ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΛΙΧΝΟΣ "ΝΟΣΤΟΣ" Διήγημα

 


Bruno Catalano "Ταξιδιώτης"

Χάρμα οφθαλμών η θέα! Μια απέραντη κυματιστή κουβέρτα ομίχλης καλύπτει ολάκερο τον κάμπο, ενώ στο βάθος, στη γραμμή του ορίζοντα, αναδύεται θριαμβικά ο πύρινος δίσκος του ήλιου για να διαλύσει την πάχνη και να θερμάνει την πλάση. Με τον ίδιο τρόπο που πυρώνει την καρδιά μου η λαχτάρα να φτάσω ξανά στην πλαγιά όπου είναι χτισμένο του παππού μου το σπίτι.

Απαράλλαχτος έχει μείνει ο τόπος εδώ, δύσβατο κι άγριο είναι το μέρος μα δεν αποδιώχνει τον άνθρωπο, τον καλοδέχεται. Τα στήθη φουσκώνουν από τον τσουχτερό βουνίσιο αγέρα και τα ρουθούνια ανοίγουν διάπλατα για να υποδεχτούν τις οσμές της νοτισμένης γης. Και καθώς καθαρίζει η ατμόσφαιρα, λαγαρίζει κι ο νους και ξεφορτώνεται τις συνηθισμένες του έγνοιες. Κι αν τα καταφέρει να ξεστρατίσει ολότελα, να απομακρυνθεί από της καθημερινότητας τα τετριμμένα προβλήματα, αποξεχνά για λίγο τη σκληρότητα της ζωής και περιπλανιέται αχαλίνωτος στης φύσης τα σεπτά μονοπάτια.

Χρόνια ολόκληρα νοσταλγούσα το βουνό τούτο κι από την ανυπομονησία μου δεν έκλεισα μάτι όλο το βράδυ εχθές. Δεν είναι δα και πράμα μικρό να επιστρέφεις, ύστερα από τόσο καιρό, στους τόπους που μεγάλωσες και να επισκέπτεσαι το πατρικό σου το σπίτι. Από το χάραμα στο πόδι ήμουν, κάνοντας βαρύκαρδα ετοιμασίες, συντροφιά με μια γλυκόπικρη μελαγχολία που πράυνε λίγο την λαχτάρα μου και των αναμνήσεων το ορμητικό θρασομάνημα. Κι όταν τελικά το πήρε απόφαση να σηκωθεί και η Έλλη, ξεκινήσαμε το οδοιπορικό μας. Με τις συγκοινωνίες φτάσαμε μέχρι το χωριό και ύστερα ανηφορίσαμε πεζοί, ακολουθώντας ξέπνοοι τ' ορεινό μονοπάτι. Σ' όλη την διαδρομή δεν σταμάτησα να μιλώ για τις αναμνήσεις μου από τούτο το μέρος, μα εμπρός στη θέα του δεν έβρισκα να ξεστομίσω κουβέντα. Η εικόνα καταργούσε τις θύμησες και τις απωθήσεις και κάθε λέξη έμοιαζε με ευτελές προκάλυμμα για εκείνο που παρέμενε διαρκώς ακατάληπτο.

Σαν ιερή ανάβαση αισθάνθηκα αυτή την διαδρομή και εξερευνούσα κάθε πτυχή του εδάφους, μήπως κι αναθυμηθώ κάτι που θα με επανασύνδεε με αυτό το αρχέγονο μέρος. Αμέτρητα χρόνια, από παιδί, έχω να επισκεφτώ του παππού μου το σπίτι. Τέσσερις δεκαετίες, σχεδόν, έχω να πατήσω πόδι στο χωριό μου γενικώς. Εκτοπίστηκα άθελα μου από μικρός και ύστερα το εγκατέλειψα ηθελημένα. Δέσμιος της βιοπάλης ο πατέρας μου, έφυγε απ' το χωριό αναζητώντας δουλειά. Υποδουλωμένος στο μεροκάματο κι εγώ, τράβηξα αντίστοιχο δρόμο από παιδί και τώρα πια γέρασα. Το 'φέρε η μοίρα να ξενιτευτώ και να νοικιάζω τα χέρια μου στα γερμανικά εργοστάσια. Για να προσφέρω στα παιδιά μου κάτι περισσότερο απ' ό,τι φύλαγε σε 'μένα η τύχη μου.

Έτσι ξεκινά πάντα η ζωή, με βλέψεις και όνειρα, μα σταδιακά η βιοπάλη απομυζά την φαιά ουσία του εγκεφάλου και στραγγίζει τους χυμούς του κορμιού. Μέχρι να μην έχεις κουράγιο παρά μόνο για δουλειά και την απαιτούμενη ξεκούραση για να συνεχίζεις να εργάζεσαι. Μέχρι να πάψει να ρέει η σκέψη και να γιομίσει κόμπους, άλυτους και λιγδιασμένους, ώστε να μην πηγαίνει ποτέ παραπέρα από εκεί που ορίζουν αυτοί που μας περάσαν το χαλινάρι. Απόλυτη προσαρμογή στις συνθήκες, πλήρης υποταγή στην αναγκαιότητα της μισθωτής εργασίας· που όσο πιο ανυπόφορη γίνεται, τόσο αναγκάζεσαι να την παραβλέπεις. Προϋπόθεση επιβίωσης οι ψευδαισθήσεις λοιπόν, αυστηρώς απαραίτητο το αφιόνισμα του μυαλού. Αβάσταχτη καταλήγει η ζωή χωρίς αυταπάτες που θα εξωραΐζουν την επιβίωση σε ζωή, τη σκλαβιά σε εργασία, το ματωμένο υστέρημα σε κομπόδεμα.

Δεν βαριέσαι όμως, είχαμε πάντοτε το προνόμιο να αποβλέπουμε στο αύριο. Οικονομία και αποταμίευση! Έτσι πορευτήκαμε, κι έγινε απρόσμενα σκέτος παιδεμός η ζωή μας. Ελπίζαμε παρ’ όλα αυτά, πως αν δεν αρρωσταίναμε και δεν μας τύχαινε καμιά αβαρία το κομπόδεμα θα συνέχιζε ν' αβγατίζει για να εξαργυρωθεί σε μελλοντική ευτυχία. Όχι για μας - εμείς την ξέραμε τη μοίρα μας από μικροί - αλλά για τα παιδιά μας. Το δικό μας μέλλον είχε προδιαγραφεί οριστικά τη στιγμή που κινήσαμε για τη Γερμανία. Μια αδιάκοπη υπακοή στα κελεύσματα του ενστίκτου της επιβίωσης έγινε έκτοτε η ζωή μας. Στοιβαχτήκαμε στα βαγόνια του τρένου γιομάτοι ελπίδες και το ακούσαμε να βρυχάται σαν αφηνιασμένο θηρίο που θα μας υφάρπαζε απ' τα σπίτια μας για να μας σύρει σε ξένους τόπους. Κι όταν φτάσαμε στο Μόναχο, αποβιβαστήκαμε απέλπιδες, ξένοι κι αλλόγλωσσοι· με δυο βαλίτσες όλες κι όλες στα χέρια μας.

Σάμπως μπορούσαμε και κάτι άλλο να κάνουμε; Πιθανότατα όχι, απαντάω αυτόματα μα τούτο το ρώτημα μου προκαλεί πάντοτε αμηχανία. Δύσκολο ζήτημα για το λήξεις ολότελα κι εγώ ποτέ μου δεν κόπιασα σοβαρά κι ούτε μπόρεσα να το λύσω στο πόδι και να ξεμπερδέψω. Τραβούσα το δρόμο μου, αυτόν που μας οδηγούσε σιωπηρά σε μια ατέρμονη αλυσίδα επιβεβλημένης και εθελούσιας σκλαβιάς· καθηλώνοντας μας να ατενίζουμε τη ζωή μακρόθεν, προσδοκώντας μελλοντικές απολαβές. Εξοστρακισμένοι στα εργατικά γκέτο του Μονάχου, να συναναστρεφόμαστε άλλους γκασταρμπάιτερς (φιλοξενούμενος εργάτης στη Γερμανία) που, εξουθενωμένοι όπως και εμείς, σπανίως είχαν το κουράγιο να ανταλλάξουν πάνω από δυο κουβέντες μεταξύ τους. Κάθε βάρδια στο εργοστάσιο, ένα αλόγιστο ξόδεμα της αλκής του κορμιού και μια σταδιακή αποχύμωση της σκέψης.

Αυτή ήταν η ζωή η δική μου και της Έλλης. Δέσμιοι και οι δυο στο ζυγό της αυτοεξορίας και του πικρού ψωμιού από παιδιά, ώστε δεν γνωρίσαμε ποτέ άλλη κατάσταση για τον άνθρωπο. Τέλος κάλο, όλα καλά όμως! Αντέξαμε, επιζήσαμε και σταθήκαμε τυχεροί. Ούτε αρρώστιες, ούτε ατυχίες μεγάλες μας βρήκανε και ήρθε επιτέλους η ώρα της λευτεριάς από τα δεσμά της εργασίας. Να μπορέσουμε να δούμε τον εαυτό μας σαν κάτι περισσότερο από ένα ενοικιαζόμενο εργαλείο, να δούμε πως ζούνε οι άνθρωποι ανάμεσα στους ανθρώπους. Να κάνει και η Έλλη την επέμβαση που χρειάζεται στα πόδια της, γιατί πλέον μετά βίας στέκεται όρθια. Να πάμε επιτέλους και διακοπές στο νησί της, που έχει μαραθεί να το ξαναδεί. Μα το κυριότερο, να εγκατασταθούμε μόνιμα στην πατρίδα, να βγαίνουμε ξέγνοιαστα έξω στο δρόμο, να ακούμε “καλημέρα” και να μας φαίνεται όνειρο.

