ΙΩΑΝΝΑ ΤΣΑΤΣΟΥ (1909 - 30 Σεπτεμβρίου 2000 )

 Η Ιωάννα Τσάτσου γεννήθηκε στη Σμύρνη, κόρη του δικηγόρου και διδάκτορα της Νομικής Σχολής του Παρισιού Στέλιου Σεφεριάδη και της Δέσπως το γένος Γιωργάκη Τενεκίδη, και αδελφή του Γιώργου Σεφέρη. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και αναγορεύτηκε διδάκτωρ στην ίδια σχολή με τίτλο της εργασίας της Επίδραση της εθνικότητας επί του κύρους του γάμου. Το 1930 παντρεύτηκε τον Κωνσταντίνο Τσάτσο, με τον οποίο απέκτησε δυο κόρες τη Δέσποινα και τη Θεοδώρα. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής έδρασε στην ΕΚΚΑ του συνταγματάρχη Ψαρού και πήρε μέρος σε αποστολές βοήθειας οικογενειών εκτελεσθέντων και φυγάδευσης άγγλων στρατιωτών με την καθοδήγηση της Αρχιεπισκοπής Αθηνών. Το 1947 κυκλοφόρησε το βιβλίο Εκτελεσθέντες επί κατοχής γνωστοποιώντας τα ονόματα οικογενειών που πλήγηκαν από τους κατακτητές, προκειμένου να συνταξιοδοτηθούν. Συνέχισε την ανθρωπιστική της δράση και κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, ως μέλος του Κέντρου βοήθειας του παιδιού, του Σώματος Ελληνίδων Οδηγών, της Φανέλας του στρατιώτη, της Διεθνούς Κοινωνικής Υπηρεσίας. Την περίοδο 1950-1951 αγωνίστηκε υπέρ του δικαιώματος ψήφου των ελληνίδων και το 1966 πήρε μέρος στην έκτη επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών. Τιμήθηκε για τη δράση της με το Μετάλλιο Εξαίρετων Πράξεων, το Χρυσό Σταυρό της Εποποιίας (1960), το Μεγαλόσταυρο του Τάγματος της Αξίας (1979, Γαλλία - Σενεγάλη). Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε το 1965 με την έκδοση του ημερολογιακού κειμένου Φύλλα κατοχής. Ακολούθησε η έκδοση της ποιητικής συλλογής της Λόγια της σιωπής (1968) και οχτώ ακόμη συλλογές ως το 1973 που εξέδωσε το βιογραφικό πεζό Ο αδελφός μου Γιώργος Σεφέρης, που τιμήθηκε με το Α’ κρατικό βραβείο βιογραφίας. Ολοκλήρωσε επίσης ταξιδιωτικά κείμενα και ιστορικές μονογραφίες. Τιμήθηκε επίσης με το χρυσό μετάλλιο της Γαλλικής Ακαδημίας (1976), το βραβείο ποίησης Α. Ντε Βινιύ (1978), το Πρώτο Διεθνές Βραβείο Ποίησης Sicilia (1980) και το βραβείο Gramatikakis - Neuman της Γαλλικής Ακαδημίας Ηθικών και Πολιτικών Επιστημών για το σύνολο του έργου της. Έργα της μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά και ρουμανικά. Το 1996 τιμήθηκε με το βραβείο Φρειδερίκου Μάθιους. Πέθανε στις 30 Σεπτεμβρίου 2000.




Εργογραφία


(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)

Ι.Ποίηση
• Λόγια της σιωπής• Εισαγωγή του Κωνσταντίνου Α. Τρυπάνη. Αθήνα, Εστία, 1968.
• Άτμητο φως. Αθήνα, Εστία, 1969.
• Αθηναΐς· Αιλία Ευδοκία Αυγούστα. Αθήνα, Εστία, 1970.
• Έλεγος. 1971.
• Γυμνός τοίχος. Αθήνα, 1975.
• Ο κύκλος του ρολογιού. Αθήνα, 1976.
• Ποιήματα· Προμετωπίδα Ν.Χατζηκυριάκου – Γκίκα. Αθήνα, Ίκαρος, 1977.
• Χρέος· Ποιήματα· Προμετωπίδα Γιάννη Μόραλη. Αθήνα, Ίκαρος, 1979.
• Χρόνος· Ποιήματα·Προμετωπίδα Γιάννη Μόραλη. Αθήνα, Ίκαρος, 1981.
• Πορεία· Ποιήματα· Προμετωπίδα Σπύρου Βασιλείου. Αθήνα, Ίκαρος, 1982.
• Ιχνηλασία. Αθήνα, Εστία, 1984.
• Καταυγασμός. 1984.
• Ποιήματα. 1987 (και δεύτερη συμπληρωμένη έκδοση, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988).
• Άγρυπνη αυγή. Αθήνα, Οι εκδόσεις των Φίλων, 1989.
• Φως τη σκοτία· Ποιήματα. Αθήνα, Αστρολάβος/Ευθύνη, 1992.

ΙΙ.Πεζογραφία - Μαρτυρίες - Ταξιδιωτικά κείμενα - Μονογραφίες
• Φύλλα Κατοχής. Αθήνα, Εστία, 1965.
• Ο αδελφός μου Γιώργος Σεφέρης. 1973.
• Αθηναΐς. 1970.
• Από το τετράδιό μου• Ώρες του Σινά. Αθήνα, Εστία, 1981.
• Καταγραφές. Αθήνα, Εστία, 1983.
• Ιχνηλασία. Αθήνα, Εστία, 1984.
• Η ποίηση και ο Άδης. Αθήνα, Οι εκδόσεις των Φίλων, 1987.
• Στιγμές και μνήμες. Αθήνα, Εστία, 1988.
• Κυδαθηναίων 9· Αναμνήσεις. Αθήνα, Αστρολάβος/Ευθύνη, 1993.



«ΣΤΙΓΜΕΣ ΚΑΙ ΜΝΗΜΕΣ» Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ

i ."Τώρα φυλάγω κόκαλα"

Η Ιωάννα Τσάτσου θυμάται δύο επισκέψεις της στο Πατριαρχείο στην Κωνσταντινούπολη:

Το 1951 οι Έλληνες της Πόλης είχαν καλέσει τον Κωνσταντίνο Τσάτσο να μιλήσει στην ελληνική παροικία, με θέμα «ο χώρος του Παλαμά». Μας δέχτηκε ο Πατριάρχης Αθηναγόρας με ενθουσιασμό και αισιοδοξία. «Πόσους ορθόδοξους αριθμεί το ποίμνιό σας, Παναγιώτατε;» ρώτησα δειλά. «Σύντομα, παιδί μου, θα είναι τριακόσιες χιλιάδες. Αυτό είναι η φιλοδοξία μου». Ήταν το πρώτο μας ταξίδι στην Πόλη, ευτυχώς πολυήμερο. Κάθε πρωί πήγαινα στην Αγιά Σοφιά. Το 1972 ήμουν πάλι στην Πόλη για δύο μέρες. Ήθελα να δω τον Αθηναγόρα. Γνώριζα πως ήταν φαρμακωμένος και οι έγνοιες του πολλές. Και του έκανα πάλι την ίδια ερώτηση. «Πόσους ορθόδοξους, Παναγιώτατε, έχετε τώρα στη Βασιλεύουσα;». «Αμέτρητους, παιδί μου», απάντησε με ένα πικρό χαμόγελο, «τώρα φυλάγω κόκκαλα».

