ΦΙΛΑΡΕΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ "Ο,ΤΙ ΠΟΛΥ ΑΓΑΠΗΣΑ"

 

Διάβασα κάπου
''με εξαντλεί ό,τι αγάπησα πολύ ''
Ας είναι
Δεν με πειράζει
Αρκεί να ήταν πάντα κοντά μου
ό,τι αγάπησα
όσοι αγάπησα
όσων η παρουσία ευλόγησε την ύπαρξή μου
Μα δεν είναι
Νύχτα Χριστουγέννων
Άλλη μία
Τόσο άλλη
Τόσο ξένη
Στον άξενο τούτο κόσμο
έχω μείνει μόνη
με ένα κουτί αναμνήσεις
Γιατί , ξέρεις
φεύγουν οι άνθρωποι δίχως να το καταλάβεις
φεύγουν και παίρνουν μαζί τους κομμάτια της ψυχής σου
και μετά περνάς το υπόλοιπο της ζωής σου
σκαλίζοντας τις στάχτες και ψάχνοντάς τα
Μα πού να τα βρεις
Πώς να τα φέρεις πίσω
Και μένεις πια μισός
με ένα παράπονο στα μάτια
που εύκολα το κρύβεις όλες τις άλλες μέρες
μα που γλιστράει αθόρυβα τη νύχτα τούτη τη χριστουγεννιάτικη
και κρέμεται εκεί στα κλαδιά του στολισμένου δένδρου
και κυλάει δάκρυ σιωπηλό μέσα σου
γιατί πολύ αγάπησες
και πολύ σου λείπουν όλα
και δίχως αυτά εσύ δεν είσαι εσύ
και η ιστορία σου ζητάει το δικό της τέλος
μα δεν μπορεί να το έχει
Ό,τι πολύ αγάπησες
σε κοιτάζει τρυφερά τούτη τη μαγική νυχτιά
και σου ζητάει αποδείξεις πιστότητας
και συ τρέχεις πίσω στον αδυσώπητα γρήγορο χρόνο
και τις βρίσκεις
Να !
Τα γυαλιά του πατέρα
η καρφίτσα στο παλτό της μητέρας
το κουρδιστό τραινάκι του αδελφού
η κούκλα με τις μαύρες μπούκλες
ο καθρέφτης στο μεγάλο χωλ που δεν γέρασε ποτέ
Αλλά εσύ ,κοίτα , χαιδεύεις με μιαν αδιόρατη θλίψη τις πρώτες γκρίζες τρίχες στα μαλλιά σου
τις πρώτες ρυτίδες στο λευκό σου πρόσωπο
τους πρώτους ρόζους στα κάποτε κρινοδάχτυλά σου
Ό,τι αγάπησα δεν με εξαντλεί
ό,τι πολύ αγάπησα έρχεται και με κατοικεί τρυφερά
τη θεία νύχτα των Χριστουγέννων
γιατί μια τέτοια νύχτα γεννήθηκε η Αγάπη
και μέσα σ' αυτή συναντώ όλους όσους η παρουσία τους
ευλόγησε για πάντα την ύπαρξή μου...
[ Φ.Β. 021025020 ''ΦΩΣ ΕΚ ΠΕΤΡΑΣ'' 2018-2020]


Η φωτογραφία είναι από το https://gr.pinterest.com/








Carpe "Θνητότητα..."



Τα μάτια προσπαθούν
ν 'αντέξουν το απέραντο,
τις ριπές των ανέμων.
Η υπόστασή μας θαμπώνει,
μια παροδικότητά αναπότρεπτη.
Με διαπερνά το άρωμα των ρόδων,
τα λουλούδια κλαίνε
σ 'έναν κόσμο εύθραυστο.
Γεμίζουν με δάκρυα
το ποτήρι της υπομονής.
Στην καρδιά,
στη βάση των συναισθημάτων
καταστρέφονται οι δυσοίωνες μορφές.
Η μυρουδιά του κορμιού
διαποτίζει τα εγκόσμια.
Λόγια εκστατικά
συναθροίζονται στα χείλη.
Υποκύπτω στη δύναμη
της αίγλης σου.
Η συμφωνία με τη θνητότητα της ύπαρξής μας ακυρώνεται.
Carpe.

Η φωτογραφία είναι από   https://enfo.gr/




Η ΦΥΛΑΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

Όσες κι αν κτίζουν φυλακές
κι αν ο κλοιός στενεύει
ο νους μας ειν’ αληταριό
κι όλο θα δραπετεύει

Θ. Παπακωνσταντίνου

 Vincent van Gogh - Prisoners Exercising (Prisoners Round)


Μάγια Αγγέλου - Φυλακισμένο πουλί

Το ελεύθερο πουλί κάνει άλμα
στην πλάτη του ανέμου
και αιωρείται κατεβαίνοντας
μέχρι την άκρη του ρεύματος
βουτά τα φτερά του
στις πορτοκαλιές ηλιαχτίδες
και τολμά να διεκδικήσει τον ουρανό

Μα ένα πουλί που πηγαινοέρχεται
μες στο στενό κλουβί του
σπάνια μπορεί να δει πέρα
από τα κάγκελα της οργής
τα φτερά του είναι ψαλιδισμένα και
τα πόδια του δεμένα
έτσι ανοίγει το στόμα του και τραγουδά

Το φυλακισμένο πουλί τραγουδά
με έναν φοβισμένο σκοπό
για πράγματα άγνωστα
μα επιθυμητά από καιρό
και η μελωδία του ακούγεται
στο μακρινό βουνό
γιατί το φυλακισμένο πουλί
τραγουδά την ελευθερία

Το ελεύθερο πουλί στοχάζεται άλλο ένα αεράκι
τους αληγείς ανέμους να περνούν απαλά μέσα από δέντρα που στενάζουν
τα παχιά σκουλήκια να το περιμένουν σε ένα λιβάδι καθώς χαράζει
και αποκαλεί τον ουρανό δικό του.

Μα ένα φυλακισμένο πουλί στέκει πάνω από τον τάφο των ονείρων
Η σκιά του ουρλιάζει πάνω στου εφιάλτη την κραυγή
τα φτερά του είναι ψαλιδισμένα και
τα πόδια του δεμένα
έτσι ανοίγει το στόμα του και τραγουδά

Το φυλακισμένο πουλί τραγουδά
με έναν φοβισμένο σκοπό
για πράγματα άγνωστα
μα επιθυμητά από καιρό
και η μελωδία του ακούγεται
στο μακρινό βουνό
γιατί το φυλακισμένο πουλί
τραγουδά την ελευθερία.

(Μετάφραση: Χριστίνα Λιναρδάκη)



Louis Gallait - Tasso in the Prison

Αμπντουλαζίζ - Σκοτάδι φυλακής

(Ο Αμπντουλαζίζ δεν επιθυμεί να αποκαλυφθεί το επίθετό του. Μόλις είχε τελειώσει τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της γενέθλιας πόλης του, Ριάντ, στη Σαουδική Αραβία, όταν δυνάμεις των ΗΠΑ άρχισαν την επίθεσή τους στο Αφγανιστάν. Ταξίδεψε σ’ εκείνη την περιοχή για να βρει τον αδελφό του και να τον φέρει με ασφάλεια στην πατρίδα. Μόλις τον βρήκε, ο Αμπντουλαζίζ συνελήφθησαν κι οι δυο από τις Βόρειες Συμμαχικές Δυνάμεις. Αφού βασανίστηκε σε μία φυλακή του Αφγανιστάν, τον παρέδωσαν στο στρατό των ΗΠΑ στις αρχές του 2.002 και στη συνέχεια τον έστειλαν στο Γκουαντάναμο μαζί με τον αδερφό του. Χαρακτηρίστηκαν κι οι δυο ως «μαχητές του εχθρού». Αργότερα ο αδερφός του απελευθερώθηκε, αλλά ο Αμπντουλαζίζ κρατείται ακόμα).

Σκοτάδι φυλακής

“Ω σκοτάδι φυλακής, πίσσα οι τέντες σου.

Το σκοτάδι μας αρέσει.

γιατί μετά τις σκοτεινές ώρες της νύχτας

θ’ ανατείλει η αυγή της περηφάνιας.

Ο κόσμος, μ’ όλη του τη μακαριότητα, θα ξεθωριάσει,

όσο εμείς θα χαριζόμαστε στο Θεό.

Ένα αγόρι μπορεί ν’ απελπίζεται μπροστά σ’ ένα πρόβλημα,

αλλά εμείς ξέρουμε πως ο Θεός έχει σχέδιο.

Ακόμα κι αν τα δεσμά σφίγγουν και φαίνονται αδιάρρηκτα

θα συντριβούν.

Εκείνοι που επιμένουν θα κερδίσουν τον σκοπό τους.

Εκείνοι που επιμένουν να χτυπούν την πόρτα θα μπουν μέσα.

Ω κρίση δυνάμωσε!/ Κοντεύει να ξημερώσει.”

(Τα ποιήματα είναι από το «Ποιήματα από το Γκουαντάναμο», εκδ. Πύλη)



Women in the Prison by  Ottó Baditz.


