Spyridon Trousas "Φθινόπωρο"

 

Πίνακας : Spyridon Trousas.

Φύλλα ξερά πέφτουν στη γη
παρασυρμένα απ'τη βροχή
με του ανέμου την πνοή
ρίγος διατρέχει το κορμί.
Στη χλόη τα κυκλάμινα
στάζουνε δάκρυα πικρά
τα πορφυρένια δειλινά
γκριζάρισε η καταχνιά
Στις κουμαριές και στις μυρτιές
σπουργίτια κάνουνε φωλιές
κούλουμες με καρπό οι ελιές
φλόγες στους φράχτες οι ροδιές.
Σαν χάντρες από κεχριμπάρι
τα τζίτζιφα μές στο κελάρι
των χρυσανθέμων το άρωμα
για τους νεκρούς θυμίαμα.

Spyridon Trousas.





Μάγια-Μαρία Ρούσσου (1937 - 16 Σεπτεμβρίου 1989)

 

Η Μάγια Μαρία Ρούσσου γεννήθηκε το 1937 στην Αθήνα. Με την έναρξη του Δεύτερου Παγκοσμίου πολέμου, ο πατέρας της, όντας στη Γαλλία για εμπόριο, έφυγε προς Νότια Αμερική. Η γυναίκα του δεν τον ακολούθησε και η Μάγια Μαρία μεγάλωσε στην Αθήνα, στο πατρικό της (για ένα χρόνο έμεινε και με τον πατέρα της, στη Βενεζουέλα). Το 1967 παντρεύτηκε κι έκανε τρία παιδιά εκ των οποίων έζησε μόνο το ένα. Με τον σύζυγό της ταξίδεψε σε όλη την Ελλάδα. Όταν επέστρεψε στην Αθήνα, προώθησε τα συγγραφικά της ενδιαφέροντα και δούλεψε ως καθηγήτρια πιάνου. Πέθανε το 1989 μετά από μακροχρόνια αρρώστια.
Ήταν πολυτάλαντη καλλιτέχνης και εκτός από μουσική και ποίηση, αγαπούσε τη χαλκογραφία και τη ζωγραφική. Είχε έντονο πολιτικό πνεύμα κι είχε ακόμα φιλίες με αντιφρονούντες ποιητές απ' όλο τον κόσμο. Είχε παρευρεθεί σε συνέδρια Ποίησης στην Ισπανία, Δανία, Πολωνία και Βουλγαρία.


Έργα της: 

Ι. Ποίηση

Βάναυσες Ώρες, 1963
Το Βιβλίου Του Αγαπημένου, 1965
Γιατί, 1966
Της Φωτιάς Και Της Στάχτης, 1972
Στον Άγνωστο Φοιτητή, 1974
Τα Τραγούδια Της Αριάδνης, 1979
Χνάρια Στο Λαβύρινθο, 1979
Πρώτος Και Δεύτερος Ερωτικός Λόγος, 1982
Ποιήματα 1963-1983, 1984
Αντιψαλμός (ένα ποίημα σε δέκα γλώσσες), 1985
Λύκαινα Του Φεγγαριού, 1987

ΙΙ. Θέατρο: Η Σφαγή, 1972

ΙΙΙ. Μεταφράσεις Από Τα Ισπανικά


Ανάμεσά Μας

Μα καλά
Πώς δεν το καταλαβαίνετε
Πώς δεν το καταλάβατε εξ' αρχής
πως αυτός εκεί καταμεσής στο δρόμο
γεμάτος αίματα
είμ' εγώ.
Τι σημασία έχει που βρίσκομαι
εδώ ανάμεσά σας.
Δε βλέπετε που περιφέρω
το κομμένο μου κεφάλι...
Δε βλέπετε που κρατώ τη σφαγμένη μου
ψυχή στα χέρια...



ΣΤΟΝ ΑΓΝΩΣΤΟ ΦΟΙΤΗΤΗ

Δρόμος το σώμα σου
Ανοιγμένος, λεύτερος
Καθώς πλατύς κι απέραντος
Κοίτεσαι καταγής
Γιέ μου

Σκάλα ψηλή το σώμα σου
Και πάνω σου
Ανέβαινε η πατρίδα για το φως
Μερόνυχτα
Πόσα μερόνυχτα – το αίμα σου έπηζε
Ο χτύπος της καρδιάς σου, το δάκρυ σου
Στάλα – σκαλί
Χτύπος –σκαλί
Δάκρυ – σκαλί
Κι από τα σκορπισμένα μέλη σου
Κάθε κομμάτι ακριβό
Σκαλί

Κι από τα θρυματισμένα σου όνειρα
Κι από την τσακισμένη σου ιαχή
Κι από την ομορφάδα σου
Την τόλμη, την αγάπη σου
Μερόνυχτα – πόσα μερόνυχτα
Μαλάζοντας το αίμα και τον βόγκο
Έχτιζες, Γιέ μου, τ’οθρανού τη σκάλα

Μέσα απ’το δάσος της σιωπής
Στου τραγουδιού
Μ’οδήγησες τη χώρα
Σ’ευχαριστώ
Σε προσκυνώ
Και σου φιλώ τα πόδια Γιέ μου


ΑΥΡΙΟ ΘΑ ΠΕΘΑΝΩ


Αύριο θα πεθάνω
Μα δεν το ξέρω
Κι έτσι κάθομαι κι ονειρεύομαι
Και με κυρίεψε η αγωνία
Για την καταστροφή
Που δε θα με προλάβει
Και χαίρομαι για τις αγνώριστες χαρές
Και πολεμώ για τ’άφταστα όνειρά μου

Αύριο θα πεθάνω
Και σκέφτομαι να σπείρω αγρούς
Και σκέφτομαι να ζήσω
Να γεράσω
Σπίτια να χτίσω κι εκκλησίες
Και κλαίω για τους νεκρούς μου αγαπημένους
Που ύστερά μου θα πεθάνουν
Και για τ’απρόφταστα παιδιά μου, σκέφτομαι
Σπάργανα πρέπει να ετοιμάσω
Αύριο
που θα πεθάνω

ΛΑΟΣ

Δεν θα σας πω τίποτα
Βρήτε τ’όνομά μου
Βρήτε τον τόπο μου
Το χρώμα μου, τους γονιούς μου
Τους δημίους μου
Ίσως σας πω κάτι
Κάτι

Για τους θανάτους μου...
Αλλά εσείς
Τα ξέρετε όλα
Καθώς πειθήνια σκύβετε
Και σκάβετε
Και τρώτε
Και κοιμάστε
Κι εγώ είμαι όλοι οι νεκροί
Κι οι πικραμένοι
Κι εσείς οι καλοί κι ανίδεοι
Δήμιοι


Δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/







Σταύρος Βαβούρης ( 14 Σεπτεμβρίου 1925 - 6 Νοεμβρίου 2008)

Έλληνας ποιητής, από τους αξιοσημείωτους της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς.
Ο Σταύρος Βαβούρης γεννήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου του 1925 στην Αθήνα (οδός Μεγάλου Αλεξάνδρου, στο Μεταξουργείο). Αν και κληρονόμησε μια κινητική αναπηρία, δεν καθηλώθηκε σε καροτσάκι. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργάστηκε ως καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση από το 1959 έως το 1984, οπότε συνταξιοδοτήθηκε ως διευθυντής Γυμνασίου.

Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1944 με τη δημοσίευση του ποιήματος «Χίμαιρα» στο περιοδικό «Νεανική Φωνή» και ακολούθησαν και άλλες δημοσιεύσεις ποιημάτων του σε περιοδικά. Το 1952 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Εδώ φαντάσου καλπασμούς και κύματα». Η τελευταία ποιητική του κατάθεση έγινε το 1999, με τη συλλογή «Κι αυτά; Ίσως...».

Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, τα ολλανδικά, τα πολωνικά και τα βουλγαρικά. Το 1986 τιμήθηκε με το δεύτερο κρατικό βραβείο ποίησης για τη συλλογή του «Πού πάει, πού με πάει αυτό το ποίημα». Στο λογοτεχνικό του έργο συμπεριλαμβάνονται ένα κριτικό δοκίμιο για τον ποιητή Άθω Δημουλά και μια συλλογή από τέσσερα διηγήματα.

Ο Σταύρος Βαβούρης πέθανε στις 6 Νοεμβρίου του 2008, σε ηλικία 83 ετών.

Εργογραφία

Εδώ, φαντάσου καλπασμούς και κύματα (1952)
Τρία ποιήματα (1954)
Σημειώσεις για έναν άνθρωπο που πέθανε (1956)
Πικρά χείλη δίχως γεύση παραδοχής (1959)
Τα ξηρά ποιήματα – Στη διακεκαυμένη (1963)
Οι Ατρείδες της φωτιάς και της σιωπής (1964)
Εν ερημίαις και σκολιαίς (διηγήματα, 1965)
Προτάσεις για την ποίηση του Άθω Δημουλά (Δοκίμιο,1966)
Ορφέας κατερχόμενος (1971)
Delecta (1971)
Ποιήματα (1977)
Στον αστερισμό των εγκλίσεων και των χρόνων του ρήματος «έρχομαι» (1980)
Carmina profana (1983)
Τα ακαριαία: εμείς (1980–1984), 1984
Πού πάει, πού με πάει αυτό το ποίημα (1985)
Ημέρες, νύχτες πού ’ναι τες (1987)
Εξ άλλου, μη ρωτάς (1988)
Πού πήγε, ως πού πήγε αυτό το ποίημα (1940–1993), 1998
Κι αυτά, ίσως… (1999)


ΠΟΙΗΜΑΤΑ 

Μονόλογος μπροστά στα ριζικά μας

Ο χλωμός προπάππους μου του κάδρου
λεν οι συγγενείς πως πέθανε τρελός.
Ήταν γιατρός και γεωμέτρης.
Το μόνο που δεν μπόρεσε να κλείσει σε τετράγωνα
ήτανε το χάος της καρδιάς του·
το μόνο που δε γιάτρεψε:
η νοσταλγία μιας ανύπαρκτης χαράς.

Τέλος, παντρεύτηκε για νʼ αντιδράσει
κι έκανε και παιδιά.
Ούτε κι αυτά τον κάναν όμως πάλι να πιστέψει
πως ένα κι ένα κάνουν δύο.

Πέθανε νέος.
Τον τελευταίο του καιρό
κλεινότανε στο πιο βαθύ υπόγειο του σπιτιού.
Έλεγε λόγια τρελά
που απέλπιζαν για το μυαλό του τους δικούς του.

Λόγου χάριν, όταν του λέγανε να βγει
έλεγε
ότι η πνοή που ʼφερνε η θάλασσα στον κήπο
τον ξερίζωνε,
παραπονιότανε
πως δεν ευρέθηκε σοφός
να κάνει το κορμί φτερό
και κούναγε μʼ αδυναμία το κεφάλι
όταν του τονίζανε πως έπρεπε να γίνει πιο δραστήριος
για τα παιδιά του.

Ο προπάππους μου δεν πέθανε τρελός.
Μόνο δεν έκανε καλά
να νομίζει πως θα ξαναγινόταν γεωμέτρης
κάνοντας γάμους και παιδιά
φυτεύοντας έτσι τα παράξενά του πεπρωμένα
στα μυαλά μας και στις μέρες μας.


 Χίμαιρα

Όταν μας λέγαν οι παλιοί
πιο λίγο πάθος. Είχανε δίκιο.
Οι λογικοί «πιο λίγο βάρος
θα βουλιάξουν τα καράβια»,
είχαμε, λέει, μπράτσα νεανικά.
Αλλά μια κι έγινε
(πάει είχε γίνει πια)
γιατί νʼ αποδειχθεί το δίκιο των παλιών;
………………………………………
Αδικηθήκαμε! Όχι, δεν είχαν δίκιο οι παλιοί!
Αφού μας δόθηκαν καρδιές
άστρα να θέλουν
άστρα γιατί δε μας δοθήκανε;

Στον ουρανό
ένα σειρήτι μοναχά η Σελήνη
δε θα μπορέσει να πραΰνει
έναν ολόγιομο καημό…
Όταν ετρέξαμε χαμένοι στο λιμάνι
ήτανε πια το πλοίο βουλιαγμένο
Θε μου, με πόσο μόχθο ετοιμασμένο
με τόση Νιότη, τόσο πόθο φορτωμένο!
Δε μας λογάριασες Αφέντη τον ιδρώτα της λαχτάρας
……. Τι κλαις;
Άσε να ξημερώσει και θα δούμε
τώρα, είναι βράδυ ακόμα·
ένα σειρήτι μοναχά η Σελήνη!



Εκστατικός μες στη Βροχή


Εκστατικός μες στη βροχή προχωρούσε
σα να μην έβρεχε
σα να μην τον είχε περονιάσει το νερό ως το κόκαλο.
Οι αστραπές καταύγαζαν
το πρόσωπό του αλλοπαρμένο
κι οι κεραυνοί τον πέρναγαν ξυστά.

Μʼ ένα όνειρο ακατάβλητο
στʼ απαυδισμένα μάτια του
προχωρούσε τραγουδώντας σιγανά
σα να μην τον είχε παρασύρει ακόμα
φύλλο πεθαμένο η καταιγίδα.



Το Τραυματισμένο Φως, Α΄

Όταν θαρθεί το καλοκαίρι

το φως κι ο αφρός

θάχουν μια τόση δύναμη κι αγάπη

που θα σηκώσουν σα φτερό στην επιφάνεια

το μολυβένιο απ’ τη βροχή κορμί μου.

Όταν θαρθεί Ιούνιος…

Μόνο

σηκώστε τώρα,

αυτό το φέρετρο απ’ το στήθος μου.

https://www.catisart.gr/


Για έναν άλλο Έκτορα

Σε συλλογίζομαι έξω από τα τείχη μόνο σου
(όπως ακριβώς τον Έκτορα
το γιο του Πρίαμου στο Χ της Ιλιάδος),
σφίγγοντας, όμοια και συ
τα δόντια σου με λύσσα
μόνο σου πάντοτε
κι εκείνη ιδίως την ημέρα, μόνο σου.

Μ’ ανέμη στον πανικό την καρδιά σου
πιασμένη στην παγίδα
της απερίσκεπτής σου απόφασης
να μείνεις έξω από τα τείχη, μόνος σου.

