Ο Νικόλαος Χαλικιόπουλος Μάντζαρος (Κέρκυρα, 26 Οκτωβρίου 1795 – Κέρκυρα, 12 Απριλίου 1872) ήταν Έλληνας συνθέτης, ιδρυτής της μουσικής Επτανησιακής Σχολής και θεωρείται από τους ανθρώπους που έβαλαν τις βάσεις για την ελληνική έντεχνη μουσική.
Γεννήθηκε στην Κέρκυρα από εύπορη οικογένεια ευγενών γαιοκτημόνων της νήσου, που ιδιοκτησιακά της στοιχεία βρίσκονται σε έγγραφα από τα μέσα του 16ου αιώνα. Ο πατέρας του, Ιάκωβος Χαλικιόπουλος Μάντζαρος, ήταν έγκριτος νομικός με τίτλους σπουδών από την Ιταλία και ήταν ιππότης που αργότερα προάχθηκε και σε ταξίαρχος του τάγματος των ιπποτών. Η μητέρα του, Ρεγγίνα Τουρίνη, ποιήτρια και μουσικός, προερχόταν από αριστοκρατική οικογένεια, τους Ζάρα (λίμνη της Δαλματίας). Λόγω της ευγενικής και πλούσιας καταγωγής του, ο Μάντζαρος πήρε κληρονομικά τον τίτλο του ιππότη. Το πνευματικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο της οικογένειας είχε όλες τις προϋποθέσεις για να αναπτυχθεί το ξεχωριστό ταλέντο του Νικολάου.
Πράγματι, σε ηλικία 8 ετών έδειξε φλογερό ενδιαφέρον για τη μουσική και από τη μητέρα του πήρε τα πρώτα μαθήματα πιάνου και θεωρίας. Σε ηλικία 12 ετών συνέχισε τα μαθήματα πιάνου με το μουσικοδιδάσκαλο Ιερώνυμο Πογιάγο και 14 ετών με τον Στέφανο Πογιάγο, αδελφό του πρώτου, άρχισε μαθήματα βιολιού. Δάσκαλός του υπήρξε επίσης ο καταγόμενος από την Ανκόνα Στέφανο Μορέττι (θεωρητικά). Σε ηλικία 15 ετών ο Μάντζαρος είχε την εξαιρετική τύχη να έχει δάσκαλο τον επιφανή θεωρητικό της μουσικής, τον Ιταλό Μπαρμπάτι, ο οποίος εθεωρείτο από τους φημισμένους μουσικοδιδάσκαλους της Ευρώπης. Από αυτόν ο Μάντζαρος διδάχτηκε συστηματικά για τρία χρόνια αρμονία, κοντραπούντο και φούγκα, καθώς επίσης σύνθεση, οργανογνωσία και ενορχήστρωση.