Αρης Αλεξάνδρου

[Στη φυλακή να μη μετράς τις μέρες.
Καθώς θα βλέπεις να στενεύει λίγο –λίγο το προαύλιο
το καλύτερο απ’ όλα είναι να μικρύνεις και τα δικά σου βήματα.
Είναι προτιμότερο να μη δίνεις σημασία στις ειδήσεις.
Οι παρασημοφορίες οι μεταστάσεις βουλευτών οι εκλογές
επιδρούνε ίσως στη ροή του χρόνου
όσο το θαλασσόβρεχτο βραδυνό αγέρι
στις λυχνίες των ανθρακωρύχων.
Αν πάλι δεν μπορείς να ζήσεις δίχως την ελπίδα
στήριξε τ’ όνειρό σου στους σεισμούς.
Αυτοί-όλα συμβαίνουν-μπορούν να σου χαρίσουν
τ’ όμορφο ταξίδι
μιας μεταγωγής.]

“Με Τι Μάτια Τώρα Πια”

https://24grammata.com/

Prison Interior by Francisco Goya 


Μανόλης Αναγνωστάκης

Ποιήματα 1941-1971
Εκδόσεις Νεφέλη (1971) 2000


13.12.43

Θυμᾶσαι ποὺ σοῦ 'λεγα
Ὅταν σφυρίζουν τὰ πλοῖα μὴν εἶσαι στὸ λιμάνι.
Μὰ ἡ μέρα ποὺ ἔφευγε ἤτανε δικιά μας
καὶ δὲ θὰ θέλαμε ποτὲ νὰ τὴν ἀφήσουμε
Ἕνα μαντήλι πικρὸ θὰ χαιρετᾶ τὴν ἀνίατου γυρισμοῦ
Κι ἔβρεχε ἀλήθεια πολὺ κι ἤτανε ἔρημοι οἱ δρόμοι
Μὲ μιὰ λεπτὴν ἀκαθόριστη χινοπωριάτικη γεύση
Κλεισμένα παράθυρα κι οἱ ἄνθρωποι τόσο λησμονημένοι -
Γιατί μᾶς ἄφησαν ὅλοι; Γιατί μᾶς ἄφησαν ὅλοι;
Κι ἕσφιγγα τὰ χέρια σου Δὲν εἶχε τίποτα τ᾿ ἀλλόκοτο ἡ κραυγή μου.

Θὰ φύγουμε κάποτε ἀθόρυβα καὶ θὰ πλανηθοῦμε
Μὲς στὶς πολύβοες πολιτεῖες καὶ στὶς ἔρημες θάλασσες
Μὲ μιὰν ἐπιθυμία φλογισμένη στὰ χείλια μας
Εἶναι ἡ ἀγάπη ποὺ γυρέψαμε καὶ μᾶς τὴν ἀρνήθηκαν
Ξεχνοῦσες τὰ δάκρυα, τὴ χαρὰ καὶ τὴ μνήμη μας
Χαιρετώντας λευκὰ πανιὰ π᾿ ἀνεμίζονται.
Ἴσως δὲ μένει τίποτ᾿ ἄλλο παρὰ αὐτὸ νὰ θυμόμαστε.
Μὲς στὴν ψυχή μου σκιρτᾶ τὸ ἐναγώνιο Γιατί,
Ρουφῶ τὸν ἀγέρα τῆς μοναξιᾶς καὶ τῆς ἐγκατάλειψης
Χτυπῶ τοὺς τοίχους τῆς ὑγρῆς φυλακῆς μου
καὶ δὲν προσμένω ἀπάντηση
Κανεὶς δὲ θ᾿ ἀγγίξει τὴν ἔκταση τῆς στοργῆς
καὶ τῆς θλίψης μου.

Κι ἐσὺ περιμένεις ἕνα γράμμα ποὺ δὲν ἔρχεται
Μιὰ μακρινὴ φωνὴ γυρνᾶ στὴ μνήμη σου καὶ σβήνει
Κι ἕνας καθρέφτης μετρᾶ σκυθρωπὸς τὴ μορφή σου
Τὴ χαμένη μας ἄγνοια, τὰ χαμένα φτερά.


Prison Paintings by the Turkish artist Gülsün Karamustafa 


 Αττίλα Γιόζεφ  - Οι φυλακισμένοι

Μας βασανίσανε φριχτά. Ματώσαν τα κορμιά μας.
Σύντροφε εσύ, όπου μπορείς και χαίρεσαι το φως
σκέψου για μας όπου κοντεύει να σαλέψει ο νους μας
και που το φως το βλέπουμε σα μια χλωμήν αχτίνα.

Πονάει στο πέτρινο κρεβάτι η πληγωμένη σάρκα
και η αηδία μάς κρατεί απ’ τ’ άθλιο συσσίτιο.
Πονούν κεφάλι και κορμί, πονούνε τα πνεμόνια
κι οι δήμιοί μας καρτερούν τον σίγουρο χαμό μας.
Εμείς κρατούμε. Το κορμί μονάχα μάς παιδεύει.
Αδέρφια – εσείς βοηθείστε τους αυτούς πόχουνε πιάσει.

Άδεια στο σπίτι απόμεινε και παγωμένη η σόμπα.
Στη χύτρα – λαχανόφυλλα που μάζεψε η γυναίκα,
όσα πετούνε γιατί πια κανείς δεν τ’ αγοράζει.
Μονάχα αυτά. Και τα παιδιά μας κλαίνε και πεινάνε.
Χτυπούν την πόρτα. Είναι ξανά η γριά γειτόνισσά μας
που λίγο λάδι δάνεισε και το ζητάει πίσω.
Φτάνει ο χειμώνας, παγωνιά και πείνα, φτάνει ο χάρος.
Αδέρφια εσείς βοηθείστε τους αυτούς πόχουνε πιάσει.

Συλλογιστείτε τούτα δω τα βρώμικα κελιά μας
και την αρρώστια που αγρυπνάει και μας παραμονεύει.
Στείλτε σαπούνι και φαΐ, στείλτε μας λίγα ρούχα,
βιβλία στείλτε μας εσείς κι ας είναι και ηλίθια,
γιατί εδώ μέσα ατέλειωτες είναι οι νυχτιές κι οι μέρες
και της ζωής ατέλειωτη – χωρίς χαρά – η λαχτάρα.
Βοήθα αν είσαι λεύτερος, αν είσαι εργάτης βόηθα.
Σύντροφε εσύ σαι η Κόκκινη Βοήθεια, όπου κι αν είσαι
κι αυτοί που πιάστηκαν – εσύ προσμένουν να βοηθήσεις.

Εμείς πιστοί παλεύουμε. Πιστοί στην επανάσταση
και δεν πεθαίνουμε ποτέ, χρειάζεται η ζωή μας.
Τον ιδρωτά μας, το πετσί μας θέλουν οι τυράννοι
και το μυαλό μας να σκοτώσουν θέλουν οι χαφιέδες.
Μα ως ότου λείψει της κλεψιάς ο κόσμος και της πείνας,
ως ότου από τις φυλακές θα πέσουν τα λουκέτα,
όπου χτυπάει το σφυρί κι αστράφτει το δρεπάνι,
εμείς δεν τα σταυρώνουμε τα χέρια υποταγμένοι.
Ζήτω – και πάλι – τα Σοβιέτ, τα Λαϊκά Συμβούλια.
Αδέρφια εσείς βοηθείστε τους αυτούς πόχουνε πιάσει.


Gerard van Honthorst - The Liberation of St Peter

Μιχαήλ Γλυκάς
 -Στίχοι γραμματικοί

Είναι έργο του Μιχαήλ Γλυκά, γνωστού λόγιου της εποχής των Κομνηνών. Γράφτηκε περίπου το 1159 και απευθυνόταν προς τον Μανουήλ Α’ Κομνηνό. Ο Γλυκάς φυλακίστηκε (άδικα σύμφωνα με τη δική του γνώμη) και γι’ αυτό έγραψε μέσα από τη φυλακή το συγκεκριμένο ποίημα ως μια έκκληση προς τον αυτοκράτορα για αποφυλάκισή του.

Χαρακτηριστικό απόσπασμα είναι το εξής:

Της φυλακής η κάκωσις, η τσίκνα*, το καρβούνιν,
εγώ το εξεύρω μοναχός, εμέναν καίει μόνον,
μόνος εγώ δαμάζομαι κ' εγώ την πείραν έχω.[. . .]

Η φυλακή και ο θάνατος και χείρων του θανάτου·
η φυλακή και κάμινος και χείρων της καμίνου·
οίαν αν είπης κόλασιν, παχυμερώς κολάζει,
παχυμερώς στενοχωρεί και θλίβει και δαμάζει·
η θλίψις δε της φυλακής, η μέριμνα, η ανάγκη
πολυμερής, πολύτροπος, πολυειδής, ποικίλη.
Καθ' ώραν φθάνει ο θάνατος, καθ' ώραν αποθνήσεις·
χωρίς θαλάσσης πνίγεσαι, χωρίς πυρός εξάπτεις,
μέλη και μέλη τέμνεσαι* και δίχα* μαχαιρίου·
ουκ έναι πόνος πούποτε* να μη σε κατακρούση.

*τσίκνα: φωτιά, εδώ: στενοχώρια, συμφορά
*μέλη και μέλη τέμνεσαι: διαμελίζεσαι, κόβεσαι σε κομμάτια
*δίχα: δίχως
*πούποτε: πουθενά, κάπου

σ. 42-43

http://e-logotexnia.gr/

Μίκης Θεοδωράκης - Μια φυλακή


Καλλιτέχνης: Μωραΐτης Θανάσης
Άλμπουμ: Διόνυσος
Συνθέτης: Θεοδωράκης Μίκης
Στιχουργός: Θεοδωράκης Μίκης


Μια φυλακή, πώς μας φτάσαν ως εκεί,
μια φυλακή, η ζωή μου φυλακή.
Χωρίς ποινή, πώς μας φτάσαν ως εκεί
και δικαστή, η ζωή μου φυλακή.

