Τέλλος 'Αγρας -Είδα χτες το βράδυ στ' όνειρό μου
Εἶδα χθες βράδυ στ᾿ ὄνειρό μου,
το γεννημένο μας Χριστό,
τα βόδια ἐπάνω Του ἐφυσοῦσαν,
ὅλο το χνῶτο τους ζεστό.
Το μέτωπό Του ἦταν σαν ἥλιος,
και μέσα ἡ φάτνη φτωχική,
ἄστραφτε πιο καλά ἀπό μέρα,
με κάποια λάμψη μαγική.
Στα πόδια Του ἔσκυβαν οἱ Μάγοι,
κι ἔμοιαζε τ᾿ ἄστρο ἀπό ψηλά,
πως θα καθήσει σαν κορώνα,
στῆς Παναγίτσας τα μαλλιά.
Βοσκοί πολλοί και βοσκοποῦλες,
τον προσκυνοῦσαν ταπεινά,
ξανθόμαλλοι Ἄγγελοι ἐστεκόνταν,
κι ἔψελναν γύρω του «ὠσαννά».
Μα κι ἀπό Ἀγγέλους κι ἀπό Μάγους,
δε ζήλεψα ἄλλο πιο πολύ,
ὅσο τῆς Μάννας Του το στόμα,
και το ζεστό-ζεστό φιλί.
☆
Τέλλος 'Αγρας - Χριστούγεννα
Ὄξω πέφτει ἀδιάκοπα και πυκνό το χιόνι,
κρύα και κατασκότεινη κι ἀγριωπή ἡ νυχτιά.
Εἶναι ἡ στέγη ὁλόλευκη, γέρνουν ἄσπροι κλῶνοι,
μες το τζάκι ἀπόμερα ξεψυχᾶ ἡ φωτιά...
Τρέμει στα εἰκονίσματα το καντήλι πλάγι
και φωτάει στη σκυθρωπή, στη θαμπή ἐμορφιά.
Να ἡ φάτνη, οἱ ἄγγελοι κι ὁ Χριστός κι οἱ Μάγοι
και το ἀστέρι ὁλόλαμπρο μες στη συννεφιά!
Κι οἱ ποιμένες, που ἔρχονται γύρω ἀπό τη στάνη
κι ἡ μητέρα τοῦ Χριστοῦ στο Χριστό μπροστά.
Το μικρό το εἰκόνισμα ὅλ᾿ αὐτά τα φτάνει,
μαζεμένα ὅλα μαζί και σφιχτά-σφιχτά.
Πέφτει ἀκόμη ἀδιάκοπο κι ἄφθονο το χιόνι,
ὅλα ξημερώνονται μ᾿ ἄσπρη φορεσιά
στον ἀγέρα ἀντιλαλοῦν τοῦ σημάντρου οἱ στόνοι,
κάτασπρη, γιορτάσιμη λάμπει ἡ ἐκκλησιά...
☆
Τάκης Βαρβιτσιώτης, Χριστούγεννα
Χριστούγεννα άφωνα και παγωμένα
Έθαψαν το μαντήλι της μητέρας
Που σκούπιζε τα μάτια τους κάθε πρωί
Το μαντήλι το λεκιασμένο απ' το αίμα
Το σπίτι έρημο αγρυπνεί
Τ' αδέρφια παίζουνε κρυφτούλι
Η νύχτα φθάνει επίβουλη κρυφή
Οι ίσκιοι κατεβαίνουνε πάνω στους τοίχους
Όλο και κατεβαίνουν
Και τ' αδέρφια τους μετρούνε
Τους μετρούν και κλαίνε
☆
Χριστούγεννα άφωνα και παγωμένα
Έθαψαν το μαντήλι της μητέρας
Που σκούπιζε τα μάτια τους κάθε πρωί
Το μαντήλι το λεκιασμένο απ' το αίμα
Το σπίτι έρημο αγρυπνεί
Τ' αδέρφια παίζουνε κρυφτούλι
Η νύχτα φθάνει επίβουλη κρυφή
Οι ίσκιοι κατεβαίνουνε πάνω στους τοίχους
Όλο και κατεβαίνουν
Και τ' αδέρφια τους μετρούνε
Τους μετρούν και κλαίνε
☆
Γιώργος Θέμελης, Γέννηση
Οδύνη το σκέπασμα
Να κάθεσαι να υπάρχης
Μέσα στο στήθος
Με παιδεύουν λυγμοί
Ραγισμένες καμπάνες
Να είχα το θάρρος
Αγάπη ακούραστη
Να μπορούσα να ψάλλω
– Ειρήνη!... Ευδοκία!
