Η Ιωάννα Τσάτσου γεννήθηκε στη Σμύρνη, κόρη του δικηγόρου και διδάκτορα της Νομικής Σχολής του Παρισιού Στέλιου Σεφεριάδη και της Δέσπως το γένος Γιωργάκη Τενεκίδη, και αδελφή του Γιώργου Σεφέρη. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και αναγορεύτηκε διδάκτωρ στην ίδια σχολή με τίτλο της εργασίας της Επίδραση της εθνικότητας επί του κύρους του γάμου. Το 1930 παντρεύτηκε τον Κωνσταντίνο Τσάτσο, με τον οποίο απέκτησε δυο κόρες τη Δέσποινα και τη Θεοδώρα. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής έδρασε στην ΕΚΚΑ του συνταγματάρχη Ψαρού και πήρε μέρος σε αποστολές βοήθειας οικογενειών εκτελεσθέντων και φυγάδευσης άγγλων στρατιωτών με την καθοδήγηση της Αρχιεπισκοπής Αθηνών. Το 1947 κυκλοφόρησε το βιβλίο Εκτελεσθέντες επί κατοχής γνωστοποιώντας τα ονόματα οικογενειών που πλήγηκαν από τους κατακτητές, προκειμένου να συνταξιοδοτηθούν. Συνέχισε την ανθρωπιστική της δράση και κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, ως μέλος του Κέντρου βοήθειας του παιδιού, του Σώματος Ελληνίδων Οδηγών, της Φανέλας του στρατιώτη, της Διεθνούς Κοινωνικής Υπηρεσίας. Την περίοδο 1950-1951 αγωνίστηκε υπέρ του δικαιώματος ψήφου των ελληνίδων και το 1966 πήρε μέρος στην έκτη επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών. Τιμήθηκε για τη δράση της με το Μετάλλιο Εξαίρετων Πράξεων, το Χρυσό Σταυρό της Εποποιίας (1960), το Μεγαλόσταυρο του Τάγματος της Αξίας (1979, Γαλλία - Σενεγάλη). Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε το 1965 με την έκδοση του ημερολογιακού κειμένου Φύλλα κατοχής. Ακολούθησε η έκδοση της ποιητικής συλλογής της Λόγια της σιωπής (1968) και οχτώ ακόμη συλλογές ως το 1973 που εξέδωσε το βιογραφικό πεζό Ο αδελφός μου Γιώργος Σεφέρης, που τιμήθηκε με το Α’ κρατικό βραβείο βιογραφίας. Ολοκλήρωσε επίσης ταξιδιωτικά κείμενα και ιστορικές μονογραφίες. Τιμήθηκε επίσης με το χρυσό μετάλλιο της Γαλλικής Ακαδημίας (1976), το βραβείο ποίησης Α. Ντε Βινιύ (1978), το Πρώτο Διεθνές Βραβείο Ποίησης Sicilia (1980) και το βραβείο Gramatikakis - Neuman της Γαλλικής Ακαδημίας Ηθικών και Πολιτικών Επιστημών για το σύνολο του έργου της. Έργα της μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά και ρουμανικά. Το 1996 τιμήθηκε με το βραβείο Φρειδερίκου Μάθιους. Πέθανε στις 30 Σεπτεμβρίου 2000.
Εργογραφία
(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)
Ι.Ποίηση
• Λόγια της σιωπής• Εισαγωγή του Κωνσταντίνου Α. Τρυπάνη. Αθήνα, Εστία, 1968.
• Άτμητο φως. Αθήνα, Εστία, 1969.
• Αθηναΐς· Αιλία Ευδοκία Αυγούστα. Αθήνα, Εστία, 1970.
• Έλεγος. 1971.
• Γυμνός τοίχος. Αθήνα, 1975.
• Ο κύκλος του ρολογιού. Αθήνα, 1976.
• Ποιήματα· Προμετωπίδα Ν.Χατζηκυριάκου – Γκίκα. Αθήνα, Ίκαρος, 1977.
• Χρέος· Ποιήματα· Προμετωπίδα Γιάννη Μόραλη. Αθήνα, Ίκαρος, 1979.
• Χρόνος· Ποιήματα·Προμετωπίδα Γιάννη Μόραλη. Αθήνα, Ίκαρος, 1981.
• Πορεία· Ποιήματα· Προμετωπίδα Σπύρου Βασιλείου. Αθήνα, Ίκαρος, 1982.
• Ιχνηλασία. Αθήνα, Εστία, 1984.
• Καταυγασμός. 1984.
• Ποιήματα. 1987 (και δεύτερη συμπληρωμένη έκδοση, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988).
• Άγρυπνη αυγή. Αθήνα, Οι εκδόσεις των Φίλων, 1989.
• Φως τη σκοτία· Ποιήματα. Αθήνα, Αστρολάβος/Ευθύνη, 1992.
ΙΙ.Πεζογραφία - Μαρτυρίες - Ταξιδιωτικά κείμενα - Μονογραφίες
• Φύλλα Κατοχής. Αθήνα, Εστία, 1965.
• Ο αδελφός μου Γιώργος Σεφέρης. 1973.
• Αθηναΐς. 1970.
• Από το τετράδιό μου• Ώρες του Σινά. Αθήνα, Εστία, 1981.
• Καταγραφές. Αθήνα, Εστία, 1983.
• Ιχνηλασία. Αθήνα, Εστία, 1984.
• Η ποίηση και ο Άδης. Αθήνα, Οι εκδόσεις των Φίλων, 1987.