Στου Μακρυγιάννη πριν προλάβεις να μιλήσεις,
Εγγλέζου βόλι σε γονάτισε,
μας κοίταζες με βλέμμα μελαγχολικό,
να σκεφτόσουνα θαρρείς πόσο λίγο η μέρα κράτησε…

Μες στις πλατείες ένας ένας καθισμένοι,
τη μοναξιά μας τη γραμμένη,
τη σφράγισες με βλέμμα μελαγχολικό,
ποιος θα πει το μυστικό στη ζωή μας τη χαμένη.

https://www.greeklyrics.gr/


Spes, or Hope in Prison by Edward Coley Burne-Jones


ΝΙΚΟΛΑΣ ΚΑΛΑΣ - Φυλακισμένοι

Βαρέθηκα τα γύρω μου βιβλία και τα πολλά μου τα τετράδια
τους τοίχους που τριγυρίζουνε την κάμαρά μου
θέλω να ακινητήσω με λόγια από μπετόν.

Οι τοίχοι ζουν στριφογυρίζουν γύρω γύρω στην κάμαρά μου
οι τοίχοι ζουν στριφογυρίζουν ως βαθιά μέσα στο μυαλό μου
οι τοίχοι ζουν δεν αφήνουν τα λόγια μου ν’ απλώνουνε κλαριά
τα κλαδεύουν και μένουν πίσω τα φτώματα των ρημάτων μου
μαραμένες υπάρξεις ξαπλωμένες σε αχαράκωτο χαρτί
τη μυρουδιά τους δεν την ακούει ούτε το φως της λάμπας
σκιάζει όσα λέω κάτω από πέτρες
τα τείχη ζουν ενώ εγώ ζω μεσ’ σε τοίχους
μ’ ανατριχιάζει το άγγιγμά τους
ο αιώνιος καλπασμός τους μου στεφανώνει τον ίλιγγο
μπορεί να ήσαν πιο όμορφα ακίνητα στάσιμα
αλλ’ είναι αλήθινά άμα τρέχουνε με ταχύτητα φωτός
από την Εδέμ και πέρα ως τα τώρα και πιο πέρα δυστυχώς.

Πιο γοργά από τα λόγια ασκώνονται τα τείχη
φράζουν το μελάνι και κάνουν λίμνη τη μαύρη επιφάνεια των λέξεων
ενώ έπρεπε να κυλάει με την ορμή του καταρράχτη
πλημμυρώντας με νότες βυρωνικές τους κρυμμένους μεσ’ σε όγκους δεσποτικούς
συθέμελα γκρεμίζοντάς τους
τώρα πια δεν μπορεί ο ποιητής να οραματίζεται από Βαστίλλιες που πέφτουν
δάση ολόκληρα από πύργους στολίζουν ακόμα τους βυθούς
μεγάλων ατάραχων νερών με τις άγκυρες της απελπισιάς
αρίθμητες φυλακές υψώνονται από την Αμερική στου Σιγκ-Σιγκ τα βράχια
ως την γαλάζια θάλασσα της Ελλάδας στου Ιτζεδδίν τη βάση
κι από τον Τάμεση κι από τον Δούναβη και το Βιστούλα
κι από τις λαγούνες στα βενετικά κανάλια
ζεστός ακόμα φτάνει ο αχνός των στεναγμών
καλλιεργημένων στα θερμοκήπια της ελευθεριάς.

Μέσα σε φημισμένους τοίχους πολλά σαπίζουν κάτυγρα κορμιά
που είσαι Χριστέ μου σ’ αυτό το άφτονο νερό
που δαχτυλιδώνει τόσες φυλακές
να δώσεις το σκούρο χρώμα των χτυπημένων κορμιών;
μόνο σε νυφικά φαγοπότια δεν αξίζει το μεθύσι των θαυμάτων
δε θέλουμε κρασί αλλά μαύρο μελάνι και λόγια κόκκινα
απ’ αυτά βαμμένα το χαρτί ασ’ το να πιεί τους πόθους εκείνων
που η κάθε συλλαβή ριμάρει με πέτρα
άσε να γκρεμιστεί η ομοιοκαταληξία με τρελή αλλά βαθιά ανθρώπινη ματιά
κι ο ψαλμός αυτός λεύτερα πια ανύποπτα ας φυτρώσει
σε αγκώνες δρόμων όπου ο αγέρας αψηφώντας τους τοίχους
τη μυρουδιά των λουλουδιών θα φέρει μακριά
μακριά ως τους άσπαρτους κήπους.

Δεν ήρθεν όμως η μεγάλη ημέρα
και με μηχανή τα κάτεργα ξακολουθούν και ζώνουν φιδίσια τείχη τη γη
καρπό φαρμακωμένο με δεσμωτήρια
από φυλακή σε φυλακή σέρνουν τα τραίνα τους καταδίκους
και σταματούν σε στάσεις του κόσμου
που πελασγικά εχτές και σιδερένια τώρα τρίζουν τους πόθους μας.

Από τις πυραμίδες τάφοι για τις ελπίδες των δούλων
από τους κρεμαστούς κήπους όπου άνθη αγκαθωτά μοσχοβολούν
για τους σκλάβους τα αγκάθια
απ’ τα παλάτια της Ρώμης φυλακές γι’ αυτούς που μένουν όξω
απ’ τα Μακρά Τείχη από της Κίνας τα μουράγια
ανεβαίνει σα βοή τεράστια το παράπονο των κολασμένων-
και σήμερις στον πόλεμο κάτου απ’τη γη
και στη θάλασσα πελώριοι τοίχοι προσφέρουνε νέα δάκρυα
με κλάματα αδιάκοπα σκεπάζουν τον ουρανό οι τοίχοι
οι τοίχοι της Βαβέλ που συμπληρώνουν τα κυπαρίσσια του Νέου Κόσμου
φύλακες κοιμητηριού όπου η φτωχολογιά ζει θρονιασμένη σε ηλεχτρική καρέκλα
κι από τις άπιστες εκείνες κορφές αναβλύζει τώρα η φωνή του Ζέφυρου
τραγουδεί με μάρμαρα προπυλαίων σε πλήχτρα σύγχρονης οικοδομής
απίθανες ιστορίες-τα έργα των ανθρώπων δούλοι της πέτρας
μας λέει πως τη σηκώσανε ψηλά με πόνο
για να ν’ ανασάνει λεύτερα στους αιθέρες του χρόνου
ενώ οι σκλάβοι ποιητές της φυσούνε το χτικιό στο βραδί τους δρόμο.

Για δέτε πως τρέχουν τρέχουν οι τοίχοι
σπούνε τον ορίζοντα πλημμυρούν τη γη
φάμπρικες παλάτια θέατρα μουσεία αποθήκες κλινικές
Λόντρα Ρώμη Πεκίνο Τόκιο μού ’ναι αδιάφορο
τρέχουν τρέχουν οι τοίχοι
με ρόδες από δολλάρια και βενζίνη της Μοσσούλης
και κάνουν λαδιές-στάδια εργατικής πορείας
σπάνιο το θέαμα διεθνική η συνάντηση
άραγες θα προφτάσει το τραγούδι μου ν’ανάψει τις καρδιές
προτού στους τοίχους του γραφείου μου φυτρώσει η μούχλα
η μούχλα της φυλακής
της φυλακής που κλείνει τα κορμιά
ή της άλλης της πιο φριχτής με τους τοίχους της απελπισιάς;
γράφω τόσο πολύ σιγά κι οι διαβαστές προφέρουν τόσο άσκημα τις ιδέες
που φοβούμαι μην κουραστώ να δω τους άλλους ακόμα να σταθμεύουν.

Όχι της φυλακής οι τοίχοι
τα λόγια μου δεν θα κρατήσουν
ο αγέρας θα πάρει τα χαρτιά μου
θα τα πετάξει στους δρόμους
θα τα σκορπίσει
και μακριά αν ζήσουν απ’ την ψυχή μου
κι εγώ γυμνός αν μείνω
θα’χω μια φωνή τη γροθιά μου.


Prisoner of My Mind by Alexandra Louie

Αντώνης Κηπουρός - ΦΥΛΑΚΗ ΤΟΥ ΝΟΥ

Αν βγω απ’ αυτή τη φυλακή
Τη φυλακή που έχω φτιάξει
Θα βλέπω άλλον ουρανό
Που θα ‘χει λέει άλλη λάμψη

Δεν θα με κυνηγά η σκιά
Αυτός ο πρώτος φύλακάς μου
Οι κόρες θα ‘ναι ανοιχτές
Για να ρουφούν όλο τον ήλιο

Δεν θα ξεραίνεται η ματιά
Και δεν θα θέλει τόσα δάκρυα
Θα μάθουνε τα μάτια μου
Τον ήλιο σαν φεγγάρι

Αν βγω απ’ αυτή τη φυλακή
Θα ‘θελα να με περιμένεις
Να δω μέσα στα μάτια σου
Αν ξέρεις πού πηγαίνεις

Να δω τα τόσα κρίματα
Άμα τα ‘χεις ξορκίσει
Η πέτρα που χορτάριασε
Αν θα ξανακυλήσει

https://www.fractalart.gr/

Sintram  by Mrs Louisa Starr Canziani


Ναπολέων Λαπαθιώτης - Στη φυλακή με κλείσανε

 

Στη φυλακή με κλείσανε
οι δυνατοί του κόσμου,
κι έσπασα πόρτες, κλειδωνιές,
να ρθω σε σένα, φως μου!

