Lee Miller photography
από μύγες
πάνω
σε
σ
κ
α
τ
ά
• 02 :12
Μετά τα μεσάνυχτα• αλκοτέστ
Στους πιωμένους• και ψαχούλεμα
Γερό στους ξενέρωτους• αν
Λείπει κάτι στο μπλόκο
Είναι τα φαντάσματα των σκοτωμένων• μια μπατσίνα
Αναμασώντας άνοστα τσίχλα
Λοξοκοιτάζει
Το ξυρισμένο κεφάλι μου• κι εγώ
Με τη σειρά μου το στήθος της
Που ανεβοκατεβαίνει
Φουσκωμένο με σφρίγος
Κάτω από εκείνη την ένδοξη
Τιμημένη στολή
Οργάνου τής τάξης
Και τής αταξίας•
Κάποτε πρέπει
Να καθιερώσουν έλεγχο οίκτου
Και ανθρωπιάς
Ανά τακτά διαστήματα
Σ' αυτόν τον εσμό
Των Graecopithecus με πηλήκιο
Προτού εξαφανιστούν ξαφνικά
Όπως οι βροντόσαυροι• apatosaurus excelsus•
Εδώ βέβαια
Είπα να σκαρώσω μια σχεδία αλλιώτικη
Αλλά δε βγήκε τελικά στον αφρό• καλό
Θα ήταν πάντως να προσέχουν
Μη μας διαβάζουν πριν νυχτώσει
Όσοι μπορούν
Να ριμάρουν το δελφίνι - στο γιαλό
Με το καναρίνι - στο κλουβί του• και
Όσοι τινάζουν
Την ανθισμένη αμυγδαλιά με τα χεράκια τους•
Καλύτερα ας φύγουν στα βουνά
Και στα όρη
Σαλαγώντας παρωχημένα βελάσματα
Σονέτα σαν από σάλπιγγα σε πισινό
Μέχρι [ ακολουθεί τοποθέτηση προϊόντος ]
- Ελπίζουμε - να το χωνέψουν
[ Δουμπιά Ανθρακούχο 1L /1,58€
Γνωστό από το 1445 ]
Ότι μας πήρε όλους σβάρνα
Ο νέος αιώνας•
Και ότι καβάλα στο ποτάμι
Ποτέ κανένας δε γυρίζει πίσω•
◇
Commentatio
De paranoia sine delirio
Οι γιατροί -οι πιο πολλοί κομπογιαννίτες
Αγύρτες εξασκημένοι στα τρελάδικα
Θά 'λεγα κωλοβελόνηδες ψάχνοντας για κουρόγιδα-
Βεβαίωναν με διαδοχικές γνωματεύσεις
Ότι το κορίτσι - πάει - τρελάθηκε
Τά 'παιξε ξαφνικά μια νύχτα
Που άκουγε τριξίματα στο ξύλινο δάπεδο
Και δεν ήταν
Ο πεθαμένος πατέρας ή
Ο σκοτωμένος παππούς
Αντάρτης προδωμένος στα ψηλά βουνά
Που τονέ χάλασαν σε μια χωσιά οι χωροφύλακες•
Δεν ήταν - έτσι είπαν - κάτι τέτοιο και
Τίποτα παρόμοιο όπως
Από τα σκιάζουρα που βλέπουν
Οι χωρικοί τα μεσημέρια στα λιβάδια
Και οι λιγυρές κυράδες τους στις βρύσες
Και στα κεφαλάρια
Νεράιδες ας πούμε και χαμοδράκια και ξωθικά
Αλλά μόνο η φρικτή μοναξιά
Που κατεβαίνει από το ταβάνι στο σκοτάδι
Και γίνεται
Μαύρη σκιά και ύστερα βραχνάς
Γυρεύοντας να σε πνίξει•
Θα κουνούσα το κεφάλι
Ότι απ' όλα αυτά
Τίποτα δε θα μπορούσε
Να υπάρχει στ' αλήθεια
Οι φρίκες και οι τρόμοι και τα μορμολύκεια
Που γεννιούνται μες στο μυαλό
Κάτω από κεραυνούς αισθημάτων
Και ότι η ξαδέρφη μου τρελάθηκε τελικά
Ίσως για ένα βαραβότεκνο
Που της πούλησε και καλά
Αγάπες και λουλούδια
Ώσπου την άφησε σύξυλη μια μέρα•
Και ότι δεν έπαιρνε ποτέ αποκρίσεις
Από τον αμίλητο τοίχο
Αν δεν έβλεπα κι απόβλεπα
Τα ίδια και τα ίδια
Τόσες φορές το χρόνο
Όταν το παρελθόν γίνεται παρόν και πέφτει
Σα στοιχειωμένο βρόνταλο
Μέσα στην άδεια κάμαρη•
◇
De paradoxis (V)
Εκείνα τα παράξενα
Φώτα στο δάσος
Τα είδαν δυο και τρεις
Νομάτοι να κρέμονται στα κλαδιά
Και ύστερα να χάνονται
Σ' ένα φύσημα
Αγέρα στη φυλλωσιά
Αλωνάρης ή Αύγουστος μ' ένα φεγγάρι νά
Σαν πρόσωπο
Κοριτσιού ή νεράιδας•
Τα είδε ο τρελός τού χωριού
Που κανείς δεν πολυπιστεύει
Καθώς
Οι δήθεν λογικοί
Σφηνώνουν όλα τα παράδοξα
Στην τρέλα και τις παραισθήσεις• τα
Πήρε μάτι
Κι ο γέρο-ξωμάχος στα χωράφια του
Και σκιάχτηκε πως δεν ήταν
Οι κλέφτες οι μαθημένοι
Στις χοντράδες και τα παραμύθια•
Μόνο εγώ ο αποσυνάγωγος
Αυτής τής χάβρας των πολλών
Δεν τα έχω νιώσει ακόμη
Στήνοντας νύχτες και νύχτες
Καρτέρι στην ερημιά• αλλά μάλλον
Πρέπει ν' αλλάξω βλέμμα
Και να ξαναγίνω
Το παιδί που ήμουν κάποτε
Παίζοντας ώρες σ' έναν λάκκο
Με τους φανταστικούς φίλους μου•
Ρογήρος Δέξτερ