Η σύνταξη μας είναι καλή και το κομπόδεμα αρκετό, ανταμοιβή για τη σαραντάχρονη συντριβή μας στις μυλόπετρες της εκμετάλλευσης. Εξηντάρηδες πλέον αλλά, παρά τις κακουχίες και τις στερήσεις, στεκόμαστε καλά. Γερές κράσεις αποδειχθήκαμε και οι δυο μας, διαφορετικά, δεν θ’ αντέχαμε. Σπουδάσαμε τα παιδιά μας, αγοράσαμε και δυο διαμερισματάκια να έχουμε ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι μας, να έχουν κι εκείνα. Και τώρα, απαλλαγμένοι από τις βιοποριστικές έγνοιες, θα αγωνιούμε μονάχα για τη ζωή των παιδιών μας. Θα αγωνιούμε περισσότερο από εκείνα, γιατί γνωρίζουμε από πρώτο χέρι τι είδους ζωή τα περιμένει. Αυτά τουλάχιστον θα πουλούν την εργατική τους δύναμη με καλύτερους όρους, αυτό το δώρο τους το κάναμε εμείς με τη δουλειά μας. Μερικές φορές, όμως, μου φαίνονται τόσο απονήρευτα για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ο κόσμος, που σαστίζω και δε βρίσκω καρδιά να τα νουθετήσω. Δε βρίσκω καρδιά, γιατί ξέρω πως γίνεται αφόρητος ο βιος του ανθρώπου αν με το ένα του πόδι δεν πατάει σε κάποιο πλανερό όνειρο. Τα αφήνω να συντηρούν την δική τους εικόνα για τον κόσμο, λοιπόν, μέχρι να τη θρυμματίσει αλύπητα η ίδια η πραγματικότητα. Αβάσταχτη καταλήγει η ζωή χωρίς αυταπάτες!

Τα βήματα μου είναι αργά και σταθερά, μα μέσα μου τρέμω σύγκορμος. Δεκαετίες ολόκληρες με έτρωγε η νοσταλγία σαν αφορμισμένη πληγή και να που σήμερα θα ξανά αντικρίσω του παππού μου το σπίτι, εδώ στους πρόποδες αυτού του βουνού, λιγάκι έξω απ' το χωριό που γεννήθηκα. Η Έλλη αισθάνεται τη συγκίνηση μου και μου παραστέκεται με τον τρόπο της. Σε όλη την διαδρομή δεν είπε κουβέντα. Με κρατάει από το μπράτσο μονάχα και σφίγγει τα δόντια για να ολοκληρώσει μαζί μου αυτό το ταξίδι. Πριν από κάθε σοβαρό εγχείρημα άλλωστε, απαιτείται μια κάποια προετοιμασία και όσο πιο φορτισμένο είναι το ζήτημα, τόσο πιο ανάλαφρη πρέπει να είναι η προπαρασκευή. Τι πιο κατάλληλο για την περίσταση τούτη, λοιπόν, από τη σιωπή; Ποιος θα μπορούσε, ακόμη κι αν ήθελε, να συνοδεύσει με λέξεις αυτή την επιστροφή, αυτή την διαδρομή προς την επανασύνδεση με το παρελθόν; Μέχρι κι ο Ορέστης το κατάλαβε αυτό, ο πρώτος μου ξάδερφος που ήρθε να μας προϋπαντήσει και να μας οδηγήσει στο πατρικό μου· το οποίο πιθανότατα να μην το έβρισκα καν μοναχός μου.

Ούτε πέντε δεν ήμουν όταν έφυγε ο πατέρας μου από το χωριό και πήγε στην πόλη. Από τότε ζήτημα αν ξαναείδα τον Ορέστη δυο φορές μέχρι να φύγω για Γερμανία. Ούτε αυτόν αναγνωρίζω, ούτε τούτο το βουνό, ούτε τους καφενέδες στο χωριό μας. Ξένος πορεύτηκα στο Μόναχο, ξένος βαδίζω κι εδώ και τα παιδιά μου ξένα θα είναι ολούθε. Κι αυτά τα χώματα σαν ξένος τα πατώ τώρα, παρόλο που από παντού αναδύεται η ξεγνοιασιά των παιδικών μου των χρόνων.

Και στο χωριό να έμενα όμως, σε ξένα χωράφια θα δούλευα. Προκοπή στο ξενοδούλι δεν θα 'βρισκα και είναι δυσκολότερο να ζεις στην ανέχεια και να είσαι στον τόπο σου. Να χαμηλώνεις το βλέμμα όποτε συναντάς τον μπακάλη, επειδή ψωνίζεις με πίστωση. Στην ξενιτιά, τουλάχιστον, δεν έχεις κανέναν να ντρέπεσαι. Σαν άγνωστος αναμεταξύ αγνώστων πορεύεσαι. Κι αν η η ντροπή σε πάρει ξοπίσω, γρήγορα χάνεται, την καταπίνει το παράπονο και καταλήγει καημός.

Φτάνει με τα περασμένα όμως, τούτη τη μέρα την περίμενα καιρό και δεν θα αφήσω να την θολώσουν οι θύμησες. Τώρα περπατούμε και σε κάθε βήμα μας καλωσορίζει η φύση. Οι πλαγιές είναι κατάφυτες και οι ανθισμένες μυγδαλιές μου κρυφογνέφουν “καλώς γύρισες”. Από παντού ηχούν τα κουδούνια των ζωντανών και των πουλιών τα ρυθμικά κελαηδίσματα. Οπού θες στέκεσαι και γεύεσαι άγρια σύκα κυκλωμένος από τις οσμές της βλάστησης. Οπού πατάς, ραγίζουν καρύδια κάτω από το πέλμα σου κι ανοίγουν ακόπιαστα να σου προσφέρουν το καρπό τους σαν δώρο. Μακάρι μονάχα να ήταν τέτοια αγία κι ανθρώπινη και η δουλειά μας στις φάμπρικες! Μακάρι να μας είχε υποδεχτεί τόσο φιλόξενα και η ξενιτιά!

- Μεγάλη ήταν τελικά η διαδρομή, Ορέστη.

- Γεράσαμε Ξενοφών. Όταν παρατρέχαμε σαν παιδιά απ' την πλατεία του χωριού μεχρι την καλύβα του παππού σου, ουτε τρία λεπτά δεν μας έπαιρνε. Είπε και γέλασε με το χαρακτηριστικό αργόσυρτο τρόπο του, ενώ εστίαζε πάνω μου με μυωπική προσήλωση για να σιγουρευτεί πως όντως με γνώριζε.

Γεράσαμε είν' η αλήθεια, μα εγώ αναριγώ τώρα μέσα μου σαν αμούστακο παιδί, καθώς αναρωτιέμαι τι περιμένω άραγες να αντικρίσω σαν φτάσουμε. Η ξεθωριασμένη παιδική ανάμνηση αυτού του βουνού ήταν που συνδαύλιζε τη νοσταλγία μου και με γέμιζε θαλπωρή, καθώς περιπλανιόμουν σε ξένες λεωφόρους περιζωσμένος από μια ακατάληπτη γλώσσα και καχύποπτα βλέμματα. Εκεί που επέλεξα να ανταλλάξω την απομόνωση και την εξάντληση για ένα καλύτερο μέλλον. Πως θα μπορούσε ποτέ η πραγματικότητα να αναμετρηθεί με αυτή την παιδική εικόνα που κρατώ φυλαγμένη μες το κεφάλι μου; Πως θα μπορούσα να βρω αναλλοίωτο αυτό που εγκατέλειψα πίσω μου από όταν ήμουν παιδί;
- Καλά κάνατε και φύγατε, Ξενοφών. Εδώ ήμασταν όλοι αγρότες τότε και δεν είχαμε μέλλον. Αγρότης θα γινόσουν κι εσύ και άρα χαμένος θα πήγαινες.
- Καλά, κακά ποιος ξέρει στα αλήθεια;
- Καλά, άκου με που σου λέω. Εδώ δεχτήμαμε την κηδεμονία της ΕΟΚ και υπογράψαμε την καταδίκη μας με αντίτιμο πακέτα Ντελόρ. Από εκεί και ύστερα, γινόταν μόνο ότι πρoστάζαν οι Βρυξέλλες. Είπε παθιασμένα ο Ορέστης και ύστερα σώπασε.
- Για τους Ευρωπαίους η Ελλάδα ήταν τότε το καλύτερο οικόπεδο, Ξάδερφε. Αποκρίθηκα εγώ, μα ήταν τόσο αδιάφορο το ύφος μου, που φάνηκε σαν να μην έχω γνώμη πάνω στο θέμα κι αυτό με έκαμε να φανώ γελοίος στον εαυτό μου.
- Μας διέλυσαν, Ξενοφών. Καλύτερα που έφυγες να μη τα δεις. Τα φρούτα πήγαιναν χαράμι στις χωματερές. Ξεριζώθηκε η καλλιέργεια της σταφίδας, των σιτηρών, του καπνού. Παρήκμασε η καλλιέργεια των αμπελιών και παρέλυσε η ελαιουργία. Να μην μπορούμε να παράγουμε τίποτα και να μπορούν αυτοί να προωθούν τα δικά τους προϊόντα. Να έρθουν ύστερα οι πολυεθνικές και να σαρώσουν δεινοσαυρικά όλα τα μικρά επαγγέλματα.
- Κι εμείς στη ξενιτιά νομίζεις καλύτερα περάσαμε; Ένα πράμα μάθαμε για ζωή· σκληρή δουλειά και αποταμίευση. Να στέλνουμε συνάλλαγμα πίσω, να συγκεντρώνουμε χρήματα για να ανοίξουμε μια επιχείρηση και να γλιτώσουμε από τη μοίρα του εργάτη. Για να μη πεθάνουμε σε ξένο χώμα σαν γκασταρμπάιτερς.
- Βγάλατε τα παιδιά σας όμως· τα σπουδάσατε να έχουν καλύτερο μέλλον.
- Και τώρα γυρνάμε στη πατρίδα που δεν γνώρισαν για να τους κουνήσουμε το μαντίλι, καθώς θα φεύγουν.
- Τι να έρθουν να κάνουν εδώ; Εδώ δεν βρίσκεις πια μεροκάματο, γιομίσαμε ξένους δουλευταράδες. Φεύγουν οι Έλληνες, για να 'ρθούνε οι ξένοι ή μάλλον έρχονται αβέρτα οι ξένοι και γι' αυτό αναγκάζονται να φύγουν οι Έλληνες.
- Τα ίδια λέγανε και για μας όταν πήγαμε στη Γερμανία, Ορέστη. Ότι ρίξαμε τα μεροκάματα και στερήσαμε το ψωμί από τους ντόπιους εργάτες.
- Κι άδικο είχανε; Μακάρι να καθότανε ο καθένας στον τόπο του, αλλά φαίνεται πως δεν γίνεται αυτό.
- Το αν γίνεται ή δεν γίνεται, δεν ξέρω να σ’ το απαντήσω. Αυτό που με πονάει όμως, είναι πως τα παιδιά μας ούτε να ακούσουν δεν θέλουν για επιστροφή στην Ελλάδα. Μπορεί να ήρθαν μαζί μας σε αυτό το ταξίδι, έμειναν όμως στο διαμέρισμα που αγοράσαμε στην Αθήνα. Καμία όρεξη δεν είχαν να κουβαληθούν εδώ, να ξεψαχνίσουν τις ρίζες τους. Ποιες ρίζες θα μου πεις; Ούτε ιδέα δεν έχουν για τη ζωή των παππούδων τους. Επιχείρησα κάμποσες φορές να τους μιλήσω, αλλά δεν έδειξαν το παραμικρό ενδιαφέρον. Δεν τα αδικώ, μεγαλώσαν αλλού και βλέπουν αλλιώς τη ζωή που ξανοίγεται εμπρός τους. Τα ίδια με μας θα τραβήξουνε όμως· εξειδικευμένα βέβαια, αλλά πάλι ενοικιαζόμενα χέρια σε ξένο τόπο θα είναι.