Τα σίδερα λυγίσανε,
από το βογγητό μου,
και στέρεψαν για να διαβώ,
κι οι ποταμοί του δρόμου...

Και σαν τρελός σε γύρεψα,
μα συ δεν εφαινόσουν!
Και πικραμένος, γύρισα
να με ξανακλειδώσουν.


https://www.sarantakos.com/






Prison Of Duke John, Son Of Gustav I  by Karl Johann Billmark



Τάσος Λειβαδίτης - Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΚΑΣΚΕΤΟ


16.

Και την πρώτη νύχτα μπήκε μες στο κελί ένας άνθρωπος που 'χε χάσει το πρόσωπο του, κι ακούμπησε το φανάρι που κρατούσε κάτω στο πάτωμα.

17.

Κι ο ίσκιος του μεγάλωσε πάνω στον τοίχο.
18.Και τον ερώτησε: πού έχεις κρυμμένα τα όπλα;
19.Κι εκείνος, κανείς δεν ξέρει αν από σύμπτωση, ή ίσως για ν' απαντήσει,
20.έβαλε το χέρι πάνω στην καρδιά του.
21.

Και τότε τον χτύπησε. Ύστερα μπήκε άλλος άνθρωπος που 'χε χάσει το πρόσωπό του και τον χτύπησε κι αυτός.

22.Κι οι άνθρωποι που 'χαν χάσει το πρόσωπό τους, ήσαν πολλοί.
23.Και ξημέρωσε. Και βράδιασε.
24.Ημέρες σαράντα.
25.Κι ήρθαν στιγμές που φοβήθηκε πως θα χάσει το λογικό του.
26.

Και τον έσωσε μια μικρή αράχνη στη γωνιά, που την έβλεπε

ακούραστη κι υπομονετική να υφαίνει τον ιστό της.

27.Και κάθε μέρα τής τον χάλαγαν με τις μπότες τους μπαίνοντας.
28.

Κι εκείνη τον ξανάρχιζε κάθε μέρα. Και της τον χάλαγαν πάλι. Και τ' άρχιζε ξανά.

29.Εις τους αιώνας των αιώνων.

http://ebooks.edu.gr/


Debtors Prison  by Andrew Howat


Βύρων Λεοντάρης - Απόσπασμα από το Λίζα Κ….
από τη συλλογή ΚΡΥΠΤΗ ( 1968)


- Η ηλικία είναι η σκόνη της ζωής επάνω μας

κάθε που σμίγουν τα κορμιά σηκώνεται σαν σύννεφο τριγύρω,

μας στριφτοτυλίγει και μας πνίγει

τι άλλο απ’αυτό θα μάθουμε ποτέ

γιατί λοιπόν τρομάζουμε μπρος σ’ένα γερασμένο πρόσωπο;

- Τρομάζουμε όχι γι’αυτό που κάποτε υπήρξαμε

αλλά γι’αυτό που δεν υπήρξαμε



A Gaul and his Daughter Imprisoned in Rome by Felix-Joseph Barrias

Μενέλαος Λουντέμης - Γραμμένο στη Μακρόνησο για  τον Ναζίμ Χικμέτ

Ναζίμ Χικμέτ, αρκαντάς. Συγκάτοικε της κόλασης.
Σ’ άκουσα που βόγκηξες εψές για την Ελλάδα.
Ήταν νύχτα ώρα πικρή. Κι ο βόγκος ακούμπησε στο στήθος μας.
Ήταν η ώρα που δέναμε τις πληγές μας.
Κι ανασηκώσαμε τον επίδεσμο για να σ’ ακούσουμε.
Να σ’ ακούσουμε –απ’ το μικρό μπουντρούμι της Σταμπούλ-
Να βογκάς μες σ’ όλα τα μπουντρούμια του κόσμου.
Τώρα, Ναζίμ, μπορώ να σου το πω.
Τώρα που μου στένεψαν τον κόσμο.
Τώρα που γεύτηκα της αλυσίδας τη σκουριά.
Τώρα, Ναζίμ, μπορώ να σου το πω:
Πως στο δεξί βραχιόλι της χειροπέδας μου
αισθάνομαι το χέρι το δικό σου.
Ναζίμ, ομοθάνατε αδελφέ μου.
Μας έφτασε απρόσμενα το γράμμα σου εδώ χτες βράδυ.
Σαν ένα πουλί που έφυγε απ’ το κλουβί του.
Σαν ένα χέρι που ανέβηκε από τα κύματα.
Το διαβάσαμε, ριγώντας συλλαβιστά,
κάτω απ’ το γιαταγάνι του μισοφέγγαρου.
Και πήραμε τον όρκο:
Να σου κεντήσουμε στο ρούχο
τη στάμπα του Μακρονησιώτη.
Και να σε κράξουμε επίτιμο μάρτυρα και συντοπίτη μας.
Η φυλακή μας είναι ξέσκεπη εδώ, Ναζίμ.
Γκρεμότοπος που τον ζώνει ολοτρόγυρα η πίσσα.
Και πάνω του σαλεύουμε ολόρθοι σκελετοί.
Πώς ήρθε και μας βρήκε το χαρτί σου;
Εδώ δεν άραξε άλλο τίποτε, ποτές –
παρά μονάχα οι δήμιοι κι οι βοριάδες.
Πώς βρήκε τη στράτα το χαρτί σου;
Αυτό που γίνηκε στον τόπο μου, αρκαντάς,
δεν εματάγινε ποτές, αλλού, στη σφαίρα,
κι ουδέ μιλιέται, ουδέ γροικιέται. Μοναχά
τούτο σου λέω, Ναζίμ: Τα μωρά,
τα μωρά που δεν έκλαψαν ποτέ γι’ άλλον κανένα
παρά για τον ίδιο τους τον εαυτό.
Τα μωρά έβαλαν από τις κούνιες τους το μοιρολόι,
για τα μεγάλα πάθη των γονιών τους.
Τούτο μονάχα σου λέω, αρκαντάς. Και θα ‘θελα να ξεφωνίσω.
Μα το κερί μου γέρνει στο σαμαντάνι το κεφάλι του,
και κλαίει για τον εαυτό του.
Τώρα καληνύχτα, Ναζίμ. Κι αύριο που θα φέξει,
Κι εγώ θα ξεντυθώ τα σίδερα,
θα ‘ρθω να σε βρω.
Θα πάρω το βαπόρι της γραμμής.
και θα ‘ρθω στη Σταμπούλ να σ’ ανταμώσω.
Και συ, θα δεις απ’ το κατάστρωμα το μαντήλι μου
και θ’ ανέβεις να με καλωσορίσεις.
Και τότε, θα πιαστούμε αδελφικά
και θα σεργιανίσουμε στα χώματα που γεννήθηκα.
Κι αν έχεις μάνα. Αν έχεις μάνα, αρκαντάς,
θα σκύψω να της φιλήσω το χέρι,
που ‘φερε στη ζψή τον αδελφό που μου ‘λειπε.
Κι αν έχεις αδελφό,
θα του ζητήσω να μου δανείσει τ΄ όνομά του.
Κι αν έχεις γιο.
θα βάλω στη χούφτα του το χέρι της κορούλας μου.
Κι αν δεν έχεις τίποτα ...
αν δεν έχεις τίποτα, αρκαντάς, τίποτα.
Τότες θα σου δείξω τα Τουρκάκια.
που ιδρώνουν στο μουράγιο/
Μ’ έναν ίδρο συγγενικό.
Τις μητέρες που ανεβαίνουν λυπημένες τον ανήφορο.
Τα παιδάκια που ξυλιάζουν έξω απ’ τις βιτρίνες.
Θα σου δείξω τις χιλιάδες μητέρες, τους αδελφούς –
και τα παιδιά μας.
Και θα δώσουμε μαζί τον όρκο της Ακοίμητης Οργής:
Πως δεν θα γελάσουμε ποτές, αν δεν γελάσουνε μαζί μας.
Πως δεν θα τραγουδήσουμε ποτές,
αν δεν τελειώσουνε τα δάκρυα του κόσμου.
Μα τώρα, συχώρα με, αρκαντάς. Σιμώνει ο σκοπός.
Και το κερί μου πέθανε στην πέτρα του. Ψηλά η ζωή!
Σε χαιρετώ με την ιαχή της Μακρόνησος.
Ο αδελφός σου
Μενέλαος Λουντέμης.



Charlotte Corday  by Granger


Κώστα Μόντης - Η Φυλακή

Το χειρότερο δεν είναι
που μ’ έκλεισαν σ’ αυτή τη φυλακή
και πήραν τα κλειδιά κι έφυγαν,
μα που δεν ξέρω ως πού φτάνει η φυλακή μου,
που δεν ξέρω το περίγραμμά της,
για να κάνω επιτέλους
σαν άνθρωπος κι εγώ
μιαν απόπειρα αποδράσεως.


