούσε περί τα εκατό χρόνια ζωής- ο έφηβος τότε Μαν παρέμεινε στο Λίμπεκ για να τελειώσει το σχολείο, και κατόπιν ακολούθησε τη μητέρα και τα μικρότερα αδέλφια του στο Μόναχο. Εκεί εργάστηκε ως υπάλληλος ασφαλιστικής εταιρείας, θέση που σύντομα εγκατέλειψε προκειμένου να παρακολουθήσει διαλέξεις ιστορίας, οικονομικών και λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο του Μονάχου. Ήταν τότε που έγραψε την πρώτη του συλλογή διηγημάτων με τίτλο Ο μικρός κύριος Φρίντεμαν (1898). Έκτοτε αφιερώθηκε στο γράψιμο, ενώ το 1905 νυμφεύθηκε την Κάτια Πρίνγκσχαϊμ με την οποία απέκτησε έξι παιδιά, τρία κορίτσια και τρία αγόρια.

Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου (1914 - 1918), παρόλο που ο ίδιος ο Μαν δεν συμμετείχε, έπαυσε κάθε του καλλιτεχνική δραστηριότητα καθώς υποχρεώθηκε να αναθεωρήσει θεμελιώδεις ιδέες και παραδοχές που είχαν καλλιεργηθεί εντός του με την πάροδο των ετών. Αυτή η εσωτερική διανοητική αναζήτηση εκδηλώθηκε γραπτώς για πρώτη φορά στους Στοχασμούς ενός απολίτικου (1918). Ακολουθούν η έκδοση του Μαγικού Βουνού το 1924 και η βράβευσή του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1929.

Κατά την άνοδο των Ναζί στην εξουσία το 1933, ο Τόμας Μαν βρισκόταν στη Ζυρίχη με τη σύζυγό του. Ύστερα από προτροπή του γιού του Κλάους δεν επέστρεψε στη Γερμανία, λόγω της έντονης κριτικής που είχε ασκήσει στον Ναζισμό κατά τα προηγούμενα χρόνια. Το 1936 του αφαιρέθηκε η γερμανική υπηκοότητα και ένα χρόνο μετά του αφαιρέθηκε κι ο τίτλος του επίτιμου διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Βόννης. Το 1939 ταξίδεψε για τις Η.Π.Α., όπου δίδαξε στο πανεπιστήμιο Πρίνστον. Από το 1941 έως το 1952 έζησε στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνια, ενώ μετά την πτώση του Τρίτου Ράιχ επισκέπτετο την Ευρώπη τακτικά. Το 1947 εκδόθηκε το μυθιστόρημά του Δόκτωρ Φάουστους.

Στην Ευρώπη επέστρεψε το 1952 και εγκαταστάθηκε στο Κίλχμπεργκ της Ζυρίχης, όπου και πέθανε το 1955. Τα άπαντα του Τόμας Μαν εκδόθηκαν σε δώδεκα τόμους στο Βερολίνο το 1956 και στη Φρανκφούρτη το 1960.

Οι πολιτικές του θέσεις

Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Τόμας Μαν υποστήριζε τον γερμανό αυτοκράτορα Βίλχελμ Β΄ και ήταν αντίθετος με τον φιλελευθερισμό. Σταδιακά οι πολιτικές του θέσεις άλλαξαν, άρχισε να υποστηρίζει τον φιλελευθερισμό και τις δημοκρατικές αρχές, ενώ αργότερα εξέφρασε συμπάθεια προς τις σοσιαλιστικές ιδέες. Κατήγγειλε δημοσίως τον εθνικοσοσιαλισμό και ενεθάρρυνε την αντίσταση από την εργατική τάξη. Το 1930 έδωσε στο Βερολίνο μία διάλεξη (Έκκληση προς την λογική ) με την οποία ζήτησε να συγκροτηθεί ένα κοινό μέτωπο καλλιεργημένων αστών, μέλη της σοσιαλιστικής εργατικής τάξης, ενάντια στη βαρβαρότητα του ναζισμού.

Τα βιβλία του Τόμας Μαν, σε αντίθεση με τα βιβλία του αδερφού του Χάινριχ και του γιου του Κλάους, δεν κάηκαν δημόσια από το ναζιστικό καθεστώς το 1933, ίσως επειδή οι Ναζί φοβήθηκαν τον αντίκτυπο που θα είχε η δημόσια καταστροφή των βιβλίων ενός συγγραφέα που είχε τιμηθεί με το Νόμπελ Λογοτεχνίας τέσσερα χρόνια νωρίτερα.