Είχαμε σχεδόν φτάσει στο προορισμό μας και οι αναμνήσεις με επισκέπτονταν πλέον ορμητικά και ασύνταχτα. Θυμήθηκα τον παππού μου που είχε παραμορφωθεί από την πολλή δουλειά, καμπουριασμένο σαν ανθρώπινο αγκίστρι. Θυμήθηκα πως οι συγχωριανοί του τον πείραζαν, γιατί συχνά προκαλούσε γέλιο η στάση του· σε όσους το βαστούσε η καρδία τους να γελάσουνε με τέτοιο θέαμα. Τη γιαγιά μου δεν πρόλαβα να τη γνωρίσω. Διπλά δουλεμένη, σαν γυναίκα αυτή, ξεχαρβάλωσε πριν απ' την ώρα της. Θυμήθηκα και τη στιγμή που ξεφούρνισα στο πατέρα μου πως θα φύγω στο εξωτερικό για δουλειά και τον πιάσαν τα κλάματα. Ακόμη και σήμερα, δεν ξέρω αν δάκρυσε από χαρά ή από στεναχώρια, από ελπίδα ή απόγνωση.

Σαν έφυγα, έστελνα συνεχώς γράμματα στους δικούς μου και πάντα πως «είμαι καλά» έγραφα. «Όλοι μας χαίρουμε άκρας υγείας» μου απαντούσαν κι εκείνοι, μέχρι που γεράσαν και πέθαναν. Εμείς όμως θα έχουμε πιότερη άνεση, θα μπορούμε να ταξιδεύουμε και να επισκεπτόμαστε τα παιδιά μας όποτε θέλουμε. Θα μπορούν να έρχονται κι αυτά για διακοπές να μας βλέπουν και κάθε φορά που θα φεύγουν, θα δακρύζω σαν το πάτερα μου, από χαρά και στεναχώρια συνάμα. Να δω μονάχα τι θα σκέφτομαι όταν θα μου γράφουν πως τα περνάνε καλά. “Να μου γράφουν” λέω; Τώρα θα μιλάμε τηλεφωνικώς, όποτε θέλουμε. Πιο δύσκολο σήμερα να κρύψεις τον καημό και τον πόνο σου.

Βέβαια, τόσα και τόσα παιδιά φεύγουν στο εξωτερικό σήμερα, δεν είναι δα και το τέλος του κόσμου. Ατελείωτα πηγαινοέρχονται τα καραβάνια των ανθρώπων. Το άσχημο δεν είναι να ξεριζώνεσαι όμως, ούτε το να κατοικείς σε άγνωρα μέρη με συνήθειες παράξενες. Το άσχημο είναι να καταλήγεις ξένος στους δικούς σου ανθρώπους. Τι πιο αλλότριο άλλωστε, από το οικείο που με το χρόνο καθίσταται αγνώριστο; Παλιά φανταζόμουν τους συγγενείς μου στην Ελλάδα να με μελετάνε αραιά και που και να λένε: “Ο Ξενοφών είναι στη Γερμανία. Ποιος να ξέρει άραγε πως τα περνάει εκεί”. Και καθώς θα με μελετάνε, χρόνο με το χρόνο, θα ξεχνάνε ολοένα τα μούτρα μου και τη χροιά της φωνής μου. Κι αν τύγχανε μια μέρα να εμφανιστώ δίπλα τους στο καφενέ, ούτε που θα με αναγνώριζαν.

Ο Ορέστης πιστεύει πως πράξαμε καλά που ξενιτευτήκαμε, μέχρι και τυχερούς μας θεωρεί απ' ό,τι κατάλαβα. Τυχεροί, που γινήκαμε ξένοι με όσα γνωρίζαμε. Κι απ' την άλλη, κατηγορεί τους ξένους για όσα συνέβησαν στο δικό μας τον τόπο. Μα αναρωτιέμαι τώρα, ποιοι είναι αυτοί οι ξένοι, οι συλητές του ανθρώπινου ίδρου; Ξένος είσαι εσύ, Ορέστη, για μένα. Ξένος γίνηκα εγώ απέναντι στον εαυτό μου τον ίδιο. Τίποτα δεν έμεινε πάνω μου που να θυμίζει το άβγαλτο χωριατόπουλο που έφυγε κάποτε για τη Γερμανία. Ξένη είσαι και εσύ Έλλη μου, αγνώριστη έγινες εντελώς και δεν μπορώ να βρω στη μορφή σου διόλου το πρόσχαρο πλάσμα που κάποτε αγάπησα.

Τι τα σκέφτομαι τώρα όλα αυτά; Tι θα μπορούσα να είχα πράξει διαφορετικά άραγες; Ίσως τίποτα. Θα μπορούσα όμως να λέω τουλάχιστον τα πράγματα με τ’ όνομα τους. Το ταξίδι στην Γερμανία ξερίζωμα, το εργοστάσιο κάτεργο, τον εαυτό μου γκασταρμπάιτερ. Τα βαφτίσαμε όλα με ονόματα παράταιρα σήμερα και έχασαν πλέον οι λέξεις το νόημα τους. Και τώρα τρέμω για όσα πρέπει να ξεστομίσω, για την ώρα που θα πρέπει να ευχηθώ στα παιδιά μου βιο ανέφελο κι ακύμαντο στη ξενιτιά. Φοβάμαι πως δε θα καταφέρω να το πράξω χωρίς να δαγκώσω τη γλώσσα μου. Παρ' όλ' αυτά θα το κάνω, γιατί ξέρω πως είναι αβάσταχτη η ζωή χωρίς εξωραϊσμούς.

Ακόμη κι αυτό το ταξίδι, απόρροια μακροχρόνιων εξιδανικεύσεων είναι και για αυτό νιώθω ρευστός να περιπλανιέμαι σαν ίσκιος στα μέρη που μεγάλωσα. Μέχρι να φτάσω στο προορισμό μου κι αυτός τάχα να νοηματοδοτήσει τα πάντα. Μα τώρα που στέκομαι στο πατρικό μου απέξω, μένω κενός και σαστισμένος να το κοιτώ, με την γυναικά μου και τον Ορέστη να περιμένουν αμίλητοι δυο βήματα πίσω μου. Μου μεταδίδει μια θλίψη αβάσταχτη, η θέα της ετοιμόρροπης και εγκαταλελειμμένης ετούτης παράγκας και πρέπει οπωσδήποτε να αποστρέψω το βλέμμα. Να κοιτάξω πέρα κατά το βουνό και ύστερα να χαθώ στα θολά μάτια της Έλλης, καθώς αυτή αρχίζει να σφίγγει με νεύρο το χέρι μου νιώθοντας το να τρέμει.

- Να πάρουμε τηλέφωνο τα παιδιά, Ξενοφών. Την Αγγελική πάρε, ο Λεωνίδας θα κοιμάται ακόμη. Πες τους πως περνάμε καλά, να μην έχουν την έγνοια μας.
- Ναι, θα τα πάρω τώρα στο κατηφόρισμα.
Θα τους μιλήσω με λίγες κουβέντες, μετρημένες. Θα τους πω ότι περνάμε καλά και το ίδιο θα μου αποκριθούνε κι εκείνα. Αυτά θα ανακουφιστούν που θα μ' ακούσουν χαρούμενο κι εγώ που θα γλιτώσω από πιότερες ερωτήσεις. Κι έτσι, παρόλο που μιλάμε, θα παραμένουμε ξένοι και μόνοι. Την υποκρισία πάντα τη γυροφέρνει η μοναξιά άλλωστε, αλλά η ειλικρίνεια, καθώς φαίνεται, δεν είναι για τον καθένα. Μα αναρωτιέμαι συχνά, θα γινόταν αλήθεια τόσο πιο αφόρητη η ζωή, αν είχαμε το σθένος να τη κοιτούμε κατάματα και να μιλούμε σταράτα;