Σε τελετή θεμελίωσης - πηγή 

ii ." Στον τάφο του Καζαντζάκη "

Η Ιωάννα Τσάτσου περιγράφει μια επίσκεψή της στον τάφο του Καζαντζάκη:

Αργά, μετά τη δεξίωση πρότεινα στη Φανή να πάμε λίγο πάλι στον τάφο μοναχές για τελευταία φορά. Μια στιγμή περισυλλογής. Σκοτάδι. Ό,τι φώτιζαν οι χαμηλωμένοι φάροι του αμαξιού. Και τότε απίθανη πρόβαλε μια εικόνα μέσα στη νύχτα. Δυο ερωτευμένα παιδιά, αγκαλιασμένα πάνω στην πέτρα του τάφου του Καζαντζάκη, πλάι στον ξύλινο σταυρό. Ξαφνικά φωτίστηκαν. Πετάχτηκαν όρθια. Το παληκάρι άλαλο, αμήχανο, η όμορφη κοπέλα τρεμάμενη, φοβισμένη. «Είναι μυστικό μεγάλο, θα με σκοτώσουν οι δικοί μου». Την αγκάλιασα. «Μη φοβάσαι, κοριτσάκι μου, κανείς μα κανείς δε θα το μάθει, να είσαι ήσυχη». Και φύγαμε αμέσως και τους αφήσαμε πάλι μες στο σκοτάδι, και παρακάλεσα τους συνοδούς μας να κρατήσουν αυστηρό το μυστικό. Τι μεγάλη προσφορά στον Καζαντζάκη, δυο νέα παιδιά να μιλούν για τον έρωτά τους πάνω στον τάφο του.

Με τον Γιάννη Τσαρούχη στην Γκαλερί Ζυγός 
πηγή

Φύλλα κατοχής

Πρόλογος της συγγραφέως.
«Τούτο το ημερολόγιο δεν το προόριζα για την δημοσιότητα. Έγραφα και κάθε τόσο έρριχνα τα φύλλα του μέσα σ’ ένα τενεκεδένιο κουτί, θαμμένο σε μια γωνιά του κήπου μας, για να το διαβάσουν κάποτε τα παιδιά μου. Πέρασαν περισσότερα από είκοσι χρόνια, και βλέπω πως τα γεγονότα που συντάραζαν το Έθνος ολόκληρο λησμονήθηκαν. Το ψυχικό κλίμα της εποχής εκείνης έχει ολότελα εξαφανιστεί.
Μυριάδες όμως τότε Ελληνίδες αισθάνθηκαν όπως εγώ και πράξανε όπως εγώ. Το βίωμα το δικό μου υπήρξε βίωμα σχεδόν καθολικό της Ελληνίδας γυναίκας. Πιστεύω πως η διατήρηση του στη μνήμη μας αποτελεί καθήκον. Ακόμη, από τη θέση όπου έτυχε να βρίσκομαι την εποχή εκείνη, μου δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσω την ψυχή και τις πράξεις μερικών ξεχωριστών, υπέροχων ανθρώπων, μερικών ηρώων. Θεώρησα χρέος μου να διασώσω τα όσα έζησα τότε από τη ζωή τους • σαν ένα παράδειγμα και σα μια διδαχή για τις ώρες όπου τα εθνικά ιδανικά δεν έχουν την κυρίαρχη θέση που τότε είχανε.
Ελπίζω να μου συγχωρεθούν τα πολλά κενά και οι κάθε είδους ατέλειες. Παρουσιάζω αναλλοίωτο ένα κείμενο, που είναι ένα κομμάτι της ζωής μου. Όπως δεν μπορώ ν’ αλλάζω τη ζωή μου πού πέρασε, έτσι και αυτό δεν μπόρεσα και δεν θέλησα να τ’ αλλάξω.

Αποσπάσματα του ημερολογίου.

14 Σεπτέμβρη 1941

Κάθομαι στη μικρή βεράντα της τραπεζαρίας για λίγη δροσιά. Σιγά σιγά το απαλό σεπτεμβριανό φως διαλύεται μέσα στη νύχτα. Χτυπά η πόρτα, και μπαίνει η Κατίνα Δούση. Η Κατίνα, φτωχή, πανέξυπνη γειτόνισσα, μιλάει γρήγορα, φοβισμένη, απελπισμένη.
« Κυρά μου, ένας ξανθός αρχάγγελος μπήκε στο σπίτι. Τον έκλεισα στο κουζινάκι. Τί θα γίνη Θεέ μου ; Αυτός που τον έφερε εξαφανίστηκε».
«Αξιωματικός;» τη ρώτησα.
«Έτσι μοιάζει».
« Καλά, πήγαινε στο σπίτι σου, κλείσε κα¬λά την πόρτα σου, και απόφυγε να μπη και ο πιο δικός σου. «Έρχομαι αμέσως ».

Η υπόθεση αυτή δεν με ξαφνιάζει. Κάθε λίγο μας ειδοποιούν για κάποιον εγγλέζο σε κίνδυνο ή σε ανάγκη. Οι απλοί άνθρωποι βοηθούν μ’ όλη τους την καρδιά. Μα δεν έχουν τον τρόπο να φυ¬γαδεύσουν άγγλους, ούτε και να τους θρέψουν. Πί¬σω απ’ αυτούς, είμαστε μια αλυσίδα φίλων, έτοι¬μοι να τους στηρίξωμε.

Τηλεφωνώ αμέσως στον Γιώργη Αβέρωφ, έναν από τους φίλους. Μου φέρνει ό,τι έχει πιο πρό¬χειρο τη στιγμή εκείνη, το κλειδί ενός άδειου σπιτιού.
Βάζω σ’ ένα ταγάρι, κονσέρβες, ψωμί, καφέ, ζάχαρι, σαπούνι και πάω στης Κατίνας, στην ο¬δό Σωτηροζ.
Μέσα στο μικρό χαμηλό κουζινάκι, που μυρίζει μαρίδα τηγανιτή, ο άγγλος στέκεται όρθιος σε μια γωνιά. Το κεφάλι του ακουμπά σχεδόν στο ταβάνι. Μοιάζει σαν κυνηγημένο πουλί. Τον χαιρετώ, ανταλλάσουμε λίγες λέξεις, και βγαίνομε προσεκτικά στο δρόμο. Έχω περάσει το μπράτσο μου στο δικό του, και προχωρούμε αδιάφοροι. Ο Γιώργης Αβέρωφ και ο άντρας μου ακολουθούν από μακριά.

Βαδίζαμε προς την οδό Βουλιαγμένης. Κάθε φορά που συναντούμε γερμανούς φρουρούς, του μιλώ ελληνικά με φλυαρία και κέφι. Στρίβομε σε μιά πάροδο. Στα χέρια μου κρατώ το κλειδί του παλιού σπιτιού της Richardson.