Το 1813, σε ηλικία μόλις 18 χρονών, παντρεύτηκε τη Μαριάννα, μοναχοκόρη του δούκα Αντωνίου Μερκαντάντε Ιουστινιάνη, της αριστοκρατικής οικογένειας των Κομνηνών Ιουστινιανών, και απέκτησαν μαζί τρεις κόρες και δύο γιους. Οι ευθύνες του γάμου δεν εμπόδισαν τον συνθέτη να εξακολουθεί εντατικά τη μελέτη του στη μουσική και συγχρόνως να παραδίδει μαθήματα δωρεάν στους συμπατριώτες του, πράγμα που εξακολούθησε να κάνει μέχρι το τέλος της ζωής του γιατί πίστευε βαθιά πως είχε καθήκον να ανυψώσει το μουσικό επίπεδο των Ελλήνων. Στη γενέθλια πόλη του παρουσίασε και τα πρώτα του έργα ήδη από το 1815. Από το 1819 συνέχισε τις μουσικές ενασχολήσεις του στην Ιταλία (την οποία επισκεπτόταν κατά διαστήματα), όπου συνδέθηκε ιδιαίτερα με το περιβάλλον του Βασιλικού Ωδείου της Νάπολης και τον περίφημο διευθυντή του Νικολό Αντόνιο Τσινγκαρέλι. Ο Τσινγκαρέλι, μεγάλος δάσκαλος και των Τζοακίνο Ροσσίνι, Βιντσέντζο Μπελίνι, Σαβέριο Μερκαντάντε, εκτίμησε την αφοσίωσή του στη γνήσια ιταλική μουσική σχολή, τον ζήλο του και την ευγένεια της ψυχής του. Επέμενε να τον κρατήσει κοντά του δηλώνοντας δημοσίως ότι ο Μάντζαρος ήταν σε θέση να διδάξει όλους τους δασκάλους της Νάπολης. Το περιβάλλον του ωδείου και η συναναστροφή με σπουδαίους μουσικοδιδασκάλους και συνθέτες σφράγισαν την τέχνη του Μάντζαρου, ο οποίος επέστρεψε οριστικά στην Κέρκυρα το 1826, χωρίς ποτέ να λησμονήσει τους δεσμούς του με τη Νάπολη.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός της συχνής αλληλογραφίας του συνθέτη με τον Τσινγκαρέλι και η επιθυμία του δεύτερου (την οποία εκφράζει με επιστολή του το 1885) να του εμπιστευθεί μετά τον θάνατό του τη διεύθυνση του ωδείου της Νάπολης. Τιμή μεγάλη, την οποία αρνήθηκε ο Μάντζαρος ευγενικά γιατί είχε αποφασίσει να ζήσει ανεξάρτητος στην Κέρκυρα και να μορφώσει μουσικά την ελληνική νεολαία.
Για να το επιτύχει αυτό, έδινε δωρεάν μαθήματα θεωρίας και μουσικής και ίδρυσε την Φιλαρμονική Εταιρεία Κερκύρας το 1840 της οποίας έγινε και ισόβιος καλλιτεχνικός διευθυντής. Χάρη σ' αυτές τις εκπαιδευτικές ενέργειες του Μάντζαρου, πολλοί Επτανήσιοι μορφώθηκαν μουσικά και δημιουργήθηκε η πρώτη γενιά Επτανήσιων συνθετών, μεταξύ αυτών και ο Σπυρίδων Ξύνδας, ο Παύλος Καρρέρ και ο Φραγκίσκος Δομενιγίνης. Γι' αυτό ο Μάντζαρος θεωρείται και ο θεμελιωτής της Επτανησιακής Σχολής. Στον χαρακτήρα ήταν ανεξίκακος, γενναιόδωρος, ευγενικός και μετριόφρων. Ήταν πολύ δημοφιλής. Λόγω του έργου του και της κοινωνικής του θέσης, πολλοί Ιταλοί συνθέτες αλλά και Έλληνες ποιητές συνήθιζαν να παρευρίσκονται και να μιλάνε μαζί του, καθώς είχε και στενή σχέση φιλίας με τον Διονύσιο Σολωμό. Αξιόλογοι μουσικοσυνθέτες ζητούσαν την κριτική του. Ο Μάντζαρος εκτός από την άριστη μουσική του κατάρτιση γνώριζε φιλοσοφία, ιστορία, φυσικομαθηματικά και φιλολογία. Μιλούσε πολλές γλώσσες και ασχολήθηκε στη νεότητά του και με τη μουσικοκριτική δημοσιεύοντας ανώνυμα σε πολλά ιταλικά περιοδικά. O ίδιος δεν θεωρούσε τον εαυτό του επαγγελματία μουσικό και αυτοχαρακτηριζόταν "ερασιτέχνης" (αυτός είναι και από τους λόγους που δεν δεχόταν χρήματα για τις υπηρεσίες του).