Έκλεισαν οι φωνές
Τα μάτια έχουν στεγνώσει
Μοναξιά μεγαλόπρεπη
Έντομα φριχτά φτερά βυθισμένα στη λάσπη
Αλλού το κεφάλι, αλλού τα μέλη
Θρεμμένα με το ίδιο τους το αίμα
Δεν υπάρχουν πια ποιμένες
Άστρα που ψάλλουν στο βαθύ ουρανό
Οι Άγγελοι τραβήχτηκαν σε απρόσιτα ύψη
Δε βρίσκεται στη γη παρθένος
Να εγκυμονή το γυιό του ανθρώπου
Αγκαλιά ουρανού με τη νύχτα
Πότε θα περιμένουν νάρθη
Η Δεύτερη Παρουσία
☆
Γιάννης Καρατζόγλου, Χριστούγεννα
Αντέχονται βέβαια σχεδόν όλες οι δοκιμασίες,
αυτό δα έλειπε, από τέτοιες περιπέτειες
να μη βγαίνεις ζωντανός, κι ίσως στο τέλος πάλι ολόρθος.
Όμως να, θα 'ρθουνε πάλι Χριστούγεννα και φέτος
ταψιά, χαμόγελα, βιτρίνες, επισκέψεις, έλατα φορτωμένα...
(πέρσι σου αρνήθηκα ένα στολισμένο δέντρο,
αρνήθηκα τα κάλαντά σου, μπαχτσίσι σού αρνήθηκα)
Δεν υπάρχουν Χριστούγεννα. Τα παιδιά με τα τριγωνάκια
φέτος πεθαίνουν∙ οι μάνες φουρνίζουν μπακλαβάδες
δηλητήριο∙ παππούδες τής παράδοσης χαρίζουνε στα εγγόνια
πληρωμένους δολοφόνους∙ ως και η θάλασσα κοχλάζει –τέτοιον καιρό.
Πέρσι φαινότανε ρουτίνα, φέτο κατάληξε κραυγή∙
όλα εδώ πληρώνονται, κι οι αρνήσεις στα μπαχτσίσια και στα κάλαντα.
☆
Ζωή Καρέλλη, Παραμονή της Γέννησης
Στον όγκο του χρόνου υπάρχει η στιγμή.
Επίσημη την τοιμάσαμε, τη θελήσαμε,
τοιμάσαμε την έκσταση, θελήσαμε τον θαυμασμό.
τοιμάσαμε την ανάταση, θελήσαμε τη χαρά,
τοιμάσαμε τη γιορτή, θελήσαμε τον εαυτό μας
γεμάτον έκσταση, θαυμασμό και χαρά.
«Εν ανθρώποις ευδοκία».
Βγαίνουν οι άνθρωποι,
λαλούν οι άνθρωποι στην παγερή έναστρη νύχτα
που λάμπει ιώδης και μαύρη,
κρυστάλλινη, διαυγής, διάφανη, άυλη.
Οι άνθρωποι είναι πολλοί μαζί
και μιλούν, γελούν κι απαντούν ο ένας στον άλλο,
πηγαίνουν ν' ακούσουν και δεν ακούν
τη φωνή του ανθρώπου καν μέσα τους.
Ήσυχοι, κουρασμένοι, ανύποπτοι,
στέκονται και περπατούν, διαβαίνουν.
Οι άνθρωποι είναι γελαστοί.
Αύριο είναι γιορτή,
αύριο είναι διασκέδαση,
αύριο είναι ανάπαψη.