Looking Out  by Anthony Morretta

Αλέκος Παναγούλης -[Ποιήματα Από Την Απομόνωση]

1. [Η ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΜΟΥ]

Ένα σπιρτόξυλο για πέννα
αίμα στο πάτωμα χυμένο για μελάνι
το ξεχασμένο περιτύλιγμα της γάζας για χαρτί
Μα τι να γράψω;
Τη Διεύθυνσή μου μονάχα ίσως προφτάσω
παράξενο και πήζει το μελάνι
Μέσ’ από φυλακή σας γράφω στην Ελλάδα

(Στρατιωτικές Φυλακές Μπογιατίου, 5 Ιουνίου 1971 – Μετά ξυλοδαρμό)


2.[ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ]

Ψυχή φυλακισμένη στο κορμί
Κορμί φυλακισμένο στη ζωή
Ζωή φυλακισμένη μεσ’ στο Χρόνο
Πνεύμα π’ απ’ όποια φυλακή κι αν βγει
σε φυλακή πάλι θα πέσει
Κι είναι μονάχα το κορμί π’ αγάπησε τη φυλακή του
Πώς να μην έρθει ο θάνατος λοιπόν;

The Prison Window by MotionAge Designs
Κωνσταντίνος Θεοτόκης - Κατάδικος

Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ είναι ένα εκτεταμένο αφήγημα πον γράφτηκε το 1919. Η υπόθεσή του τοποθετείται σε ένα αγροτικό χωριό της Κέρκυρας όπου ζουν ο Γιώργης Αράθυμος με την όμορφη γυναίκα του, τη Μαργαρίτα και τα δυο παιδιά τους, και ο Τουρκόγιαννος που δουλεύει ως υποταχτικός τους. Στη ζωή της οικογένειας μπαίνει ο Πέτρος Πέπονας, ένας γείτονας πον αισθάνεται δυνατό έρωτα για τη Μαργαρίτα. Ο Τουρκόγιαννος που τρέφει ένα βαθύ και κρυφό αίσθημα για τη Μαργαρίτα («τη λατρεύει σαν Παναγία») έχει υποψιαστεί και παρακολουθεί το ζευγάρι προσπαθώντας να εμποδίσει την παρεκτροπή της Μαργαρίτας. Η παρουσία του Τουρκόγιαννου έχει γίνει ενοχλητική για τον Πέτρο και τη Μαργαρίτα· γι' αυτό τον διαβάλλουν στο Γιώργη, που διώχνει άγρια τον Τουρκόγιαννο από το σπίτι. Την άλλη μέρα ο Γιώργης βρέθηκε δολοφονημένος. Οι υποψίες έπεσαν στον Τουρκόγιαννο, που καταδικάστηκε σε ισόβια (Κατάδικος). Ο Πέτρος και η Μαργαρίτα παντρεύονται. Λίγο αργότερα ο Πέτρος συλλαμβάνεται για κάποιο αδίκημα και φυλακίζεται. Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από το 15ο και τελευταίο κεφάλαιο.

Ήταν απόγιομα κι είχε έρθει το χινόπωρο. Την αυλή της φυλακής έλουζε ο ήλιος στο βαθυγάλαζον ουρανό, όπου ανάλαφρα ανάλαφρα εταξίδευαν άσπρα διαβατάρικα σύννεφα. Κι οι κατάδικοι, συντροφιές συντροφιές, εκουβέντιαζαν μεταξύ τους, άλλοι όρθιοι, άλλοι καθισμένοι, άλλοι κάνοντας περίπατο. Μαζί τους δεν ήταν πλια ούτε ο Κάης, που 'χε λάβει τη χάρη του, ούτε ο αγιογράφος που μήνες πίσω είχε χτικιάσει, είχε μολύνει κι άλλους κατάδικους, κι είχε πεθάνει μονάχος μία νύχτα στο κελί του, ούτε ο κλέφτης που 'χε καταφέρει να φύγει από τη φυλακή κι είχε πάει να ζήσει με τα φυλαμένα χρήματά του. Κι από τους άλλους κάποιοι είχαν μετατεθεί σ' άλλες φυλακές, άλλοι ήταν ελεύτεροι, κι είχαν έρθει, αντίς, καινούρια πρόσωπα αυτές τες μέρες που το κακουργοδικείο πάλε εδούλευε, άλλοι για πολλά, άλλοι για λίγα χρόνια, ένας κιόλας για όλη του τη ζωή. Κι αυτήν την ώρα ο Τουρκόγιαννος ήταν μέσα στο κελί του κι είχε ξαπλωθεί στο σκληρό του κρεβάτι συλλογισμένος. Αυτός ξακολουθούσε πάντα το έργο του, μα η φυλακή τον είχε γεράσει. Τα κομμένα μαλλιά του και το ακατάστατο μουστάκι του είχαν ασπρίσει, οι πλάτες του είχαν σκεβρώσει περισσότερο, το μέτωπό του είχε ζαρώσει, μα η όψη του ήταν πάντα φαιδρή, κι ήσυχα τα γαληνά του κι αθώα μάτια.

Η σιδερένια πόρτα άνοιξε και μαζί μ' ένα φύλακα εμπήκε μέσα ο Πέτρος Πέπονας. Είχε δικαστεί αυτήν την ημέρα.

Εκοίταξε έναν έναν τους κατάδικους, σα να ξέταζε αν εγνώριζε κανέναν, και τους χαμογέλασε, ενώ ο φύλακας με τα βαριά κλειδιά του άνοιγε ένα μανταλωμένο κελί.

— Θα κοιμάσαι εδώ μέσα, του 'πε αδιάφορα· και οι άλλοι κατάδικοι εκατάλαβαν πως θα 'μενε λίγον καιρό μόνο στη φυλακή τους.

Ο επιζωήτης τον εσίμωσε και του 'πε:

— Καλώς ήρθες· έλα μαζί μας και πες μας τι γίνεται στον έξω κόσμο.

Τρεις τέσσεροι άλλοι ήρθαν τότες σιωπηλοί σιμά τους κι έκαμαν κύκλο μπροστά του.

—Είναι αλήθεια, είπε κάποιος, πως άλλαξε η Κυβέρνηση, κι έχει σκοπό να δώκει πολλές χάρες;

— Δεν ξέρω, είπε ο Πέτρος· ήμουνα έξι μήνες προφυλάκιση. Και βλέποντας πως εκατέβαζαν λυπημένοι το βλέφαρο, ξανάπε με ψυχοπόνια. Μα τ' άκουσα εκεί μέσα· είναι βέβαιο, λένε!

—Και θα καλυτερέψει και το φαγί, είπε ένας άλλος· αυτό που μας δίνουν τώρα μας αρρώστησε· ο διαφεντής μας, λένε, το κλέφτει. Ήτανε βλέπεις κομματάρχης του αλλουνού υπουργείου.

— Ωχ! είπε ένας άλλος· την τύχη μας την ξέρουμε. Από κακού σε χειρότερο!...

— Και πόσο θα μείνεις μαζί μας, ερώτησε τον Πέτρο ο επιζωήτης.

— Άλλους έξι μήνες, τ' αποκρίθηκε κοιτάζοντάς τον με καλοσύνη· η κατηγορία ήταν βαριά, μα είχα καλούς μαρτύρους· όλο το χωριό μού πήρε το μέρος μα η δουλειά μού στοίχισε.

— Παιγνίδια! είπε με χλευασμό ο επιζωήτης.

— Εμένα, είπε ένας άλλος, τους μάρτυρες, που 'χα πλερωμένους, το δικαστήριο δεν τους πίστεψε· κάποιος εκόντεψε μάλιστα να πάει μέσα, κι εκείνος· και με καταδίκασε είκοσι χρόνια. Μια ζωή!...

— Ας είμαι φχαριστημένος, είπε ο Πέτρος· ως να σπαρθεί το στάρι και να ωριμάσει, θα 'μαι πάλε στο σπίτι μου και θα ξανάβρω τη γυναίκα μου!... Και το χωριό μου θα μ' αγαπάει, γιατί βέβαια κλητήρας με ορδινιές  δε θα το ξαναπατήσει!... Κι όταν βγω, αδέρφια, με το καλό από τη φυλακή, κάθε φορά που θα σμίγω μ' έναν από σας, θα του κάνω το γιώμα! Και κρασί όσο θέλει!...

—Στοιχηματίζω, είπε πάλε χλευαστικά ο επιζωήτης, πως είσαι κάποιος νοικοκύρης του χωριού σου, φρόνιμος κι ήσυχος! Ούτε συ δε μου παίρνεις τα πρωτεία πόχω εδώ μέσα· εμέ τ' όνομά μου ακούεται σε καλόν κόσμο· και δύσκολα θα λησμονηθεί!... Πώς σε λένε;

— Πέτρο Πέπονα!

— Κι από πού είσαι;

Είπε τ' όνομα του χωριού του κι εκοίταξε προς το κελί του Τουρκόγιαννου, που τώρα ήταν καθισμένος στο κατώφλι του, κι εμιλούσε μ' έναν νέο ανήλικο ακόμη, καθισμένον και κείνον κατά γης μπροστά του, και του 'λεγε.

