ΣΠΗΛΑΙΑ (ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ - ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΣΠΗΛΑΙΑ - ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΣΠΗΛΑΙΩΝ)

 


Σπήλαιο Φράγχθι

Το σπήλαιο Φράγχθι, στη βόρεια ακτή του κόλπου της Κοιλάδας Ερμιονίδας στην Πελοπόννησο είναι μία από τις σπουδαιότερες προϊστορικές θέσεις του Ελληνικού χώρου, ένα από τα σημαντικότερα σπήλαια της Ευρώπης και σίγουρα της Ανατολικής Μεσογείου. Πιθανόν πρώτα να κατοικήθηκε από τον άνθρωπο του Νεάντερταλ, κατά την περίοδο 40.000 χρόνια π.Χ., αλλά σίγουρα από τον Homo sapiens την περίοδο μετά από το 30.000 π.Χ.
Μέχρι σήμερα έχουν διερευνηθεί μέσω των ανασκαφών 25.000 χρόνια και υπάρχουν ενδείξεις ότι το σπήλαιο κατοικούνταν συνεχώς από το 20.000 μέχρι το 3.000 π.Χ. όταν και γκρεμίστηκε. Το σπήλαιο είναι από τις ελάχιστες θέσεις στο ελλαδικό χώρο, όπου έχουν βρεθεί ευρήματα που να δικαιολογούν τη συνεχή παρουσία ζωής επί 250 αιώνες! 

Οδυσσέας Ελύτης -   Το Μονόγραμμα 


Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ’ άλλους καιρούς

Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ’ ακούς
Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς
Μες στη μέση της θάλασσας
Από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ’ ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει – ακούς;

Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει – ακούς;
Είμ’ εγώ που φωνάζω κι είμ’ εγώ που κλαίω, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς.

Σπήλαιο Λιμνών

Το πανέμορφο σπήλαιο Λιμνών βρίσκεται κοντά στο χωριό Καστριά της Αχαΐας, 16,5 χλμ. από τα Καλάβρυτα, στον ορεινό όγκο του Χελμού, σε υψόμετρο 800 μ. περίπου. Το αξιοποιημένο μήκος του σπηλαίου ανέρχεται σε 500 μ., ενώ το συνολικό μήκος του είναι 2 χλμ. περίπου.
Εκτός από τις μυστηριώδεις στοές,τους λαβυρινθώδεις διαδρόμους και τους σταλακτικούς σχηματισμούς, το σπήλαιο έχει κάτι που δεν υπάρχει σε άλλα γνωστά σπήλαια.
Στο εσωτερικό του υπάρχουν 13 αλλεπάλληλες κλιμακωτές -και μάλιστα σε τρία διαφορετικά επίπεδα- λίμνες, που το καθιστούν μοναδικό στο είδος του στον κόσμο.


Ελένη Ηλιοπούλου-Ζαχαροπουλου


Οἱ σταλακτῖτες τῶν καιρῶν
πληθαίνουν στά ὑπόγεια σπήλαια˙

στενεύουν τά περάσματα.

Μέ τά βαριά μου ἐνδύματα
ἀσθμαίνω στίς διαβάσεις…

(Ὑφαίνοντας Ἄνεμο, 2004, 2008)



Σπήλαιο Περάματος

Ένα από τα πιο ξακουστά σπήλαια της Ελλάδα, μόλις 5χλμ, από τα Ιωάννινα ανακαλύφθηκε κατά τύχη το 1940!
Ένα ασβεστολιθικό υπόγειο 14.800τ.μ, που αποτελείται από πολλές διαδοχικές αίθουσες και διαδρόμους στολισμένους με πάνω από 19 είδη σταλακτιτών, σταλαγμιτών και άλλων σπηλαιολογικών ευρημάτων, που όλα μαζί μοιάζουν με ένα υπαίθριο μουσείο γλυπτικής!
Καταλαμβάνει έκταση 14.800 τ.μ. και η τουριστική διαδρομή είναι συνολικά 1.100 μέτρα.
Tip: Το 1956 βρέθηκαν απολιθωμένα δόντια και οστά της αρκούδας των σπηλαίων.

Ανδρέας Κάλβος -Τα ηφαίστεια

λθ'

Κανάρη! — και τα σπήλαια
της γης εβόουν:
 Κανάρη.—
Και των αιώνων τα όργανα
ίσως θέλει αντηχήσουν
πάντα: Κανάρη!


Σπήλαιο των Πετραλώνων

Το Σπήλαιο των Πετραλώνων αποτελεί ένα από τα πιο εντυπωσιακά σπήλαια στην Ευρώπη. Τα ευρήματα που έχουν ανακαλυφθεί στο εσωτερικό του αποκαλύπτουν ότι η Χαλκιδική κατοικείται ήδη από την παλαιολιθική εποχή. Ανάμεσα σε αυτά ξεχωρίζει βέβαια το κρανίο του Αρχανθρώπου, το οποίο σύμφωνα με την επικρατέστερη θεωρία υπολογίζεται ότι είναι 700.000 χρόνων. Με άλλα λόγια, ο αρχάνθρωπος είναι ο αρχαιότερος Ευρωπαίος! Επισκεφτείτε το σπήλαιο και θαυμάστε το δαιδαλώδες περίτεχνο με σταλακτίτες και σταλαγμίτες τοπίο αλλά και το μουσείο όπου εκτίθεται μεγάλος αριθμός απολιθωμένων οστών διαφόρων θηλαστικών.https://www.travelstyle.gr/


Νίκος Καρούζος – Χριστούγεννα του σταλαγμίτη

Μια μέρα γεννήθηκε στη μακρινή Βηθλεέμ ο έρωτας
στην κοιλιά του καρπού λησμονημένος
και του έδωσαν το όνομα Καρπός
όλα τ’ άστρα των παιδιών αγαπημένων
με τους άνεμους όταν λευκάζουν το χειμώνα.

Εγώ ήμουνα εκείνο τον καιρό στην πέτρα
οι καμπάνες οδηγούσαν από χαλκό μεγάλο
ένα τραγούδι νοσταλγίας αιχμάλωτης…

Εντούτοις άκουσα το σπήλαιο
κι ανεβαίνοντας
σ’ ένα βαθύ άλογο πήγαινα σ’ αυτό
κρατώντας ευωδιαστή φασκομηλιά προς τη θέρμη
του βρεφικού δέρματος όνομα βαθύ και ανάερο.

Δεν έβρισκε λαλιά ο πλατύς ελαιώνας για να φωνάξει
κι ο θάνατος έφευγε στ’ αστέρια
μονάχα το άστρο νικούσε το πλήθος που είναι τ’ αστέρια
λάμποντας το Ένα.

Ο θεός έκραζε τη λαλιά:
Δίδαξέ με
στο άστρο στρεφόμενος, είπε,
και τα μαρτύρια γεννήθηκαν απάνω απ’ τις λάμψεις
χαρίζοντας ηρεμία στην έμψυχη κλίμακα.

Μια γυναίκα λευκή
αποθέωνε τον άντρα ψηλά στον αέρα μοβ
η αδαμική χάρη σε κάθε σώμα γνωρίζει τον τρόμο, είπε,
κ’ η χρονιά ζύγωσε στην καρδιά μου με χιόνι θαμμένη.

Μοιράζεται τη θλίψη με τις πέτρες
μοιράζεται με τη βροχή
ο ταπεινός μοιράζεται τη θλίψη
με τον ήλιο, πάλιν είπε,
και βλέπει τις ρίζες της φλόγας όπως ανεβαίνει
πιάνει τις ρίζες αυτές ανάμεσα
στο ξύλο
στους τρυγμούς ανάμεσα στις γαλάζιες φάσεις.

Ιδού λοιπόν ο χρόνος είναι χιόνι
δεν είναι ρολόγι –
και κρατούσε το θήλυ πότε τα φεγγιστά νερά
πότε μαύρες πέτρες της Δήλου.

Σαν είδα το σπήλαιο
συγκρατήθηκα στην πρώτη φλέβα του βράχου μας
ενώ με κάλεσε το ακέραιο γαϊδούρι κινώντας
και τα δυο του χέρια
μα όμως ευγένεια φανερώνοντας ήρθε και το βόδι
πειθήνιο στον ήλιο της νύχτας
για να δω το δοκιμασμένο χρυσάφι.

Κι αντίκρισα το χρυσάφι
καθώς ένα φτωχαδάκι του τόπου μας
ήτανε το βρέφος στη μητρική βύθιση
ολομόναχο με τ’ άστρα.

Ώσπου χάραξε…
Στο σπήλαιο – μιας ηλικίας χαμένης – δεν υπήρχαν
ειμή μόνο σταλακτίτες
που κρέμονταν δεν υπήρχαν
ειμή μόνο σταλαγμίτες ανυψούμενοι.

Εγώ ο σταλαγμίτης
ολοένα
πλησιάζω το σταλαχτίτη που με κράζει απεγνωσμένα
για να εγγίσουν κάποτε τα στάγματα
τη μεγάλη ένωση…

Νίκος Καρούζος
«Ποιήματα» (1961)

Σπήλαιο Βλυχάδα Διρού


Το Σπήλαιο Βλυχάδα Διρού βρίσκεται στα δυτικά παράλια της χερσονήσου της Λακωνίας και θεωρείται ένα από τα ωραιότερα σπήλαια στον κόσμο.
Η ύπαρξή του ήταν γνωστή από το 1900, χωρίς κανείς όμως να γνωρίζει, μέχρι το 1949, πόσο θαυμάσιο ήταν το εσωτερικό του. Οι ιδρυτές της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας Γιάννης και Άννα Πετροχείλου ήταν εκείνοι που το εξερεύνησαν συστηματικά κι έτσι σήμερα το γνωστό μήκος του σπηλαίου υπερβαίνει τα 15 χιλιόμετρα. Η πρώτη υποβρύχια εξερεύνηση έγινε το 1970 και το βάθος του σπηλαίου φτάνει σε κάποιο σημείο και τα 100 μέτρα.
Η «γέννηση» του σπηλαίου τοποθετείται πριν από εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια. Η φυσική του είσοδος έχει διάμετρο μόλις μισού μέτρου και βρίσκεται πολύ κοντά στην επιφάνεια της θάλασσας.
Η εμπειρία της ξενάγησης με βάρκα ανάμεσα από σταλακτίτες και σταλαγμίτες προκαλεί δέος και μένει αξέχαστη.


Μιχάλης Κατσαρός : Με ποιον με ποιον να μιλήσω;

ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ
ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΑΝ ΝΕΟΙ

Αφιερωμένο στον νέο ποιητή Χρίστο Ρουμελιωτάκη ετών 18,
που δημοσίεψε προ μηνός τα πρώτα του ποιήματα
στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης»

Οι ποιητές κλειστήκανε στο σπήλαιό τους
δε βγαίνουν
φοβούνται
δεν παραδίδουν τίποτα—

Με ποιον με ποιον να μιλήσω;

Κρατά γερά το μυστικό ο Παπαδίτσας
παίζει
βγαίνει απ’ το παράθυρο σαν το πουλί
βρέχεται ξαναμπαίνει—

Με ποιον λοιπόν να μιλήσω;
Ο Σαχτούρης μαζεύει με ένα φακό τις λέξεις του
ταχτοποιεί σε δέντρα τα συμβάντα
χτυπάει μετά τη χορδή του
ξαφνιάζεται σαν το μικρό παιδί—
Με ποιον λοιπόν να μιλήσω;
Χάθηκε ο Αναγνωστάκης στο Βορρά
ούτε ένα θρήνο νέο
λες και να πέθανε τώρα αλήθεια
ούτε ένα Χάρη δεν κλαίει ούτε τον ήλιο.

Με ποιον λοιπόν να μιλήσω;
Σκοτεινός περιφέρεται ο Σινόπουλος
με τους νεκρούς νεκρός δειπνεί
τρέχει μονάχος σε υπόγεια με πυρσούς
φανούς και σπίρτα.

Με ποιον με ποιον να μιλήσω.
Ο Δούκαρης ένας πιστός του εαυτού του
έτοιμος για σφαγή ο Καρούζος
χτυπάει το άδειο γκογκ η Ελένη Βακαλό—
Κανείς δεν αποκρίνεται.

Με ποιον με ποιον θα μιλήσω;
Κανέναν άλλο δε θυμάμαι πια
παρά στ’ αυτιά μου ακούω τις φωνές
του Χριστοδούλου
μ’ ένα φανάρι τριγυρνά σ’ άγνωστους διαδρόμους
κραυγάζοντας σαν το σκυλί το πληγωμένο.
Ιάσονα θρηνείς Δεπούντη — μόνος;
Νίκο Φωκά ψάχνεις σε «ακροπωλεία» ακόμη;
Γιώργο μου Γαβαλά πού είσαι;
Αχ Σαραντή το έδωσες το αίμα;
Νίκο Βρανά μη με κοιτάς
μ’ αυτό το κρύο μάτι
είμαι εδώ κοντά σου — μόνος.

Με ποιον με ποιον να μιλήσω;
Και σεις ποιητές όλοι εσείς μονάχοι
τί γίνατε; Ποιος άνεμος σας έδιωξε σας πήρε;
Τώρα που σας καλώ όλους εδώ —
θυμάστε αλήθεια θυμάστε
τα καφενεία τα πεζοδρόμια τα μυδράλια
τα δωμάτια με τα χρυσά πουλιά
θυμάστε
κείνο το βράδυ που μιλούσαμε
θυμάστε;
Ο ποιητής ο Λίκος ήταν άγνωστος
και παραμένει.

Μ ι χ ά λ η ς Κ α τ σ α ρ ό ς (1920-1998)
Περ. Αθηναϊκά Γράμματα, τ. 8, Φεβρουάριος 1958.


Λιμνοσπήλαιο της Μελισσάνης

Η Λίµνη Μελισσάνης (Σπήλαιο) στην Κεφαλονιά, μπορεί να µην είναι η λίµνη µε τη χαρακτηριστική έννοια του όρου καθώς ουσιαστικά πρόκειται για λιµνοσπήλαιο αλλά συµπεριλαµβάνεται στις 5 πιο εντυπωσιακές λίµνες του κόσµου!

Περιτριγυρισµένο από πυκνό δάσος, το βαραθρώδες λιµνοσπήλαιο της Μελισσάνης µε τη µεθυστική αίσθηση που το περιβάλλει βρίσκεται σε απόσταση 2 χλµ. βορειοδυτικά της Σάµης στην Κεφαλονιά. Στις ανασκαφές του 1962, ανακαλύφθηκαν αρκετές λάµπες λαδιού, πιάτα και φιγούρες που απεικόνιζαν το θεό Πάνα και πολλές νύµφες. Ο µύθος λέει ότι το σπήλαιο της Μελισσάνης ήταν το ακριβές σηµείο όπου µία από αυτές τις Νύµφες, η Μελισσάνθη (ή Μελισσάνη), πνίγηκε αφού απορρίφθηκε από το θεό Πάνα.
Η φυσική είσοδος του σπηλαίου είναι κατακόρυφη και δηµιουργήθηκε από την πτώση ενός τµήµατος της οροφής ενώ υπάρχει και τεχνητή είσοδος µε σκαλοπάτια και ένα µακρύ υπόγειο διάδροµο που επιτρέπει την επίσκεψη στο σπήλαιο. Η λίµνη βρίσκεται 20 µ. κάτω από το έδαφος και το βάθος των νερών της κυµαίνεται από 10 µ. έως 30 µ.
Σταλακτίτες µε περίεργα σχήµατα στολίζουν το µεγαλύτερο τµήµα του σπηλαίου των Νυµφών µε τα όµορφα νερά που έχουν µεταβαλλόµενες αποχρώσεις του µπλε, καθώς ο ήλιος δύει, µελί τοιχώµατα και αµέτρητους σταλακτίτες που θα σας κόψουν την ανάσα και θα σας ταξιδέψουν σε έναν άλλο, µυθικό και µαγικό κόσµο. Οι δύο θάλαµοί του, ένας ηλιοφώτιστος και ο άλλος σκοτεινός και δυσοίωνος καλυµµένος µε σταλαγµίτες, φύκια και βρύα, δηµιουργούν µια µοναδική και αξέχαστη εικόνα.


Χλόη Κουτσουμπέλη - 
Η μόνη γη 

Ήθελα κάποτε να σου γράψω ένα γράμμα, δεν γνώριζα όμως τα ιερογλυφικά.
Ήθελα κάποτε να συναντηθούμε, μια άλλοτε αργούσες εσύ έναν αιώνα, άλλοτε εγώ ερχόμουν μια χιλιετία πιο νωρίς.
Όταν εσύ άφηνες στο σπήλαιο αποτύπωμα παλάμης, το δικό μου χέρι μίκραινε απότομα.
Όταν εσύ ζωγράφιζες τον βίσονα, εγώ φοβόμουνα τους ταύρους.
Όταν καταποντιζόταν η Θήρα, εγώ συμμετείχα στην πομπή της Άνοιξης.
Όταν καιγόταν η Ρώμη, εγώ κατοικούσα στην Πομπηία.
Όταν σε κατασπάραζε η Αγαύη, εγώ γλεντούσα με τον Διόνυσο.
Όταν πολεμούσες στα χαρακώματα, εγώ ήμουν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Όταν βομβάρδιζαν τη χώρα σου, εγώ πήγαινα εκδρομή στις Άλπεις.
Όταν εσύ έμπαινες σε κάποιο τρένο στη Ζυρίχη, εγώ πετούσα για το Άμστερνταμ.
Σε όλες τις εποχές δεν βρέθηκε ποτέ χώρος για μας.
Μα ποιοι άνθρωποι άραγε ποτέ τους συναντιούνται;
Άλλωστε κάπως πρέπει να δικαιολογεί την ύπαρξή της και η ποίηση.

Η μόνη γη όπου οι ψυχές συμπίπτουν.

Χλόη Κουτσουμπέλη
Από τη συλλογή Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον (2021)


Σπήλαιο της Δρογκαράτης

Αυτό το θαύμα της φύσης, το οποίο οι σπηλαιολόγοι υπολογίζουν ότι είναι 150 εκατ. ετών, ανακαλύφθηκε μόλις πριν από 300 χρόνια, όταν ένας ισχυρός σεισμός στα Χαλιωτάτα της Κεφαλονιάς, κοντά στη Σάμη, προξένησε ένα άνοιγμα χάρις στο οποίο αποκαλύφθηκε η είσοδός του.
Το σπήλαιο είναι επισκέψιμο από το 1963 και από τότε συρρέουν χιλιάδες τουρίστες για να απολαύσουν τη μοναδική ομορφιά του τοπίου. Το σπήλαιο βρίσκεται στα 60 μέτρα βάθος και η όποια κλειστοφοβία ξεπερνιέται χάρη στην απίστευτη ομορφιά του.
Το σπήλαιο δεν ξεπερνά τα 100 μέτρα και χωρίζεται σε δύο δωμάτια, το Βασιλικό Μπαλκόνι, στο εσωτερικό του οποίου κρέμονται ημιδιάφανοι σταλακτίτες και το Δωμάτιο της Αποθέωσης, ένα φυσικό αμφιθέατρο, με θολωτή οροφή 20 μέτρα ύψους.
Οι βράχοι μέσα στο σπήλαιο παίρνουν διάφορες μορφές, δημιουργώντας γλυπτά μεγάλης οπτικής αλλά και ακουστικής ομορφιάς, καθώς τα τελευταία χρόνια περιστασιακά το σπήλαιο «μεταμορφώνεται» σε μία αίθουσα συναυλιών για πάνω από 500 άτομα.
Στις περιπτώσεις αυτές η εικόνα είναι κάτι παραπάνω από μαγευτική. Μυστηριακή, διονυσιακή. Ο φωτισμός του σπηλαίου δίνει διάφορα σχήματα στους σταλακτίτες και η μουσική -κυρίως κλασική- απογειώνει τις αισθήσεις.

..........................................

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης - Ονειρο στο κύμα

{..}Μίαν ἑσπέραν, καθώς εἶχα κατεβάσει τά γίδια μου κάτω εἰς τόν αἰγιαλόν, ἀνάμεσα εἰς τούς βράχους, ὅπου ἐσχημάτιζε χιλίους γλαφυρούς κολπίσκους καί ἀγκαλίτσες τό κῦμα, ὅπου ἀλλοῦ ἐκυρτώνοντο οἱ βράχοι εἰς προβλῆτας καί ἀλλοῦ ἐκοιλαίνοντο εἰς σπήλαια· καί ἀνάμεσα εἰς τούς τόσους ἑλιγμούς καί δαιδάλους τοῦ νεροῦ, τό ὁποῖον εἰσεχώρει μορμυρίζον, χορεῦον μέ ἀτάκτους φλοίσβους καί ἀφρούς, ὅμοιον μέ τό βρέφος τό ψελλίζον, πού ἀναπηδᾷ εἰς τό λῖκνόν του καί λαχταρεῖ νά σηκωθῇ καί νά χορεύσῃ εἰς τήν χεῖρα τῆς μητρός πού τό ἔψαυσε — καθώς εἶχα κατεβάσει, λέγω, τά γίδια μου διά ν' «ἁρμυρίσουν» εἰς τήν θάλασσαν, ὅπως συχνά ἐσυνήθιζα, εἶδα τήν ἀκρογιαλιάν πού ἦτον μεγάλη χαρά καί μαγεία, καί τήν «ἐλιμπίστηκα», κ' ἐλαχτάρησα νά πέσω νά κολυμβήσω. Ἦτον τόν Αὔγουστον μῆνα.
............................................

{..} Δεξιά ἀπό τόν μέγαν κυρτόν βράχον μου, ἐσχηματίζετο μικρόν ἄντρον θαλάσσιον, στρωμένο μέ ἄσπρα κρυσταλλοειδῆ κοχύλια καί λαμπρά ποικιλόχρωμα χαλίκια, πού ἐφαίνετο πώς τό εἶχον εὐτρεπίσει καί στολίσει αἱ νύμφαι τῶν θαλασσῶν. Ἀπό τό ἄντρον ἐκεῖνο ἤρχιζεν ἕνα μονοπάτι, διά τοῦ ὁποίου ἀνέβαινέ τις πλαγίως τήν ἀπότομον ἀκρογιαλιάν, κ' ἔφθανεν εἰς τήν κάτω πόρταν τοῦ τοιχογυρίσματος τοῦ κύρ Μόσχου, τοῦ ὁποίου ὁ ἕνας τοῖχος ἔζωνεν εἰς μῆκος ἑκατοντάδων μέτρων ὅλον τόν αἰγιαλό



Σπήλαιο του Δράκου

Το Σπήλαιο του Δράκου βρίσκεται στην Καστοριά και είναι από τα ωραιότερα σπήλαια της Ευρώπης σύμφωνα με τους χιλιάδες επισκέπτες του.
Το Σπήλαιο του Δράκου βρίσκεται στη βόρεια πλευρά της πόλης στο 2ο χλμ της παραλίμνιας οδού Σουγγαρίδη και λίγο πριν από την Μονή της Παναγίας Μαυριώτισσας. Η είσοδος απέχει περίπου είκοσι (20) μέτρα από τις όχθες της λίμνης και 14 μέτρα από τον δρόμο.
Στο εσωτερικό του υπάρχουν μεγάλα χερσαία και λιμναία τμήματα με εντυπωσιακό σταλακτικό διάκοσμο καθώς περιλαμβάνει επτά (7) υπόγειες λίμνες, δέκα (10) αίθουσες, πέντε (5) διαδρόμους – σήραγγες. Η μεγαλύτερη αίθουσα του σπηλαίου έχει διαστάσεις 45Χ17 μέτρα με το κεντρικό της τμήμα υπερυψωμένο και τις πλευρές της να καταλήγουν σε λίμνες.
Η μεγάλη λίμνη του σπηλαίου που είναι και η βαθύτερη βρίσκεται δυτικά. Η θερμοκρασία εντός του Σπηλαίου είναι σταθερή όλες τις εποχές στους 16-18Οc, ενώ η υγρασία φτάνει στο 90%.

Τα κατάλοιπα που εντοπίστηκαν

Στο εσωτερικό του σπηλαίου του Δράκου εντοπίστηκαν παλαιοντολογικά κατάλοιπα, με κυριότερα τα οστά σπηλαίας άρκτου ή αρκούδας των σπηλαίων (Ursus Speleaus). Το είδος αυτό έζησε στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια του Πλειστόκαινου και εξαφανίστηκε πριν από περίπου 10.000 χρόνια.
Tο όνομά της οφείλεται στο γεγονός ότι τα απολιθωμένα λείψανά της εντοπίζονται σχεδόν αποκλειστικά μέσα σε σπήλαια, όπου προφανώς διέμενε για περισσότερο χρονικό διάστημα, σε αντίθεση με την καφέ αρκούδα η οποία χρησιμοποιούσε τα σπήλαια μόνο κατά την διάρκεια της χειμερίας νάρκης.
Υπολογίζεται ότι το βάρος των αρσενικών ζώων έφτανε τα 400-500 κιλά και των θηλυκών τα 200-250 κιλά. Ήταν κατά βάση φυτοφάγο και περιστασιακά σαρκοφάγο ζώο.
Είναι σημαντικό ότι έχει ληφθεί κάθε απαραίτητο μέτρο για την ασφάλεια των επισκεπτών. Έτσι, οι επεμβάσεις στο εσωτερικό έγιναν με τρόπο ώστε να μη θιχθεί η φυσική κατάσταση του Σπηλαίου.https://www.travelstyle.gr/

...............................

Γιάννης Ποταμιάνος - Μια σπηλιά θαλασσινή

Μια σπηλιά θαλασσινή,
ο οίστρος στο κορμί σου
Να τη ριπίζει ο άνεμος
Να τη σμιλεύει το κύμα
Και φως, το λάγνο φως,
Στα μάτια σου να λάμπει!

Φυλάκισα στη μνήμη μου
το ανέμισμα, να πέφτει
το τελευταίο των πέπλων σου
Καθώς προσέφερα θυσία
το κεφάλι μου
στα χέρια σου Γυναίκα

Κατέβαινες τη σκάλα του ουρανού
Κρατώντας στο χέρι ώριμο μήλο,
Ρομφαία στο βλέμμα
Και άλικο τριαντάφυλλο
Υπόσχεση, στα στιλβωμένα στήθη

Ανέβαζε ο τζίτζικας στα σκίνα
τις μαρμαρυγές των πόθων,
καθώς τοξοβολούσε ο έρωτας
αιωνιότητα
Και η αρμύρα στα χείλη σου έμελπε
υπόσχεση στο φθαρτό μου

Σπηλιά μου στο βράχο λαξεμένη,
κιβωτέ μου
Στο βάθος σου φωσφορίζουν, τα μάτια
αρχέγονων θηρίων
Καθώς στης μνήμης τις κυψέλες
Βομβούν οι λάγνες βασίλισσες
των μελισσιών

Σπηλιά μου στο βράχο λαξεμένη
Ενώνεις το ύψος με το βάθος
Τη θάλασσα με τη στεριά
Το φως με το σκοτάδι
Περιδινείται το έρεβος στα σωθικά σου
Και αναπηδά η ανάγκη να ξεβραστούμε
ναυαγοί, σε νέους παραδείσους

Με τα βαρίδια των ενστίκτων
λαξευμένα στην αθέατη όψη μου
λυτρώνομαι στη χαίνουσα σπηλιά σου
Νύμφη ακαταμάχητη

7 Αυγούστου 2010

Το σπήλαιο Σοβέ

Το σπήλαιο Σοβέ είναι σπήλαιο της Νότιας Γαλλίας στην περιοχή Ωβέρνη-Ρον-Αλπ, και περιέχει μερικά από τα παλαιότερα και καλύτερα διατηρημένα δείγματα τοιχογραφιών στον κόσμο. Ανακαλύφθηκε τον Δεκέμβριο του 1994, και θεωρείται ως ένα από τα πιο σημαντικά προϊστορικά μνημεία παγκοσμίως, έχοντας χαρακτηριστεί ως μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς από την Ουνέσκο τον Ιούνιο του 2014 .
Έχουν καταγραφεί εκατοντάδες τοιχογραφίες ζώων, που απεικονίζουν τουλάχιστον 13 διαφορετικά είδη, κάποια από τα οποία δεν έχουν συναντηθεί σε άλλες τοιχογραφίες της εποχής των παγετώνων. Αντί να περιορίζονται στην απεικόνιση των γνωστών φυτοφάγων της εποχής όπως άλογα, βοοειδή και μαμούθ, οι τοίχοι του σπηλαίου επίσης έχουν αναπαραστάσεις λεονταριών, πάνθηρων, αρκούδων και υαίνων  https://el.wikipedia.org/


Βάλτερ Πούχνερ - Ο μέγας εγκλεισμός

Και λέγαμε πως έτσι θα συνεχίσουμε
βαριόμασταν κιόλας την επανάληψη
και ήταν ο αιφνιδιασμός απόλυτος
το αναπάντεχο με μια σπαθιά
μας άνοιξε τα πλευρά στην πανοπλία
το άτρωτο της προόδου έγινε μύθευμα μεμιάς
κλειστήκαμε στις σπηλιές ανάψαμε φωτιές
πόλεμος έξω βιολογικός με αόρατες στρατιές
με κομμάτια ύλης δίχως ζωή δίχως ψυχή
ένα τίποτε που κολλά στον άξονα του είναι.

Από σπηλιά σε σπηλιά φτερουγίζει ο φόβος
αργός στραγγαλισμός σ’ αόρατο ικρίωμα
στη μοναξιά στα πλαστικά ο Χάρος σε λευκή στολή
κι ο ρόγχος νεκρώνει τη χώρα·
η κάθε αγάπη σβήνει στην απόσταση, χέρια
περιαπτεύουν αόρατα, κρύα δάχτυλα σφίγγουν
της φούρκας ο τελευταίος λόγος είναι σιωπή.

Το χώμα είναι παντού, μαλακό και φιλόξενο
εκεί δεν είναι κανείς πια μόνος τους
παρέα με εκατόμβες η ανωνυμία κυριαρχεί
κι άλλος εβδομηντατριάχρονος μας άφησε
επώνυμα ταυτότητες διαλύονται όπως και οι σάρκες
ο χους εις τον χουν, το λίπος για λίπασμα
και τα οστά σταυρόλεξο της ματαιότητας.

http://www.periou.gr/


Σπήλαιο των χεριών - Σάντα Κρούζ, Αργεντινή

Η Κουέβα ντε λας Μάνος (Cueva de las Manos, όνομα το οποίο στα ισπανικά σημαίνει Η σπηλιά των χεριών) είναι σπήλαιο που βρίσκεται στην Περιφέρεια Σάντα Κρους της νότιας Αργεντινής, 163 χιλιόμετρα νότια της πόλης του Περίτο Μορένο. Φημίζεται για τις ζωγραφιές χεριών που κοσμούν τα τοιχώματά της, από τις οποίες πήρε και το όνομά της. Οι ζωγραφιές μέσα στη σπηλιά είναι ηλικίας 13.000 έως 9.000 ετών. Πολλά και διαφορετικά κύματα ανθρώπων κατοίκησαν στη σπηλιά και οι παλαιότερες τοιχογραφίες έχουν ραδιοχρονολογηθεί περίπου στο 7300 π.Χ.Η ηλικία των τοιχογραφιών υπολογίστηκε από τα υπολείμματα των οστέινων σωλήνων που χρησιμοποιήθηκαν για τον ψεκασμό της μπογιάς πάνω στο τοίχωμα της σπηλιάς, προκειμένου να δημιουργηθούν σιλουέτες χεριών. Το σπήλαιο κατοικήθηκε για τελευταία φορά γύρω στο 700 π.Χ, πιθανώς από προγόνους των Τεουέλτσε.
Το σπήλαιο βρίσκεται στην κοιλάδα του ποταμού Πιντούρας, σε ένα απομονωμένο τμήμα της Παταγονίας. Το κυρίως σπήλαιο έχει βάθος 24 μέτρα και στην είσοδό του πλάτος 15 μέτρα και ύψος 10 μέτρα. Το έδαφος στο εσωτερικό του σπηλαίου έχει ανηφορική κλίση και έτσι το εσωτερικό ύψος δεν υπερβαίνει τα 2 μέτρα.
Οι εικόνες των χεριών συχνά είναι αρνητικά είδωλα, φτιαγμένες δηλαδή με την τεχνική του στένσιλ. Οι περισσότερες εικόνες είναι αριστερών χεριών, κάτι το οποίο σημαίνει ότι οι ζωγράφοι κρατούσαν με το ένα χέρι (το δεξί) τον σωλήνα με τον οποίο ψέκαζαν το χρώμα, προκειμένου να αποτυπώσουν το άλλο χέρι που ακουμπούσε στο τοίχωμα της σπηλιάς.
Εκτός από τις εικόνες χεριών υπάρχουν απεικονίσεις ανθρώπων, γουανάκων, πτηνών ρέα, αιλουροειδών και άλλων ζώων, καθώς και γεωμετρικά σχήματα, σχέδια ζιγκ ζαγκ, αναπαραστάσεις του Ήλιου και σκηνές κυνηγιού. Οι σκηνές κυνηγιού είναι νατουραλιστικές αναπαραστάσεις μιας ποικιλίας κυνηγετικών τεχνικών, μεταξύ άλλων και της χρήσης των μπόλας, που χρησιμοποιούνται ακόμα και σήμερα στην Παταγονία. Παρόμοιες ζωγραφιές, αν και σε μικρότερους αριθμούς, υπάρχουν σε κοντινά σπήλαια. Στην οροφή του σπηλαίου υπάρχουν επίσης χρωματιστές κουκκίδες, οι οποίες πιθανότατα δημιουργήθηκαν βουτώντας τις κυνηγετικές μπόλας σε χρώμα και κατόπιν πετώντας τις προς τα πάνω.
Το συνδετικό υλικό της μπογιάς είναι άγνωστο, αλλά στις βαφές περιλαμβάνονται οξείδια του σιδήρου, για τις κόκκινες και πορφυρές αποχρώσεις, καολίνης για το λευκό χρώμα, ιαροσίτης για το κίτρινο και οξείδιο του μαγγανίου για το μαύρο χρώμα.


Γιώργος Σεφέρης: - Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές...

Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές
υπάρχει μια δίψα υπάρχει μια αγάπη
υπάρχει μια έκσταση,
όλα σκληρά σαν τα κοχύλια
μπορείς να τα κρατήσεις στην παλάμη σου.
Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές
μέρες ολόκληρες σε κοίταζα στα μάτια

και δε σε γνώριζα μήτε με γνώριζες.

Γιώργος Σεφέρης, Σχέδια για ένα καλοκαίρι, Ποιήματα, εκδόσεις Ίκαρος |

https://www.koutipandoras.gr/

Σπήλαιο Πεττακέρε, Περιοχή Bantimurung (kecamatan), Νότιο Σουλαέσι, Ινδονησία. Τα αποτυπώματα των χεριών υπολογίζονται να είναι μεταξύ 35.000-40.000 ετών


Γιώργος Σεφέρης -Ακόμη ένα πηγάδι μέσα σε μια σπηλιά

Ακόμη ένα πηγάδι μέσα σε μια σπηλιά.
Άλλοτε μας ήταν εύκολο ν’ αντλήσουμε είδωλα και στολίδια
για να χαρούν οι φίλοι που μας έμεναν ακόμη πιστοί.

Έσπασαν τα σκοινιά μονάχα οι χαρακιές στου πηγαδιού το στόμα
μας θυμίζουν την περασμένη μας ευτυχία:
τα δάχτυλα στο φιλιατρό, καθώς έλεγε ο ποιητής.
Τα δάχτυλα νιώθουν τη δροσιά της πέτρας λίγο
κι η θέρμη του κορμιού την κυριεύει
κι η σπηλιά παίζει την ψυχή της και τη χάνει
κάθε στιγμή, γεμάτη σιωπή, χωρίς μια στάλα.
Μυθιστόρημα, Β’
https://poiimata.com/


Σπήλαιο των Θηρίων - Γκίλφ Γκεμπίρ, νοτιοδυτική Αίγυπτος


Αντώνης Σκιαθάς

III
Μας πολιόρκησε το φως
στα ξηροπήγαδα της Μάνης.
"Όταν
το φως κοκκάλωσε γύρω στο μεσημέρι,
οι παραλοϊσμένοι
χύμηξαν στα βουλιαγμένα σπήλαια
να βρουν

λύχνους, μαλάματα, το στράτευμα
με τ’ αργυρά κανόνια.
Μες στα ναυάγια υποταγμένα
τα κουπιά,
στα ασπρόρουχα απέμειναν
οστά και αστερίες.
H θάλασσα π’ αγάπησες
εσύλησε τις άγκυρες
που έφερναν τον πλούτο.

Παραμεθόριο Νεκροταφείο Σελ.59


 Σπήλαιο της Μπιμπέτκα - Μάντια Πραντές, Ινδία


Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΗΣ ΚΑΛΥΨΩΣ 

ΟΜΗΡΟΣ -  Ὀδύσσεια ε 55-74

ἀλλ᾽ ὅτε δὴ τὴν νῆσον ἀφίκετο τηλόθ᾽ ἐοῦσαν,
ἔνθ᾽ ἐκ πόντου βὰς ἰοειδέος ἤπειρόνδε
ἤϊεν, ὄφρα μέγα σπέος ἵκετο, τῷ ἔνι νύμφη
ναῖεν ἐϋπλόκαμος· τὴν δ᾽ ἔνδοθι τέτμεν ἐοῦσαν.
πῦρ μὲν ἐπ᾽ ἐσχαρόφιν μέγα καίετο, τηλόθι δ᾽ ὀδμὴ
60κέδρου τ᾽ εὐκεάτοιο θύου τ᾽ ἀνὰ νῆσον ὀδώδει
δαιομένων· ἡ δ᾽ ἔνδον ἀοιδιάουσ᾽ ὀπὶ καλῇ
ἱστὸν ἐποιχομένη χρυσείῃ κερκίδ᾽ ὕφαινεν.
ὕλη δὲ σπέος ἀμφὶ πεφύκει τηλεθόωσα,
κλήθρη τ᾽ αἴγειρός τε καὶ εὐώδης κυπάρισσος.
65ἔνθα δέ τ᾽ ὄρνιθες τανυσίπτεροι εὐνάζοντο,
σκῶπές τ᾽ ἴρηκές τε τανύγλωσσοί τε κορῶναι
εἰνάλιαι, τῇσίν τε θαλάσσια ἔργα μέμηλεν.
ἡ δ᾽ αὐτοῦ τετάνυστο περὶ σπείους γλαφυροῖο
ἡμερὶς ἡβώωσα, τεθήλει δὲ σταφυλῇσι·
70κρῆναι δ᾽ ἑξείης πίσυρες ῥέον ὕδατι λευκῷ,
πλησίαι ἀλλήλων τετραμμέναι ἄλλυδις ἄλλη.
ἀμφὶ δὲ λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου
θήλεον. ἔνθα κ᾽ ἔπειτα καὶ ἀθάνατός περ ἐπελθὼν
θηήσαιτο ἰδὼν καὶ τερφθείη φρεσὶν ᾗσιν.

Μετάφραση Δ. Μαρωνίτης 

Κι όταν πετώντας έφτασε το απόμακρο νησί, τότε από τον πόντο βγήκε55

τον μενεξελή, και πάτησε τη γη.

Πλησίασε προς την ευρύχωρη σπηλιά όπου η καλλίκομη νεράιδα

κατοικούσε. Την βρήκε μέσα. Κόρωνε στη σχάρα μια φωτιά μεγάλη,

και μοσκοβόλαγε ένα γύρο το νησί,

που καίγονταν ο κέδρος ο καλόσχιστος κι η θούγια.60

Εκείνη εκεί: να τραγουδά με την ωραία φωνή της,

υφαίνοντας στον αργαλειό με τη χρυσή σαΐτα.

Γύρω από τη σπηλιά θρασομανούσε δάσος με λεύκες, σκλήθρες,

κυπαρίσσια μυριστά. Πουλιά με τα φτερά τους τεντωμένα,65

τώρα πάνω στους κλώνους κούρνιαζαν: γεράκια,

κουκουβάγιες και μακρύγλωσσες θαλασσινές κουρούνες,

που ξόδεψαν τη μέρα τους στη θάλασσα.

Κι εκεί μπροστά να περιβάλλει τη βαθιά σπηλιά

μια νιούτσικη και καρπερή κληματαριά, σταφύλια φορτωμένη.

Τέσσερεις κρήνες στη σειρά να τρέχουν, στο πλάι η μια της αλληνής,70

κι όμως η καθεμιά αλλού το γάργαρο νερό της να ξεδίνει.

Στις δυό μεριές λιβάδια μαλακά μ᾽ άγριες βιολέτες

κι άγρια σέλινα. Κι ένας θεός αν έρχονταν εδώ,

κοιτάζοντας αυτό της ομορφιάς το θαύμα, θα γέμιζε

αγαλλίαση η ψυχή του.


Σπήλαιο της Μαγκούρα - Ραμπίς, Βουλγαρία


Πλάτων - Η αλληγορία του σπηλαίου

(ΠΛ Πολ 514a–521b: Η αλληγορία του σπηλαίου) Η αφήγηση της αλληγορίας

Οι συνομιλητές αποφάσισαν να εξετάσουν τη φύση της δικαιοσύνης, στα πλαίσια μιας πολιτείας που θα δημιουργούσαν εξαρχής. Αφού συμφωνήθηκε να δοθεί η διοίκηση αυτής της πολιτείας στους φιλοσόφους, καθορίστηκαν τόσο η φύση του ἀγαθοῦ , της ανώτερης ιδέας, που παραλληλίστηκε με τον ήλιο, όσο και οι τέσσερις αναβαθμοί της γνώσης: ( εἰκασία, πίστις, διάνοια, νόησις ). Για να αισθητοποιήσει τις παραπάνω απόψεις, ο Σωκράτης παραθέτει στη συνέχεια την αλληγορία του σπηλαίου.


[514a] Μετὰ ταῦτα δή, εἶπον, ἀπείκασον τοιούτῳ πάθει τὴν
ἡμετέραν φύσιν παιδείας τε πέρι καὶ ἀπαιδευσίας. ἰδὲ γὰρ
ἀνθρώπους οἷον ἐν καταγείῳ οἰκήσει σπηλαιώδει, ἀναπεπτα-
μένην πρὸς τὸ φῶς τὴν εἴσοδον ἐχούσῃ μακρὰν παρὰ πᾶν
τὸ σπήλαιον, ἐν ταύτῃ ἐκ παίδων ὄντας ἐν δεσμοῖς καὶ τὰ
σκέλη καὶ τοὺς αὐχένας, ὥστε μένειν τε αὐτοὺς εἴς τε τὸ
[514b] πρόσθεν μόνον ὁρᾶν, κύκλῳ δὲ τὰς κεφαλὰς ὑπὸ τοῦ δεσμοῦ
ἀδυνάτους περιάγειν, φῶς δὲ αὐτοῖς πυρὸς ἄνωθεν καὶ πόρ-
ρωθεν καόμενον ὄπισθεν αὐτῶν, μεταξὺ δὲ τοῦ πυρὸς καὶ
τῶν δεσμωτῶν ἐπάνω ὁδόν, παρ’ ἣν ἰδὲ τειχίον παρῳκο-
δομημένον, ὥσπερ τοῖς θαυματοποιοῖς πρὸ τῶν ἀνθρώπων
πρόκειται τὰ παραφράγματα, ὑπὲρ ὧν τὰ θαύματα δεικνύασιν.

Ὁρῶ, ἔφη.

Ὅρα τοίνυν παρὰ τοῦτο τὸ τειχίον φέροντας ἀνθρώπους
[514c] σκεύη τε παντοδαπὰ ὑπερέχοντα τοῦ τειχίου καὶ ἀνδριάντας
[515a] καὶ ἄλλα ζῷα λίθινά τε καὶ ξύλινα καὶ παντοῖα εἰργασμένα,
οἷον εἰκὸς τοὺς μὲν φθεγγομένους, τοὺς δὲ σιγῶντας τῶν
παραφερόντων.

Ἄτοπον, ἔφη, λέγεις εἰκόνα καὶ δεσμώτας ἀτόπους.

Ὁμοίους ἡμῖν, ἦν δ’ ἐγώ· τοὺς γὰρ τοιούτους πρῶτον μὲν
ἑαυτῶν τε καὶ ἀλλήλων οἴει ἄν τι ἑωρακέναι ἄλλο πλὴν
τὰς σκιὰς τὰς ὑπὸ τοῦ πυρὸς εἰς τὸ καταντικρὺ αὐτῶν τοῦ
σπηλαίου προσπιπτούσας;

Πῶς γάρ, ἔφη, εἰ ἀκινήτους γε τὰς κεφαλὰς ἔχειν ἠναγκα-
[515b] σμένοι εἶεν διὰ βίου;

Τί δὲ τῶν παραφερομένων; οὐ ταὐτὸν τοῦτο;

Τί μήν;

Εἰ οὖν διαλέγεσθαι οἷοί τ’ εἶεν πρὸς ἀλλήλους, οὐ ταῦτα
ἡγῇ ἂν τὰ ὄντα αὐτοὺς νομίζειν ἅπερ ὁρῷεν;

Ἀνάγκη.

Τί δ’ εἰ καὶ ἠχὼ τὸ δεσμωτήριον ἐκ τοῦ καταντικρὺ ἔχοι;
ὁπότε τις τῶν παριόντων φθέγξαιτο, οἴει ἂν ἄλλο τι αὐτοὺς
ἡγεῖσθαι τὸ φθεγγόμενον ἢ τὴν παριοῦσαν σκιάν;

Μὰ Δί’ οὐκ ἔγωγ’, ἔφη.

[515c] Παντάπασι δή, ἦν δ’ ἐγώ, οἱ τοιοῦτοι οὐκ ἂν ἄλλο τι
νομίζοιεν τὸ ἀληθὲς ἢ τὰς τῶν σκευαστῶν σκιάς.

Πολλὴ ἀνάγκη, ἔφη.

Σκόπει δή, ἦν δ’ ἐγώ, αὐτῶν λύσιν τε καὶ ἴασιν τῶν τε
δεσμῶν καὶ τῆς ἀφροσύνης, οἵα τις ἂν εἴη, εἰ φύσει τοιάδε
συμβαίνοι αὐτοῖς· ὁπότε τις λυθείη καὶ ἀναγκάζοιτο ἐξαίφνης
ἀνίστασθαί τε καὶ περιάγειν τὸν αὐχένα καὶ βαδίζειν καὶ
πρὸς τὸ φῶς ἀναβλέπειν, πάντα δὲ ταῦτα ποιῶν ἀλγοῖ
τε καὶ διὰ τὰς μαρμαρυγὰς ἀδυνατοῖ καθορᾶν ἐκεῖνα ὧν
[515d] τότε τὰς σκιὰς ἑώρα, τί ἂν οἴει αὐτὸν εἰπεῖν, εἴ τις
αὐτῷ λέγοι ὅτι τότε μὲν ἑώρα φλυαρίας, νῦν δὲ μᾶλλόν
τι ἐγγυτέρω τοῦ ὄντος καὶ πρὸς μᾶλλον ὄντα τετραμμένος
ὀρθότερον βλέποι, καὶ δὴ καὶ ἕκαστον τῶν παριόντων δεικνὺς
αὐτῷ ἀναγκάζοι ἐρωτῶν ἀποκρίνεσθαι ὅτι ἔστιν; οὐκ οἴει
αὐτὸν ἀπορεῖν τε ἂν καὶ ἡγεῖσθαι τὰ τότε ὁρώμενα ἀλη-
θέστερα ἢ τὰ νῦν δεικνύμενα;

Πολύ γ’, ἔφη.

[515e] Οὐκοῦν κἂν εἰ πρὸς αὐτὸ τὸ φῶς ἀναγκάζοι αὐτὸν βλέπειν,
ἀλγεῖν τε ἂν τὰ ὄμματα καὶ φεύγειν ἀποστρεφόμενον πρὸς
ἐκεῖνα ἃ δύναται καθορᾶν, καὶ νομίζειν ταῦτα τῷ ὄντι
σαφέστερα τῶν δεικνυμένων;

Οὕτως, ἔφη.

Εἰ δέ, ἦν δ’ ἐγώ, ἐντεῦθεν ἕλκοι τις αὐτὸν βίᾳ διὰ
τραχείας τῆς ἀναβάσεως καὶ ἀνάντους, καὶ μὴ ἀνείη πρὶν
ἐξελκύσειεν εἰς τὸ τοῦ ἡλίου φῶς, ἆρα οὐχὶ ὀδυνᾶσθαί τε
[516a] ἂν καὶ ἀγανακτεῖν ἑλκόμενον, καὶ ἐπειδὴ πρὸς τὸ φῶς ἔλθοι,
αὐγῆς ἂν ἔχοντα τὰ ὄμματα μεστὰ ὁρᾶν οὐδ’ ἂν ἓν δύνασθαι
τῶν νῦν λεγομένων ἀληθῶν;

Οὐ γὰρ ἄν, ἔφη, ἐξαίφνης γε.

Συνηθείας δὴ οἶμαι δέοιτ’ ἄν, εἰ μέλλοι τὰ ἄνω ὄψεσθαι.
καὶ πρῶτον μὲν τὰς σκιὰς ἂν ῥᾷστα καθορῷ, καὶ μετὰ τοῦτο
ἐν τοῖς ὕδασι τά τε τῶν ἀνθρώπων καὶ τὰ τῶν ἄλλων εἴδωλα,
ὕστερον δὲ αὐτά· ἐκ δὲ τούτων τὰ ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ αὐτὸν
τὸν οὐρανὸν νύκτωρ ἂν ῥᾷον θεάσαιτο, προσβλέπων τὸ τῶν
[516b] ἄστρων τε καὶ σελήνης φῶς, ἢ μεθ’ ἡμέραν τὸν ἥλιόν τε
καὶ τὸ τοῦ ἡλίου.

Πῶς δ’ οὔ;

Τελευταῖον δὴ οἶμαι τὸν ἥλιον, οὐκ ἐν ὕδασιν οὐδ’ ἐν
ἀλλοτρίᾳ ἕδρᾳ φαντάσματα αὐτοῦ, ἀλλ’ αὐτὸν καθ’ αὑτὸν
ἐν τῇ αὑτοῦ χώρᾳ δύναιτ’ ἂν κατιδεῖν καὶ θεάσασθαι οἷός
ἐστιν.

Ἀναγκαῖον, ἔφη.

Καὶ μετὰ ταῦτ’ ἂν ἤδη συλλογίζοιτο περὶ αὐτοῦ ὅτι οὗτος
ὁ τάς τε ὥρας παρέχων καὶ ἐνιαυτοὺς καὶ πάντα ἐπιτρο-
[516c] πεύων τὰ ἐν τῷ ὁρωμένῳ τόπῳ, καὶ ἐκείνων ὧν σφεῖς ἑώρων
τρόπον τινὰ πάντων αἴτιος.

Δῆλον, ἔφη, ὅτι ἐπὶ ταῦτα ἂν μετ’ ἐκεῖνα ἔλθοι.

Τί οὖν; ἀναμιμνῃσκόμενον αὐτὸν τῆς πρώτης οἰκήσεως
καὶ τῆς ἐκεῖ σοφίας καὶ τῶν τότε συνδεσμωτῶν οὐκ ἂν οἴει
αὑτὸν μὲν εὐδαιμονίζειν τῆς μεταβολῆς, τοὺς δὲ ἐλεεῖν;

Καὶ μάλα.

Τιμαὶ δὲ καὶ ἔπαινοι εἴ τινες αὐτοῖς ἦσαν τότε παρ’
ἀλλήλων καὶ γέρα τῷ ὀξύτατα καθορῶντι τὰ παριόντα, καὶ
μνημονεύοντι μάλιστα ὅσα τε πρότερα αὐτῶν καὶ ὕστερα
[516d] εἰώθει καὶ ἅμα πορεύεσθαι, καὶ ἐκ τούτων δὴ δυνατώτατα
ἀπομαντευομένῳ τὸ μέλλον ἥξειν, δοκεῖς ἂν αὐτὸν ἐπιθυμη-
τικῶς αὐτῶν ἔχειν καὶ ζηλοῦν τοὺς παρ’ ἐκείνοις τιμωμένους
τε καὶ ἐνδυναστεύοντας, ἢ τὸ τοῦ Ὁμήρου ἂν πεπονθέναι
καὶ σφόδρα βούλεσθαι «ἐπάρουρον ἐόντα θητευέμεν
ἄλλῳ ἀνδρὶ παρ’ ἀκλήρῳ» καὶ ὁτιοῦν ἂν πεπονθέναι
μᾶλλον ἢ ’κεῖνά τε δοξάζειν καὶ ἐκείνως ζῆν;

[516e] Οὕτως, ἔφη, ἔγωγε οἶμαι, πᾶν μᾶλλον πεπονθέναι ἂν
δέξασθαι ἢ ζῆν ἐκείνως.

Καὶ τόδε δὴ ἐννόησον, ἦν δ’ ἐγώ. εἰ πάλιν ὁ τοιοῦτος
καταβὰς εἰς τὸν αὐτὸν θᾶκον καθίζοιτο, ἆρ’ οὐ σκότους <ἂν>
ἀνάπλεως σχοίη τοὺς ὀφθαλμούς, ἐξαίφνης ἥκων ἐκ τοῦ
ἡλίου;

Καὶ μάλα γ’, ἔφη.

Τὰς δὲ δὴ σκιὰς ἐκείνας πάλιν εἰ δέοι αὐτὸν γνωματεύοντα
διαμιλλᾶσθαι τοῖς ἀεὶ δεσμώταις ἐκείνοις, ἐν ᾧ ἀμβλυώττει,
[517a] πρὶν καταστῆναι τὰ ὄμματα, οὗτος δ’ ὁ χρόνος μὴ πάνυ
ὀλίγος εἴη τῆς συνηθείας, ἆρ’ οὐ γέλωτ’ ἂν παράσχοι, καὶ
λέγοιτο ἂν περὶ αὐτοῦ ὡς ἀναβὰς ἄνω διεφθαρμένος ἥκει
τὰ ὄμματα, καὶ ὅτι οὐκ ἄξιον οὐδὲ πειρᾶσθαι ἄνω ἰέναι; καὶ
τὸν ἐπιχειροῦντα λύειν τε καὶ ἀνάγειν, εἴ πως ἐν ταῖς χερσὶ
δύναιντο λαβεῖν καὶ ἀποκτείνειν, ἀποκτεινύναι ἄν;

Σφόδρα γ’, ἔφη.

Μετάφραση 

Ύστερ' απ' αυτά παράστησε τώρα την ανθρώπινη φύση, σχετικά με την παιδεία και την απαιδευσία, με την ακόλουθη εικόνα που θα σου ειπώ: Φαντάσου σαν μέσα σ' ένα σπήλαιο κάτω από τηγη, που να έχη την είσοδο του ανοιγμένη προς το φως σ' όλο το μάκρος της· ανθρώπους που από παιδιά να βρίσκουνται εκεί μέσα αλυσοδεμένοι από τα πόδια και τον τράχηλο, σε τρόπο που να μένουν πάντα στην ίδια θέση και μόνο εμπρός των να βλέπουν, χωρίς να μπορούν να στρέψουν γύρω την κεφαλή τους εξ αιτίας τα δεσμά τους· και από πίσω σε αρκετή απόσταση και υψηλότερά τους να υπάρχη αναμμένη φωτιά, που το φως της να έρχεται ως αυτούς και ανάμεσα στη φωτιά και τους δεσμώτες ένας δρόμος προς τα επάνω· και πλάι στο δρόμο φαντάσου ακόμα παράλληλά του χτισμένο ένα μακρύ τοιχαράκι σαν εκείνα τα διαφράγματα που έχουν βαλμένα οι θαυματοποιοί εμπρός από τους ανθρώπους και τους δείχνουν πάνω από κει τις ταχυδακτυλουργίες των.

Τα φαντάζομαι όλ' αυτά.

Φαντάσου τώρα ανθρώπους να περνούν κατά μήκος αυτού του τοίχου φορτωμένοι κάθε λογής αντικείμενα, καθώς και αγάλματα ανθρώπων και ζώων κατασκευασμένα από ξύλο ή πέτρα ή ό,τι άλλο, που να ξεπερνούν όλ' αυτά πιο ψηλά από το τοιχαράκι, κι αυτοί που τα σηκώνουν, όπως είναι φυσικό, άλλοι να μιλούν καθώς περνούν μεταξύ τους κι άλλοι να σωπαίνουν.

Πολύ παράξενη είναι η εικόνα και αλλόκοτοι οι δεσμώτες σου.

Και μολαταύτα όμοιοι με μας· και πρώτα πρώτα νομίζεις πως αυτοί οι δεσμώτες έχουν ιδεί ποτέ και από τους εαυτούς των και από τους τριγυρνούς των τίποτε άλλο, εκτός από τις σκιές που πέφτουν από τη λάμψη της φωτιάς επάνω στο αντικρυνό τους μέρος της σπηλιάς;

Και πώς να δουν, αφού είναι αναγκασμένοι να κρατούν ακίνητα τα κεφάλια όλη τους τη ζωή;

Ακόμα και από τα αντικείμενα που περνοδιαβαίνουν, άλλο τίποτα από τις σκιές των;

Τι άλλο βέβαια;

Κι αν θα μπορούσαν να μιλούν μεταξύ τους, δε νομίζεις να πιστεύουν πως τα ονόματα που δίνουν στις σκιές που βλέπουν να διαβαίνουν εμπρός τους, αναφέρονται σ' αυτά τα ίδια τα αντικείμενα;

Αναγκαστικά.

Κι αν ακόμα η φυλακή τους έστελνε αντίλαλο από αντικρύ τους, όταν θα μιλούσε κανείς απ' όσους περνούν, νομίζεις πως τίποτ' άλλο θα φαντάζονταν, παρά ότι η σκιά είναι εκείνη που μιλά;

Τι άλλο βέβαια;

Και εξάπαντος, τίποτ' άλλο οι τέτοιοι δε θα πίστευαν αληθινό, παρά μονάχα εκείνες τις σκιές.

Ανάγκη πάσα.

Σκέψου τώρα, τι θα 'πρεπε να συμβή φυσικά μ' αυτούς, αν κανείς ήθελε τους λύσει από τα δεσμά τους και τους θεραπεύσει από την πλάνη και την άγνοια τους· κάθε φορά που θα λύνονταν ένας και θα 'ναγκάζονταν έξαφνα να σηκωθή και να στρέψη το λαιμό του και να περπατήση και να κοιτάξη προς το μέρος της φωτιάς, και πονούσε ενώ έκανε όλ' αυτά και δε μπορούσε από το ακτιδοβόλισμα της φωτιάς να δη καθαρά εκείνα που έβλεπε ως τότε τις σκιές των, τι νομίζεις πως θα πη, αν του έλεγε κανείς, ότι όσα έβλεπε τότε ήταν φλυαρίες και πως τώρα, γυρισμένος κάπως πιο κοντά στο ον και σε αντικείμενα περισσότερο πραγματικά, βλέπει σωστότερα, κι αν μάλιστα δείχνοντάς του το καθένα απ' όσα θα περνούσαν από μπρος του, τον ανάγκαζε ν' αποκριθή τι είναι αυτό, δε νομίζεις πως θα έπεφτε σε μεγάλη απορία και θα νόμιζε πως εκείνα που έβλεπε τότε, ήταν αληθινώτερα απ' αυτά που του δείχνουν τώρα ;

Και πολύ μάλιστα.

Κι αν λοιπόν τον ανάγκαζε κανείς να στρέψη τα μάτια του στο ίδιο το φως, δε θα του πονούσαν τα μάτια και δε θα 'φευγε για να ξαναγυρίση πάλι σε κείνα που μπορεί να βλέπη και δε θα νόμιζε πως εκείνα είναι πραγματικώς καθαρώτερα και αληθινώτερα απ' αυτά που του δείχνουν;

Έτσι βέβαια.

Κι αν τέλος τον ξεκολλούσε κανείς από κει κάτω με τη βία, από ένα κακοτράχαλο και ανηφορικό δρόμο, και δεν τον άφηνε πριν τον τραβήξη έξω στο φως του ήλιου, άραγε δε θα τραβούσε μαρτύρια και δε θ' αγανακτούσε όσο τον έσερναν, κι όταν θάφτανε στο φως, με πλημμυρισμένα τα μάτια του απ' τη φεγγοβολή, θα μπορούσε να δη και ένα καν απ' όσα εμείς λέμε τώρα αληθινά;

Όχι βέβαια, έτσι τουλάχιστο εξαφνικά.

Θα χρειάζονταν πραγματικώς να συνηθίση πρώτα, για να κατορθώση να βλέπη καθαρά όσα είναι εκεί επάνω· και στην αρχή θα μπορούσε να βλέπη ευκολώτερα τις σκιές, έπειτα επάνω στα νερά τα είδωλα των ανθρώπων και των άλλων, και στερνά κι αυτά τα ίδια· κατόπι απ' αυτά κι όσα είναι στον ουρανό και τον ίδιο τον ουρανό, θα μπορούσε να στραφή ή να κοιτάξη τη νύχτα ευκολώτερα, με το φως του φεγγαριού και των άστρων, παρά την ημέρα με τον ήλιο και το φως του.

Πώς όχι;

Και τελευταία, θα μπορούσε να ιδή, υποθέτω, και αυτόν τον ίδιο τον ήλιο, όχι μέσα στα νερά ή σε άλλη θέση τα είδωλά του, αλλ' αυτόν καθαυτόν στη θέση του, και να παρατηρήση τι λογής είναι.

Αναγκαστικά.

Ύστερ' απ' αυτά θα 'κανε τη σκέψη γι' αυτόν, πως αυτός είναι που κάνει τις εποχές και τους ενιαυτούς, και διευθύνει σαν επίτροπος όλα στον ορατό κόσμο, και ο αίτιος, για να πούμε έτσι, όλων εκείνων που έβλεπαν αυτοί.

Είναι φανερό πως σ' αυτό το συμπέρασμα θάφτανε σιγά σιγά.

Και τι λοιπόν; όταν θα θυμόταν την πρώτη του εκείνη κατοικία και τη σοφία που είχαν εκεί κάτω αυτός και οι συδεσμώτες του, δε νομίζεις πως θα μακάριζε τον εαυτό του γι' αυτή τη μεταβολή και θα ελεεινολογούσε εκείνους;

Και πολύ μάλιστα.

Και αν υπήρχαν μεταξύ τους εκεί κάτω έπαινοι και τιμές και τίποτα βραβεία για κείνον που θάχε ισχυρότερη όραση να βλέπη ό,τι θα περνούσε εμπρός του, και να θυμάται ποια συνηθίζουν να περνούν πρώτα, ποια κατόπι τους και ποια μαζί–μαζί και έτσι να ήταν σε θέση να μαντεύη καλύτερα από κάθε άλλο τίνος θα είναι η σειρά του να παρουσιαστή, τι λες; θα είχε καμιά επιθυμία για όλ' αυτά και θα ζήλευε εκείνους που έτσι ετιμούσαν εκεί κάτω και που αφέντευαν επάνω στους άλλους; ή δε θα πάθαινε εκείνο που λέει ο Όμηρος για τον Αχιλλέα, και θα προτιμούσε χίλιες φορές καλύτερα να ζη στον επάνω κόσμο και να δουλεύη κοντά σ' έναν άλλο δίχως κλήρο άνθρωπο, παρά να έχη τις ίδιες τις ιδέες και την ίδια ζωή όπως εκεί κάτω;

Κάθε άλλο κ' εγώ παραδέχομαι πως θα προτιμούσε να πάθη, παρά να ζη μ' εκείνο τον τρόπο.

Βάλε τώρα στο νου σου κι αυτό: αν ένας τέτοιος ήθελε ξανακατέβει πάλι εκεί και ξανακαθίσει στο θρονί του, δε θα γέμιζαν τα μάτια του ξανά σκοτάδι, καθώς θα 'ρχόταν ξαφνικά από τον ήλιο;

Και πολύ βέβαια.

Κι αν ήταν ανάγκη να παραβγή με κείνους τους παντοτινούς εκεί κάτω δεσμώτες λέγοντας τη γνώμη του για κείνες τις σκιές, ενώ ακόμη δε θα καλοδιάκρινε πριν αποκατασταθή τέλεια η όρασή του, γιατί βέβαια δε θα χρειάζονταν, και πολύ λίγος καιρός να ξανασυνηθίση, δεν θα τους έκανε να σκάσουν στα γέλοια και δε θα 'λεγαν γι' αυτόν πως γύρισε από κει πάνω πανέβηκε με χαλασμένα τα μάτια, και πως δεν αξίζει τον κόπο ούτε να δοκιμάση κανείς ν' ανεβή εκεί πάνω, κι αν κανείς επιχειρούσε να τους λύση και να τους ανεβάση, δε θα ήταν ικανοί και να τον σκοτώσουν ακόμα, αν μπορούσαν να τον πιάσουν στα χέρια;

Χωρίς άλλο.

Μτφρ. Ι.Ν. Γρυπάρης.

https://www.greek-language.gr/


Δείτε ολόκληρη τη δημοσίευση εδώ : https://homouniversalisgr.blogspot.com/






ΙΩΑΝΝΑ ΒΛΑΧΟΥ - ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΚΑΛΕΝΤΑΡΙ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ

 Βίντεο - Ιωάννα Βλάχου 


ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΚΑΛΕΝΤΑΡΙ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ


«… Γύρισε κι ο Σεπτέμβρης από τις διακοπές.
Τελευταίος.
Με το τελευταίο δρομολόγιο
του κατάφορτου Αυγούστου: τσουμπλέκια
ποδήλατα ψησταριές ψυγεία ονόματα
ξεφούσκωτα κυμάτων αφρολέξ, κελαρύσματα
ορεινών χωριών δεμένα σε πτυσσόμενα πλατάνια.
Και πολλά δέρματα. Τέλεια κατεργασμένα
στον ήλιο. Για εξαγωγή.
Μερικοί ξέχασαν τελείως να γυρίσουν.
Οψόμεθα…»

(Κική Δημουλά, απόσπασμα από το ποίημα «Λυόμενο»)



Ο Ασημάκης Πανσέληνος (1903- 1 Σεπτεμβρίου 1984) γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Μυτιλήνη. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάστηκε ως δικηγόρος. Το 1974 εξέδωσε το πεζογράφημα Τότε που ζούσαμε, με το οποίο έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό. Εκτός από τα πολυάριθμα κείμενά του στα περιοδικά ο Ασημάκης Πανσέληνος έγραψε ποίηση, ταξιδιωτικά αφηγήματα, δοκίμια, αυτοβιογραφικά κείμενα. Αναφέρουμε ενδεικτικά τις δύο ποιητικές συλλογές του Ταξίδια με πολλούς ανέμους και το Καφενείο του άλλου δρόμου τα ταξιδιωτικά του Στη Μόσχα με τα νιάτα του κόσμου και Η Κίνα η δική μου το δοκίμιό του Η παράξενη φιλία μας με το Γ. Θεοτοκά, το αυτοσατιρικό κείμενο Συνέντευξη με τον εαυτό μου, κ.α. Ο Ασημάκης Πανσέληνος διέθετε ένα ιδιαιτέρως οξυμμένο κριτικό πνεύμα και μια ανατρεπτική σατιρική φλέβα, η οποία έδινε τον τόνο στη γραφή του. Συνέθεσε την τοιχογραφία του μεσοπολέμου και του μεταπολέμου, στο αυτοβιογραφικό κυρίως Τότε που ζούσαμε, αλλά και στα Νερά και χώματα και άλλα πολλά.

Το ποίημα («Σ’ ένα παιδάκι») το έγραψε ο Πανσέληνος όταν γεννήθηκε ο γιος του, ο γνωστός συγγραφέας Αλέξης Πανσέληνος.

«Σ’ ΕΝΑ ΠΑΙΔΑΚΙ»

Στον Αλέξη

Παιδί μου, αυτές τις μέρες που γεννήθηκες,
κόλαση η ανθρωπότητα είναι κρύα,
λιωμένο ατσάλι βρέχει στον πλανήτη μας
κι οι άνθρωποι ντροπιάζουν τα θηρία.

Έτσι μπορεί μια μέρα κι ο πατέρας σου
πριν σε χαρεί και πριν τον αγαπήσεις,
μ’ έν’ αναμμένο βόλι μες στα στήθια του
να μη σου μείνει ουδέ στις αναμνήσεις.

Η ελευθερία κυβέρνησε τη μοίρα του,
αυτή που ζωογονεί και θανατώνει,
δεν έκανε κακό, μονάχα μίλησε,
που έχει μιλήσει λίγο μετανιώνει.

Ήταν στο βάθος άνθρωπος αδύνατος
και μέθαγε στο πιο εύκολο μεθύσι,
πολλά μπορούσε, τίποτα δεν έκανε
κι έζησε περιμένοντας να ζήσει.

Μα εσύ να ζήσεις άξια και περήφανα
να ζεις και για τη ζωή να μη σε νοιάζει,
μονάχα ό,τι πληρώνεται με θάνατο,
μονάχα αυτό σε ζει και σ’ ανεβάζει.
(1943)


ΕΝΤΙΜΟΣ ΒΙΟΣ

Αμέριμνη η ζωή του νοικοκύρη,
δεν κάνει τούμπες, δεν έχει φτερά
και κάποτε σκυμμένος στο ποτήρι,
στο σκύψιμο γυρεύει τη χαρά.

Μοχτάει σκληρά και δε σηκώνει μύτη
και οικονομάει το χρήμα του σοφά,
στα εξήντα του αγοράζει κάποιο σπίτι
και μπαίνει μες στο σπίτι και ψοφά.


Στις 6 Σεπτεμβρίου 1860 γεννήθηκε ο Λορέντζος Μαβίλης (Ιθάκη, 6 Σεπτεμβρίου 1860 - 28 Νοεμβρίου 1912) λυρικός ποιητής, ο τελευταίος εκπρόσωπος της Επτανησιακής Σχολής. Θεωρείται ο μεγαλύτερος σονετογράφος της Ελλάδας. Τα σονέτα του Μαβίλη είχαν άρτια μορφή και εξαίρετο περιεχόμενο, το οποίο πάντως χαρακτηρίζεται από ολοφάνερη απαισιοδοξία. Τα σονέτα του, με ενδεκασύλλαβους στίχους, είναι πολύ πιο επεξεργασμένα και περίτεχνα από των συγχρόνων του, και εισάγει νέα στοιχεία, όπως το να αρχίζει η πρόταση στην μέση του στίχου και να υπάρχει διάλογος. Σημαντικό είναι και το έμμετρο μεταφραστικό έργο του Μαβίλη. Γνώστης πολλών γλωσσών, μετέφρασε, μεταξύ άλλων, στα ελληνικά Σίλερ, Σέλεϊ, Βιργίλιο, Μπράουνινγκ, Φώσκολο, Μπάιρον και αποσπάσματα από το το ινδικό έπος της Μαχαμπχαράτα. Ο Λορέντζος Μαβίλης, συμμετέχοντας ως εθελοντής στο σώμα των Γαριβαλδινών, έπεσε ηρωικά μαχόμενος στο βουνό Δρίσκος της Ηπείρου το 1912. Ήταν μόλις 52 ετών, πάνω στην κορύφωση της πνευματικής του δημιουργίας.


«AΜΙΛΗΤΑ»

Ποτάμι τρέχει ἡ Ἀγάπη καὶ ὅσο τρέχει
Πληθαίνει καὶ στ’ ολόγλυκό της αἷμα
Δείχνει τῆς εὐτυχιᾶς τὸ οὐράνιο ψέμα
Καὶ ὁ δρόμος της, θαρρεῖς, σωμὸ δὲν ἔχει.
Μὰ μπροστά της χωρὶς νὰ τὸ παντέχῃ
Τοῦ πόνου ἡ πικροθάλασσα στὸ βλέμμα
Ἁπλώνεται γεμάτη δάκρυα κ’ αἷμα,
Καὶ τὰ πάντα ρουφάει, τὰ πάντα βρέχει.
Χρυσομάννα, ἐμαράθηκαν τὰ φύλλα
Καὶ χειμῶνας πλακόνει• σὲ θωράω
Κατάματα μὲ τρόμου ἀνατριχίλα.
Καὶ σέναν’ ἀλαφιάζεται τὸ πράο
Ἄρρωστο ἀνάβλεμμά σου, σὰ νὰ ἐρώτα:
Θὰ χαροῦμε ἄλλην ἄνοιξη σὰν πρῶτα;


«ΕΛΠΙΔΕΣ ΠΟΥ ΣΤΑ ΝΕΙΑΤΑ»

Ἐλπίδες ποὺ ’ς τὰ νειάτα
γύρω μου ἐφτερουγίζετε,
ὀνείρατα ροδάτα
ὁποῦ μ’ ἐνανουρίζετε,
γιατὶ εἴσαστε φευγάτα;
Ἀγάπη μὲ τὰ μύρια
χαριτωμένα θάματα,
μὲ τ’ ἄπατα μυστήρια,
μὲ ταῖς χαραῖς, τὰ κλάματα,
μὲ τὰ γλυκὰ μαρτύρια,
Ἀγάπη μὲ τῆς νειότης
τὸ Μάη καὶ σὺ μαράθηκες,
Ἔρως εἶσαι προδότης,
μὲ τ’ ἄλλα ὄνειρα ἐχάθηκες,
τῆς νειότης μου τῆς πρώτης.
Ποὖν’ τώρα ἡ Μοῦσα, ὦ Μοῖρα,
ποὺ τρέμοντας ἀγκάλιαζα;
Γιατί νὰ σπάσῃ ἡ λύρα
ποὺ κρούοντας ἀναγάλλιαζα
’ς τῆς ὀμορφιᾶς τὴ θύρα;
Σ’ ὕπνον θανάτου τέλεια
τὴν ψυχή μου ἀποκοίμησες•
καὶ ἀντὶς φιλιὰ καὶ γέλοια,
μ’ ἄφησες τὲς ἐνθύμησες,
τῆς εὐτυχιᾶς κουρέλια.


Στις 6 Σεπτεμβρίου γεννήθηκε ο Γεώργιος Θ. Βαφόπουλος (Γευγελή, 6 Σεπτεμβρίου 1903 - Θεσσαλονίκη, 15 Σεπτεμβρίου 1996) ποιητής και ιδρυτής του φερώνυμου Πνευματικού Κέντρου στη Θεσσαλονίκη. Το 1923 πήγε στην Αθήνα, όπου εγγράφηκε στη Μαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάστηκε ως αντιγραφέας στη Μεγάλη Γραμματική της Ελληνικής Γλώσσης του Γ. Χατζιδάκη. Τελικά, αναγκάστηκε να διακόψει τις σπουδές του γιατί έπασχε από φυματίωση και επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, στις αρχές του 1924. Αυτή ήταν και η μεγαλύτερη παραμονή του στην Αθήνα. Μετά την επιστροφή του, στη Θεσσαλονίκη, το 1924 ανέλαβε, από κοινού με τον Κώστα Κόκκινο, τη διεύθυνση του περιοδικού "Μακεδονικά Γράμματα". Από τότε συνεργαζόταν με περιοδικά και εφημερίδες, όπου δημοσιεύονταν ποιήματα, διηγήματα και άρθρα του. Διορίστηκε στο Δήμο Θεσσαλονίκης το 1932, όπου το 1938 ίδρυσε τη Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης. Υπήρξε διευθυντής της έως το 1963. . Υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας του περιοδικού "Μακεδονικές Ημέρες". Διατέλεσε Γενικός Γραμματέας του πρώτου Κρατικού Θεάτρου Θεσσαλονίκης (1944) και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος (1964-1967). Υπήρξε επίσης, αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών (1980), επίτιμος καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ. (1988), μέλος της επιτροπής απονομής λογοτεχνικών βραβείων του Δήμου Θεσσαλονίκης, αντεπιστέλλον μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης, μέλος της επιτροπής του κινηματογραφικού φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (1966). Το 1979 το ζεύγος Βαφόπουλου διέθεσε ολόκληρη την περιουσία του για τη δημιουργία πνευματικού κέντρου στον Δήμο Θεσσαλονίκης. Έτσι, ανεγέρθηκε και ιδρύθηκε το Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο Θεσσαλονίκης.. Η νέα Δημοτική βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης υπήρξε όραμα του Γιώργου Βαφόπουλου και με δωρεά του το 1989 ξεκίνησε η ανέγερσή της. H ποιητική φυσιογνωμία σχηματίστηκε μέσα στην τελευταία πενταετία του μεσοπολέμου και το σημαντικότερο μέρος του έργου του το έδωσε έπειτα από τον πόλεμο και την Kατοχή. Πέθανε στη Θεσσαλονίκη το 1996

«ΦΟΒΟΣ»

Η μόνωση τούτη και τούτη η σιωπή δεν είναι
η πρώτη μόνωση κι η πρώτη σιωπή. Εκείνες ούτε
μνήμες δεν είναι πια: Ποντίσθηκαν μες στη μεγάλη νύχτα.
Τούτες άνθισαν γύρω σου, καθώς νυχτερινά λουλούδια,
όταν ο φόβος σού έγνεψε να κλείσεις το παράθυρο.
Πριν, στεκόσουν στην ανοιχτή κορνίζα του. Κι αγνάντευες
στην αυλή το παιχνίδι των μικρών παιδιών. Αλλ’ όμως
δεν έβλεπες την κίνησή τους ούτε τις φωνές τους άκουγες.
Τις θυμόσουν μονάχα, γιατί κείτονταν στο παρελθόν σου.
Κι αισθανόσουν ακέρια την αγάπη τους σ’ ακέριο
τον εαυτό σου ν’ απλώνεται πάνω, γιατί η αγάπη
είναι πέρ’ από το χρόνο κι από κάθε μερισμό.
Κάποτε είδες εκεί, που τίποτε δεν έβλεπες.
Άκουσες από εκεί, που τίποτε δεν άκουγες.
Και το παράθυρό σου ξάφνου βρέθηκε ν’ ανοίγει,
καθώς μάτι κατάπληκτο, ψηλά στον πύργο αυτό,
που ένα χαντάκι με πηχτό νερό τον φέρνει γύρα.
Και βιάστηκες να κλείσεις το παράθυρο, προτού
οι υποβρύχιες του τέλματος φωνές σε πνίξουν.
Όμως δεν είχες υποπτευθεί πως φυλάκιζες το φόβο,
πως κρατούσες κλεισμένη μέσα την ακέρια αγάπη.
Η μόνωση τούτη είναι απ’ το φόβο σου πλασμένη.
Της σιωπής τούτης τα χείλη η αγάπη τα `χει κλείσει.


«H ΦΥΓΗ»

Τη ζωή σου ξόδεψες, γυρεύοντας τον τρόπο,
που θα κάμεις και συ μιαν άσκοπη φυγή.
Συχνά αποφάσιζες πως η καινούργια αυγή
δεν έπρεπε να σ’ έβρει πια στον ίδιο τόπο.
Σε φλόγιζε ένας πυρετός να ξεπεράσεις
τα όρια της ασφυκτικής σου περιοχής.
Η πιθανότης μιας καινούργιας κατοχής
σου κέντριζε τα βήματα προς νέες εκτάσεις.
Έπαιρνες την απόφαση όμως κατά βάθος
γι’ αναβολή ζητούσες κάποιαν αφορμή,
γιατί έβρισκες "τυχαία" την τελευταία στιγμή
να `χεις στους υπολογισμούς σου κάποιο λάθος.
Δεν υποπτεύθηκες καθόλου πως αφ’ ότου
λυγίσουν την απόφασή σου δισταγμοί,
γύρω σου υψώνονται ανυπέρβλητοι φραγμοί,
που μες σ’ αυτούς πεθαίνει κι η ψυχή του "Ασώτου ".
Έτσι για πάντα ματαιώθηκε η φυγή σου,
πέφτοντας απ’ αναβολή σ’ αναβολή…..


Στις 8 Σεπτεμβρίου 1984 πέθανε η Ρίτα Μπούμη-Παππά.
Η Ρίτα Μπούμη - Παπά (και Παππά, Σύρος, 1906- Αθήνα, 8 Σεπτεμβρίου 1984) ήταν Ελληνίδα ποιήτρια και μεταφράστρια, μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Σπούδασε παιδαγωγική στην Ιταλία και ειδικεύτηκε στη μέθοδο Montessori. Εργάστηκε ως μεταφράστρια και δημοσιογράφος. Το 1936 παντρεύτηκε τον ποιητή Νίκο Παππά. Έγραψε ποιήματα και πεζά, ενώ ασχολήθηκε και με την ταξιδιωτική λογοτεχνία. Διηύθυνε και το λογοτεχνικό περιοδικό Κυκλάδες. Η Ρίτα Μπούμη - Παπά τοποθετείται χρονικά στους έλληνες λογοτέχνες της γενιάς του μεσοπολέμου. Η γραφή της χαρακτηρίζεται θεμελιωδώς από τη φυσιολατρία της, και παρουσιάζει έντονα τα στοιχεία του αισθησιασμού, του λυρισμού αλλά και του κοινωνικού προβληματισμού.


«ΥΠΟΓΕΙΟ» (απόσπασμα)

Τους ήλιους δεν εμέτρησες
που σε ζητήσαν τόσα χρόνια
πού ’σαι γυναίκα
με τα γαλάζια τσίνορα
σ’ έκρυψε στο φουστάνι της
η μαραμένη κοπέλα
πέντε χειμώνες σ’ έθαψαν
σε χιόνι λασπερό
Μεγάλη νυχτερίδα τρέφεται
απ’ τη νιότη σου
γι’ αυτό νωρίς βραδιάζει
πριν χορτάσεις
το μεσημέρι καίει
στα ψηλά τα δώματα
το κύμα του ξανθό
λούζει τους δρόμους
Πεθαίνεις με τους ποιητές
κάθε ηλιοβασίλεμα
τα χέρια σου μυρίζουν
απ’ τα μαλλιά τους
χτυπάει η καμπάνα
που δεν πιστεύεις πια
σε ξένη αυλή συνομιλείς
με το φεγγάρι....


«ΤΟ ΦΙΔΙ»

Σαν έφτασα στα μισά του δρόμου
και ζύγισα το βάρος που σηκώνω πενήντα χρόνια
για να μπορείς πιο ελαφρά να περπατάς
είδα πόσο ήμουνα μόνη.

Πού είσαι; Ως χτες επροχωρούσαμε μαζί
ξαφνικά τώρα δε σε βρίσκω
έχει κακοτοπιές, είμαι τυφλή
φυσάει δυνατός αέρας.

Ίσως να σε παρέσυρε η άνοιξη,
στα μάτια μιας ξένης γυναίκας
να είδες πάλι
τον εαυτό σου έφηβο ξανθό.

Η εφετινή χαρά σου σε προδίδει
έρχεσαι από κει που δεν πηγαίνω πια
σε μέθυσαν οι μυρωδιές του δρόμου
δεν ευκαιρείς να ιδείς το φίδι
που ’χει τυλίξει το λαιμό μου.


Στις 9 Σεπτεμβρίου πέθανε ο Ρώμος Φιλύρας (Κιάτο Κορινθίας, 1 Αυγούστου 1888 – Χαϊδάρι - Αθήνα, 9 Σεπτεμβρίου 1942)ποιητής και δημοσιογράφος. Εργάστηκε σε αθηναϊκές εφημερίδες ως δημοσιογράφος. Παράλληλα άρχισε να γράφει ποιήματα («Το Δερβένι μας») αλλά και μερικά πεζογραφήματα. Πέρασε πολλές περιπέτειες και μεταπτώσεις σ' όλο τον υγιή του βίο. Το 1920, συνεπεία αφροδίσιου νοσήματος, άρχισε να εμφανίζει προβλήματα στην ψυχική του υγεία. Το 1927 κλείστηκε στο Ψυχιατρείο, όπου παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του. Δε σταμάτησε να γράφει, άλλοτε καλά και στρωτά κι άλλοτε παντελώς αλλοπρόσαλλα ποιήματα, τα οποία έγραφε σε χαρτί του ψυχιατρείου και τα χάριζε αφειδώς στους επισκέπτες. Πέθανε στις 9 Σεπτεμβρίου 1942 στο Δρομοκαΐτειο Θεραπευτήριο. Στην ποίησή του διαφαίνεται η πρόθεσή του να χρησιμοποιήσει νέες λυρικές φόρμες αλλά και φραστικούς νεωτερισμούς, ενώ δεν λείπουν η μουσικότητα και ο ρομαντισμός. Συχνά στα ποιήματά του υπάρχει η αίσθηση της πικρίας και της απογοήτευσης, των ματαιωμένων προσδοκιών, που απορρέει από την προσποιητή ευθυμία των πρόσκαιρων απολαύσεων, η οποία γίνεται αντιληπτή ως σπατάλη και στέρηση εσωτερική. Η δυσαρμονική αυτή αίσθηση εκφράζεται με λεξιλόγιο καθημερινό, το οποίο ενίοτε αποκλίνει από την καθιερωμένη ποιητική γλώσσα.

«ΠΟΙΗΤΗΣ»

Είχα πέσει σε βύθος, είχα πάντα τη μαύρη
κι ολοπέλπιδη νύστα του βραχνά καταλύτη...
μες στο κάμα του θέρους, τη θλιμμένη και λαύρη
ποθοθάνατη 'νείρια του οράματος νήτη.

Έχω λήθαργου μοίρα κι είχα παραμελήσει
χρόνια. Κι όμως ο στίχος, ο ρυθμός δεν ελείπαν.
Είχα ανέβει εκεί που 'ναι μόναχα η βρύση...
κι η επιστήμη, αν δεν είχα, δεν θ' ανέβαινα -είπαν.

Επειδή κι είχα χάσει το ρέγουλο, είμαι
ο εμπνευσμένος ονείρων και κόσμων προφήτης,
ο πηγαίος ποιητής που στο σύννεφο κείμαι,
ο μεγάλος, ο θείος των ρυθμών υποφήτης!


«ΔΕΝ ΗΤΑΝΕ ΝΑ ΓΙΝΩ...»

Ένα πουλί που λάλησε
στον άνεμο της νιότης,
στ' ολάνθιστο απαλό κλαδί
κάποιας αγάπης πρώτης

και το τραγούδι του άλλαξε
σε πικρό ξάφνου θρήνο.
Δεν ήτανε να γίνω
ό,τι έχω 'νειρευτεί...



Στις 10 Σεπτεμβρίου πέθανε από τη Νόσο του Αλτσχάιμερ η Μαντώ Αραβαντινού (1926 - 1998) ποιήτρια, δοκιμιογράφος και ηθοποιός. Η Μαντώ (Διαμαντώ) Αραβαντινού γεννήθηκε το 1926 στο Βόλο. Το πραγματικό της όνομα ήταν Βασιλική Γκικοπούλου. Μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Φοίτησε στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν (1946). Το 1962 πρωτοπαρουσιάστηκε στον χώρο της λογοτεχνίας με την ποιητική συλλογή «Γραφή Α΄». Μεγάλο μέρος της ζωής της πέρασε στο Παρίσι, όπου πραγματοποίησε έρευνα στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης, για το έργο του James Joyce με υποτροφία. Με υποτροφία επίσης συνέχισε τις σπουδές της στη Γερμανία και την Αγγλία. Εργάστηκε ως ξεναγός, δημοσιογράφος, ηθοποιός. Στο Παρίσι ήταν συνεργάτης της γαλλικής ραδιοφωνίας και τηλεόρασης. Στην Ελλάδα συνεργάστηκε με τα περιοδικά: «Συντέλεια», «Πάλι», «Χνάρι», Ηριδανός», «Η συνέχεια» και με την εφημερίδα «Τα Νέα». Στα πρώτα της έργα επηρεάστηκε από τον υπερρεαλισμό, όπως επίσης και από τον Καβάφη και αργότερα από τον Τζέιμς Τζόυς. Ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά.

«ΓΡΑΦΗ Γ΄» (απόσπασμα)

Ποια μέθη κρατάει τα βλέφαρά σας μισόκλειστα;
Η μνήμη του αδιέξοδου; ή η γνώση του ελάχιστου;
Έτσι τους μίλησα και κρατούσα τα μάτια ορθάνοιχτα μέσα στη νύχτα.Γιατί αυτή των φθόγγων η δύναμη των αισθήσεων μαλακτικό και μαστίγιο.Όμως άπνοια του θέρους και θρηνωδία πουλιών.Τότε τα πράγματα με πλησίασαν ανάλγητα και αυτά περιγράφω. Προχωράω σε βάθος. Διαπερνώ τον χώρο του λόγου. Αρθρώνω τους φθόγγους που βγαίνουν απρόθυμοι απ’ την καρδιά των αντικειμένων.Περισφίγγω ασφυκτικά το αντικείμενο. Ενσωματώνω κι ενσωματώνομαι στις μορφές του αντικειμένου.Η γλώσσα ακόμα ανάπηρη. Το εκεί, το εδώ, που πάντα συμπλέκεται. Το εγώ και το συ στους δικούς του τους νόμους.Ακούω τους κραδασμούς του ανέκφραστου,των ανάρθρων τους ήχους,των φθόγγων φευγαλέα την άρθρωση, την ροή του χειμάρρου.
Μετράω σιωπή.



Ο Στέφανος Γρανίτσας (1880 – 13 Σεπτεμβρίου 1915) ήταν δημοσιογράφος, ποιητής και συγγραφέας από τη Γρανίτσα Ευρυτανίας που ανήκει στη λεγόμενη ηθογραφική σχολή του Κρυστάλλη. Γεννήθηκε στο χωριό Γρανίτσα της Ευρυτανίας και καταγόταν από οικογένεια αγωνιστών. Τελειώνοντας το Γυμνάσιο στην Άρτα, πήγε στην Αθήνα, το 1899, και γράφτηκε στη Νομική Σχολή, ενώ παράλληλα άρχισε ν’ ασχολείται με τη δημοσιογραφία. Τα πρώτα αξιόλογα δημοσιεύματά του φάνηκαν απ’ τις σελίδες του περιοδικού «Παναθήναια». Στα 1911, μόλις ενηλικιώνεται, εκλέγεται βουλευτής Ευρυτανίας και παίρνει μέρος σαν έφεδρος ανθυπολοχαγός στον πόλεμο του 1912-13. Μετά τον πόλεμο άρχισε να δημοσιεύει στην «Εστία» τη σειρά των πεζογραφημάτων «Τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου». Ο Σ. Γρανίτσας πέθανε νέος πολύ, από μια επιδημία τύφου που τον προσέβαλε στην Καλαμάτα τον Σεπτέμβριο του 1915. Σαν λογοτέχνης ο Γρανίτσας έφερε μιαν αγροτική δροσιά, την καθαρότητα του βουνίσιου αέρα στην αποπνιγμένη απ’ την καθαρεύουσα Λογοτεχνία της εποχής του. Το ποιητικό του έργο αναφέρεται στην αγροτική ζωή και στη ζωή των απλοϊκών ανθρώπων της υπαίθρου. Το φυσιολατρικό πνεύμα είναι έντονο και διάχυτο σ` όλο το έργο του κι ήταν από τους κύριους εκπροσώπους του νατουραλισμού στα χρόνια του. Τα έργα του γενικά αποτελούν ευχάριστα αναγνώσματα και πλουτίζουν τις γνώσεις για την πανίδα του τόπου μας, ενώ για εκείνον ήταν ένας τρόπος να ξαναζήσει τη ζωή και το περιβάλλον της πατρίδας του.


«ΑΠΡΙΛΙΑΤΙΚΟ ΒΡΑΔΥ»

Απόψε λές κι εγιόμισαν την κάθε βρύση μάγια
κι ήπιαν οι ράθυμοι βοσκοί κι αγάλλιασαν τα πλάγια
χορός στο κάθε ανάραχο,αχός στο κάθε ρέμα,
χίλιες ‘μορφιές υφαίνονται σε μεταξένιο γνέμα
πάνω στους λόγγους τους γλαρούς και στων γκρεμνών τ’ απόσκια
και τα λιοβασιλέματα στερνοφιλούν τα μόσκια.

Ως και τα κυπροκούδουνα κι οι γκιώνηδες κι οι γρύλλοι
εμέθυσαν απ’ τη χαρά τ’ αποψινού τ’ Απρίλη,
κι εσώπασαν το κλάμα τους,το πικρολάλημά τους,
να τραγουδήσουν οι καλοί τις νιές στο πέρασμά τους
απ’ τα ψηλά τα διάσελα στ’ ανάρια μονοπάτια,
με το γοργό περπάτημα,τα χαμηλά τα μάτια.


Ο Σταύρος Βαβούρης( 1925- 2008) γεννήθηκε στην Αθήνα στις 14 Σεπτεμβρίου 1925. Την περίοδο 1946-1952 σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εξαιρετικά δραστήριος παρά μια εκ γενετής αναπηρία, εργάστηκε ως καθηγητής φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση από το 1959 έως το 1984, οπότε συνταξιοδοτήθηκε ως διευθυντής Γυμνασίου. Πρώτες του δημοσιεύσεις ήταν τα ποιήματα «Σοφίας κρίματα» στο περιοδικό «Ξεκίνημα» της Θεσσαλονίκης (Ιούνιος 1944, τεύχος 6-7), και «Χίμαιρα» στο περιοδικό «Νεανική φωνή». Ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά. Το 1986 του απονεμήθηκε το 2ο Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή «Πού πάει, πού με πάει αυτό το ποίημα». Η τελευταία ποιητική του κατάθεση έγινε το 1999, με τη συλλογή «Κι αυτά; Ίσως...».Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, ολλανδικά, πολωνικά, βουλγαρικά. Πέθανε στην Αθήνα τον Νοέμβριο του 2008 σε ηλικία 83 ετών.


Φυγόκεντρό μου ποίημα
Κάνεις να ξεφύγεις προς τα δω
Κάνεις προς τα κει
Σου 'χω αποκλείσει όλα σου τα διέξοδα
– Αέρα, λίγο αέρα
Κάνε λίγο πέρα, δήμιε κορωμένε
– Εκεί –φρενιάζω– εκεί
Γράψου πρώτα κι ύστερα τα λέμε.
Δήθεν πειθαρχείς, παύεις να καλπάζεις
Λίγο δε λακτίζουν μέσα μου οι οπλές σου
Μαζεύεσαι έντρομο στο κέντρο
όπως οι φλόγες της φωτιάς τής περιφέρειας
που έχω ανάψει όλο και πλησιάζουνε
– Θα σε καρφώσω – μαίνομαι
– Μην ελπίζεις στη φυγόκεντρη φορά σου
Κει που 'σαι θα πλαντάξεις,
θα γίνεις στάχτη, παρανάλωμα μαζί μου
αν δω πως δε μπορώ
πόσο και πώς μπορώ να σε ημερώσω, να σε σώσω.
Η μοίρα σου είμαστε η φωτιά κι εγώ
φυγόκεντρο, αφηνιασμένο ποίημά μου.

---------------------------

Μέσ' απ' τις αναμνήσεις μου προβάλλει
διακριτική μα εμφαντική
και τόσο επίμονη η μορφή του
γεμάτη τραγωδία κι έπαρση∙
επίμονη
και τώρα που δεν μπορεί πια να επιμένει
που δεν χτυπάει τραπέζια
που δεν γυρίζει και ξαναγυρίζει απελπισμένος κι έξαλλος
επιμένει τώρα περισσότερο
να είναι βασιλιάς στη μνήμη μας
επιμένει
τόσο βαριά να πλημμυρίζει τις καρδιές μας.
Και τώρα πια που δεν φωνάζει
ξαναχυμάει σα θύελλα ανεπαίσθητα
μας ξεκουφαίνει η σιωπή π' άφησαν φεύγοντας
τ' απέραντα πελώρια μάτια του
μας αφανίζει η απορία
π' άφησαν φεύγοντας τα μάτια αυτά
που λησμονούσαμε όταν ολολύζανε παρόντα
και τώρα τόσο ανώφελα θυμόμαστε.



Ο Θανάσης Κωσταβάρας (1927- 2007) γεννήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου του 1927 στην Ανακασιά Μαγνησίας. Σπούδασε Οδοντιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά. Στο χώρο της λογοτεχνίας παρουσιάστηκε το 1953, με τη συλλογή ποιημάτων «Πρελούντια», την οποία αποκήρυξε αργότερα, και ακολούθησε τρία χρόνια αργότερα η ποιητική συλλογή «Αναζήτηση». Συνολικά, έγραψε 20 ποιητικές συλλογές, καθώς και δοκίμια, διηγήματα και θεατρικά έργα. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά «Επιθεώρηση Τέχνης», «Αντί», «Λέξη» και «Μανδραγόρας», του οποίου υπήρξε μέλος της συντακτικής επιτροπής. Ήταν ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Εταιρείας Συγγραφέων το 1981. Το 1983 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Θεάτρου και το 1987 με το 2ο Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή «Τα ερωτικά», το οποίο όμως αποποιήθηκε. Έργα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, πολωνικά, γαλλικά, γερμανικά. Εκτός από τη λογοτεχνία ασχολήθηκε με τη ζωγραφική και τη μικρογλυπτική. Απεβίωσε στις 20 Οκτωβρίου του 2007 σε ηλικία 80 ετών.

«H ΔΥΝΑΣΤΕΙΑ ΤΟΥ ΦΟΒΟΥ»

Mε τον φόβο πάντα πορεύθηκα
με τον φόβο συνεχίζω να διασχίζω τον κόσμο
Mπαίνω στο αφύλαχτο όνειρο
στ’ άδυτα της Aγάπης βουλιάζω.
Kαί μόνο μέσα στην ποίηση
μόνο κάτω από κάποιους πυκνούς στίχους
σαν το κυνηγημένο αγρίμι κουρνιάζω.
Kι αν κάποτε ουρλιάζω, αν χτυπιέμαι , αν χάνομαι
δεν είναι γιατί ξεχνιέμαι και βγαίνω απ’ την κρύπτη μου.
Eίναι γιατί κι εκεί με ξετρυπώνει ο φόβος.
Mπήγοντας τα μοχθηρά δόντια του στο κορμί μου.
Tο ’πα κι άλλη φορά, το ξαναλέω και πάλι:
Σαν το αγρίμι
σαν το αγρίμι έζησα τη ζωή μου.


Τα ποιήματα δεν έχουν χαρά. Δεν είναι η ομορφιά και τ’ όνειρο ενός άλλου κόσμου.
Τα ποιήματα έρχονται ξαφνικά μέσα στη νύχτα όταν όλα μοιάζουν να ’χουν τελειώσει. Όταν έχουμε εξαντλήσει και τα τελευταία περιθώρια.
[…] Τα ποιήματα είναι πάντα κοντά μας. Γυρίζουν γύρω απ’ τη λύπη μας.
Όμως δεν είναι φωλιά για να κρυφτούμε απ’ τον φόβο. Δεν είναι τρόπος για να ξεχάσουμε και να σωθούμε.
Τα ποιήματα κρύβουν μιαν άλλη δόξα μέσα τους […]
Τα ποιήματα είναι ο Έρωτας της πιο αθώας ψυχής μας.
Η πιο καθαρή ματιά πριν απ’ το θάνατο.

«ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΕΠΟΜΕΝΩΣ Η ΠΟΙΗΣΗ»

Μη με ρωτάτε τι είναι η ποίηση.
Πέστε μου μόνο τι θα ʼταν η ζωή
δίχως αυτή.
Μιλάω για μένα βέβαια πάντα.
Αν και τι θα ʼταν ο κόσμος ολόκληρος.
Δίχως τʼ όνειρο, δίχως την κρυφή ελπίδα για φυγή μέσα απʼ τʼ όνειρο.
Δίχως το άλλο πρόσωπο του χρόνου, την άλλη φωνή.
Δίχως την αυταπάτη ακόμα
πως πάντα ήμασταν φωτεινοί
πως δεν είμαστε για πάντα κλεισμένοι
μέσα σε μια τυφλή, σε μια απελπισμένη
σε μια δίχως νόημα τέλος
αναμονή.
(Άραγε θα μπορέσουμε να συναντήσουμε κάποτε τη μακρινή χώρα απʼ όπου πριν απʼ τη γέννηση μας εξοριστήκαμε;
Αυτή η ακοίμητη νοσταλγία
αυτή η οδυνηρή περιπλάνηση για την αναζήτηση της χαμένης πατρίδας
μπορεί να είναι η ποίηση.)
Από το «ΦΟΒΟ ΤΟΥ ΑΚΡΟΒΑΤΗ» 1989


Στις 16 Σεπτεμβρίου 1989 πέθανε η ποιήτρια Μάγια-Μαρία Ρούσσου (1937-1989) Η Μάγια Μαρία Ρούσσου γεννήθηκε το 1937 στην Αθήνα. Με την έναρξη του Δεύτερου Παγκοσμίου πολέμου, ο πατέρας της, όντας στη Γαλλία για εμπόριο, έφυγε προς Νότια Αμερική. Η γυναίκα του δεν τον ακολούθησε και η Μάγια Μαρία μεγάλωσε στην Αθήνα, στο πατρικό της (για ένα χρόνο έμεινε και με τον πατέρα της, στη Βενεζουέλα). Το 1967 παντρεύτηκε κι έκανε τρία παιδιά εκ των οποίων έζησε μόνο το ένα. Με τον σύζυγό της ταξίδεψε σε όλη την Ελλάδα. Όταν επέστρεψε στην Αθήνα, προώθησε τα συγγραφικά της ενδιαφέροντα και δούλεψε ως καθηγήτρια πιάνου. Πέθανε το 1989 μετά από μακροχρόνια αρρώστια.






«ΑΠΟ ΤΟ ΤΕΛΟΣ»

Έτσι που διάβηκε στιγμή η ζωή
Π’άστραψε κι έσβησε
Χτυπώ το στήθος μου
Κατάματα γιατι δεν κοίταξα τη λάμψη της
Γιατί σπάταλα δεν ξοδέφτηκα
Γιατί δεν παραδόθηκα
Με στροβιλίσματα, ύμνους και χορούς
Κι αφού ήταν να πεθάνω
Γιατί δειλά, ξυστά
Να κατεβώ του άδη το γκρεμό
Σερνάμενη στην πλάτη;
Γιατί πλατιά αγκαλιά, ανοιχτή
να μην χυθώ
στο μοιραίο μου χάος
βουερά, γιορταστικά,
ολόψυχα
σε μια στιγμή ολάκερη ζωή
αντίς ετούτη η ανοιχτή πληγή
της ύστερης ανώφελης μετάνοιας;


«ΤΟ ΑΝΟΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ»

Μα πρόσεχε λοιπόν.
Τι την άνοιξες διάπλατη έτσι την καρδιά σου.
Θέλεις ν' αρπάξω πυρκαγιά και να κάψω το σύμπαν;
Δεν συλλογίζεσαι καθόλου τα χλωρά μου μάτια;
Δεν συλλογίζεσαι καθόλου την Άνοιξη;


Γιώργος Σεφέρης(1900 – 20 Σεπτεμβρίου 1971) 
Ο Γιώργος Σεφέρης (πραγματικό όνομα: Γεώργιος Σεφεριάδης, 1900 – Αθήνα, 20 Σεπτεμβρίου 1971) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές και ο πρώτος Έλληνας ποιητής που τιμήθηκε με βραβείο Νόμπελ (τον Δεκέμβριο του 1963). Η γλώσσα του Σεφέρη πυκνή και καίρια, συμπυκνώνει στην ποίησή του αυτό που ο ίδιος ονόμασε επιγραμματικά «καημό της ρωμιοσύνης». Η ζωντανή, γηγενής παράδοση συμπορεύεται με τη σύγχρονη ευρωπαϊκή παιδεία.. Στα ελληνικά γράμματα ο Γιώργος Σεφέρης εμφανίστηκε το 1931, με την ποιητική συλλογή Στροφή, η οποία από την πρώτη στιγμή της κυκλοφορίας της προκάλεσε το ενδιαφέρον της λογοτεχνικής κοινότητας της Αθήνας. Με την πάροδο του χρόνου, η Στροφή απέκτησε τεράστιο συμβολικό βάρος, επειδή θεωρήθηκε από την κριτική ότι έστρεψε την ελληνική ποίηση από την παραδοσιακή στη μοντέρνα γραφή Η καθιέρωση του Σεφέρη ως μείζονος ποιητή έγινε το 1935, με την ποιητική συλλογή Μυθιστόρημα. Σ’ αυτό το έργο βλέπουμε πλήρως διαμορφωμένα τα σύμβολα που συνθέτουν την ποιητική μυθολογία του Σεφέρη. Στο πρόσωπό του, στην ποιητική, δοκιμιακή και μεταφραστική του εργασία, η νεοελληνική γραμματεία αναγνωρίζει έναν από τους κλασικούς του 20ου αιώνα .Πέθανε από μετεγχειρητικές επιπλοκές τα ξημερώματα της 20ης Σεπτεμβρίου του 1971.


«ΤΟ ΥΦΟΣ ΜΙΑΣ ΗΜΕΡΑΣ»( απόσπασμα) 1936


Το ύφος μιας μέρας που ζήσαμε πριν δέκα χρόνια
Σε ξένο τόπο
Ο αιθέρας μιας παμπάλαιας στιγμής που φτερούγισε
κι εχάθη σαν άγγελος Κυρίου
Η φωνή μιας γυναίκας λησμονημένης με τόση φρόνηση
Και με τόσο κόπο,
Ένα τέλος απαρηγόρητο, μαρμαρωμένο βασίλεμα
Κάποιου Σεπτεμβρίου…
Πού ’ναι η αγάπη που κόβει τον καιρό μονοκόμματα
στα δυο και τον αποσβολώνει;
Λόγια μονάχα και χειρονομίες.
Μονότροπος μονόλογος
μπροστά σ’ έναν καθρέφτη κάτω από μια ρυτίδα.
Σα μια στάλα μελάνι σε μαντίλι η πλήξη απλώνει.
Πέθαναν όλοι μέσα στο καράβι, μα το καράβι
ακολουθάει το στοχασμό του
που άρχισε σαν άνοιξε από το λιμάνι….
Η θάλασσα φουσκώνει αργά, τ’ άρμενα καμαρώνουν
κι η μέρα πάει να γλυκάνει….



Ο Δημήτρης Π. Παπαδίτσας (Σάμος, 22 Σεπτεμβρίου 1922 - Αθήνα, 1987) ήταν ιατρός και ποιητής. Πρωτοεμφανίστηκε στην λογοτεχνία με την ποιητική του συλλογή ''Το φρέαρ με τις φόρμιγγες''. Οι μελετητές της ποίησης τον κατατάσσουν στην πρώτη μεταπολεμική γενιά. Στα πρώτα του ποιητικά βήματα ο Παπαδίτσας προσπάθησε να εκφράσει την αγωνία του για μια αναμόρφωση του κόσμου, μέσα από τις αντισυμβατικές γλωσσικές και θεματικές επιλογές και με επιρροές από το ρεύμα του υπερρεαλισμού και την αρχαιοελληνική προσωκρατική φιλοσοφία. Στην πορεία του προς την ωριμότητα οδηγήθηκε προς μια απόπειρα γεφύρωσης του χάσματος ανάμεσα στην γήινη πραγματικότητα και το ποιητικό σύμπαν. Στο δοκίμιό του «Σκέψεις για τη γλώσσα και τη γλώσσα μου» ο Παπαδίτσας αναφέρει: «Ένας ποιητής, ό,τι έχει να πει το λέει με την ποίησή του. Θα έλεγα μάλιστα ότι δεν το λέει αλλά το δείχνει. Η ποιητική γλώσσα είναι συγχρόνως νόηση, εικόνα, ψυχικός αναπαλμός, αυτόματη αντίληψη, αισθητηριακή ή αισθητική ανάπλαση του γεγονότος, παρών χρόνος διαστελλόμενος ή συστελλόμενος μέσα σε μια διάρκεια χωρίς πέρατα». Τιμήθηκε δύο φορές με το 1ο Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Πέθανε στην Αθήνα, τον Απρίλιο του 1987

«ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ»

Για τον Διονύσιο Σολωμό τί έχω να πω; από γύρη
κι ανθούς η κάθε λέξη του και φως και ονειροπύλη
στης λευτεριάς το ουράνιο πανηγύρι
όπου χόρεψαν οι έρωτες με τον ξανθόν Απρίλη.

Ποιος σ’ έστειλε και ποιας θεάς το γάλα έχεις βυζάξει
που απ’ της Τουρκιάς τα σίδερα μια νύχτα είχε λυθεί,
Μεγάλε μας, μας έμαθες πως η αρμονία και η τάξη
αστράψαν μέσα στη σκλαβιά σαν δίκοπο σπαθί.


«ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΠΟΡΤΑ»

Υπάρχει ένας τόπος από τραγούδι
Υπάρχουν για τη φωνή μας υποσχέσεις
Όχι από θάνατο ούτε από ρέμβη
Χέρια αγαπημένα καθώς ακουμπούν στο μέτωπό μας
Βλέμματα που σαλεύουν μέσα μας όπως πουλιά στον ουρανό
Αφήνοντας το ρίγος μιας τωρινής ευτυχίας
Αν αύριο μ’ εύρισκες αμίλητον
Στερημένο κι από σκιά δέντρου ακόμα
Στο δέρμα μου θα κάρπιζε ο αλλοτινός καιρός
Θα με πλησίαζες και θα έφευγες με την ανάμνησή μου
Να γιατί τα βήματά μου τ’ ακούς σε κάθε σκάλα
Και πίσω από κάθε πόρτα
Στέκομαι χτυπώντας.
 από τη συλλογή «ΟΥΣΙΕΣ» (1959 – 1962)


Στις 22 Σεπτεμβρίου πέθανε ο Τίμος Μωραϊτίνης (1875 - 22 Σεπτεμβρίου 1952)
θεατρικός συγγραφέας εκδότης, δημοσιογράφος, πεζογράφος και ποιητής. Πολύπλευρη και θρυλική προσωπικότητα των Γραμμάτων ο Τίμος Μωραϊτίνης καλλιέργησε με το πληθωρικό του ταλέντο τα κυριότερα είδη του γραπτού λόγου κατά το πρώτο ήμισυ του 20ο αιώνα. Όλο το πολύπλευρο έργο του, το διαπερνά ποιητική πνοή. Ο στίχος του είναι μελωδικός, ο λυρισμός του έχει περισσή χάρη και κομψότητα, ενώ η κατάληξη του ποιήματος είναι απρόοπτη και απρόβλεπτη. Η θαυμαστή ευχέρειά του στο γράψιμο του επέτρεπε μια τεράστια παραγωγή την οποία ούτε ο ίδιος θυμόταν. Το ό, τι δε θυμόταν, αφού σχεδόν δεν κρατούσε αρχείο, είναι και ο λόγος που μεγάλο μέρος του έργου του είναι άγνωστο σήμερα ή τουλάχιστον δυσεύρετο. Πολλά ποιήματα που έγραψε έγιναν σπουδαία τραγούδια που τραγουδιούνται ακόμα και σήμερα. Μεταξύ αυτών είναι το «Στης Πλάκας τις ανηφοριές», με το οποίο και "έμαθε η ανθρωπότης πως ο θεός είναι Πλακιώτης", το συνέταξε, όπως ο ίδιος ομολογούσε ,όταν πηγαίνοντας τακτικά στο πατρικό σπίτι της μητέρας του, στην οδό Λυσίου, περιδιάβαινε την Πλάκα καταγράφοντας τις εικόνες της που έβλεπε τότε. Το 1937 τιμήθηκε με το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών της Ακαδημίας Αθηνών.Ο Τίμος Μωραϊτίνης άφησε την τελευταία πνοή στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» της Αθήνας στις 22 Σεπτεμβρίου 1952, ύστερα από ολιγοήμερη νοσηλεία, εξαιτίας ενός ατυχήματος.

«Ο ΑΛΛΟΣ»

Κανείς δεν ξέρει κι ούτε θα με μάθη
Και ας διαβαίνω με τον κόσμο όλο μαζί,
Βαθιά, μεσ’ της ψυχής μου έχω τα βάθη
Τον άλλον που κλεισμένος πάντα ζη.
Με ξέρουν μόνον κάποιες ερημιές,
Εκεί που ανθίζουν τ’ άγρια τα κρίνα,
Του κάμπου τα λουλούδια, οι κυκλαμιές,
Κάποια φτωχά δρομάκια στην Αθήνα.
Κρυφομιλώ με τη μικρή μου καμαρούλα
Και, πού και πού, η σιωπή της μ’ απαντά.
Και τάπαμε πολλές φορές με τη βροχούλα
Στο παραθύρι μου κοντά.
Κανείς δεν ξέρει αυτόν που ‘χω στα βάθη.
Μα ποιος σκοτίσθηκε να μάθει…


«ΘΕΑΤΡΙΝΟΙ»

Ένα πρωί ανοίγει η αυλαία,
Με γέλιο, με τραγούδι ή με κλάμα,
Κι αρχίζει η παράσταση.Το δράμα,
Δεν έχει τίτλο ούτε συγγραφέα.
Και ρόλους παίζουμε μεγάλους και σπουδαίους
Πότε τους ήρωες, τους δυστυχείς ή τους μοιραίους,
Πότε ιππότες με τη μάσκα την αστεία,
Πότε το δούλο, τον ελεύθερο, το σκλάβο,
Κι ακούγονται φωνές απ’ την πλατεία:
Μπράβο, Παλιάτσο! Μπράβο!
Το υστερνό το δάκρυ που θα τρέξη,
Θα ‘ναι του έργου η πράξη η τελευταία …
Τώρα θα έρθη άλλος θίασος να παίξη.
Εμείς ετελειώσαμε: ΑΥΛΑΙΑ.


Στις 22 Σεπτεμβρίου 2000 έφυγε από τη ζωή η Ελευθερία Σαπουντζή ποιήτρια, ηθοποιός και σκηνοθέτης σε ηλικία 29 ετών: Η Ελευθερία Σαπουντζή γεννήθηκε στην Αθήνα το 1971. Αποφοίτησε από το Εργαστήριο Υποκριτικής Τέχνης του «Αμφι-Θεάτρου» του Σπύρου Ευαγγελάτου και από το Τμήμα Ψυχολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών. Σπούδασε υποκριτική στο Βερολίνο με υποτροφία του γερμανικού κράτους. Ως ηθοποιός συμμετείχε σε αρκετές παραστάσεις. Έγραψε δύο ποιητικές συλλογές: Η κλινήρης Δευτέρα (1993) και Σε χρόνο αιωνίως ενεστώτα (2003).



Και με τα χρόνια με κούρασε
πια η ορθοστασία, έμαθα όμως
με υπομονή πώς στη γραμμή των συνόρων
να ισορροπώ. Κάθισα.
Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα.
Πού φτερά, μα ούτε και κολύμπι.
Ποτέ δεν είχα κλίση στα αθλήματα.
Δεν πειράζει. Εδώ. Περιμένω.
Σύντομα θα περάσει ο Εικοστός Αιώνας.

--------------------------------
Τα δάκρυα που δεν κλαίγονται
γίνονται λίμνες σκοτεινές
που στοιχειώνουν κάτω από τα μάτια.
Έπειτα οι σκιές τρώνε σιγά σιγά
όλους τους άλλους δρόμους του προσώπου.
Φτάνουν στο στόμα
μόνη γενναία είσοδος του μέσα Άδη
και κάθονται θειάφι στους πνεύμονες
ώσπου βγαίνω στον κόσμο
κέλυφος εαυτού
χωρίς κανείς να διαπιστώνει
αλλαγές
τις πλέον ελάχιστες έστω αλλοιώσεις
κυκλοφορώ ελεύθερα
εύθραυστη μόνο
μόνο το «μη εγγίζετε» έχω να κρύψω.


Στις 25 Σεπτεμβρίου γεννήθηκε στο Ναύπλιο ο Αχιλλέας Παράσχος (1838 - 1895)ρομαντικός ποιητής από τους κορυφαίους και δημοφιλέστερους της Α’ Αθηναϊκής Σχολής. Η ποίησή του άρεσε πολύ στην εποχή του.Τον Παράσχο στην εποχή του τον θεωρούσαν εθνικό ποιητή. Ωστόσο, η άκρως ρομαντική του ποίηση, τα μετέπειτα χρόνια παρωδήθηκε και λησμονήθηκε. Η επιτυχία του οφείλεται στις ιδιαίτερες συνθήκες μιας ρευστής εποχής την οποία χαρακτήριζαν έντονες προσδοκίες και απογοητεύσεις δημιουργώντας ένα κλίμα πρόσφορο στις υπερβολές. Στις μέρες μας είναι τελείως ξεχασμένος Ο Αχιλλεύς Παράσχος πέθανε στην Αθήνα στις 26 Ιανουαρίου 1895 και προπέμφθηκε στην τελευταία του κατοικία «με πάνδημον κηδείαν, απεριγράπτου μεγαλείου ομοίαν της οποίας δεν είχαν ιδή ως τότε αι Αθήναι», όπως έγραψε ο Τύπος της εποχής.



«ΕΙΣ ΤΗΝ ΝΕΟΤΗΤΑ»

Φεύγεις, φεύγεις, νιότης καημένη,
ωσάν ρόδου περνάς μυρωδιά,
σαν φιλί που πετά και διαβαίνει,
σαν ελπίδ’ απ’ ανθρώπου καρδιά.
Εμορφιά όση έχεις και δρόσο
ευσπλαχνίας αν είχες σταλιά,
δεν θα έφευγες γρήγορα τόσο,
και δεν θ’ άσπριζαν μαύρα μαλλιά!
Χαίρου, άνθρωπε, χαίρου πριν γίνης
απ’ τα χρόνια λιθάρι ψυχρό,
μέρα, νύκτα, στιγμή μην αφήνης
-λίγο ύπνο, για να ’χης καιρό…
Μη φοβήσαι, στην νιότη σαν είσαι,
κρύο, πείνα ή πόνο σκληρό,
τον Θεό σου αυτόν μη φοβήσαι•
-Έναν μόνο φοβού-τον καιρό.
Γέρος, γέρος θα γίνης• στο χώμα
θε να σέρνεσαι, δεν θ’ αγαπάς•
το φιλί θ’ ανοστίζη το στόμα,
θα μυρίζης λιβάνι όπου πας.
Χαίρου, άνθρωπε, χαίρου και πίνε
της αγάπης δροσιά και φωτιά,
γιατί λίγα τα νιάτα σου είναι,
κι από πάνω η κρύα νυχτιά.
Α, θα έλθη καιρός, συμφορά σου!
που θα ιδής σε καθρέπτη εμπρός
άσπρη τρίχα στα μαύρα μαλλιά σου,
πρώτο δώρο που στέλν’ ο καιρός…
Κειν’ η τρίχα η μία, η μόνη,
που κοιτάς με θλιμμένη ψυχή,
δυστυχή! σα βουνό σε πλακώνει,
του σαβάνου σου είναι αρχή!
Φεύγεις, φεύγεις, νεότης, καημένη,
όλο φεύγεις, δεν μένεις στιγμή,
σα νερό που στην άβυσσο μπαίνει,
σαν αγέρι που φεύγει με ορμή!


Στις 28 Σεπτεμβρίου γεννήθηκε ο Γιάννης Σκαρίμπας (Αγία Ευθυμία Φωκίδος, 28 Σεπτεμβρίου 1893 – Χαλκίδα, 21 Ιανουαρίου 1984)λογοτέχνης, κριτικός, θεατρικός συγγραφέας, ποιητής και πεζογράφος. Το έργο του, εντυπωσιακό σε έκταση και ποικιλία, σημαδεύτηκε από την έντονη αντιδικία του με τις καθιερωμένες αξίες της ζωής και του αστικού πολιτισμού. Εισήγαγε επίσης υπερρεαλιστικά στοιχεία στην ελληνική πεζογραφία. Θεωρείται ένας από τους πρωτοπόρους της ελληνικής λογοτεχνίας. Το 1915 εγκαταστάθηκε στη Χαλκίδα, για να εργαστεί εκεί ως εκτελωνιστής, ενώ παράλληλα γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο Γιάννης Σκαρίμπας ήταν ό σημαντικότερος εκπρόσωπος του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα γιατί τόσο το εικονοκλαστικό του ύφος όσο και ή ιδιόρρυθμη γλώσσα πού χρησιμοποίησε στα έργα του,προκάλεσε αίσθηση για την εποχή εκείνη. Έζησε όλη του τη ζωή στη Χαλκίδα και ταξίδεψε ελάχιστα. Κείμενά του υπάρχουν δημοσιευμένα και σε περιοδικά ενώ αρκετοί στίχοι του έχουν μελοποιηθεί. Πέθανε στις 21 Ιανουαρίου 1984

«Ο ΓΛΑΡΟΣ»

Ώρα καλή στου απείρου την καρδία
γλάρε µου βραδινέ πού Φεύγεις- πλοίο,
µετά από σένα η νύχτα, η σιγαλιά,
η κάμαρά µου, ένα Φωσάκι, ένα βιβλίο.
Πηγαίνεις σύ ... Εγώ έκπεσµένο αλαργινό
αδέλφι σου νοσταλγικό εδώ μένω
ένα βιβλίο, Ένα φωσάκι- και πονώ-
µια καµαρούλα- αδέλφι µου υψωμένο.
Κι όλο πετάς. Ώρα καλή κι έχω δουλειά
στο χώμα δώ πού βρέθηκαν οι καημοί µου,
άσπρα να κάμω τα χρυσά µου τα µαλλιά
κι ύστερα να λυγίσω το κορμί µου.
Κι από άκοντα (µην απορείς και µη ρωτάς)
σιγανά φύγω έχω δουλειά γλάρε µου - πλοίο
ένα βραδάκι που λευκός συ θα πετάς
σαν να ‘σαι το ανοιγμένο µου βιβλίο ..


«ΦΑΝΤΑΣΙΑ»

Νάναι σα να μας σπρώχνει ένας αέρας μαζί
προς έναν δρόμο φιδωτό που σβει στα χάη,
και σένα του καπέλου σου πλατειά και φανταιζί
κάποια κορδέλα του, τρελά να χαιρετάει.

Και ναν΄ σαν κάτι να μου λες, κάτι ωραίο κοντά
γι΄ άστρα, τη ζώνη που πηδάν των νύχτιων φόντων,
κι΄ αυτός ο άνεμος τρελά – τρελά να μας σκουντά
όλο προς τη γραμμή των οριζόντων.

Κι΄ όλο να λες , να λες, στα βάθη της νυχτός
για ένα – με γυάλινα πανιά – πλοίο που πάει
όλο βαθιά, όλο βαθιά, όσο που πέφτει εκτός:
όξ΄ απ΄ τον κύκλο των νερών – στα χάη.

Κι΄ όλο να πνέει, να μας ωθεί αυτός ο αέρας μαζί
περ΄ από τόπους και καιρούς, έως ότου – φως μου –
( καθώς τρελά θα χαιρετάει κειν΄ η κορδέλα η φανταιζί )
βγούμε απ΄ την τρικυμία αυτού του κόσμου…


Στις 29 Σεπτεμβρίου πέθανε ο ποιητής Σωτήρης Σκίπης (1881 - 1952). Γεννήθηκε το 1881 και πέθανε το 1952 στο Ρονιάκ της Γαλλίας, όπου υπάρχει ακόμα ο τάφος του. Φοίτησε στη Δραματική Σχολή του Βασιλικού Θεάτρου και συνεργάστηκε με την Νέα Σκηνή του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου. Σπούδασε επίσης Αισθητική και Λογοτεχνία στο Παρίσι. Το 1922 τιμήθηκε με το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων. Το 1924 διορίστηκε διευθυντής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών και το 1929 γραμματέας της. Το 1946 εκλέχθηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών .Συνεργάστηκε με πολλές εφημερίδες και περιοδικά σε θέματα λογοτεχνικά. Την περίοδο 1904-1906 εξέδιδε μαζί με τον Άριστο Καμπάνη το φιλολογικό περιοδικό «Ακρίτας». Η Γαλλία τον τίμησε με το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής και με το βραβείο της Γαλλικής Ακαδημίας για την «Ανθολογία» του, γραμμένη στα γαλλικά. Στην Αθήνα έμενε στην Καλλιθέα και στο σπίτι του συγκεντρώνονταν λογοτέχνες και διανοούμενοι που αποτέλεσαν τον κύκλο της Φιλολογικής Συντροφιάς της Καλλιθέας. Ο Σωτήρης Σκίπης πέθανε στην Προβηγκία της Γαλλίας. Ανήκε στη Νέα Αθηναϊκή Σχολή. Η ποίησή του ήταν λυρική όσο και δραματική.

«ΜΑ ΤΙ ΝΟΙΑΖΕΙ»

Όπου πας κι όπου στρέψεις τη μοίρα σου
δεν ξεφεύγεις! Οι μέρες μας είναι
υφασμένες με τέτοια κλωστή,
τη χαρά ν’ ακολουθά πάντα η λύπη.
Μα τι νοιάζει! Τη λύρα τα δάχτυλα
ας μην παύουν ν’ αγγίζουν. Κι ας έρθουν
τα τραγούδια θλιμμένα ή χαρούμενα,
για μας όλα καλόδεχτα θα ‘ναι.
Είν’ ωραίο το πρωί, το παράθυρο
σαν ανοίγεις, να βλέπεις το φέγγος
της πιο ξάστερης μέρας κι ανάσταση
να θαρρείς πως η φύση γιορτάζει.
Μα παρόμοια είν’ ωραίο όταν της θύελλας
το στριγκό γροικάς θούριο και πέρα,
η αστραπή αγριεμένη, το μέτωπο
το θόλο τ’ ουρανού στεφανώνει.


«ΑΣΠΡΑ ΚΑΡΑΒΙΑ»

Άσπρα καράβια τα όνειρά μας
για κάποιο ρόδινο γιαλό
άσπρα καράβια τα όνειρά μας
θα κόβουν δρόμο κι ένα δρόμο
μυριστικό κι ευωδιαστό
θα κόβουν δρόμο κι ένα δρόμο
Κι από ψηλά θα μας φωτίζει
το φεγγαράκι το χλωμό
κι από ψηλά θα μας φωτίζει
και θ’ αρμενίζουν, ω χαρά μας
ίσα στο ρόδινο γιαλό
άσπρα καράβια τα όνειρά μας


Στις 29 Σεπτεμβρίου πέθανε ο ποιητής Άθως Δημουλάς (1921- 29 Σεπτεμβρίου 1985) Ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά. Γεννήθηκε το 1921 στην Αθήνα. Σπούδασε πολιτικός μηχανικός στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και συνέχισε τις σπουδές του με υποτροφίες στο Βέλγιο, την Αγγλία και τη Γαλλία. Ειδικεύτηκε στις στατικές μελέτες και στην σιδηροδρομική. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα εργάστηκε ως διευθυντής στους Σιδηροδρόμους Ελληνικού Κράτους (Σ.Ε.Κ.). Το 1952 παντρεύτηκε την ποιήτρια Κική Δημουλά, απέκτησαν δύο παιδιά και έζησαν μαζί έως το θάνατό του το 1985. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1951 με την ποιητική συλλογή «Ποιήματα». Τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό βραβείο Ποίησης (1966 για τη συλλογή Άλλοτε και Αλλού). Έργα του μεταφράστηκαν στα αγγλικά και τα πολωνικά.

«ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ»

Η αρχή, ένας τυχαίος μάλλον συνδυασμός
λέξεων είναι, που διεγείρει περιέργεια,
φαντασία και αίσθημα. Έπειτα η λογική,
απ’ τις πολλές που συνωστίζονται συνέχειες,
μιαν εκλέγει, αυθαίρετα ίσως, έτσι
το σχήμα διαγράφοντας. Και, μες στα στενά
όρια που μένουν, την εμπειρία και τη δύναμη
του τεχνίτη δείχνει το τέλος.
Χωρίς η χρονική αυτή διαδοχή
Να προδικάζει και τη θέση τους στο ποίημα.


«Ο ΠΟΙΗΤΗΣ»

Και άλλης μιας αισθήσεως κάτοχος, έκτης, για τις άπειρες προεκτάσεις της πραγματικότητας. Κάθε διάχυτης, φευγαλέας λεπτότητας επίμονος και προσεκτικός συλλέκτης.
Συντηρητής ακούραστος μεγάλης ποσότητας αισθημάτων και ονείρων. Και πλεονέκτης: δεν του επαρκεί να είναι μόνο δέκτης τόσο ευαίσθητος, θέλει της δεκτικότητας αυτής αναστροφή. Σε στίχο.
Που σκοποί της ζωής του είναι πια. Ολοκληρωτικός.
Γι αυτό κινεί τ΄ αδιανόητα. Και παίκτης
«εν ου παικτοίς» γίνεται συχνά. Πομπός
απ΄ ό,τι δέχεται θα επιστρέφει ασφαλώς περισσότερα.
Γιατί ο ποιητής είναι ρέκτης.


«Ο ΠΟΙΗΤΗΣ»

Αλχημιστής του Μεσαίωνα, που στην εκπλήρωση
έργων απόκρυφων δαπανά – σ’ έκσταση, χρόνο,
μνήμη και όνειρα –, αλχημιστής του Μεσαίωνα
μοιάζει: θέλει τη ζωή όλη, ακέραιη, σ’ ένα
μονάχα ποίημα να περιλάβει. Σε μιαν έκφραση
μέσα, ποιητική.
Τέτοιον οραματίζεται άθλο.
Ουτοπία, βέβαια. Η ζωή, απέραντη και πολύμορφη,
περιλαμβάνει μόνο, δεν περιλαμβάνεται.
Και περισσεύει έξω από κάθε έκφραση,
από κάθε ποίημα έξω.
Ουτοπία, βέβαια.
Όμως διστάζει να το δεχθεί. Γιατί έτυχε
κάποιες φορές, κι όχι σπάνιες, έτυχε να ‘χει
τη ζωή περικλείσει σε μια στιγμή.
Και προσπαθεί – με χρόνο, μνήμη και όνειρα.


«ΟΔΥΣΣΕΥΣ»

Έχει πολλά να θυμηθεί απ’ τη ζωή του!
(Όσα ίσως κανείς θνητός). Η γοητεία
της Κίρκης βαραίνει την ανάμνησή του.
Κι όταν έφυγε απ’ την Κίρκη, η τρικυμία.

Εκινδύνεψε πολλές φορές. Μα η πανουργία
(και η τύχη) τον οδήγησαν σώο στο νησί του.
Ο Πολύφημος, τυφλός, ωρύεται. Η κραυγή του
ακόμα του φέρνει αγωνία.

Στη μνήμη του έρχονται του γυρισμού του
οι περιπέτειες και οι δόλοι. (Του παλατιού του
γαλήνιος απλώνεται εμπρός του τώρα ο κήπος).

Ξάφνου ταράζει την καρδιά του χτύπος
μεγάλος. Το φοβερό τέχνασμα του νου του
ιδού: ο Δούρειος ίππος.


Ιωάννα Τσάτσου (1909 - 30 Σεπτεμβρίου 2000) κόρη, αδερφή και σύζυγος τριών μεγάλων διανοούμενων, του Στέλιου Σεφεριάδη, του Γιώργου Σεφέφη και του Κωνσταντίνου Τσάτσου αντίστοιχα, υπήρξε και η ίδια μεγάλη διανοούμενη και ποιήτρια και ασχολήθηκε με την ποίηση και την πεζογραφία. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε το 1965 με την έκδοση του ημερολογιακού κειμένου Φύλλα κατοχής. Ακολούθησε η έκδοση της ποιητικής συλλογής της Λόγια της σιωπής (1968) και οχτώ ακόμη συλλογές ως το 1973 .Έργα της μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά και ρουμανικά. Πέθανε στις 30 Σεπτεμβρίου 2000 σε ηλικία 91 ετών.Η λογοτεχνική της δραστηριότητα άρχισε την περίοδο της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα, περίοδο κατά την οποία ο πόνος και η ευθύνη που ανέλαβε για να συμβάλει στον αγώνα, την έσπρωξε να βρει καταφύγιο στη γραφή. Η λιτή έκφραση είναι για την Ιωάννα Τσάτσου ο στόχος του καλού ποιητή. Το ποιητικό έργο της Ιωάννας Τσάτσου είναι μια πορεία προς την λιτότητα. Το μήνυμα που θέλει να μεταφέρει δεν θυσιάζεται ούτε σε περίπλοκες δομές, ούτε στο στόμφο, ούτε στη ρίμα. Είναι μία λιτή και άμεση ποίηση.

«Ο ΜΑΥΡΟΣ ΚΥΚΝΟΣ»

Σιγά αθόρυβα
συντελούνται οι δύσκολες παραιτήσεις
φίλοι ακριβοί
προσφέρουν την αγαλλίαση του τίμιου λόγου
και πάλι μακραίνουν
σβήνει ο διάλογος χωρίς απάντηση
οι στίχοι που μας ξυπνούν τη νύχτα
σημειώνονται στα σκόρπια φύλλα του ανέμου
Τα μυστικά των καιρών
και της κινούμενης ψυχής ανεξιχνίαστα
Κυρίαρχη η εξουσία της ώρας
Ροδόφυλλα ψυχής ραίνουν
τον μαύρο κύκνο που προχωρεί
στο γαλάζιο
αγέρωχος σιωπηλός.

«ΚΑΛΕΣΜΑ»


Με κάλεσες
σκαλί- σκαλί ανεβαίνω το δύσκολο ταξίδι
θέλω να φτάσω σε Σένα
λιγοστή η δύναμη
ασίγαστη η έγνοια.
Εσύ με στέκεις στη γλίστρα του χιονιού
στην παγωνιά που κόβει την πνοή μου
Εσύ μου δίνεις δύναμη
στο γέλιο του παιδιού.

από τη συλλογή ¨Ποιήματα»


Επιμέλεια- Επιλογή υλικού και φωτογραφιών : Ιωάννα Βλάχου
Πηγή : Διαδίκτυο






" ΠΙΑΣΕ ΤΟ ΦΩΣ..." Τραγούδι του Σταύρου Μαλιαμάνη σε Στίχους του Ηρακλή Κριεζή



Τραγούδι/Μπουζούκι: Σταύρος Μαλιαμάνης Στίχοι: Ηρακλής Κριεζής Βίντεο: Βάσω Μητσοπούλου


 ΠΙΑΣΕ ΤΟ ΦΩΣ...

Πάνω σε δρόμους σαν παλιό λεωφορείο, με μανιβέλα και μια σπίθα της καρδιάς, βάζεις φωτιά τις μηχανές σου μες στο κρύο κι όλη τη φλόγα τους αλόγιστα σκορπάς Όσα δε σου `δωσε η ζωή και σου χρωστάει κι όσα σου μέλλουν οι καιροί σου, θα τα δεις άσε τον άνεμο που ξέρει να φυσάει, δεν έχει όρια η χαρά σαν τη γευτείς... Τρέχει αδιάκοπα η γη, κι εσύ μαζί στη γύρα μ` ένα γιατί και μια κραυγή ν` αλλάξει τούτη η μοίρα Πιάσε το φως σα μια κλωστή, τυλίξου σαν κουβάρι, να σ` αγαπήσει η χαραυγή, να μοιάζεις με φεγγάρι...
Στίχοι Κριεζής Ηρακλής...







ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΠΗΤΤΑ "Φίλοι σκιές!"



Πενθώ,
κρατώντας αποστάσεις ασφαλείας
απ' της ημέρας τη γυμνή οχλαγωγία,
σκιές μέσα στου πλήθους την ανωνυμία
φίλους κρυμμένους,
ωσάν παροπλισμένες λαμπηδόνες
στου ώριμου λυκόφωτος
τη χαρίεσσα την ώρα,
θλιβερά απόντες,
σκιές π' απομακρύνονται
κι ούτ' ένα νεύμα συγκατάνευσης!
Πενθώ,
που πέπρωται να γίνουν ξένοι,
εκείνοι π' αγαπήθηκαν πολύ...
Ενός λεπτού σιγή
για κείνες τις ισόθεες υπάρξεις της ζωής μου,
που γίνανε σκιές,
και στέκουν πια βουβές,
ασπρόμαυρες φωτογραφίες,
της φιλίας νοσφιστές...
Κατερίνα Πήττα
29/08/2021



Η φωτογραφία είναι από το https://gr.pinterest.com/






ΤΑΣΟΣ Σ. ΜΑΝΤΖΙΟΣ "ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ΤΑ ΣΑΡΑΝΤΑ"


Οι δρόμοι τώρα,
απέκτησαν φωνή
και τα τζιτζίκια, ακροατήριο.
Τα σπίτια,
γέμισαν ζωή.
Μπαϊλντισμένοι υπάλληλοι
σε άδεια ολιγοήμερη.
Αποδημητικοί συνταξιούχοι
για μια τζούρα γενέτειρας.
Της εφηβείας, αναμνήσεις.
Ξεχορταριάσματα.
Φωνές παιδιών.
Κλαρίνα ηπειρώτικα
να σου ραγίζουνε τα μέσα.
Στο καφενείο οι κουβέντες
ως αργά.
Κομματικά κι οπαδικά.
Φρέσκα,
μπαγιάτικα,
ανάκατα.
Ούζο, μεζές
και λύσεις.
Ανατομία ενδελεχής,
σ΄όλα της ζωής,
τα "είναι" και τα "πρέπει".
Μέχρι τ΄Αυγούστου τα σαράντα,
είπε.
Γυμνός κι αν βγεις μετά
να σεργιανάς,
κανένας δεν σε βλέπει.


Τάσος Σ. Μάντζιος

Η φωτογραφία είναι από https://www.i-diakopes.gr/





Carpe " Απόθεμα ζωής..."



Η καρδιά πληγώνεται
από σκέψεις κενές .
Σπάει τις σιωπηλές νύχτες
μια αναταραχή κρυφή.
Τα φτωχά μου μάτια
γέμισαν θρήνους.
Ο πόνος της έλλειψης
καταπνίγεται μέσα σε λέξεις άνυδρες.
Όλα περνούν σε δεύτερη μοίρα,
στο βάθος της καρδιάς
η ελπίδα χυμάει αχαλίνωτη.
Τόσο καιρό είχα λησμονήσει
το ζωντανό σου σχήμα.
Το απόθεμα της ζωής εκκωφαντικό,
κατέκλυσε πια τις αισθήσεις μου.

Carpe.








ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ "ΑΝΑΠΟΛΗΣΗ"



Κι όταν έσμιξαν οι επιθυμίες με τα όνειρα
και ημέρεψαν οι κρυφές φωνές και χτύποι
σε κείνα τα πρώιμα και ασχημάτιστα χρόνια,
στα μάτια σου έλαμψε η δικαιοσύνη
της ώριμης βιασύνης κι αθόρυβης σεμνότητας.
Στη διάφανη σιωπή σου και το ζωγραφισμένο γέλιο,
φέγγισε της ψυχής μας το λευτέρωμα
κι η ξαστεριά στο σκλάβωμα της αγάπης.
Λιόγιομη της χαράς αυγή τ’ αντάμωμά μας
κι ο χωρισμός, νύχτα των λογισμών και αγωνίας.
Είχε ο κόσμος λάμπρισμα στις άγνωστες τις στράτες,
παιδί καθώς έτρεχα σε μύθους και ιστορίες,
τον πόθο τον πρωτόγνωρο θησαύρισμα να κρατήσω
κι μ’ ένα τρισάγιο φωναχτό και απλωμένα χέρια
να γείρεις κόρη των θεών και νύμφη των ανθρώπων,
γλυκό μαντάτο ν’ ακουστείς, μούσα να σε θαρρέψω
για να ‘ναι η ζωή ξεφύλλισμα στου έρωτα τη βίβλο.
Αισθήματα πρωτόλεια, αγνά και άδολες οι σκέψεις
χωρίς αναρωτήματα, προτάγματα και δοκιμασίες.
Οι μέρες ήταν βέβαιες, κοινές και λύτρωσης υμνωδία
στο συνεπαρμό της ομορφιάς, στο μάγεμα της σαγήνης.
Πλατύ κατώφλι η χαρά, η ευτυχία μοιρασιά και στέγη,
θέλγητρο η βάσανος της προσμονής και κάλλος η αγωνία.
Οι μνήμες, διάπλατα ανοιχτό παράθυρο του χρόνου
και γλύκασμα αναπόλησης, χωρίς απαντοχές και προσδοκίες

28-8-2021