Νικόλαος Μάντζαρος ( 26 Οκτωβρίου 1795 – 12 Απριλίου 1872 )

 

Ο Νικόλαος Χαλικιόπουλος Μάντζαρος (Κέρκυρα, 26 Οκτωβρίου 1795 – Κέρκυρα, 12 Απριλίου 1872) ήταν Έλληνας συνθέτης, ιδρυτής της μουσικής Επτανησιακής Σχολής και θεωρείται από τους ανθρώπους που έβαλαν τις βάσεις για την ελληνική έντεχνη μουσική.
Γεννήθηκε στην Κέρκυρα από εύπορη οικογένεια ευγενών γαιοκτημόνων της νήσου, που ιδιοκτησιακά της στοιχεία βρίσκονται σε έγγραφα από τα μέσα του 16ου αιώνα. Ο πατέρας του, Ιάκωβος Χαλικιόπουλος Μάντζαρος, ήταν έγκριτος νομικός με τίτλους σπουδών από την Ιταλία και ήταν ιππότης που αργότερα προάχθηκε και σε ταξίαρχος του τάγματος των ιπποτών. Η μητέρα του, Ρεγγίνα Τουρίνη, ποιήτρια και μουσικός, προερχόταν από αριστοκρατική οικογένεια, τους Ζάρα (λίμνη της Δαλματίας). Λόγω της ευγενικής και πλούσιας καταγωγής του, ο Μάντζαρος πήρε κληρονομικά τον τίτλο του ιππότη. Το πνευματικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο της οικογένειας είχε όλες τις προϋποθέσεις για να αναπτυχθεί το ξεχωριστό ταλέντο του Νικολάου.

Πράγματι, σε ηλικία 8 ετών έδειξε φλογερό ενδιαφέρον για τη μουσική και από τη μητέρα του πήρε τα πρώτα μαθήματα πιάνου και θεωρίας. Σε ηλικία 12 ετών συνέχισε τα μαθήματα πιάνου με το μουσικοδιδάσκαλο Ιερώνυμο Πογιάγο και 14 ετών με τον Στέφανο Πογιάγο, αδελφό του πρώτου, άρχισε μαθήματα βιολιού. Δάσκαλός του υπήρξε επίσης ο καταγόμενος από την Ανκόνα Στέφανο Μορέττι (θεωρητικά). Σε ηλικία 15 ετών ο Μάντζαρος είχε την εξαιρετική τύχη να έχει δάσκαλο τον επιφανή θεωρητικό της μουσικής, τον Ιταλό Μπαρμπάτι, ο οποίος εθεωρείτο από τους φημισμένους μουσικοδιδάσκαλους της Ευρώπης. Από αυτόν ο Μάντζαρος διδάχτηκε συστηματικά για τρία χρόνια αρμονία, κοντραπούντο και φούγκα, καθώς επίσης σύνθεση, οργανογνωσία και ενορχήστρωση.

Το 1813, σε ηλικία μόλις 18 χρονών, παντρεύτηκε τη Μαριάννα, μοναχοκόρη του δούκα Αντωνίου Μερκαντάντε Ιουστινιάνη, της αριστοκρατικής οικογένειας των Κομνηνών Ιουστινιανών, και απέκτησαν μαζί τρεις κόρες και δύο γιους. Οι ευθύνες του γάμου δεν εμπόδισαν τον συνθέτη να εξακολουθεί εντατικά τη μελέτη του στη μουσική και συγχρόνως να παραδίδει μαθήματα δωρεάν στους συμπατριώτες του, πράγμα που εξακολούθησε να κάνει μέχρι το τέλος της ζωής του γιατί πίστευε βαθιά πως είχε καθήκον να ανυψώσει το μουσικό επίπεδο των Ελλήνων. Στη γενέθλια πόλη του παρουσίασε και τα πρώτα του έργα ήδη από το 1815. Από το 1819 συνέχισε τις μουσικές ενασχολήσεις του στην Ιταλία (την οποία επισκεπτόταν κατά διαστήματα), όπου συνδέθηκε ιδιαίτερα με το περιβάλλον του Βασιλικού Ωδείου της Νάπολης και τον περίφημο διευθυντή του Νικολό Αντόνιο Τσινγκαρέλι. Ο Τσινγκαρέλι, μεγάλος δάσκαλος και των Τζοακίνο Ροσσίνι, Βιντσέντζο Μπελίνι, Σαβέριο Μερκαντάντε, εκτίμησε την αφοσίωσή του στη γνήσια ιταλική μουσική σχολή, τον ζήλο του και την ευγένεια της ψυχής του. Επέμενε να τον κρατήσει κοντά του δηλώνοντας δημοσίως ότι ο Μάντζαρος ήταν σε θέση να διδάξει όλους τους δασκάλους της Νάπολης. Το περιβάλλον του ωδείου και η συναναστροφή με σπουδαίους μουσικοδιδασκάλους και συνθέτες σφράγισαν την τέχνη του Μάντζαρου, ο οποίος επέστρεψε οριστικά στην Κέρκυρα το 1826, χωρίς ποτέ να λησμονήσει τους δεσμούς του με τη Νάπολη.

Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός της συχνής αλληλογραφίας του συνθέτη με τον Τσινγκαρέλι και η επιθυμία του δεύτερου (την οποία εκφράζει με επιστολή του το 1885) να του εμπιστευθεί μετά τον θάνατό του τη διεύθυνση του ωδείου της Νάπολης. Τιμή μεγάλη, την οποία αρνήθηκε ο Μάντζαρος ευγενικά γιατί είχε αποφασίσει να ζήσει ανεξάρτητος στην Κέρκυρα και να μορφώσει μουσικά την ελληνική νεολαία.

Για να το επιτύχει αυτό, έδινε δωρεάν μαθήματα θεωρίας και μουσικής και ίδρυσε την Φιλαρμονική Εταιρεία Κερκύρας το 1840 της οποίας έγινε και ισόβιος καλλιτεχνικός διευθυντής. Χάρη σ' αυτές τις εκπαιδευτικές ενέργειες του Μάντζαρου, πολλοί Επτανήσιοι μορφώθηκαν μουσικά και δημιουργήθηκε η πρώτη γενιά Επτανήσιων συνθετών, μεταξύ αυτών και ο Σπυρίδων Ξύνδας, ο Παύλος Καρρέρ και ο Φραγκίσκος Δομενιγίνης. Γι' αυτό ο Μάντζαρος θεωρείται και ο θεμελιωτής της Επτανησιακής Σχολής. Στον χαρακτήρα ήταν ανεξίκακος, γενναιόδωρος, ευγενικός και μετριόφρων. Ήταν πολύ δημοφιλής. Λόγω του έργου του και της κοινωνικής του θέσης, πολλοί Ιταλοί συνθέτες αλλά και Έλληνες ποιητές συνήθιζαν να παρευρίσκονται και να μιλάνε μαζί του, καθώς είχε και στενή σχέση φιλίας με τον Διονύσιο Σολωμό. Αξιόλογοι μουσικοσυνθέτες ζητούσαν την κριτική του. Ο Μάντζαρος εκτός από την άριστη μουσική του κατάρτιση γνώριζε φιλοσοφία, ιστορία, φυσικομαθηματικά και φιλολογία. Μιλούσε πολλές γλώσσες και ασχολήθηκε στη νεότητά του και με τη μουσικοκριτική δημοσιεύοντας ανώνυμα σε πολλά ιταλικά περιοδικά. O ίδιος δεν θεωρούσε τον εαυτό του επαγγελματία μουσικό και αυτοχαρακτηριζόταν "ερασιτέχνης" (αυτός είναι και από τους λόγους που δεν δεχόταν χρήματα για τις υπηρεσίες του).

"Ευγενής στους τρόπους, ευχάριστος στας συναναστροφάς", ο Μάντζαρος ήταν αληθινός αριστοκράτης, ωστόσο είχε πολύ απλή συμπεριφορά. Ήταν ψηλός και φορούσε πάντοτε σκούρα και σοβαρά ρούχα. Όταν έγραφε, μελοποιούσε ή δίδασκε, στεκόταν πάντοτε όρθιος, γι' αυτό είχε ψηλό γραφείο. Αγαπούσε την τάξη και ήταν υπερβολικά ιδιόρρυθμος. Η τέχνη ήταν γι' αυτόν το παν. Ήταν καλός και στοργικός πατέρας και στους φίλους του ευεργετικός.

Δυστυχώς, την 29η Μαρτίου του 1872, ο Μάντζαρος έπεσε σε κώμα κατά τη διάρκεια μαθήματος και τελικά πέθανε στις 12 Απριλίου του ίδιου έτους. Πέθανε τελείως φτωχός καθώς δίδασκε δωρεάν ακόμα και την εποχή που βρισκόταν σε μεγάλη οικονομική δυσχέρεια.

Το έργο του
Σελίδα από partimenti του Μάντζαρου

Το έργο του, χαμένο σε μεγάλο ποσοστό, παραμένει διασκορπισμένο, αταξινόμητο, ανέκδοτο και ανηχογράφητο. Μεγάλο μέρος του βρίσκεται στο αρχείο Γκέλη (που ανακαλύφθηκε τυχαία το 1906 σε υποστατικά του συνθέτη στο Πεντάτι της Κέρκυρας). Ο Μάντζαρος έγραψε τα πρώτα του έργα από την εποχή που ήταν ακόμη μαθητής του Μπαρμπάτι. Με καθοδήγηση του μουσικοδιδασκάλου του έγραψε δραματικά και κωμικά τραγούδια, διωδίες, κ.α. που παρουσιάστηκαν στο θέατρο Σαν Τζάκομο (Κέρκυρα) με μεγάλη επιτυχία.
Σπουδαιότερο έργο του θεωρείται η μελοποίηση του Ύμνου εις την Ελευθερίαν του Διονυσίου Σολωμού, της οποίας το 1865 η πρώτη στροφή της (1829) καθιερώθηκε ως ο Εθνικός ύμνος της Ελλάδας. Ο Μάντζαρος στην πραγματικότητα είχε δημιουργήσει 5 συνολικά μελοποιήσεις για τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν, η 1η το 1829 για τετράφωνη ανδρική χορωδία και πιάνο σε 24 μέρη, η 2η το 1837, η 3η το 1839-'40, η 4η το 1844 πιο αντιστικτική σε σχέση με τις τρεις πρώτες και η 5η το 1861 που μοιάζει κυρίως σε εμβατήριο και η 6η.

