Μαρία Μπίρμπα, Ζέτα Αδαμοπούλου "Θεμελιωτές"

 

“Θεμελιωτές”
Συγγραφέας: Μαρία Μπίρμπα, Ζέτα Αδαμοπούλου I
Εκδόσεις ΔΙΑΝΟΙΑ - Πατησίων 337 & Σκρα 2, Αθήνα 111 43
Αριθμός σελίδων: 296
Διάσταση: 14X21
SBN: 978-618-5437-38-1
Τιμή: 15,00€


Σύντομη περιγραφή:

Η Ελλάδα υπόδουλη για τετρακόσια χρόνια στους Οθωμανούς.
Οι συνθήκες διαβίωσης του λαού άθλιες.
Η προοπτική για ένα καλύτερο αύριο μηδαμινή. Κι όμως…
Μια χούφτα απλοί, καθημερινοί άνθρωποι έχουν διαφορετική γνώμη…
Μέσα από παράλληλες, διασταυρούμενες και συχνά συγκρουόμενες ιστορίες, προσπαθούν να κινήσουν τον τροχό της ελευθερίας μέσα από απογοητεύσεις, φόβους, πάθη.
Προσπαθούν να σταθούν όρθιοι, με οδηγό την Αξιοπρέπεια,τα όνειρα και τις ελπίδες τους.


Εκδόσεις ΔΙΑΝΟΙΑ - Πατησίων 337 & Σκρα 2, Αθήνα 111 43
Τ. 210 2014089 - info@dianiapublications.gr
www.dianiapublications.com - FB: Εκδόσεις Διάνοια - Diania Publications
Instagram: Εκδόσεις ΔΙΑΝΟΙΑ


Οι συγγραφείς:

Μαρία Μπίρμπα
Φυσικός, Εκπαιδευτικός
ΔευτεροβάθμιαςΕκπαίδευσης

Ζέτα Αδαμοπούλου
Μουσικός, Εκπαιδευτικός
Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης







NEΟ άλμπουμ για τους WORMGOD - Το "Where Old Curses Rest" κυκλοφορεί ΤΩΡΑ!

 


NEΟ άλμπουμ για τους WORMGOD - Το "Where Old Curses Rest" κυκλοφορεί ΤΩΡΑ!



Μετά από σχεδόν μια δεκαετία από την τελευταία τους εμφάνιση, οι Wormgod επιστρέφουν από τον τάφο με το πρώτο τους πλήρες άλμπουμ. Με το όνομα "Where Old Curses Rest" για να αντικατοπτρίζει την ταραγμένη παραγωγή, αλλά και την αίσθηση των 9 black metal ύμνων που διαθέτει, το ντεμπούτο LP του ρουμανικού black metal ντουέτου περιλαμβάνει artwork που δημιούργησε ο διάσημος πλέον καλλιτέχνης Costin Chioreanu.

BIΟΓΡΑΦΙΚΟ

Το black metal των Wormgod είναι ένα μείγμα από σκοτεινά riff, βαριές συγχορδίες, ανατριχιαστικές μελωδικές τρίλιες και φωνητικά που ουρλιάζουν. Η ξεχωριστή ατμόσφαιρα είναι εμπνευσμένη από τα αστικά αξιοθέατα της πατρίδας του συγκροτήματος - Βουκουρέστι, Ρουμανία.
Έχοντας δημιουργηθεί το 2009 και με επικεφαλής τον Tyrant (κιθάρα, μπάσο) το black metal project με βάση το Βουκουρέστι κυκλοφόρησε δύο περιορισμένα και ανεξάρτητα demo με δύο διαφορετικούς τραγουδιστές και τον Victor από τους Akral Necrosis (κιθάρα).
2010 - s/t  demo
2013 - Divided
Οι Wormgod προωθούν την ατομική και συλλογική εξέλιξη, με στόχο την επίτευξη της υπέρβασης.








ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΥΡΓΙΩΤΗΣ "Ο Άγιος Νεκτάριος για τον Ελληνισμό."

 


Ο Άγιος Νεκτάριος για τον Ελληνισμό.

Ο π. Εφραίμ σε δημόσια ομιλία του παρότρυνε να βρούμε το έργο του Αγίου Νεκταρίου, το αναφερόμενο εις τον Ελληνισμό. Το αναζήτησα και δημοσιεύω ελάχιστα αποσπάσματα. Εις το τέλος του κειμένου, υπάρχει η παραπομπή, όπου όποιος επιθυμεί να διαβάσει ολόκληρο το έργο του Αγίου. Το κείμενο είναι εις το πρωτότυπο.