Σε συλλογίζομαι να ζυγίζεις
ετούτο ή εκείνο το διέξοδο, —αργά—
να ξέρεις πως το σκέπτεσαι αργά
κι εν τούτοις να το σκέπτεσαι
να γυροφέρνεις τα υπέρ και τα κατά του —αργά—.

Έτσι σε συλλογίζομαι,
απ’ το χρόνο νικημένο
κι έπειτα νεκρό και σκυλεμένο από τους μέτριους
τους ταπεινούς, τους δεύτερους
ούτ’ όπως τον Έκτορα
(το γιο του Πρίαμου στο Χ της Ιλιάδος)
από ’ναν Αχιλλέα τουλάχιστον.


Ευρυδίκη

Έσερνες ένα σκέλεθρο στο φως.
Γι’ αυτό και σου ’χαν άλλωστε συστήσει:
Να μην στρέψεις.
Αλλ’ έστω, κι αν δεν είχες παραβεί τους όρους
δε θα ’φτανα ποτέ στο φως μαζί σου.

Άσαρκα κόκαλα
δύο κόγχες δίχως μάτια
δόντια δίχως χείλη
ήταν ό,τι έσφιγγες στο χέρι σου ανεβαίνοντας,
όπως ήτανε στημένη επίσης κι η παγίδα
απ’ τη στιγμή που σου ’χαν επιτρέψει να διαβείς
την πόρτα που κανείς δεν πέρασε βαδίζοντας.

Όταν στο τέλος έκανες να στρέψεις
εξατμίστηκα.

Τίποτα δεν είδες.
Τώρα όμως να το μάθεις.

Έσερνες ένα σκέλεθρο στο φως
απ’ την αρχή μαζί σου
κι ήταν απόφαση παρμένη τελεσίδικα:
Ήθελες δεν ήθελες:
Να στρέψεις.


Μονόλογος της Ηλέκτρας

Αιφνιδίως με γοήτευε η ιδέα
πως μπορούσα να εξωθήσω
πρόσωπα και πράγματα σαν λόγχη·
πως ήταν δυνατό να πάρω σχήμα λαιμητόμου
πάνω από ένοχους αυχένες
ότι μπορούσα να υψωθώ,
σαν κυπαρίσσι σκοτεινή
σαν πεπρωμένο ανέφικτη.

Η ιδέα ότι μπορούσα να διασχίσω αδιάφορη
μ’ ένα σατανικό αδιόρατο χαμόγελο
πλήθη λυσσαλέα και μαινόμενα εναντίον μου
με διέλυε.
Με διαπερνούσε, με σπασμούς σχεδόν ηδονικούς, η σκέψη
πως μπορούσα
να βρεθώ στο τελευταίο σκαλοπάτι του ικριώματος
περιφρονητική
ενώ ένας όχλος θαμπωμένος
του κάκου θα περίμενε ώς το τέλος
να ξεσπάσω σε λυγμούς.

Αιφνιδίως με γοήτευε
ναι, μ’ έκανε τρελή η ιδέα
πως ήταν δυνατό να πάρω μιαν απόχρωση
τεφρού αμετακλήτου
σκιάζοντας κι αφανίζοντας το φως του ήλιου
που τους είχε τόσο ανάψει και μεθύσει.


Δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/







ΠΟΛΥΞΕΝΗ ΖΑΡΚΑΔΟΥΛΑ " Καλοκαιρινά σ' αγαπώ"



Καραβάκια από χαρτί έφτιαξα
κι έγραψα πάνω τους " σ' αγαπώ"
για να ταξιδέψουν με την ελπίδα κάποια μέρα να φτάσουν σ' εσένα
για να μην λησμονήσεις τον έρωτά μας.
Πήρα κοχύλια κι ηχογράφησα τους αναστεναγμούς μου
για να σου θυμίζουν στιγμές έρωτα
με την ελπίδα να θυμάσαι παντοτινά τα λόγια αγάπης που ένιωσα και σου έλεγα.
Κολύμπησα κι έφτασα στον βυθό της θαλάσσης
για να φτιάξω στην άμμο καρδιές με τα ονόματά μας
για να μην σβηστεί ποτέ η μορφή μου από τον χάρτη του μυαλού σου.

Πολυξένη Ζαρκαδούλα







ΟΛΓΑ ΑΧΕΙΜΑΣΤΟΥ "Η Αγία Ζώνη Της"



Ήρθε η ώρα η Παναγιά
το πνεύμα Της να δώσει
στα χέρια Κυρίου Ιησού
ψυχή να παραδώσει.
Καλεί δώδεκ' απόστολους
μα οι έντεκα προλάβαν.
Ο δόλιος άμοιρος Θωμάς
δεν πρόλαβε να πάει.
Τρεις μέρες πέρασαν γοργά
κι όταν εκείνος φτάνει
Εκείνη εξεκίνησε το ουράνιο ταξείδι,
σ' ένα κατάσπρο σύννεφο
φτιαγμένο από λιβάνι.
Κι όπως γλυκά ανέβαινε
Θωμάς την προλαβαίνει
πιάνεται απ το σύννεφο
και μόν' βαριανασαίνει.
Γλυκειά μου εσύ Δέσποινα,
συγχώρα με, εδώ κλαίω
και σε θερμοπαρακαλώ
Δώσε μου κάτι να 'χω..
Να το ‘χω κρυφοφυλαχτό
Σε γλυκοικετεύω…
Και τότε Εκείνη που τα έβλεπε
πάντοτε σαν παιδιά Της
βγάζει την Άγια Ζώνη Της
Και την, του τη‘νε δίνει.

Όλγα Αχειμάστου









Θανάσης Κωσταβάρας ( 1927 - Αθήνα, 19 Οκτωβρίου 2007)

 


Ο Θανάσης Κωσταβάρας (Ανακασιά Βόλου, 1927 - Αθήνα, 19 Οκτωβρίου 2007) ήταν ποιητής και θεατρικός συγγραφέας.

Ο Θανάσης Κωσταβάρας γεννήθηκε το 1927 στην Ανακασιά του Βόλου. Πολέμησε στις τάξεις του ΕΛΑΣ εναντίον των Γερμανών και τραυματίστηκε το 1944. Σπούδασε Οδοντιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1946 και το 1952-1954. Διέκοψε για κάποιο διάστημα τις σπουδές του επειδή εξορίστηκε στη Μακρόνησο. Εργάστηκε ως οδοντίατρος. Το 1953 εμφανίστηκε στη λογοτεχνία με την ποιητική συλλογή «Πρελούντια», την οποία όμως αποκήρυξε αργότερα. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά «Επιθεώρηση Τέχνης», «Αντί», «Λέξη», «Μανδραγόρας». Ήταν ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Εταιρείας Συγγραφέων. Σύζυγός του ήταν η δοκιμιογράφος Αγγελική Κωσταβάρα με την οποία απέκτησαν ένα γιο.

Ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά. Η ποίησή του χαρακτηρίζεται «ποίηση της ήττας» (όπως και η ποίηση των Μανόλη Αναγνωστάκη, Τάσου Λειβαδίτη και άλλων ποιητών της γενιάς αυτής). Ο όρος «ποίηση της ήττας» εισήχθη από τον Βύρωνα Λεοντάρη, σ' ένα κείμενό του, του 1963, με θέμα τα ποιήματα «Ο γυρισμός» του Θ. Κωσταβάρα και «Μαθητεία» του Τίτου Πατρίκιου. Στο κείμενο αυτό έχουν τεθεί ως μότο στίχοι του Κωσταβάρα Προσοχή: ο Λεοντάρης επισημαίνει ότι ως «ποίηση της ήττας» εννοείται η ήττα της ανθρωπότητας και του πολιτισμού και όχι η στρατιωτικοπολιτική ήττα της Αριστεράς. Η συγκεκριμένη ποίηση δεν παραπέμπει σε ηττοπάθεια ή συνθηκολόγηση.
Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τον Κωσταβάρα. Γράφει ο Σάββας Μιχαήλ σε αφιέρωμα του περιοδικού «Μανδραγόρας»: «Η πορεία της ποίησης του Κωσταβάρα μέσα από την ιστορική απόγνωση, είναι μαθητεία αξιοπρέπειας (...) Ο Κωσταβάρας είναι ταπεινός, συχνά ταπεινωμένος, αλλά συγκλονιστικά αξιοπρεπής».
Σε όλο του το έργο ως τη συλλογή «Οι μεταμορφώσεις των κήπων» υπάρχει το συναίσθημα του φόβου το οποίο εκφράζεται σταθερά σ’ όλο του το έργο ως τη συλλογή Οι μεταμορφώσεις των κήπων του 2003: Γράφει:
«Με τον φόβο πάντα πορεύθηκα
με τον φόβο συνεχίζω να διασχίζω τον κόσμο».
Έργα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, πολωνικά, γαλλικά, γερμανικά.
Του απονεμήθηκαν:
το 1983 το Κρατικό Βραβείο Θεάτρου,
το 1987 το 2ο Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή «Τα ερωτικά», αλλά το αποποιήθηκε.

Πέθανε στην Αθήνα στις 19 Οκτωβρίου 2007 και κηδεύτηκε στο νεκροταφείο Χαλανδρίου.

Έργα

Ποίηση
Πρελούντια (1953)
Αναζήτηση (1956)
Αναβίωση (1957)
Έξοδος (1957)
Κοντσέρτο για κυκλάμινα και ορχήστρα ωρών (1958)
Ρωμαίικη σουίτα (1959)
Ο γυρισμός (1963)
Κατάθεση (1965)
Συμπληρώματα (1970)
Ο μουγκός τραγουδιστής (1982, επιλογή ποιημάτων του από τον ίδιο)
Ιστορήματα (1985)
Τα ερωτικά (1986)
Ζώδια (1986)
Ο φόβος του ακροβάτη (1989)
Κήποι στον Παράδεισο (1990)
Στο βάθος του χρώματος (1993)
Το ημερολόγιο της αυριανής εξορίας (1995)
Η μακρινή άγνωστη χώρα (1999)
Οι μεταμορφώσεις των κήπων (2003)
Χαιρετισμοί (2006)

Πεζά
Το ρήγμα (διηγήματα) [1966]
Ο λάκκος (διηγήματα) [1972]

Θεατρικά
Οι ανίκητοι (1959)
Το Φαγκότο ή Το τραγικό τέλος του Νικηφόρου Φωκά και η ηρωική ζωή του Π. Ν. Πάστη (1971)
Τα ιερά και τα όσια (1983 Νοέμβριος, παράσταση από την ΕΤ1)

ΠΟΙΗΜΑΤΑ


ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

Σαν το αγρίμι έζησα.
Στυλώνοντας πάντα τʼ αυτί μου.
Αλλάζοντας πρόσωπο κι όνομα
Ανάμεσα σε τουφέκια, σίδερα και σκοινιά.

Μες σε πηγάδια έριξαν τον ύπνο μου.
Σκυλιά και σύρματα ξέσκισαν το κορμί μου.
Δεν μου άφησαν τίποτα.
Τη σιωπή μου γλίτωσα μόνο.

Σαν το αγρίμι έζησα τη ζωή μου.

Από την «ΚΑΤΑΘΕΣΗ» – 1965


ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ

Σαν το άνθος της βουκαμβίλιας
αέρινο
είναι το χάδι σου.
Και σαν του ροδιού τους σπόρους
αμέτρητα
τα χαρίσματά σου.
Κι όπως του ρυακιού το ανάβρυσμα
έτσι κυλάει η φωνή σου.
Καθώς μου τραγουδάει τα κελαρυστά
ρήματα της Αγάπης.
Μου περιγράφει τα φανταστικά ταξίδια
που μας έχει προγραμματίσει ο Έρωτας.
Τελικά, ένας ανθισμένος κήπος είσαι.
Μια όαση μέσα στην έρημο.
Με τα νερά, τα πουλιά
τα φιλιά και τα χάδια σου.

Από τους «ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΥΣ» – 2006

ΘΑ ʼΡΘΕΙ ΜΙΑ ΜΕΡΑ

Θα ʼρθει μια μέρα που δε θα ξέρω ποιος είμαι.
Δε θα μπορώ να χτίσω ένα λόγο
να ψελλίσω ένα πρόσωπο.
Θα ʼρθει μια μέρα που δε θα ʼμαι μόνο πολύ λυπημένος.
Θα ʼμαι χαμένος σʼ έναν κόσμο ξένο για μένα
θα ʼχω κιόλας απʼ αυτόν ξεχαστεί.
Θα ʼρθει μια μέρα που δε θα ʼχω τίποτε ωραίο να σου χαρίσω.
Θα κλείσω μόνο τα μάτια
Και θα προσπαθήσω να σε δω μʼ έναν τρόπο αλλιώτικο.
Μα ούτε τα ριγηλά σκιρτήματα του κορμιού σου
θα μπορέσω να θυμηθώ
ούτε τα φλογερά μας οράματα
θα είμαι σε θέση να τραγουδήσω.
Κι έτσι όπως ήρθα, ξένος κι απελπισμένος
θα κινήσω να φύγω.
Θα γυρίσω πάλι σε κείνο το σκοτεινό τίποτα
χωρίς να κρατώ τίποτα πάνω μου.
έξω μόνο απʼ τα βαθιά σημάδια που θα ʼχουν αφήσει στο σώμα μου
τα εγκαυστικά φιλιά σου.
Κι απʼ της φωνής σου τα χάδια που είναι χαραγμένα στους στίχους μου.
Μʼ αυτά, μόνο απʼ αυτά
εκεί που θα πάω, ίσως
μπορέσω να με γνωρίσουν.

Από τις «ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΚΗΠΩΝ» – 2003


Η ΜΟΙΡΑ ΜΙΑΣ ΓΕΝΙΑΣ

Η φωνή μας
σαν τα τσαλακωμένα χαρτιά που τα παίρνει ο άνεμος.
Σαν πουλιά σκοτωμένα, φιμωμένοι οι στίχοι μας.

Κι όμως, κάτι κατορθώσαμε κάποτε.
Κάτι πιστέψαμε πως χρωστάμε ακόμα.

Γι’ αυτό, έστω και με κομμένη τη γλώσσα
δίχως μιλιά
δεν σταματάμε
να τραγουδάμε.