Τα μυθιστορήματα του Τόμας Μαν

Buddenbrooks. Verfall einer Familie (Μπούντενμπροκ. Η παρακμή μιας οικογένειας, 1901)
Η ιστορία της μεγαλοαστικής οικογένειας εμπόρων της Λυβέκης Μπούντενμπροκ, από τη δημιουργία της εμπορικής φίρμας το 1830 μέχρι την εξαφάνισή της μαζί με τον τελευταίο απόγονο, τον Χάννο
Königliche Hoheit (Η Αυτού Βασιλική Υψηλότης, 1909)
Ο πρίγκιπας Κλάους Χάινριχ μέσα από τον έρωτά του για την δεσποινίδα Σπόελμαν θα γνωρίσει την καινούρια εποχή με το ανοιχτό πνεύμα και τους διευρυμένους ορίζοντες και θα ανακαλύψει το πραγματικό νόημα της ύπαρξης, απελευθερωμένος από τις αγκυλώσεις του παρελθόντος.
Der Zauberberg (Το μαγικό βουνό, 1924)
Ένας τελειόφοιτος μηχανικός σχεδιάζει να επισκεφθεί για τρεις εβδομάδες τον ξάδερφό του, που νοσηλεύεται σε ένα σανατόριο στο Νταβός της Ελβετίας. Τελικά θα παραμείνει εκεί επτά χρόνια. Έργο που άσκησε μεγάλη επίδραση στην λογοτεχνία του 20ου αιώνα, από τις πρώτες ανιχνεύσεις της ιδρυματοποίησης.
Joseph und seine Brüder – Tetralogie (Ο Ιωσήφ και οι αδελφοί αυτού, 1933-1943, τετραλογία)
O Τόμας Μάν αναπλάθει τη γνωστή ιστορία της βίβλου σε αυτή τη τετραλογία, που θεωρείτο από τον ίδιο το magnum opus του. Πρόκειται για μια απόπειρα να ενωθούν οι πολύπτυχες εκφάνσεις των πραγμάτων και του κόσμου, οι διαφορετικές αφηγηματικές νόρμες, ο θρύλος, η βιβλική ιστορία, τα πραγματικά γεγονότα, η ανθρωπογεωγραφία, όλα αυτά μέσα από την προβολή ενός μοναδικού προσώπου.
Lotte in Weimar (Η Λότε στην Βαϊμάρη, 1939)
Η Λόττε, η αγαπημένη του Γκαίτε στα νεανικά του χρόνια, την οποία απαθανάτισε στον Φάουστ, επισκέπτεται τη Βαϊμάρη για να ξανασυναντήσει τον Γκαίτε, ύστερα από 44 χρόνια.
Doktor Faustus (Δόκτωρ Φαούστους, 1947)
Ο συνθέτης Άντριαν Λέβερκυν (Adrian Levekühn) θα έλθει σε συμφωνία με τον διάβολο ζητώντας όχι πλούτη ή δόξα, αλλά τη δυνατότητα πραγματοποίησης του καλλιτεχνικού του οράματος. Σε αυτό το βιβλίο ο Τόμας Μαν θα ασχοληθεί με βασικά θέματα, όπως η τέχνη, η ζωή, η αγάπη, η λαγνεία και η μουσική. Αλλά το βκυριότερο είναι πως θα φτιάξει μια αλληγορία για την γιγάντωση του Ναζισμού στην Γερμανία, θα λοιδορήσει την ίδια την τοιχογραφία της μπουρζουαζίας που στήνει μπροστά στα μάτια μας, θα καταφερθεί εναντίον της Γερμανικότητας και ταυτόχρονα θα την υμνήσει.
Der Erwählte (Ο εκλεκτός, 1951)
Με αφορμή λαϊκούς μεσαιωνικούς θρύλους, ο Μαν θα στήσει την ιστορία του Γρηγόριου, που από φτωχός ψαράς γίνεται πολεμιστής και τέλος δούκας στην πατρίδα του τη Φλάνδρα. Απο εκεί θα ακολουθήσει μια πορεία μέχρι το Βατικανό και την παπική τιάρα.
Bekenntnisse des Hochstaplers Felix Krull (Εξομολογήσεις του απατεώνα Φέλιξ Κρουλ, 1954), ανολοκλήρωτο
Ο Φέλιξ Κρουλ αναλαμβάνει να πάρει τη θέση ενός νεαρού μαρκησίου, που οι γονείς του προμηθεύοντάς τον με ένα μεγάλο χρηματικό ποσό τον αναγκάζουν να φύγει σε πολύχρονο ταξίδι, για να τον απομακρύνουν από την ανεπιθύμητη γι' αυτούς αγαπημένη του. Ο Κρουλ θα αντικαταστήσει τον Μαρκήσιο και θα αναλάβει μάλιστα και την αλληλογραφία με τους γονείς του.



Εργογραφία και ελληνικές μεταφράσεις

Μυθιστορήματα
1901: Buddenbrooks. Verfall einer Familie (Μπούντενμπροκς. Η παρακμή μιας οικογένειας)—μτφ. Τούλα Σιετή (εκδ. "Οδυσσέας", α΄ έκδ. 1986)
1909: Königliche Hoheit (Η Αυτού Βασιλική Υψηλότης)—μτφ. Κώστας Σκαλίδης (εκδ. "Ερατώ", 2000)
1924: Der Zauberberg (Το μαγικό βουνό)—μτφ. Άρης Δικταίος (εκδ. "Δίφρος", 1956 και εκδ. "Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος", 1989)—μτφ. Θεόδωρος Παρασκευόπουλος (εκδ. "Εξάντας", 1995 και εκδ. "Μεταίχμιο", 2017)
1933-1943 : Joseph und seine Brüder – Tetralogie (Ο Ιωσήφ και οι αδελφοί αυτού τετραλογία)—μτφ. Λευτέρης Αναγνώστου (εκδ. "Gutenberg", 2004 – Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης Έργου Ξένης Λογοτεχνίας στην Ελληνική Γλώσσα, για το 2005)
1933: Die Geschichten Jaakobs (Οι ιστορίες του Ιακώβ)
1934: Der junge Joseph (Ο νέος Ιωσήφ)
1936: Joseph in Ägypten (Ο Ιωσήφ στην Αίγυπτο)
1943: Joseph der Ernährer (Ιωσήφ ο τροφοδότης)
1939: Lotte in Weimar (Η Λόττε στην Βαϊμάρη)—μτφ. Θόδωρος Παρασκευόπουλος (εκδ. "Εξάντας", 2000)
1947: Doktor Faustus. Das Leben des deutschen Tonsetzers Adrian Leverkuhn erzahlt von einem Freunde (Δόκτωρ Φαούστους. Η ζωή του γερμανού μουσουργού Άντριαν Λέβερκυν εξιστορημένη από ένα φίλο)—μτφ. Άρης Δικταίος (εκδ. " Σ. Ι.Ζαχαρόπουλος", 1992—μτφ. Θόδωρος Παρασκευόπουλος (εκδ. "Πόλις", 2002)
1951: Der Erwählte (Ο εκλεκτός)—μτφ. Στέλλα Βουρδουμπά, (εκδ. "Δίφρος" χ.χ.)—μτφ. Σοφία Γεωργοπούλου, (εκδ. "Εξάντας", 2005)
1954: Bekenntnisse des Hochstaplers Felix Krull (Εξομολογήσεις του αρχιαπατεώνα Φέλιξ Κρουλ), ανολοκλήρωτο—μτφ. Α. Σπυρόπουλος, (εκδ. "Μαγγανιάς", χ.χ.)—μτφ. Τούλα Σιετή (εκδ. "Οδυσσέας", α΄ έκδ. 1986)