Ἑλληνικὴ φιλοσοφία. Δυὸ λέξεις· ἀλλὰ λέξεις μεσταὶ μεγάλων καὶὑψηλῶν ἐννοιῶν.
ἩἙλληνικὴφιλοσοφία ἐδίδαξεν τὴν πρόνοιαν τοῦ Θεοῦ πρὸς τὴν ἀνθρωπότητα καὶἐγένετο διὰτῶν ὑγιῶν  αὐτῆς  θεωριῶν  παιδαγωγὸς  τῆς  ἀνθρωπότητος  εἰς Χριστόν.
.HἙλληνικὴ φιλοσοφία προώρισται ἵνα καταστήσῃ τοὺς πάντας Ἕλληνας· ἐγεννήθη ὑπὲρ τοῦ χριστιανισμοῦ καὶ συνεταυτίσθη μετ᾿ αὐτοῦ, ὅπως ἐργασθῆ πρὸς σωτηρίαν τῆς ἀνθρωπότητος. Ἕλληνκαὶ φιλοσοφία εἰσὶδυὸτινὰἀναπόσπαστα· μαρτυρεῖ δὲκαὶ ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν Παῦλος λέγων: Ἕλληνες σοφίαν ζητοῦσιν. Ὁ Ἕλλην ἀληθῶς ἐγεννήθη, ἵναφιλοσοφῇ· διότι ἐγεννήθη διδάσκαλος τῆς ἀνθρωπότητος. Ἀλλ᾿ ἐὰν ἡ φιλοσοφία ἐγένετο παιδαγωγὸς εἰς Χριστὸν ἕπεται ὅτι ὁ Ἕλλην πλασθεὶς φιλόσοφος ἐπλάσθη χριστιανός, ἐπλάσθη ἵνα γνωρίσῃ τὴν ἀλήθειαν καὶδιαδῷ αὐτὴν τοῖς ἔθνεσιν.
Ὁ Ἕλλην λοιπὸν διὰτῆς φιλοσοφίας ἐγνώρισε πρώτον τὴν ὕπαρξιν τοῦ θείου καὶεἶτα ἑαυτόν, οἶος ἀληθῶς ἐστι· διὰτῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ ἔσχε τελείαν ἑαυτοῦ γνῶσιν· γνωρίσας δὲἑαυτὸν ἔγνω τὴν σχέσιν αὐτοῦ πρὸς τὸθεῖον, τὴν εὐγένειαν αὐτοῦ, καὶἔγνω ὅτι ἡ πρὸς τὸ θεῖον ἀφομοίωσις εἶναι τὸπρώτιστον τῶν καθηκόντων.
 Ὁ Ἕλλην ἀνευρῶν ἐν τῷ χριστιανισμῷ τὰς αὐτὰς ἀρχὰς καὶτὴν εἰκόνα τοῦ τελείου, τοῦ ἰδανικοῦ αὐτοῦ, καὶτὸν μόνον διδάσκαλον τὸν δυνάμενον νὰδιδάξῃ αὐτὸν πᾶν ὅ,τι ἐπεθύμει νὰγνωρίση, νὰμάθῃ, καὶὅ,τιαὐτὸς ἐπόθει καὶἐπεζήτει, καὶεὑρῶν αὐτὸν ἑρμηνευτὴν τῶν αἰσθημάτων αὐτοῦ, ἐνεκολπώθη αὐτὸν καὶπεριέθαλψεν. Ὁ χριστιανισμὸς ὡς πρῶτον  δῶρον αὐτοῦ ἐδωρήσατο αὐτῷν έαν ζωήν· ὁ δὲἝλλην ὑπεστήριξεν αὐτὸν διὰτῶν ἀγώνων καὶτῶν αἱμάτων του.
.Ἡ Ἑλληνικὴ φιλοσοφία ἐποδηγέτει τὸἙλληνικὸν ἔθνος εἰς τὸνχριστιανισμόν· ὅτι δὲ ἡ Ἑλληνικὴ φιλοσοφία τοιοῦτος ὑπῆρξε ποδηγέτης μαρτυρεῖ καὶ o ἱερὸς πατὴρ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεὺς λέγων: «ἦν μὲν οὖν πρὸτῆς τοῦ Κυρίου παρουσίας εἰς δικαιοσύνηνἝλλησιν ἀναγκαία· νυνὶδὲχρησίμη πρὸς θεοσέβειαν γίνεται, προπαιδεία τις οὖσα τοῖς τὴν πίστιν δι᾿ ἀποδείξεως καρπουμένοις· ὅτι ὁ πούς σου φησὶν (Παροιμ.) οὐ μὴπροσκόψῃ, ἐπὶτὴν πρόνοιαν τὰκαλὰἀναφέροντος ἐὰν τὲἑλληνικὰ ἢ, ἐὰν τὲἡμέτερα· πάντων γὰρ αἴτιος τῶν καλῶν ὁ Θεός, ἀλλὰτῶν μὲν κατὰπροηγούμενον, ὡς τῆςτὲ διαθήκης τῆς Παλαιᾶς καὶτῆς Νέας· τοῖς  δὲκατ᾿ ἐπακολούθημα, ὡς τῆς φιλοσοφίας· τάχα δὲκαὶ προηγουμένως τοῖς Ἕλλησιν ἐδόθη τότε πρὶν ἢ τὸν Κύριον καλέσαι καὶτοὺςἝλληνας· ἐπαιδαγώγει γὰρ καὶαὐτὸτὸἙλληνικόν, ὡς ὁ νόμος τοὺς Ἑβραίους εἰς Χριστόν.
Προπαρασκευάζει τοίνυν ἡ φιλοσοφία προοδοποιοῦσα τὸν ὑπὸΧριστοῦ τελειούμενον… μία γὰρ ἡ τῆς ἀληθείας ὁδὸς ἀλλ᾿ εἰς αὐτὴν καθάπερ εἰς ἀέναον ποταμὸν ἐκρέουσι τὰῥεῖθρα ἄλλα ἄλλοθεν».
Καὶαὖθις ὁ ἱερὸς πατὴρ λέγει περὶτῆς Ἑλληνικῆς φιλοσοφίας· «ἀλλ᾿ εἰ μὲν μὴ καταλαμβάνει ἡ Ἑλληνικὴ φιλοσοφία τὸ μέγεθος τῆς ἀληθείας, ἔτι δὲἐξασθενεῖ πράττειν τὰς κυριακὰς ἐντολάς, ἀλλ᾿ οὖν γὲ προκατασκευάζει τὴν ὁδὸν τῇ βασιλικωτάτῃ διδασκαλίᾳ, ἀμηγέπη σωφρονίζουσα, καὶτὸἦθος προτυποῦσα καὶπροστύφουσα εἰς παραδοχὴν τῆς ἀληθείας»
.Ὁ Κλήμης παραβάλλει τὴν σοφίαν πρὸς τὸν ὑετόν, τοὺς δὲφιλοσοφοῦντας πρὸς τὰς ποικίλας βοτάνας τῆς γ ῆς, αἴτινες καίτοι ὑπὸτῶν αὐτῶν ποτίζονται ναμάτων, ἑκάστη ὅμως πρὸς τ ὴν ἰδίαν φύσιν τὸν χυμὸν μεταβάλλει. Ἰδοὺοἱ λόγοι αὐτοῦ: «Καταφαίνεται τοίνυν προπαιδεία ἡ Ἑλληνική, σὺν καὶαὐτῇ φιλοσοφία θεόθεν ἤκειν εἰς ἀνθρώπους, οὐ κατὰπροηγούμενον, ἀλλ᾿ ὃν τρόπον οἱ ὑετοὶκαταῤῥήγνυνται εἰς τὴν γῆν τὴν ἀγαθήν, καὶεἰς τὴνκοπρίαν, καὶἐπὶτὰ δωμάτια, βλαστάνει δ᾿ ὁμοίως καὶ πόα, καὶ πυρός, φύεταί τε καὶἐπὶτῶν μνημάτων συκῆ, καὶεἴ τι τῶν ἀναιδεστέρων δένδρων· καὶτὰ φυόμενα ἐντύπῳ προκύπτει τῶν ἀληθῶν».
.Ὁ Κλήμης διακρίνει τὴν ἀληθῆ φιλοσοφίαν τῆς σοφιστείας καὶτὰκαλῶς παρ᾿ αὐτῆς εἰρημένα τῶν μὴ καλῶς εἰρημένων· τοῦτο δείκνυται καὶἐκ τῶν ἑξῆς. «Φιλοσοφίαν οὐτὴν Στωικὴν λέγω, οὐδὲτὴν Πλατωνικήν, ἢ τὴν Ἐπικούρειόν τε καὶἈριστοτελικήν· ἀλλ᾿ ὅσα εἴρηται παρ᾿ ἑκάστη τῶν αἱρέσεων τούτων καλῶς, δικαιοσύνην μετ᾿ εὐσεβοῦς ἐπιστήμης ἐκδιδάσκοντα, τοῦτο σύμπαν τὸἐκλεκτικὸν φιλοσοφίαν φημί· ὅσα δὲἀνθρωπίνων λογισμῶν ἀποτεμόμενοι παρεχάραξαν, ταῦτα οὐκ ἂν ποτὲ θεία εἴποιμ᾿ ἄν».
.Ἰδοὺ ὁ Κλήμης τί λέγει περὶτῆς ἑρμηνείας τῶν ἹερῶνΓραφῶν ἐν τῇ Ἑλληνικῇ φωνῇ:
«Διὰτοῦτο γὰρ Ἑλλήνων φωνῇ ἑρμηνεύθησαν αἱ Γραφαὶὡς μὴπρόφασιν ἀγνοίας προβάλλεσθαι δυνηθῆναι ποτὲαὐτούς, οἴους τὲὄντας ἐπακοῦσαι καὶτῶν παρ᾿ ἡμῖν, ἣν μόνον ἐθελήσωσιν».
. Ἡ ἀνθρωπότης ἐζήτει θείαν ἀποκάλυψιν ὅπως μάθη τὴν ἀλήθειαν καὶβεβαιωθῆ καὶπεισθῆ· ἡ ἀνθρωπότης ἐδεῖτο θείου διαπλάστου· ἡ δὲ φιλοσοφία ἐστερεῖτο τούτων. Ἡ ἀνθρωπότης εὖρεν ταῦτα ἐν τῷ χριστιανισμῷ πρὸς ὃν ἐποδηγέτει ἡ Ἑλληνικὴ φιλοσοφία· αὕτη ἡ ἐμὴπερὶτοῦ ζητήματος τούτου ταπεινὴ γνώμη.
ἘνἈθήναιςτῇ 17 Ἰουνίου 1896.
Ὁ Πενταπόλεως ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ


πηγές


Μυργιώτης Παναγιώτης
Μαθηματικός








Short story by author TrìnhQuangPhú from Vietnam

 

Short story by author TrìnhQuangPhú from Vietnam

His biography:

Professor Dr. TrìnhQuangPhú, was born in 1940, in Phu Yen province (the South Central of VietNam). He is a member of the Vietnam Writers' Association. He has the privilege to visit many countries around the world. A Journal of Faraway Landsrecords his journeys to 25 countries all over five continents. He is also the author and co-author of 50 Works since 1961.


His short story:
N. 145 (*)
Author: TrìnhQuangPhú
(Translated from Vietnamese into English byJyKhanh)


“Ha, ha... ha...! Don’t you dare, don’t you dare to kill me? I’m not afraid... Ah! Ah! Kill me? Okay, but you will be avenged by my people. The ones who will die are... you guys... It’s Nguyen... Van... Thieu”.

“Mother, mother... oh, my mother, heroic mother...”

Such delirium continued in the patient. Since received at Thach Han station until now, it had been 20 hours and the patient was still constantly in such comas. The emergency medicine doses did not stop the attack, but the patient did not regain consciousness. Delirium persisted and worsened with each passing day. Indeed, thiswas a difficult patient to deal with for the first time. I was present for almost 20 hours with the patient. My heart sometimes tightened, I felt nervous when I saw the blood pressure spike, but the patient’s heart rate and breathing rate dropped and became weak. However, our efforts were also able to resuscitate the patient after each anesthesia. I hadn’t had time to eat dinner yet. We had to fight for his life at the door of death every minute. I also took advantage of the time when the patient recovered to make a medical record. The brothers and sisters also from the American prison - Thieu returned and helped me with the necessary medical records. My patient had many names, but whatever I called him by names, he always shook his head. He only identified himself as N. 145. It was the secret number, the same name the enemy had called him for the past 9 years. In his coma, he still called himself N. 145. In fact, N. 145 was just one of his secret numbers in intelligence operations. The enemy caught him and he only identified himself as N. 145. Later, they asked him until he declared his name Ho Chien Thang, but he always called himself N. 145.

- You ask for my name? You know, it’s N. 145! That’s all. Thisis my name, you write it on the cover of the resume. Blind orwhat? Or you can’t read? Ha... ha... You all are a bunch of blind humans! Ha... ha... ha... 145, N. 145, do you copy? Do you copy that, blind Thieu?

I had completed the medical record of N. 145 but thought I had just gone through a sad and heroic life of a human being. I went to the hospital bed, he was still sleeping in a coma. His eyes were still closed, and his breathing was weak. But his high forehead spoke volumes about his indomitable days. I sat back and read the medical record and hoped to find something for the diagnosis and treatment indications.

“Ho Chien Thang, 37 years old, had been detained by the US since March, 1965, and was released at ten o’clock in the morning on April 10th, 1973 at Thach Han station (Quang Tri province). Patient’s condition at reception: awake, severely debilitated, thin, pale skin, bruised lips, bandage on left forehead. A medical officer asked about the wound, the patient said: “They beat me, it hasn’t healed for six months. But don’t worry, itwill be fine when I’m here...”. After spoke, the patient screamed loudly and fell into a coma.

The local blood pressure could not be measured (because the patient was struggling too much).

Heart: beat one hundred and forty times a minute, beat fast, strong but irregular. Temperature: thirty-nine point five degree. Lungs: breathing sound quite rough, shallow breath. The liver was three centimeters large, palpable below the costal margin, felt pain when press down. There were many veins float along the neck, the chin was slightly flattened. Eyes wild, pupils dilated. Reflections: seemed to be absent. The patient lost sensation under the skin. Continuous coma. The patient struggled, stiff limbs...

... According to the brothers and sisters, the patient had previously joined the armed forces for liberation and was arrested while on duty. They tortured all kinds of torture such as: nailing to the tipsof fingers and toes; put electricity in dangerous places; pour soapy water to stretch the abdomen and then let the slaves stepped on it to overflow the nose and mouth...; forced to sit in front of thousands ofwatt lights; or get hit on the shoulder, head...

... The patient began to have a delirium in 1970. When the enemy brought his mother and forced her to advise him to surrender... He and his mother both refused to give in to the enemy. Then they killed his mother in front of him.

The later comas became longer and closer. In his comas, he often laughed hard at hisenemy and always praised his mother. The enemies often got angry and beat him even during the coma...

