Ήμουν δύστροπος,γιατί;
Ήταν το πιο δυνατό χαστούκι που είχα φάει αλλά το χαστούκι είναι χαστούκι,από μόνο του είναι δυνατό. Τι τάχα να ένιωθε, ηδονή, ικανοποίηση;Ναι, ναι ικανοποιήθηκε που κατάφερε να με κάνει να σωπάσω αλλά για λίγο, γιατί η δική μου μάχη, η εκδίκησή μου, δόθηκε λίγο πιο πέρα, όταν τσίριζα επίτηδες, για να μ’ ακούνε όλοι και ένιωθα ελεύθερος, ήρωας!
Άκουσα πίσω μου τα βήματά του, ένιωσα ένα χέρι, «το χέρι του θεού» είπα, να ακουμπάει τα μαλλιά μου. Αγρίμι εγώ, τάχα ήθελα να φύγω, να βγω στο δρόμο ,σαν αφηνιασμένο άλογο κι απ’ την άλλη είπα μέσα μου:πρέπει να υπερασπιστείς τον εαυτό σου, δε μπορεί κάθε τόσο να τις μαζεύεις και πριν καλά-καλά τελειώσω τη σκέψη μου, «άκουσέ με», μου είπε, «μόνο άκουσέ με, σε παρακαλώ, για τελευταία φορά».
Ένιωσα ηττημένος, συντριμμένος, εδώ που τα λέμε έναν εγωισμό τον είχα, τον έχω ακόμη δηλαδή, ευτυχώς τόσο, όσο για το καλό μου.
Έδωσα το χέρι μου και για πρώτη φορά ένιωσα τη ζεστασιά της κρύας, άλλοτε, παλάμης του!
Προχωρούσαμε αργά προς το σπίτι, δεν μας περίμενε κανείς, ποιος να περιμένει με τόσο θανατικό που είχε πέσει.Χάθηκε η μάνα, έπειτα η γιαγιά,ο παππούς ο αγαπημένος μου! Ω,και να ζούσε να με καμάρωνε τώρα φτασμένο επιστήμονα, έτσι όπως με ήθελε:«να γενείς μια μέρα γιατρός και χωρίς παράδες να γιατρεύεις τους βαριόμοιρους! Βλέπεις σήμερα το χωριό υποφέρει, το νησί ολάκερο γιατρεύεται με τα πρακτικά, με τα γιατροσόφια!».
Έτσι κι εγώ πάλεψα και έκανα την επιθυμία του πραγματικότητα.
Ο πατέρας, με οδήγησε στο τραπέζι. Κάθισε ακριβώς απέναντι μου, άπλωσε τα χέρια του και έπιασε τα δικά μου.
«Για χρόνια η ζωή μου δεν ήταν εύκολη!»…
Κατάλαβα ότι το χέρι, για να δώσει πιο δυνατό χαστούκι, το οπλίζει ο θυμός, ο αφρισμένος και ασυγκράτητος θυμός!
Πρώτη φορά, τα λόγια του έσταζαν βάλσαμο στην ψυχή μου! Μου μίλησε τόσο, για μια ζωή, που τώρα στα πενήντα τρία μου, θυμάμαι ένα -ένα τα λεγόμενά του.
Κι εγώ αποσύρθηκα στον καναπέ, κοντά στο καφασωτό παράθυρο, να σκεφτώ.
Η μάνα «έφυγε» ξαφνικά κι εγώ απόμεινα μετέωρος μεταξύ γης και ουρανού! Φανταζόμουν μέρες την απουσία μου από τη γη και το ταξίδι μου προς τους ουρανούς! Έτσι έλεγε η μάνα, «οι πεθαμένοι πάνε στους ουρανούς», κι άλλες φορές ότι … «κοιμούνται για να ξυπνήσουν κάπου αλλού»!
Κι εγώ σα να αναθάρρευα καθώς σκεφτόμουν το μακρινό ταξίδι, αλλά πώς θα μπορούσε να συμβεί αυτό!
Μια μέρα κάθισα και έγραψα όλο το σκεπτικό μου, πέρασαν θυμάμαι πολλές ώρες, ώσπου νύχτωσε και δεν το είχα καταλάβει.
Ανοίγω τώρα, το μικρό τετράδιο τής αντιγραφής, με το κενό στη μέση, που φύλαξα τόσα χρόνια, και το διαβάζω ξανά και ξανά, σαν να ’ναι τότε.
Στη μέση η ζωγραφιά, ένα διαστημόπλοιο, που εγώ το βλέπω τώρα περισσότερο σαν αεροπλάνο ελικοφόρο, κι εγώ πιλότος να ανυψώνομαι σχεδόν κάθετα. Πάνω, στις δυο σειρές γράφω : 21 Ιουλίου 1969. Από κάτω το όνομά μου :Αθανάσιος Αλεξίου.
Στις κάτω γραμμές: «θα κάνω κι εγώ τούτο το δύσκολο, μακρινό ταξίδι όπως ο Αμερικανός αστροναύτης Νηλ Άρμστρονγκ, που πάτησε σήμερα το πόδι του στο φεγγάρι. Αλλά εγώ θα στρίψω αριστερά και θα πάω να βρω τη μανούλα μου, τη γιαγιά και τον παππού. Αν μ’ αρέσει θα καθίσω, αν όχι ,θα φύγω και θα δοκιμάσω να τους φέρω όλους πίσω.
Εδώ που τα λέμε πιο πολύ θέλω να φέρω πίσω τον παππού μου, γιατί πριν αποθάνει μου είπε:«να μη στενοχωρηθείς!».