Διηγήματα και νουβέλες
1893: Vision (Οπτασία)—μτφ. Αλέξανδρος Κυπριώτης (εκδ. "Ίνδικτος", 2002) (περιέχεται στην συλλογή 13 διηγημάτων του Μαν «Συγκεχυμένα ανέρχονται τα λησμονημένα», όπως και όλα τα διηγήματα με αστερίσκο που ακολουθούν)
1894: Gefallen (Η χάρη)
1896: Der Wille zum Glück (Η βούληση για ευτυχία) *
1897: Der Tod (Ο θάνατος)
1897: Der kleine Herr Friedemann (Ο μικρός κύριος Φρήντεμαν)—μτφ. Τέα Ανεμογιάννη ("Νέα Εστία" 1957 Α΄)—μτφ. Γιώργος Δεπάστας (εκδ. "Μεταίχμιο", 2006)—μτφ. Βασινιώτης ("Ερατώ", 1990)
1897: Der Bajazzo (Ο παλιάτσος)*
1898: Tobias Mindernickel (Τομπίας Μίντερνίκελ)*
1899: Der Kleiderschrank (Το ιματιοφυλάκιο)
1899: Gerächt (Εκδίκηση)*
1900: Luischen (Λουιζάκι) *
1900: Der Weg zum Friedhof (Ο δρόμος για το κοιμητήριο)—μτφ. Βασ. Λαζανάς ("Νέα Εστία" 1957 Α΄)
1902: Gladius Dei [Το ξίφος του Θεού]—μτφ. Άρης Δικταίος (εκδ. "Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος", 1988)
1903: Tristan (Τριστάνος)*—& μτφ. Κυριάκος Κεντρωτής (εκδ. "Ύψιλον", 1985)
1903: Das Wunderkind (Το παιδί θαύμα)*
1903: Die Hungernden
1903: Tonio Kröger (Τόνιο Κρέγκερ) , νουβέλα—μτφ. Δ. Διβαρής (εκδ. "Κλασσικά Παπύρου", χ.χ.)—μτφ. Αλέξανδρος Ίσαρης (εκδ. "Ύψιλον", 1985)—μτφ. Αλέξανδρος Κυπριώτης (εκδ. "Ίνδικτος", 2000
1904: Ein Glück (Μια κάποια ευτυχία)* [31]
1904: Beim Propheten (Παρά τω Προφήτη)*
1905: Schwere Stunde (Δύσκολη ώρα)
1908: Anekdote (Ανέκδοτο)*
1909: Das Eisenbahnunglück (Το σιδηροδρομικό ατύχημα)*
1911: Wie Jappe und Do Escobar sich prügelten (Πώς παίξανε ξύλο ο Γιάπε και ο Ντο Εσκομπάρ)
1912: Der Tod in Venedig (Ο θάνατος στη Βενετία)—μτφ. Άρης Δικταίος (εκδ. "Σ. Ι.Ζαχαρόπουλος, 1993—μτφ. Δ. Διβαρής (εκδ. "Κλασσικά Παπύρου", χ.χ.)—μτφ. Μαρία Αγγελίδου (εκδ. "Αναστασιάδης", 1997)—μτφ. Μαρία Κωνσταντινίδη (εκδ. "Ίνδικτος", 2017)
1918: Herr und Hund. Ein Idyll (Σκύλος και αφέντης)—μτφ. Γιώργος Δεπάστας (εκδ. "Μεταίχμιο", 2006)
1919: Gesang vom Kindchen (Το τραγούδι του παιδιού)
1921: Wälsungenblut (Το αίμα των Βελσούνγκεν)—μτφ. Γιάννης Κοιλής (εκδ. "Κριτική", 1989)
1923: Tristan und Isolde (Τριστάνος και Ιζόλδη)
1925: Unordnung und fruhes Leid (Αναστάτωση και πρώιμος πόνος)—μτφ. Γ. Κοιλής (εκδ. "Κριτική", 1989)
1930: Mario und der Zauberer (Ο Μάριο και ο μάγος)—μτφ. Φώτης Βασινιώτης (εκδ. "Ερατώ", 1990)
1940: Die Vertauschten Köpfe (Τα αλλαγμένα κεφάλια)—μτφ. Νίκος Λίβος (εκδ. "Κριτική", 1988)
1944: Das Gesetz (Ο Νόμος)—μτφ. Άρης Δικταίος (εκδ. " Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος", 1988)
1953 Die Betrogene (Η απατημένη), νουβέλα—μτφ. Γ. Κοιλής (εκδ. "Κριτική", 1989)

Δοκίμια (Επιλογή)
1918: Betrachtungen eines Unpolitischen (Στοχασμοί ενός απολίτικου)—μτφ. Μαντώ Πουλή (εκδ. "Ίνδικτος", 1999)
1932: Goethe und Tolstoi. Zum Problem der Humanität (Γκαίτε και Τολστόι)—μτφ. Γερ. Λυκιαρδόπουλος (εκδ. "Ύψιλον", 2012)
1933: Leiden und Größe Richard Wagners (Πάθος και μεγαλείο του Ρίχαρντ Βάγκνερ)
1934: Meerfahrt mit Don Quijote (Ταξίδι με τον Δον Κιχώτη), μεταθανάτια έκδοση—μτφ. Γερ. Λυκιαρδόπουλος και Στέφανος Ροζάνης (εκδ. "Έρασμος", 2002)
1936: Freud und die Zukunft (Ο Φρόυντ και το μέλλον)—μτφ. Στάθης Φερεντίνος (εκδ. "Γκοβόστη", χ.χ.)
1938: Schopenhauer—μτφ. Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος (εκδ. "Έρασμος", 2006)
1947: Nietzsches Philosophie im Lichte unserer Erfahrung (Η φιλοσοφία του Νίτσε υπό το φως της εμπειρίας μας)—μτφ. Γιώργος Λαμπράκος (εκδ. "Οκτώ", 2017)
1955: Versuch über Schiller (Δοκίμιο για τον Σίλλερ)—μτφ. Θανάσης Λάμπρου (εκδ. "Ίνδικτος", 2002)
1963 Wagner und unsere Zeit (Ο Βάγκνερ και η εποχή μας) , μεταθανάτια έκδοση—μτφ. Γιάννης Λάμψας (εκδ. "PRINTA", 1993)