My N. 145 was still constantly in such comas. I kept hoping that after each sleep, he would wake up like every other neurological patient. But in N. 145 it was different, one after another, delirious and then sleeping, then waking up again and again. I was beginning to lack confidence in my medications and even my little knowledge. I was confused in the diagnosis. It seemed that a disease that combined all the coma patterns: of aStokes-Adamsof the heart, of a hypoglycaemic shock, also had a pattern ofhyperuremia and had more and more symptoms of seizures due to brain injury... There was a time when I felt my stomach rumbling. I was afraid I couldn’t save him. Therefore, every time I consulted, I often made many assumptions so that the group offellow doctors could help me gradually distinguish and I asked to increase the consultation. It could also be said that: For our job, the death of patients was not uncommon and the patients stood between the life and death were not uncommon. I had also stay awake many times, put my whole mind with the brothers and sisters to save their lives. There were cases where our efforts didn’t work. But... each ofuswas relieved that we had slapped the last bucket ofwater...

But in this case of N. 145, with the patient I had only seen for twenty hours, there was something too attached to me. I knew that I tried my best... but if he died I couldn’t rest assured. I wondered why that was and was able to answer immediately: He lived through a barbaric age of murderers. They didn’t kill him. He came here, as his alias, he was the winner. So maybe we crossed our arms... The ultimate anxiety and worry of me and my colleagues was that.

*

* *

The night was almost over. A strange bird at Ai Tuairport woke up and chirped, it must had been a bird that survived in the rain of bombs and bullets. I looked outside, the sky was already bright. The cool airof the early morning followed the wind from the Hieu River gently blowing in the face. I felt so fresh after an afternoon and a stressful night of stayed up. I stood by the window, inhaled the fresh morning airwith much hope. Suddenly from the hospital bed, N. 145 stirred and asked for water. His voice was very soft. The habits of profession helped me to see that he had regained consciousness. As a great joy, I gladly went to him. His eyes were back to normal with pure gentleness.

- Are you thirsty?

- Yes!

I poured ready-made ginseng water for him to drink.He was as docile as a child, gulped spoon by spoon. I watched him drink well and looked at his face - Our medical profession often looked like that, not to commented on the beauty or ugliness of a person’s face but to found change and realized diseases.

He clearly showed the difficult years he lived in the imperial prison. His protruding cheekbones, slightly parted chin, and high forehead showed his inherent determination. His eyes still hid the fatigue of the sickness...

- Do you feel hungry?

- No.

- Are you tired?

- Yeah, a little bit... Doctor, what hospital is this?

- Yes, thisis our liberation area hospital.

- Is that so? Wow, I’m so happy! I’m finally back...

- Yes, that’s true.

- So happy...

His lips formed a very open smile. A smile like the dot of a difficult equation solved. I wanted to ask him more about his illness, but I was afraid that something in my questions would bring back painful and angry memories in him? Maybe by an accident pulled the sickness back... I sat still and asked him to measure his pressure. His body returned to normal. His heart beat slowly, although tired but still very neat. I heard his heartbeat and felt my heart so light. That whole day, from the time I left the hospital to my place of rest, I couldn’t sleep. N. 145’s eyes were like a ray of light shining back into my eyes. I felt like there was something going on in my head. I tried to brush it off and thought it was because of my admiration for N. 145’s pastof integrity, courage, and grit.

Late in the afternoon of the third day, asusual, I returned to N. 145’s bedside. When he saw me, he sat up and brightened up:

- Hello, doctor. Well, the last few days the doctor has been hard on me?

- No, everything is fine. How do you feel in yourself today?

- I’m fine... Hey, doctor, I want to go outside for a bit. Is that okay?

- Yes, sure. That’s very necessary for you too.

I understood his heart, the heart of a soldier for nine years sitting in an imperial prison... I took him to the corridor and introduced him to the surroundings. Where the flagpole was the old watchtower at the beginning of Road 9 in the middle of Dong Ha town, nowwas the “capital” of the Revolutionary Government ofQuang Tri province. To the south, the whole area was sprawled with duralumin, iron and steel lied over there, which was Ai Tuairport the day before.

- Wow, they deserve to be like that. Here before we are all good fighters, right doctor?

- Yes...

He gazed passionately at the Revolutionary flags fluttering in the wind and filled his eyes with the free sky. That blue sky, fluffy clouds, and larks flying and chirping were all new and familiar to him. During the days in the cell like other communist soldiers, he just wanted a ray of sunshine, a cool breeze. Now it was all around him. Maybe it reminded him of his hometown. He turned to me and asked:

- Hey, can I ask you something. Which province do you come from? Is there anyone in your family?

His question revived in me the memories of home and family. Nineteen years later, I had received nothing but the cruel news: My brother died in Con Dao and my mother was captured by the enemy. My father and I went to gather. I was only 7 years old that day. My brother also took me down to the harbor to say goodbye. Although nearly 20 years passed, I couldn’t forget the image of that afternoon at QuyNhon harbor. My brother was standing outside the barricade of the port area, raised his hand to wave to my father and me. I turned to look at him and then got off the train to follow my father and I was felt so sad. That was it, seven thousand days! I grew up in the North, graduated from medical university. Responding to the call of the National Liberation Front, both father and me volunteered to return to the South to fight. My father returned to Area Five and fought in his hometown. I myself was allowed to enter the army medical, participated in the campaign to liberate Quang Tri and now took on the task ofwelcoming political prisoners returned by the enemy. Many times, I hoped in the groups of people return from across the Thach Han River, among the patients I examined here, there would have my dear mother.

Suddenly, I felt smaller and before N. 145, I was not a doctor but just a sister in his hometown. I told him briefly about my situation. He sat silently asif he sympathized with my thoughts. Suddenly he turned to me and asked me urgently:

- How old are you this year?

- I’m 26 years old.

- Is that so? So I honestly ask you, what commune are you from?

- Sure, I live in An Chan.

- Wow - His voice sounded happy - So did you have another name when you at home?

- Yes! My parents called me...

- Is it Bon?

- Oh! Ten years of living in the North, only few people know my name. Asif an electric current ran through my body, my whole body trembled, my heart pounded, I turned my eyes to look at him straight in the face:

- Yes...

- God! Bon... It’s me... Your brother is here.

- Brother! - I cried out in emotion and could not hold back the tears.

- Bon, my God! - He hugged my shoulder and shook - This kid, look how big you are... He was filled with joy then suddenly his eyes closed, his face changed color and he put his hand on his head... The happily feeling inside me interrupted, he fainted in my arms.

- Brother Hai, brother Hai! - I called him, the call of a sister, not a doctor anymore.

People came to help me put him to bed. He smiled. He laughed loudly and happily, but my heart was like been cut by a knife. He laughed as much as I cried.

My colleagues and patients in the room were amazed. They hadn’t shared with me and my brother the joy of reunion, but they shared with me the pain... He laid quietly for a while and then laughed again, he laughed so hard just like before.

