Θεοδωράκης και πόλεμος: “Eπαψα πια να πιστεύω».
«Δεν θα μπορέσω να πω λόγια αισιόδοξα ούτε να διατυπώσω σκέψεις και προτάσεις θετικές. Και αυτό γιατί διακατέχομαι από βαθιά απαισιοδοξία για το μέλλον. Έπαψα πια να πιστεύω».(Μίκης Θεοδωράκης).
Πόσο περισσότερο προφητικός θα μπορούσε να είναι ο Μίκης Θεοδωράκης, αφού τα παραπάνω απαισιόδοξα λόγια για το μέλλον δικαιώθηκαν απόλυτα στις μέρες μας; Έβλεπε ο μεγάλος μας μουσικοσυνθέτης τόσο μακριά ή λόγω της βαθιάς μελέτης είχε αποκρυσταλλώσει μία σταθερή άποψη για την φύση του ανθρώπου ως δημιουργού του πολιτισμού και της ιστορίας; Οι παραπάνω σκέψεις αποτελούν το εισαγωγικό τμήμα μιας εμπνευσμένης ομιλίας του στους Δελφούς το 2006 με θέμα – τίτλο «Η αγριότητα του πολιτισμού».
Η σύγχρονη παγκόσμια πραγματικότητα θα σκόρπιζε μεγάλη απογοήτευση στον Μίκη Θεοδωράκη ανεξάρτητα από την δικαίωσή του σε όσα κατέθεσε ως σκέψεις στους Δελφούς το 2006. Κι αυτό γιατί τόσο ο Ουκρανικός πόλεμος όσο και οι «παράπλευρες συνέπειές» του (ενεργειακή κρίση, αλόγιστη βία, απουσία μέτρου, βαρβαρότητα, πρόσφυγες…) προκαλούν για μία ακόμη φορά προβληματισμό κι έντονες συζητήσεις για την βαθύτερη φύση του ανθρώπου και τη σχέση της με τον Πόλεμο και την Βία. Σχετικά με αυτήν τη σχέση – ανθρώπινη φύση/πόλεμος – ο μουσικοσυνθέτης είχε μία ξεκάθαρη θέση την οποία και διατύπωσε με τον πιο ευθύ τρόπο προκαλώντας ταυτόχρονα κι έναν προβληματισμό τόσο για την «ηθική πρόοδο» της ανθρωπότητας όσο και για το κατά πόσο ο πολιτισμός «εξευγενίζει» την ανθρώπινη φύση.
«Έως χθες ακόμα, ακολουθώντας το γενικό ρεύμα, πίστευα κι εγώ ότι η Βία και ο Πόλεμος έχουν ως βασικές αιτίες οικονομικά συμφέροντα, θρησκευτικούς και εθνικούς φανατισμούς και άλλα παρόμοια»
Η ανθρώπινη φύση ως αίτιο πολέμου
Ιστορικοί, διεθνολόγοι και αναλυτές σχολιάζοντας τον Ουκρανικό πόλεμο καταλήγουν σε διαπιστώσεις που εμπεριέχουν ως θέσφατο την κυριαρχία των διαφόρων συμφερόντων στην κήρυξη και διεξαγωγή ενός πολέμου. Χωρίς να παραβλέπουμε το ρόλο των ποικιλώνυμων συμφερόντων, όλοι αναρωτιόμαστε αν αυτά από μόνα τους και διαχρονικά μπορούν να αιτιολογήσουν τον πόλεμο ως φαινόμενο. Αλλά κι αν πάλι απολυτοποιήσουμε την «ενοχή» τους θα βρεθούμε πάλι σε ένα άλλο αδιέξοδο. Τα συμφέροντα αυτά είναι αυτοφυή ή προϊόντα μιας απροσδιόριστης δύναμης και πηγής; Πώς ο άνθρωπος, αιώνες τώρα, δεν αποκάλυψε αυτήν την πηγή – δύναμη και δεν πέτυχε την διόρθωσή της για την αποτροπή των ανθρωποβόρων πολέμων;
Πρώτος ο Θουκυδίδης προβληματίστηκε για τα αίτια του πολέμου και έχοντας κατά νου τόσο τον Τρωικό όσο και τους Περσικούς πολέμους διατύπωσε μία θέση που αναδεικνύει ως πρωταρχικό αίτιο του πολέμου την ανθρώπινη φύση.