Η νεώτερη έρευνα, όμως, έχει καταδείξει τις πολυεπίπεδες δραστηριότητες του Κερκυραίου μουσουργού πέρα από τη μονοδιάστατη σύνδεσή του με το σολωμικό Ύμνο. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι είναι ο συνθέτης της μονόπρακτης κωμικής όπερας Don Crepuscolo, που είναι η πρώτη σωζόμενη όπερα Έλληνα δημιουργού (1815). Έχει συνθέσει, επίσης, τα πρώτα γνωστά έργα σε ελληνική γλώσσα για φωνή και ορχήστρα, την 'Aria Greca' (1827), τη συλλογή τραγουδιών 16 Arie Greche (1830) που περιλαμβάνει μελοποιήσεις πολλών ποιημάτων του Σολωμού (Ξανθούλα, Φαρμακωμένη) αλλά και του Θουρίου του Ρήγα Φερραίου,τον κύκλο 6 τραγουδιών σε στίχους του ποιητή Γεώργιου Κανδιανού Ρώμα με τίτλο Οι παλμοί της καρδιάς μου, μελοποιήσεις ιταλικών ποιημάτων αλλά και δικών του στίχων. Είναι επίσης συνθέτης των πρώτων γνωστών ελληνικών έργων για κουαρτέτο εγχόρδων (Partimenti, εργά του Ιταλού Fedele Fenaroli τα οποία ο Μάντζαρος επεξεργάστηκε, περίπου 1850), του πρώτου ελληνικού πιανιστικού ρεπερτορίου, του πρώτου ελληνικού έργου σε μορφή φούγκας, της πρώτης μνημονευόμενης ελληνικής συμφωνίας (χαμένη) αλλά και άλλων πολλών συμφωνιών, καθώς και ο συγγραφέας του πρώτου δοκιμίου μουσικής ανάλυσης (Rapporto, 1851) και των πρώτων μουσικοπαιδαγωγικών συγγραμμάτων στην Ελλάδα.

Νεανικά έργα:

Ναι, Σε Πιστεύω Πολυαγαπημένη Μου (1815), διωδία.
Η Αυγή, τραγούδι για μια φωνή, αφιερωμένο στον πατέρα του Ιάκωβο Μάντζαρο.
Άρια, από τη Σκιά του Πατρόκλου.
Καντάτα με χορωδία.
Μονόπρακτη κωμική σκηνή Ντον Κρεπούσκολο (η αρχαιότερη σωζόμενη όπερα Έλληνα δημιουργού).
Ο Οδυσσέας Στα Ιλίσσια (1820), καντάτα σε τρία μέρη για γυναικεία και ανδρική φωνή.

Στη Νάπολη, το 1825, κατά προτροπή του δασκάλου του, συνέθεσε τη μία από τις δύο χαμένες καθολικές λειτουργίες του, που εκτελέστηκε στον καθεδρικό ναό του Σαν Φερντινάντο. Όταν επέστρεψε στην Κέρκυρα το 1826, μην ξεχνώντας τον δάσκαλό του Τσινγκαρέλι, του αφιέρωσε 12 Φούγκες γραμμένες για 4 φωνές.

Στα τέλη του 1828, ο ποιητής Διονύσιος Σολωμός, εγκαταλείποντας τη Ζάκυνθο, πήγε στην Κέρκυρα όπου παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του. Ο ποιητής συνδέθηκε με αδελφική φιλία με τον Μάντζαρο, ο οποίος γνώριζε την ποίησή του και είχε ήδη μελοποιήσει το ποίημα Φαρμακωμένη (1826). Λέγεται πως ο ποιητής και ο συνθέτης έκαναν μαζί μακρινούς περιπάτους συζητώντας για τη φιλοσοφία και την τέχνη. Ο Σολωμός αγαπούσε τη μουσική και σαν γνήσιος Ζακυνθινός έπαιζε κιθάρα και συνήθιζε να τραγουδά στα ποιήματά του για να βρει το μέτρο. Όταν ο Μάντζαρος δίδασκε μουσική στους μαθητές του, ο Σολωμός ήταν πάντοτε στο ακροατήριό του. η Ελληνική Επανάσταση του 1821 βρήκε στο πρόσωπο των δύο Επτανήσιων δημιουργών τους μοναδικούς "υμνητάς του". Ο Σολωμός έγραψε τον Ύμνο Εις Την Ελευθερίαντην άνοιξη του 1823 και κυκλοφόρησε στην επαναστατημένη Ελλάδα από στόμα σε στόμα. Το 1828-1830 ήταν η περίοδος μελοποίησης του Ύμνου Εις Την Ελευθερίαν από τον Μάντζαρο. Αρχικά με χαρακτήρα δημοτικό και απλό για τετραμελή ανδρική χορωδία και πιάνο. Περιελάμβανε 24 μέρη. Οι δύο πρώτες στροφές στη μελοποίηση αυτή αποτελούν τον Εθνικό Ύμνο, που καθιερώθηκε μετά την ένωση των Επτανήσεων με την Ελλάδα (1864) κατόπιν αιτήματος του βασιλιά Γεωργίου Α' (εκδόθηκε το 1873 μετά τον θάνατο του συνθέτη από τον εκδοτικό οίκο Clayton του Λονδίνου). Στη συνέχεια, το 1842 γράφτηκε σε αντιστικτική μορφή για τετράφωνη ανδρική χορωδία με συνοδεία πιάνου (46 μέρη "φουγκάτο", αφιερώθηκε στον βασιλιά Όθωνα). Η τρίτη μορφή συνθετικής γραφής του Ύμνου είναι σε μορφή εμβατηρίου για τον στρατό, ύστερα από παράκληση του τότε υπουργού Στρατιωτικών Δημήτριου Μπότσαρη.



Τραγούδια σε ποίηση Δ. Σολωμού:

Ύμνος Εις Τον Θάνατον Του Λόρδου Μπάιρον, οι δύο πρώτες στροφές.
Η Ξανθούλα, για μέτζο-σοπράνο, υπάρχει και σε εκδοχή για δύο τενόρους και για δύο βαθύφωνους.
Η Φαρμακωμένη, για υψίφωνο και βαθύφωνο, υπάρχει και σε εκδοχή για δύο τενόρους και δύο βαθύφωνους, για υψίφωνο και βαθύφωνο, β' γραφή, για δύο τενόρους και δύο βαθύφωνους (Νυχτερινό).
Στην Κορυφή Της Θάλασσας Πετώντας, για τέσσερις φωνές, υπάρχει και σε εκδοχή για τενόρο και βαθύφωνο, για υψίφωνο, μεσόφωνο, τενόρο και βαθύφωνο (από τον Λάμπρο).
Ευρυκόμη.
Άκου Εν Όνειρον, Ψυχή Μου.
Τ' Αγγελούδια (από τον Λάμπρο).
Φωνούλα Με Πίκραν Με Κράζει (από τον Λάμπρο), για δύο τενόρους και δύο βαθύφωνους.
Επίγραμμα Στη Φραγκίσκα Φράιζερ.
Το Όνειρο.
Ας Χαρούμε Της Φύσης Τα Δώρα.
Αυγούλα.

Άλλα έργα του:

1830: Ο Νικόλαος Μάντζαρος γράφει τη Δοξολογία για τετράφωνη χορωδία (χαμένη).
1831: Εορτή Της Κρήνης (χαμένο).
Από το 1832 και μετά συνέθεσε 24 συμφωνίες "εισαγωγές", σώζονται οι 20.
1840: Τροπάριο Της Κασσιανής, Θρήνους Του Ιερεμία (χαμένο), Ψαλμοί Του Δαβίδ (χαμένο).

Στο έργο του, μεγάλο σε όγκο, διακρίνεται η προτίμηση του συνθέτη στη μελοθέτηση της ποίησης. Επίσης έγραψε και 6 σπουδαία θεωρητικά συγγράμματα.

Αναγνώριση

Για τον Ύμνο Εις Την Ελευθερία, ο Όθων του απένειμε τον Αργυρούν Σταυρό του Σωτήρος και η βασίλισσα Αμαλία της Ελλάδας, πρόεδρος της Αθηναϊκής Εταιρίας Ωραίων Τεχνών, τον ενέγραψε αντεπιστέλλον μέλος. Μετά την ένωση των Ιονίων Νήσων το 1865 του απονεμήθηκε ο Χρυσός Σταυρός του Σωτήρος. Ο Νικόλαος Μάντζαρος αναγνωρίστηκε ως μουσική ιδιοφυία, "πρύτανης της αρμονίας και της ενορχηστρώσεως, τεχνίτης μεγάλος της αντιστίξεως". Παρ' όλο που κατηγορήθηκε για την υποταγή του στο μελοδραματικό λυρισμό και στην τεχνοτροπία των Ιταλών μουσουργών του "μπελκάντο", ιδιαίτερα της σχολής της Νάπολης, εκθειάστηκε για την ταύτισή του με τη λαϊκή ψυχή και τη δύναμή του να διεγείρει το πατριωτικό αίσθημα https://el.wikipedia.org/








Ζωρζ Μπιζέ - Georges Bizet (25 Οκτωβρίου 1838 – 3 Ιουνίου 1875)


Ο Ζωρζ Μπιζέ ( Georges Bizet, 25 Οκτωβρίου 1838 – 3 Ιουνίου 1875) ήταν Γάλλος συνθέτης. Το τελευταίο έργο που δημιούργησε στη σύντομη ζωή του, η όπερα Κάρμεν, είναι από τα δημοφιλέστερα και συχνότερα παριστώμενα του διεθνούς δραματολογίου.
Μετά από λαμπρές σπουδές στο Κονσερβατουάρ του Παρισιού, κέρδισε, μεταξύ άλλων βραβείων, και το πολυπόθητο Prix de Rome (1857). Ήταν ιδιαίτερα διακεκριμένος πιανίστας, αλλά προτιμούσε τη σύνθεση. Όταν όμως επέστρεψε ύστερα από τρία χρόνια από τη Ρώμη, διαπίστωσε ότι τα παρισινά λυρικά θέατρα δυσπιστούσαν προς τους νέους συνθέτες και αναγκάστηκε να κερδίζει τα προς το ζην ενορχηστρώνοντας και μεταγράφοντας μουσική άλλων συνθετών. Δύο έργα του που ανέβηκαν τελικά στη σκηνή, Οι αλιείς μαργαριταριών και Η γλυκιά κόρη του Περθ, δεν γνώρισαν μεγάλη επιτυχία. Ευτυχέστερη ήταν η μουσική επένδυση του θεατρικού έργου του Αλφόνς Ντωντέ Η Αρλεζιάνα, που έγινε αμέσως δημοφιλής.
Η Κάρμεν ανέβηκε τον Μάρτιο του 1875 σε μια αποτυχημένη πρεμιέρα. Τρεις μήνες μετά ο συνθέτης πέθανε από καρδιακή προσβολή κι έτσι δεν πρόλαβε να δει ούτε καν την απαρχή της λαμπρής της πορείας. Στον 20ό αιώνα οι μουσικοκριτικοί και το κοινό αναγνώρισαν την αξία του και διερωτήθηκαν τι έχασε η μουσική από τον πρόωρο θάνατό του.

