ΟΜΙΛΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΓΕΩΡΓΑΤΟΥ ΣΤΟ ΖΑΠΠΕΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΤΟ "ΑΡΙΣΤΕΡΟ ΜΙΣΟ ΤΟΥ ΗΤΑ" ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΑΣΙΛΑΚΟΥ
ΕΥΑ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΥ ΛΙΑΝΟΥ - ΔΥΟ ΑΓΓΛΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ
I need to write a poem
A poem that will serve as peacekeeper
Between the God And Humanity
Between the brothers and sisters
Between my self and my mood
I need to find the verses
Be completely different from the past
And so new to fit in the present
Need to have one truth
Justified and accepted
Need to write a new story
A new book about the life
Every single day is a new discovery
People become evil
Failure earn in so many levels
And love is replaced with food
People are divided
Between those who love the food
Between those who love the humanity
Need to write a poem about the fear
And the dark
But many of stars are shining
So must not affraid of darkness. But definitely need to re organize in our mind what the unknown is like?
People are divided
Between those who love the food
Between those who love the humanity
Is so, difficult to think with the stomach full
People forgot to love and they become
Slaves of their stomach
Little servants of this great stomach
That cannot filtre anything
Poetry unites people
Poetry travels more fast than the unknown words, that remain unborn
In the mind of an author...
Need to write a poem
About the happiness
The smile of the childrens
The journey that never ends....
Who is the captain of the boat??
©®Eva Petropoulou Lianou
Before you exist
You were a thought in my soul
Before you speak
I understand your words
For years
Loneliness was my companion
See the stars
Make wishes
Hoping
Before i met you
I knew your parfum
Before you speak
I understand your soul
See the birds
Make wishes
Pray
Before you imagine
I draw a circle
I see you in and me
Protected
Blessed
Before you kiss me
I feel your lips
Your body
A fireball
Burning me
Slowly
Before i leave
I will never say goodbye
©®Eva Petropoulou Eva Petropoylou Lianou
ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΣΑΚΑΛΗΣ "Αξιοσέβαστοι"
Λες
όλοι οι άνθρωποι
είναι αξιοσέβαστοι
είναι μοναδικοί
είναι ανεπανάληπτοι
κι ύστερα σκέφτεσαι
πως υπάρχουν
κάτι παλιάνθρωποι
κάτι καθάρματα
και λες πως
αξιοσέβαστοι είναι
μόνο οι καλοί
οι τίμιοι άνθρωποι
όχι οι εγκληματικές φυσιογνωμίες
αυτοί έχουν
τα δικαιώματα
που τους δίνει ο νόμος
μα τίποτα περισσότερο
διάλεξαν να αποποιηθούν
κάθε ανθρώπινη ιδιότητα
και απώλεσαν
κάθε μοναδικότητα.
ΗΛΙΑΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ - «Ευθύνας διδόναι…»: Πολίτες και Πολιτικοί
«Τίθησι νόμον… διαρρήδην απαγορεύοντα τους υπευθύνους μη στεφανούν…»»
(Αισχίνης «Κατά Κτησιφώντος»)
Τα τελευταία δυστοπικά φαινόμενα που ταλανίζουν την ελληνική κοινωνία (κορωνοϊός, πυρκαγιές, οικονομική κρίση, έντονα καιρικά φαινόμενα, μεταναστευτικό…) αναδεικνύουν όχι μόνον κάποιες χρόνιες παθογένειες του πολιτικού μας συστήματος, αλλά και το ήθος των αρχόντων όπως και των πολιτών που τους επιλέγουν. Παράλληλα με όλο αυτό το σκηνικό αναπτύσσεται κι ένα sui generis «αλληλογρονθοκόπημα» μεταξύ των πολιτών και των τροφίμων της εξουσίας για την απόδοση των ευθυνών.
Το ήθος της Πολιτείας
Αυτές οι έντονες διενέξεις (διαδικτυακές και τηλεοπτικές) δεν επιτυγχάνουν τίποτα άλλο πέραν της κραυγαλέας δικαίωσης του Ισοκράτη που αιώνες τώρα είχε δηλώσει πως: «Το της πόλεως όλης ήθος, ομοιούται τοις άρχουσιν».
Ποτέ δεν διευκρινίστηκε αν με αυτήν την θέση του ο Ισοκράτης μέμφονταν τους άρχοντες ή τους πολίτες για την «ομοιότητα» μεταξύ τους ή θεωρούσε επιβεβλημένο να υπάρχει κάτι τέτοιο για την ανθοφορία της αθηναϊκής δημοκρατίας. Ο Ενεστώτας ως παροντικός χρόνος δηλώνει κατά μία έννοια και κάτι διαχρονικό ως διαπίστωση ή υπόμνηση και προτροπή. Έτσι κι αλλιώς μεταξύ ψηφοφόρου – πολίτη και «αρχόντων» - πολιτικής εξουσίας υπάρχει μία αλληλεπίδραση που καθορίζει το ήθος της πολιτείας.