Αυτοβιογραφικά
1950: Meine Zeit (Η εποχή μου), σκέψεις του συγγραφέα σε αυτοβιογραφικό τόνο—μτφ. Αντιγόνη Χατζηθεοδώρου ("Εκδόσεις των Φίλων", α΄ έκδ. 1972)
Theodor W. Adorno-Thomas Mann: Briefwechsel, 1943-1955 (Theodor W. Adorno-Thomas Mann: Αλληλογραφία 1943-1955)—μτφ. Λευτέρης Αναγνώστου (εκδ. "Αλεξάνδρεια", 2009)
Herman Hess Thomas Mann:Briefwechsel (Έρμαν Έσσε- Τόμας Μαν: Αλληλογραφία 1910-1955), επιστολογραφία—μτφ. Γιώτα Λαγουδάκου (εκδ. "Καστανιώτης", 2003)

Έργα σχετικά με τον Τόμας Μαν στα Ελληνικά
Γκόλο Μαν: Αναμνήσεις από τον πατέρα μου Τόμας Μαν,1965, σύντομη βιογραφία του συγγραφέα από τον γιό του (εκδ. "Γαβριηλίδης", 2005)
Μπρίτα Μπέλερ: Τόμας Μαν, οι τρεις κρίσιμες μέρες (De Beslissing), (μτφ. Μαργαρίτα Μπονάτσου (εκδ. "Καπόν", 2014) λογοτεχνική ανακατασκευή της συγγραφέως με βάση τα ημερολόγια του Μαν των ημερών που προηγήθηκαν της ανοιχτής επιστολής που έστειλε ο συγγραφέας στις εφημερίδες της Γερμανίας καταγγέλοντας τον Ναζισμό 
Klaus Betzen: Ο Τόμας Μαν και το πρόβλημα του ανθρωπισμού, από διάλεξη στο Ινστιτούτο Γκαίτε τον Δεκέμβριο του 1975. (μτφ. Νίκος Μ.Σκουτερόπουλος, "Εκδόσεις των Φίλων", 1977)  https://el.wikipedia.org/


Η πρώτη έκδοση του «Δόκτωρ Φαούστους. Η ζωή του γερμανού μουσουργού Άντριαν Λέβερκυν εξιστορημένη από ένα φίλο» 

Το Μαγικό βουνό

Παρουσίαση

Το Μαγικό βουνό είναι ένα αριστούργημα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας από έναν νομπελίστα συγγραφέα που διερευνά τη γοητεία και τον εκφυλισμό των ιδεών σε μια εσωστρεφή κοινότητα τις παραμονές του Μεγάλου Πολέμου. Η υπόθεση είναι φαινομενικά απλή. Ο νεαρός μηχανικός από το Αμβούργο Χανς Κάστορπ επισκέπτεται το σανατόριο Μπέργκχοφ της Ελβετίας για να δει τον ξάδερφό του. Μια μικρή αδιαθεσία και ένας παρατεταμένος πυρετός οδηγούν τον γιατρό Μπέρενς να του προτείνει να παρατείνει την παραμονή του. Τελικά ο Χάνς Κάστορπ αποφασίζει να μείνει στο σανατόριο για τρεις βδομάδες. Μόνο που οι τρεις βδομάδες, χωρίς να το καταλάβει, μετατρέπονται σε επτά χρόνια, καθώς ο Χανς ερωτεύεται και μεθά από τις ιδέες που ακούει να συζητιούνται εκεί. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

- "Διάσημος για την ειρωνεία του ο Τόμαν Μαν, μαζί με τους Σοπενχάουερ, Νίτσε και Φρόιντ, προσφέρει την ενοποιητική ουσία, την αγάπη για την τέχνη και τη φαντασία, που χρειάζεται ο σύγχρονος κόσμος για να μην διαλυθεί ύστερα από την κατάρρευση των κοινωνικών δυνάμεων και των θρησκειών" (Independent)

Το Μαγικό βουνό, πέραν όλων των άλλων, είναι πρωτίστως και στην ουσία του ένα έργο τέχνης που "στόχος του είναι να παρέχει ευχαρίστηση, να ψυχαγωγεί και να αναζωογονεί, όπως υποστηρίζει και ο ίδιος ο Μαν στο άρθρο "Πώς γράφτηκε το Μαγικό βουνό" στο επίμετρο του βιβλίου. Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για ένα έργο με τόσο αρμονική και αισθητική σύνθεση των θεματικών και των ιδεών του, φτιαγμένο περισσότερο για το θυμοειδές παρά για το έλλογο, ώστε ομοιάζει περισσότερο με μουσικό κομμάτι και την απόλαυση που προκύπτει από αυτό. Θα μπορούσε, επομένως, να διαβαστεί σαν μία συμφωνία, ένα έργο αντίστιξης. Σε αυτό συνηγορούν επίσης και η προτροπή του ίδιου του συγγραφέα να διαβάσει κάποιος, ει δυνατόν, το μυθιστόρημα δύο φορές - όσες φορές δηλαδή χρειάζεται κανείς να ακούσει ένα μουσικό κομμάτι για να το γνωρίσει καλύτερα και να το ευχαριστηθεί - καθώς και η εκτεταμένη χρήση του Leitmotiv που υιοθετεί στον λόγο του επηρεασμένος από τη χρήση του στις όπερες του Βάγκνερ. Πρόκειται για ένα εμβληματικό συμβολικό μυθιστόρημα του ευρωπαϊκού πνεύματος που αποτελεί μία δυνατή αναγνωστική εμπειρία και ένα έργο-παρακαταθήκη για το πολιτισμικό μέλλον αυτής της ηπείρου. (ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΠΟΥΛΟΣ bookpress.gr, 2/12/2017) 