— ... Γιατί στον κόσμο δεν μπορεί να 'ναι ευτυχισμένοι παρά ή εκείνοι που κάνουν το καλό, ή εκείνοι που όταν αμαρτήσουν αληθινά μετανιώνουν. Γιατί η ψυχή και του κακού του ανθρώπου, βαστάει μία θεϊκιά αχτίδα, που τήνε φωτίζει· είναι πλάσμα Θεού ως κι αυτή. Και η θεϊκιά εκείνη αχτίδα είναι η καλοσύνη. Κι όταν ο νους δεν εξουσιάζει την ψυχή μάλιστα την ώρα που θα πέσει ο άνθρωπος στον ύπνο τόνε κυριεύει εκείνη η καλοσύνη, κι η συνείδηση τον ελέγχει για την κακία του. Παρόμοια θα 'ναι και η φοβερή ώρα του θανάτου, όταν για το φονιά παίρνει ο Χάρος την όψη του σκοτωμένου. Και παρόμοια, όταν οι άνθρωποι κρύβουμε στην καρδιά κάποια λύπη βαριά και μεγάλη, όσο ο νους εξουσιάζει στον ξύπνο, μας φαίνεται αυτή η λύπη λησμονημένη και νεκρή, μα τη στιγμή που μας κλει τα μάτια ο ύπνος, ανασταίνεται μέσα μας και μας χαλάει την ανάπαψη!

Και ο νέος τον άκουε προσεχτικά, τον εκοίταζε με τρυφερό βλέμμα και τα μάτια του εδάκρυζαν.

Κι ο Πέτρος άκουε από μακριά τη γνωστή φωνή, εκοίταξε αθέλητα το χέρι του, άνοιξε τα μάτια του, έχασε το χρώμα του κι ερώτησε, ελπίζοντας πως δεν ήταν εκείνος, γιατί δεν τον είχε ιδεί ακόμη με κομμένα μαλλιά και με ξυρισμένα τ' αριά του γένια.

— Ποιος είναι αυτός;

— Ο Άις-Γιάννης ο Τουρκόγιαννος, του 'πε ένας κατάδικος.

— Όλο από αυτά λέει όλη μέρα! είπε χλευαστικά ο επιζωήτης. Είναι ζουρός για δέσιο, και δεν ξέρει κανείς γιατί τον αφήνουνε ως τώρα εδώ μέσα. Λέει πως δεν έκαμε τίποτα· και μας σκοτίζει όλη μέρα το κεφάλι όλο θεολογίες, θεολογίες και δος του θεολογίες! Δεν ξέρει κανείς τι είναι εδώ: Εκκλησία ή φυλακή; Κι εστραβοκοίταξε τον Τουρκόγιαννο κι εγέλασε.

— Είναι από το χωριό σου, είπε ένας άλλος.

- Πες μας εσύ, είπε ένας άλλος, εσκότωσε ο Τουρκόγιαννος ή όχι;

Ο Πέτρος δεν του αποκρίθηκε· τώρα είχε συνέρθει από την ταραχή του και σοβαρός είπε σα ν' απαντούσε στα λόγια του Τουρκόγιαννου.

— Υπάρχει στον κόσμο κι άλλη ευτυχία, κι αυτή είναι η αληθινή: του ανθρώπου που εξουσιάζει· εκείνος υποτάζει την τύχη του, η θέλησή του γίνεται και νικάει όλα τα εμπόδια. Κι εκοίταξε ολόγυρά του τους ανθρώπους που τον άκουαν μ' ένα χαμόγελο και ξανάπε.

— Τι θα 'μουνα εγώ, αν δεν ήμουνα τέτοιος; Το κλωτσοσκούφι της τύχης! Κι αντίς, τώρα έχω χτήμα, έχω γυναίκα, θα κάμω και παιδιά· κι ο κόσμος με μακαρίζει· τώρα με σέβεται κιόλας, σας το 'πα!

— Κι είσαι ευτυχισμένος; τον ερώτησε κάποιος.

— Πες μας, τον ξαναρώτησε ο άλλος κατάδικος· εσκότωσε ο Τουρκόγιαννος ή όχι;

Ο Πέτρος ξανακοίταξε ανήσυχος το χέρι του.

— Και θα πάρεις τα καλά σου στον άλλο κόσμο; του 'πε ο άλλος.

— Στον άλλον κόσμο! επεργέλασε ο επιζωήτης κοιτάζοντάς τον θυμωμένος.

— Πες μας, ξανάπε του Πέτρου ο άλλος.

— Έχει δίκιο ο Πέτρος, είπε ο επιζωήτης· αλλά πρέπει κανείς να τα καταφέρνει! Εμέ η τύχη μ' εκυνήγησε και λίγο έλειψε να μου πέσει το κεφάλι! Κι εφώναξε.

— Αι-Γιάννη Τουρκόγιαννε, έλα δω· ήρθε κάποιος από το χωριό σου.

Κι ο Τουρκόγιαννος εγύρισε το κεφάλι σα να 'βγαινε από ένα βαθύ όνειρο, εκοίταξε πρώτα τον επιζωήτη, εκάρφωσε έπειτα το βλέμμα του στα μάτια του Πέτρου, που εκατέβασε αμέσως τα βλέφαρα, άλλαξε πολλές φορές χρώμα κι αναστενάζοντας ξαναμπήκε στο κελί του.

Κι ο Πέτρος επάνιασε· έστριψε το μαύρο μουστάκι του κι έμενε σιωπηλός για πολληώρα.

— Πες μας, τον ξαναρώτησε ο άλλος κατάδικος, εσκότωσε ο Τουρκόγιαννος ή όχι; γιατί δε μας αποκρίνεσαι;

Κι ο Πέτρος είπε τώρα ζυγίζοντας τα λόγια του και σα φοβισμένος μην επροδινότουν.

— Δεν το ξέρω! Ήτανε πάντα μπόδιο στο δρόμο μου, επαραφύλαγε τη Μαργαρίτα, τη γυναίκα του σκοτωμένου· κι ήταν πανταχού παρών κι εγώ την αγαπούσα τη Μαργαρίτα, ήμουνα παθιασμένος με τη Μαργαρίτα, κι είχε μαλλιάσει η καρδιά μου. Σήμερα είναι γυναίκα μου· καλά ο άντρας της, μα κι αυτός! Κι η Μαργαρίτα δε μου ερχότανε· κι εγώ ίδρωνα αίμα... Κι έπειτα εσκοτώθηκε ο άντρας της· κι έντεσε αυτός· κι εγώ τον εβούλιαξα!... στο δικαστήριο εκόντεψα να τόνε στείλω στην κρεμάλα. Μα η Μαργαρίτα λέει πως είναι αθώος και μ' επαίδευε να βρω τρόπο για να βγει από τη φυλακή!...

— Είναι αθώος, είπε ο άλλος.

— Πάμε να του μιλήσεις, είπε ο επιζωήτης και τον έπιασε από το χέρι και τον έσυρε προς το κελί του Τουρκόγιαννου.

Η μικρή πόρτα ήταν ανοιχτή κι αυτός εκαθότουν πάνου στο κρεβάτι του σκεφτικός κι εβαστούσε με τα δύο του χέρια το κεφάλι, σκυμμένος προς τη γη.

— Άι-Γιάννη Τουρκόγιαννε, του φώναξε ο επιζωήτης.

Αυτός εσήκωσε το βλέμμα και λυπημένος εκοίταξε για πολλή ώρα τον Πέτρο:

— Σ' άφηκε, του 'πε αναστενάζοντας, ο Θεός να πέσεις και σ' άλλο κρίμα για να μετανιώσεις και να δοξαστεί τ' όνομά του;

— Εσκότωσε ο Τουρκόγιαννος ή όχι; ερώτησε ο επιζωήτης.

— Δεν ξέρω, είπε ο Πέτρος κοιτάζοντας πάλε αθέλητα το χέρι του.

— Ω Ιούδα! ανέκραξε ο Τουρκόγιαννος, εσύ ξέρεις που δεν εσκότωσα, καθώς είναι γραμμένο! και μ' εκυνήγησες, εμένα έναν ορφανόν άνθρωπο, κι ηθέλησες να μ' ανεβάσεις στην κρεμάλα! Τι θα σου 'κανα; Και το χείλι του ξακολούθησε να τρέμει σα να μουρμούριζε ακόμη κάτι.

— Ποιος εσκότωσε! είπε ανυπόμονα ο επιζωήτης.

— Ας το πει! είπε ταραγμένος ο Τουρκόγιαννος· εγώ όχι! Και εκοίταζε πύρα τον Πέτρο και τα χείλη του εκουνιόνταν αδιάκοπα· ήθελε ακόμα να ειπεί κάτι, μα δεν το 'λεγε, σα να εφοβότουν. Τέλος κατέβασε τα μάτια και σιγαλά είπε.

— Κι η Μαργαρίτα; και το μέτωπο του ίδρωσε.

— Είναι γυναίκα μου, του απάντησε αμέσως ο Πέτρος ταραγμένος.

— Ω την επήρες! του 'πε ανατριχιάζοντας, την επήρες; Πώς εμπόρεσες!

Κι ο επιζωήτης είπε ολομεμιάς του Πέτρου μ' ένα άσκημο και δυνατό γέλιο, κοιτάζοντάς τον πρώτα και χτυπώντας του έπειτα τον ώμο.

— Στοιχηματίζω Πέτρο Πέπονα, το κεφάλι μου, που εκόντεψε να πέσει, πως εσύ ο ίδιος εσκότωσες για να πάρεις τη γυναίκα και τον αδικόβαλες.