Έξω από το τραγούδι, ο άνθρωπος
δεν είναι παρά ένα φοβισμένο αγρίμι.
Μέσα στο τραγούδι η καρδιά του χτυπάει πιο ανθρώπινα.
Ανάβει μυστικά φεγγάρια στα σκοτεινά, στα έρημα βράδια
κρατάει συντροφιά στους ξένους, στους κυνηγημένους
δίνει στους απελπισμένους κουράγιο.

Ας το πούμε μια φορά ακόμα: δίχως Ποίηση
δεν ξέρω αν υπάρχει ελπίδα στον κόσμο.
Πάντως δίχως τραγούδι
δεν υπάρχει Ομορφιά

Από «ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ» – 2007



ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΓΕΥΜΑ ΜΕ ΚΑΛΕΣΜΕΝΟΥΣ ΣΤΟ ΥΠΑΙΘΡΟ


Στρωμένα τραπέζια στη σειρά, με τη λιακάδα στον κήπο.
Άσπρα τραπεζομάντιλα, φαγητά και κρασιά
και φρέσκα λουλούδια στα βάζα.
Και το γραμμόφωνο παίζοντας αποσπάσματα από όπερες.

Ξαφνικά περνάει γρήγορα ένα κοπάδι πουλιά.
Κι ένα μαύρο σάλεμα στον αέρα, σαν προμήνυμα μπόρας.

Κι απʼ το βάθος
φαίνεται να προβαίνει αργά
ο απρόσκλητος επισκέπτης.

Παράξενος άντρας, φορώντας άσπρο κοστούμι ξεχειλωμένο
και το πρόσωπο αθέατο.
Κρυμμένο πίσω απʼ τα φύλλα.

Μοιάζει πάντως κανένας να μην τον γνωρίζει.
Ίσως μόνο ο πατέρας, που τον κοιτάζει μʼ ένα φόβο αόριστο.

Εκείνος τον πλησιάζει και του απλώνει το χέρι.
Σαν να του λέει κιόλα κάτι, σαν να τον καλεί για έναν περίπατο.

Κι όπως, τελείως απρόθυμος, ο πατέρας σηκώνεται
αρχίζουν να πέφτουν οι πρώτες σταγόνες.
Όχι δυνατή όμως βροχή, μια σιγανή ψιχάλα, περίπου αθόρυβη.

Παγερή σιωπή σφραγίζει τώρα τα χείλη.
Από το γραμμόφωνο δεν ακούγεται παρά το ξύσιμο της βελόνας.
Όλος ο κήπος μυρίζει βρεγμένο χώμα, όλοι έχουν πια σηκωθεί.
Μερικοί ανοίγουν ομπρέλες.

Μια λύπη απλώνεται λίγο λίγο πάνω σʼ όλα τα πρόσωπα.

Από το «ΒΑΘΟΣ ΤΟΥ ΧΡΩΜΑΤΟΣ» – 1993


Δέντρο μέσα στο σπίτι

Απερίσπαστος, κάθομαι στο παράθυρο και ρεμβάζω.
Χτυπάει η πόρτα· ανοίγω, μα δεν είναι κανένας.
Ξαφνικά, βλέπω μέσα στο σπίτι ένα πελώριο δέντρο.
Κάτι σαν βαλανιδιά, που μεγαλώνει χωρίς να μ’ αγγίζει.
Απλώνει μόνο τους κλώνους της γύρω μου.
Πάνω, αν και δεν φαίνονται, ακούγονται ένα πλήθος πουλιά.
Σαν να ‘ναι σούρουπο, εγώ όμως νομίζω πως είναι μεσημέρι ακόμα.
Γυρίζω και μπροστά μου στέκει τώρα μια τίγρις.
Όμορφο ζώο, που με τρομάζει, όμως δε χύνεται πάνω μου.
Αντίθετα, μου μιλάει με απροσδόκητη τρυφερότητα.
Μη φοβάσαι, μου λέει, και με πιάνει απ’ το χέρι.
Πάμε να σου δείξω τι είναι ο χρόνος.
Να σου δείξω τι είναι η ελπίδα, τι είναι η αγάπη.
Με παίρνει και πετάμε ψηλά, εγώ δεν βλέπω τίποτα ωστόσο.
Δεν βλέπεις, μου λέει, τους άλλους πάνω στο δέντρο;
Δεν βλέπω τίποτα πάλι, μόνο διαπιστώνω πως δεν είναι η τίγρις κοντά μου.
Είναι ένα τεράστιο ψάρι, με μαύρα λέπια και γυάλινα μάτια
και δίπλα μια κοπέλα, που κάτι μου λέει δίχως ν’ ακούγεται.
Κάτω δεν υπάρχει τώρα ούτε σπίτι, ούτε δέντρο, ούτε φλυαρούν τα πουλιά.
Μόνο σκοτάδι, ένα κρύο σκοτάδι, που σκεπάζει λίγο λίγο τα πάντα.
Και σαν να το βγάζει το ψάρι απ’ το στόμα του.
Καταλαβαίνω πως δεν μπορώ πια να ξεφύγω.
Σαν να ‘μαι παγιδευμένος στα κλαδιά και στα φύλλα του δέντρου.
Πάντως, προλαβαίνω να δω για τελευταία φορά το κορίτσι
έτσι καθώς χειρονομεί και φωνάζει πάντα δίχως ν’ ακούγεται.
Την ώρα ακριβώς που ο Θεός θα πρέπει να ετοιμάζεται να δείξει τα δόντια του.
Κάτι μικρά δόντια σαν γαλβανισμένα καρφιά.
Ενώ τα μάτια παραμένουν πάντα θολά κι ασυγκίνητα.
Θανάσης Κωσταβάρας, Στο βάθος του χρώματος, Νεφέλη, 1993
https://dimartblog.com/

Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/







Ρίτα Μπούμη - Παπά (1906 - 8 Σεπτεμβρίου 1984)