- Thieu, you lost, you lost! You can’t kill me, I’ve returned to my Homeland, my family... Ha... ha... ha...

I stood by him, took care of him and did the actions of a doctor, but I felt like I was not a doctor. I felt so confused. Suddenly, the station chief doctor and some of my other colleagues came to me. The station chief doctor came to my brother and asked:

- Is this your brother-in-law?

- Yes, it is.

- Congratulations comrade, now it is “both a comrade and a brother”. One side is patriotic, one side is home. Usually, we have to sacrifice our love for our country, but comrade has both. Right?

- Yes! - I softly replied.

- Is there anything new in the patient’s progress?

- Yes! His blood pressure and heart rate in the allowable range, pupils dilated a little...

The station chief doctor heard the news, reviewed the file and said:

- Comrade must be very calm. N. 145 is in a coma, but thisis a trance caused by joy... This coma wouldn’t last, is it, comrade? Now put the patient to sleep and the long-term treatment can be determined. N. 145 is a resilient soldier, today’s reunion will strengthen him so he can recover quickly. I felt light and comfortable. I held his hand tightly and hoped that after his sleep, he would wake up and gentle smile of the liberation soldier, my brother’s, would bloom on his lips.

Dong Ha, Spring 1974.


(*) The Best Short Story Award 2012 of Writers Magazine (Vietnam Writers Association)







ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ "Σατιρικές Τοξοβολές Γ' " Ποιητική Συλλογή

 


ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ  : Σατιρικές Τοξοβολές Γ'

Λευκωσία 2022
Ποιητική Συλλογή 
ISBN 978-9963-2321-6


Ποιήματα Συλλογής 


Την έσωσε η σιλικόνη στο στήθος της


Αυτό που λέω, φίλοι μου, δεν είναι κάνας μύθος·
μπορεί να σώσει και ζωή σιλικονάτο στήθος.
Πριν πέντε χρόνια έφερε τη σύζυγό του Ρώσος
σ᾿ ένα χειρούργο πλαστικό που ᾿ταν πολύ καμπόσος.
Ζήτησε της γυναίκας του να αυξηθεί το στήθος
με μέτριο εμφύτευμα όπως ζητούν συνήθως.
Μα ο χειρούργος έκανε τις δέουσες μετρήσεις
κι ένα μεγάλο φύτεψε μετά από συζητήσεις.
Προ ημερών τσακώθηκαν ο Ρώσος κι η Ρωσίδα
και να τη σφάξει θέλησε ωσάν να ήταν γίδα.
Μα το μαχαίρι μπήχτηκε στ᾿ αριστερό της στήθος
επάνω στο εμφύτευμα που ᾿ταν σκληρό σαν λίθος.
Η σιλικόνη όχι απλά το στήθος ανορθώνει
αλλά κι από τον θάνατο, γυναίκες, σας γλυτώνει!


Της έκαψε το σπίτι γιατί τη διέγραψε
από φίλη στο facebook


Η Χάρις και η Ράσμουσεν από την Αϊόβα
ακόμα και την ίδια συχνά φορούσαν γόβα.
Ήτανε φίλες καρδιακές εις τη ζωή για χρόνια
μ᾿ ανάμεσά τους μπήκανε εσχάτως τα δαιμόνια.
Έγιναν και στο φέισμπουκ φίλες κατά τη μόδα
αλλά όμως εγύρισεν αλλιώτικα η ρόδα.
Κι οι δυο τους αποφάσισαν να κάνουν ένα πάρτι
αλλά η μια κινδύνεψε να φύγει απ᾿ τον χάρτη.
Ελάχιστοι απάντησαν στην πρόσκληση με «ναι»
και έτσι ακυρώθηκε το γλέντι ρεφενέ.
Το φταίξιμο επέρριπτε η μία εις την άλλη
και έφτασε η σχέση τους να ᾿ναι σε μαύρο χάλι.
Η Ράσμουσεν διέγραψε τη Χάρις από φίλη
κι η Χάρις πήρε κι άναψε και έγινε φυτίλι.
Επήγε, λοιπόν, κι έβαλε φωτιά το άλλο βράδυ
και παρ᾿ ολίγον να ᾿στελλε τη φίλη της στον Άδη.
Αν δεν επιθυμείς κι εσύ τα μούτρα σου να φας
τέρμα στα μπλοκαρίσματα και σταςδιαγραφάς!


Η Λήδα και ο Κύκνος

Σερφάροντας στο Facebook κάποιαν ημέραν είδα
μίαν γυναίκαν όμορφη που την ελέγαν Λήδα.
Της έστειλα ένα μήνυμα όλως ιδιαιτέρως
λέγοντας με κυρίευσεν αυτόματα ο έρως.
«Θέλω να γίνω ο κύκνος σας, αγαπητή μου Λήδα,
και μην μου πείτε, “κύριε, σας λάσκαρε η βίδα”.
Ελπίζω να γνωρίζετε τι έλεγε ο μύθος
και μη θαρρείτε ανάρμοστο πως διαθέτω ήθος.
Ο Δίας την επρόσεξε στις όχθες του Ευρώτα
και ερωτεύθηκε ευθύς, κατά τα ειωθότα.
Βοήθεια εζήτησε από την Αφροδίτη
κι εκείνη μεταμόρφωσε σε κύκνο τον αλήτη.
Η Αφροδίτη έλαβε του αετού την όψη
και τάχα τον εδίωκε, να λάβετε υπόψη.
Η Λήδα τον λυπήθηκε και τον σφιχταγκαλιάζει
μα κείνος τότε ερωτικά άρχισε να πειράζει.
Το ποιους μετά εγέννησε η Λήδα το γνωρίζεις
και μην μου πεις “Αντρέα μου, μα γλαύκα μας κομίζεις;”.
Κι εγώ μέσ᾿ στην αγκάλη σας θα ήθελα να πέσω
κι ελπίζω εκ πρώτης όψεως κάπως να σας αρέσω.
Να βγάλουμε τον Κάστορα, κι ίσως τον Πολυδεύκη
επάνω στον Ταΰγετο, κάτω από μια πεύκη.
Την Κλυταιμνήστρα ημπορεί ή την ωραία Ελένη
και του ντουνιά θα είμαστε οι πολυζηλεμένοι».
Εκείνη τότε έγραψε στου Fecebook τον τοίχο
τίποτε περισσότερο, ένα μονάχα στίχο:
«Εσείς, θαρρώ, θα ήσασταν το κύκνειό μου άσμα»
και σ᾿ απειροελάχιστο δευτερολέπτου κλάσμα
με μπλόκαρε η άτιμη χωρίς οίκτο καθόλου
κι ανοικτιρμόνως μ᾿ έστειλε να πάω κατά διαόλου.