"Ευγενής στους τρόπους, ευχάριστος στας συναναστροφάς", ο Μάντζαρος ήταν αληθινός αριστοκράτης, ωστόσο είχε πολύ απλή συμπεριφορά. Ήταν ψηλός και φορούσε πάντοτε σκούρα και σοβαρά ρούχα. Όταν έγραφε, μελοποιούσε ή δίδασκε, στεκόταν πάντοτε όρθιος, γι' αυτό είχε ψηλό γραφείο. Αγαπούσε την τάξη και ήταν υπερβολικά ιδιόρρυθμος. Η τέχνη ήταν γι' αυτόν το παν. Ήταν καλός και στοργικός πατέρας και στους φίλους του ευεργετικός.
Δυστυχώς, την 29η Μαρτίου του 1872, ο Μάντζαρος έπεσε σε κώμα κατά τη διάρκεια μαθήματος και τελικά πέθανε στις 12 Απριλίου του ίδιου έτους. Πέθανε τελείως φτωχός καθώς δίδασκε δωρεάν ακόμα και την εποχή που βρισκόταν σε μεγάλη οικονομική δυσχέρεια.
Το έργο του
Σελίδα από partimenti του Μάντζαρου |
Το έργο του, χαμένο σε μεγάλο ποσοστό, παραμένει διασκορπισμένο, αταξινόμητο, ανέκδοτο και ανηχογράφητο. Μεγάλο μέρος του βρίσκεται στο αρχείο Γκέλη (που ανακαλύφθηκε τυχαία το 1906 σε υποστατικά του συνθέτη στο Πεντάτι της Κέρκυρας). Ο Μάντζαρος έγραψε τα πρώτα του έργα από την εποχή που ήταν ακόμη μαθητής του Μπαρμπάτι. Με καθοδήγηση του μουσικοδιδασκάλου του έγραψε δραματικά και κωμικά τραγούδια, διωδίες, κ.α. που παρουσιάστηκαν στο θέατρο Σαν Τζάκομο (Κέρκυρα) με μεγάλη επιτυχία.
Σπουδαιότερο έργο του θεωρείται η μελοποίηση του Ύμνου εις την Ελευθερίαν του Διονυσίου Σολωμού, της οποίας το 1865 η πρώτη στροφή της (1829) καθιερώθηκε ως ο Εθνικός ύμνος της Ελλάδας. Ο Μάντζαρος στην πραγματικότητα είχε δημιουργήσει 5 συνολικά μελοποιήσεις για τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν, η 1η το 1829 για τετράφωνη ανδρική χορωδία και πιάνο σε 24 μέρη, η 2η το 1837, η 3η το 1839-'40, η 4η το 1844 πιο αντιστικτική σε σχέση με τις τρεις πρώτες και η 5η το 1861 που μοιάζει κυρίως σε εμβατήριο και η 6η.
Η νεώτερη έρευνα, όμως, έχει καταδείξει τις πολυεπίπεδες δραστηριότητες του Κερκυραίου μουσουργού πέρα από τη μονοδιάστατη σύνδεσή του με το σολωμικό Ύμνο. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι είναι ο συνθέτης της μονόπρακτης κωμικής όπερας Don Crepuscolo, που είναι η πρώτη σωζόμενη όπερα Έλληνα δημιουργού (1815). Έχει συνθέσει, επίσης, τα πρώτα γνωστά έργα σε ελληνική γλώσσα για φωνή και ορχήστρα, την 'Aria Greca' (1827), τη συλλογή τραγουδιών 16 Arie Greche (1830) που περιλαμβάνει μελοποιήσεις πολλών ποιημάτων του Σολωμού (Ξανθούλα, Φαρμακωμένη) αλλά και του Θουρίου του Ρήγα Φερραίου,τον κύκλο 6 τραγουδιών σε στίχους του ποιητή Γεώργιου Κανδιανού Ρώμα με τίτλο Οι παλμοί της καρδιάς μου, μελοποιήσεις ιταλικών ποιημάτων αλλά και δικών του στίχων. Είναι επίσης συνθέτης των πρώτων γνωστών ελληνικών έργων για κουαρτέτο εγχόρδων (Partimenti, εργά του Ιταλού Fedele Fenaroli τα οποία ο Μάντζαρος επεξεργάστηκε, περίπου 1850), του πρώτου ελληνικού πιανιστικού ρεπερτορίου, του πρώτου ελληνικού έργου σε μορφή φούγκας, της πρώτης μνημονευόμενης ελληνικής συμφωνίας (χαμένη) αλλά και άλλων πολλών συμφωνιών, καθώς και ο συγγραφέας του πρώτου δοκιμίου μουσικής ανάλυσης (Rapporto, 1851) και των πρώτων μουσικοπαιδαγωγικών συγγραμμάτων στην Ελλάδα.