Η Ρίτα Μπούμη γεννήθηκε στη Σύρο. Το 1920 εγκαταστάθηκε στις Συρακούσες της Σικελίας, όπου σπούδασε παιδαγωγική και ειδικεύτηκε στη μέθοδο Montessori . Μετά την επιστροφή της στην Ελλάδα εργάστηκε ως δημοσιογράφος και μεταφράστρια σε περιοδικά όπως η Νέα Εστία, το Νέον Κράτος, η Νέοι ρυθμοί και εφημερίδες όπως η Αλλαγή, η Μάχη, η Αυγή (την περίοδο 1957-1960). Υπήρξε αρχισυντάκτις του περιοδικού Ιόνιος Ανθολογία (από το 1929), εκδότρια των περιοδικών Εφημερίδα των ποιητών (1956-1958) και Κυκλάδες (1930-1932) και διευθύντρια του Ιδρύματος Περιθάλψεως Παιδιού (1930-1933). Το 1936 παντρεύτηκε τον ποιητή Νίκο Παππά, με τον οποίο έζησε στα Τρίκαλα ως το 1940, οπότε εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, όπου έζησαν την υπόλοιπη ζωή τους. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1929 με τη δημοσίευση του ποιήματός της Μικρέ μου αλήτη… στη Νέα Εστία, ενώ σε παιδική ηλικία είχε δημοσιεύσει ποιήματα στη Διάπλαση των Παίδων (1919). Ασχολήθηκε κυρίως με την ποίηση αλλά και με την πεζογραφία, την ταξιδιωτική λογοτεχνία, τη μετάφραση (έργα των Λ.Λέβτσεφ, Σολόχωφ, Μπέκετ, Μπέττι, Ουγκώ και άλλων). Τιμήθηκε με τον Α΄ Έπαινο της Ακαδημίας Αθηνών (1935), το Α’ Βραβείο Εθνικής Αντίστασης (1945), το Διεθνές Βραβείο Συρακουσών (1949), το Βραβείο της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς (1965) καθώς και από το Ρουμανικό κράτος και την Ακαδημία του Βουκουρεστίου. Υπήρξε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Ποιήματά της μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά, ρωσικά, ισπανικά, ουγγρικά, σερβικά, πολωνικά, αλβανικά, πορτογαλικά και άλλες γλώσσες. Η Ρίτα Μπούμη - Παπά τοποθετείται χρονικά στους έλληνες λογοτέχνες της γενιάς του μεσοπολέμου. Η γραφή της χαρακτηρίζεται θεμελιωδώς από τη φυσιολατρεία της, και παρουσιάζει έντονα τα στοιχεία του αισθησιασμού, του λυρισμού αλλά και του πολιτικού και κοινωνικού προβληματισμού, ιδιαίτερα στα μεταπολεμικά έργα της.

Εργογραφία


(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)

Ι.Ποίηση
• Τα τραγούδια στην αγάπη. Αθήνα, Μαυρίδης, 1930.
• Οι σφυγμοί της σιγής μου · Ποιήματα Ρίτας Ν. Μπούμη. Αθήνα, 1935.
• Το πάθος των Σειρήνων. 1938.
• Αθήνα · Δεκέμβρης 1944. Αθήνα, Τα Νέα Βιβλία, 1945.
• Καινούρια χλόη. Αθήνα, Μαυρίδης,1949.
• Ριτόρνο ιν Ορτίτζια. 1949.
• Ο παράνομος λύχνος · Μέρος πρώτο (1940-1945). Αθήνα, Το σπίτι του ποιητή, 1957.
• Το ρόδο της Υπαπαντής. Αθήνα, Το σπίτι του ποιητή, 1960.
• Λαμπρό Φθινόπωρο · Ποιήματα. Αθήνα, Το σπίτι του ποιητή, 1961.
• Ανθοφορία στην έρημο · Ποιήματα. Αθήνα, Κέδρος, 1962.
• Χίλια σκοτωμένα κορίτσια. Αθήνα, Το σπίτι του ποιητή, 1963.
• Δεν υπάρχει άλλη δόξα. Βουκουρέστι, 1964.
• Η σκληρή Αμαζόνα· Ποιήματα. Αθήνα, Μέλισσα, 1964.
• Η μαγική φλογέρα · Ποιήματα. Αθήνα, Δωρικός, 1965.
• Σκιούμα· Ποιήματα. Αθήνα, Δωρικός, 1965.
• Φως ιλαρόν. Αθήνα, Δωρικός, 1966.
• Το παραμύθι της μαγικής φλογέρας· Ζωγραφιές Σοφίας Φόρτωμα. Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1996.
• Μόργκαν - Ιωάννης · Ο γυάλινος πρίγκηπας και οι μεταμορφώσεις του · Ποιητική σύνθεση (1967-1971). Αθήνα, Καρανάσης,1976.
• Λαμπρό φθινόπωρο. Αθήνα, Καρανάσης, 1982.
• Η σκληρή αμαζόνα. Αθήνα, Καρανάσης, 1982.
ΙΙ.Πεζογραφία
• Όταν πεινούσαμε και πολεμούσαμε · Διηγήματα (1941-1945). Αθήνα, Τύμβη, 1975.
• Η Χρυσώ. Αθήνα, Καρανάσης, 1984.
ΙΙΙ.Μεταφράσεις
• Ρέντζο Μπιαζόν, Στρατιά ‘Σ’ αγκαπώ’ · Μετάφραση Ρίτας Μπούμη – Παπά. Αθήνα, Μέλισσα, 1954.
• Μιχαήλ Αλεξαντρόβιτς Σολόχωφ, Ο ήρεμος Ντόν · Μετάφραση Ρίτας Μπούμη – Παπά. Αθήνα, Γιαννούλης, 1956.
• Μ.Εμινέσκου, Ποιήματα. 1963.
• Τζ.Καρντούτσι, Ποιήματα. 1970.
ΙV. Ταξιδιωτική λογοτεχνία
• Στη χώρα του Γκαίτε και του Σίλλερ.
V. Επιμέλειες εκδόσεων - Μελέτες
• Παγκόσμια ανθολογία ποιήσεως (σε συνεργασία με το Νίκο Παππά). 1952.
• Το βιβλίο των σοφών. 1969.
• Ο μαύρος αδελφός· Παγκόσμια ανθολογία νέγρικης ποίησης. Αθήνα, Τύμφη, 1973.
• Νέα παγκόσμια ανθολογία ποιήσεως (σε συνεργασία με το Νίκο Παππά). 1976.
• Πάμπλο Νερούντα, Η συνείδηση της Λατινικής Αμερικής. Αθήνα, Αθήνα, Ιωλκός, 1977.
• Εντουάρντο ντε Φίλιππο, Φιλουμένα Μαρτουράνο· Δραματική κωμωδία σε πράξεις τρεις. Αθήνα, Δωδώνη, 1979.
• Μελέτες για την ποίηση. Αθήνα, Σύγχρονη εποχή, ;
IV. Συγκεντρωτικές εκδόσεις
• Άπαντα Ι. Αθήνα, Καρανάσης, 1981.
• Άπαντα ΙΙΙ. Αθήνα, Καρανάσης, 1981.
• Άπαντα ΙV. Αθήνα, Καρανάσης, 1982.
• Άπαντα V. Αθήνα, Καρανάσης, 1982.
• Άπαντα ΙΙ. Αθήνα, Καρανάσης, 1983.

http://www.ekebi.gr/

ΠΟΙΗΜΑΤΑ 

H μοίρα μας

Πόσοι μας αγνοούν, Θεέ μου,
Από τα μακρινά τʼ αστέρια σου
Μέχρι τον ένοικο του πλαϊνού σπιτιού…

Πόσοι δεν ξέρουν πως τους αγαπούμε
Πόσοι δεν ξέρουνε πως χτίζουμε γιʼ αυτούς
Για τα παιδιά τους
Για τα εγγόνια τους

Πόσοι δεν ξέρουνε την αυταπάρνηση μας
Τη μοναξιά μας
Πόσοι κοιμούνται δίχως να μας πουν καληνύχτα
Όταν γιʼ αυτούς ξενυχτούμε σʼ ένα τραπέζι με μια λάμπα

Πόσοι δεν νιώθουνε το χάδι μας σαν να τους τυλίγει
Πόσοι θαρρούν πως είμαστε φαντάσματα, βρυκόλακες
Όταν μπροστά στη ρέμβη τους περνούμε ως ίσκιοι
Πόσοι δεν μας υποψιάζονται καθόλου

Πόσοι δεν μας προσέχουν
Πόσοι δεν μας ακούνε νʼ αλαλάζουμε στην έρημο
Πόσοι στο δρόμο μας προσπερνούν ανίδεοι
Μη ξέροντας πως είμαστε η ψίχα της καρδιάς τους

Πόσοι, Θεέ μας, μας περιγελούν
Που περπατούμε ανάλαφροι κι αφηρημένοι
Πόσοι ξαφνιάζονται
Πόσοι ακόμα και τρομάζουν
Γιατί περνώντας τους χαμογελούμε.