«γιγνόμενα μεν αιεί εσόμενα, έως αν η αυτή φύσις ανθρώπων η…».(Γ, 82, 2)
Ο Θουκυδίδης, δηλαδή, εδώ και αιώνες διακήρυξε ότι πίσω από την επίπλαστη και υποκριτική διακήρυξη – προβολή κάποιων συμφερόντων στην κήρυξη – διεξαγωγή ενός πολέμου βρίσκεται πάντα η ανθρώπινη φύση, το αδάμαστο κτήνος που μάς κυβερνά και κατευθύνει. Την ενοχοποίηση της «ανθρώπινης φύσης» ως του απόλυτου γενεσιουργού αιτίου ενός πολέμου την υιοθετεί και ο Μίκης Θεοδωράκης, τονίζοντας σχετικά:
«Σήμερα πια είμαι βέβαιος ότι όλα αυτά στο βάθος δεν είναι παρά προσχήματα και ότι η βασική αιτία απ’ όπου ξεκινά η δίψα για κατάκτηση και αίμα, βρίσκεται μέσα στον άνθρωπο. Με μια συμπληρωματική παρατήρηση: Ότι, δηλαδή, η αγριότητα αυξάνει όσο ο άνθρωπος γίνεται περισσότερο πολιτισμένος. Που σημαίνει ότι ο λεγόμενος πολιτισμός είναι ένα απλό ένδυμα για να σκεπάζει και να κρύβει τον αληθινό εαυτό μας, που παραμένει μέσα απ’ τους αιώνες το ίδιο άγριος και τερατώδης».
Οι παραπάνω θέσεις δεν μάς βυθίζουν μόνο σε μελαγχολία για το ανθρώπινο μέλλον αλλά και εγείρουν έναν προβληματισμό για τη δύναμη του πολιτισμού έναντι του κτήνους που τρέφουμε μέσα μας ως βιολογικά όντα. Έτσι, πληθαίνουν οι συζητήσεις για την «ηθική πρόοδο» του ανθρώπου και την θεραπευτική ιδιότητα του πολιτισμού στον «εξευγενισμό» του.
Η συλλογική ευθύνη
Πολλοί είναι εκείνοι που την κήρυξη ενός πολέμου και την βαρβαρότητα που τον ακολουθεί την αποδίδουν στους «υπερφίαλους » ηγέτες και στον στενό κύκλο των συνεργατών – πιστών τους. Έτσι αποενοχοποιούν το πλήθος – μάζα των πολιτών ενός κράτους και αθωώνουν τον πολιτισμό ως διαπαιδαγωγητικού και κοινωνικοποιητικού παράγοντα. Έτσι, όμως, παραβλέπουν το γεγονός πως συμμετοχή – άμεση ή έμμεση – στην αγριότητα των πολέμων έχει και το ανώνυμο πλήθος, είτε με την συμμετοχή του σε απάνθρωπες πράξεις είτε με την ανοχή του.