Απόσπασμα 

Ελευθερία

Πώς του φάνηκε αλήθεια του Χανς Κάστορπ; Μήπως σαν οι επτά εβδομάδες, τις οποίες αποδεδειγμένα και χωρίς καμιά αμφιβολία είχε ήδη περάσει σε αυτούς εδώ επάνω, να ήταν μόνο επτά ημέρες; Ή μήπως, αντίθετα, του φάνηκε πως ζούσε πολύ πολύ περισσότερο σε αυτόν τον τόπο από όσο βρισκόταν εδώ στην πραγματικότητα; Αναρωτιόταν και ο ίδιος, τόσο μέσα του όσο και με ερωτήσεις προς τον Γιοάχιμ, δεν μπορούσε όμως να αποφασίσει. Μάλλον συνέβαιναν και τα δύο: αναδρομικά, ο χρόνος που είχε περάσει εδώ του φαινόταν αφύσικα σύντομος και αφύσικα πολύς μαζί· και μόνο όπως ήταν πραγματικά δεν ήθελε να του φανεί – με την προϋπόθεση πως ο χρόνος είναι στ’ αλήθεια φύση και πως είναι επιτρεπτό να τον συνδέουμε με την έννοια της πραγματικότητας.

Πάντως ο Οκτώβριος βρισκόταν στα πρόθυρα, θα έμπαινε από τη μια ημέρα στην άλλη. Για τον Χανς Κάστορπ ήταν εύκολο να το λογαριάσει, και εκτός αυτού το πρόσεχε ακούγοντας τις συζητήσεις των άλλων ασθενών. «Ξέρετε πως σε πέντε μέρες θα ’χουμε πάλι πρωτομηνιά;» άκουγε τη Χερμίνε Κλέφελντ να λέει στους δυο νεαρούς κυρίους της παρέας της, στον φοιτητή Ρασμούσεν και σε εκείνον με τα χοντρά χείλη που λεγόταν Γκένζερ. Στέκονταν μετά το κύριο γεύμα στην άχνα των φαγητών ανάμεσα στα τραπέζια και συζητώντας καθυστερούσαν να πάνε για κατάκλιση. «Πρώτη Οκτωβρίου, το είδα στη Διαχείριση, στο ημερολόγιο. Είναι η δεύτερη του είδους που περνώ σε ετούτο τον τόπο των απολαύσεων. Ωραία, το καλοκαίρι πέρασε, όσο ήταν καλοκαίρι, μας το ’κλεψαν, όπως μας κλέβουν τη ζωή, συνολικά και εν γένει». Και αναστέναξε με το μισό της πνευμόνι, ενώ έστρεφε, κουνώντας το κεφάλι, τα σκιασμένα από τη βλακεία μάτια της στο ταβάνι. «Ευθυμήστε, Ρασμούσεν!» είπε μετά και χτύπησε τον σύντροφό της στον γειρτό του ώμο. «Πείτε μας κανέν’ αστείο!» «Δεν ξέρω και πολλά» απάντησε ο Ρασμούσεν και άφησε τα χέρια του να κρέμονται στο ύψος του στήθους σαν πτερύγια «κι όσα ξέρω δεν μου βγαίνουν, είμαι συνέχεια τόσο κουρασμένος». «Ούτε σκύλος δεν θα ’θελε να ζήσει για πολύ ακόμη έτσι» είπε ο Γκένζερ μέσα από τα δόντια. Και γέλασαν σηκώνοντας τους ώμους.

Εκεί κοντά στεκόταν και ο Σεττεμπρίνι, με την οδοντογλυφίδα του ανάμεσα στα δόντια, και βγαίνοντας είπε στον Χανς Κάστορπ:

«Μην τους πιστεύετε, μηχανικέ, μην τους πιστεύετε ποτέ όταν εξανίστανται! Το κάνουν όλοι ανεξαιρέτως, παρόλο που νιώθουν απολύτως στο σπίτι τους. Ζουν ανέμελα και απαιτούν επιπλέον λύπηση, θεωρούν πως έχουν δικαίωμα στην πικρία, στην ειρωνεία, στον κυνισμό! “Σ’ ετούτο τον τόπο των απολαύσεων!” Μήπως δεν είναι τόπος των απολαύσεων; Πιστεύω πως είναι, και μάλιστα με μια πιο διφορούμενη σημασία της λέξης! “Μ’ έκλεψαν” λέει αυτό το θηλυκό “μου κλέβουν τη ζωή σ’ ετούτο τον τόπο των απολαύσεων”. Αφήστε τη να πάει στα πεδινά, και η διαγωγή της εκεί δεν θα αφήνει καμιά αμφιβολία πως κάνει τα πάντα για να ξανάρθει το συντομότερο εδώ επάνω. Α, μάλιστα, η ειρωνεία! Μηχανικέ, φυλαχτείτε από την ειρωνεία που ευδοκιμεί εδώ! Γενικά φυλαχθείτε από αυτή την πνευματική στάση! Όπου δεν είναι ένα ευθύ και κλασικό μέσο της ρητορικής, ούτε στιγμή παρεξηγήσιμο για τον υγιή νου, εκεί γίνεται παραλυσία, εμπόδιο για τον πολιτισμό, αμφίβολη ερωτοτροπία με τη στασιμότητα, με το κακό, με το πρόστυχο πάθος. Και επειδή η ατμόσφαιρα στην οποία ζούμε φαίνεται να ευνοεί την ευδοκίμηση αυτού του σαπρόφυτου, επιτρέψτε μου να ελπίζω ή να φοβάμαι πως με καταλαβαίνετε».

Πράγματι, τα λόγια του Ιταλού ήταν του είδους που μόλις πριν από επτά εβδομάδες θα ηχούσαν κενά στα αυτιά του Χανς Κάστορπ, που η παραμονή του όμως εδώ είχε κάνει το πνεύμα του επιδεκτικό για τη σημασία τους: επιδεκτικό με την έννοια της νοητικής κατανόησης, όχι οπωσδήποτε με την έννοια της συμπάθειας, πράγμα ίσως ακόμα σημαντικότερο. Γιατί, αν και στα βάθη της ψυχής του χαιρόταν που ο Σεττεμπρίνι ακόμη και τώρα, παρ’ όλα όσα είχαν συμβεί, συνέχιζε να του μιλά όπως του μιλούσε, συνέχιζε να τον συμβουλεύει, να τον προειδοποιεί και να προσπαθεί να τον επηρεάσει, η αντιληπτική του ικανότητα ήταν τόση που έκρινε τα λόγια του και τους αρνιόταν, ως έναν βαθμό τουλάχιστον, την επίνευση.