O θαλασσοπόρος

Έχω ένα καράβι, τόσο, με πανιά,
θάλασσες αφήνει, θάλασσες περνά.

Άφωνος στον κίνδυνο και θαλασσομάχος,
ταξιδεύω σχίζοντας πέλαγα μονάχος.

Στου περιβολιού μας τη δεξαμενή
τα νερά τους σμίγουν πέντε ωκεανοί!

Γύρω περιμένουν στις ακτές οι κάβοι
δίπλα τους νʼ αράξει τʼ άσπρο μου καράβι.

Στην Ινδία, στο Βόλγα, στο Μισσισσιππή
τρέχει το καράβι μου, πάει σαν αστραπή.

Το φεγγάρι μέσα απʼ το πυκνό πλατάνι
στα ταξίδια του όλα συντροφιά μού κάνει.

Προς τα πολυτρίχια, λίγο παρακεί,
το τιμόνι αν στρίψω, νά κι η Αφρική.

Πίσω απʼ του κισσού μας τη χλωρή κουρτίνα,
έγια μόλα, βάζω πλώρη για την Κίνα.

Το Σουέζ, την Πόλη και τον Παναμά,
ώς να με φωνάξει για φαΐ η μαμά.

Καθισμένος πλάι σε μια γλάστρα δυόσμο
δέκα χρόνων πλοίαρχος, γνώρισα τον κόσμο!
Πως άνθισαν απόψε τα φιλιά μου
Πώς άνθισαν απόψε τα φιλιά μου
Κʼ έγιναν τα ξερά μου χείλια κήποι
Και στα νεκρά σκίρτησαν σωθικά μου
Παλιοί λησμονημένοι κάποιοι χτύποι;

Ανέστη, Θέ μου, ο πόθος του έρωτα του,
Που ο χωρισμός τον νέκρωσε κι η λύπη
Απόψε μες στην άρρωστη καρδιά μου
Που ο πόνος κι ο καημός δεν απολείπει!

Λουλούδια ευωδιαστά γίναν οι πόνοι
Και το σφιχτό μου στόμα αχνά γελάει
Θαρρώντας πως η αγάπη το σιμώνει….

Πιο γρήγορα το στήθος μου χτυπάει
Από μια σκέψη που έκανα και μόνη
Που πέρασε σα σύννεφο και πάει…

Υπόγειο

Τους ήλιους δεν εμέτρησες
που σε ζητήσαν τόσα χρόνια
πού ‘σαι γυναίκα
με τα γαλάζια τσίνορα

Σ’ έκρυψε στο φουστάνι της
η μαραμένη κοπέλα
πέντε χειμώνες σ’ έθαψαν
σε χιόνι λασπερό

Μεγάλη νυχτερίδα τρέφεται
απ’ τη νιότη σου
γι’ αυτό νωρίς βραδιάζει
πριν χορτάσεις
το μεσημέρι καίει
στα ψηλά τα δώματα
το κύμα του ξανθό
λούζει τους δρόμους

Πεθαίνεις με τους ποιητές
κάθε ηλιοβασίλεμα
τα χέρια σου μυρίζουν
απ’ τα μαλλιά τους
χτυπάει η καμπάνα
που δεν πιστεύεις πια
σε ξένη αυλή συνομιλείς
με το φεγγάρι

Σου ‘φερε ο Μυλόζ
φέτος την άνοιξη
την πείνα σου ποιος άλλος μπορούσε να νοιαστεί
φουρτούνιασε τη γειτονιά
το φιλντισένιο αμάξι του
γίνου όμορφη, γίνου όμορφη,
στα περιβόλια θα σε δείξει

Έχεις ένα χαμόγελο
από μαργαριτάρια
ψαράδες Σικελοί
στο ταίριαξαν να το φοράς
ψάξε και βρες το
πριν σε κλείσει η νύχτα
σ’ ένα υπόγειο βαθύτερο
από τούτο



Φως ιλαρόν

Φως ιλαρόν
Είσαι το μόνο φως που ορίζω
Σε πύργο σε κρατώ στημένο
Στον άνεμο
Σʼ αβράδυαστη μέρα σʼ αιχμαλωτίζω
Μαργαριτάρια σου χαρίζω
Περίπατους γλυκούς
Σʼ ουρανούς δίχως σύνορα.

Πριν από σένα
Είχαν δει την καρδιά μου οι γλάροι
Να ναυαγεί
Σκεπασμένη με φύκια.

Τώρα χτυπάς εσύ το τζάμι μου
Κι οι γούνες της θάλασσας
Τυλίγουν το ρίγος μου
Νύχτες έναστρες ξεκολλούν
απʼ το χρόνο
φωτιές από ουράνια τόξα
καίνε στο τζάκι μου
ξημερώνει
και δεν διαλύονται τα φαντάσματα
που χτίζουν στον ύπνο μου
παλάτια στην άμμο.
Φως ιλαρόν
Όποια χώρα επισκεφθείς λέγεται
Ελπίδα
Όποια γη πατήσεις καλπάζει
Στη χαίτη του ιλίγγου
Στην έκσταση

Σ΄όποιο προσκέφαλο κοιμηθείς
Με σπαθί λυγερό από μαρτιάτικο μίσχο
Το σφάζεις
Το γεμίζεις όνειρα.

Λαμπάδα από ανόθευτο κερί
Στα σκοτάδια
Φέξε απʼ τα ύψη τους νόμους
Μιας νέας θρησκείας
Αναίμακτης
Το υλικό
Για το μέγα ναό της ειρήνης
Που αιώνες ονειρεύονται
Τʼ ανθρώπινα ποίμνια.

Δείξε σʼ όσους δεν πίνουν
Άλλο κρασί απʼ το αίμα
Και το κίτρινο μέταλλο έχουν θεό
Τις διαστάσεις του χρόνου
Στο χώρο που εσύ μόνο βαδίζεις
Το μόριο της παρουσίας τους
Στο απέραντο σύμπαν
Το μαστό τον αστείρευτο
Της αγάπης το γάλα.

Εξήγησε τους πόσο απύθμενη είναι
Η άβυσσος
Πόσο έχουνε κιόλας
Στο χείλος της πλησιάσει
Με το πνεύμα δεμένο
Στων πολέμων τʼ αμάξια

Πόση οργή ηφαιστείων κλείνει
Η ξέχειλη καρδιά των ταπεινών
Που δεν είδαν ποτέ τους
Ψωμί και βιβλίο

Και γράψε στο μαύρο βελούδο
Του άπειρου
Με πύρινα γράμματα
Πως η νίκη θα ʽναι του Ανθρώπου.