Επιλογή έργων

Le docteur Miracle («Ο δόκτωρ Θαύμα», οπερέττα, 1857)
Don Procopio («Δον Προκόπιο», όπερα μπούφα, 1858-9/1910)
Les pêcheurs de perles («Οι αλιείς μαργαριταριών», 1863)
La jolie fille de Perth («Η γλυκιά κόρη του Περθ», 1867)
Djamileh («Ντζαμιλέ», οπερά κομίκ, 1872)
L'Arlésienne («Η Αρλεζιάνα», μουσική για το ομώνυμο έργο του Ντωντέ, 1872)
Carmen («Κάρμεν», όπερα, 1875)



Κάρμεν

Η Κάρμεν (Carmen) είναι όπερα σε 4 πράξεις του Γάλλου συνθέτη Ζωρζ Μπιζέ. Το λιμπρέτο της γράφτηκε από τους Ανρί Μεϊλάκ και Λυντοβίκ Αλεβύ με βάση μία ομώνυμη νουβέλα του Προσπέρ Μεριμέ. Η παγκόσμια πρεμιέρα της όπερας έγινε στη σκηνή Opéra-Comique στο Παρίσι, στις 3 Μαρτίου 1875, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Στην πρώτη της περίοδο πραγματοποίησε 36 παραστάσεις, αλλά πριν τελειώσουν ακόμα και αυτές ο Μπιζέ πέθανε ξαφνικά και έτσι δεν γνώρισε τη μεταγενέστερη μεγάλη επιτυχία της όπερας.

Η Κάρμεν, που ανήκει στο είδος της όπερα κομίκ, με μουσικά νούμερα που χωρίζονται με διαλόγους, διηγείται την ιστορία της καταστροφής του Δον Χοσέ, ενός απλοϊκού στρατιώτη που σαγηνεύεται από τα παραπλανητικά νάζια της φλογερής τσιγγάνας Κάρμεν. Ο Χοσέ εγκαταλείπει τον παιδικό του έρωτα και τα στρατιωτικά του καθήκοντα, αλλά παρ'όλα αυτά χάνει τον έρωτα της Κάρμεν από τον φημισμένο ταυρομάχο Εσκαμίγιο, οπότε ο Χοσέ τη σκοτώνει σε μια κρίση ζηλοτυπίας. Η παρουσίαση της ζωής των εξαθλιωμένων, της ανηθικότητας και της ανομίας, καθώς και το τραγικό τέλος, στο οποίο το ομώνυμο πρόσωπο πεθαίνει επί σκηνής, υπήρξαν πρωτοποριακά στοιχεία για τη γαλλική όπερα και προκάλεσαν πολλές συζητήσεις. Μετά την πρεμιέρα οι περισσότερες κριτικές ήταν αρνητικές και το γαλλικό κοινό γενικά μάλλον αδιάφορο. Η Κάρμεν πρώτα κέρδισε τη φήμη της σε παραστάσεις της έξω από τη χώρα, και δεν ξαναπαίχθηκε στο Παρίσι μέχρι το 1883. Στη συνέχεια έγινε γρήγορα διάσημη και συνεχίζει να είναι μία από τις συχνότερα παρουσιαζόμενες όπερες. Μεταγενέστεροι σχολιαστές έχουν γράψει ότι η Κάρμεν στέκεται ως γέφυρα ανάμεσα στην παράδοση της όπερα κομίκ και στον ρεαλισμό ή βερισμό που χαρακτηρίζει την ιταλική όπερα του ύστερου 19ου αιώνα.

Η μουσική της Κάρμεν έχει ευρύτατα εξυμνηθεί για την ευφυή μελωδία, την αρμονία, την ατμόσφαιρα και την ενορχήστρωσή της, καθώς και για την επιδεξιότητα με την οποία ο Μπιζέ απέδωσε μουσικά τα συναισθήματα των χαρακτήρων του. Μετά τον θάνατο του συνθέτη η μουσική του έργου τροποποιήθηκε με την εισαγωγή ρετσιτατίβων στη θέση των αρχικών πεζών διαλόγων. Δεν υπάρχει πρότυπη έκδοση της όπερας και υφίστανται διαφορετικές απόψεις ως προς το ποιες εκδοχές της εκφράζουν καλύτερα τις προθέσεις του ίδιου του Μπιζέ. Η όπερα έχει ηχογραφηθεί πολλές φορές μετά την πρώτη της ηχογράφηση, σε δίσκο 78 στροφών το 1908, ενώ και η πλοκή της έχει αποτελέσει το αντικείμενο πολλών μεταφορών σε κινηματογραφική ταινία και θεατρικό έργο.



Η υπόθεση του έργου

Πράξη Α΄

Μία πλατεία στη Σεβίλλη. Στα δεξιά η πύλη του καπνεργοστασίου. Στο βάθος μια γέφυρα. Στα αριστερά ένα στρατιωτικό φυλάκιο.
Μία ομάδα στρατιωτών αναπαύεται στην πλατεία, περιμένοντας την αλλαγή φρουράς και σχολιάζοντας τους περαστικούς ("Sur la place, chacun passe"). Εμφανίζεται η Μικαέλα αναζητώντας τον Χοσέ. Ο Μοράλες την πληροφορεί ότι δεν έχει πιάσει υπηρεσία ακόμα και την προσκαλεί να τον περιμένουν μαζί. Εκείνη αρνείται, λέγοντας πως θα επιστρέψει αργότερα. Ο Χοσέ φθάνει με τη νέα βάρδια, την οποία υποδέχεται και μιμείται ένα πλήθος από αλητόπαιδα ("Avec la garde montante" - «Με τη νέα τη φρουρά»).
Καθώς το κουδούνι του εργοστασίου χτυπά, οι καπνεργάτριες βγαίνουν και μιλάνε με τα παλικάρια στο πλήθος ("La cloche a sonné" - «Το κουδούνι έχει χτυπήσει»). Η Κάρμεν έρχεται και τραγουδά την προκλητική «Χαμπανέρα» πάνω στην αδάμαστη φύση του έρωτα ("L'amour est un oiseau rebelle" - «Η αγάπη είναι ένα ανυπότακτο πουλί»). Τα παλικάρια την παρακαλούν να διαλέξει ένα ταίρι και εκείνη, μετά από λίγο παιχνίδι, πετά ένα λουλούδι στον Δον Χοσέ, που μέχρι τότε την αγνοούσε.
Καθώς οι εργάτριες επιστρέφουν στο εργοστάσιο, η Μικαέλα γυρίζει και δίνει στον Χοσέ ένα γράμμα από τη μητέρα του ("Parle-moi de ma mère!" - «Μίλησέ μου για τη μητέρα μου»). Σε αυτό διαβάζει ότι η μητέρα του θέλει να γυρίσει σπίτι και να παντρευτεί τη Μικαέλα. Καθώς ο Χοσέ ανακοινώνει πως είναι έτοιμος να ακούσει τη μητρική συμβουλή, οι γυναίκες βγαίνουν από το εργοστάσιο αναστατωμένες. Ο Θουνίγκα, ο αξιωματικός της φρουράς, μαθαίνει ότι η Κάρμεν έχει επιτεθεί σε μία γυναίκα με μαχαίρι. Προκαλούμενη, η Κάρμεν απαντά αψηφώντας με ειρωνεία ("Tra la la... Coupe-moi, brûle-moi"). Ο Θουνίγκα διατάζει τον Χοσέ να δέσει τα χέρια της, ενώ ετοιμάζει ένα ένταλμα. Μένοντας μόνη με τον Χοσέ, η Κάρμεν τον παραπλανά με μία seguidilla, στην οποία τραγουδά για μια νύχτα χορού και πάθους με τον εραστή της, όποιος κι αν είναι, στο καπηλειό του Λίλας Πάστια. Μπερδεμένος αλλά και γοητευμένος, ο Χοσέ πείθεται να της λύσει τα χέρια. Καθώς οδηγείται στη φυλακή, σπρώχνει τη συνοδεία της και τρέχει μακριά γελώντας. Ο Χοσέ συλλαμβάνεται για παραμέληση καθήκοντος.



Πράξη Β΄

Το πανδοχείο-καπηλειό του Λίλας Πάστια

Σχεδόν ένα μήνα μετά, η Κάρμεν και οι φίλες της Φρασκίτα και Μερθέντες ψυχαγωγούν τον Θουνίγκα και άλλους αξιωματικούς ("Les tringles des sistres tintaient") στο καπηλειό. Η Κάρμεν χαίρεται που μαθαίνει για την απελευθέρωση του Χοσέ μετά από κράτηση ενός μήνα. Απέξω, μια πομπή ανακοινώνει την άφιξη του ταυρομάχου Εσκαμίγιο ("Vivat, vivat le Toréro" - «Ζήτω, ζήτω ο ταυρομάχος»). Προσκαλούμενος μέσα, αυτοσυστήνεται με το «Τραγούδι του ταυρομάχου», ("Votre toast, je peux vous le rendre") και ρίχνει βλέμματα στην Κάρμεν, η οποία τον σπρώχνει μακριά. Ο πανδοχέας απομακρύνει τα πλήθη και τους στρατιώτες.