Για δες, σκεφτόταν, μιλάει για την ειρωνεία με παρόμοιο τρόπο όπως και για τη μουσική, το μόνο που λείπει τώρα είναι να την αποκαλέσει «πολιτικά ύποπτη», και συγκεκριμένα από τη στιγμή που παύει να είναι ένα «ευθύ και κλασικό μέσο διδασκαλίας». Μια ειρωνεία όμως που «δεν είναι ούτε στιγμή παρεξηγήσιμη» – για όνομα του Θεού, τι λογής ειρωνεία είναι αυτή, αν μου πέφτει λόγος; Ξερή και δασκαλίστικη θα ήταν και τίποτε άλλο! – τόσο αγνώμων είναι η νεότητα στη διαμόρφωσή της. Δέχεται να της δωρίζουν για να μπορεί μετά να βγάλει τα δώρα σκάρτα.

Όσο να ’ναι, θα του φαινόταν παράτολμο να εκφράσει με λόγια την αντίθεσή του. Περιόρισε τις αντιρρήσεις του στην κρίση του κυρίου Σεττεμπρίνι για τη Χερμίνε Κλέφελντ, που του φαινόταν άδικη ή που, για ορισμένους λόγους, ήθελε να την εμφανίσει έτσι.

«Μα το κορίτσι είναι άρρωστο!» είπε. «Είναι πραγματικά και στ’ αλήθεια βαριά άρρωστη και έχει κάθε λόγο να είναι απελπισμένη! Τι της ζητάτε τώρα;»

«Αρρώστια και απελπισία» είπε ο Σεττεμπρίνι «είναι συχνά και αυτές μορφές της παραλυσίας».

Και ο Λεοπάρντι, σκέφτηκε ο Χανς Κάστορπ, ο οποίος αμφέβαλλε κατηγορηματικά για την επιστήμη και την πρόοδο; Και ο ίδιος ο κύριος σχολάρχης; Είναι και ο ίδιος άρρωστος και έρχεται ολοένα εδώ πάνω, και ο Καρντούτσι δεν θα ’ταν καθόλου ευχαριστημένος μαζί του. Και δυνατά είπε:

«Καλός είστε κι εσείς. Το κορίτσι μπορεί κάθε στιγμή να τα τινάξει, και αυτό το λέτε εσείς παραλυσία! Θα πρέπει να μου το εξηγήσετε περισσότερο. Αν μου λέγατε: η ασθένεια είναι κάποτε επακόλουθο της παραλυσίας, αυτό θα ήταν κατανοητό…»

«Είναι πολύ λογικό» τον διέκοψε ο Σεττεμπρίνι. «Μα την πίστη μου, θα σας αρκούσε να σταματούσα εδώ;»


«Ή αν λέγατε: η αρρώστια αποτελεί κάποτε πρόσχημα για την παραλυσία – κι αυτό θα το δεχόμουν».

«Grazie tanto!»

«Αλλά η ασθένεια μια μορφή της παραλυσίας; Αυτό σημαίνει: δεν προέρχεται από παραλυσία, αλλά είναι η ίδια παραλυσία. Αυτό δεν είναι παράδοξο;»

«Παρακαλώ, μηχανικέ, μη μου καταλογίζετε τέτοια πράγματα! Περιφρονώ την παραδοξολογία, τη μισώ! Θεωρήστε πως όλες μου οι παρατηρήσεις σχετικά με την ειρωνεία ισχύουν και για την παραδοξολογία, και κάτι παραπάνω. Το παράδοξο είναι το φαρμακερό λουλούδι του ησυχασμού, η μαρμαρυγή του σαπρού πνεύματος, η μεγαλύτερη παραλυσία από όλες! Αλλά διαπιστώνω πως υπερασπίζεστε και πάλι την ασθένεια…»

«Όχι, μ’ ενδιαφέρουν αυτά που λέτε. Μου θυμίζουν κάτι από εκείνα που εκφέρει ο δρ Κροκόφσκι τις Δευτέρες του. Κι εκείνος δηλώνει πως η οργανική ασθένεια είναι ένα δευτερογενές φαινόμενο».

«Δεν το λέει από καθαρό ιδεαλισμό».

«Τι έχετε εναντίον του;»

«Ακριβώς αυτό».

«Είστε κατά της ψυχανάλυσης;»

«Όχι πάντα. Είμαι σφοδρός αντίπαλος και θερμός οπαδός – πότε το ένα και πότε το άλλο, μηχανικέ».

«Τι εννοείτε;»

«Η ψυχανάλυση είναι καλή ως όργανο της διαφώτισης και του πολιτισμού, είναι καλή στο μέτρο που κλονίζει ηλίθιες πεποιθήσεις, που διαλύει φυσικές προκαταλήψεις και υπονομεύει την εξουσία· με άλλα λόγια, είναι καλή όταν απελευθερώνει, εκλεπτύνει, εξανθρωπίζει και κάνει τους δούλους ώριμους για την ελευθερία. Είναι κακή, πολύ κακή, όσο εμποδίζει τη δράση, προσβάλλει τη ζωή στη ρίζα, επειδή είναι ανίκανη να τη διαμορφώσει. Η ανάλυση μπορεί να είναι μια πολύ αηδιαστική υπόθεση, αηδιαστική όπως ο θάνατος, όπου μάλλον ανήκει στην πραγματικότητα – συγγενής προς τον τάφο και τη δύσοσμη ανατομία του…»

Καλά τους τα ’πες, δάσκαλε, ήταν η σκέψη του Χανς Κάστορπ, αναπόφευκτη, όπως συνήθως όταν ο κύριος Σεττεμπρίνι εξέφραζε κάτι παιδευτικό. Το μόνο που είπε όμως ήταν:

«Τελευταία επιδοθήκαμε στη φωτοανατομία στο ισοϋπόγειό μας. Έτσι την αποκάλεσε ο Μπέρενς όταν μας ακτινοσκοπούσε».