Νεανικά έργα:
Ναι, Σε Πιστεύω Πολυαγαπημένη Μου (1815), διωδία.
Η Αυγή, τραγούδι για μια φωνή, αφιερωμένο στον πατέρα του Ιάκωβο Μάντζαρο.
Άρια, από τη Σκιά του Πατρόκλου.
Καντάτα με χορωδία.
Μονόπρακτη κωμική σκηνή Ντον Κρεπούσκολο (η αρχαιότερη σωζόμενη όπερα Έλληνα δημιουργού).
Ο Οδυσσέας Στα Ιλίσσια (1820), καντάτα σε τρία μέρη για γυναικεία και ανδρική φωνή.
Στη Νάπολη, το 1825, κατά προτροπή του δασκάλου του, συνέθεσε τη μία από τις δύο χαμένες καθολικές λειτουργίες του, που εκτελέστηκε στον καθεδρικό ναό του Σαν Φερντινάντο. Όταν επέστρεψε στην Κέρκυρα το 1826, μην ξεχνώντας τον δάσκαλό του Τσινγκαρέλι, του αφιέρωσε 12 Φούγκες γραμμένες για 4 φωνές.
Στα τέλη του 1828, ο ποιητής Διονύσιος Σολωμός, εγκαταλείποντας τη Ζάκυνθο, πήγε στην Κέρκυρα όπου παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του. Ο ποιητής συνδέθηκε με αδελφική φιλία με τον Μάντζαρο, ο οποίος γνώριζε την ποίησή του και είχε ήδη μελοποιήσει το ποίημα Φαρμακωμένη (1826). Λέγεται πως ο ποιητής και ο συνθέτης έκαναν μαζί μακρινούς περιπάτους συζητώντας για τη φιλοσοφία και την τέχνη. Ο Σολωμός αγαπούσε τη μουσική και σαν γνήσιος Ζακυνθινός έπαιζε κιθάρα και συνήθιζε να τραγουδά στα ποιήματά του για να βρει το μέτρο. Όταν ο Μάντζαρος δίδασκε μουσική στους μαθητές του, ο Σολωμός ήταν πάντοτε στο ακροατήριό του. η Ελληνική Επανάσταση του 1821 βρήκε στο πρόσωπο των δύο Επτανήσιων δημιουργών τους μοναδικούς "υμνητάς του". Ο Σολωμός έγραψε τον Ύμνο Εις Την Ελευθερίαντην άνοιξη του 1823 και κυκλοφόρησε στην επαναστατημένη Ελλάδα από στόμα σε στόμα. Το 1828-1830 ήταν η περίοδος μελοποίησης του Ύμνου Εις Την Ελευθερίαν από τον Μάντζαρο. Αρχικά με χαρακτήρα δημοτικό και απλό για τετραμελή ανδρική χορωδία και πιάνο. Περιελάμβανε 24 μέρη. Οι δύο πρώτες στροφές στη μελοποίηση αυτή αποτελούν τον Εθνικό Ύμνο, που καθιερώθηκε μετά την ένωση των Επτανήσεων με την Ελλάδα (1864) κατόπιν αιτήματος του βασιλιά Γεωργίου Α' (εκδόθηκε το 1873 μετά τον θάνατο του συνθέτη από τον εκδοτικό οίκο Clayton του Λονδίνου). Στη συνέχεια, το 1842 γράφτηκε σε αντιστικτική μορφή για τετράφωνη ανδρική χορωδία με συνοδεία πιάνου (46 μέρη "φουγκάτο", αφιερώθηκε στον βασιλιά Όθωνα). Η τρίτη μορφή συνθετικής γραφής του Ύμνου είναι σε μορφή εμβατηρίου για τον στρατό, ύστερα από παράκληση του τότε υπουργού Στρατιωτικών Δημήτριου Μπότσαρη.