Οι άνθρωποι χαίρονται, χαίρονται,
πηγαίνουν, περπατούν, διαβαίνουν,
βλέπουν ό,τι έμαθαν να βλέπουν.
☆
Ζωή Καρέλλη, Παραμονή της Γέννησης
Δάκρυα εμποδίστε μου το βλέμμα.
Δάκρυα κλείστε μου τα μάτια.
Δάκρυα σκοτίστε μου το κοίταγμα.
Ψυχή χτυπημένη,
νικημένη απ' τον ίδιον εαυτό μου,
ψυχή μου αφανισμένη απ' το βάρος,
του ανθρώπινου σώματος δύσκολο βάρος,
δεν έχεις φωνή, ψυχή μου, ν' ακουστεί,
για ν' ακούσεις στης νύχτας το φέγγος
υπερούσια λόγια, ψυχή μου, δεν τοίμασες
συνοδεία αγγέλων στη νύχτα του σκότους δεν τοίμασες,
συνοδεία μέσ' τη νύχτα για σένα δεν τοίμασες.
Σωπαίνεις και δεν ακούς
τη φωνή της έναστρης νύχτας ακόμα,
κινούνται τάστρα, το φέγγος κινείται
ιώδες και μαύρο, γαλάζιο,
κινούνται τακίνητα πάντα ακόμα,
ψυχή μονάχη, δίχως φωνή
παραμένεις, δίχως ακοή περιμένεις ακόμα
δεν έχεις φωνή να φωνάξεις
τον εαυτό σου στους άλλους
ανάμεσα να χαθείς, να βρεθείς
να μην είσαι μονάχη, ψυχή μοναχή.
☆
Μαρία Κέντρου - Αγαθοπούλου, Όλες οι παραμονές Χριστουγέννων ένα αμύγδαλο πικρό
Ευτυχώς σκοτεινιάζει κι απόψε
Το μωσαϊκό της κουζίνας μουΔείχνει κιόλας μεσάνυχτα
Μ' εκείνο το ένδοξο άσπρο-μαύρο
Μου πέφτει ένα αμύγδαλο
Το ψάχνω πάνω στο άσπρο-μαύρο
(Πάντα προς το μαύρο κλείνει η αφή των πραγμάτων)
Τα πόδια μου στο δόκανο
Να σε δω να υποφέρεις αληθινά
Ακόμα έχεις απάνω σου ένα κλάμα ψυχρό
Ένα χαμόγελο ψεύτικο
Κάθισε κοντά μου και πες μου τι βλέπεις
Μες στον παλιό καθρέφτη
Όλες οι καμπάνες σημαίνουν Χριστούγεννα
Κι εγώ δεν έχω τίποτε άλλο να ζήσω
Πάρεξ τη γεύση ενός αίματος που αρνούμαι να πιω
Αν μη τι άλλο εγώ πέταξα το σώμα μου
Μες στην αγάπη όπου σαπίζει τώρα
Με λογική και σύνεση με θεία παραδοχή
Την τρέλα τη μαθαίνει κανείς μέσα σε μια στιγμή
☆
Τάσος Λειβαδίτης, Παραμονή Χριστουγέννων
……………………………………….
Είκοσι άνθρωποι κουβαριασμένοι μες σ' ένα αντίσκηνο δε μπορείς να σαλέψεις ούτε τη γλώσσα σου μα είναι πολλά τα χέρια να μοιράσεις την πίκρα σου πολλές οι ανάσες να ξεχνάς τη βροχή. Έχει αρκετή θέση για να πεθάνεις.
Θα κουβαλήσουμε κι απόψε το σακί της νύχτας θα κολλήσουμε τ' αποτσίγαρο στη μύτη της αρβύλας μας θ' ακουμπήσουμε την καρδιά μας σε μια διπλανή καρδιά όπως το βράδυ ακουμπάνε οι κουβέρτες και τα όνειρά μας.
Ελάτε λοιπόν όλοι μαζί να φυσήξουμε αυτό το μικρό καρβουνάκι στη χόβολη της ελπίδας τώρα που η λάμπα μας έσβησε που νυστάζει η σκοπιά και το στρατόπεδο φόρεσε την κουρελιασμένη χλαίνη της ομίχλης.