Και πολιτεία δεν είναι μόνον οι νόμοι, οι θεσμοί και οι εκλογές αλλά και τα πρόσωπα που έχουν συμφέροντα, ιδεολογία, επιδιώξεις και συμπεριφορές που διδάσκουν ή το αντίθετο. Αποτελούν, δηλαδή, πρότυπα πολιτικής απαξίωσης και καταδίκης.
«Άνδρες γαρ πόλις, και ου τείχη ουδε νήες ανδρών κεναί»
(Θουκυδίδης, Η-77)
Με τα λόγια αυτά ο Νικίας δεν υπονοούσε την αμελητέα αξία της πολεμικής θωράκισης της χώρας του (Αθήνας), αλλά τόνιζε πως η αξία, η επάρκεια και η καταλληλότητα των προσώπων είναι αυτά που εξασφαλίζουν τη σωτηρία και την ασφάλειά της. Γι’ αυτό, λοιπόν, κρίνεται αναγκαία μία συστοίχιση πολιτών και πολιτικών γιατί μέσα από αυτήν διαμορφώνεται το συλλογικό ήθος αλλά και το υπόβαθρο της δημοκρατίας.
Ωστόσο, όπως τόνισε και στην εισαγωγική φράση ο Αισχίνης συνιστά πολιτική παραδοξότητα να «στεφανώνονται», να επευφημούνται και να δοξάζονται οι πολιτικοί άρχοντες πριν την «λογοδοσία» τους. Ο θεσμός της λογοδοσίας (εύθυνα) συνιστούσε τον κορυφαίο θεσμό για την αθηναϊκή δημοκρατία για να αποτρέπει τις οικονομικές ατασθαλίες και τις πολιτικές παρεκτροπές (βλέψεις τυραννικής επιβολής).
Η μετα-δημοκρατία
Στην σύγχρονη, όμως, μετανεωτερική δημοκρατία όπου οι εξουσίες τυπικά είναι διακριτές, τα εξωθεσμικά κέντρα αποφάσεων διαμορφώνουν με τον δικό τους τρόπο τους κανόνες του πολιτικού σκηνικού και πλάθουν – σκιαγραφούν κατά τα συμφέροντά τους το πρόσωπο ή το προσωπείο των «αρχόντων». Η παραπληροφόρηση, τα Fake news και η ιδεολογική ποδηγέτηση έχουν αναχθεί σε παράγοντες μιας πρωτοφανούς πολιτικής πρακτικής που εξαθλιώνει τους πολίτες και υποβιβάζει τους πολιτικούς στο ρόλο του ενεργούμενου. Η δημοκρατία, όμως, έχει ανάγκη από πολιτικούς «όρθιους» και όχι «ορθούμενους».
«στεφανούν τον υπεύθυνον “επειδάν λόγον και ευθύνας της αρχής δω”»
(Αισχίνης)
Οι Αθηναίοι για να αποφύγουν τα παραπάνω εκφυλιστικά φαινόμενα θέσπισαν νόμο σύμφωνα με τον οποίον το «στεφάνωμα», η επευφημία και τα δοξαστικά προς τους πολιτικούς ταγούς θα εξασφαλίζονταν μετά την λογοδοσία (εύθυνα). Στις μέρες μας και στα «καθ’ ημάς» συμβαίνει το αντίθετο. Οι δοξασίες και οι αγιοποιήσεις των πολιτικών προηγούνται του «λόγον διδόναι» για να εξασφαλιστεί η επανεκλογή τους και η εξασφάλιση των συμφερόντων εκείνων των εξωθεσμικών κέντρων που στιλβώνουν το έργο των τροφίμων της εξουσίας.
Ωστόσο η δημοκρατία τρέφεται από τον πολιτικό ορθολογισμό κι από την δημιουργική κριτική και όχι από τις πολιτικές θωπείες. Όταν αποκρύπτονται τα τρωτά των κυβερνητικών έργων και οι αστοχίες ή η ανεπάρκεια των πολιτικών, τότε η δημοκρατία βαλτώνει και η πολιτική υφίσταται μία συνεχή αποβιταμίνωση. Κι αυτό γιατί οι πολιτικές κολακείες και η ανοχή στην ανεπάρκεια των αρχόντων βυθίζει τους ταγούς της εξουσίας σε έναν «πολιτικό ναρκισσισμό» και την χώρα την εγκλωβίζουν σε ένα συντηρητικό και ξεπερασμένο πλαίσιο σκέψης και δράσης.