Αριστείο, 7ος Παγκόσμιος Λογοτεχνικός Διαγωνισμός,
Ελληνικός Πολιτιστικός Όμιλος Κυπρίων Ελλάδος (Ε.Π.Ο.Κ.)



Γράμμα από το Ρίο

Στο Ρίο Ντε Τζανέιρο πήγα στο σαμπαδρόμιο
και θέαμα, ομολογώ, δεν έχω δει παρόμοιο.
Εκεί με επλησίασε μία Βραζιλιάνα
μια λυγερή κι ευκίνητη, πραγματική ζαργάνα.
Αφού εσυστηθήκαμε, είμαι απ᾿ την Ελλάδα
της είπα, και το κάλλος μου της έφερε ζαλάδα.
Κι εμένα με εθάμπωσε, ομολογώ τωόντι
και είπα να μία γυνή για το δικό μου δόντι.
Ευθέως την ερώτησα «μην έχετε ιόν;».
«Δεν έχω» μου απάντησεν «μα θέλω έναν υιόν
νά᾿χει βραζιλιάνικο αίμα κι ελληνικόν
τουτέστιν έναν παίδαρον Ολύμπιο, θεϊκόν,
να μοιάζει του Απόλλωνα ή έστω και του Δία»
κι αμέσως τότε μ᾿έπιασεν μία ταχυκαρδία.
Αντρέα μου, εσκέφτηκες εδώ στη Βραζιλία
ν᾿ αφήσεις και απόγονους, δεν θα ᾿ν᾿ ατασθαλία;
Εσύ ως τέκνον του παπά, ως τέκνον ιερέως
ενδείκνυται στην ηθικήν να μην είσαι ακραίος.
Ν᾿ αφήσεις τα γονίδια στο Νότιον ημισφαίριον
αφ᾿ής στιγμής η χώρα σου, βλέπεις πως γνέθει έριον;
Άσε τα αγαλμάτινα κορμιά εδώ στο Ρίο
μήπως σε μεταφέρουνε, εν τέλει, με φορείο,
και γύρνα στην πατρίδα σου γρήγορα, άρον άρον
γιατί φλερτάρεις, φαίνεται, στα ξένα με τον Χάρον.
Γύρνα στην Ψωροκώσταινα, ξέφυγε την παγίδα
και κάνε έναν απόγονο να σώσεις την πατρίδα.


Ορφέας κι Ευρυδίκη

Σερφάροντας στο φέισμπουκ, εντόπισα μια νέα,
κατάξανθη και όμορφη ετών δεκαεννέα.
Το όνομά της ήτανε, ακούστε, Ευρυδίκη
κι είπα αυτή η νεαρή θέλω να μου ανήκει.
Αμέσως τότε σκέφτηκα να γίνω ο Ορφέας,
κάπως διανοούμενος κι ολίγον συγγραφέας.
Νέον, λοιπόν, λογαριασμόν ανοίγω επειγόντως
φωτογραφία βάζοντας μίαν του παρελθόντος.
«Μπορώ, κυρία» έγραψα «αίτημα να σας στείλω;»
κι εκείνη συγκατάνευσε με κάποιον, μάλλον, ζήλο.
«Είμαι» της λέω «ο Ορφεύς, ο γεννηθείς εν Πάφω·
με τράβηξε το όνομα, για τούτο και σας γράφω.
Θέλω να γίνεις ταίρι μου, όπως λέει ο μύθος,
και μην πολυσκοτίζεσαι, είμαι ανήρ με ήθος.
Είμαι, να ξέρεις, ποιητής μα παίζω και τη λύρα
με τρόπο αξιοθαύμαστο που με φθονεί κι η Ήρα.
Γιατί η μελωδία μου τα πάντα ημερεύει
αφού ακόμα και νεκρούς αμέσως γοητεύει.=
Κι αν παρ᾿ ελπίδα κάποτε, μια μέρα, ένα βράδυ
ετίνασσες τα πέταλα και πήγαινες στον Άδη
θα ᾿ρχόμουν με τη λύρα μου στο σκοτεινό βασίλειο
να σ᾿ αναστήσω και να δεις ξανά πάλιν τον ήλιο.
«Εσύ» μου είπε «κύριε Ορφέα απ᾿ την Πάφο,
θαρρώ πως θα με έστελλες παράκαιρα στον τάφο.
Και θά᾿ρθεις, μου υπόσχεσαι, παρέα με τη λύρα
να μ᾿ αναστήσεις τάχατες… - ο νους σου και μια λίρα!
Γι᾿ αυτό, λοιπόν, κι εγώ προτού με δώσεις εις τον Χάρο
κοίταξε, τ᾿ αποφάσισα, αμέσως σε μπλοκάρω.
Και όντως με εμπλόκαρε, η κούκλα Ευρυδίκη,
αλλ᾿ «ἔστι δίκης ὀφθαλμός», να ξέρει, Θεία Δίκη!

Δεύτερο βραβείο, 17ος Λογοτεχνικός Διαγωνισμός (σατιρική ποίηση),
Εταιρεία Τεχνών Επιστήμης και Πολιτισμού Κερατσινίου




Το επόμενο Νόμπελ Λογοτεχνίας

Αλλάζουν τώρα οι καιροί, τέρμα στην ξεραΐλαν·
το Νόμπελ απονέμεται στον ποιητή ΜπομπΝτίλαν
για νέες του ποιητικές εκφράσεις στο τραγούδι
και σύντομα πως θα καεί, θαρρώ, το πελεκούδι.
Χαίρε καρδιά μου σήμερα, αγάλλου, λοιπόν, σκίρτα
και δάφνες σ᾿ αναμένουνε και στέφανα από μύρτα.
Θα στείλω στη Σουηδική Ακαδημία στίχους
με σάτιρες π᾿ ανάρτησα στου Facebook τους τοίχους.
Να δουν και να θαυμάσουνε την τόση μου ευφυΐα
και περί τη στιχουργικήνοξείαν ευστροφία
που θα ζηλεύει σίγουρα και ο Σουρής κι ο Σούτσος
και κάθε άλλος θα φανεί μπροστά μου σκέτος μούτσος.
Ιδού, θα πούνε οι Κριτές, νέος Αριστοφάνης
κι αυτόματα θ᾿ αποκλεισθεί ο κάθε μπεχλιβάνης.
Αμέσως θα μου δώσουνε το Νόμπελ ομοφώνως
και των αρχαίων, θα μου πουν, Ελλήνων είσαι γόνος!
Τότ᾿ οι καμπάνες θα ηχούν της χώρας επιμόνως
και γκάρισμα χαρμόσυνο θα βγάζει κάθε… όνος!