Ο Τουρκόγιαννος έτρεμε όλος τώρα, ήταν ωχρός, τα μάτια του εδάκρυζαν κι είχε σηκωθεί από το κρεβάτι. Κι ο Πέτρος άκουσε αυτήν τη στιγμή κάτι να του σφίγγει το λάρυγγα, κι αλαλιασμένος εκοίταζε τον έναν κατόπι στον άλλον. Η ψυχή του αναστατώθηκε. Ο νους του δεν μπορούσε πλια να την κυβερνήσει· κι εδιάβηκε με μιας εμπρός του όλο το έγκλημα: ο σφαγμένος Αράθυμος, η νύχτα του φονικού, το καρτέρι στο σκοτάδι, το μαρτύριο του ανθρώπου που 'χε καταδικαστεί με τη δολερή μαρτυρία του, ο γάμος του· κι αυτήν την ώρα άκουσε πάλε μέσα του την ανάγκη να μολογήσει τα πάντα και ν' αλαφραίσει την αποσκληρημένη καρδιά του. Επάλεψε κάμποση ώρα με τον εαυτό του και ο αγώνας εκείνος εζωγραφιζότουν στο πρόσωπό του, που πότε εκοκκίνιζε, πότε εκιτρίνιζε, πότε ίδρωνε, στο φοβισμένο κι αλλόκοτο βλέμμα του, στες φλέβες του λαιμού του που εφούσκωναν, στη δίπλα που 'καναν τα ωχρά του χείλη, στο νευρικό ψηλάφισμα πόκαναν τα δάχτυλά του· το μυστικό τον έπνιγε. Η δύναμη που ήθελε να τόνε κάμει να μιλήσει ήταν ακατανίκητη· έκλεισε τα μάτια του που τώρα ήταν θαμπά και μεγάλα, κι είπε του Τουρκόγιαννου.

— Ω συμπάθησε!

Και ζαλισμένος εβάλθηκε να τρέμει σύγκορμος και τα μάτια του εγέμισαν δάκρυα κι έπειτα ένα κλάμα δυνατό τον ετίναξε, κρύος ίδρος τον έλουσε, γίνηκε κατακίτρινος, κι ερώτησε τον εαυτό του πώς θα μπορούσε αμέσως ν' αφανιστεί, για να μη τον βλέπουν οι άνθρωποι οι άλλοι, καταλαβαίνοντας αυτήν τη στιγμή πως τους είχε αδικήσει όλους με το σκληρό φονικό, κι έκρυψε το πρόσωπό του στα χέρια του κι εσωριάστηκε χάμου. Τώρα πλια δεν μπορούσε καθόλου ν' αντισταθεί σ' εκείνην τη δύναμη που τον έσπρωχνε ακατανίκητη στο χαλασμό του. Κι είπε με ξερή φωνή, μαζεύοντας όσο μπορούσε το κεφάλι μέσα στες πλάτες του.

— Εγώ εσκότωσα! Τη νύχτα στο σκοτάδι του 'χα στήσει καρτέρι! Κι αιστάνθηκε σα να 'βγαινε από μέσα του μια φλόγα, αφήνοντάς του πονεμένα τα σπλάχνα.

Και οι άλλοι κατάδικοι έμειναν ολόγυρά του σα φοβισμένοι από τη φριχτή στιγμή, κι εκοίταζεν ο ένας τον άλλον χλωμοί κι εκείνοι στο πρόσωπο.

Μόνο ο επιζωήτης εγελούσε ακόμα με ένα άσκημο χλευαστικό γέλιο κι είπε.

— Μεγάλος δε βαστάχτηκες ως το τέλος!

Κι ο Τουρκόγιαννος είχε βγει τώρα από το κελί του, χαμογελούσε περίτρομος, είχε δακρυσμένα τα μάτια κι έτρεμε μ' όλο το κορμί, παρέτοιμος να βλογήσει τον Πέτρο. Κι άξαφνα έλαμψε μέσα στο νου του η εικόνα της Μαργαρίτας, κι εθυμήθηκε τα ορφανά του Αράθυμου. Κι είπε έπειτα από ώρα με το συνηθισμένον κι ήσυχον τρόπο του.

— Δεν εσκότωσε! Εγώ σας γελούσα!

Κι ο Πέτρος ευρέθηκε με μιας ορθός και τον εσίμωσε κι έπεσε γονατιστός μπροστά του και ξακολούθησε να κλαίει χωρίς να προφέρει λέξη. Μα ο Τουρκόγιαννος ήσυχα πάλε ξανάπε.

— Λέει ψέματα! Εγώ εσκότωσα κι εγώ ετιμωρήθηκα· τόσο καιρό σας γελούσα.

— Απ' όταν εσκότωσα, ξανάπε ο Πέτρος, ο ίσκιος του δε μ' άφηκε γλυκιά στιγμή· μου φανερωνότουν και στον ύπνο, κι εζητούσε δεύτερη φορά να τόνε σκοτώσω, αφού είχα πάρει τη Μαργαρίτα, και δεν θέλει ακόμη να με λησμονήσει!

— Λέει ψέματα! ξανάπε ο Τουρκόγιαννος· εγώ εσκότωσα κι ετιμωρήθηκα.

— Ω συμπάθησε! του ξανάπε ο Πέτρος παρακαλώντας. Θα σου δώσουνε τώρα τη χάρη!

— Και πού να πάω; είπε ο Τουρκόγιαννος αναστενάζοντας· εγώ ένας ορφανός άνθρωπος; Η Μαργαρίτα πρέπει να μη μάθει και να ζήσει ευτυχισμένη μαζί σου, και στον κόσμο δεν έχω πλια τίποτα. Εδώ μέσα για με είναι ο κόσμος· δεν τη θέλω τη χάρη κι εδώ θα πεθάνω, γιατί πονεμένες ψυχές ζητούν παρηγοριά στη μετάνοια!

Αυτήν τη στιγμή ο φύλακας με την ήμερη όψη έκραξε τον Πέτρο.

— Πέτρο Πέπονα, του 'πε· η γυναίκα σου σε ζητεί από τα σίδερα για να σε χαιρετήσει.

Κι ο Τουρκόγιαννος έγειρε το βλέμμα του προς τη σιδερένια πόρτα, εκοίταξε μια στιγμή τη Μαργαρίτα, αναστέναξε κι εμπήκε ξανά κλαίοντας στο κελί του.

Old Western Jail is a photograph by John Malone 


Χάινριχ Μπελ - Το λυπημένο μου πρόσωπο

Απόσπασμα

...Ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα μπήκε χωρίς να πει λέξη ένας χλωμός ψηλός άντρας με τη μαυριδερή στολή του προανακριτή. Κάθισε χωρίς να πει λέξη και κάρφωσε το βλέμμα πάνω μου. «Επάγγελμα;» «Μονάχα συνάδερφος». «Έτος γεννήσεως;» «Πρώτη πρώτου του «Ένα», είπα. «Τελευταία ασχολία;» «Κατάδικος». Ο ένας τους κοίταξε τον άλλον. «Πότε και από πού απολύθηκες;» «Χτες από το κτίριο 12, κελλί 13». «Τόπος προορισμού;» «Για την πρωτεύουσα». «Χαρτί!»

Έβγαλα από την τσέπη το αποφυλακιστήριο και του το 'δωσα. Το καρφίτσωσε στην πράσινη καρτέλλα, που είχε αρχίσει να συμπληρώνει με τα στοιχεία μου. «Προηγούμενη παράβαση;» «Χαρούμενο πρόσωπο». Ο ένας τους κοίταξε τον άλλον. «Εξήγησε!» είπε ο προανακριτής. «Παλιά τράβηξε την προσοχή του πολιτσμάνου το χαρούμενο πρόσωπό μου, μέρα που είχε διαταχθεί γενικό πένθος. Ήταν η μέρα που πέθανε ο αρχηγός». «Διάρκεια ποινής;» «Πέντε». «Έκτιση;» «Άσχημα». «Αιτία;» «Πλημμελής αφοσίωση στην εργασία». «Αρκετά!»

Ο προανακριτής σηκώθηκε, ήρθε κατά πάνω μου και μ' ένα χτύπημα μου 'σπασε κυριολεκτικά τα τρία μεσαία μπροστινά δόντια, σημάδι πως για λόγους υποτροπής έπρεπε να στιγματιστώ μ' αυστηρά μέτρα, που δεν είχα λογαριάσει. Ο προανακριτής έφυγε και μπήκε μέσα ένας χοντρός τραμπούκος με κατάμαυρη στολή: ο ανακριτής. Ο ανώτερος ανακριτής, ο προϊστάμενος ανακριτής, ο επίτροπος και ο πρόεδρος και μαζί τους ο πολιτσμάνος εξάντλησε τη «λήψη» όλων των «σωματικών μέτρων» καθώς ο νόμος πρόσταζε. Και μου 'ριξαν δέκα χρόνια φυλακή για το λυπημένο μου πρόσωπο, έτσι ακριβώς όπως πριν πέντε χρόνια μου είχαν ρίξει πέντε χρόνια φυλακή για το χαρούμενο πρόσωπό μου.

Αν αντέξω τα επόμενα δέκα χρόνια της ευτυχίας και του σαπουνιού, είμαι αληθινά αναγκασμένος να φροντίσω να μείνω ολότελα δίχως πρόσωπο.