Τραγούδια σε ποίηση Δ. Σολωμού:
Ύμνος Εις Τον Θάνατον Του Λόρδου Μπάιρον, οι δύο πρώτες στροφές.
Η Ξανθούλα, για μέτζο-σοπράνο, υπάρχει και σε εκδοχή για δύο τενόρους και για δύο βαθύφωνους.
Η Φαρμακωμένη, για υψίφωνο και βαθύφωνο, υπάρχει και σε εκδοχή για δύο τενόρους και δύο βαθύφωνους, για υψίφωνο και βαθύφωνο, β' γραφή, για δύο τενόρους και δύο βαθύφωνους (Νυχτερινό).
Στην Κορυφή Της Θάλασσας Πετώντας, για τέσσερις φωνές, υπάρχει και σε εκδοχή για τενόρο και βαθύφωνο, για υψίφωνο, μεσόφωνο, τενόρο και βαθύφωνο (από τον Λάμπρο).
Ευρυκόμη.
Άκου Εν Όνειρον, Ψυχή Μου.
Τ' Αγγελούδια (από τον Λάμπρο).
Φωνούλα Με Πίκραν Με Κράζει (από τον Λάμπρο), για δύο τενόρους και δύο βαθύφωνους.
Επίγραμμα Στη Φραγκίσκα Φράιζερ.
Το Όνειρο.
Ας Χαρούμε Της Φύσης Τα Δώρα.
Αυγούλα.
Άλλα έργα του:
1830: Ο Νικόλαος Μάντζαρος γράφει τη Δοξολογία για τετράφωνη χορωδία (χαμένη).
1831: Εορτή Της Κρήνης (χαμένο).
Από το 1832 και μετά συνέθεσε 24 συμφωνίες "εισαγωγές", σώζονται οι 20.
1840: Τροπάριο Της Κασσιανής, Θρήνους Του Ιερεμία (χαμένο), Ψαλμοί Του Δαβίδ (χαμένο).
Στο έργο του, μεγάλο σε όγκο, διακρίνεται η προτίμηση του συνθέτη στη μελοθέτηση της ποίησης. Επίσης έγραψε και 6 σπουδαία θεωρητικά συγγράμματα.
Αναγνώριση
Για τον Ύμνο Εις Την Ελευθερία, ο Όθων του απένειμε τον Αργυρούν Σταυρό του Σωτήρος και η βασίλισσα Αμαλία της Ελλάδας, πρόεδρος της Αθηναϊκής Εταιρίας Ωραίων Τεχνών, τον ενέγραψε αντεπιστέλλον μέλος. Μετά την ένωση των Ιονίων Νήσων το 1865 του απονεμήθηκε ο Χρυσός Σταυρός του Σωτήρος. Ο Νικόλαος Μάντζαρος αναγνωρίστηκε ως μουσική ιδιοφυία, "πρύτανης της αρμονίας και της ενορχηστρώσεως, τεχνίτης μεγάλος της αντιστίξεως". Παρ' όλο που κατηγορήθηκε για την υποταγή του στο μελοδραματικό λυρισμό και στην τεχνοτροπία των Ιταλών μουσουργών του "μπελκάντο", ιδιαίτερα της σχολής της Νάπολης, εκθειάστηκε για την ταύτισή του με τη λαϊκή ψυχή και τη δύναμή του να διεγείρει το πατριωτικό αίσθημα https://el.wikipedia.org/