………………………………………….. Μη με λες λοιπόν σύντροφο έχω ένα σταχτί ουρανό μέσα μου κρύβω στην τσέπη μου ένα όνειρο κουρελιασμένο σφίγγω στα χέρια τ' άγνωστο όνομά μου σαν το παιδάκι που αγκαλιάζει ένα ξύλινο πόδι ακουμπισμένο σε μια γωνιά.
Μη με λες λοιπόν σύντροφο. Την ώρα που οι συντρόφοι μας πεθαίνουνε τραγουδώντας την ώρα που εσύ ακονίζεις στο μίσος τη σκληρή σου παλάμη εγώ σε προδίνω καθώς μέσα στη νύχτα κρυώνω και φοβάμαι τη λησμονιά.
Το ξέρω, ένας σύντροφος πρέπει να ζήσει μιαν άλλη ζωή και να πεθάνει απλά όπως κανείς τραβάει την κουβέρτα ως τα μάτια του κι αποκοιμιέται.
Μα όταν εγώ κι αυτούς εδώ τους στίχους τους γράφω μήπως μιλήσουν για μένα - όχι, μη με λες σύντροφο. Είμαι ένα τσαλακωμένο χαρτί που κόλλησε στην αρβύλα σου καθώς προχωράς.
Η ασετυλίνη που σφυρίζει στη γωνιά ένα σπασμένο παράθυρο φιμωμένο με σκοτάδι. Η σκεπή του μαγειρείου μπάζει νερά. Βουίζει μες στις χαραμάδες ο άνεμος. -- Θωμά, πάρε τσιγάρο και μη σκαλίζεις τα δόντια σου, Θωμά. Μάταια ψάχνεις για ένα τριματάκι απ' το παλιό παιδικό χριστόψωμο. Βουίζουνε τα φλόγιστρα του πετρελαίου. Ο Θωμάς σφίγγει στα γόνατά του μια πατάτα και καθαρίζει ήσυχα ήσυχα. Τ' άλλο του χέρι είναι κομένο.
Κοιτάμε με την άκρη του ματιού το σκοπό που μπαίνει μ' ένα φύσημα παγωμένου αέρα. Το σαγώνι του θα τρέμει πίσω απ' το χακί κασκόλ.
Σηκώνεις το γιακά της χλαίνης σου. Χιονίζει. Μια πλάκα φωνογράφου στο Διοικητήριο. Πιο μακριά η σιωπή. Καλή νύχτα, καλά Χριστούγεννα. Συλλογιέσαι τ' άστρα πίσω απ' την καταχνιά σκέφτεσαι πως αύριο μπορεί να σε σκοτώσουν. Μα απόψε αυτή η φωνή είναι μια τσέπη μάλλινη χώσε τα χέρια σου. -- Καληνύχτα, Θωμά, καλά Χριστούγεννα.
Κ' η καρδιά σου φωτίζεται σαν χριστουγεννιάτικο τζάμι.
Μακρόνησος 1950
☆
Τόλης Νικηφόρου, λάμπουν σαν δάκρυα τα Χριστούγεννα
ένας μικρός χριστός γεννιέται πάλι αύριο,
μόνος στον κόσμο.
ένας μικρός χριστός που ζωγραφίζει θαμπά
στο τζάμι δέντρα για τα παιδιά,
καράβια για τα όνειρα,
ένα παραμύθι της αγάπης για τους απελπισμένους.
παραμονή και τα χιλιάδες φώτα της πλατείας
στα μάτια του λάμπουν σαν δάκρυα
https://epi-logou.gr/
☆
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ -ΑΣΤΕΡΙ ΘΕΪΚΟ
Τι φως και χρώμα κι ομορφιά
να σκόρπιζε το αστέρι
όπου στην κούνια του Χριστού
τους Μάγους έχει φέρει;
Ποιος άγγελος το διάλεξε
για τέτοιο ταχυδρόμο;
Τα άλλα τα αστέρια θάβλεπαν
το φωτεινό του δρόμο
κι από τη ζήλια θάτρεμαν…
Αστέρι, σε ποια χώρα
του απέραντου σου ουρανού
να λαμπυρίζεις τώρα;
Η παντοδύναμη φθορά
μην έσβησε το φως σου
ή μήπως είσ’ αθάνατο κι εσύ,
σαν το Χριστό σου;
Δεν κατεβαίνει η λάμψη σου
εδώ στα χώματα μας;
Για όλα τα άστρα αλίμονο!