Αφού μείνουν μόνο η Κάρμεν, η Φρασκίτα και η Μερθέντες, φθάνουν οι λαθρέμποροι Ντανκαΐρ και Ρεμεντάδο, αποκαλύπτοντας τα σχέδιά τους να απαλλαγούν από το πρόσφατα αποκτηθέν εμπόρευμά τους ("Nous avons en tête une affaire"). Οι Φρασκίτα και η Μερθέντες θέλουν να τους βοηθήσουν, αλλά η Κάρμεν αρνείται καθώς θέλει να περιμένει τον Χοσέ. Πράγματι, μετά την αποχώρηση των λαθρεμπόρων, φθάνει ο Χοσέ. Η Κάρμεν του προσφέρει έναν εξωτικό χορό ("Je vais danser en votre honneur ... La la la"), αλλά το τραγούδι της διακόπτεται από ένα μακρινό προσκλητήριο της σάλπιγγας από τον στρατώνα. Όταν ο Χοσέ της λέει πως πρέπει να επιστρέψει στο καθήκον του, εκείνη τον περιγελά, οπότε αυτός της δείχνει το άνθος που του είχε πετάξει στην πλατεία ("La fleur que tu m'avais jetée" - «Το λουλούδι που μου 'χες πετάξει»). Αμετάπειστη, η Κάρμεν απαιτεί να της δείξει την αγάπη του φεύγοντας μαζί της. Ο Χοσέ αρνείται, αλλά καθώς ετοιμάζεται να επιστρέψει στον στρατώνα, μπαίνει ο Θουνίγκα αναζητώντας την Κάρμεν. Εκείνος και ο Χοσέ παλεύουν και χωρίζονται από τους λαθρεμπόρους, που επιστρέφουν και συγκρατούν τον Θουνίγκα. Ο Χοσέ, έχοντας επιτεθεί σε έναν αξιωματικό, δεν βλέπει πλέον άλλη επιλογή από το να ακολουθήσει την Κάρμεν και τους λαθρεμπόρους ("Suis-nous à travers la campagne").



Πράξη Γ΄

Μια ερημιά πάνω στα βουνά

Η Κάρμεν και ο Χοσέ εμφανίζονται με τους λαθρεμπόρους και την πραμάτεια τους ("Écoute, écoute, compagnons"). Αλλά η Κάρμεν έχει αρχίσει να βαριέται τον Χοσέ και του λέει περιφρονητικά ότι θα πρέπει να επιστρέψει στη μητέρα του. Οι Φρασκίτα και Μερθέντες διασκεδάζουν διαβάζοντας τις τύχες τους από τα χαρτιά. Η Κάρμεν τις μιμείται και βρίσκει ότι τα χαρτιά προλέγουν τον θάνατό της. Οι γυναίκες φεύγουν για να δωροδοκήσουν τους τελωνειακούς που επιτηρούν την περιοχή, ενώ ο Χοσέ φρουρεί για λογαριασμό των λαθρεμπόρων.

Η Μικαέλα έρχεται με έναν οδηγό, αναζητώντας τον Χοσέ και αποφασισμένη να τον σώσει από την Κάρμεν ("Je dis que rien ne m'épouvante"). Ακούγοντας όμως ένα πυροβολισμό κρύβεται φοβισμένη. Είναι ο Χοσέ, που έχει πυροβολήσει προς ένα παρείσακτο, ο οποίος αποδεικνύεται ότι είναι ο Εσκαμίγιο. Η χαρά του Χοσέ που συναντά τον ταυρομάχο μετατρέπεται σε οργή όταν ο Εσκαμίγιο δηλώνει πως είναι ξεμυαλισμένος με την Κάρμεν. Οι δυο τους παλεύουν, αλλά τους διακόπτουν οι λαθρέμποροι που επιστρέφουν με κοπέλες ("Holà, holà José"). Καθώς ο Εσκαμίγιο αποχωρεί, προσκαλεί όλους στην επόμενη ταυρομαχία του στη Σεβίλλη. Οι άλλοι ανακαλύπτουν τη Μικαέλα. Στην αρχή ο Χοσέ δεν θέλει να φύγει μαζί της, παρά τη συμπεριφορά της Κάρμεν, ωστόσο αλλάζει γνώμη όταν η Μικαέλα του λέει ότι η μητέρα του πεθαίνει. Καθώς αναχωρεί υποσχόμενος πως θα επιστρέψει, ο Εσκαμίγιο ακούγεται στην απόσταση να τραγουδά το τραγούδι του ταυρομάχου.



Πράξη Δ΄

Μία πλατεία στη Σεβίλλη. Στο βάθος οι τοίχοι ενός αρχαίου αμφιθεάτρου.

Οι Θουνίγκα, Φρασκίτα και Μερθέντες βρίσκονται μεταξύ του πλήθους που περιμένει την άφιξη των ταυρομάχων ("Les voici ! Voici la quadrille !"). Ο Εσκαμίγιο μπαίνει μαζί με την Κάρμεν και εκφράζουν τον αμοιβαίο τους έρωτα ("Si tu m'aimes, Carmen"). Καθώς ο Εσκαμίγιο μπαίνει στην αρένα, η Φρασκίτα προειδοποιεί την Κάρμεν ότι ο Χοσέ είναι κοντά, αλλά η Κάρμεν είναι ατρόμητη και θέλει να του μιλήσει. Μόνη της, αντιμετωπίζει τον απελπισμένο Χοσέ ("C'est toi ! C'est moi !"). Ενώ εκείνος της ζητά μάταια να επιστρέψει κοντά του, ακούγονται ζητωκραυγές από την αρένα. Καθώς ο Χοσέ κάνει την τελευταία του ικεσία, η Κάρμεν πετάει κάτω περιφρονητικά το δαχτυλίδι που της είχε δώσει και επιχειρεί να μπει στην αρένα. Τότε εκείνος τη μαχαιρώνει και, καθώς ο Εσκαμίγιο επευφημείται από τα πλήθη, η Κάρμεν πεθαίνει. Ο Χοσέ γονατίζει και της τραγουδά "Ah! Carmen! ma Carmen adorée!". Καθώς το πλήθος βγαίνει από την αρένα, ο Χοσέ ομολογεί ότι σκότωσε τη γυναίκα που αγαπούσε.https://el.wikipedia.org/


δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/







ΚΡΙΤΩΝ ΑΘΑΝΑΣΟΥΛΗΣ ( 1916 - 24 Οκτωβρίου 1979 )

Μακριά απ' τους ρήτορες
Ακούτε καλύτερα 
των ρυακιών τους ψιθύρους



Ο Κρίτων Αθανασούλης ( 1916 - 24 Οκτωβρίου 1979 ) ήταν Έλληνας ποιητής και δοκιμιογράφος.
Γεννήθηκε στην Τρίπολη. Παρακολούθησε μαθήματα στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου στην Αθήνα (διέκοψε τις σπουδές του στο τρίτο έτος), και εργάστηκε αρχικά κοντά στον Ρήγα Γκόλφη και στη συνέχεια στο Συμβολαιογραφικό Σύλλογο Αθηνών, όπου είχε τη θέση του διευθυντή. Η πρώτη του ποιητική συλλογή εκδόθηκε το 1940 και είχε τίτλο Κάιν και Άβελ. Συνεργάστηκε με το περιοδικό Η Εφημερίδα των Ποιητών, όπου ήταν και μέλος της εκδοτικής ομάδας. Τιμήθηκε με το Βραβείο της Ομάδας των Δώδεκα (1963 για τη συλλογή Αγριόχοιρος), το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1969 για τη συλλογή Το μικρό μου σύμπαν) και το βραβείο ποίησης του ιταλικού περιοδικού Bataglia Letteraria (1956 για τη συλλογή Ξενοδοχείον ο κόσμος). Η ποιητική πορεία του Αθανασούλη ξεκίνησε από το χώρο του λυρικού και κοινωνικού λόγου και οδηγήθηκε σταδιακά στην υπαρξιακή αγωνία και τον εσωτερικό λόγο. Ασχολήθηκε επίσης με το κριτικό δοκίμιο και το θέατρο. Έργα του μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες. Πέθανε από καρδιακή ανακοπή. 1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Κρίτωνα Αθανασούλη βλ. Αργυρίου Αλεξ., «Κρίτων Αθανασούλης», Η ελληνική ποίηση· Η πρώτη μεταπολεμική γενιά, σ.350-352. Αθήνα, Σοκόλης, 1982, Σταμέλος Δημήτρης, «Αθανασούλης Κρίτων», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας1. Αθήνα, Χάρη Πάτση, 1968 και χ.σ., «Αθανασούλης Κρίτων», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό1. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1983.
Εργογραφία
(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)
Ι.Ποίηση

• Κάιν και Άβελ. Αθήνα, 1940.

• Η πολιτεία της νύχτας. Αθήνα, 1943.