Βιογραφικό


Ο Κων/νος Λίχνος γεννήθηκε στον Αστακό Αιτ/νίας. Είναι Πτυχιούχος Μηχανικός Πληροφορικής & Επικοινωνιών. Διατηρεί το μπλόκ Επίκουρος, αρθρογραφεί σε ηλεκτρονικά έντυπα (λογοτεχνικά και πολιτικά), είναι συνεργάτης των εκδόσεων Κεφαλος και μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού Texnesonline.gr.
Με την λογοτεχνία ασχολήθηκε από την εφηβεία του και διακρίθηκε σε πολυάριθμους πανελλαδικούς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, ενώ δοκίμια και διηγήματά του δημοσιεύτηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικά καθώς και σε λογοτεχνικά ιστολόγια του διαδικτύου. Διηγήματά του έχουν εκδοθεί σε συλλογικά έργα από τον εκδοτικό οίκο Σύγχρονη εποχή και Άπαρσις.
Θεωρεί την λογοτεχνία και την τέχνη γενικότερα, ως πράξη πολιτική. Ως προσπάθεια αποκάλυψης της κοινωνικής πραγματικότητας και παρέμβασης στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Ένα μέσο για τον εξανθρωπισμό της ζωής των ανθρώπων.
Το Διήγημα του “Οι πορτοκαλιές” εκδόθηκε το 2018 από τον Εκδοτικό οίκο Σύγχρονη εποχή και το διήγημά του «Επιδημική κρίση» εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Άπαρσις το 2019 στο συλλογικό έργο “Διηγήματα του εγκλεισμού”.
Κέρδισε το 1ο βραβείο για το δοκίμιο του “Περί λογοτεχνικής κριτικής και δοκιμιογραφίας” στον 20ο πανελλαδικό λογοτεχνικό διαγωνισμό της Ε.Τ.Ε.Π.Κ, ενώ για το ίδιο έργο του απέσπασε το δεύτερο βραβείο στον πανελλαδικό διαγωνισμό του λογοτεχνικού περιοδικού Κέφαλος. Το 2ο βραβείο κέρδισε και στον 20ο Πανελλαδικό διαγωνισμό της Ε.Τ.Ε.Π.Κ για το παραμύθι του “Ο μικρός Κάστορας”.

Το 2018 απέσπασε για το διήγημα του “Οι πορτοκαλιές” Γ’ βραβείο διηγήματος στον 8ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό που διεξήγαγε η Πνευματική Συντροφιά Λεμεσού 2018 καθώς και το Γ’ βραβείο διηγήματος στο Διαγωνισμό Λογοτεχνικού Έργου που προκήρυξε η ΚΕ του ΚΚΕ το 2018, με αφορμή τα 100 χρόνια του ΚΚΕ.
Το 2019 πέτυχε συνολικά 10 πανελλαδικές διακρίσεις στις κατηγορίες του Δοκιμίου και του Διηγήματος. Το Δοκίμιο του “Ο ρεαλισμός του εξωπραγματικού” κέρδισε το Α’ βραβείο Δοκιμίου στον Παγκόσμιο λογοτεχνικό διαγωνισμό του ΕΠΟΚ , Α’ βραβείο Δοκιμίου στον 19ο λογοτεχνικό διαγωνισμό της Εταιρείας Τεχνών Επιστήμης και Πολιτισμού Κερατσινίου (Ε.Τ.Ε.Π.Κ.) καθώς και έπαινο στον ΛΕ´ Λογοτεχνικό Διαγωνισμό από το Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσός και έπαινο στον 38ο Πανελλήνιο λογοτεχνικό διαγωνισμό της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών.
Το διήγημα του “Νόστος” απέσπασε Έπαινο στην κατηγορία του Διηγήματος στον Παγκόσμιο λογοτεχνικό διαγωνισμό του ΕΠΟΚ καθώς και στον 9ο πανελλαδικό διαγωνισμό που προκηρύχτηκε απο την Πνευματική Συντροφιά Λεμεσού. Το 1ο βραβείο κέρδισε και στην μεγάλη κατηγορία του μυθιστορήματος ενήλικων στον 2ο πανελλαδικό διαγωνισμό Πεζογραφίας Κέφαλος για το μυθιστόρημα του WWW.Dialogos.gr.
Για το σύνολο των διακρίσεων, το έργο και την ενεργή του παρουσία στα γράμματα, στη διανόηση και στη σύγχρονη πνευματική δραστηριότητα, το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλλονιάς του απένειμε το ειδικό «Βραβείο Πεζογραφίας ”Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης”.








ΕΙΡΗΝΗ ΛΕΟΝΤΑΡΑ - ΕΞΙ ΔΕΙΓΜΑΤΑ ΓΡΑΦΗΣ

Φωτογραφία  - Ειρήνη Λεοντάρα


 Η γραφή

Κι έτσι μπαίνεις στην περιπέτεια να μορφοποιήσεις το συναίσθημα να το βάλεις σε μια τάξη να το φροντίσεις να το τοποθετήσεις σε ένα όριο. Όμως πώς να το κάνεις αυτό; Εγκλωβίζεσαι στο ύψος και στο βάθος, ενός χρώματος μπλε, σε απόχρωση ανοιχτή, βαθιά, κλειστή που σου κόβει την ανάσα και την περιορίζεις στο στένεμα μιας σελίδας. Και η σελίδα έχει σειρές και ξεκινάς ξεκάθαρα να γράφεις για αυτό που φαίνεται ολοφάνερα πώς βλέπεις, μα που ποτέ δεν είναι το ίδιο με την εικόνα, αλλά φεύγει από το στένεμα του νου και μετά αρχίζει η κατασκευή που την περιορίζει η σκέψη . Και αρχίζει η φαντασία, ο υπαινιγμός. Στο χείλος της ψυχής, μια εικόνα ψάχνει διεξοδικά για τη λύτρωση. Κι όλα ξεκίνησαν από το ανακάτεμα των Χρωμάτων. Για φαντάσου τι μπορεί να σου κάνει ένα μπλε χρώμα. Να γεννήσει ένα μεγάλο έρωτα. Να δώσει ένα επιβλητικό θαυμαστικό. Να κάψει ένα ήλιο που λαμπρός και φωτεινός σε ζεσταίνει. Και ξέρεις τώρα εκείνη τη γλύκα της θάλασσας. Μια τρικυμία φέρνει στην ψυχή. Και πάντα στο βάθος υπάρχεις εσύ άχρονος, απόκρημνος, ξεθωριασμένος στην άκρη μιας ατελείωτης θάλασσας να περιμένεις και να ζητάς κάτι που θέλεις να σου δώσω. Μα εγώ πεισματικά αρνούμαι. Και πάλι η ίδια ιστορία σαν εμμονή ξεκινά από την αρχή σε εκείνο το τέλος της σελίδας που ζητά να γυρίσει μια νέα. 
  Ειρήνη Λεοντάρα


Φωτογραφία  Ειρήνη Λεοντάρα

Το άχτι

Κι είναι το άχτι που 'χω, 
γιατί όλες οι ώρες, 
οι μέρες και οι μήνες 
ξάπλωσαν σε ένα αφρόντιστο 
καλοκαίρι. 
Πλάι, πλάι στην φουσκοθαλασσιά, αφουγκράζονται το βρυχηθμό του κήτους αδιαφορώντας για σένα και για μένα. 
Το ενδιαφέρον του είναι 
εκείνα τα περίτεχνα αυλάκια 
του βράχου 
έρημος, μόνιμα 
ακροάται 
τα αγκομαχητά 
των παφλασμών. 
Άχτι μου το' χω 
δεν έγινα εκείνη, 
η φουσκοθαλασσιά 
να ψελλίζεις στο δικό μου αυτί 
το βουητό σου. 
Κι ας είσαι η αδυναμία μου 
και η θάλασσα μου. 
Αυτό το ξέρω εγώ,καθόλου εσύ και το κύμα. 
Ειρήνη Λεοντάρα



Ο μυστικός χορός

Στα ηλιοβασιλέματα στην πιο γλυκιά ονειροπαγίδα του τελειώματος της μέρας 
θα δεις τα όμορφα ξωτικά να κατηφορίζουν στα θαλασσινά περάσματα. 
Είδα και εγώ εκείνο το αερικό. Βιαζόταν, έτρεχε βιαστική, βιαστική σαν να της είχε 
κόψει τη φόρα και την αναπνοή της μια κάποια ευτυχία. Όσο κι αν είναι 
νεραϊδένια η θωριά φαίνεται πώς έχουν και τα ξωτικά τα βάσανα τους. 
Τα μυστικά τους. 
Αν κάτσεις στο ακροθαλάσσι θα ακούσεις ένα βόμβο, λίγο γοερό σαν ψίθυρο, 
σαν παράπονο σαν ένα χορό που δεν πήγε, όχι γιατί δεν ήξερε τα βήματα, αλλά να, 
γιατί είχε ξεχάσει πια να χορεύει. Καιρό είχαν να την καλέσουν σε ένα χορό ευτυχίας, 
εκείνο που τα βήματα μοιάζουν με θρόισμα των φύλλων του φθινοπώρου 
και το σμαραγδί φόρεμα στροβιλίζει την πανώρια ομορφιά και δεν ξέρεις εσύ που καρφώνεις το βλέμμα από τι να μαγνητιστείς από τα βήματα του αερικού 
που χορεύει χωρίς να πατά καν στη γη, μα στον ουρανό. 
Ή από τα μάτια που κοιτούν κάτι και έτσι, όπως το καρφώνουν λυπάσαι το θύμα τους, 
γιατί δε μπορούν να ξεφύγουν από τη μαεστρία τους; 
Κι ο χορός καλά κρατεί. 
Και οι μελωδίες... 
Αχ αυτές οι μελωδίες δονούν την καρδιά. 
Την κάνουν να καρδιοχτυπά.
 Σε εκείνο το μέρος το μυστικό. 
Σε εκείνο το απόκοσμο μέρος συναντούν οι θεοί και οι θεές τους θνητούς 
και δεν ξέρεις ποιος γίνεται πιο δυνατός και ποιος χάνει τη δύναμη του. 
Σε εκείνο το μικρό μέρος, το φανερό σε λίγους, 
σε λίγο την πιο γλυκιά και όμορφη στιγμή της μέρας, 
μια θεά ετοιμάζεται να σμίξει με ένα θνητό
 και θα του χαρίσει μονομιάς όλη την κρυφή της δύναμη. 
Ειρήνη Λεοντάρα