Αυτό ψάχνομε. Δεν δυσκολευόμαστε να το βρούμε. Ερημιά εί¬ναι την ώρα που μπαίνομε. Μέσα όλα τακτικά. Καθίζουμε άνετα, και αρχίζομε την κουβέντα. Έχει πολλά να μου πη, και έχει ανάγκη να μιλήση. Εί¬ναι ερωτευμένος με μιαν Ελληνίδα, και δε θέλει να φύγη από την Ελλάδα. Να κρύβεται, να κινδυνεύη, μα να την βλέπη. Μιλά για το κορίτσι του και τελειωμό δεν έχει. « Μόνο οι έρωτες μας έλειπαν », σκέπτομαι και τον διακόπτω. Του λέω πως είναι αργά, πως αύριο πάλι το μεσημέρι θα του πάω το φαγητό του και θα τα ξαναπούμε. Έτσι μόνο κατορθώνω να τον αφήσω.

δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/






ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΚΙΠΗΣ ( 1881 - 29 Σεπτεμβρίου 1952 )

 

Ο Σωτήρης Σκίπης ήταν Έλληνας ποιητής και ακαδημαϊκός.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1881 και πέθανε στις 29 Σεπτεμβρίου του 1952 στο Ρονιάκ της Γαλλίας όπου υπάρχει ακόμα ο τάφος του. Ο πατέρας του Ευάγγελος ήταν αξιωματικός του στρατού. Τα παιδικά του χρόνια ως τα 14 του τα έζησε στη Λάρισα, όπου σώζεται η βαθμολογία του στο Γυμνάσιο όπου φοίτησε. Το 1897 γύρισε στην Αθήνα για τις σπουδές του. Φοίτησε στη Δραματική Σχολή του Βασιλικού Θεάτρου και συνεργάστηκε με την Νέα Σκηνή του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου. Σπούδασε επίσης Αισθητική και Λογοτεχνία στο Παρίσι.
Μεγάλο διάστημα της ζωής του το πέρασε στη Γαλλία. Φίλοι του εκεί ήταν ο Φρειδερίκος Μιστράλ και ο Ζαν Μορεάς. Από το γάμο του με την Σαρλότ Λεκλέρ απέκτησε το 1917 μία κόρη, την Μαργαρίτα Σκίπη-Παννέκ. Το 1922 τιμήθηκε με το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων. Το 1924 διορίστηκε διευθυντής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών και το 1929 γραμματέας της.
Το 1914 παρουσίασε το θεατρικό έργο «Ξεφαντώματα». Αλλά΄ένας ποιητής με ψυχολογικά προβλήματα ονόματι Ηλίας Κουλουβάτος, θεώρησε το έργο ήταν προσβλητικό για το πρόσωπό του και, στις 4 Ιουνίου 1914, πυροβόλησε τον Σκίπη έξω από, τα γραφεία της εφημερίδας «Σκριπ» (όπου εργαζόταν τότε ο Σκίπης), που μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Αρεταίειο σοβαρά τραυματισμένος. Παλαιότερα, ο Κουλουβάτος είχε γράψει έργο με τίτλο «Ξεφάντωμα» και θεώρησε ότι ο Σκίπης με τα «Ξεφαντώματα» είχε στόχο να τον γελοιοποιήσει. Η δίκη του Κουλουβάτου στο Κακουργιοδικείο ήταν μια από τις σημαντικότερες φιλολογικού χαρακτήρα. Έγινε τον Φεβρουάριο του 1915 και ο δράστης αθωώθηκε λόγω ακαταλόγιστου.
Κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 ο Σωτήρης Σκίπης μαζί με άλλους Έλληνες λογίους προσυπέγραψε την Έκκληση των Ελλήνων Διανοουμένων προς τους Διανοούμενους ολόκληρου του Κόσμου με την οποία αφενός μεν καυτηριάζονταν η κακόβουλη ιταλική επίθεση, αφετέρου δε, διέγειρε την παγκόσμια κοινή γνώμη σε επανάσταση συνειδήσεων για κοινό νέο πνευματικό Μαραθώνα.
Στην κηδεία του Κωστή Παλαμά, την Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 1943, ήταν ο δεύτερος μετά τον Άγγελο Σικελιανό που απάγγειλε ποίημα.
Το 1946 εκλέχτηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Η εκλογή αυτή προκάλεσε ποικίλα σχόλια, δεδομένου ότι αντίπαλοί του ήταν ο Καζαντζάκης και ο Σικελιανός. Συνεργάστηκε με πολλές εφημερίδες και περιοδικά σε θέματα λογοτεχνικά. Την περίοδο 1904-1906 εξέδιδε μαζί με τον Άριστο Καμπάνη το φιλολογικό περιοδικό «Ακρίτας». Η Γαλλία τον τίμησε με το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής και με το βραβείο της Γαλλικής Ακαδημίας για την «Ανθολογία» του, γραμμένη στα γαλλικά.
Ανήκε στη Νέα Αθηναϊκή Σχολή. Η ποίησή του ήταν λυρική όσο και δραματική.



Έργα

Ποιήματα

Τραγούδια της ορφανής (1900)
Σερενάτα των λουλουδιών (1901)
Silentii Dissolutio (1903)
Η μεγάλη αύρα (πρώτη σφραγίδα) [1908]
Juvenilia (1909)
Ανθολογία (1922, επιλογή ποιημάτων, πήρε το βραβείο της Γαλλικής Ακαδημίας)
Λουλούδια της μοναξιάς (1927)
Κάλβεια μέτρα (δεύτερη σφραγίδα) [1909]
Ο απέθαντος (πέμπτη σφραγίδα) [1909]
Τρόπαια στην τρικυμία (έβδομη σφραγίδα Α΄) [1910]
Παιάνες (Βιβλίο πρώτο) [1941]
Απολλώνιον άσμα (1919)
Αιολική άρπα (1922, με πρόλογο του Ανατόλ Φρανς)
Μέσ’ απ’ τα τείχη (το 1943 κυκλοφόρησε κρυφά σε χειρόγραφη έκδοση, κανονικά κυκλοφόρησε το 1945 με ξυλογραφίες του ζωγράφου Σπύρου Βασιλείου)
Η Ελλάδα δεσμώτρια (1943)
Κασταλία κρήνη 1900-1950 (1950, επιλογή ποιημάτων σε δύο τόμους)
Λυρικό Ημερολόγιο (1948)
Μικροί περίπατοι (1919)
Προτού ν’ αράξουμε 1910-1924 (1924)
Προσφυγικοί καϋμοί (1924)
Γαλάζια μεσημέρια (1927}
Ανθεστήρια (1928)
Κολχίδες (1931, Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών)
Λιμάνια και σταθμοί (1938, επιλογή ποιημάτων σε δύο τόμους)

Πεζά

Ιντερμέδια (1941, διηγήματα)
Δίχως φτερά (1918)
Μελέτες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο ελληνισμός (1918)
Κάτω απ' το δέντρο της ζωής. Στοχασμοί κι αφορισμοί (1936)
Οι μικρές Ελλάδες (1918)
Επίλογοι (1922, 1ος τόμος)
Προβηγκία (1940)
Ποιητικά θέματα (1940)
Διονύσιος Σολωμός (1943)
Ο Ελληνικός πολιτισμός, ομιλία του Ακαδημαϊκού κ. Σ. Σκίπη εις την Ακαδημίαν Αθηνών την 19ην Μαρτίου 1947 (1947)