«Α, ώστε φτάσατε και σ’ αυτό το στάδιο. Και λοιπόν;»

«Είδα τον σκελετό του χεριού μου» είπε ο Χανς Κάστορπ, προσπαθώντας να ανακαλέσει τα αισθήματα που είχαν φουντώσει μέσα του με αυτό το θέαμα. «Σας έδειξαν καμιά φορά και τον δικό σας;»

«Όχι, ο σκελετός μου δεν με ενδιαφέρει καθόλου. Και η ιατρική διάγνωση;»

«Είδε ίνες, ίνες με κόμπους».

«Ε του διαβόλου ο παραγιός».

«Είναι η δεύτερη φορά που αποκαλείτε έτσι τον αυλικό σύμβουλο Μπέρενς. Τι θέλετε να πείτε;»

«Να είστε σίγουρος πως πρόκειται για καλά επιλεγμένο χαρακτηρισμό!»

«Α, όχι, είστε άδικος, κύριε Σεττεμπρίνι! Σύμφωνοι, ο άνθρωπος έχει τις αδυναμίες του. Ο τρόπος που μιλάει μου γίνεται κι εμένα δυσάρεστος με τον καιρό· συχνά έχει η ομιλία του κάτι το βεβιασμένο, ιδίως αν σκεφτεί κανείς πως πέρασε τόσο μεγάλο καημό όταν έχασε τη γυναίκα του εδώ πάνω. Αλλά, εν κατακλείδι, πόσο αξιέπαινος και αξιοσέβαστος άνθρωπος είναι, ένας ευεργέτης της πάσχουσας ανθρωπότητας! Πρόσφατα τον συνάντησα καθώς ερχόταν από μια εγχείρηση, μια πλευρεκτομή, μια υπόθεση όπου παίζονταν όλα για όλα. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση όπως τον είδα να έρχεται από τη δύσκολη, χρήσιμη εργασία του, που την ξέρει τόσο καλά. Ήταν ακόμη τελείως ξαναμμένος, και για αμοιβή είχε ανάψει ένα πούρο. Τον ζήλεψα».

«Τι ευγενικό εκ μέρους σας. Και η ποινή σας;»

«Δεν μου καθόρισε κάποιο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα».

«Καλό και αυτό. Ας ξαπλώσουμε λοιπόν, μηχανικέ. Στις θέσεις μας».

Αποχαιρετίστηκαν μπρος στο νούμερο 34.

«Εσείς πηγαίνετε τώρα στην ταράτσα σας, κύριε Σεττεμπρίνι. Πρέπει να ’ναι πιο χαρούμενο να ξαπλώνεις έτσι με συντροφιά παρά μόνος. Διασκεδάζετε; Είναι ενδιαφέροντες οι άνθρωποι με τους οποίους κάνετε μαζί την κούρα;»

«Αχ, είναι όλοι Πάρθοι και Σκύθες!»

«Εννοείτε Ρώσοι;»

«Και Ρωσίδες» είπε ο κύριος Σεττεμπρίνι, και η άκρη του στόματός του τραβήχτηκε. «Αντίο, μηχανικέ!»

Αυτό είχε λεχθεί με σημασία, ήταν αναμφίβολο. Ο Χανς Κάστορπ μπήκε στο δωμάτιό του ταραγμένος. Γνώριζε ο Σεττεμπρίνι τι του συνέβαινε; Σαν παιδαγωγός, θα είχε παρακολουθήσει αυτόν και τους δρόμους που έπαιρναν τα μάτια του. Ο Χανς Κάστορπ ήταν οργισμένος με τον Ιταλό, αλλά και με τον εαυτό του που είχε εκτεθεί απρόκλητα. Ενώ έψαχνε χαρτί και μελάνι για να τα πάρει μαζί του στην κούρα –τώρα δεν χωρούσαν άλλοι δισταγμοί, ήταν ώρα να γραφτεί το γράμμα του στο σπίτι, το τρίτο–, συνέχισε να εξοργίζεται, μουρμούριζε το ένα και το άλλο γι’ αυτόν τον φαφλατά, τον περιαυτολόγο που ανακατευό­ταν σε πράγματα χωρίς να του πέφτει λόγος ενώ και ο ίδιος σφύριζε στα κορίτσια στον δρόμο – και δεν είχε πια καμιά όρεξη να γράψει, αυτός ο λατερνατζής τού είχε χαλάσει τελείως τη διάθεση. Όπως και να ήταν όμως, χρειαζόταν χειμωνιάτικα ρούχα, χρήματα, εσώρουχα, παπούτσια· με λίγα λόγια, όλα όσα θα είχε πάρει μαζί του αν ήξερε πως δεν είχε έρθει για τρεις εβδομάδες στο κατακαλόκαιρο, αλλά… αλλά για ένα απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, το οποίο όμως θα επεκτεινόταν οπωσδήποτε και στον χειμώνα, και μάλιστα, όπως ήταν τα πράγματα και τα χρονικά δεδομένα σ’ εμάς εδώ επάνω, θα τον περιέκλειε. Αυτή τη φορά έπρεπε να γίνουν όλα στην εντέλεια, να παίξει με ανοιχτά χαρτιά με εκείνους εκεί κάτω και να μην κρύβεται πια ούτε από εκείνους ούτε από τον εαυτό του.