Πρόλαβε να μου πει πολλά ο παππούς, μόνο ο παππούς! Αλλά εγώ… Νιώθω τρομερή θλίψη, φόβο, και οργή ενάντια στο Θεό. Είμαι θυμωμένος, επειδή ο Θεός δεν τον έκανε καλά ,δεν τον άφησε κοντά μου! Αναρωτιέμαι,«γιατί Θεέ μου, ποιος έχει ανάγκη εσύ ή εγώ!» Φυσικά εγώ.
Τι να πω τώρα μόνος, με το μπαμπά μου να δουλεύει ως τις τρεις το μεσημέρι!
Θεέ μου, φαντάζεσαι ότι δεν έχω τίποτα να πω; Χθες έφτιαξα μόνος μου πατάτες τηγανητές «συντροφευμένες» με πολύ δάκρυ. Ναι ,είμαι μικρός δεν τα καταφέρνω αλλά να, είναι που ο μπαμπάς δεν μαγειρεύει κάθε μέρα. Μου άφησε ένα δίφραγκο να πάρω ένα ροξ, αλλά με το γλυκό πώς να χορτάσω! Έχασα τόσα πολλά! Αλλά, ας είναι!
Άλλες φορές ο παππούς μού έλεγε: «όταν μια μέρα φύγω, θα πάω στον παράδεισο και θα απολαύσω περισσότερα και καλύτερα πράγματα. Από εκεί θα προσεύχομαι για σένα, θα είμαι ο άγγελός σου, θα σε προστατεύω και κάπου-κάπου θα σε χτυπώ στην πλάτη! Μη στενοχωρηθείς σαν πεθάνω.Θα τελειώσω τη ζωή μου μια μέρα, όπως το παιχνίδι σου. Μόνος σου μας είπες «τέλοος,πάει πέθανε!» και έκλαψες γι’ αυτό αλλά συνέχισες τη ζωή σου με άλλα παιχνίδια.Εγώ θα πεθάνω, αλλά εσύ και όποιος μένει στη ζωή, συνεχίζει με τους άλλους ανθρώπους τις δραστηριότητές του!».
Κι εγώ έλεγα, «θα πεθάνεις ή θα κοιμηθείς;». Γιατί έτσι έλεγε η μανούλα μου τελευταία: «θα κοιμηθώ παιδί μου, θα κοιμηθώ να ξεκουραστώ» κι ακόμα περιμένω να …ξυπνήσει. Κι εγώ, μπέρδευα τον ύπνο με το θάνατο και φοβόμουν να κοιμηθώ!
Τώρα διαπιστώνω ότι τα έχω στριμώξει λίγο τα γράμματα!Ζόρισα τις λέξεις να χωρέσουν, αλλά μάλλον δεν τελείωσα το όλο μου σκεπτικό, γιατί θα έπρεπε να ξοδέψω τα φύλλα της αντιγραφής κι έπειτα;
Το τετράδιο που έχω μπροστά μου, το έκρυψα, το έβαλα με πολλή δυσκολία μέσα στο παλιό ξύλινο σεντούκι με την υφασμάτινη επένδυση. Θυμάμαι εξωτερικά είχε ένα παγώνι και μια γυναίκα που κρατούσε έναν καθρέφτη, δυο εικόνες χάρτινες, περίτεχνα τοποθετημένες μέσα στο ύφασμα.
«Αυτή είμαι εγώ», έλεγε η μητέρα μου, κι εγώ το πίστευα τόσο, που και σήμερα βλέπω αυτές τις παλιές φωτογραφίες στο διαδίκτυο-τις αναζητώ επίτηδες-και αναρριγώ.
Θυμάμαι τη λαθεμένη αντιμετώπιση του θανάτου, το πώς περνούσε η εικόνα στα παιδιά και τρομάζω. Θυμάμαι τον πατέρα μου με το πένθος! Μια εικόνα που με τρόμαζε και νευρίαζα κι όλο έλεγα : «βγάλε αυτή τη μαύρη λωρίδα απ’ το χέρι σου!».Η γιαγιά μου ,η μητέρα του, ντυμένη στα μαύρα! Ποτέ δεν ήθελα να έρχεται στο σπίτι. Λαχταρούσα τα ευχάριστα, τις ωραίες ιστορίες, την ξεγνοιασιά.
Τα παιδιά, ω, τα παιδιά δεν πρέπει να συμμετέχουν, κάτω από βαριές εικόνες, σε έναν χαμό. Γινόμουν … ατίθασος, δεν μαρτυρούσα το τι με βασάνιζε, προκαλούσα το χέρι του μπαμπά να πέφτει κάπου-κάπου αλύπητα πάνω μου, και τα «γιατί», μεγάλωναν τη φαντασία μου !
Ναι, σήμερα λέω -που γίνεται τις περισσότερες φορές-ότι στα παιδιά πρέπει να λέμε την αλήθεια, γιατί, όταν είναι μικρά, τα μπερδεύουμε με τον ύπνο και το θάνατο,και το κυριότερο, επικράτηση ευχάριστου,μες στα δυσάρεστα, κλίματος!
«Εσύ θα συνεχίσεις με τους άλλους», έλεγε ο παππούς μου και πράγματι έφτασα εδώ με τους άλλους, δίνοντας νόημα στην κάθε στιγμή της ζωής και προσβλέποντας με πίστη και ελπίδα στο μέλλον!
Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά
Φιλόλογος,συγγραφέας,ποιήτρια,κριτικός