Θεατρικά

Αγιά Βαρβάρα (1909)
Οι τσιγγανόθεοι (1910)
Ξεφαντώματα (1914)
Ο γύρος των ωρών, ονειρόδραμα σε πέντε μέρη και πρόλογο (1911)
Ο γύρος των ωρών, κωμωδία (ένα μέρος) [1905]
Η νύχτα της πρωτομαγιάς (1909)
Θέατρο και πρόζα (1910)
Χριστός ανέστη (1923)
Οι Πέρσες της Δύσεως (1928)
Κυρά Φροσύνη (1929)
Ο μπέμπης θέλει παντρειά (1934)
Προμηθέας (1948)

Μεταφράσεις

Ησιόδου «Έργα και Ημέραι»
Ομάρ Καγιάμ «Τα ρουμπαγιάτ» (1923)
Ζαν Μορεάς «Στροφές» (1915)
Κητς «Ο Ενδημίων» (1923)

Σωτήρης Σκίπης, έργο του Emeric Tauss Torday


ΠΟΙΗΜΑΤΑ 

Στον Κωστή Παλαμά

Μέσ’ από τα κάγκελλα τ’ αόρατα
της απέραντής μας φυλακής,
μέσα στο κελί το σκοτεινό μας,
δεν εβάσταξες στον πόνο της Φυλής
κι έπεσες σα δρυς
από τα χτυπήματα
κάποιων μαύρων ξυλοκόπων
στο σκοτάδι της νυχτιάς της τραγικής,
δίχως να προσμείνεις την αχτίδα
της καινούργιας Χαραυγής.

Κι έπεσες καθώς από σεισμό
πέφτει μια μαρμάρινη κολόνα
κάποιου πανάρχαιου ναού.
Σα ναός, οπού χτυπιέται
απ’ τα βόλια των βαρβάρων.


Σαν τον Παρθενώνα,
ήρωα, ποιητή του Αιώνα.
Μάτια στερεμένα από τις τόσες
συμφορές,
δάκρυα δε θα χύσουνε για Σένα

Θα σε κλάψουνε μια μέρα
οι ίδιοι αυτοί που μας σκοτώνουν
έναν - ένα,
σαν ξυπνήσουν απ’ τη μέθη τους
κι αντικρύσουν τι ερημιές
εσκορπίσανε στο διάβα τους
σ’ αναρίθμητες καρδιές.

Φεύγεις, πας για το ταξίδι σου
το Αχερούσιο, το στερνό,
ω πρωτότοκε αδερφέ μας,
όμως κοίτα πώς ξοπίσω σου
οι Έλληνες σε χαιρετάνε.

Ο καθένας ένα στίχο σου
ψέλνοντας μελωδικό,
σε ξεπροβοδάνε
με τα μύρια σου τραγούδια,
που βουίζουν σα μελίσσια
πάνω απ’ Απριλιού λουλούδια,
σα να προμηνάνε την Ανάσταση,
ω μεγάλε ραψωδέ μας.
 http://poem-for-you.blogspot.com

Το ποίημα αυτό το απήγγειλε ο ποιητής στην κηδεία του Κωστή Παλαμά τον Φλεβάρη  του 1943




Άσπρα καράβια

Μουσική: Γιάννης Σπανός


Άσπρα καράβια τα όνειρά μας
για κάποιο ρόδινο γιαλό
άσπρα καράβια τα όνειρά μας

θα κόβουν δρόμο κι ένα δρόμο
μυριστικό κι ευωδιαστό
θα κόβουν δρόμο κι ένα δρόμο

Κι από ψηλά θα μας φωτίζει
το φεγγαράκι το χλωμό
κι από ψηλά θα μας φωτίζει

και θ’ αρμενίζουν, ω χαρά μας
ίσα στο ρόδινο γιαλό
άσπρα καράβια τα όνειρά μας
❃    ❃    ❃    ❃

Αθήνα

Ω Αθήνα γλυκειά!..
Ω Αθήνα γλυκειά! Το χειμώνα σου
ονειρεύουμαι πάλι, όταν πιάνη
η βροχή ξαφνικά, κι απ’ τους δρόμους σου
οι διαβάτες σκορπίζουν με βία.

Σε μαρκίζα αποκάτω κατάκλειστου
μαγαζιού θεναβρώ καταφύγιο,
κι ώρες μόνος θα μείνω,
το βρόχινο το θλιμμένο ν’ ακούσω τραγούδι…

Α βροχή ! Ποιών φωνών πολυαγάπητων
την ηχώ τη σβησμένη μού φέρνεις;
Ποια ευτυχία μακρυνή, που δε βάσταξε;
Ποιόν καημό, που ποτέ δεν πεθαίνει;

…Μια φορά απ’ το παράθυρο σ’ άκουγα
του σπιτιού μου, ω βροχή της Αθήνας,
που του σφάλησε ο Χάρος τη θύρα του
και το εσκέβρωσε η Μοίρα για πάντα…

από την Ανθολογία της Νεοελληνικής Γραμματείας - τρίτος τόμος
του Ρένου Ηρακλή Αποστολίδη
Εκδόσεις: Τα Νέα Ελληνικά, 1970-1972


http://poihsh-logotexnia.blogspot.com


δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/










Χρίστο Σμύρνενσκι ( 29 Σεπτεμβρίου 1898 - 18 Ιουνίου 1923 )

 

Ο Χρίστο Ντιμιτρόφ Ιζμιρλίεφ ( 29 Σεπτεμβρίου 1898 - 18 Ιουνίου 1923), γνωστός ως Χρίστο Σμύρνενσκι (Христо Смирненски), ήταν Βούλγαρος ποιητής, από τους κύριους εκφραστές της βουλγαρικής λογοτεχνίας των αρχών του 20ου αιώνα. Το ψευδώνυμο Σμύρνενσκι (Σμυρναίος, ο εκ Σμύρνης) προέρχεται από την απόδοση του επιθέτου του, Ιζμιρλίεφ (Ιζμίρ = Σμύρνη), στη βουλγαρική.
Παρά τον πρόωρο του θάνατο, άφησε πίσω του πλούσιο και αξιόλογο έργο. Μια από τις πρόσφατες εκδόσεις στη βουλγαρική με συλλογές από ποιήματά του αποτελείται από οκτώ τόμους. Το έργο του είναι επηρεασμένο από τις ιδέες του Μακεδονικού Αγώνα καθώς και τις σοσιαλιστικές του πεποιθήσεις.
Γεννήθηκε στο Κιλκίς, από τον Ντιμήτρ Ιζμιρλίεφ (Димитър Измирлиев) και την Ελισσαβέτα Ποπαναστάσοβα (Елисавета Попанастасова) στις 29 Σεπτεμβρίου 1898. Την εποχή εκείνη η πόλη βρισκόταν υπό Οθωμανική κατοχή, όπως και το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας.Πέθανε στις 18 Ιουνίου 1923.  https://el.wikipedia.org/