Με αυτό το πνεύμα τούς έγραψε λοιπόν, ακολουθώντας την τεχνική που είχε δει να τη χρησιμοποιεί πολλές φορές ο Γιοάχιμ: στη σεζ λονγκ, με το στιλό και τον ταξιδιωτικό του χαρτοφύλακα επάνω στα ανασηκωμένα γόνατα. Έγραψε στον Τζέιμς Τίναππελ, σε εκείνον από τους τρεις θείους με τον οποίο ήταν περισσότερο συνδεδεμένος, σε επιστολόχαρτο του ιδρύματος, που απόθεμά τους βρισκόταν στο συρτάρι του τραπεζιού, και τον παρακάλεσε να ενημερώσει τον πρόξενο. Έγραφε για ένα δυσάρεστο συμβάν, για φόβους που είχαν επαληθευτεί, για την ανάγκη που είχε διαπιστώσει ο γιατρός να περάσει ένα μέρος του χειμώνα, ίσως και ολόκληρο τον χειμώνα, εδώ πάνω, γιατί περιπτώσεις σαν τη δική του ήταν συχνά πιο επίμονες από εκείνες που ξεκινούσαν πιο εντυπωσιακά, και γιατί το ζήτημα ήταν να επέμβουν αποφασιστικά και να προλάβουν το κακό εγκαίρως και μια και καλή. Από αυτή την άποψη, έγραφε, ήταν τυχερός που είχαν έρθει έτσι τα πράγματα, που ανέβηκε τυχαία εδώ πάνω και πείστηκε να εξεταστεί· αλλιώς, θα αγνοούσε για αρκετό καιρό την κατάστασή του και θα τη γνώριζε ίσως αργότερα με πολύ πιο δυσάρεστο τρόπο. Όσο για την προβλεπόμενη διάρκεια της παραμονής του, δεν θα έπρεπε να εκπλαγούν αν έμενε όλο τον χειμώνα και αν δεν μπορούσε να επιστρέψει νωρίτερα από τον Γιοάχιμ. Η έννοια του χρόνου είναι, έγραφε, διαφορετική εδώ από εκείνη που ίσχυε συνήθως για ταξίδια σε λουτροπόλεις και αεροθεραπείες· ο μήνας είναι κάτι σαν τη μικρότερη μονάδα του χρόνου, και ένας μήνας μόνο δεν παίζει κανέναν ρόλο…

Έκανε ψύχρα, έγραφε φορώντας παλτό, τυλιγμένος στην κουβέρτα, με κόκκινα χέρια. Πού και πού σήκωνε το βλέμμα από το χαρτί, που γέμιζε με λογικές και πειστικές φράσεις, και κοιτούσε το γνώριμο τοπίο, που σχεδόν πια δεν το έβλεπε, αυτή τη μακρόστενη κοιλάδα με τις σήμερα σαν γυάλινες, χλωμές κορυφές που στριμώχνονταν στο άνοιγμα, τον ανοιχτόχρωμο, κατοικημένο βυθό της, που άστραφτε πού και πού στον ήλιο, και τις πλαγιές, άλλες αδρά δασωμένες και άλλες με λιβάδια από όπου ερχόταν το κουδούνισμα των αγελάδων. Έγραφε με όλο και μεγαλύτερη άνεση και δεν καταλάβαινε πια το δέος που είχε νιώσει για το γράμμα. Γράφοντας καταλάβαινε ο ίδιος πως τίποτε δεν μπορούσε να είναι πιο λογικό από τις εξηγήσεις του και πως στο σπίτι θα τις κατανοούσαν απόλυτα. Ένας νεαρός της τάξης του και στην κατάστασή του φρόντιζε τον εαυτό του όταν αποδεικνυόταν σωστό, και χρησιμοποιούσε τις ανέσεις που προορίζονταν ειδικά για τους ομοίους του. Έτσι άρμοζε. Αν είχε επιστρέψει και ανέφερε όσα συνέβαιναν, θα τον είχαν στείλει πάλι επάνω. Παρακάλεσε να φροντίσουν να λάβει ό,τι χρειαζόταν. Στο τέλος παρακάλεσε να του αποστέλλονται τακτικά τα αναγκαία χρήματα· με 800 μάρκα τον μήνα θα μπορούσε να καλύψει όλα του τα έξοδα.

Υπέγραψε. Πάει και αυτό. Αυτό το τρίτο γράμμα στο σπίτι ήταν πλούσιο, κρατούσε πολύ – όχι κατά την έννοια του χρόνου κάτω, αλλά κατ’ αυτήν που κυριαρχούσε εδώ επάνω· οχύρωνε την ελευθερία του Χανς Κάστορπ. Αυτή ήταν η λέξη που μεταχειρίστηκε, όχι ρητά, όχι σχηματίζοντας, έστω και μέσα του, τις συλλαβές της, ένιωθε όμως το ευρύτατο νόημά της, όπως είχε μάθει να το νιώθει κατά τη διαμονή του εδώ –νόη­μα που δεν είχε πολλά κοινά με εκείνο που έδινε ο Σεττεμπρίνι σε αυτή τη λέξη–, και τον σκέπασε ένα από καιρό γνώριμο κύμα τρόμου και διέγερσης, που έκανε το στήθος του να τρέμει καθώς αναστέναζε.

Από το γράψιμο του είχε ανέβει το αίμα στο κεφάλι, τα μάγουλά του έκαιγαν. Πήρε τη στήλη του υδραργύρου από το τραπεζάκι και μέτρησε τη θερμοκρασία του, σαν να έπρεπε να επωφεληθεί της ευκαιρίας. Ο υδράργυρος ανέβηκε στο 37,8.

Βλέπετε; σκέφτηκε ο Χανς Κάστορπ. Και πρόσθεσε το υστερόγραφο: «Λοιπόν, το γράμμα με κούρασε. Έχω 37,8. Βλέπω πως θα πρέπει προς το παρόν να μείνω ήσυχος. Πρέπει να έχετε κατανόηση αν σας γράφω σπάνια». Ύστερα έμεινε ξαπλωμένος και σήκωσε το χέρι προς τον ουρανό, την παλάμη προς τα έξω, έτσι όπως το είχε κρατήσει πίσω από την οθόνη. Αλλά το φως του ουρανού άφησε την έμβια μορφή ανέπαφη μπρος στη λάμψη του· μάλιστα, η ύλη έγινε πιο σκούρα και αδιαφανής και μόνο το εξωτερικό περίγραμμα εμφανίστηκε με μια κοκκινωπή διαφάνεια. Ήταν το έμβιο χέρι που είχε συνηθίσει να βλέπει, να καθαρίζει, να χρησιμοποιεί – όχι εκείνο το ξένο σκελέτωμα που είχε δει στην οθόνη – ο αναλυτικός λάκκος που είχε δει τότε ανοιγμένο είχε κλείσει πάλι.




Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/