Η φωτογραφία είναι από το https://gr.pinterest.com/

Η άρνηση

Όσα αρνείσαι πεισματικά.... 
Σε όσα ζητά η καρδιά σου 
και η ψυχή σου όλη
για να ανθίσει. 
Μα εσύ τίποτα από αυτά δεν δίνεις. 
Και το άλλο μάγουλο με τόση 
αυθάδεια, επιδέξια της αρνείσαι και γυρνάς 
θυμήσου ότι το θράσος σου 
θα τιμωρείται στην αιωνιότητα.
 Και είναι πόνος να πονάς για μια άρνηση σου. 
Ειρήνη Λεοντάρα


Η φωτογραφία είναι από https://twstalker.com/

Τα στερεότυπα

Υπάρχουν φράσεις, πράξεις, σκέψεις, επιχειρήματα για να προωθήσεις την τέχνη του διαλόγου. Όμως στην εποχή της τεχνολογικής ανάπτυξης το πάτημα ενός κουμπιού, ενώ φαινομενικά κάνει τα πράγματα προσιτά , στην πραγματικότητα τα κάνει πιο πολύπλοκα, όλα. 
Το πιο ανησυχητικό είναι η ευκολία με την οποία αναφερόμαστε σε κάποια πράγματα χωρίς να έχουμε συναίσθηση, ίσως και συναίσθημα για το τι λέμε. Παράδειγμα σε ένα κόσμο που είναι γεμάτος με κοινωνικά προβλήματα αντί να μπω στη λογική να πω και να βρω τον τρόπο να τα επιλύσω, οδηγούμαι στην ισοπεδωτική οδό του ακραίου για να κερδίσω εντυπώσεις. Χωρίς εμβάθυνση στη σκέψη. Χωρίς συναίσθημα ή λογική μπαίνω στη διαδικασία να καταρρακώσω υπολήψεις. Να προκαλέσω τις αντιδράσεις των άλλων, χωρίς λογική, αλλά με σαθρά επιχειρήματα, όπως με συμφέρει. Έτσι λοιπόν κάπως, νιώθω και αισθάνομαι ότι γεννιούνται οι στερεοτυπικές αντιλήψεις. Δεν θέλω να μάθω ότι είναι αλλιώτικο από μένα . Με φοβίζει ότι δεν γνωρίζω. Δε θέλω όμως κιόλας να το γνωρίσω , γιατί μπορεί να... Με μολύνει;. Να πει ο γείτονας και ο διπλανός μου, ο φίλος μου ότι δεν είμαι σαν κι αυτόν; Κι όμως το ευτύχημα μας είναι ότι είμαστε όλοι υπέροχοι, γιατί μπορούμε να είμαστε διαφορετικοί. Κι αυτό το αλλότριο, το διαφορετικό είναι το πιο ελκυστικό. Ιδέες λοιπόν, όπως, αφού είναι η κοινωνία τόσο χάλια να μην κάνουμε παιδιά με αφήνει κυριολεκτικά άφωνη. Ιδέες, όπως μια γυναίκα δεν πρέπει να βγάζει περισσότερα χρήματα από έναν άνδρα. Όλοι οι υπάλληλοι του δημοσίου είναι κηφήνες. Οι γυναίκες πρέπει να κάθονται στο σπίτι τους και να πλένουν πιάτα και να μεγαλώνουν παιδιά. Είμαι άντρας και το κέφι μου θα κάνω κτλ, κτλ θέλουν στη σημερινή εποχή μια παραπάνω σκέψη και κριτική, ένα λόγο να τις αναθεωρήσουμε. Δε συμβαδίζει η πρόοδος με την στασιμότητα. Δε μπορεί το παράλογο να θεωρείται λογικό και να αντιμετωπίζεται ως τέτοιο. Κάποια στιγμή λοιπόν χρειάζεται η πρόοδος και όπως αυτή ορίζεται κι από όπου, να τολμήσουμε λίγο παραπάνω να μιλήσουμε για κάποια θέματα που πλανώνται στην ατμόσφαιρα, αλλά που οδηγούν σε άλλες αντιλήψεις απαρχαιωμένες, άλλες εποχές και κοινωνίες πατριαρχικές και οπισθοδρομικές. 
Ειρήνη Λεοντάρα



Η φωτογραφία είναι από το https://www.pinterest.ru/


Οι Ωραίοι άνθρωποι

Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν στο παρελθόν και υπάρχουν και άλλοι που ζουν για αυτό που θα γίνει στο μέλλον. 
Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν στο παρελθόν εγκλωβιστεί στις πληγές τους. Τρέχει το αίμα της καρδιάς διαρκώς. Για αυτά που έζησαν, για εκείνα που αισθάνθηκαν για τους ανθρώπους που είχαν και έχασαν για όλες εκείνες τις σκέψεις και τις στιγμές. Δεν ξέρω αν ήταν τόσο καλό εκείνο το παρελθόν, ούτε αν το μέλλον θα φέρει την ιδανική λύση για την επίλυση του προβλήματος. Θα έλεγα ότι η θλίψη και ο βουβός θρήνος δεν εξοβελίζονται εύκολα. Όμως πρέπει με κάποιο τρόπο να ειρηνεύσεις με όλα τούτα. Το αγκάθι θα είναι πάντα εκεί το ξέρεις, το έχεις δει μπορεί να βάζεις το δακτυλάκι σου πάντα εκεί πάνω του ξανά και ξανά. Ή να πάρεις το αγκάθι να του γλυκομιλήσεις. Να πεις στα έδωσα όλα το είδες, το βλέπεις. Σε τίμησα, σε άγγιξα, σε φίλησα, σου δόθηκα. Μα άλλο δε μπορώ, γιατί ετούτο το άγγιγμα σου δε με αφήνει να προχωρήσω. Πρέπει να βγω στον κήπο. Με αγαπάνε και τα άλλα λουλούδια. Μυρίζουν όμορφα. Κόβονται για μένα. Σας ευχαριστώ πολύ, γιατί με κάνατε αυτό που είμαι, αλλά δεν μου κάνει άλλο καλό. Και πρέπει να ξεκινήσω από την αρχή. 
Ειρήνη Λεοντάρα







ΣΟΦΙΑ ΤΑΝΑΚΙΔΟΥ "Oι λύκοι που ονειρεύτηκα" Μυθιστόρημα

 

Τίτλος : Oι λύκοι που ονειρεύτηκα
Τύπος Μέσου: έντυπο / ΒΙΒΛΙΟ
Συντελεστές: Σοφία Τανακίδου, Συγγραφέας ;
Χρήστος Παπαχρυσάφης, Επιμελητής έκδοσης
Εκδότης: Σοφία Τανακίδου (Αυτοέκδοση)
Έτος Έκδοσης: 2021
Σελιδοποίηση: 252
Μέγεθος: 15 Χ 21
ISBN : 978-618-00-3296-3


Οπισθόφυλλο

Η Άννα ξυπνάει μετά από ένα χειρουργείο και δεν αναγνωρίζει την οικογένεια της. Αμνησία λένε οι γιατροί! "Εγώ είμαι ο άντρας σου, Άννα μου " υποστηρίζει ένας ξένος, κι ένα νεαρό κορίτσι την φωνάζει "μαμά "... Μα η Άννα ξέρει... Ο γιος της κι ο αληθινός άντρας της δεν είναι δίπλα της!
Δεν είναι αυτή η οικογένειά της! Πρέπει να τους βρει γρήγορα, χωρίς αυτούς, οι λύκοι θα ξαναγυρίσουν και θα την κυνηγήσουν στους εφιάλτες της...
Μήπως όμως... κάνει λάθος;
Μήπως ψάχνει άδικα να βρει τον γιο της και τον άντρα της; Μήπως οι λύκοι που χρόνια τώρα ονειρεύεται έχουν κατασπαράξει το παρελθόν της μια για πάντα;



Αποσπάσματα

«Μία φορά κι έναν καιρό ξημέρωσε μια ατέλειωτη νύχτα στο μυαλό ενός νεαρού αρνιού. Μπήκαν οι λύκοι μέσα του και κατασπάραξαν  τον ήλιο του, το φεγγάρι και τα αστέρια του και το βύθισαν στο απέραντο σκοτάδι.

Κατασπάραξαν τα ποτάμια, τις λίμνες και τις θάλασσες του και το ανάγκασαν να ζει σε μια αιώνια δίψα. Κατασπάραξαν τα δέντρα, τα λουλούδια και τα λιβάδια του, στερώντας του την τροφή του κορμιού και της ψυχής του.

Κατασπάραξαν στο τέλος τα όνειρά του, αφήνοντας μόνο έναν εφιάλτη να στοιχειώνει τον ξύπνιο του. Κι όταν δεν υπήρχε τίποτα άλλο να κατασπαράξουν, το αρνί έγειρε αποκαμωμένο να πεθάνει. Δεν ήθελε να ζήσει! Δεν είχε τίποτα, για να ζήσει! Ούτε φως, ούτε νερό, ούτε τροφή, μα πάνω απ' όλα δεν είχε όνειρα! Ποιος θέλει να ζει με έναν εφιάλτη μόνο; Αυτός ο εφιάλτης ήταν ό,τι του είχε απομείνει. Κι όπως έπεσε αποκαμωμένο στο χώμα, για να πεθάνει, εμφανίστηκε ξαφνικά ένας τρομακτικός λύκος, σταλμένος από τον αρχηγό της αγέλης, που είχε κατασπαράξει το μυαλό του αρνιού. Τώρα τον έστειλε για να κατασπαράξει και το κορμί του. Όταν, όμως, αντίκρυσε από κοντά το αρνί, κοίταξε στα μεγάλα πράσινά του μάτια κι είδε εκεί μέσα όλο τον εφιάλτη που ζούσε και το λυπήθηκε τόσο, που αποφάσισε να μην το σκοτώσει.

«Σήκω και φύγε» του είπε. «Σήκω και φύγε από αυτά τα λημέρια!