✧✧✧✧


Εργατικός, παθιασμένος, πιστός στις ιδέες του, σατιρικός, διάσημος αρθρογράφος και ρεπόρτερ της εποχής του ο Σμύρνενσκι δεν έζησε πολλά χρόνια άλλα άφησε πίσω του ένα ενδιαφέρον έργο. Ένα έργο που αντικατοπτρίζει την δύσκολη και πολυτάραχη εποχή του. Την εποχή του Μακεδονικού Αγώνα, των Βαλκανικών Πολέμων, του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, της Ρώσικης Επανάστασης και των ραγδαίων αλλαγών στην Ευρώπη και τον κόσμο γενικότερα.
Γεννήθηκε στην πόλη Κούκους, δηλαδή το σημερινό Κιλκίς. Η οικογένεια του ανάγκαστηκε να εγκαταλείψη τη πόλη μετά τη κατάκτηση της απ’ τα ελληνικά στρατεύματα και την πυρπόληση που ακολούθησε. Ο Σμύρνενσκι πρωτοεμφανίστηκε ως ευθυμογράφος. Το 1917 εισήχθη στην Στρατιωτική Σχολή αλλά έπειτα την ανταρσία μιας μεγάλης μερίδας βουλγάρων στρατιωτών το 1918 την εγκατέλειψε. Το 1919-1920 ήταν χρόνια κοινωνικών ταραχών στη Βουλγαρία. Ο Σμύρνενσκι έλαβε μέρος σε πολλές διαδηλώσεις και συζητήσεις οι οποίες είχαν ως θέμα την αμνηστία των επαναστατών στρατιωτών και τη καλυτέρευση των συνθηκών εργασίας. Η γραφή του πιο ώριμη πια, δείχνει το ενδιαφέρον του για την ανθρωπότητα και απεικονίζει τις σοσιαλιστικές του ιδέες. Ο Σμύρνενσκι το 1921 έγινε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος και γι αυτό τα γραπτά του αποκτούν έναν αέρα στράτευσης στους σκοπούς του Κόμματος. Παρόλα αυτά ο Σμύρνενσκι ξεπέρασε με το λυρισμό του κάθε στενή κομματική ιδεολογία και στο έργο του παρουσιάζεται ένας πραγματικός ανθρωπισμός και η έκφραση μιας αγάπης προς τους ανθρώπους,
Το έργο που παρουσιάζουμε εδώ πέρα είναι απ’ τα τελευταία του Σμύρνενσκι, μπορούμε να πούμε πως είναι απ’ τα ώριμα έργα του στο οποίο δείχνει πως όσοι θέλουν να ανέβουν τη σκάλα της εξουσίας σιγά-σιγά χάνουν τ’ ιδανικά τους χωρίς καν οι ίδιοι να το αντιλαμβάνονται. Υπάρχει μια λεπτή ειρωνεία σ’ αυτό το έργο και προφανώς είναι δημιούργημα της εμπειρίας του ποιητή στους διάφορους κοινωνικούς αγώνες της εποχής του.
Αν και έπασχε από φυματίωση ο Σμύρνενσκι συνέχιζε να γράφει ακατάπαυστα μέχρι το τέλος. Στις 18 Ιουνίου του 1923 λίγο πριν αφήσει την τελευταία του πνοή και ενώ πλέον δεν υπήρχαν ελπίδες ανάρρωσης ζήτησε χαρτί για να γράψει, αυτή ήταν και η τελευταία του επιθυμία.


 Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΚΑΛΑΣ

Αφιερωμένο σ’ όσους πουν “Αυτό δεν έχει σχέση με μένα”.

-Ποιος είσαι εσύ ; – Τον ρώτησε ο διάβολος.

-Εγώ είμαι πληβείος από γεννησιμιού μου και όλοι οι φτωχοί είναι αδέρφια μου.

Ω! Πόσο άσχημη είναι η γη και πόσο δυστυχισμένοι οι άνθρωποι! Έτσι έλεγε ένα νέο παλικάρι, με το μέτωπο υψωμένο και τις γροθιές του σφιγμένες. Στεκόταν μπροστά στη σκάλα – μια σκάλα ψηλή από λευκό μάρμαρο και ροζ ραβδώσεις. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο μακριά, εκεί όπου τα θολά κύματα του φουσκωμένου ποταμού ανάδευαν τα γκρίζα πλήθη της μιζέριας. Αυτά ταράσσονταν, έβραζαν απότομα, ύψωναν ένα δάσος από ξερά μαύρα χέρια, μια βροντή αγανάκτησης καθώς οργισμένες κραυγές λίκνιζαν τον αγέρα και η ηχώ έσβηνε αργά, γιορταστικά σαν ήχος από μακρινές κανονιές. Τα πλήθη μεγάλωναν, έρχονταν μέσα σε σύννεφα κίτρινης σκόνης, χωριστές σιλουέτες διακρίνονταν όλο και πιο καθαρά στο κοινό σκούρο βάθος. Ερχόταν ένας γέρος, λυγισμένος χαμηλά προς τη γη, σαν να έψαχνε τα χαμένα του νιάτα. Απ’ τα κουρελιασμένα του ρούχα κρατιόταν ένα ξυπόλητο κοριτσάκι το οποίο κοιτούσε την ψηλή σκάλα με ήρεμα, μπλε σαν κυανά άνθη μάτια. Κοιτούσε και χαμογελούσε. Μαζί τους έρχονταν ρακένδυτες, κοκκαλιάρικες, γκρίζες φιγούρες και σαν σε χορό τραγουδούσαν ένα αργόσυρτο, πένθιμο άσμα. Κάποιος σφύριζε με ήχο διαπεραστικό, άλλος με τα χέρια του χωμένα στις τσέπες, γελούσε δυνατά, βραχνιασμένα ενώ στα μάτια του λαμπύριζε η τρέλα.

-Εγώ είμαι πληβείος από γεννησιμιού μου και όλοι οι φτωχοί είναι αδέρφια μου. Ω! Πόσο άσχημη είναι η γη και πόσο δυστυχισμένοι οι άνθρωποι! Ω! Εσείς εκεί ψηλά, εσείς…

Έτσι έλεγε το νέο παλικάρι, με το μέτωπο υψωμένο σφίγγοντας απειλητικά τις γροθιές του.

-Εσείς τους μισείτε αυτούς εκεί ψηλά ; – ρώτησε ο διάβολος και πονηρά έσκυψε προς τον νεαρό.

– Θα τους εκδικηθώ εγώ αυτούς τους πρίγκιπες και τους βασιλιάδες. Σκληρά θα τους εκδικηθώ για χάρη των αδερφών μου, για τους αδερφούς μου οι οποίοι έχουν πρόσωπα κίτρινα σαν την άμμο, οι οποίοι στενάζουν πιο φριχτά και απ’ τις δεκεμβριανές θύελλες! Δες τις γυμνές ματωμένες τους σάρκες, άκου τις κραυγές τους! Θα εκδικηθώ γι’ αυτούς! Άσε με!

Ο Διάβολος χαμογέλασε:

-Εγώ είμαι ο φύλακας αυτών εκεί πάνω και χωρίς αντάλλαγμα δεν θα στους παραδώσω.

-Δεν έχω χρυσάφι, δεν έχω τίποτα με το οποίο να σε δωροδοκήσω…Φτωχαδάκι είμαι, κουρελής νέος…Όμως είμαι έτοιμος και το κεφάλι μου να δώσω.

Ο Διάβολος πάλι χαμογέλασε:

-Ω! Μα δεν θέλω τόσα πολλά! Δώσε μου μονάχα την ακοή σου!

-Την ακοή μου ; Με ευχαρίστηση…Ας μην ακούσω τίποτα ποτέ ξανά…

-Μα και πάλι θα ακούς! – τον ηρέμησε ο Διάβολος και του έκανε δρόμο. – Πέρασε!