Τις θηριωδίες του Ταμερλάνου, του Αττίλα, του Τζένγκις Χαν, των Σταυροφόρων και των Ες-Ες δεν τις διέπραξαν οι «αιμοβόροι» ηγέτες αλλά και οι στρατιώτες που τους ακολουθούσαν τυφλά. Την καταστροφή και την σφαγή των Μηλίων δεν την διέπραξε ο Περικλής αλλά οι Αθηναίοι – ως λαός και ηγέτιδα δύναμη. Τα παραδείγματα αυτά φανερώνουν πως η Ηθική πρόοδος του ανθρώπου από την εποχή του Νεάντερνταλ μέχρι σήμερα είναι πολύ μικρή και αδυνατεί να αποτρέψει τον πόλεμο. Σχετικά επισημαίνει ο Μίκης Θεοδωράκης:
«Κι όμως σήμερα είμαι βέβαιος ότι δε φταίνε αυτοί. Ή μάλλον φταίνε, όπως όλοι μας, γιατί γεννήθηκαν άνθρωποι και ως άνθρωποι κληρονόμησαν αυτή τη σχιζοφρένεια που φαίνεται ότι μάς χαρακτηρίζει, δηλαδή από τη μία ο χαρακτήρας μας να μας οδηγεί προς τις κορυφές του πνεύματος και την αναζήτηση της Ελευθερίας, της Δημοκρατίας και της Ειρήνης κι από την άλλη αυτός ο ίδιος χαρακτήρας να μάς μεταβάλλει από τη μια στιγμή στην άλλη σε άγρια θηρία».
Ο πολιτισμός και η ανθρώπινη φύση
Ίσως κάποιοι να αντιτείνουν πως ο πολιτισμός «ημερεύει» το εσωτερικό μας κτήνος και η επιστήμη με τον ορθολογισμό καθιστούν τον άνθρωπο πιο «ανθρώπινο» και διδάσκουν τον σεβασμό στη ζωή του συνανθρώπου μας. Ωστόσο αρκούν τα τελευταία βίαια συμβάντα στον Ουκρανικό πόλεμο να διαψεύσουν τις παραπάνω ενστάσεις και να προβάλουν εμφαντικά την συλλογική ευθύνη αλλά και το ρόλο της ανθρώπινης φύσης στα εγκλήματα πολέμου.
Είναι σημαντικό για το μέλλον του ανθρώπου να αποδεχτεί την αλήθεια που διέπει και ερμηνεύει την φύση του και να μην βαυκαλίζεται από κάποιες επιφανειακές κατακτήσεις. Σε αυτό το θέμα ο Μίκης Θεοδωράκης στην εμπνευσμένη του ομιλία στους Δελφούς ήταν κατηγορηματικός:
«Να, λοιπόν, που μια ακόμα πολιτισμένη χώρα και ένας πολιτισμένος λαός μεταβάλλεται σε αγρίους που αντλούν ηδονή από τον πόνο των άλλων, διψούν για αίμα και χαίρονται για την κτηνωδία τους. Και μη μου πείτε ότι κι αυτοί είναι θύματα προπαγάνδας. Είναι απλώς άνθρωποι, όπως εγώ κι εσείς, μόνο που τους δόθηκε η ευκαιρία να βγάλουν στην επιφάνεια τον αιώνιο, όπως φαίνεται, εαυτό μας, που παραμένει το αγριότερο θηρίο απ’ όσα ο καλός Θεός έπλασε στη φύση».
Ωστόσο και ανεξάρτητα από την «αλήθεια» που κρύβουν τα παραπάνω λόγια του Θεοδωράκη, θα ήταν οδυνηρό να παραιτηθούμε από κάθε προσπάθεια για μία άλλη πορεία του πολιτισμού μας.
Η κατάργηση των όπλων…
Μία πρώτη ενέργεια για την απελευθέρωση του ανθρώπου από τα ένστικτα και του πολιτισμού μας από την αρπακτικότητα του εσωτερικού μας κτήνους θα ήταν η απεξάρτησή μας από τους νόμους της αγοράς – οικονομίας. Κι αυτό γιατί αυτοί οι νόμοι γιγαντώνουν τις πολεμικές βιομηχανίες των μεγάλων κρατών που εξυφαίνουν και προκαλούν τους πολέμους. Παρατηρείται, δηλαδή, το φαινόμενο οι ίδιες οι ηγέτιδες χώρες να καθίστανται αιχμάλωτες της «δύναμής» τους.