Εγώ σε λυπήθηκα και δε θα σε σκοτώσω, αλλά αύριο ο αρχηγός θα στείλει τον επόμενο λύκο, κι ύστερα τον επόμενο και τον επόμενο, μέχρι να σε σβήσει από προσώπου γης!». Κι έφυγε χωρίς να το αγγίξει. Το αρνί μάζεψε το κορμί του κι ό, τι είχε απομείνει από την ψυχή του κι εξαφανίστηκε για πάντα. Κανείς δεν το ξαναείδε από τότε. Ο αρχηγός το έψαχνε και το έψαχνε αδιάκοπα, αλλά δεν το βρήκε ποτέ. Είχε κρυφτεί μέσα στο σκοτάδι, που εκείνος ο ίδιος το είχε ρίξει, ζώντας καθημερινά τον εφιάλτη στο μυαλό του, έναν εφιάλτη που είχε σφηνωθεί, απλωθεί και πλημμυρίσει κάθε του ίνα. Είχε γίνει η τροφή του, το νερό του, το φως του, είχε γίνει αυτός ο εφιάλτης η ίδια η κινητήρια δύναμη που τον κράτησε στη ζωή, προσδοκώντας τη στιγμή που θα κατασπάραζε, όχι τον εφιάλτη του πια, γιατί είχε μάθει να ζει μ' αυτόν, αλλά τον ίδιο τον λύκο, που τον γέννησε».
🍁🍁

«Λοιπόν, αρχίζουμε την πρώτη μας ιστορία, Λεωνίδα» είπε η Άννα, άνοιξε ένα μεγάλο βιβλίο που κρατούσε στα χέρια της κι άρχισε να διαβάζει...
«Σε ένα δάσος απομακρυσμένο και κρυμμένο από του κόσμου το βλέμμα, ζούσε ένα ζευγάρι λύκων. Οι λύκοι αυτοί δεν είχαν παιδιά. Χρόνια προσπαθούσαν ν' αποκτήσουν, αλλά η λύκαινα αντί για μήτρα μέσα της είχε έναν δαίμονα που δεν άφηνε να γονιμοποιηθούν λυκάκια, τα έλιωνε πριν δημιουργηθούν στο λεπτό. Μια μέρα ο λύκος πήγε στον μάγο της αγέλης και τον ρώτησε τι έπρεπε να κάνουν για να σκοτώσουν τον δαίμονα της κοιλιάς της λύκαινας και να δουν επιτέλους ένα παιδί στην αγκαλιά τους. Ο μάγος του είπε να υιοθετήσουν ένα αρνί.
«Ένα άσπρο αρνί θα διώξει το δαίμονα και θα σας φέρει μια ευτυχισμένη οικογένεια, αλλά πρόσεξε, θα προσέχεις το αρνί σαν τα μάτια σου, δε θα αφήσεις να του συμβεί ποτέ κακό!».
Έτσι κι έγινε. Την επόμενη κιόλας μέρα ο λύκος κατέβηκε στο χωριό, πήγε σε μια στάνη και διάλεξε το πιο άσπρο αρνί. Το άρπαξε και το έφερε σπίτι του. Οι υπόλοιποι λύκοι όρμησαν να το ξεσκίσουν, αλλά δεν τους άφησε να το πλησιάσουν.
«Όποιος τολμήσει να φάει το αρνί θα έχει να κάνει μαζί μου» τους είπε.
Κι επειδή ήταν ο πιο δυνατός λύκος της αγέλης, όλοι τον φοβόντουσαν και δεν ξαναπλησίασαν το αρνί. Σε λίγους μήνες ήρθαν τα πρώτα λυκάκια, τρία πανέμορφα λυκάκια, που αγάπησαν το αρνί από την πρώτη στιγμή. Έπαιζαν μαζί του σαν να ήταν πραγματικό τους αδερφάκι. Κι όλη η αγέλη με τον καιρό αγάπησε το αρνί και δεν το έβλεπε πια σαν αρνί, ούτε το μύριζε σαν αρνί. Αν κοιτούσες μέσα στα μεγάλα τους μάτια, δεν έβλεπαν παρά έναν τεράστιο πανέμορφο λύκο. Μόνο οι γονείς που το υιοθέτησαν το έβλεπαν αρνί, δεν μπορούσαν να δουν τον λύκο που μεγάλωναν, γι' αυτούς πάντα ήταν ένα άσπρο αρνί, που έκλεψαν από μια στάνη για να διώξουν τον δαίμονα από την κοιλιά της λύκαινας. Κι ο δαίμονας είχε φύγει! Ήδη η λύκαινα είχε ακόμα δύο καλές γέννες κι έφερε στη ζωή ακόμα έξι λυκάκια. Έπεσε βαρύς χειμώνας εκείνον τον χρόνο, τα λυκάκια πεινούσαν κι έκλαιγαν και δεν υπήρχε πουθενά τροφή. Μάταια έψαχνε όλη η αγέλη.
Τότε η λύκαινα είπε στον λύκο.
«Καιρός να φάμε το αρνί, πρέπει να ταΐσουμε τα παιδιά μας» κι ο λύκος συμφώνησε.
Κι έπιασαν το αρνί μέσα στα δυνατά τους δόντια και το σκότωσαν κι ύστερα το έκοψαν κομματάκια και το μοίρασαν στα παιδιά τους. Εκείνα κοίταξαν το κρέας μπροστά τους και δεν το άγγιξαν.
«Δεν τρώμε λύκο εμείς» είπαν όλα με μια φωνή κι έμειναν νηστικά ακόμα μία νύχτα.
Το πρωί είχαν πεθάνει όλα από την ασιτία κι ο δαίμονας ξαναγύρισε μέσα στην κοιλιά της λύκαινας. Ο λύκος ανέβηκε επάνω στο βουνό κι άρχισε να ουρλιάζει και να καταριέται το αρνί που έγινε λύκος κι άφησε νηστικά τα παιδιά του».
Η Άννα έκλεισε το βιβλίο και ρώτησε τον Λεωνίδα.
«Σου άρεσε η ιστορία μου; Δεν ξέρω αν την κατάλαβες, σκέψου την όλη τη νύχτα, το πρωί θα έρθω να σου πω μια καινούργια, έχουμε μέρες μπροστά μας κι έχω πολλές ιστορίες με λύκους να σου διηγηθώ, θα τους γνωρίσεις όλους τους ήρωες λύκους μου κι είναι πολλοί, τους δουλεύω χρόνια και τους έχω μάθει πια καλά, ξέρεις γιατί; Γιατί ήμουν αρνί κι έγινα λύκος! Γιατί όταν συναναστρέφεσαι με λύκους, όσο κι αν είσαι αρνί, γίνεσαι λύκος, για να επιβιώσεις. Θα μου πεις ότι στην ιστορία που σου διάβασα δεν επιβίωσε το αρνί, αλλά θα σου πω κι εγώ πως κάνεις εσύ λάθος, αυτοί που δεν επιβίωσαν ήταν οι μικροί λύκοι, το αρνί επιβίωσε γιατί έγινε ένας καινούργιος δαίμονας, που μπήκε μέσα στην κοιλιά της λύκαινας. Ούτε οι απάνθρωποι γονείς λύκοι επιβίωσαν, γιατί χειρότερο είναι να χάνεις παιδιά από το να μην γεννήσεις ποτέ. Ο πόνος τους τρέλανε γι' αυτό ούρλιαζαν μερόνυχτα κι έχασαν το μυαλό τους για πάντα. Καλό βράδυ Λεωνίδα, ονειρέψου τους λύκους, τα λέμε αύριο» του ψιθύρισε στο τέλος στο αυτί κι έφυγε.
Ο Λεωνίδας προσπάθησε να μιλήσει αλλά μόνο κραυγές βγήκαν από τα χείλη του, κραυγές σαν του λύκου που ούρλιαζε, αναζητώντας πίσω τα παιδιά του.

Βιογραφικά στοιχεία 

Η Σοφία Τανακίδου γεννήθηκε στην Μακρυνίτσα Σερρών και μεγάλωσε στους Αμπελόκηπους Θεσσαλονίκης.Μένει μόνιμα πια στη Χαλάστρα Θεσσαλονίκης είναι σύζυγος και μητέρα δύο παιδιών.Γράφει από την εφηβική της ηλικία ποίηση.Έχει λάβει μέρος σε ποιητικούς διαγωνισμούς και ποιήματα της έχουν φιλοξενηθεί σε blogs, sites και ραδιοφωνικές εκπομπές.

Συμμετέχει σε αυτοέκδοση ποιητικής συλλογής με τη συνεργασία δύο ακόμα ποιητών με τον τίτλο "Τρι-λογία ψυχής" το 2018. Το 2020 εκδίδει την πρώτη της προσωπική συλλογή με τίτλο «Σοφίας ποίηση» από την εκδοτική Δυάς. Το ίδιο διάστημα εκδίδει την πρώτη της νουβέλα αυτοέκδοση «Ελπίδα. Το βιβλίο που κάηκε» που διακινείται σε έντυπη και σε ηλεκτρονική μορφή. Το 2020 πήρε μέρος στην πρώτη ποιητική συλλογή του blog https://poetry-road-dream.blogspot.com που διαχειρίζεται μαζί με τον Χρήστο Παπαχρυσαφη. Η συλλογή έχει την ονομασία του blog «Ποίηση. Ένας δρόμος προς το όνειρο. Θεσσαλονίκη- Αθήνα».Το 2021 πήρε μέρος στο δεύτερο βιβλίο του μπλογκ με τίτλο " Ποίηση. Ένας δρόμος προς το όνειρο. Σεργιάνι στην Ελλάδα" στη συλλογή ποίησης "Του έρωτα το κόκκινο" από τις εκδόσεις Όστρια, στη συλλογή ποίησης της "Ποιητική έλξη" από τις εκδόσεις ποιειν στο τρίτο βιβλίο του μπλογκ "Ποίηση. Ένας δρόμος προς το όνειρο. Ελλάδα - Κύπρος" και στην συλλογή "Τεχνών συναπαντήματα" από τις εκδόσεις "Όστρια" με ένα διήγημα της.






ΡΙΤΣΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ "Ημερολόγιο μιας εβδομάδας" του Πολυτεχνείου

 


ΑΘΗΝΑ 16 Νοεμβρίου 1973

Ωραία παιδιά με τα μεγάλα μάτια σαν εκκλησίες χωρίς στασίδια
ωραία παιδιά δικά μας με τη μεγάλη θλίψη των ανδρείων
αψήφιστοι, όρθιοι στα Προπύλαια στον πέτρινο αέρα, έτοιμο χέρι, έτοιμο μάτι
πως μεγαλώνει το μπόι, το βήμα κι η παλάμη του ανθρώπου


17 Νοεμβρίου  1973


Βαριά σιωπή διάτρητη απ΄τους πυροβολισμούς, πικρή πολιτεία, 
αίμα, φωτιά, η πεσμένη πόρτα, ο καπνός, το ξύδι, 
ποιός θα πει περιμένω μέσα απ το μέσα μαύρο. 
Μικροί σχοινοβάτες με τα μεγάλα παπούτσια μ΄έναν επίδεσμο φωτιά στο κούτελο,
κόκκινο σύρμα, κόκκινο πουλί και το μοναχικό σκυλί στ΄ αποκλεισμένα προάστια
ενώ χαράζει η χλωμότερη μέρα πίσω απ΄τα καπνισμένα αγάλματα 
κι ακούγεται ακόμη η τελευταία κραυγή διαλυμένη στις λεωφόρους
πάνω απ΄τα τανκς μέσα στους σκόρπιους πυροβολισμούς..
Πως μπορείτε λοιπόν να κοιμάστε; πως μπορείτε λοιπόν να κοιμάστε;


ΚΑΛΑΜΟΣ 18 Νοεμβρίου

Ηλιόλουστη μέρα. Κάλαμος.
Η θάλασσα, σπουργίτια στον ελαιώνα
Κάλεσμα. Πρόκληση. Κάλλος. Μακρινή προδομένη μακαριότητα 
α εσύ δραπέτη λιποτάκτη κρυμμένε ανάμεσα στ΄ αγάλματα, πίσω απ΄τ΄ αγάλματα 
μέσα στ΄αγάλματα, αγάλματα κούφια χωρίς χέρια, χωρίς πέος, χωρίς αμπελόφυλλα
αρνήσου, αρνήσου, όχι να ξεχαστείς και να ξεχάσεις το δένδρο το πουλί το γαλάζιο
αμαρτία, αμαρτία, πως μπορείτε λοιπόν να κοιμάστε εσείς, ο ίδιος ο έρωτας 
κι ο έρωτας αμαρτία, Ελένη, Μάρω, Ηλέκτρα, Δήμητρα, παιδιά μας, τα παιδιά μας
πόσες γενιές παιδιά μας σε αδιαίρετο χρόνο χωρίς χρόνο 
στα στάχυα και στα σύρματα στη γραφομηχανή, στον τηλεβόα 
έρωτές μας, παιδιά μας,σκοτωμένα παιδιά μας, έρωτές μας
Για τίποτε άλλο να μην έχουμε μάτια παρά μόνο για σας. Τιποτ΄άλλο.
Ω! ανήμπορο ποίημα, ανήμπορο, ανήμπορο, ατελέσφορο
επάνω από δύο στίχους σταυρωμένους σταυρώνω τα χέρια και σωπαίνω 
βράχος, το μέγα κόκκινο, δεύτερη πόρτα, πέμπτη πόρτα κι η δωδέκατη κλεισμένη 
χτύπημα της γροθιάς στον τοίχο χτύπημα της πέτρας στην πέτρα 
-μ΄ακούς; άκουσέ με, εγώ σ΄ακούω, 
δύο σιωπές κάνουν μια φωνή κι ένα μεγάλο τεντωμένο χέρι.

ΑΘΗΝΑ 19 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ

Με τους αγκώνες στηριγμένους στην ποίηση, με τα μάτια κλεισμένα στις παλάμες
ακούω τη φωτιά. Ανεβαίνει. Σκοτωμένοι επί τόπου μπροστά στο παράνομο μικρόφωνο 
κι η φωνή τους ακόμα.. - Αδέρφια, αδέρφια, πάνω απ΄το αίμα τους, με το αίμα τους 
πάνω από την αγρυπνισμένη Αθήνα
Πως μπορείτε λοιπόν; Πως μπορείτε;

20 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ

Μάζεψαν τα οδοφράγματα, πλύναν τα αίματα, τα μισά παιδιά πήγαν σχολείο
οι γυναίκες βγήκαν για ψώνια, στη γωνιά ένα καμένο αυτοκίνητο
πλύναν τα ρούχα τ΄απλώσαν στις ταράτσες μυστικά-μυστικά μη φανούνε σαν άλλες σημαίες
κλειστά νοικοκυριά, το κρεμμύδι, η πατάτα, το λάδι 
το αλάτι χυμένο στο δρόμο το ίδιο και τ΄αλεύρι, 
μες στο ψυγείο το κόκκινο πουλί μ΄όλα του τα φτερά
Απ΄το θάνατο αρχίζουμε - έτσι έλεγε- απ΄το θάνατο αρχίζουμε πάλι
επάνω από τη μεγάλη γκρεμισμένη σκάλα
“τι να κάνουμε -είπε- να ξεχαστούμε; θα ξεχάσουμε πάλι;
Σκεπασμένοι στην τρύπια κουβέρτα ως πάνω στα μάτια 
λίγο λίγο θα βγάλεις το ΄να πόδι δοκιμάζοντας τον αέρα τη σιωπή το σκοτάδι
αργότερα τα χέρια, τελευταίο το κεφάλι.
Απέναντι η καρέκλα, τα τσιγάρα τα σπίρτα και το φως κολλημένο στον τοίχο
μια τεράστια κίτρινη αφίσα
Ώρα μεγάλη! ώρα σκληρή! ώρα αδειασμένη απ΄την δειλή μακροθυμία των στίχων
εδώ ό,τι πια θα πει θα ΄ναι το αίμα
Ω! κακόφημη ζωή ληστεμένη

22 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ

Αργά που μεγαλώνει το μαχαίρι, αυτός που σιωπεί
δεν είναι που δεν έχει τίποτα να πει
δεν είναι τα δώδεκα καρφιά στον τοίχο, η ακρίδα στο ποτήρι 
είναι που περιμένει να ξεσφίξουν τα σαγόνια του


Το «Ημερολόγιο μιας εβδομάδας» του Πολυτεχνείου γράφτηκε από τον Γιάννη Ρίτσο τις ημέρες των γεγονότων της εξέγερσης του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του 1973.

Η 15 Νοέμβρη θα βρει τον Ρίτσο στις πρώτες γραμμές της μεγάλης διαδήλωσης που ξεκίνησε από το Πολυτεχνείο και έφτασε ως την πλατεία Κλαυθμώνος. Η διαδήλωση θα διαλυθεί από την αστυνομία με βία με τον Ποιητή να μπλοκάρεται ανάμεσα στους φράχτες που έχει στήσει η αστυνομία αλλά δεν θα χτυπηθεί. Ίσως τον αναγνώρισαν και τον σεβάστηκαν. Διαφεύγει και βρίσκει καταφύγιο στα τότε γραφεία του εκδοτικού οίκου Κέδρος σε μια στοά (Πανεπιστημίου και Χαριλάου Τρικούπη). Το ίδιο βράδυ κλείνει η Πατησίων από διαδηλωτές.

Στις 16 Νοεμβρίου επισκέπτεται το σπίτι της Νανάς Καλιανέση όπου ακούν τον παράνομο ερασιτεχνικό σταθμό που έχει στηθεί στον ΕΜΠ των «Ελεύθερων αγωνιζόμενων φοιτητών, των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων.» Με ρίγη συγκίνησης συνεχίζει την ακρόαση στο σπίτι του, έχει ξεκινήσει η επίθεση στους συγκεντρωμένους με δακρυγόνα και έπειτα με σφαίρες.. κατεβαίνουν τα τανκς.. ένα από αυτά γκρεμίζει την πύλη.. παντού νεκροί και τραυματίες..

Ο Ποιητής με δάκρυα στα μάτια φεύγει για τον Κάλαμο.. εν θερμώ έχει ήδη ξεκινήσει το «Ημερολόγιο μιας εβδομάδας»..

Πηγές:
“Γιάννης Ρίτσος, Ένα σχεδίασμα βιογραφίας' της Αγγελικής Κώττη, Ελληνικά γράμματα (2009)
http://many-books.blogspot.com/ της Αγγελικής Κώττη



ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ http://www.poiein.gr/a








ΕΔΩ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ,ΕΔΩ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ...

 

Η φοιτητική εξέγερση του Πολυτεχνείου το Νοέμβριο του 1973 δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Τα σημάδια που υποδήλωναν την αναταραχή στους κόλπους των πανεπιστημιακών σχολών υπήρχαν και οι διαθέσεις των νέων είχαν ήδη διαφανεί.






Στις 14 Φεβρουαρίου 1973, η χούντα δίνει εντολή στην αστυνομία να εισβάλει στο Πολυτεχνείο προκειμένου να διαλύσει την συγκέντρωση των φοιτητών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, λίγες ημέρες αργότερα, στις 21 Φεβρουαρίου, την κατάληψη του κτιρίου της νομικής σχολής με βασικό αίτημα την κατάργηση του νόμου που επέβαλε την υποχρεωτική στράτευση «αντιδραστικών νέων» και την απαλλαγή συναδέλφων τους που βρίσκονταν ήδη στο στρατό. Φυσικά, δεν έλειπε και η διεκδίκηση για ανάκληση όλων των καταπιεστικών νόμων και διαταγμάτων που οι συνταγματάρχες είχαν επιβάλλει.

Τα γεγονότα του Νοεμβρίου ξεκινούν στις 14 του μηνός για να καταλήξουν στην κορυφαία στιγμή αντίστασης εναντίον του καθεστώτος.