• Ω γλυκύ μου έαρ. Αθήνα, 1944.
• Το τραγούδι των πέντε ανέμων· Ηρωική ραψωδία. Αθήνα, 1947.
• Ιχώρ ή Ο πίνακας μιας αγωνίας. Αθήνα, 1948.
• Λεπτομέρειες από τη λυπημένη ιστορία του ανθρώπου. Αθήνα, 1950.
• Αγωνία (και οι Ασκήσεις Ευαισθησίας). Αθήνα, 1952.
• Εσωτερική περιπέτεια. Αθήνα, 1953.
• Με τους ανθρώπους και με κανέναν. Αθήνα, 1954.
• Ξενοδοχείον Ο ΚΟΣΜΟΣ. Αθήνα, 1956.
• Δύο άνθρωποι μέσα μου. Αθήνα, Δαίδαλος, 1957.
• Περιπτώσεις καθημερινότητας. Αθήνα, 1959.
• Η επίσκεψις του Άγγέλου. Αθήνα, Νέστωρ, 1961.
• Ο αγριόχειρος. Αθήνα, Δίφρος, 1963.
• Ποιήματα (1940-1966). Αθήνα, Δίφρος, 1966.
• Το μικρό μου σύμπαν. Αθήνα, Δίφρος, 1969.
• Ο Αγαθάγγελος. 1974.
• Ένας ποιητής στο δρόμο και οι σάτιρές μου για τη Λεωνόρα. Αθήνα, 1974.
• Ο Εφιάλτης και τα συμβάντα. Αθήνα, 1974.
• Το ανθρώπινο ζήτημα. Αθήνα, 1976. 
ΙΙ.Θέατρο
• Ο άλλος της ωραίας μοναξιάς. Αθήνα, 1969.
ΙΙΙ.Δοκίμιο
• Ο ποιητής Ρήγας Γκόλφης· (Ένας πρόδορομος του καθαρού λόγου στην Ελλάδα). Αθήνα, [1957].
• Σελίδες από το προσωπικό μου ημερολόγιο. Αθήνα, 1958.
• Σήμερα η ποίηση... (σελίδες από το προσωπικό μου ημερολόγιο 1957-1967)Α΄· Θεωρία. Αθήνα, Οικονόμου, 1972.
ΙV. Συγκεντρωτικές εκδόσεις
• Τα ποιήματα (1967-1979), τόμος Β΄· Εισαγωγικό σημείωμα Μιχάλη Μερακλή. Αθήνα, 1980.

πηγή φωτογραφίας 


ΠΟΙΗΜΑΤΑ 
Ταξίδι

Κοίταξε πάνω στο κατάστρωμα
τους αδελφούς μας που γέρασαν
σε μια νύχτα.
Μας είπαν πως δεν στοχάστηκαν την παρακμή.
Δεν στοχάστηκαν ένα τέλος
μέσα σε πέλαγος από βάσανα.
Γιατί μέσα στην πολιτεία
είχαν το κρεβάτι της ξεγνοιασιάς,
γιατί μέσα στο φως το πρωινό
έσπερναν τη φθορά και την αγωνία.
Όσοι δεν έχουν κρεβάτι να κοιμηθούν
ξαγρυπνούν και στοχάζονται.
Όσοι δεν έχουν ψωμί
έχουν όνειρα.
Όσοι δεν έχουν φωτιά να ζεσταθούν
έχουν ελπίδες.
Όσοι δεν έχουν ελπίδες και στοχασμούς
πεθαίνουν από έκπληξη
γιατί είναι σκληρό το κακό που σε βρίσκει
απροετοίμαστο
και δυο φορές σκληρός είναι ο θάνατος
που δε βρίσκει αντίσταση
ο ερχομός του.

❃    ❃    ❃    ❃
(Η ποίηση είναι εχθρός του πολέμου) 
Αν σκάψεις βαθιά στην ψυχή μου θ' ανακαλύψεις τον πόλεμο.
Έχει κι αυτός τους εχθρούς του και κρύβεται, αποκοιμιέται περιμένοντας.
Αν δεν ήταν η άνοιξη, τα οπωροφόρα δέντρα, οι λευκοί κρίνοι, της καρδιάς το σκίρτημα, το έκπαγλο φως θα ζούσε πολύ στην επιφάνεια. Η ποίηση είναι εχθρός του πολέμου. Εμάς τους δύο που βαδίζουμε χεροπιασμένοι φοβάται ο πόλεμος. Γι’ αυτό μη λύνετε ποτέ τα χέρια, μη περιφρονείτε τα πουλιά, κάθε μέρα στους κήπους. Να κοιτάτε τον ήλιο στα μάτια. Μακριά απ' τους ρήτορες. Ακούτε καλύτερα των ρυακιών τους ψιθύρους.
❃    ❃    ❃    ❃
Η εκδοχή του Οιδίποδα
Ι.
Τα μίλια φεύγουν
φαντάσματα δέντρα
και της άνοιξης έγχρωμα τραγούδια.
Τοπία διεγερτικά
με βλάστηση ζωγραφισμένη
με χορευτές και βακχεμένες κόρες
με τον έρωτα στα χείλη
όνειρα μπρος από τη μνήμη
μαγεία που χάνεται καθώς κυλάει
ο χρόνος, καθώς
συνεχίζεται η πορεία
στο μέλλον, μπρος
από το άλλο παρελθόν.

ΙΙ.
Στη Θήβα, να πούμε
όλα σβήνουν.
Τα δέντρα καρφωμένα
ακίνητα, τα τραγούδια
αναβοσβήνουν
οι χορευτές σε στάση ακαθόριστη
οι κόρες ρίχνουν το κύπελλο στα νερά,
πράσινο κόκκινο γαλάζιο
καθηλωμένα,
μόνο ο χρόνος αλαφιασμένος
αγορεύει.

ΙΙΙ.
Τί θέλει, σ’ αυτή την πολιτεία
έξω απ’ τους αγρούς
με τα σύννεφα και τις βροχές
με τα ηλεκτρισμένα γερόντια
που τρέχουν στ’ ανάχτορα
να βυθίσουν το μαχαίρι
σε πληγή ανοιχτή;

IV.
Γιατί οι γυναίκες δε γεννοβολούν
γιατί τα σπαρτά δε φυτρώνουν
γιατί τα παιδιά
δεν παίζουν με τα μηχανάκια τους
ποιό χέρι
ξεκρέμασε τον ήλιο
κι άπλωσε μαύρη κουρτίνα
στον ουρανό της Θήβας;

V.
Ο Κρέων κρατεί το δίφυλλο μαχαίρι.

VΙ.
— Βάλτε φωτιές και φωνάχτε:
ο Οιδίπους τις άναψε,
ξεριζώστε τα στάχυα:
πώς τα ξερίζωσε ο Οιδίπους
μαχαιρώστε τους Άγιους:
ο Οιδίπους τους μαχαίρωσε,
στ’ αμπέλια στα δέντρα στις θημωνιές
φωτιές, τις άναψε ο Οιδίπους.

VΙΙ.
Τα γερόντια τρέφονται με τρόμους
πυρώνουν σίδερα για να τυφλώσουν
μάτια που κοίταξαν το μέλλον.
Χτυπιέται ο Οιδίποδας στο Κυβερνείο,
ο Κρέων εκφωνεί επικήδειους.

VΙΙΙ.
— Ιοκάστη
στα χίλια εννιακόσια εβδομήντα έξι
από γραφείο σε γραφείο στον ΟΗΕ
θ’ ακούς: Ο κομμούνας Οιδίπους
έκαψε την απαράμιλλη Θήβα
και καλά που ο Κρέων ξεσήκωσε
τα γερόντια και καλά που ο Τειρεσίας
βομβάρδισε το παλάτι
και Ημείς ο Κρέων, σας στείλαμε
στον Κολωνό να μιάνετε τους Αθηναίους.

ΙΧ.
Άνθρωποι ανεβαίνουν σκοτεινοί
στο πατάρι και γδύνουν τον Οιδίποδα
και δεν υπάρχει το σώμα του
και δεν υπάρχουν τα έργα του,
μαζεύουν την αλουργίδα
και τη ρίχνουν στο άρμα.
Τα γερόντια κλαίνε
τα γυναικόπαιδα απελπίζονται
η βασίλισσα σηκώνει το πελέκι
και ανοίγει τις πύλες του παλατιού.
Από μέσα εξορμούν αγέρηδες
σπρώχνοντας με τους αγκώνες
το πλήθος και βιτσίζουν το άρμα
του άλλου βασιλιά. Τ’ άλογα
έχουν μαρμαρώσει
και τα χτυπούν με πελέκια
οι μπράβοι του βασιλέα
και πέτρες σωριάζονται στο δάπεδο.

Χ.
Η σκηνή είναι του τρόμου,
η κίνηση είναι του φόνου,
αλλά ο Οιδίπους ανεβαίνει
πιο επιβλητικός στο πατάρι
πιο αποφασισμένος
πιο εκδικητικός
αθώος, γενναίος και μαγικός
ανεβαίνει σαν αρχάγγελος με τη ρομφαία.

❃    ❃    ❃    ❃

 δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/






ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ ( 12 Μαρτίου 1865 – 24 Οκτωβρίου 1922 )

 

Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας γεννήθηκε στα Λεχαινά της Ηλείας, πρωτότοκος γιος του Δημητρίου Καρκαβίτσα και της Άννας το γένος Σκαλτσά. Είχε τέσσερις αδερφούς και τέσσερις αδερφές. Τα πρώτα γράμματα έμαθε στη γενέτειρά του και δεκατριών χρόνων πήγε στην Πάτρα για γυμνασιακές σπουδές. Στην Πάτρα μελέτησε ελληνική μυθολογία και ελληνική λογοτεχνία, κυρίως τους Επτανήσιους και τους πεζογράφους της Α' Αθηναϊκής Σχολής. Την περίοδο αυτή χρονολογείται ο άτυχος έρωτάς του για την Ιολάνθη Βασιλειάδη, από τη μορφή της οποίας θεωρείται πως εμπνεύστηκε για την ηρωίδα της Λυγερής (1896). Το 1883 γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών από οπού αποφοίτησε πέντε χρόνια αργότερα. Στην Αθήνα σχετίστηκε με τον Κωστή Παλαμά, τον Κων/νο Χατζόπουλο και τον Γρηγόριο Ξενόπουλο. Η προκήρυξη του διαγωνισμού διηγήματος της Εστίας τον ώθησε στο χώρο της ηθογραφίας και ταξίδεψε σε χωριά της Ρούμελης για να συλλέξει λαογραφικά και ιστορικά στοιχεία τα οποία χρησιμοποίησε στα πρώτα έργα του. Το 1889 στρατεύτηκε και κατά τη διάρκεια της θητείας του στο Μεσολόγγι γνώρισε τις άθλιες συνθήκες ζωής της ελληνικής υπαίθρου. Τις εντυπώσεις του κατέγραψε σε μια σειρά οδοιπορικών σημειώσεων, που αξιοποίησε στη νουβέλα του Ο Ζητιάνος το 1897. Υπηρέτησε επίσης ως έφεδρος δόκιμος γιατρός και το 1891 μετά τη λήξη της στρατιωτικής του θητείας διορίστηκε υγειονομικός γιατρός στο ατμόπλοιο Αθήναι, με το οποίο ταξίδεψε στη Μεσόγειο, τη Μαύρη Θάλασσα, τα παράλια της Μικράς Ασίας και τον Ελλήσποντο. Οι εμπειρίες του από την περίοδο αυτή της ζωής του περιέχονται στο ταξιδιωτικό ημερολόγιο Σ' Ανατολή και Δύση και αξιοποιήθηκαν στη συλλογή διηγημάτων Λόγια της Πλώρης (1899). Από τον Αύγουστο του 1896 και ως το 1921 υπήρξε μόνιμος αξιωματικός του ελληνικού στρατού φθάνοντας ως το βαθμό του γενικού αρχίατρου. Από τη θέση αυτή συνέχισε να ταξιδεύει με συνεχείς μεταθέσεις που επιδίωξε ο ίδιος (την έντονη αυτή επιθυμία του για τα ταξίδια ονόμαζε ο ίδιος αειφυγία). Υπήρξε μέλος της Εθνικής Εταιρίας που προωθούσε τη Μεγάλη Ιδέα και η ήττα του 1897 στάθηκε για τον Καρκαβίτσα μια μεγάλη απογοήτευση. Μέλος του Στρατιωτικού Συνδέσμου το 1909, συμμετείχε στο κίνημα στο Γουδί, στράφηκε όμως στη συνέχεια εναντίον του Βενιζέλου. 
Φωτογραφία, του 1900,
με τη στολή του υπιάτρου
Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους ως στρατιωτικός γιατρός και το 1916 αντιτάχτηκε στο κίνημα Εθνικής Αμύνης με αποτέλεσμα να τεθεί σε περιορισμό και να εξοριστεί στη συνέχεια στη Μυτιλήνη. Στο στράτευμα επανήλθε το 1920 και αποστρατεύτηκε δυο χρόνια αργότερα με δική του αίτηση.Οι κακουχίες της εξορίας συνέβαλαν στον κλονισμό της υγείας του και το 1922 πέθανε από φυματίωση του λάρυγγα. Σύντροφός του στα τελευταία χρόνια της ζωής του στάθηκε η Δέσποινα Σωτηρίου. Η πορεία του Ανδρέα Καρκαβίτσα στα γράμματα ξεκίνησε στα πλαίσια της φθίνουσας περιόδου του Αθηναϊκού Ρομαντισμού. Από την περίοδο αυτή σώζονται χειρόγραφα από ποιητικά και πεζά έργα του στην καθαρεύουσα. Πολύ σύντομα όμως στράφηκε στη δημοτική και έγινε δημοφιλής στους λογοτεχνικούς κύκλους, δημοσιεύοντας από το 1885 άρθρα ποικίλου περιεχομένου, διηγήματα και νουβέλες σε πολλά αθηναϊκά λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες. Τις εκδόσεις των έργων του φρόντιζε ο ίδιος διορθώνοντας και συμπληρώνοντας τις αρχικές μορφές των κειμένων του. Το 1898 βραβεύτηκε στο διαγωνισμό της Εστίας για το διήγημα Πάσχα στα Πέλαγα και το 1911 τιμήθηκε με το αργυρό Σταυρό. Γύρω στο 1905 η λογοτεχνική παραγωγή του παρουσίασε σημαντική κάμψη που διάρκεσε ως το τέλος της ζωής του με μοναδική εξαίρεση τη διετία 1918-1920, οπότε ξεκίνησε η ενασχόλησή του με τη συγγραφή σχολικών αναγνωσμάτων σε συνεργασία με τον Επαμεινώνδα Παπαμιχαήλ. Πριν το θάνατό του εξέδωσε δυο ακόμη συλλογές παλιότερων διηγημάτων του με στρατιωτική θεματογραφία (Διηγήματα για τα παλικάρια μας και Διηγήματα του γυλιού), ενώ δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει τον Αρματωλό, μυθιστόρημα που είχε ξεκινήσει από το 1894. Στο λογοτεχνικό έργο του Καρκαβίτσα κυριαρχεί η δημοτική γλώσσα στη μετριοπαθή της έκφραση. Η συμβολή του συγγραφέα στο δημοτικιστικό Αγώνα χρονολογείται ήδη από το 1892 (τέσσερα χρόνια μετά την έκδοση του έργου του Ψυχάρη Το ταξίδι μου), όταν στον πρόλογο της έκδοσης της πρώτης συλλογής διηγημάτων τοποθετήθηκε υπέρ της δημοτικής. Στη συνέχεια πήρε μέρος στην ίδρυση της εταιρίας "Η Εθνική Γλώσσα" (1905) και ήταν μέλος του Εκπαιδευτικού Ομίλου και της Λαογραφικής Εταιρίας του Νικόλαου Πολίτη. Ωστόσο ποτέ δεν ασπάστηκε τις ακρότητες του Ψυχάρη και προσπάθησε να σταθεί ανάμεσα στις ακραίες θέσεις του γλωσσικού ζητήματος. Η πεζογραφία του κινήθηκε αρχικά στα πλαίσια της ειδυλλιακής ηθογραφίας με αρκετά λαογραφικά στοιχεία και πέρασε σταδιακά προς τον ρεαλισμό με στοιχεία κοινωνικού προβληματισμού, με σχηματικό ορόσημο τη Λυγερή (1890) και κορυφαία έκφραση τον Ζητιάνο (1897). Από τα ογδόντα συνολικά διηγήματά σταθμός στάθηκε η συλλογή Τα Λόγια της Πλώρης του 1899, ενώ στο τελευταίο έργο του Ο Αρχαιολόγος (1903) προσπάθησε να λειτουργήσει διδακτικά, προβάλλοντας τις ιδέες του για μια γόνιμη σχέση των νεοελλήνων με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό.



Εργογραφία

(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις) 1

Ι.Πεζογραφία
• Διηγήματα. Αθήνα, τυπ. Εστίας, 1892 (και έκδοση γ΄, επιδιορθωμένη, Αθήνα, Κολλάρος, 1927)
• Η Λυγερή. Αθήνα, τυπ.Εστίας, 1896.
• Θεσσαλικές εικόνες· Ο Ζητιάνος. Αθήνα, τυπ. Εστίας, 1897 (και έκδοση γ΄, επιδιορθωμένη, Αθήνα, Κολλάρος, 1925).
• Λόγια της Πλώρης· Θαλασσινά διηγήματα. Αθήνα, τυπ. Εστίας, 1899.
• Παλιές αγάπες (1885-1897). Αθήνα, τυπ. Εστίας, 1900 (και έκδοση γ’, επιδιορθωμένη, Αθήνα, Κολλάρος, 1925).
• Ο Αρχαιολόγος. Αθήνα, τυπ. Εστία, 1904.
• Αναγνωστικό Γ΄ Δημοτικού. Αθήνα, Ι.Ν.Σιδέρης, 1918. (με τη συνεργασία του
• Επ.Γ.Παπαμιχαήλ και εικονογράφηση του Ρούμπου).
• Η Πατρίδα μας· Αρχαία και νέα εποχή. Αθήνα, Δημητράκος, 1919. (αναγνωστικό Δ΄ Δημοτικού με τη συνεργασία του Επ. Γ. Παπαμιχαήλ και εικονογράφηση του Ρούμπου).
• Διγενής Ακρίτας. Αθήνα, Δημητράκος, 1920. (αναγνωστικό Ε΄ Δημοτικού με τη συνεργασία του Επ. Γ. Παπαμιχαήλ).
• Διηγήματα πραγματογνωστικά. Αθήνα, τυπ.Εστία, 1920. (με τη συνεργασία του Επ. Γ. Παπαμιχαήλ).
• Διηγήματα του Γυλιού. Αθήνα, τυπ.Εστία, 1922.
• Διηγήματα για τα παληκάρια μας. Αθήνα, τυπ.Εστίας,1922.
• Ο Διαολής· Και άλλα διηγήματα· Πρόλογος Χρ.Εμ.Αγγελομάτη. Αθήνα, Πυρσός, 1939.
• Διηγήματα ανέκδοτα· Προλεγόμενα και φροντίδα Νίκης Greczynka. Αθήνα, τυπ.Μπούκουρη, 1944.
ΙΙ.Συγκεντρωτικές εκδόσεις
• ΆπανταΙ-ΙV. Αθήνα, Ζαχαρόπουλος, 1973. (επιμ.-εισαγ. Νίκη Σιδερίδου, εικονογράφηση Π.Βαλασάκης)
• ΆπανταΙ-ΙV. Αθήνα, Καπόπουλος, 1973. (φιλολογ. παρουσ. επιμ. Στράτος Χωραφάς)
• Τα ΆπανταΑ΄-Ε΄ · Εκδεδομένα-Σκόρπια-Ανέκδοτα. Αθήνα, Γιοβάννης, 1973 (επιμέλεια Γ.Βαλέτας). 1. Για αναλυτική του Ανδρέα Καρκαβίτσα βλ. Βαλέτας Γ, Φιλολογικά στον Καρκαβίτσα · Μέρος πρώτο· Βιβλιογραφικά – Βιογραφικά - Κριτικά. Πάτρα, έκδοση του περ.Αχαϊκά,1937, Βαλέτας Γ, Βιβλιογραφία Ανδρέα Καρκαβίτσα·. Αθήνα, 1940 (β΄ εκδ.), και Σταυροπούλου Ερασμία-Λουϊζα, Βιβλιογραφία Μεταφράσεων νεοελληνικής λογοτεχνίας. Αθήνα, Ε.Λ.Ι.Α., 1986.
http://www.ekebi.gr/