δεν είναι η ματιά μας…
Τι φως και χρώμα κι ομορφιά
να σκορπίζει το αστέρι,
όπου την κούνια του Θεού
τους Μάγους έχει φέρει;
........................................
☆
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ - ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
Νάμουν του στάβλου έν’ άχυρο
, ένα φτωχό κομμάτι,
την ώρα π’ άνοιξ’ ο Χριστός
στον ήλιο του το μάτι!
Να δω την πρώτη του ματιά
και το χαμόγελό του,
το στέμμα των ακτίνων του
γύρω στο μέτωπό του
να λάμψω από τη λάμψη του
κι εγώ σα διαμαντάκι,
κι από τη θεία του πνοή
να γίνω λουλουδάκι,
να μοσχοβοληθώ κι εγώ
από την ευωδία
που άναψε στα πόδια του
των Μάγων η λατρεία.
Να ιδώ την Αειπάρθενο,
να ιδώ το πρόσωπό της,
πως εκοκκίνισε,
καθώς πρωτόειδε το μικρό της,
όταν λευκό, πανεύοσμο
το προσωπάκι εκείνο
της θύμισ’ έτσι άθελα
του Γαβριήλ τον κρίνο…».
☆
☆
Ράινερ Μαρία Ρίλκε - Η Γέννηση του Χριστού
Αν την απλότητα δεν είχες, πως σ' εσένα
θα συνέβαινε ό,τι τώρα φωτίζει τη νύχτα;
Ο Θεός, δες, που πάνω από νεφέλες οργιζόταν,
μαλακώνει κ' έρχεται, μέσα σου, στον κόσμο.
Τον φαντάστηκες τάχα πιο μεγάλον;
Μέγεθος τί 'ναι; Δύναμη, μέσα απ' όλα τα μέτρα,
που, ξεπερνώντας τα, την ίσια της ακλουθά κλήρα.
Δρόμο παρόμοιο δεν έχει ουδέ κι' αστέρι.
Βλέπεις; Οι βασιλιάδες τούτοι είναι μεγάλοι
και σου φέρνουνε προς στα γόνατά σου
θησαυρούς που μεγίστους τούς θεωρούσαν,
κ' εσύ εκπλήσσεσαι, ίσως, μπρος σε σωρό τέτοιον-:
μα μια ματιά, μες στου μανδύα σου τις πτυχώσεις
ρίξε, όπου, Εκείνος, τα ξεπέρασε όλα κιόλας:
το κεχριμπάρι, που μακρυά το ταξιδεύουν,
κάθε χρυσαφικό και κάθε μύρο
που φευγαλέο την αίσθησην υγραίνει:
γρήγορη συντομία τα ΄πλασεν όλα τούτα
και, στο τέλος, κανείς το μετανοιώνει.
Αλλά (θα δεις): Αυτός, νιώθει ευφροσύνη.
☆
Μίλτος Σαχτούρης - Χριστούγεννα 1948
Σημαία
ακόμη
τα δίκανα στημένα στους δρόμους
τα μαγικά σύρματα
τα σταυρωτά
και τα σπίρτα καμένα
και πέφτει η οβίδα στη φάτνη
του μικρού Χριστού
το αίμα το αίμα το αίμα
εφιαλτικές γυναίκες
με τρυφερά κέρινα
χέρια
απεγνωσμένα
βόσκουν
στην παγωνιά
καταραμένα πρόβατα
με το σταυρό
στα χέρια
και το τουφέκι της πρωτοχρονιάς
το τόπι
ο σιδηρόδρομος της λησμονιάς
το τόπι του θανάτου
☆
Στέλιος Σπεράντζας-Χριστούγεννα
Στην γωνιά μας κόκκινο, τ΄αναμμένο τζάκι....