Το παλικάρι έτρεξε, μονομιάς έκανε τρία βήματα, αλλά το τριχωτό χέρι του Διαβόλου τον τράβηξε:

-Φτάνει! Στάσου ν’ ακούσεις πως στενάζουν εκεί κάτω τ’ αδέρφια σου!

Ο νεαρός σταμάτησε και αφουγκράστηκε:

-Περίεργο, γιατί άρχισαν ξαφνικά να τραγουδούν χαρούμενα κι έτσι ανέμελα να γελούν ;… – Και έκανε πάλι να τρέξει.

Ο Διάβολος πάλι τον σταμάτησε:

-Για να περάσεις ακόμα τρία σκαλιά, θέλω τα μάτια σου!

Το παλικάρι απογοητευμένο κούνησε το χέρι του.

-Αλλά έτσι δεν θα μπορώ να δω ούτε τ’ αδέρφια μου, ούτε αυτούς τους οποίους θέλω να εκδικηθώ!

Διάβολος:

-Θα βλέπεις και πάλι…Εγώ θα σου δώσω άλλα, πολύ πιο όμορφα μάτια!

Ο νεαρός πέρασε ακόμα τρία σκαλιά και κοίταξε προς τα κάτω. Ο Διάβολος του θύμισε:

-Δες τις γυμνές ματωμένες σάρκες τους.

-Θεέ μου! Αυτό και αν είναι περίεργο, πότε προλάβαν να ντυθούν τόσο όμορφα! Αντί για ματωμένες πληγές είναι στολισμένοι με υπέροχα κατακόκκινα τριαντάφυλλα!

Κάθε τρία σκαλιά ο Διάβολος έπαιρνε σιγά-σιγά τα λύτρα του. Όμως το παλικάρι πήγαινε, με ετοιμότητα έδινε τα πάντα, φτάνει να έφτανε και να εκδικηθεί τους χοντρούς βασιλιάδες και πρίγκηπες! Ιδού ένα σκαλί ακόμα, μονάχα ένα σκαλί, και αυτός θα είναι εκεί πάνω! Θα πάρει εκδίκηση για τ’ αδέρφια του!

-Είμαι πληβείος από γεννησιμιού μου και όλοι οι φτωχοί…

-Παλικαράκι, έλα, ένα σκαλί ακόμα! Ένα σκαλί και θα εκδικηθείς. Μα για τούτο το σκαλί εγώ παίρνω διπλά λύτρα: δώσε μου τη καρδιά σου και τη μνήμη σου:

-Τη καρδιά ; Ε όχι! Αυτό είναι πολύ σκληρό!

Ο Διάβολος γέλασε βαθιά, αρχοντικά:

-Δεν είμαι τόσο σκληρός. Θα σου δώσω για αντάλλαγμα χρυσή καρδιά και καινούρια μνήμη! Αν δεν δεχθείς, ποτέ δεν θα περάσεις ετούτο το σκαλί, ποτέ δεν θα πάρεις εκδίκηση για τ’ αδέρφια σου που έχουν πρόσωπα σαν την άμμο και στενάζουν πιο φρικτά απ’ τις θύελλες του Δεκέμβρη.

-Ο νέος έριξε το βλέμμα του στα πράσινα, ειρωνικά μάτια του Διαβόλου:

-Μα θα είμαι εντελώς δυστυχισμένος. Θα μου πάρεις όλη μου την ανθρωπιά.

-Αντιθέτως – ο πιο χαρούμενος θα ‘σαι…Όμως ; Είσαι σύμφωνος: μόνο τη καρδιά και τη μνήμη σου.

Ο νεαρός το σκέφτηκε, μια μαύρη σκιά έπεσε στο πρόσωπο του, στο ζαρωμένο του μέτωπο κυλήσανε χοντρές στάλες ιδρώτα, θυμωμένα έσφιξε τις γροθιές του και τρίζοντας τα δόντια του είπε:

-Ας είναι! Πάρ’ τες!

-…Και σαν καλοκαιρινό μπουρίνι, θυμωμένο κι οργιλό, με τα μαύρα του μαλλιά να στροβιλίζονται, ανέβηκε το τελευταίο σκαλί. Επιτέλους ήταν ψηλά. Ξαφνικά στο πρόσωπό του έλαμψε ένα χαμόγελο, τα μάτια του άρχισαν ν’ αστράφτουν με μια ήρεμη χαρά και οι γροθιές του χαλάρωσαν. Κοίταξε τους πρίγκιπες που γλεντούσαν, κοίταξε προς τα κάτω, εκεί όπου μούγγριζε και καταριόταν το γκρίζο, κουρελιασμένο πλήθος. Έριξε το βλέμμα προς τα εκεί, μα ούτε ένας μύς του προσώπου του δεν συσπάστηκε: ήταν φωτεινός, χαρούμενος, ικανοποιημένος. Έβλεπε μονάχα ένα πλήθος γιορταστικά ντυμένο ενώ τα βογγητά τους μεταμορφώθηκαν σε ύμνους.

-Ποιος είσαι εσύ ; Τον ρώτησε τσιριχτά και δολερά ο Διάβολος.

-Εγώ είμαι πρίγκιπας από γεννησιμιού μου και οι Θεοί είναι αδέρφια μου. Ω! Πόσο όμορφη είναι η Γη και πόσο ευτυχισμένοι οι άνθρωποι.
Μετάφραση – Γιάννης Καμίνης

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ ( 17 Ιουλίου 1926 - 28 Σεπτεμβρίου 1990 )

 

Ο Νίκος Καρούζος (17 Ιουλίου 1926- 28 Σεπτεμβρίου 1990) ήταν ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς.

Ο Νίκος Καρούζος του Δημήτρη και της Κωνσταντίνας, το γένος Πιτσάκη, γεννήθηκε στο Ναύπλιο. Ο πατέρας του ήταν δάσκαλος στρατευμένος στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, διώχτηκε κατά τη διάρκεια του εμφυλίου και εξορίστηκε μετά τη συνθηκολόγηση της Βάρκιζας. Η μητέρα του ήταν κόρη ιερωμένου και δασκάλου. Κατά τη διάρκεια των γυμνασιακών του χρόνων ο Καρούζος έδρασε στην ΕΠΟΝ και εξορίστηκε στην Ικαρία (1947) και στη Μακρόνησο (1951), από όπου έφυγε τελικά το 1953 μετά από νευρικό κλονισμό. Παντρεύτηκε δύο φορές, το 1955 τη Μαρία Δαράκη, με την οποία έζησε λίγους μόλις μήνες και το 1963 τη Μαίρη Μεϊμαράκη, από την οποία χώρισε το 1980. Από το 1981 και ως το τέλος της ζωής του τον συντρόφεψε η Εύα Μπέη. Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στην Αθήνα, δεν ολοκλήρωσε όμως τις σπουδές του, καθώς ήδη από το 1941 είχε στραφεί στην ποίηση. Το 1949 πραγματοποίησε την πρώτη επίσημη εμφάνισή του στο χώρο των γραμμάτων με τη δημοσίευση του ποιήματός του Σίμων ο Κυρηναίος στο περιοδικό Ο Αιώνας μας. Η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Η επιστροφή του Χριστού εκδόθηκε το 1954. Στους λογοτεχνικούς κύκλους έγινε πιο γνωστός στη δεκαετία του ’60 με τις συλλογές Η έλαφος των άστρων, Ο υπνόσακκος και Πενθήματα. Ακολούθησαν πολλές ακόμη συλλογές και συγκεντρωτικές εκδόσεις των ποιημάτων του ως τη συγγραφή του τελευταίου του ποιητικού έργου Αιώρηση, γραμμένου στις 29 Αυγούστου 1990 στο νοσοκομείο Υγεία, όπου ο ποιητής νοσηλευόταν τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του, άρρωστος από καρκίνο, και πέθανε. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά όπως Νέα Εστία, Αθηναϊκά Γράμματα, Ευθύνη, Σπείρα, Τομές, η Λέξη. Τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1963), το Βραβείο της Ομάδας των Δώδεκα (1963), το Α΄ Εθνικό Βραβείο Ποίησης, από κοινού με τους Τάκη Βαρβιτσιώτη και Μίλτο Σαχτούρη (1972) και το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1988).

Εργογραφία
(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)

Ι.Ποίηση

• Επιστροφή του Χριστού. Αθήνα, 1953.
• Νέες δοκιμές. Αθήνα, 1954.
• Σημείο. Αθήνα, 1955.
• Είκοσι ποιήματα. Αθήνα, 1955.
• Διάλογοι. Αθήνα, 1956.
• Ποιήματα. Αθήνα, 1961.
• Η έλαφος των άστρων. Αθήνα, 1962.
• Ο υπνόσακκος. Αθήνα, Ζάρβανος, 1964.
• Πενθήματα. Αθήνα, 1969.
• Λευκοπλάστης για μικρές και μεγάλες αντινομίες. Αθήνα, 1971.
• Χορταριασμένα χάσματα. Θεσσαλονίκη, Εγνατία, 1974.
• Απόγονος της νύχτας. Αθήνα, Πολύπλανο, 1978.
• Δυνατότητες και χρήση της ομιλίας. Θεσσαλονίκη, Εγνατία, 1979.
• Ο ζήλος του μη σχετικού με παροράματα· Με τέσσερες εικόνες της Ελένης Βερναρδάκι. Αθήνα, Πολύπλανο, 1980.
• Μονολεκτισμοί και ολιγόλεκτα· Με ζωγραφική του Απόστολου Γιαγιάννου. Αθήνα, Εξάντας, 1980.
• Φαρέτριον. Αθήνα, Ύψιλον/Βιβλία, 1981.
• Αναμνηστική Λήθη. Αθήνα, Γοργώ, 1982.
• Αντισεισμικός τάφος. Αθήνα, Εστία, 1984.
• Συντήρηση ανελκυστήρων. Αθήνα, Καστανιώτης, 1986.
• Νεολιθική νυκτωδία στην Κρονστάνδη. Αθήνα, Απόπειρα, 1987.
• Ερυθρογράφος. Αθήνα, Απόπειρα, 1988.
• Λογική μεγάλου σχήματος. Αθήνα, Ερατώ, 1989.
• Θρίαμβος χρόνου. Αθήνα, Απόπειρα, 1997.
• Ευρέσεις από κυανό κοβάλτιο. Αθήνα, Ίκαρος, 1991.

ΙΙ.Δοκίμιο

• Μεταφυσικές εντυπώσεις απ’ τη ζωή ως το θέατρο. Αθήνα, Άψινθος, 1966.
• Νίκος Καρούζος - Περί ζωγράφων. Αθήνα, εκδ. της Γκαλερί Titanium, 1988.

ΙΙΙ.Μεταφράσεις

• Μπόρχες Χορχέ Λουίς, O δημιουργός και άλλα κείμενα·Μια μικρή ανθολογία πεζογραφημάτων του Μπόρχες που μετέφρασαν ο Ν.Δ.Καρούζος και ο Δημήτρης Καλοκύρης. Αθήνα, Ύψιλον, 1980. 

ΙV.Συγκεντρωτικές εκδόσεις

• Ποιήματα. Θεσσαλονίκη, Εγνατία, 1979.
• Χρόνος. Αθήνα, Μίμνερμος, 1980.
• Η πρώτη εποχή. Αθήνα, Ερατώ, 1987.
• Η δεύτερη εποχή. Αθήνα, Ερατώ, 1988.
• Τα βαθυκύανα ποιήματα. Αθήνα, Μίμνερμος, 1990.
• Τα ποιήματαΑ΄ (1961-1978). Αθήνα, Ίκαρος, 1993.
• Τα ποιήματαΒ΄ (1979-1991). Αθήνα, Ίκαρος, 1994.
• Πεζά κείμενα. Αθήνα, Ίκαρος, 1998.

ΠΟΙΗΜΑΤΑ 

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΠΡΩΤΟΣ

Σα να μην υπήρξαμε ποτέ
κι όμως πονέσαμε απ’ τα βάθη.
Ούτε που μας δόθηκε μια εξήγηση
για το άρωμα των λουλουδιών τουλάχιστον.
Η άλλη μισή μας ηλικία θα περάσει
χαρτοπαίζοντας με το θάνατο στα ψέματα.
Και λέγαμε πως δεν έχει καιρό η αγάπη
να φανερωθεί ολόκληρη.
Μια μουσική
άξια των συγκινήσεων μας
δεν ακούσαμε.
Βρεθήκαμε σ’ ένα διάλειμμα του κόσμου
ο σώζων εαυτόν σωθήτω.
Θα σωθούμε από μια γλυκύτητα
στεφανωμένη με αγκάθια.
Χαίρετε άνθη σιωπηλά
με των καλύκων την περισυλλογή
ο τρόμος εκλεπτύνεται στην καρδιά σας.
Ενδότερα ο Κύριος λειτουργεί
ενδότερα υπάρχουμε μαζί σας.
Δεν έχει η απαλή ψυχή βραχώδη πάθη
και πάντα λέει το τραγούδι της υπομονής.
Ω θα γυρίσουμε στην ομορφιά
μια μέρα…
Με τη θυσία του γύρω φαινομένου
θα ανακαταλάβει, η ψυχή τη μοναξιά της.

❀     ❀      ❀     ❀

ΤΑ ΛΥΠΗΡΑ

ΜΙΚΡΗ ΚΛΙΜΑΞ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
Με λίγα ρούχα αιματωμένα βρέθηκε νεκρός
στη θερινή σελήνη και οι φυλλωσιές
του έδιναν τώρα τη δόξα που είναι
πάνω απ’ τις επιθυμίες καιρός
ακίνητος στους ήχους τους καθηγιασμένους.
Είχε μια φοβερή πληγή στην καρδιά του κι άλλες ακόμη
στη λεκάνη στα χέρια μέσ’ στο σεληνόφως
έβγαινε απ’ όλο το σώμα του η ομορφιά
σμίγοντας με τα χώματα.
Και μια στιγμή ο θεός έστειλε αγγέλους γύρω του
άνθη φλογερά, ιμάτια από λευκή σιωπή
της νύχτας η κλίμαξ αυτός
ανέρχεται με λίγα ρούχα αιματωμένα.