Απόρροια του αισθήματος της δύναμης που χαρακτηρίζει τις «μεγάλες» δυνάμεις είναι η καταπάτηση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης των μικρότερων χωρών και των κανόνων που διέπουν την διεθνή ειρήνη. Γι’ αυτό ο Θεοδωράκης θεωρεί ατελέσφορη κάθε ελπίδα ή συζήτηση για ειρήνη αν δεν καταργηθούν ή περιοριστούν όλες εκείνες οι συνθήκες που γιγαντώνουν τις πολεμικές βιομηχανίες.
«Είναι, επομένως, ανώφελο και αντιρεαλιστικό να μιλάμε για διεθνή Ειρήνη και ίσα δικαιώματα μεταξύ των λαών, όταν υπάρχουν Έθνη που εξακολουθούν να παράγουν μαζικά μέσα καταστροφής.
Το γεγονός αυτό σε σχέση με τον πραγματικό χαρακτήρα του ανθρώπου και το κύριο χαρακτηριστικό του, δηλαδή το γενετικό χαρακτήρα της σχιζοφρένειας που τον ξεχωρίζει από όλα τα υπόλοιπα ζώα της γης, συντείνει ώστε μέσα στο εσωτερικό των χωρών που διαθέτουν πολεμική υπεροχή να καλλιεργούνται συστηματικά τα ένστικτα της υπεροχής και της αλαζονείας, που γρήγορα μπορούν να εξελιχθούν σε ομαδική δίψα για βία και για αίμα».
Σε άλλο σημείο του λόγου του ο Θεοδωράκης τονίζει τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν, όσο κι αν αυτά κινούνται στο επίπεδο του επιθυμητού και του ανέφικτου. Ωστόσο συνιστούν το μόνο αποτελεσματικό μέτρο.
«Εάν δεν καταφέρετε να χτυπήσετε το Κακό στη ρίζα του, εάν δε μεταβάλλετε τις βιομηχανίες Πολέμου σε βιομηχανίες Ειρήνης, εάν δεν καταργηθούν όλοι οι επιθετικοί στρατοί, τότε η υπόθεση για την άλλη πλευρά του ανθρώπου, την ανθρώπινη, την πραγματικά πολιτισμένη, αυτή που διψά για Αγάπη και για Ειρήνη, είναι για πάντα χαμένη.
Σήμερα οι λέξεις «Ελευθερία», «Δημοκρατία», «Ανθρώπινα Δικαιώματα», «Αλληλεγγύη», έχουν προ πολλού χάσει τη σημασία τους. Σήμερα η συνύπαρξη των Λαών – προβάτων με τα Κράτη – θηρία κάτω από την ίδια στέγη όπως είναι ο Ο.Η.Ε. έχει καταντήσει τραγική φάρσα για τους αδύνατους της γης. Μπροστά σ’ αυτό το αδιέξοδο βλέπω μόνο δυο λύσεις: Είτε να πάμε στο βάθος της αιτίας του Κακού και να το χτυπήσουμε με τη θέληση και τη συνεργασία των δυνατών είτε οι αδύνατοι να ψάξουν να βρουν άλλους τρόπους άμυνας στηριζόμενοι αποκλειστικά στις δικές τους δυνάμεις και βασικά στα εκατοντάδες εκατομμύρια των αδυνάτων και μελλοντικών θυμάτων, που όμως συντονισμένα έχουν κάποιες πιθανότητες να αντισταθούν νικηφόρα».