Ο ΖΗΤΙΑΝΟΣ - Mυστήρια της ζητιανιάς
Απόσπασμα 

Aν εκίνησε τους χωριάτες σε κανένα αίσθημα το λυπηρόν εκείνο ποδοκύλισμα του τελωνοφύλακα και του ζητιάνου δεν ήταν ούτε η συμπάθεια, ούτε η λύπη, ούτε η αγανάχτησις για τον αδικημένον. Aπό τέτοια δεν αισθάνονται οι Kαραγκούνηδες. Ένα μόνον τους εκυρίεψεν, η απορία. Δεν ημπορούσαν να καταλάβουν γιατί ο ζητιάνος εκυλιόταν κατά γης τόσην ώρα, χωρίς ούτε λόγο να ειπή, ούτε αντίσταση να κάμη, ούτε σημάδια θυμού να δείξη το πρόσωπό του. Tι διάβολο· έχει και η υπομονή τα όριά της!
Aλλ’ οι χωριάτες δεν ήξευραν καλά τι θα ειπή ζητιάνος. Ήταν αληθινά διπλός από τον τελωνοφύλακα ο Tζιριτόκωστας. Kάτω από τα βρωμερά κουρέλια του εκρύβονταν βραχίονες σιδερένιοι και χαλυβένιοι μύες και πλάτες καλοδεμένες και τράχηλος βωδιού και ταύρου δύναμις. Στην πατρίδα του που τον εγνώριζαν καλά, όλοι τον έτρεμαν. Tα κατορθώματά του ομολογούντ’ εκεί, όπως τα κατορθώματα των δρακόντων στα παραμύθια. Mια φορά, σε δημαρχικές εκλογές, για να βοηθήση τον φίλο του υποψήφιο, μόνος επήγε κι εμπόδισε τους κατοίκους του Άγιου Bλάση, που ήσαν αντίθετοι, να πάνε στην ψηφοφορία. Και το βράδυ στη διαλογή, όταν εκατάλαβε πως θα έχανεν ο φίλος του, μόνος πάλιν επήδησε με το ρεβόλβερ στο χέρι μέσα στην εκκλησία, έδιωξε τη φρουρά και αναποδογύρισε τις κάλπες συγκάσελα.
Aλλά και στα ταξίδια του δεν είχε κάμη λίγα ο Tζιριτόκωστας. Tρεις έως τώρα είχε στείλει στον Άδη μυστικά, μυστικά. Aληθινά λόγο δεν έλεγεν. Yπόφερε με υπομονήν Iώβειον κάθε τι που του έκαναν. Aλλά μέσα του έγραφε με μαύρα γράμματα εκείνους που του έφταιγαν, και κακότυχοι, αν έπεφταν ποτέ εύκολοι στα χέρια του.
O Kώστας Tζιρίτης και Tζιριτόκωστας, κατά τη συνήθεια που έχουν στη Pούμελη να σμίγουν το επίθετο με τ’ όνομα, ήταν από τόπο που συμμαζώνει στα στενά του σύνορα όλη την ασυμμάζευτην ιστορία της ελληνικής ζητιανιάς. Στην εποχή του εσυνήθιζαν εκεί, όταν οι ακμαίοι άντρες έλειπαν στα ταξίδια και οι γυναίκες έξω στις περίγυρα κρεμνόρραχες εβολάκιαζαν τα φθισικά αραποσίτια τους, οι εβδομηντάρηδες να συνάζουν τα παιδιά στο χοροστάσι και να τα γυμνάζουν στης ζητιανιάς τα καμώματα. Kάτω από τ’ ασπρόμμαλλα εκείνα μέτωπα, που εταπείνωσεν ο πολυκαιρινός εξευτελισμός· κάτω από τα πρόσωπα εκείνα, που παραμορφωμένα επέτρωσεν η αδιάκοπη πλαστοπροσωπία· εμπρός στις σακατεμένες κορμοστασιές που παράλλαξεν όχι του χρόνου το γοργοτρέξιμο, όχι της αρρώστιας η κρυφή ενέρεια, όχι του καιρού η ξαφνική επιρροή, αλλά το πείσμα, εγυμναζόταν η νεολαία, η ελπίδα και χαρά του χωριού, να είνε άξια, αν όχι καλύτερη των πατέρων της. O Kουτσοκουλόστραβος χορός ήταν το κυριώτερο γύμνασμα εκείνες τις ημέρες. Tα παιδιά κρατώντας και από ένα μπαστούνι εγύριζαν χεροπιαστά και επροσποιούνταν από μια σωματική βλάβη. Ένα έκανε τον κουτσό· και ανεβοκατέβαζε το κορμί του σε κάθε βήμα, σαν το έμβολον ανάμεσα στα μετάλλινα πλευρά της τρόμπας. Άλλο έκανε τον θεότυφλο κι εβημάτιζε ρίχνοντας εμπρός το μπαστούνι, πασπατεύοντας με την άκρη του τη γη, μήπως τύχη έξαφνα ψήλωμα ή λάκκωμα, κρεμνός ή όχτος, κοτρώνι ή κορμόδεντρο και πέση και τσακιστή ο ταλαίπωρος. Kι έδειχνε ζωγραφιστή στο πρόσωπό την αμφιβολία και τον τρόμο ενός τυφλού. Tρίτο έκανε τον παράλυτο· ακουμπούσε στη γη τις δύο παλάμες, εσήκωνε με πηδήματα γοργοπόδαρου λαγού τα νεκρά και αλύγιστα ποδάρια του, σύνωρα ψηλώνοντας τα μάτια καθαρά κι άδολα και χύνοντας στο δροσοπεριχυμένο πρόσωπο θλίψιν ήμερη και ασκητικήν υπομονή στου Θεού το θέλημα του δικαιοκρίτη και παντοδύναμου! Άλλο, νεραϊδοπαρμένο τάχα, εψήλωνεν ολόρθο το κορμί και εβάδιζεν με ολότρεμο σώμα κάνοντας ένα βήμα εμπρός και δύο πίσω και τρία δεξιά, αριστερά τέσσερα· ήθελεν εκεί να πάει κι επήγαινεν αλλού. Eδοκίμαζε να γυρίση δεξιά και αριστερά εγύριζεν· επροσπαθούσε να συμμαζέψη τα σκέλια του και τ’ άνοιγε· να διπλώση τα χέρια του και τ’ άπλωνε ξύλα-ξερά κι εβημάτιζε με τρέμουλα όλων των μελών, λες και είχε τους αρμούς ξεχαρβαλωμένους. Άλλο έλεγε πως του πήραν οι νεράιδες στην ρεματιά της Kάναλης τη φωνή από φθόνο κι άπλωνε τον λαιμό του κι εσούφρωνε τα χείλη με αγώνα θέλοντας να λαλήσή και βγάζοντας ανατριχιαστικόν ούρλιασμα μέσ’ από τον στενάχωρο λάρυγγά του. Άλλο έκανε τον μονοπόδαρο κι εταλάντευε το σώμα του ανάμεσα στις πατερίτσες, σαν βρωμερό κουρέλι στο αναφύσημα. Kι άλλα δέκα-είκοσι έκαναν άλλες δέκα-είκοσι αρρώστιες σωματικές, πολλές υπαρκτές και πολλές ανύπαρκτες ακόμα στον κόσμο.
Eνώ τα παιδιά έτσι εγυμνάζονταν για να πατήσουν τα φιλάνθρωπα αισθήματα των συνόμοιών τους αργότερα, ένας από τους γερόντους, παιγνιδιάρης ξακουσμένος και γλυκόφωνος, ορθοκρατώντας τρίχορδη λύρα στα γόνατα, εφρόντιζε με το τραγούδι να ελαφρώνει τους σημερινούς κόπους και να δείχνη αξιοζήλευτη και τρισευτυχισμένη τη μέλλουσα ζωή τους. Mε φωνή παραπονιάρικη, συγκρατητή, μονότονη· με μικρή γοργάδα στην αρχή· με ένα ξαφνικό χαμηλοψήλωμα έπειτα· κι έπειτα με χαμήλωμα στρωτόν ολόισιο μακρυλαρίκι, έλεγε τραγούδι ταπεινό, ντόπιον όσο και η λαψάνα της ξερής πλαγιάς και σαν εκείνη άνοστο, φτωχικό, ψειριασμένο. Kι εσυνόδευε το τραγούδι του με μονότονο και συγκρατητό και παραπονιάρικο γκρίνιασμα της λύρας του. Kαι με το τραγούδι του έδειχνε στα παιδιά τα περίγυρα ξερά και άχαρα βουνά της πατρίδας τους, τη Γη τη μητρυιά και την ολοστέρφευτη. Eπαρόμοιαζε με κατάρα Θεού και τρισανάθεμα τη γέννησή της, περνώντας πίσω αγγελόφερτος στου Σύμπαντος τη γέννηση, όταν το Παν ήταν Xάος και Mηδέν. O Θεός, έλεγεν, ηθέλησε να πλάση τότε τον Kόσμον. Eπήρεν ένα κόσκινο μεγάλο και το εκρέμασε σαν σύγνεφο στην άβυσσο. Έπειτα παίρνοντας χώμα με το χέρι έρριχνε στο κόσκινο, κουνώντας το επάνω-κάτω. Tο χώμα φυσικά, το καλό και το γόνιμο, έπεσε κάτω κι εγέμισε την άβυσσο κι έξαφνα εφάνηκεν η Γη, πολύκαρπη και πανώρια. Έμειναν τέλος στο κόσκινο μόνον οι πέτρες και τα χάλαρα. Kαι οργισμένος ο Δημιουργός, γιατί δεν εσυλλογίσθηκεν από πριν να μοιράση κι εκείνα δίκαια, εκλώτησε το κόσκινο κι εχύθηκαν τ’ απομεινάρια όλα μαζί σ’ έναν τόπο. Kαι ονόμασεν ο Θεός τον τόπον εκείνον Kράκουρα, που θα ειπή, καταραμένον σαν τη μήτρα της Σάρρας.
Αλλ’ ο τραγουδιστής δεν έλεγεν αυτά για να δειλιάση τους ακροατές του. Aπ’ εναντίας, σαν εμπνευσμένος ψάλτης του παλιού καιρού, αδράχνοντας από την ταπείνωση το ύψος και από τον φόβο την αντρεία ερχόταν γιαμιάς γλυκοχρυσόστομος κι ενώ εκαταριόταν τη γη, εμακάριζε τα παιδιά της. Όταν οι διαβόλοι, έλεγε, ηθέλησαν να μοιράσουν τη Γη σε βασίλεια, κανένας απ’ αυτούς δεν εδέχθηκε να πάρη στο κράτος του τα Kράκουρα. T’ άφηκαν αμοίραστα κι εκηρύχθηκαν εξουσιαστές και προστάτες τους όλοι. Aλλά τόπος που έχει τέτοιους προστάτες, ευτυχισμένος και παμμακάριστος, επρόσθετεν ο γέροντας. O κάτοικός του δεν θα πεινάση, ούτε θα διψάση ποτέ στον αιώνα. Tα χέρια του δεν θα γνωρίσουν ποτέ το σταβάρι του αλετριού το άγριο και το στειλιάρι της αξίνας· δεν θα μαραθούν τα χρυσά του νιάτα ξεκολλώντας ριζιμιά λιθάρια και δεν θ’ αυλακωθή το μέτωπό του από τη σκέψη. Δεν θα λιποψυχήση μήπως ο λίβας τού κάψη τα σπαρτά· μήπως η ξηρασία τού μαράνη τα σταφύλια, μήπως η βροχή τού χαλάση τα μπροστάνια. Άλλοι θα τα σκεφθούν και άλλοι θα φυτέψουν το αμπέλι που θα πιη αυτός το κρασί· άλλοι θα σπείρουν και θα θερίσουν το σιτάρι που θα φάγη το ψωμί· άλλοι θα μαζέψουν τις ελιές και άλλοι το λάδι του. Aυτός ένα μόνον θα έχη σκοπό, να γυρίζη τον κόσμο απ’ Aνατολή σε Δύση και με την έμπνευση του παντοδύναμου οδηγού του ν’ απατά τον κουτόκοσμο και να γυρίζη πλουτοφορτωμένος στο σπίτι του.
Έτσι τους έλεγε κι έτσι τους ορμήνευεν ο γέροντας. Kαι ο παράδοξος χορός σε κάθε του τραγουδιού τμήμα, σε κάθε της λύρας του παύλα, ερχόταν κουτσοκουλοστραβοβηματίζοντας κι ετραγουδούσε με φωνή παραπονιάρικη και συγκρατητή και μονότονη:

Θεός σχωρέσ’ τη μάννα σου,
δός μου λιγάκι αλεύρι,
να φτιάσω μια κουρκούτη.
Ένα, δύο, τρία!...

Θεός σχωρέσ’ τον κύρη σου,
δος μου λιγάκι λάδι,
να ρίξω στην κουρκούτη.
Ένα, δύο, τρία!...

Θεός σχωρέσ’ τη βάβα σου,
δος μ’ ένα κρεμμύδι,
να ψήσω με το λάδι,
να ρίξω στην κουρκούτη,
για να την φάω το βράδυ.
Ένα, δύο, τρία!...




ΔΕΊΤΕ ΠΕΡΙΣΣΌΤΕΡΑ https://homouniversalisgr.blogspot.com/








Γιώργος Μπουζιάνης ( 8 Νοεμβρίου 1885 - 23 Οκτωβρίου 1959 )

 

Αυτοπροσωπογραφία (1913)

Ο Γιώργος Μπουζιάνης (Αθήνα, 8 Νοεμβρίου 1885 - Αθήνα, 23 Οκτωβρίου 1959) ήταν σημαντικός Έλληνας εξπρεσιονιστής ζωγράφος

Γεννήθηκε το 1885 στην Αθήνα και μεγάλωσε στην γειτονιά της Νεάπολης. Ο πατέρας του Γιώργου Μπουζιάνη ήταν έμπορος κρασιών και δημητριακών με καταγωγή από τα Μπουζιανέικα της Τρίπολης και η μητέρα του Χρυσάνθη, το γένος Προκοπίου, ήταν αθηναϊκής καταγωγής.
Ο Μπουζιάνης σπούδασε ζωγραφική στην Σχολή Καλών Τεχνών (μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) από το 1897 μέχρι το 1906 με δασκάλους τον Γ. Ροϊλό, τον Νικηφ. Λύτρα, τον Κ. Βολανάκη και τον Δ. Γερανιώτη. Το 1907, έφυγε για να συνεχίσει τις σπουδές ζωγραφικής στην Ακαδημία Τεχνών του Μονάχουκοντά στον Όττο Ζάιτζ (Otto Seitz).
Στα έργα του άρχισε να δίνει περισσότερη έμφαση στην αποτύπωση της ανθρώπινης μορφής,κυρίως της γυναικείας φιγούρας, και στα συναισθήματα που γεννάει αυτή η αποτύπωση. Οι Γερμανοί τεχνοκριτικοί δέχθηκαν θετικά τα νέα έργα του καλλιτέχνη και το 1924 έκλεισε συμβόλαιο με την γκαλερί Μπάρχφελντ. Το 1927 έγινε στο Κέμνιτς μεγάλη έκθεση έργων του στο μουσείο της πόλης. Κατόπιν, με την οικονομική στήριξη της γκαλερί Μπάρχφελντ, πήγε στο Παρίσι, όπου έζησε κατά την περίοδο 1929 έως 1932.
Λόγω της οικονομικής κρίσης που είχε χτυπήσει την Ευρώπη, αναγκάστηκε να επιστρέψει στο Μόναχο. Όμως, με την σταδιακή εξαφάνιση του εξπρεσιονισμού και την άνοδο του ναζισμού, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει και τη Γερμανία, για να επιστρέψει τελικά το 1934 στην Ελλάδα. Πριν επιστρέψει στην Ελλάδα, ο Έλληνας πρέσβης στο Βερολίνο, Αλέξανδρος Ρίζος-Ραγκαβής, μεσολάβησε για να διοριστεί καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Ο διορισμός αυτός τελικά δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, προς μεγάλη απογοήτευση του Μπουζιάνη. Επιπλέον, ο αθηναϊκός καλλιτεχνικός περίγυρος αντιμετώπισε αρχικά τον ζωγράφο με αδιαφορία έως εχθρότητα.
Τα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου ήταν πολύ δύσκολα για τον ζωγράφο. Μόνο το 1949, όταν πραγματοποίησε μεγάλη αναδρομική έκθεση στον «Παρνασσό», το φιλότεχνο κοινό άρχισε να μιλά και πάλι με ενθουσιώδη λόγια για το ύφος και την τεχνοτροπία του Μπουζιάνη. Τα επόμενα χρόνια συμμετείχε σε εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, λαμβάνοντας μέρος - μεταξύ άλλων- το 1950 στην Μπιεννάλε της Βενετίας. Το 1956 του απονεμήθηκε το α΄ ελληνικό βραβείο του Διεθνούς Διαγωνισμού Γκούγκενχάιμ.Ήταν μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος (ΕΕΤΕ).
Μετά τον θάνατό του, το σπίτι του ζωγράφου στην Δάφνη Αττικής αγοράστηκε από τον Δήμο Δάφνης και έχει μετατραπεί σε μουσείο. Έργα του Μπουζιάνη υπάρχουν στην Εθνική Πινακοθήκη καθώς και σε πολλές άλλες δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές εντός και εκτός Ελλάδας. Αναδρομικές εκθέσεις με έργα του πραγματοποιήθηκαν στην Εθνική Πινακοθήκη το 1977 και το 1985, και στο Μουσείο Μπενάκη το 2005.

Ο ζωγράφος μαζί με το γιο του μπροστά στο σπίτι τους στη Γερμανία 

Τεχνοτροπία & έργο

Ο Μπουζιάνης θεωρείται ως ο σημαντικότερος Έλληνας εκπρόσωπος του εξπρεσιονισμού. Κατά τα χρόνια της παραμονής του στην κοιτίδα του εξπρεσιονισμού, Γερμανία, γνώρισε από κοντά όλες τις μεταλλάξεις του κινήματος δημιουργώντας ένα δικό του προσωπικό στυλ στο οποίο κυριαρχούν ο ανθρωποκεντρισμός και η απόλυτη ελευθερία του υποκείμενου.

Η καρέκλα 
Η Καρέκλα είναι ένα έργο ζωγραφικής του Γιώργου Μπουζιάνη που χρονολογείται γύρω στο 1945. Πρόκειται για ελαιογραφία σε ύφασμα διαστάσεων 103,9 x 77,8 εκ. και εκτίθεται στο Παράρτημα Κέρκυρας της Εθνικής Πινακοθήκης και Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτζου.

Ο πίνακας φιλοτεχνήθηκε από τον Μπουζιάνη γύρω στο 1945, περισσότερο από μια δεκαετία μετά την επιστροφή του καλλιτέχνη στην Αθήνα από τη Γερμανία όπου πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του. Ο Μπουζιάνης βρίσκεται απομονωμένος στο ατελιέ του. αφοσιωμένος στην τέχνη του, η οποία αντιμετωπίστηκε με αδιαφορία ή ακόμα και με εχθρότητα από την εγχώριο καλλιτεχνικό περίγυρο.
Στο συγκεκριμένο έργο εικονίζεται μια καρέκλα του σπιτιού του καλλιτέχνη σαν μια οντότητα που υπάρχει, με τη ρευστή και φευγαλέα όψη της μέσα στο χρόνο. Τα απαλά χρώματα που χρησιμοποιούνται εμπεριέχουν ένα έντονο συναισθηματικό φορτίο που φανερώνει την αίσθηση της παρουσίας και της απουσίας, την παροδικότητα αλλά και την επίγνωση του ανθρώπου ότι είναι εκτεθειμένος στην πάροδο του χρόνου. Το έργο διακρίνεται από έντονη παραμόρφωση, ένα στοιχείο που επιβεβαιώνει την ένταξη του καλλιτέχνη στο ρεύμα του εξπρεσιονισμού.

Αυτοπροσωπογραφία 

Προσωπογραφία του ζωγράφου Waldmuller (1923),
λάδι σε καμβά 75x59 εκ.

Προσωπογραφία κυρίας Κούντσε (1909),
υδατογαρφία 41x31 εκ.


δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/