Η καριόλα κι η τσαγιέρα

Έφτιαξα τη βαλίτσα μου να πάω στην Αθήνα
κι η μάνα μου μού έβαλε και τούτα και εκείνα.
Επίσης μου παράγγειλε «τον νου σου εις τα γράμματα
γιατί έχω για τη γούνα σου, αλλιώς, να ξέρεις ράμματα.
Να αγοράσεις» είπεν μου «μίαν μικρή καρκόλα
και μην τα μπλέξεις με καμιάν Καλαμαρούροκόλα.
Να πάρεις» μου επρότεινε «και μιαν φθηνή τσαέρα
και μη γεμίσουν τα μυαλά στην ξενιτειάν αέρα».

Έφθασα εις τον Πειραιά, επήγα στην Αθήνα
και καταγοητεύτηκα, ήτανε μια σειρήνα.
Για λίγες μέρες έμεινα κοντά σε ένα φίλο
κι ευχαριστίες απ᾿ εδώ δημόσια του οφείλω.
Σύντομα ενοικίασα ένα μικρό ισόγειο
και πρίγκηψ αισθανόμουνα, ήμουνα στο απόγειο.

Πήγα σε μιαν πωλήτρια, μιαν άψογη καθ᾿ όλα.
«Θέλω, κυρία» είπα της «να πάρω μιαν καριόλα».
Άλλαξε ύφος πάραυτα, με κοίταξεν αγρίως
και είδα ότι έβραζεν ένδον κι υποδορίως.
«Τι μας περνάτε κύριε, δεν είναι εδώ μπουρδέλο».
«Μα τι λέτε, κυρία μου, καριόλα, είπα θέλω.
Δεν θέλω μίαν ακριβή αλλά μίαν φθηνή,
δεν θέλω πολυτέλεια, θέλω μίαν κοινή».
«Και συνεχίζεις, κύριε, δεν ντρέπεσαι καθόλου
να φύγεις τώρα απ᾿ εδώ, ρε τέκνον του διαβόλου».
Έγινα κατακόκκινος, υπήρχαν γύρω κι άλλοι
και στο κεφάλι ένιωσα πολύ μεγάλη ζάλη.
Κάνω τότε μεταβολή, γυρίζω για να φύγω,
κάτι είδανε τα μάτια μου και στάθηκα για λίγο.
«Αφού, κυρία, έχετε, γιατί δεν μου πουλάτε
κι έξω απ᾿ το κατάστημα άπονα με πετάτε;»
«Μα τι έχουμε κύριε, γιατί τόσο γινάτι;»
«Να τούτη δω κυρία μου». «Μα συ θέλεις κρεβάτι
και δεν γνωρίζεις να το πεις και μου ζητάς καριόλα;»
Κι είχαμε τέλος αίσιο με τούτη τη μαριόλα!

«Τώρα» της είπα «δεσποινίς, θέλω και μια τσαγέρα».
«Πάλι τα ίδια άρχισες, βλέπεις εδώ τσαγιέρα;»
Και μου ᾿κανε το τσάι μου πάλιν η δεσποινίδα,
κι αν δεν ντρεπόμουν θα ᾿λεγα «άισιχτίρ ρε γίδα».
Στο βάθος όμως πρόσεξα να ᾿χει πολλές τσαέρες.
«Να τέτοια θα ᾿θελα κυρά, και άσε τις φοβέρες».
«Καρέκλα θέλεις και ζητάς, αγαπητέ, τσαγιέρα;
Πρέπει να είσαι αλλοδαπός, να ᾿ρχεσαι από πέρα.
Και πάλι τα κατάφερες, μ᾿ ανέβασες την πίεση.
Κύπριος θα ᾿σαι κρίνοντας, θαρρώ, απ᾿ την αμφίεση.
Έπρεπε να σε έκοβα, νομίζω, απ᾿ τη μούρη.
Γι᾿ αυτό ακούω να σας λεν «κυπραίικο γαϊδούρι!»

Τοιαύτην περιπέτεια –άσ’ την κυρά μου, άσ’ τη-
είχα τις πρώτες μέρες μου εις το κλεινόν μας άστυ!


Α΄ Βραβείο, 8ος Διαγωνισμός σατιρικής ποίησης,
Ελληνικός Πολιτιστικός Όμιλος Κυπρίων Ελλάδος (Ε.Π.Ο.Κ.)


Βιογραφικό 

Ο Ανδρέας Γεωργιάδης γεννήθηκε στη Μεσόγη της Πάφου το 1948. Σπούδασε Φυσιογνωσία και Γεωγραφία στην Αθήνα και μετεκπαιδεύτηκε στον Καναδά. Από το 1978 δίδασκε σε σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης και το 2005 προήχθη σε Επιθεωρητή Φυσιογνωστικών-Βιολογίας.

Εξέδωσε τα ακόλουθα βιβλία:
1. «ΑΚΑΡΙΑΙΑ» (1990)
2. «Αίσωπος εσαεί» (Βραβείο JeanMonnet) (1999)
3. «O tempora, o mores!» (2001)
4. «ΦΥΣΙΟΔΡΟΜΙΟ» (Βραβείο Jean Monnet) (2002)
5. «FISIODROMO» (δίγλωσση έκδοση ιταλικά-ελληνικά) (2003)
6. «Αίσωπος νυν και αεί» (Βραβείο Κυπριακού Συνδέσμου Παιδικού Νεανικού Βιβλίου) (2009)
7. «Εκατόν συν (+) μία Σατιρικές Τοξοβολές» (2011)
8. «Φόνοι και δίκες στην πρώιμη Αγγλοκρατία – Αντώνης Χατζηαντώνη Τσιακολής» (2014)
9. «Ελληνική Μυθολογία εμμέτρως» (2015)
10. «Σατιρικές Τοξοβολές Β΄» (2015)
11. «Αισώπειοι Μύθοι - έμμετρη απόδοση» (2016)
12. «Άνθη σοφίας εμμέτρως» (2016)
13. «Φόνοι και δίκες στην πρώιμη Αγγλοκρατία – 2. Γιωρκής Αντωνή Γιαλλούρης (2017)
14. «ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ - έμμετρη απόδοση» (2021)
15. «Αισώπειοι Μύθοι» (2022)
16. «Σατιρικές Τοξοβολές Γ΄» (2022)

Ποιήματά του περιλαμβάνονται στις Ανθολογίες:
1. «Σύγχρονοι Ποιητές της Πάφου» (1990)
2. «15 VoixpoetiquesdeChypre» (1997)
3. «Οργής και Οδύνης - 100 Φωνές (2000)
4. ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΚΥΠΡΙΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ,(Εκδόσεις Ταξιδευτής) (2008)
5. «60 ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΣΥΝ ΕΝΑ», (Εκδόσεις ΠΕΝ Κύπρου) (2011)
6. Η ΠΟΙΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ, (Εκδόσεις ΠΕΝ Κύπρου) (2012)
7. Anthologie de la poésie chypriote contemporaine (2016)
8. ΔΥΟ ΑΙΩΝΕΣ ΕΠΩΝΥΜΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ (1837-2021) (2021)







Carpe "Ρίγος..."