Οι νέες αξίες του πολιτισμού μας και ο μύθος του Αβιανού
Ο πολιτισμός μας μπορεί και πρέπει να αλλάξει πορεία και να οικοδομηθεί πάνω σε νέες αρχές, αξίες και ιδανικά για να αποφευχθεί ο Γ΄ παγκόσμιος πόλεμος και η αυτοκαταστροφή του ανθρώπου. Θα πρέπει οι διακρατικές σχέσεις να διαπνέονται από την ανοχή και το σεβασμό του δικαιώματος της εθνικής αυτοδιάθεσης. Οι σχετικές με το θέμα αυτό θέσεις του Θεοδωράκη είναι διαυγέστατες:
«Είναι φανερό πια ότι ο αληθινός ανθρώπινος πολιτισμός θα πρέπει να προσμετράται μόνο με τα μέτρα της Ειρήνης, της Ανοχής και της Αλληλεγγύης μέσα σε κάθε κοινωνία και σε κάθε λαό. Εκεί που μπορεί να ανθίσει η ευγένεια, η καλοσύνη και κυρίως η αγάπη ανάμεσα στους ανθρώπους».
Μόνο αυτός ο πολιτισμός, που θα θεμελιώνεται στις παραπάνω αρχές/αξίες, θα μπορεί να ακυρώσει την θλιβερή διαπίστωση του Θεοδωράκη:
«Στους Δελφούς είπα ότι ο άνθρωπος – κτήνος επιδιώκει τον απόλυτο πόνο με την απόλυτη καταστροφή και ότι δεν υπάρχει ανώτατη ηδονή γι’ αυτόν από την αυτοκαταστροφή του».
Αλλά και τις προτροπές εκείνων που συμβουλεύουν τους μικρούς και αδύναμους λαούς να μην προκαλούν τους «δυνατούς» και να συμμορφώνονται με τις επιταγές της «δύναμης». Ο παρακάτω μύθος του Αβιανού είναι δηλωτικός αυτών των προτροπών και νοοτροπιών.
Η Βαλανιδιά και η Καλαμιά
Μια βαλανιδιά, θύμα της παράφορης δύναμης του Νοτιά, ξεριζώθηκε και κατρακύλησε από τα βουνά. Ένα ποτάμι που κυλούσε φουσκωμένο την παρέσυρε στο ορμητικό του ρεύμα. Ο ψηλός κορμός της χτυπιόταν στις όχθες του, μέχρι που σταμάτησε τελικά ανάμεσα σε κάτι λυγερές καλαμιές.
Απόρησε τότε που μια καλαμιά, με τις μικρές ριζούλες της, έμενε όρθια μέσα στο ορμητικό νερό∙ απόρησε που η ίδια δεν κατάφερε, παρά το θεόρατο κορμό της, να αντισταθεί και να μην παρασυρθεί, ενώ η καλαμιά με το λεπτό της κορμί άντεχε στα δεινά της φύσης.
Ώσπου η λεπτοκαμωμένη καλαμιά τής ψιθύρισε ταπεινά πως η αδυναμία της μεγάλωνε την ασφάλειά της. «Εσύ» της είπε «αψηφάς τους σαρωτικούς Ανέμους και τις άγριες θύελλες, και σωριάζεσαι κάτω όταν ρίχνονται πάνω σου μ’ όλη τους τη δύναμη. Ενώ εγώ εξουδετερώνω σιγά σιγά τους ανέμους που σηκώνονται και, προνοώντας, αφήνομαι να με λικνίσει ο Νοτιάς όσο ανάλαφρα κι αν φυσά. Μπροστά στη δύναμή σου η θύελλα ορμάει με όλο της το μένος, ενώ το αεράκι σαστίζει από το ανασάλεμά μου και κοπάζει εντελώς».
Αυτό μας διδάσκει ότι είναι μάταιο να προβάλλουμε αντίσταση στους ισχυρούς και πως μόνο λίγο λίγο μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα με την ασυγκράτητη μανία τους.
Χρήσιμα βιβλία:
⦁ «Άξιος Εστί», Μίκης Θεοδωράκης
⦁ «Αβιανού Μύθοι», Εκδόσεις «Απόπειρα».