Ο. ΕΛΥΤΗΣ  - Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΞΟΔΟΣ

Τις ημέρες εκείνες έκαναν σύναξη μυστική τα παιδιά και λάβανε την απόφαση, επειδή τα κακά μαντάτα πλήθαιναν στην πρωτεύουσα, να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες, με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει: μια παλάμη τόπο κάτω από τ' ανοιχτό πουκάμισο, με τις μαύρες τρίχες και το σταυρουδάκι του ήλιου. Όπου είχε κράτος κι εξουσία η Άνοιξη. 
Και επειδή σίμωνε η μέρα που το Γένος είχε συνήθειο να γιορτάζει τον άλλο Σηκωμό, τη μέρα πάλι εκείνη ορίσανε για την Έξοδο.Και νωρίς εβγήκανε καταμπροστά στον ήλιο, με πάνου ως κάτου απλωμένη την αφοβιά σαν σημαία, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες. Και ακολουθούσανε άντρες πολλοί, και γυναίκες, και λαβωμένοι με τον επίδεσμο και τα δεκανίκια. Όπου έβλεπες άξαφνα στην όψη τους τόσες χαρακιές, που 'λεγες είχανε περάσει μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα. 
Τέτοιας λογής αποκοτιές, ωστόσο, μαθαίνοντες οι Άλλοι, σφόδρα ταράχθηκαν. Και φορές τρεις με το μάτι αναμετρώντας το έχει τους, λάβανε την απόφαση να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες, με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει: μία πήχη φωτιά κάτω απ' τα σίδερα, με τις μαύρες κάννες και τα δόντια του ήλιου. Όπου μήτε κλώνος μήτε ανθός, δάκρυο ποτέ δεν έβγαλαν. Και χτυπούσανε όπου να 'ναι, σφαλώντας τα βλέφαρα με απόγνωση. Και η Άνοιξη ολοένα τους κυρίευε. Σαν να μην ήτανε άλλος δρόμος πάνω σ' ολάκε-ρη τη γη για να περάσει η Άνοιξη παρά μονάχα αυτός, και να τον εί-χαν πάρει αμίλητοι, κοιτάζοντας πολύ μακριά, πέρ' απ' την άκρη της απελπισίας, τη Γαλήνη που έμελλαν να γίνουν, οι νέοι με τα πρησμέ- να πόδια που τους έλεγαν αλήτες, και οι άντρες, και οι γυναίκες, και οι λαβωμένοι με τον επίδεσμο και τα δεκανίκια. 
Και περάσανε μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα. Και θερίσανε πλήθος τα θηρία, και άλλους εμάζωξαν. Και την άλλη μέρα εστήσανε στον τοίχο τριάντα

14  ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ





Στις 14 Νοεμβρίου , οι φοιτητές του Πολυτεχνείου αποφασίζουν αποχή από τα μαθήματα με αίτημα την διεξαγωγή ελεύθερων φοιτητικών εκλογών το ίδιο έτος και όχι στα τέλη του επόμενου χρόνου που είχε αποφασίσει η χούντα. Συνελεύσεις γίνονται και σε άλλα πανεπιστημιακά τμήματα. Πλήθος φοιτητών συρρέουν στο κτίριο του Πολυτεχνείου στην Πατησίων και το απόγευμα της ίδιας ημέρας, παίρνεται η απόφαση για την κατάληψη της σχολής  Σύνθημά τους: ΨΩΜΙ- ΠΑΙΔΕΙΑ- ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ- ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ




Με τόσα φύλλα σου γνέφει ο ήλιος καλημέρα
με τόσα φλάμπουρα λάμπει, λάμπει ο ουρανός
και τούτοι μέσ’ τα σίδερα και κείνοι μεσ’ το χώμα.
Σώπα όπου να `ναι θα σημάνουν οι καμπάνες.
Αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας.
Κάτω απ’ το χώμα μες στα σταυρωμένα χέρια τους
κρατάνε τις καμπάνας το σχοινί,
προσμένουνε την ώρα, προσμένουν να σημάνουν την ανάσταση
τούτο το χώμα είναι δικό τους και δικό μας
δεν μπορεί κανείς να μας το πάρει
Σώπα όπου να `ναι θα σημάνουν οι καμπάνες

Στίχοι: Γ. Ρίτσος 
Μουσική: Μ Θεοδωράκης
Τραγούδι Γ. Μπιθικώτσης 



Μέσα σε λίγες ώρες κατασκευάζεται ο ραδιοφωνικός πομπός μέσω του οποίου εκφωνήθηκε το πλέον γνωστό μήνυμα «Εδώ Πολυτεχνείο! Λαέ της Ελλάδας το Πολυτεχνείο είναι σημαιοφόρος του αγώνα μας, του αγώνα σας, του κοινού αγώνα μας ενάντια στη δικτατορία και για την Δημοκρατία. "Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο. Σας μιλά ο ραδιοφωνικός σταθμός των ελεύθερων αγωνιζόμενων φοιτητών, των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων".






Ακόμη, εγκαθίστανται πολύγραφοι προκειμένου να κοινοποιούνται οι αποφάσεις της συντονιστικής επιτροπής της κατάληψης, ενώ δημιουργήθηκαν και συνεργεία φοιτητών που ετοίμαζαν τα πλακάτ και έγραφαν συνθήματα σε τοίχους και τρόλεϊ.


Γιώργος Βαφόπουλος

Παιδιά του Μετσοβίου Πολυτεχνείου,
της λευτεριάς ανοίξατε τη στράτα.
Είστε ο Ιερός Λόχος του Δραγατσανίου,
που ’χε κι εκείνος τα δικά σας νιάτα.

Σας φέρνουν οι δειλοί άνθινα στεφάνια
και κροκοδείλια τώρα χύνουν δάκρυα
εκείνοι, που προσμέναν στην αφάνεια
«ευκαιρίες», ζαρωμένοι σε μιαν άκρια.

Των μεγάλων τα όπλα η υποκρισία.
Το δικό σας προνόμιον η θυσία.
 (Νέα σατιρικά γυμνάσματα, 1975)
  




Πάμε κι εμείς στην αυλή του φθινοπώρου
πίσω απ' τα πετρωμένα στάχυα του καλοκαιριού
πάμε κι εμείς στα παιδιά που κοιμήθηκαν
κάτω απ' τα ματωμένα νύχια του περιστεριού
πάμε να δεις στην αυλή που μεγάλωσαν
δυο παιδιά ερωτευμένα
δυο παιδιά του χαμού. 

Ορέστη απ' το Βόλο
Μαρία απ' τη Σπάρτη
γυρεύω το γιο μου
Μαρία απ' τη Σπάρτη
Ορέστη απ' το Βόλο
την κόρη μου θέλω.

Δυο παιδιά ερωτευμένα
δυο παιδιά του Χαμού 


Στίχοι  Ι Καμπανέλης
Μουσική Στ. Ξαρχάκος 
Πρώτη εκτέλεση: Τζένη Καρέζη & Νίκος Δημητράτος, «ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΜΑΣ ΤΣΙΡΚΟ», 1974. 


15 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 
Τη δεύτερη μέρα της κατάληψης, Πέμπτη 15 Νοεμβρίου, ο ενθουσιασμός των φοιτητών κορυφώθηκε και πραγματοποιήθηκε πορεία με συνθήματα κατά της χούντας.


Γέμισαν τα κτίρια του Πολυτεχνείου και το προαύλιο από φοιτητές και απέξω δεκάδες χιλιάδες λαού και μαθητών, που έρχονται κατευθείαν από τα σχολεία τους, φέρνοντας στους ελεύθερους και μαχητικούς φοιτητές όλο και περισσότερα τρόφιμα, φάρμακα κλπ.

Εκλέγεται Συντονιστική Επιτροπή που συμμετέχουν και δυο εργάτες, και σε ανακοίνωση της λέει: η εκδήλωση του Πολυτεχνείου είναι αντιφασιστική και αντιμπεριαλιστική
Λειτουργεί νέος πομπός, που τώρα ακούγεται σ’ όλη την Αττική. Υπερηφάνεια και συγκίνηση κατέχει όλους τους Έλληνες που τ’ ακούνε:
            «Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ Πολυτεχνείο! Σας μιλά ο Ραδιοφωνικός Σταθμός των ελεύθερων  αγωνιζόμενων φοιτητών, των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων. Κάτω η χούντα, κάτω ο Παπαδόπουλος, έξω οι Αμερικάνοι, κάτω ο φασισμός, η χούντα θα πέσει από το λαό…
            Λαέ, κατέβα στο πεζοδρόμιο, έλα να μας συμπαρασταθείς, τη λευτεριά σου για να δεις…»




Στη Θεσσαλονίκη και Πάτρα οι φοιτητές καταλαμβάνουν τα Πανεπιστημιακά κτίρια. Οι αγρότες από τα Μέγαρα ξεκινούν για την Αθήνα. Στο Αιγάλεω γίνονται επαναστατικές εκδηλώσεις και ακολουθούν τέτοιες στις συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά. Όλη η Ελλάδα συμπαρίσταται στους ελεύθερους αγωνιζόμενους φοιτητές

Γ. ΡΙΤΣΟΣ "Αθήνα 16 Νοεμβρίου 1973"

Ωραία παιδιά, με τα μεγάλα μάτια σαν εκκλησίες χωρίς στασίδια.
Ωραία παιδιά, δικά μας, με τη μεγάλη θλίψη των αντρείων,
Αψήφιστοι, όρθιοι στα προπύλαια, στον πέτρινο αέρα,
Έτοιμο χέρι, έτοιμο μάτι, - πως μεγαλώνει
το μπόι, το βήμα και η παλάμη του ανθρώπου;


16 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ

 Πάνω από 150.000 άνθρωποι είναι γύρω από το Πολυτεχνείο και βροντοφωνάζουν με τους ελεύθερους φοιτητές  «Κάτω η χούντα, η χούντα θα πέσει απ’ το λαό».

            Ώρα 7 και μισή μ.μ. Ο δικτάτορας δίνει διαταγή να χτυπηθεί πρώτα η λαοθάλασσα, που είναι γύρω στο Πολυτεχνείο. Δακρυγόνα πέφτουν συνεχώς και κάνουν αφόρητη την ατμόσφαιρα. Ο λαός ανάβει φωτιές και τα εξουδετερώνει. Τώρα σφυρίζουν σφαίρες και οι πρώτοι νεκροί πέφτουν μέσα και έξω από το Πολυτεχνείο. Ο λαός στήνει οδοφράγματα, δεν υποχωρεί, παλεύει άοπλος, παραμένει στη θέση του.
            Ώρα 12 τη νύχτα μπαίνει στην Αθήνα στρατός και τανκς και καταλαμβάνουν επίκαιρες θέσεις.

δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/