Φως ιλαρόν
Εσύ, εγώ και το τραγούδι
Τρέχομε ακόμα μαζί

Διανύομε αποστάσεις μέσα σε στιγμές
Εισδύοντας σε κύκλους πύρινους
Για να καούμε
Μα, απʼ τη δοκιμασία
Βγαίνομε πιο άλκιμοι
Και πιο λαμπροί.

Δεν ξέρω αν ήταν εποχή που είμαστε
Άγνωστοι
Εσύ, εγώ και το τραγούδι
Τώρα αναζητιόμαστε κι οι τρεις
Απεγνωσμένα
Η επαφή μας κάνει τα δέντρα
Να τινάζονται
Δίχως πνοή ανέμου
Λέξεις βελούδινες ανθούν στʼ αυτιά
Με ματωμένους μίσχους
Κι ένας λαβύρινθος μας παρασύρει
Στα ενδότερα του.

Κι αυτόν όμως τον κίνδυνο τον αψηφούμε
-γιατί τώρα το νήμα δεν υπάρχει
κι η Αριάδνη ήταν μύθος-
πάνω στο άσπρο προσκέφαλο του δειλινού
κωφεύομε
στη μυστική επίκληση της φρόνησης
είμαστε έτοιμοι για το πήδημα
του θανάτου
για την πάλη της αγάπης
εναντίον όλων
για την ελπίδα που τρέμει
και ζητά να ζήσει
μες στα ερείπια και στις στάχτες
για την απόφαση
να συγκολλήσουμε τρίμμα με τρίμμα
όλα τα θρύψαλλα
σʼ έναν καθρέφτη γαλανό
με χλοερές ανταύγειες
και δάφνες άκοπες στις όχθες
να ιδούμε ακόμα μια φορά
ολάνθιστο το πρόσωπο μας.
http://www.poiein.gr/

ΑΝ ΒΓΩ ΠΕΡΙΠΑΤΟ ΜΕ ΤΙΣ ΝΕΚΡΕΣ ΜΟΥ ΦΙΛΕΣ

Αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες

Αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες
θα πλημμυρίσει η πόλη με βουβά κορίτσια
ο αέρας με στυφή ευωδιά θανάτου
τα φρούρια θα σηκώσουν άσπρες σημαίες
τα οχήματα θα σταματήσουν –
αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες.

Αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες
θα δείτε χίλια κορίτσια με τρυπημένα στήθη
ακάλυπτα, να σας φωνάζουν
«γιατί μας στείλατε έτσι νωρίς να κοιμηθούμε
σε τόσο χιόνι, αχτένιστες, κλαμένες;» –
αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες.

Αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες
θα ιδούν κατάπληκτα τα πλήθη
πως φάλαγγα πιο ανάλαφρη δεν πάτησε τη γη
πως λιτανεία πιο ιερή δεν έχει παρελάσει
ανάσταση πιο ένδοξη και ματωμένη –
αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες.

Αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες
γαμήλιο άνθος η πανσέληνος θα υψωθεί να τις στολίσει
μέσα στα κούφια μάτια τους θα κλαίνε ορχήστρες
οι μπούκλες τους, οι επίδεσμοι θα κυματίζουν
ω τότε, πολλοί από τύψεις θα πεθάνουν –
αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες.
Από τη συλλογή Χίλια σκοτωμένα κορίτσια (1963)


Πλάσματα αϋπνίας

Από πού αναδύεστε
πρόσωπα, πρόσωπα, πρόσωπα
πίσω ακριβώς από το φράγμα του ύπνου
όταν απλώνω τα χέρια να πιαστώ
στην κόχη ενός ουρανοξύστη
στο παραπέτο μιας γέφυρας
στο χείλος μιας αβύσσου
με τον κίνδυνο στην καρδιά μου
το κενό κάτω απ’ τις φτέρνες μου.
Από πού αναδύεστε τόσες μάσκες
με κινηματογραφική διάταξη
στη σκοτεινή κρεβατοκάμαρα
όταν ο υπερβολικός κόπος της μέρας
των νεύρων η ένταση
ο πανικός της ψυχής
φυγαδεύουν τον ύπνο;

Πρόσωπα γνωστά και όμως άγνωστα
πού σας έχω γνωρίσει;
Σε ποια εποχή συμβαδίσαμε σε πορείες;
Δε θυμάμαι είτε δε βλέπω με την ίδια όραση
παλιά και καινούργια πρόσωπα, δάσος,
εωσφορικά, πονεμένα, αγγελικά, θεία
καταδικαστικές στυγνές γκριμάτσες
τρυφερά παιδικά χαμόγελα
πεθαμένα από σαράντα χρόνια
της αδελφής μου το φιλντισένιο προφίλ
του πατέρα το σκεπτικό πρόσωπο
γεμάτο πόθο να με αναγνωρίσει
της πρώτης μου δασκάλας το γυμνό κρανίο
που θέλει και τώρα να μου δείξει το σωστό δρόμο
πρόσωπα, πρόσωπα, πρόσωπα
με κοιτούν, μ’ ερευνούν, μ’ εξετάζουν
με ψηλαφίζουν τα δύσπιστα βλέμματά τους
γουρλωμένα τα μάτια τους αμφιβάλλουν
Εσύ;…
Ένα πρόσωπο σαρκάζει
άλλο κλαίει πικρά γιατί γέρασα
άλλο με φτύνει με αηδία
άλλο μ’ επιδοκιμάζει με μορφασμούς
άλλο καγχάζει δίχως ν’ ακούγεται
άλλο μου γνέφει να βιαστώ
κι όλα μ’ εκλιπαρούν
να μη στρίψω το διακόπτη
να μην ανάψω ένα σπίρτο
τα σκοτώνει ένα προς ένα
το φως.

Πούθ’ έρχεστε κάθε άυπνη νύχτα
πώς μπαίνετε πλήθος στην κάμαρά μου
δίχως τον παραμικρό θόρυβο
δίχως να τρίξει η πόρτα
πλάσματα που πεθαίνετε την αυγή;
Από τη συλλογή Λαμπρό φθινόπωρο (1961)


Όνειρο

Είχε προηγηθεί μια σιωπή
ίδια με κείνη που απλώνεται
λίγες στιγμές προτού χιονίσει.
Και ξαφνικά
σάλπιγγες, σάλπιγγες
έφιπποι κήρυκες
και πλήθη.
Και πάλι σιωπή.
Θα έλεγε κανείς πως αναγγέλλονταν
η άφιξη ηγεμόνα
από τις πύλες. Όχι.
Στον ουρανό ένα ποίημα
ξετυλιγόταν σε περγαμηνή
κι όλο κατέβαινε κατέβαινε
πάνω απ’ τα πλήθη.
Και η μεμβράνη του χαρτιού όλο και άπλωνε
μέχρι που έγινε πελώρια σαν χώρα.
Τότε τα ιδεογράμματα των τελευταίων στίχων
αρχίσανε να στάζουνε και να κυλούν σαν δάκρυα
πάνω σε μυριάδες ανοιχτές παλάμες
σε χείλη, σε ώμους, σε μαλλιά
που δίψαγαν να κοινωνήσουν…
Από τη συλλογή Ανθοφορία στην έρημο (1962)