Το βεβαρημένο παρελθόν
συμμερίζεται το παρόν.
Επιμένω να κωπηλατώ
στα αζήτητα των συναισθημάτων,
εύθραυστος να κρέμομαι
απ' τα χείλια σου.
Με ριγμένο στους ώμους
το πανωφόρι των αναμνήσεων
αγναντεύω τους χειμώνες.
Τις ατέλειωτες νύχτες
ντύνω το σώμα
με το ρίγος σου.
Οι αχόρταγες σάρκες κούμπωσαν,
η ολοκλήρωση χαράσσεται στα βλέμματα,
δεν χρειάζονται δυσνόητες λέξεις.
Απόψε στροβιλίζομαι,
μπλέχτηκα στα δίχτυα σου, 
 η μετάλλαξη του πεπρωμένου είναι δεδομένη.


Carpe.

H εικόνα είναι από το https://ru.pinterest.com/






ΤΖΙΝΑ ΨΑΡΡΗ "Κάθε Κυριακή την ίδια ώρα"

 


Τζίνα Ψάρρη : Κάθε Κυριακή την ίδια ώρα
Εκδόσεις : Υδροπλάνο
Αθήνα 2021
σ. 484
Δέσιμο: Μαλακό εξώφυλλο
ISBN: 978-618-5556-48-8


ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ

«Αγάπη. Με την απίστευτη ικανότητα να βαυκαλίζεται πως μπορεί να κάνει πραγματικότητα κάθε επίπλαστο όνειρο. Μάταιη αγάπη, σχεδόν ανήθικη, ένας αρλεκίνος με φλογάτη μύτη που επιδίδεται σ’ ένα θεατρικό γοητευτικών επιθυμιών. Όχι, η αγάπη δεν είναι η απάντηση σε όλα, όπως λένε τα τραγούδια. Ο άνθρωπος είναι, ακριβώς όπως το είπε ο ποιητής. Ο άνθρωπος, που ποτέ δεν δείχνει ολόκληρο τον εαυτό…»

Σμύρνη, Αθήνα, Θεσσαλονίκη. Διαφορετικές ζωές, ίδια αγγίγματα οδύνης και ευτυχίας. Κάθε Κυριακή την ίδια ώρα, η Γίτσα πίνει τον καφέ της, όπως ακριβώς έκαναν κάποτε και οι γονείς της. Σκέψεις, δάκρυα, χαρά και νοσταλγία συνθέτουν το καϊμάκι του μερακλίδικου ελληνικού, με μόνιμη συντροφιά τα σκαμπανεβάσματα της μοίρας, που πλέκουν το νήμα της ζωής μέσα από ένα συνονθύλευμα χαρμολύπης. Η ανάγκη για επιβίωση, η κινητήριος δύναμη που θέτει τα γρανάζια της ψυχής σε λειτουργία, και η αγαπημένη της συνήθεια, η αφορμή για να δραπετεύει με τον νου σ’ έναν κόσμο καλύτερο. Μια ιστορία για την αγάπη, το άλγος και την απώλεια σε όλες τους τις μορφές, ποτισμένη με μυρωδιές, γεύσεις και νότες.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ 

Το βιβλίο με κέρδισε αμέσως, ένεκα της ψυχολογικής βαρύτητας και εμβάθυνσης του. Πρόκειται για ένα αφήγημα βαθιά ενδοσκοπικό αλλά και χειμαρρώδες. 
Ελένη Πριοβόλου, συγγραφέας, για το "Μέχρι το πέμπτο σκαλοπάτι"


Η συγγραφέας μοιράζεται με όλους μας ένα μυθιστόρημα εξαιρετικά καλογραμμένο, που δίνει τροφή για σκέψη σε πολλά επίπεδα.
Αικατερίνη Τεμπέλη, ψυχολόγος, για το "Μέχρι το πέμπτο σκαλοπάτι"

Το βιβλίο το λάτρεψα. Έβγαλε αβιαστες αλήθειες, με μια ροή γρήγορη, με λόγο πηγαίο και εκφραστικό. 
Γεωργία Ρετετάκου, Βιβλίων έργα, για το "οι κόρες της ανάγκης"

Να το διαβάσετε αυτό το βιβλίο, και να κάνετε το υπέροχο ταξίδι που υπόσχεται! 
Καλλιόπη Γιακουμή, Βιβλίων Ορίζοντες, για το "οι κόρες της ανάγκης"

Με αξιομνημονευτη ευρηματικοτητα, η συγγραφέας περιγράφει τις αμέτρητες αποχρώσεις των ψυχικών διακυμανσεων, με γλώσσα αισθαντική, σπαρακτικη ευαισθησία, και έναν ποιητικό ενίοτε ρυθμό.
Τζένη Μανάκη, Συγγραφέας - κριτικός λογοτεχνίας, για το "Αριστερό πέταγμα"

Μέσα από την μοναδική λυρική γραφή της, μας παρασύρει σ' ένα λογοτεχνικό ταξίδι, καθηλωτικό και αλησμόνητο. 
Κλειώ Τσαλαπάτη, Φίλοι της Λογοτεχνίας, για το "Αριστερό Πέταγμα"


ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

Η Τζίνα Ψάρρη γεννήθηκε στην Αθήνα. Αποφοίτησε από την Ελληνογαλλική σχολή Ουρσουλινών και πήρε το πτυχίο της Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας από το Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο. Δούλεψε για 20 χρόνια στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, διδάσκοντας γαλλικά και ιστορία, σε σχολεία της Αθήνας και της επαρχίας. Από τις εκδόσεις Όστρια, κυκλοφόρησε το 2015 το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο "Μέχρι το πέμπτο σκαλοπάτι", ενώ πολλά ποιήματα και διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά (Fractal, Άνεμος Magazine) αλλά και λογοτεχνικά blogs (Eikonakailogos, Λογοτεχνικά Σοκάκια, Πολιτιστική Ατζέντα, Ψυχής Απάγκιο). Το διήγημά της "Πρωινό αστέρι", απέσπασε το πρώτο βραβείο 2016 στον πανελλήνιο διαγωνισμό που κάθε χρόνο διοργανώνει η Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών.