Εύα Καραφάνταλου : 13 κόκκινα τριαντάφυλλα
Εκδόσεις: 24γράμματα / Γεώργιος Δαμιανός
Τόπος και Χρονολογία έκδοσης: Αθήνα, Ιούνιος 2022
Σελίδες: 188
Διάσταση Σελίδας: 14x21cm
ISBN: 978-6182-014486
Δύο άνθρωποι που ήταν γραφτό να είναι μαζί στη ζωή, αλλά τελικά κατάφεραν να είναι μαζί στον θάνατο.
Το απόσταγμα του βιβλίου είναι ότι δεν υπάρχει τέλος, πάντα υπάρχει μια νέα αρχή έστω και με άλλη μορφή. Η συγγραφή υπήρξε αποτέλεσμα μιας έντονης ανάγκης της συγγραφέως να εκφράσει με δημιουργικό τρόπο τις ανησυχίες της, για το θέμα που πραγματεύεται το βιβλίο και να δοθεί μια άλλη διάσταση στη ζωή και τον θάνατο.
Αποσπάσματα από το βιβλίο
Η Ισμήνη είχε σηκωθεί πάνω, είχε σκουπίσει τα δάκρυά της και τον είχε κοιτάξει με τέτοια έκπληξη. Με ορθάνοιχτα μάτια και την απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο κοίταζε τον παππού στο στόμα σαν να περίμενε τον οδηγό να βγει μαγικά με σκάλα από τον λαιμό του. «Και ποιος είναι;» είπε. «Πού θα τον συναντήσω, παππού;» Ο παππούς έσκυψε στο αυτί της κι απάντησε:
«Αυτό θα είναι το μικρό μας μυστικό. Κάθε φορά που θα έρχεσαι εδώ, θα τον βλέπεις!»
Ο χρόνος φάνηκε σαν να σταμάτησε. Η Ισμήνη έμεινε ακίνητη κοιτώντας τα καστανά αμυγδαλωτά μάτια του Γιάννη. Γύριζε το κεφάλι μία αριστερά και μία δεξιά, λες και προσπαθούσε να ανακαλύψει κάθε πτυχή του προσώπου του. «Τι όμορφος που είναι!» σκεφτόταν. «Τα λακάκια, το χαμόγελο του, αυτή η χαρακιά στην έκφραση που δείχνει πόσο πολύ έχει χαμογελάσει στη ζωή του! Η φωνή του είναι σαν γλυκιά μελωδία που γαργαλάει τα αυτιά μου!
Ο Γιάννης ένιωσε θαυμασμό. Πρώτη φορά στη ζωή του γνώριζε έναν άνθρωπο ξεχωριστό, τόσο έξυπνο ώστε να τον ιντριγκάρει και να θέλει να τον φλερτάρει· να θέλει να ακούσει το έξυπνο φλερτ της, και, αντίστοιχα, ο ίδιος να μην κάνει το σαχλό φλερτ που έκανε στη Λεπτοκαρύα.
Έμεινε αμίλητη για λίγα λεπτά κοιτάζοντας προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ο Γιάννης προσπάθησε να την πλησιάσει, να της αποσπάσει την αλήθεια, άλλα εκείνη δεν ήθελε. Κάθισε απέναντί της, σταύρωσε τα χέρια του και περίμενε. Η Ισμήνη δεν άντεξε για πολύ. Όταν ήθελε να πει κάτι, δεν μπορούσε να κρατηθεί· ξεπηδούσαν οι λέξεις με ορμή από το στόμα της, πολλές φορές πιο γρήγορα από τις σκέψεις της. Αποφάσισε να του μιλήσει.
Τα δύο παιδιά απέμειναν να κοιτάζονται, έχοντας στη σκέψη του ο καθένας τις δικές του ανησυχίες, περιμένοντας τον επόμενο χρόνο για να μάθουν τα πιο καλά κρυμμένα μυστικά ο ένας του άλλου. Η μαγεία τους τύλιξε! Ήταν υπέροχα εκεί! Ο Ορέστης ξεπρόβαλε από το μονοπάτι. Είδε τα δύο παιδιά να αγναντεύουν το άπειρο του σύμπαντος, κάθισε λίγο μαζί τους, τράβηξε φωτογραφίες τα σύννεφα και μια με τον Γιάννη και την Ισμήνη. Για εκείνο δεν ήταν κάτι πρωτόγνωρο, είχε βρεθεί πολλές φορές εκεί κυνηγώντας τα κατσίκια του.
Μετά από λίγο πήραν τον δρόμο της επιστροφής περήφανοι για τον άθλο τους, ευτυχισμένοι για όσα έζησαν και με μεγάλες υποσχέσεις για το μέλλον. Τότε η Ισμήνη διαπίστωσε τη δύναμη της υπόσχεσης. Δεν υπήρχε κανένα τέλος, δεν υπήρχε κανένας αποχαιρετισμός. Αυτό που υπήρχε τελικά ήταν ένα διάλλειμα, μια προσωρινή διακοπή και μια προετοιμασία για τον επόμενο χρόνο που θα ξαναβρίσκονταν. Η απογοήτευση για το τέλος αντικαταστάθηκε από την ελπίδα για τη νέα αρχή και τη συνέχεια τον επόμενο χρόνο. Η κατηφόρα ήταν πολύ πιο εύκολη. Όλα αυτά που τους βάραιναν, όλες οι ανησυχίες είχαν μείνει πίσω στα σύννεφα. Αυτό που είχαν πλέον ήταν μια φωτογραφία και μια υπόσχεση,για την οποία θα προετοιμάζονταν έναν ολόκληρο χρόνο!
—Κι εγώ αυτό κάνω, προσπαθώ τουλάχιστον, αλλά είναι πολύ δύσκολο. Όταν οι μεγάλοι μαλώνουν και χωρίζουν, τα παιδιά είναι τα εξιλαστήρια θύματα. Πρέπει να διαλέξουν τον μπαμπά ή τη μαμά, να ακούν τον έναν να κατηγορεί τον άλλο, κι αυτά να είναι στη μέση χωρίς να μπορούν να το αποφύγουν ούτε να κάνουν κάτι γι’αυτό! Δεν ζητάνε τη γνώμη σου, αλλά σε βάζουν ανάμεσα. Γιατί πρέπει να μπαίνουν τα παιδιά στη διαδικασία να διαλέξουν; Γιατί από μόνοι τους δεν καταλαβαίνουν πόσο ψυχοφθόρο είναι αυτό για εμάς; Πώς μπορώ να πάψω να αγαπώ κάποιον που μέχρι χτες με φιλούσε και μου έλεγε καληνύχτα, με πήγαινε στις δραστηριότητες,του έλεγα τα μυστικά μου, τον φώναζα μπαμπά; είπε, κι ένας καταρράκτης δακρύων πετάχτηκε από τα μάτια της.
Η Ισμήνη έτρεξε και την αγκάλιασε, την άφησε να ξεσπάσει.
—Έχεις δίκιο, Σαββίνα, απόλυτο δίκιο, αλλά δεν μπορείς να κάνεις και πολλά. Αν οι γονείς μας δεν είναι ευτυχισμένοι μαζί, το καλύτερο είναι να χωρίσουν. Όμως, τα παιδιά είναι και των δύο, κι ίσως τελικά αυτό μόνο μπορούμε να κάνουμε εμείς τα παιδιά, να τους πείσουμε ότι πρέπει να παραμείνουν κι οι δύο γονείς.
—Ισμήνη, ο Γιάννης αυτοκτόνησε! Αύριο είναι η κηδεία. Γι’ αυτό σε πήρα, για να προλάβεις να πας!
—Τι είναι αυτά που λες! Πώς είναι δυνατόν να αυτοκτόνησε ο Γιάννης;
Μόνο ένας λυγμός κατάφερε να βγει πριν εκείνη πέσει στο πάτωμα μες στο κλάμα. Το κινητό εκσφενδονίστηκε στην άκρη του κρεβατιού κι έκλαιγε κι αυτό.
Ο Ορέστης δεν μπορούσε να κρατηθεί άλλο, ήθελε να ξεσπάσει κι εκείνος. Έκλαιγε η Ισμήνη και φώναζε:
«Είναι άδικο! Γιατί; Πώς είναι δυνατόν;» Έκλαιγε απαρηγόρητος και φώναζε κι ο Ορέστης: «Έχασα τον φίλο μου, τον αδερφό μου!» Ο χρόνος είχε σταματήσει.
Η Ισμήνη κατηγορούσε τον εαυτό της γιατί δεν πρόλαβε να πάει να τον δει. Πάντα θα αναρωτιόταν πώς ήταν. Γιατί δεν επέμεινε περισσότερο να μιλήσουν μετά το τελευταίο μήνυμα; Πόσο διαφορετικά σκεφτόταν τα πράγματα τώρα, τώρα που ο χρόνος δεν υπήρχε, τώρα που το αύριο χάθηκε για πάντα, τώρα που το μόνο που είχε από αυτόν ήταν μια φωτογραφία, στην οποία ήταν δεκατεσσάρων ετών πάνω στον Λουγκά. Πώς το άφησε να συμβεί αυτό; Το τηλέφωνο έπαψε να κλαίει, ο Ορέστης έπρεπε να βρει το κουράγιο να πάει στη Λεπτοκαρύα για να αποχαιρετήσει τον καλύτερό του φίλο.
Έπεσε σε λήθαργο· δεν ήξερε αν κοιμόταν ή αν ήταν ξύπνια. Αυτό που έζησε ήταν τόσο πραγματικό και ταυτόχρονα τόσο τρομακτικό. Το δωμάτιο σκοτείνιασε όσο ποτέ άλλοτε, η κουρτίνα άρχισε να κουνιέται, ακούστηκε ένας ήχος σαν ουρλιαχτό, τόσο διαπεραστικός που το κορμί της Ισμήνης ταρακουνήθηκε, το μυαλό της τρόμαξε και την ωθούσε να ξυπνήσει, αλλά η ψυχή της έλεγε: «Όχι, θα του μιλήσω τώρα!» Μια τρύπα εμφανίστηκε δίπλα από την κουρτίνα κι αναδύθηκαν κόκκινοι σταλακτίτες, τόσο κόκκινοι που ήταν σαν να έσταζε αίμα από τις κορυφές τους. Το μυαλό της Ισμήνης τρελαινόταν, δεν μπορούσε να δεχτεί αυτό το υπερφυσικό συμβάν, αυτό το κακό που ερχόταν μες στο άλλοτε ηλιόλουστο παιδικό δωμάτιο.
Η Ισμήνη ψέλλισε: «Όλα τα δαιμόνια της κόλασης θα έρθουν απόψε στον ύπνο μου!». Η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή, ο φόβος μούδιασε το κορμί της. Ανατρίχιασε ολόκληρη, δεν μπορούσε να κουνηθεί.
Αντιλαμβανόταν ότι κάτι κακό συνέβαινε, ότι μπορεί να κινδύνευε. Φοβόταν ότι με την επιμονή της να μιλήσει στον Γιάννη μπορεί να έδωσε φτερά σε κάτι που δεν έπρεπε να δραπετεύσει, αισθανόταν ότι μπορεί να προκάλεσε ακόμα και τον ίδιο τον διάβολο.
Το πρωί ήρθε γρήγορα. Ο δρόμος της επιστροφής ήταν πιο ανάλαφρος. Η επίσκεψή της είχε φέρει σε όλους τη λύτρωση, την αποδοχή. Για ακόμα μια φόρα ήταν ο Γιάννης που έκανε την Ισμήνη να βλέπει διαφορετικά τη ζωή, να εκτιμάει την κάθε στιγμή! Πλέον, είχε μπει στην ιδιοσυγκρασία της ένα ρητό που είχε ακούσει, αλλά ποτέ δεν του είχε δώσει την πρέπουσα σημασία, «ποτέ μην αφήνεις για αύριο αυτό που μπορείς να κάνεις σήμερα». Ίσως αύριο να μην έχεις πια την ευκαιρία. Και κάτι άλλο –εξίσου σημαντικό– που της άλλαξε την προσωπικότητα και καθόρισε το μοτίβο της μετέπειτα ζωής της: «Είναι προτιμότερο να μετανιώσεις για κάτι που έκανες παρά για κάτι που δεν έκανες». Το ακολουθούσε ευλαβικά σε όλη την υπόλοιπη ζωή της, αυτό ήταν που την έκανε παρορμητική.
Καραφάνταλου Ευανθία
Σαγγαρίου 5 , Νέα Ιωνία Βόλος ,38445 , 6982513309, e.kyriazakou@gmail.com
Προσωπικά στοιχεία
Ημερομηνία γέννησης 16/07/1983
Τόπος γέννησης Τρίκαλα
Οικογενειακή κατάσταση Έγγαμή με 2 τέκνα , ενός αγοριού 13 ετών και ενός κοριτσιού 3 ετών
Εκπαίδευση
Απόφοιτός Διοίκησης Επιχειρήσεων ,ΤΕΙ Λάρισας 2011
Απόφοιτος Οικονομικών Επιστημών ,Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας 2021
Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια στο τμήμα Εγκληματολογίαςτου ΕΑΠ - Οικονομικό έγκλημα στον δημόσιο τομέα 2022
Συγγραφικό έργο: το πρώτο πόνημα μου.
Γλώσσες Αγγλικά
Χόμπι και ενδιαφέροντα Γυμναστική , διάβασμα, βόλτες