μτφρ.: Φανης Τουλουπης
Διαβάστε περισσότερα εδώ



ΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΝΥΚΤΙΟΥ
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ 

Για τον Μπίλι Χεις το 1970 ήταν η πιο καθοριστική χρονιά της ζωής του. Ήταν η χρονιά που προσπάθησε να μεταφέρει λαθραία δύο κιλά χασίς από την Κωνσταντινούπολη πίσω στην πατρίδα του, τις ΗΠΑ.Η χρονιά που τον συνέλαβαν στο αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολης και καταδικάστηκε σε τριάντα χρόνια κάθειρξη σε τουρκική φυλακή. Και έτσι ξεκίνησε ο μεγάλος του εφιάλτης...
Για μια πενταετία ο Χεις υπέφερε τη βρόμα, τη βία και τον εξευτελισμό του εγκλεισμού σε ένα φρικιαστικό περιβάλλον, ενώ η οικογένειά του προσπαθούσε μάταια να τον απελευθερώσει. Τελικά, μέσα στην απελπισία του, επιστράτευσε όλο του το θάρρος και επιχείρησε να αποδράσει - ένα τόλμημα που, ανέλπιστα, πέτυχε.
Το συγκλονιστικό χρονικό της περιπέτειας τον Μπίλι Χεις, που ενέπνευσε την ομότιτλη ταινία, μέσα από τη μαρτυρία του ίδιου. Μια αληθινή, κλασική ιστορία επιβίωσης και αντοχής ειπωμένη με χιούμορ, εξυπνάδα και απόλυτη ειλικρίνεια. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Η ΤΑΙΝΙΑ 

Το Εξπρές του Μεσονυχτίου (αγγλικά: Midnight Express) είναι αμερικανική δραματική ταινία παραγωγής 1978, σε σκηνοθεσία Άλαν Πάρκερ. Το σενάριο έγραψε ο Όλιβερ Στόουν και είναι βασισμένο στο ομότιτλο αυτοβιογραφικό βιβλίο του Μπίλι Χέιζ. Πρωταγωνιστούν οι Μπραντ Ντέιβις, Ιρέν Μίρακλ, Μπο Χόπκινς, Πολ Λ. Σμιθ, Ράντι Κουέιντ και Τζον Χερτ. Ο Χέιζ ήταν ένας Αμερικανός φοιτητής που κλείστηκε σε τουρκική φυλακή με την κατηγορία ότι προσπάθησε να περάσει λαθραία χασίς.

Η ταινία ξεφεύγει αρκετά από τα γεγονότα που περιγράφει το βιβλίο, ειδικά στην παρουσίαση των Τούρκω,. Αρκετά χρόνια αργότερα, τόσο ο Χέιζ όσο και ο Στόουν, δήλωσαν ότι μετάνιωσαν για την απεικόνιση των Τούρκων στην ταινία.Ο τίτλος στην αργκό των φυλακών, σημαίνει την προσπάθεια κρατούμενου να αποδράσει.

Η ταινία κυκλοφόρησε στους κινηματογράφους των Ηνωμένων Πολιτειών στις 6 Οκτωβρίου 1978. Έλαβε πολύ καλές κριτικές, με αρκετούς να επαινούν την ερμηνεία του Ντέιβις, το καστ, το σενάριο, τη σκηνοθεσία και τη μουσική του Τζόρτζιο Μόροντερ. Έλαβε έξι υποψηφιότητες για Όσκαρ, ανάμεσά τους για Καλύτερη Ταινία και Σκηνοθεσία, κερδίζοντας δύο, στις κατηγορίες Διασκευασμένου Σεναρίου και Μουσικής.

Πλοκή

Στις 6 Οκτωβρίου 1970, μετά την παραμονή του στην Κωνσταντινούπολη, ο Αμερικανός Μπίλι Χέιζ συλλαμβάνεται από την τουρκική αστυνομία για κατοχή μαριχουάνας καθώς ήταν έτοιμος να αναχωρήσει αεροπορικώς από τη χώρα μαζί με την κοπέλα του. Μετά από λίγο έρχεται ένας μυστηριώδης Αμερικάνος και πηγαίνει τον Μπίλι σε ένα τοπικό αστυνομικό τμήμα και μεταφράζει τη συνομιλία του με έναν ντετέκτιβ. Η αστυνομία ρωτάει τον Μπίλι πώς βρέθηκε στην κατοχή του το χασίς.

Ο Μπίλι τους λέει ότι το αγόρασε από έναν ταξιτζή και προσφέρεται να βοηθήσει την αστυνομία να τον εντοπίσει με αντάλλαγμα την ελευθερία του. Πηγαίνει με την αστυνομία σε μια τοπική αγορά και δείχνει τον ταξιτζή και ενώ η αστυνομία πηγαίνει να τον συλλάβει, ο Μπίλι αρχίζει να τρέχει για να τους ξεφύγει. Στριμώχνεται σε μια γωνία και συλλαμβάνεται ξανά από τον μυστηριώδη Αμερικάνο. Ο Μπίλι φυλακίζεται για 4 χρόνια και 2 μήνες για κατοχή ναρκωτικών. Στη φυλακή θα γνωρίσει και θα γίνει φίλος με άλλους κρατούμενους από τη Δύση.

Το 1974, μετά από έφεση, το Δικαστήριο απορρίπτει την αρχική ποινή των τεσσάρων χρόνων και τον καταδικάζει σε 30ετή φυλάκιση για το έγκλημά του. Η παραμονή του Μπίλι στη φυλακή μετατρέπεται σε ζωντανή κόλαση: τρομακτικές σκηνές σωματικών και πνευματικών βασανιστηρίων ακολουθούν η μία την άλλη, ενώ δωροδοκία, βία και παράνοια κυριαρχούν στην φυλακή.

Το 1975, η Σούζαν επισκέπτεται τον Μπίλι και τρομοκρατείται όταν βλέπει τι του έκαναν οι φύλακες. Του δίνει ένα σημειωματάριο με λεφτά κρυμμένα μέσα, ελπίζοντας ότι θα τον βοηθήσουν να δραπετεύσει. Αφού εισαχθεί στο ψυχιατρικό άσυλο της φυλακής, ο Μπίλι θα προσπαθήσει να αποδράσει, δωροδοκώντας τον αρχιφύλακα να τον μεταφέρει στο νοσοκομείο όπου δεν υπάρχουν φύλακες. Ο αρχιφύλακας όμως τον πηγαίνει σε ένα άλλο δωμάτιο και επιχειρεί να τον βιάσει. Ο Μπίλι τον σκοτώνει. Φοράει τη στολή του και καταφέρνει να αποδράσει από την μπροστινή πόρτα. Στον επίλογο, αναφέρεται ότι τη νύχτα της 4ης Οκτωβρίου 1975, ο Μπίλι πέρασε τα σύνορα προς την Ελλάδα κι έφτασε στο σπίτι του τρεις εβδομάδες αργότερα.

Ηθοποιοί και Χαρακτήρες
Μπραντ Ντέιβις στον ρόλο του Μπίλι Χέιζ
Ιρέν Μίρακλ στον ρόλο της Σούζαν
Μπο Χόπκινς στον ρόλο του Τεξ, ο μυστηριώδης Αμερικάνος
Πάολο Μπονατσέλι στον ρόλο του Ρίφκι
Πολ Λ. Σμιθ στον ρόλο του Χαμιντού
Ράντι Κουέιντ στον ρόλο του Τζίμι Μπουθ
Νόρμπερτ Γουέισερ στον ρόλο του Έρικ
Τζον Χερτ στον ρόλο του Μαξ
Μάικ Κίλιν στον ρόλο του Κύριου Χέιζ
Μιχάλης Γιαννάτος, στον ρόλο του δικαστικού μεταφραστή

https://el.wikipedia.org/

Prison Paintings by the Turkish artist Gülsün Karamustafa 



Ο δρόμος για το Γκουαντάναμο (The road to Guantanamo) (2006) - ΤΑΙΝΙΑ 

Σκηνοθεσία: Mat Whitecross , Michael Winterbottom
Ηθοποιοί: Riz Ahmed (as Shafiq), Farhad Harun (as Ruhel), Waqar Siddiqui (as Monir), Arfan Usman (as Asif Iqbal), Shahid Iqbal (as Zahid)

Υπόθεση:
Τρεις νεαροί Βρετανοί υπήκοοι κρατήθηκαν για δύο χρόνια στη αμερικανική στρατιωτική φυλακή Γκουαντάναμο, στην Κούβα χωρίς ποτέ να τους απαγγελθούν επίσημα κατηγορίες. Γνωστοί και ως "Το τρίο του Τίπτον" – αναφορικά με τη γενέτειρά τους, το Τίπτον της Βρετανίας- οι τρεις τους επέστρεψαν τελικά στη Μ. Βρετανία όπου και αφέθηκαν ελεύθεροι χωρίς και πάλι να τους δοθεί κάποια επίσημη εξήγηση για τη φρικτή τους δοκιμασία. Η ταινία παρουσιάζει το χρονικό των γεγονότων που οδήγησαν τους τρεις νεαρούς από τη Βρετανία σε έναν γάμο στο Πακιστάν και στη συνέχεια στο πέρασμα των Αφγανικών συνόρων την ίδια στιγμή που οι Αμερικανοί ξεκινούσαν τις στρατιωτικές τους επιθέσεις εναντίον του, μέχρι την τελική σύλληψή τους από το ΝΑΤΟ και τη φυλάκιση τους στη στρατιωτική βάση "X-Ray" και αργότερα στη βάση "Delta" στο Γκουαντάναμο. https://www.subs4free.club/movie/


Prison Paintings by the Turkish artist Gülsün Karamustafa 


Δείτε ολόκληρη τη δημοσίευση εδώ :https://homouniversalisgr.blogspot.com/