Τούφες χιόνι πέφτουνε, στο παραθυράκι!
Όλο απόψε ξάγρυπνο, μένει το χωριό...
και χτυπά Χριστούγεννα, το καμπαναριό!
Έλα, Εσύ που Αρχάγγελοι, σ'ανυμνούνε απόψε...
πάρε από την πίτα μας, που ευωδιά και κόψε!
Έλα κι η γωνίτσα μας, κάρτερει να'ρθεις......
Σου 'στρωσα Χριστούλη μου, για να ζεσταθείς!
☆
Γ. Σουρής - ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
Το σπήλαιο, Χριστέ, κοιτώ
και γονατίζω και ρωτώ:
Γιατί και πριν στη φάτνη σου
να γεννηθείς ακόμα,
κι ανθρώπου λάβεις σώμα,
όσοι φανήκαν άνθρωποι
γεννήθηκαν σ’ αχούρια -
και σε παλάτια λαμπερά
τα ξέστρωτα γαϊδούρια;
Γιατί να κρύβεται, Χριστέ,
στου κόσμου τα φιλιά
φαρμακωμένος πόλεμος
και κιτρινιάρης φθόνος;
Γιατί και του προδρόμου σου
Σωκράτη τη σπηλιά
οι σήμερον σωκρατικοί
εκόπρισαν αφθόνως;
Γιατί, Χριστέ, στον κόσμο σου,
και πάντοτε και τώρα,
ίσα να μη μοιράζονται
των αγαθών τα δώρα,
κι άλλοι να τρώνε κάπονες
πεντέμισυ λιτρών,
κι άλλοι να βλέπουν χάσκοντες
εκείνους που τους τρων;
Κι άλλα πολλά ρωτήματα
ποθώ, Χριστέ, να κάνω,
μα κι εκ της γης καμιά φωνή,
αλλ’ ούτε κι από πάνω.
Και τραγουδώ μ’ ελιάς κλαδί,
στο βογγητό του πόνου:
Χριστούγεννα, πρωτούγεννα,
πρώτη γιορτή του χρόνου!
Εις των αλόγων άλλοτε την φάτνην εγεννήθη
Μεσσίας λογικότατος,
τυφλά φωτίσας πλήθη,
στη φάτνη δε των λογικών,
που λέγεται Βουλή,
Μεσσίαι δίχως λογικά
γεννήθηκαν πολλοί...
Φαίδων ο Πολίτης, Οι μάγοι
Οι μάγοι με τα δώρα δεν φάνηκαν
Ούτε σήμερα
Θάναι το άστρο μου πολύ χλωμό
Με λιγοστό το λάδι
Η φυγή στην Αίγυπτο
Η δεύτερη σελίδα
Ξανά πρέπει ν' αναβληθεί
1959
Οι μάγοι με τα δώρα δεν φάνηκαν
Ούτε σήμερα
Θάναι το άστρο μου πολύ χλωμό
Με λιγοστό το λάδι
Η φυγή στην Αίγυπτο
Η δεύτερη σελίδα
Ξανά πρέπει ν' αναβληθεί
1959
☆
Ράινερ Μαρία Ρίλκε - Η Γέννηση του Χριστού
Αν την απλότητα δεν είχες, πως σ' εσένα
θα συνέβαινε ό,τι τώρα φωτίζει τη νύχτα;
Ο Θεός, δες, που πάνω από νεφέλες οργιζόταν,
μαλακώνει κ' έρχεται, μέσα σου, στον κόσμο.
Τον φαντάστηκες τάχα πιο μεγάλον;
Μέγεθος τί 'ναι; Δύναμη, μέσα απ' όλα τα μέτρα,
που, ξεπερνώντας τα, την ίσια της ακλουθά κλήρα.
Δρόμο παρόμοιο δεν έχει ουδέ κι' αστέρι.
Βλέπεις; Οι βασιλιάδες τούτοι είναι μεγάλοι
και σου φέρνουνε προς στα γόνατά σου
θησαυρούς που μεγίστους τούς θεωρούσαν,
κ' εσύ εκπλήσσεσαι, ίσως, μπρος σε σωρό τέτοιον-:
μα μια ματιά, μες στου μανδύα σου τις πτυχώσεις
ρίξε, όπου, Εκείνος, τα ξεπέρασε όλα κιόλας:
το κεχριμπάρι, που μακρυά το ταξιδεύουν,
κάθε χρυσαφικό και κάθε μύρο
που φευγαλέο την αίσθησην υγραίνει:
γρήγορη συντομία τα ΄πλασεν όλα τούτα
και, στο τέλος, κανείς το μετανοιώνει.
Αλλά (θα δεις): Αυτός, νιώθει ευφροσύνη.
☆
Μίλτος Σαχτούρης - Χριστούγεννα 1948
Σημαία
ακόμη
τα δίκανα στημένα στους δρόμους
τα μαγικά σύρματα
τα σταυρωτά
και τα σπίρτα καμένα
και πέφτει η οβίδα στη φάτνη
του μικρού Χριστού
το αίμα το αίμα το αίμα
εφιαλτικές γυναίκες
με τρυφερά κέρινα
χέρια
απεγνωσμένα
βόσκουν
στην παγωνιά
καταραμένα πρόβατα
με το σταυρό
στα χέρια
και το τουφέκι της πρωτοχρονιάς
το τόπι
ο σιδηρόδρομος της λησμονιάς
το τόπι του θανάτου
☆
Στέλιος Σπεράντζας-Χριστούγεννα
Στην γωνιά μας κόκκινο, τ΄αναμμένο τζάκι....
Τούφες χιόνι πέφτουνε, στο παραθυράκι!
Όλο απόψε ξάγρυπνο, μένει το χωριό...
και χτυπά Χριστούγεννα, το καμπαναριό!
Έλα, Εσύ που Αρχάγγελοι, σ'ανυμνούνε απόψε...
πάρε από την πίτα μας, που ευωδιά και κόψε!
Έλα κι η γωνίτσα μας, κάρτερει να'ρθεις......
Σου 'στρωσα Χριστούλη μου, για να ζεσταθείς!
☆
Γ. Σουρής - ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
Το σπήλαιο, Χριστέ, κοιτώ
και γονατίζω και ρωτώ:
Γιατί και πριν στη φάτνη σου
να γεννηθείς ακόμα,
κι ανθρώπου λάβεις σώμα,
όσοι φανήκαν άνθρωποι
γεννήθηκαν σ’ αχούρια -
και σε παλάτια λαμπερά
τα ξέστρωτα γαϊδούρια;
Γιατί να κρύβεται, Χριστέ,
στου κόσμου τα φιλιά
φαρμακωμένος πόλεμος
και κιτρινιάρης φθόνος;
Γιατί και του προδρόμου σου
Σωκράτη τη σπηλιά
οι σήμερον σωκρατικοί
εκόπρισαν αφθόνως;
Γιατί, Χριστέ, στον κόσμο σου,
και πάντοτε και τώρα,
ίσα να μη μοιράζονται
των αγαθών τα δώρα,
κι άλλοι να τρώνε κάπονες
πεντέμισυ λιτρών,
κι άλλοι να βλέπουν χάσκοντες
εκείνους που τους τρων;
Κι άλλα πολλά ρωτήματα
ποθώ, Χριστέ, να κάνω,
μα κι εκ της γης καμιά φωνή,
αλλ’ ούτε κι από πάνω.
Και τραγουδώ μ’ ελιάς κλαδί,
στο βογγητό του πόνου:
Χριστούγεννα, πρωτούγεννα,
πρώτη γιορτή του χρόνου!
Εις των αλόγων άλλοτε την φάτνην εγεννήθη
Μεσσίας λογικότατος,
τυφλά φωτίσας πλήθη,
στη φάτνη δε των λογικών,
που λέγεται Βουλή,
Μεσσίαι δίχως λογικά
γεννήθηκαν πολλοί...