Πόσο γρήγορα φθείρεται σήμερα στα μάτια μας ο συμπαθέστατος, χτες, πολιτικός! Πως γίνεται απωθητικός ακόμα και για όσους τον ψηφίσαμε και τον παινέψαμε! Μήπως, ωστόσο, οι αλλεπάλληλες διαψεύσεις των προσδοκιών μας έχουν αλλοιώσει πρώτα το δικό μας βλέμμα; Μήπως ο πολιτικός που τη μια μέρα τον επευφημούμε και την άλλη τον λοιδορούμε δεν είναι παρά το είδωλο του ρευστού μας εαυτού; (Γιάννης Κιουρτσάκης, «Όταν όλα κρέμονται από μια κλωστή»)
«Άρχειν τον λόγον…»
Αν, όμως, η ιδεολογική άπνοια των καιρών μας και η τεχνική ύπνωση που υφίστανται οι πολίτες ως πολιτικά υποκείμενα είναι η μία υπερβολή, η άλλη είναι οι υπερβολικές και μη συμβατές με την πολιτική ορθότητα ύβρεις μεταξύ πολιτικών και κομμάτων. Θεσμοί υπάρχουν ή θα μπορούσαν να θεσπιστούν για τη λογοδοσία (εύθυνα) των υπευθύνων. Εξάλλου ο πολιτικός ορθολογισμός γεννήθηκε στην Αθήνα όπως και η έννοια του μέτρου και της μεσότητας.
«Ουκ εώμεν άρχειν άνθρωπον αλλά τον λόγον, ότι τούτο ποιεί και γίνεται τύραννος».
Οι Αθηναίοι δια στόματος Αριστοτέλη είδαν καθαρά την ανθρώπινη φύση που ρέπει προς την αυταρχικότητα και γι’ αυτό έδωσαν τα ηνία στον «λόγον». Οι πολιτικοί και οι πολίτες αντί να αναζητούν τους ενόχους έξω από τους εαυτούς τους, ας ακολουθήσουν το παράδειγμα του Αριστείδη πριν την Ναυμαχία της Σαλαμίνας, 480π.Χ.
«Ημέας στασιάζειν χρεόν εστί εν τε τω άλλω καιρώ και δη και εν τώδε περί του οκότερος ημέων πλέω αγαθά την πατρίδα εργάσεται»
(Ηρόδοτος, 8, 7, 9, 4)
Ο Αριστείδης ως πολίτης έπραξε το αυτονόητο, αν και θύμα εξορίας. Ζήτησε να συνεργαστούν με τον Θεμιστοκλή για την σωτηρία της πατρίδας, της Αθήνας.
Η πρόκληση – προτροπή του Αριστείδη ηχεί ακόμη ως πατριωτικό σάλπισμα για πολίτες και πολιτικούς.
«Οκότερος ημέων πλέω αγαθά την πατρίδα εργάσεται»
Από https://iliasgiannakopoulos.blogspot.com/
Carpe "Κινήσεις μεθοδικές..."
Απαλλαγμένη από τα περιττά
με κινήσεις μεθοδικές,
βουτάς μέσα στην έρημο της σιωπής.
Με βήμα αργό φτάνω
στην απώτατη άκρη .
Αρνούμαι τον αέρα,
απαλύνω τα σχισμένα χείλια,
σου προσφέρω ανάσες.
Κολλημένος πάνω σου
προσπαθώ να δαμάσω
τις υπέροχες ώρες του πάθους.
Αιφνιδιάζομαι κοιτώντας
τα υγρά μάτια ,
ένα σώμα που δεν φθείρεται.
Με βλέμμα αδειανό
αγγίζω τη γύμνια μέσα κι έξω
γαντζώνομαι από τις ανταύγειες
των πόθων.
Ένα ταξίδι στις εσχατιές
της ύπαρξής σου
μέχρι να δω
το φως του φεγγαριού
να ξεψυχά.
Carpe.
ΑΘΗΝΑ ΚΟΤΣΟΒΟΛΟΥ ( 7 Ιανουαρίου 1965 - 17 Ιανουαρίου 2022 ) - ΠΟΙΗΜΑΤΑ & ΠΕΖΑ { Εις Μνήμην}
Θεριό
Όντας θεριό περπάτησα την γη τούτη
Χωρίς δέρματα τώρα
Η Αθηνά έγραψε αυτό το ποίημα σε ηλικία 15 ετών .
ΕΤΣΙ ΑΠΛΑ
Κάθε φορά λοξοδρομούν τα όνειρα
Μπερδεύοντας τα βήματα στις πλάκες του απείρου
Κι είναι πολλά τα σοκάκια που σε παρασύρουν
Και τα μάτια λαίμαργα δεν αντιστέκονται..
Έτσι απλά χάθηκα …
λοξοδρομώντας στα σοκάκια των ονείρων.
Πολύ πριν βρω το δρόμο της επιστροφής.
Ίσως κι από την ώρα που ξεκινούσα..
Γιατί το ξερα από την αρχή μα δεν τα αρνήθηκα
Πως θα χαθώ…
Κι αντάμωσα στο δρόμο μου χιλιάδες μάτια
Τους χαμογέλασα σ ‘όλα σχεδόν
Ελάχιστα σταθήκαν.. μα..
Πιότερο με παραπλάνησαν, με γήτεψαν..
Παρασύροντας με σε άλλα σοκάκια
να περπατώ αόρατη πλάι σε σκιές
Μα πόσες φόρες μου λοξοδρόμησε το όνειρο
Γιατί είχα μόνο μάτια διψασμένα
και την ψυχή μου ελεύθερη
Κι έστριβα στο λάθος δρόμο ,
Αν ήταν στην αρχή η στο τέλος δεν θυμάμαι.
Γιατί έπρεπε να χαθώ..
Αλλιώς θ ακολουθούσα μονάχα
Τα προκατασκευασμένα μου όνειρα..
Αθηνά Κοτσόβολου © 11/6/2011
ΜΟΝΟΜΑΧΙΑ
Στην αρχή δώσανε τα χέρια σα φίλοι.
΄Υστερα από σεβασμό υποκλίθηκαν.
Ξάφνου τα χέρια χούφτωσαν τις λαβές
Και τράβηξαν τα σπαθιά απ΄ τα θηκάρια.
Κι άρχισαν να παλεύουν ώρες ατέλειωτες
Γιατί… Ούτε κι οι ίδιοι δεν το ξέρουν
Ίσως για να ξεφύγουν κάπως
Από την απραξία της ειρήνης.
Ώρες ολόκληρες πάλευαν..
Ήρθε το βράδυ και τ’ άλλο πρωί
Άναψαν τα σπαθιά..
Τέλος ξανάβαλαν τα σπασμένα σπαθιά
Στα θηκάρια τους
Μάζεψαν τα ματωμένα κουρέλια τους
ίσως και τα κομμένα χέρια τους-
Υποκλίθηκαν, έδωσαν τα χέρια κι έφυγαν.
Ένα βραβείο έμεινε στο ράφι σκονισμένο
Σε ποιον να το δώσω; Ποιος νίκησε;
Τι σημασία πια θα έχει αφού..
Εμείς ακόμα πολεμάμε;
Αθηνά Κοτσόβολου ©
Ζωγραφίζαμε σχήματα πάνω στην σκόνη
Τρίγωνα τετράγωνα κύκλους κι ευθείες
Και σε θυμάμαι να μιλάς για σημασιολογίας συμβολισμούς
Και αριθμολογίες.
Κρύψε την Ταρό τράπουλα σου
Κι άλλη φορά στο χω πει
Αν πιστεύεις τόσο στη μοίρα
Είναι σαν να αποδέχεσαι απλά κι αμαχητί
Την αναπότρεπτη ήττα σου
Εμείς όμως πολεμήσαμε στ αλήθεια
Κι είναι κάτι που δεν μπορείς να αμφισβητήσεις.
Καπνίζαμε….
Σε θυμάμαι να βήχεις σε κάθε ρουφηξιά
Αργότερα οι γιατροί θα απέδιδαν σε αυτό
Ένα βαρύτατο έμφραγμα
Ύστερα κτύπαγες το χέρι στο τραπέζι οργισμένος
‘Μόνος θα μείνω κι αναπότρεπτα το χρέος θα πληρώσω
Μάνα μου μάνα μου μάνα μου
Με γέννησες με αίμα κι οφείλω να ματώσω
Με γέννησες με πόνο κι οφείλω να πονέσω.
Χρέος μου είναι να παλεύω
Μόνος ενάντια σε όλους…..
Στη γωνιά το μαχαίρι προσμένει
Η μαύρη νύχτα ξαγρυπνά
Άπλωσα να σου δώσω ένα χέρι
Το ‘κοψες σύρριζα βαθιά.
Στη γωνιά το μαχαίρι αστράφτει
Κάτω από το φως του φεγγαριού
Πόσο με καίει τούτη η λάμψη
Που χω καρδιά μικρού παιδιού
Στη γωνιά το μαχαίρι σκοτώνει
Μέσα βαθιά στην παιδική καρδιά
Γίναν τα νιάτα χελιδόνι
Χάθηκαν μέσα στην νυχτιά
Αυτή η νυχτιά σαν θα τελειώσει
Θα ΄ρθει ξανά η ανθρωπιά
Και το μαχαίρι θε να θάψει
Κάτω από τη γη πολύ βαθιά.
Έλα ήρωά μου
Για προίκα θα σου δώσω
τον τόπο με τα λιόδεντρα
Εκεί που σμίγουν
η θάλασσα κι ο ουρανός
Κι άλλες πολιτείες
σύνολο επτά
Ο ποιητής με τέσσερις αισθήσεις
Την τραγούδησε τυφλός..
Κι από το παλάτι μου
την κόρη να διαλέξεις..
Η πρώτη κόρη παραδομένη στο χρησμό
έπρεπε να πεθάνει
Για να έχεις εσύ τον ούριο άνεμο
Οι Τρώες να προσμένουν
κι η ντροπή να πληρωθεί
Τι κι αν πληρώσουν κι άλλοι;
Τι κι αν η κόρη με τα κόκκινα μαλλιά
έπρεπε να πεθάνει
Ένα ξημέρωμα πριν καν ξυπνήσει..
Έλα ήρωα μου. ..
πρέπει να συνεχίσεις τη θυσία
Τον αγώνα..
Γιατί η κόρη έφυγε για την δική σου μάχη
Μην την αρνείσαι.
. Εσύ θα γίνεις Ήρωας.
. κι όταν πεθάνεις -
Γιατί πάντα το γνώριζες πως θα πεθάνεις…
- Θα ναι μέσα στην μάχη
να πολεμάς σαν Ήρωας
Γιός μιας θεάς..
σε βάπτιζε στ αθάνατο νερό
Για να σε σώσει
μα η δική σου μοίρα
Είναι να σαι θνητός…
σε βάπτιζε στ αθάνατο νερό
Στους ήρωες ,μονάχα ο θάνατος ταιριάζει
Έλα ήρωά μου..
Δεν σου ταιριάζει εσέ το άρμα της διχόνοιας
Μα της μάχης .. του θανάτου…
Το θέμα είναι
Να αεροβατείς
Κόντρα στους ανεμοδείκτες
Χωρίς δίχτυ..
Κόντρα στους ανέμους
Χωρίς προγνώσεις
Και κόντρα στο κύμα
Χωρίς σωσίβιο ..
Σε τούτη τη φωτογραφία ήμουν ακόμα
Ένας άνθρωπος ευτυχισμένος.
Χαμογελάω
Κάτω από τα μάρμαρα του αρχαίου ναού
Στο Σούνιο.
Πλάι μου είναι η θάλασσα
Μια ολόκληρη θάλασσα
Που αργοσαλεύει αιώνες τώρα
Στα πόδια του θεού της.
Ακούω ακόμα το μουρμούρισμα
Του ωκεανού.
Στα μάρμαρα στον ήλιο
Ένα σιγοψιθύρισμα μιας εποχής
Αλλόκοτα χαμένης…
Και οι πόθοι αρχέγονοι.
Ήθελα να ουρλιάξω
Ενάντια στην αμείλικτη σιωπή
Ενάντια στη αμείλικτη φθορά του χρόνου.
-Μου είχες πει πως πρέπει πάντα να θυμάμαι
Και στα σχολειά μας μάθαιναν
Πως λήθη και θάνατος το ίδιο είναι
Η λήθη, ίσως, χειρότερη-
Και ούρλιαξα ενάντια στη σιωπή
Πάρτε όλα, τα μάρμαρα το χώμα
Γεμίστε και τις τσέπες σας όσο χωράνε
Πηλό, χρυσό και ασήμι.
Όμως αυτός ο ήλιος
Παντοτινά θα ΄ναι δικός μας
Κι αυτή την ιστορία
Δύσκολα θα την αλλάξετε.
……………………………………
Σε τούτη τη φωτογραφία
Ζούσα ακόμα
Σαν ένας άνθρωπος ευτυχισμένος.
Ύστερα άρχισα να πολεμάω….
Βιάζομαι
δεν έχω πια καιρό για καλημέρες
αβρότητες και χασομέρειες.
Πρέπει να συλλέξω
τα στιχοδάκρυα των ποιητών.
Να φτιάξω χείμαρρους..
Η βροχή δεν σταματάει..
Μουλιάσαμε...
Ακόμα και τα όνειρα
Η υποψία μιας μέρας
που θα ήταν όμορφη.
Είναι στο σπίτι και σε περιμένει
εκείνη η μικρή ανάμνηση
μιας παιδικής εικόνας.
Πήγαινε..πριν ξεθωριάσει.
Τις μέρες της βροχής
σ' αυτόν τον τόπο κλαίω
τις γάτες που κουρνιάζουν
μουσκεμένες στ αυτοκίνητα..
Τις μέρες της βροχής
σ' αυτόν τον τόπο κλαίω τα παιδιά που φυλακίστηκαν
στα γυάλινα κλουβιά των λεωφόρων.
Μα πιο πολύ σ΄αυτόν τον τόπο
κλαίω τις φωτεινές επιγραφές που σβήνουν
γράμμα το γράμμα..
Η ..ραδυνή εφημερίδα σας
Α φάλειαι ζωής...
Φτάσαμε στο τέλος λοιπόν οι τελευταίοι που ονειροβατούν
Ίσως αύριο μας ονομάσουν αυθαίρετα ποιητές..
Μπορούν τάχα να υπάρξουν ποιητές που να μιλούν μοναχά
Για ώρες αλλόκοτες και για λιμάνια των αποχωρισμών;
Όχι ποιητές δεν θα μπορέσουν πλέον να υπάρξουν
χωρίς τη συνεχομένη ροή της ιστορίας.
Κι είναι αυτή η ιστορία που αλλάζει κραυγαλέα
Όχι σε ρυθμό σελίδας αλλόκοτα αλλάζει
Πως φυσάει αίφνης ο αγέρας κι έρχεται στο τέλος το βιβλίο;
Που είναι οι ενδιάμεσες σελίδες;
Υπάρχει πράγματι ένας φονιάς σε όλη αυτή την ιστορία
Και δεν είναι ο ήλιος που έγινε τυχαία δολοφόνος
Όχι τυχαία προπάντων όχι αναπότρεπτα
Κάπου κάποιος πρώτος τον σκότωσε
Ο ίδιος που έκλεψε τον ύπνο μας
και τα γλυκό ξυπνήματα των πρωινών μας
Κι υστέρα δολοφόνησε τους ποιητές
Ήρθανε μέρες αδίστακτες….
Έφτασε στο τέλος το βιβλίο
Κι οι γραφές του ακόμα αναπόδεικτες
Που είναι οι ενδιάμεσες σελίδες;
Ίσως ο δολοφόνος να καραδοκεί ακόμα ανάμεσα τους.
Ίσως αύριο να γεννηθούνε ποιητές ελεύθεροι της αγωνίας
Που δεν θα πρέπει πρώτα να πεθάνουν
Για να αποδείξουν πως είναι στ αλήθεια ποιητές .
Ποιητές που δεν θα γραφούν μόνο επιθανάτιους ύμνους
Στα παιδιά που τολμούν ακόμα να ερωτεύονται….
Αυτή η βραδιά μας ίσως και να είναι η τελευταία
Η τελευταία των μεγάλων εποχών
Ύστερα πια θα φύγω…
Όταν πια τίποτα δεν θα έχουμε να πούμε η
Δεν θα θέλουμε να πούμε
Κι άλλη φορά στο έχω πει
Θα φύγω μες στην νύχτα
Θα χαθώ μες στα σοκάκια των υπόκωφων ήχων
Πλάι στις διχασμένες προσωπικότητες των σκιών
Θα πλανηθώ πάνω απ’ τον κόσμο
Ίσως και να σκοτωθώ αεροβατώντας
Στα κάγκελα του μπαλκονιού μου στον τρίτο όροφο
………………………………………………………….
Μπορεί να φταίει κι η πανσέληνος
Ένα από κείνα τα φεγγάρια
Που άξαφνα ανακαλύπτεις τις νύχτες
Που ψάχνεις να ξαναβρείς τις χαμένες σου μνήμες
Ξέρω πως θα έρθουν στιγμές
Οπού δεν θα έχουμε πια τίποτα να πούμε
Η δεν θα ξέρουμε να πούμε
Θα μοιραζόμαστε το ίδιο σπίτι
Το ίδιο κρεβάτι και τα ίδια παιδιά
Κι ούτε μια –ούτε μια- κοινή ανάμνηση αγαπημένη
Ξέρω πως θα έρθουν στιγμές που πνίγουμε ακόμα
Και τις πιο δίκαιες κραυγές μας……
Καυτές μέρες του καλοκαιριού με τα στάχυα χρυσοκίτρινα
να λικνίζονται
ατελείωτες ώρες με φωνές
από τα παιδιά που παίζουν στη θάλασσα
ιδρώτας σκόνη και θαλασσινή αρμύρα
παρέες από εφήβους
στο στόμα το τσιγάρο
και τα τραγούδια του Μάνου αξέχαστα
......
και οι γυναίκες με τα σκαμμένα πρόσωπα
και οι άντρες με τα λιοκαμμένα μπράτσα
στις αυλές αμίλητοι αναπαύονται
το σούρουπο ένας κόκκινος ήλιος
αργοπεθαίνει πάνω απ το σταυρό
¨Ωσπου μέσα από το πλήθος προβάλει το φως σου
μες στις σκιές των δέντρων
και τ ατελείωτα απογεύματα
καλοκαιρινοί λειμώνες στο νου σου
στη θάλασσα ψαροπούλια
Η φλογέρα ενός ποιητή
κλαίει έναν έρωτα που χάθηκε
τώρα μες στα σκοτεινά σοκάκια
ασταμάτητα ψάχνεις
μπερδεμένες εικόνες μπερδεμένες ιδέες
\και το ρολόι του κόσμου αλύπητο.
Ξαφνικά.. εσύ που γεννήθηκες μες στις εικόνες
ανεπαίσθητα.. χάνεσαι
Εγκατάλειψη..
οι τοίχοι μισογκρεμισμένοι
και το νόημα του κόσμου
πάνω τους αποτυπωμένο
με κεφαλαία κόκκινα γράμματα
μια ιστορία κραυγαλέα
ανά πάσα στιγμή αλλάζει
Εδώ φωνές ελευθερίας ακούστηκαν
και γίναν κραυγές απελπισίας
εδώ το μέλλον του κόσμου
διαγράφεται νόμιμο
μέσα σε παρελθοντικές μνήμες
και δερματόδετους κώδικες
εδώ τα σημάδια των ηρώων
ταυτίζονται με κείνα τις ντροπής
εδώ οι σιωπές ενώνονται
σε μεγάλα θορυβώδη συνθήματα
Εδώ η εγκατάλειψη ξεθωριάζει
και τα τελευταία σημάδια της μνήμης
και ξαφνικά νοιώθεις το χρόνο να κυλά αδυσώπητος
και τη ζωή σου να χάνεται
στα φώτα μιας πόλης
που κάποτε -αλίμονο- λάτρεψες
Στους ασφάλτινους δρόμους της
-διαφορετικοί από τα μικρά σου όνειρα-
και στα τεράστια αμφιθέατρα αναλώνεσαι.
Κάθε αίθουσα και τέσσερεις τοίχοι
και το όνομα ενός σπουδαίου επιστήμονα
που κλαίει στον τάφο του..
Ψέματα δεν είναι ..κάθε φορά έξω από την Σβώλου
ένας Χάλκινος Μεγαλέξανδρος
βγάζει τη γλώσσα στις ανησυχίες μου..
Τέλειωσε...
Ο Ποιητής σώπασε
Ο καημός μεγάλωσε
Το δίκιο μοιράστηκε
Αντίστροφα πάντα
Φεύγει ο καιρός
Προδόθηκα
Φοβάμαι την ηχώ
Σκληρά μου φωνάζει
"Προδόθηκες"
.................
Ο Ποιητής σωπαίνει ακόμα
Και αυτός προδόθηκε...
Το καλοκαίρι μύρισε μπενζίνα
Στου λιμανιού το πέτρινο μουράγιο
Έφυγε η νιότη και τι κρίμα
Απόμεινε η ζωή σάπιο ναυάγιο.
Κάτω στο λιμάνι σκοτώσαν τους γάρους
Μια μέρα κόκκινη βαμμένη του καλοκαιριού
Μια αχτίδα ήλιου έπαιζε πάνω στους βράχους
Στο αίμα και έμοιαζε πορφύρα κοχυλιού.
Μια μέρα κόκκινη καλοκαιριού βαμμένη
Θυμήθηκα κάποια μικρή αγαπημένη
Που είχε γαλάζια θάλασσα μές στην ματιά
Και άσπρα κάτασπρα φτερά
Και σαν τους γλάρους την σκοτώσαν μια νυχτιά
Καλοκαιριάτικη που μύριζε μπενζίνα
Ένα μαχαίρι της καρφώσαν σφάλισε η ματιά
Βάφτηκε κόκκινη η θάλασσα από το κρίμα.
Το καλοκαίρι μύρισε μπενζίνα
Στου λιμανιού το πέτρινο μουράγιο
Σκοτώσανε τους γλάρους και τι κρίμα
Απόμεινε η ζωή σάπιο ναυάγιο…
Τα χέρια
Κοίτα αυτά τα χέρια –κεφάλια που μιλούν-
Τα χέρια μου δεν κλαίνε πια
Κι αν τρέμουν
Τα κρύβω μες στις τσέπες μου
Να μη φανούν
Δεν θέλω να προδίδουν
Έκρυψα κάθε τι σημάδι από τα χέρια μου
Έκρυψα κάθε τι σημάδι απ’ τη ζωή μου.
Στο μέτωπο μου δεν υπάρχει πια
Η χαρακιά σκαμμένης γης
Ούτε απ’ τα ρούχα μου
Μπορεί κανείς να καταλάβει
Τίναξα κι απ’ τα ρούχα μου
Της γης τη σκόνη
Και τη θαλασσινή αρμύρα
Απ’ τα μαλλιά μου
Κοίτα αυτά τα χέρια
Κίτρινα είναι απ’ τον καπνό
Μελανωμένα απ’ το μολύβι
Κοίτα αυτά τα χέρια
Μη ψηλαφίζεις άλλο τα χέρια μου
Αν θες να βρεις τα σημάδια μου
Πρέπει πρώτα να βρεις την ψυχή μου
©ΑΘΗΝΑ ΚΟΤΣΟΒΟΛΟΥ
Take a look at these hands.
Take a look at these hands.
The hand speaks. the hand of a government man.
Well I'm a tumbler. born under punches.
I'm so thin.
All I want is to breathe I'm too thin
Won't you breathe with me?
Find a little space, so we can move in-between in-between it
And keep on step ahead, of yourself.
Don't you miss it, don't you miss it.
Some 'a you people just about missed it!
Last time to make plans!
Well I'm a tumbler...
I'm a government man.
Never seen anything like that before
Falling bodies tuble 'cross the floor well I'm a tumbler!
When you get to where you wanna be thank you! thank you!
When you get to where you wanna be don't even mention it!
Take a look at these hands. they're passing in-between us.
Take a look at these hands
Take a look at these hands. you don't have to mention it.
No thanks. I'm a government man.
And the heat goes on...and the heat goes on...and the heat goes on...
And the heat goes on...where the hand has been...and the heat goes
On...and the heat goes on...and the heat goes on...and the heat goes
On...and the heat goes on...and the heat goes on...and the heat goes
On...where the hand has been...and the heat goes on...and the heat
Goes on...
I'm not a drowning man!
And I'm not a burning building! (I'm a tumbler!)
Drowning cannot hurt a man!
Fire cannot hurt a man. (not the government man.)
All I want is to breathe thank you. thank you
Won't you breathe with me?
Find a little space...so we move in-between I'm so thin
And keep one step ahead of yourself. I'm catching up with myself
All I want it to breathe
Won't you breathe with me hands of a government man
Find a little space so we move in-between
And keep one step ahead of yourself. don't you miss it! don't you
Miss it!
And the heat goes on...and the heat goes on...and the heat goes on...
And the heat goes on...and the heat goes on...and the heat goes on...
And the heat goes on...and the heat goes on...and the heat goes on...
Where the hands has been...and the heat goes on...and the heat goes
On...and the heat goes on...
Και προπαντός ποτέ σου μην πιστέψεις
Πως φθάνοντας στην απέναντι όχθη
Αφού πρώτα πρόλαβες να ανέβεις
Στη βάρκα που τυχαία δεν βούλιαξε
Που το σπίτι σου δεν γκρεμίστηκε
Και δεν μοιράστηκε στους τοκογλύφους
Και στους εμπόρους του αίματος
Ότι βρίσκεις ακόμα το πιάτο στο τραπέζι
Με αμφίβολη μεταλλαγμένη τροφή
Το γενόσημο σου στο φαρμακείο
Και ένα ράντζο στους διαδρόμους του νοσοκομείου
Και επειδή το αυτοκίνητό σου ακόμα κινείται
Ακόμα ακόμα που έφτιαξες μία ευτυχισμένη εικόνα
Με την έξυπνη συσκευή σου
Και η ανάρτηση σου στα κοινωνικά δίκτυα
Να προκαλεί επιφωνήματα θαυμασμού
Και τα «μου αρέσει»
Επαναλαμβάνω!!!!
Μην το πιστέψεις! Δεν γλίτωσες!
Στη νέα τάξη των πραγμάτων
-όπως σωστά έλεγε ο Τζίμης-
Εσύ κι εγώ είμαστε τα πράγματα..
Δεν έχω παρακαταθήκες να αφήσω στα παιδιά μου.
Παρά μόνο μερικές αράδες στο χαρτί
μουτζουρωμένες, δυσνόητες και δυσανάγνωστες.
Συμβαίνει και εγώ να αναρωτιέμαι τι έχω γράψει.
Δεν έχω παρελθόν και ιστορίες αγώνων.
Της γενιάς μου οι αγώνες ήταν στο απυρόβλητο
Και πιότερο τον εαυτό μου αντιπάλευα
Και εκείνος εμένα στα "ίσως" "εάν" και "πρέπει"
Τα τιμαλφή μου πρόλαβαν και μου τα πήραν
Και άλλωστε ποτέ δεν είχα τιμαλφή.
Γιατί πιότερο αγάπησα τα βότσαλα απ’τα διαμάντια
Και το σπίτι το υποθήκευσα στην τράπεζα
Χαμένο σαν και μένα και τη ζωή μου ολάκερη
Δεν έχω τίποτα να αφήσω στα παιδιά μου….
…………………………………..
Δεν έχω καν παιδιά..
Όλα κάποτε αλλάζουν
ΑΤΙΤΛΟ
Δεν κάνουμε εκπτώσεις στον ουρανό
-ίσως μας κλέψανε τη γη μας-
ακόμα ακόμα και τη ζωή μας
και αναρωτιέμαι συχνά πόσο αμαχητί
παραδοθήκαμε....
όμως εκπτώσεις δεν κάνουμε στον ουρανό.
ΕΠΙΤΥΜΒΙΟΝ
Ενθάδε κείται ο μεγάλος απών
πτέραρχος στρατηγός ή στρατηλάτης
που μόνος του κατέκτησε πόλεις κι ηπείρους.
Ενθάδε κείται ο μεγάλος απών
βασιλιάς φαραώ η αυτοκράτωρ
που μόνος του έκτισε Αγίες Σοφίες και πυραμίδες.
Ενθάδε κείται ο μεγάλος απών
Μοναδικός τετιμημένος της μνήμης μας.
Οπτασία
Πέρασε από δίπλα μου ειρωνικά
Σαν οπτασία
Ίσα που μ άγγιξε στο χέρι
η σκιά του…..
κι ύστερα μου αρνήθηκε
όχι μόνο τη μέρα
ούτε ακόμα τη νύχτα
την χαρά η τη θλίψη
μου τα αρνήθηκε όλα
το δίκαιο της προσμονής
το άδικο της αναμονής
και το δικαίωμα στο αντίο…
Παράξενο στ αλήθεια
το πέρασμα του δίπλα μου...