❀     ❀      ❀     ❀
Η ΛΙΤΑΝΕΥΣΗ

Όταν παρέτυχα στη νύχτα που έλεγαν
«ο άγιος θα περάσει απόψε»
δεν το πιστεύετε ίσως
αλλ’ όμως έτρεμαν
τα δάχτυλα της θάνατος
έκρουε τα φύλλα κι ακούονταν
φωνές ακίνητα
και εκκωφαντικά
τα νέα μου βήματα.
Οι άρρωστοι γέμιζαν το χώρο
με στεναγμούς, άλλοι
με υψωμένα μάτια στο ξεχείλισμα των άστρων
άλλοι μου φάνηκαν όρθιο χώμα.
Γυρεύοντας μοναχικός
«εν μέσω των κινδύνων αισθάνεσαι
την τελειότητα της στιγμής»
Θυμήθηκα τα λόγια του φίλου τις ταλαντεύσεις του φύλλου πριν λίγα λεπτά
καθώς
έπεφτε από χέρι αδιάφορο.
Με της βροχής την ευωδιά στο ελληνικό τοπίο
άνθη ο άνεμος κ’ οι ώρες
στο σώμα μου ή στα δέντρα τελειωμένες
αισθήσεις εδώ ψηλά προς τα ουράνια
μαύρες οπώρες οι πιστοί
πεσμένες και το μέλι σπάζοντας
τους φλοιούς έσμιγε χώμα και καρπό.
Είμαστε σαν την πανάρχαια ανακάλυψη της φωτιάς
ωφέλιμοι στο θεό
γιατί είμαστε
αναφαίρετοι καλόγεροι σ’ αυτή την ερημιά
νόμοι μέσα στο θάνατο —
η φωνή του ηλικιωμένου ακούστηκε στις αμυγδαλιές
κ’ ύστερα πάλι:
— Τα μαύρα σου μαλλιά πώς χάνονται
στα βροχερά δωμάτια.
Φως απ’ τις ασετυλίνες των στραγαλάδων
σε αρχέγονα ρούχα
μια γριά βυθισμένη που διάβαζε το συναξάρι
«εν μέσω των κινδύνων…» πλησίασα
γυρεύοντας μοναχικός
έφτυναν πασατέμπο οι ανυπόμονοι
μα δε θυμάμαι πια όταν κάποιος φώναξε:
— Επτά είναι οι φλόγες του στήθους.
Άνθρωπος ο ασυγχώρητος υπό το σεληνόφως
άνθρωπος ωσεί χόρτος υπό το σεληνόφως.

❀     ❀      ❀     ❀

ΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ

Ουρανέ ολόκληρε ανοίγει το άνθος
της φωνής μου ψηλά
έφυγαν όλα τα πουλιά, μου τον χειμώνα
δεν προσμένω σ’ αυτούς τους τόπους ελευθερώνω
αγγίζοντας έρημος το γερασμένο τοίχο της βροχής
κι όπως έρχεται απ’ την αύριο
με το φάσμα του τρόμου διασταυρώνομαι πάλι.
Λεν είναι, πια η Άνοιξη
δεν είναι καλοκαίρι μα εγώ
ας ανοίξω το βήμα κ’ εδώ λησμονημένος
να δείξω την αιωνιότητα.
Έχω άλλωστε τα φτερά ταξιδεύω
πάνω απ’ τα γλυκύτερα
βάσανα του καλοκαιριού την ομορφιά του έαρος.
Ακούω τους ήχους των τύμπανων σου Μελλοντικέ
όμως λυτρώσου από μας
πίσω δεν πάει ο καιρός μονάχα σέβεται
το κορμί με τ’ άνθη του
ιδού λοιπόν γιατί το συντρίβει.
Λησμόνησε μας.
Ακούω τη χαρά σου πολιτεία του θεού υπάρχεις
αλήθεια και δρόμος αργυρόχρωμα
κλαδιά κάτω απ’ τη σελήνη
η μυρωμένη η πορτοκαλιά το ρόδι
ευτυχισμένο λάλημα του πετεινού.
Όταν λαλεί ο πετεινός πώς σχίζει την καρδιά μου
τι ερημιά διαλαλεί στο σάπιο μεσημέρι.
Από χειμώνα σε αισθάνομαι πολιτεία του έρωτα
ο ήλιος ανατέλλει και τους πεθαμένους ίσκιους
ένα φως πανάρχαιο σάβανο τυλίγει δένοντας
σε λάμψεις τη μουσική μου.
Μεγάλη η νύχτα κ’ η ποίηση
τόσο χαμηλή για τους αναγκασμένους.
Χιλιάδες πόλεμοι συμβαίνουν στο κορμί μου.
Πού είναι τα χρόνια των υακίνθων…
Ο ήλιος σου μάτωνε τα γόνατα κ’ οι άνθρωποι
φαίνονταν ευεξήγητοι
σαν τα φυτά τη βροχή τον ουρανό!
Και τώρα να η μοίρα σου
στην πόλη μέσα τη φρικτή
μ’ ενάντιο σπίτι εναντίον άνεμο.
Έρημος τώρα ο βράχος της αγάπης —
μη με λησμονήσεις
πάνω του στα βραδινά πετρώματα
με το φεγγάρι καθαρό πουκάμισο.
Μη με λησμονήσεις βαθύτατε αέρα.
Τη νύχτ’ αναστενάζουμε.
Γλυκύτατη σελήνη φωτίζει τα πεύκα μου
έχει περάσει πια το μεσονύχτι
κ’ εγώ στρέφομαι στην πικρή κλίνη
είμ’ ένας έρημος με δάφνες ένας μοναχικός
που χάθηκε στους κρυστάλλινους μακρινούς ήχους.
Της καρδιάς μου τα πικρά και μαύρα φύλλα
πνοή που να ‘βγει απ’ τον ευλογημένο εντός μου
δεν τα κίνησε. Τώρα σε δίνες
έχω χαθεί κάποτε υπήρξα.
ο άγγελος των ορατών όπως αγάπησε βαθιά.
Σε ακούω Εκτυφλωτικέ —
πώς έρχεται η φωνή σου απ’ τον ύπαιθρο
ήχοι μου ταπεινοί πλαγιαύλων
υπάρχω κι ακούω το ελεγείο.
Εγώ τότε τραγουδούσα:
Έρωτα με κατοίκησες πολύ
φύγε απ αυτό το σπίτι.
Δεν έχει ούτ’ ένα παράθυρο να βγει.
στα δέντρα η ερημιά μου
σκόνες μονάχα και σύνεργα της ψυχής.
Οι άγιες εικόνες δεν υπάρχουν
έρωτα μη σημαίνεις-πια.
Πρέπει ν’ αρχίσω απ’ τη λησμονιά.
Μη δείχνεις — είμαι ο ανώφελος το ξέρω
σώμα για θάνατο και θάνατο
που ελπίζει σ’ ένα φύλλο δέντρου.
Η φωνή μου λυγίζει.
Αλλά δεν παραδίδομαι αντίκρυ
σ’ αυτή τη δύση τρομαγμένος
εγώ με όλο το αίμα μου
έτσι όπως πόνεσα στους δρόμους ατελείωτα
με τόσο σπαραγμό στα σύνορα μου.
Ο ουρανός είναι στον βαθυκύανο χειμώνα.
Το φως φωνάζει με τον κεραυνό.
Να με σώσουν τα όνειρα ή να με συντρίψουν
— ένα τ’ ονομάζω.

δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/