• Στιγμές και μνήμες. Αθήνα, Εστία, 1988.
• Κυδαθηναίων 9· Αναμνήσεις. Αθήνα, Αστρολάβος/Ευθύνη, 1993.
«ΣΤΙΓΜΕΣ ΚΑΙ ΜΝΗΜΕΣ» Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ
i ."Τώρα φυλάγω κόκαλα"
Η Ιωάννα Τσάτσου θυμάται δύο επισκέψεις της στο Πατριαρχείο στην Κωνσταντινούπολη:
Το 1951 οι Έλληνες της Πόλης είχαν καλέσει τον Κωνσταντίνο Τσάτσο να μιλήσει στην ελληνική παροικία, με θέμα «ο χώρος του Παλαμά». Μας δέχτηκε ο Πατριάρχης Αθηναγόρας με ενθουσιασμό και αισιοδοξία. «Πόσους ορθόδοξους αριθμεί το ποίμνιό σας, Παναγιώτατε;» ρώτησα δειλά. «Σύντομα, παιδί μου, θα είναι τριακόσιες χιλιάδες. Αυτό είναι η φιλοδοξία μου». Ήταν το πρώτο μας ταξίδι στην Πόλη, ευτυχώς πολυήμερο. Κάθε πρωί πήγαινα στην Αγιά Σοφιά. Το 1972 ήμουν πάλι στην Πόλη για δύο μέρες. Ήθελα να δω τον Αθηναγόρα. Γνώριζα πως ήταν φαρμακωμένος και οι έγνοιες του πολλές. Και του έκανα πάλι την ίδια ερώτηση. «Πόσους ορθόδοξους, Παναγιώτατε, έχετε τώρα στη Βασιλεύουσα;». «Αμέτρητους, παιδί μου», απάντησε με ένα πικρό χαμόγελο, «τώρα φυλάγω κόκκαλα».
Σε τελετή θεμελίωσης - πηγή |
ii ." Στον τάφο του Καζαντζάκη "
Η Ιωάννα Τσάτσου περιγράφει μια επίσκεψή της στον τάφο του Καζαντζάκη:
Αργά, μετά τη δεξίωση πρότεινα στη Φανή να πάμε λίγο πάλι στον τάφο μοναχές για τελευταία φορά. Μια στιγμή περισυλλογής. Σκοτάδι. Ό,τι φώτιζαν οι χαμηλωμένοι φάροι του αμαξιού. Και τότε απίθανη πρόβαλε μια εικόνα μέσα στη νύχτα. Δυο ερωτευμένα παιδιά, αγκαλιασμένα πάνω στην πέτρα του τάφου του Καζαντζάκη, πλάι στον ξύλινο σταυρό. Ξαφνικά φωτίστηκαν. Πετάχτηκαν όρθια. Το παληκάρι άλαλο, αμήχανο, η όμορφη κοπέλα τρεμάμενη, φοβισμένη. «Είναι μυστικό μεγάλο, θα με σκοτώσουν οι δικοί μου». Την αγκάλιασα. «Μη φοβάσαι, κοριτσάκι μου, κανείς μα κανείς δε θα το μάθει, να είσαι ήσυχη». Και φύγαμε αμέσως και τους αφήσαμε πάλι μες στο σκοτάδι, και παρακάλεσα τους συνοδούς μας να κρατήσουν αυστηρό το μυστικό. Τι μεγάλη προσφορά στον Καζαντζάκη, δυο νέα παιδιά να μιλούν για τον έρωτά τους πάνω στον τάφο του.
Με τον Γιάννη Τσαρούχη στην Γκαλερί Ζυγός πηγή |
Φύλλα κατοχής
Πρόλογος της συγγραφέως.
«Τούτο το ημερολόγιο δεν το προόριζα για την δημοσιότητα. Έγραφα και κάθε τόσο έρριχνα τα φύλλα του μέσα σ’ ένα τενεκεδένιο κουτί, θαμμένο σε μια γωνιά του κήπου μας, για να το διαβάσουν κάποτε τα παιδιά μου. Πέρασαν περισσότερα από είκοσι χρόνια, και βλέπω πως τα γεγονότα που συντάραζαν το Έθνος ολόκληρο λησμονήθηκαν. Το ψυχικό κλίμα της εποχής εκείνης έχει ολότελα εξαφανιστεί.
Μυριάδες όμως τότε Ελληνίδες αισθάνθηκαν όπως εγώ και πράξανε όπως εγώ. Το βίωμα το δικό μου υπήρξε βίωμα σχεδόν καθολικό της Ελληνίδας γυναίκας. Πιστεύω πως η διατήρηση του στη μνήμη μας αποτελεί καθήκον. Ακόμη, από τη θέση όπου έτυχε να βρίσκομαι την εποχή εκείνη, μου δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσω την ψυχή και τις πράξεις μερικών ξεχωριστών, υπέροχων ανθρώπων, μερικών ηρώων. Θεώρησα χρέος μου να διασώσω τα όσα έζησα τότε από τη ζωή τους • σαν ένα παράδειγμα και σα μια διδαχή για τις ώρες όπου τα εθνικά ιδανικά δεν έχουν την κυρίαρχη θέση που τότε είχανε.
Ελπίζω να μου συγχωρεθούν τα πολλά κενά και οι κάθε είδους ατέλειες. Παρουσιάζω αναλλοίωτο ένα κείμενο, που είναι ένα κομμάτι της ζωής μου. Όπως δεν μπορώ ν’ αλλάζω τη ζωή μου πού πέρασε, έτσι και αυτό δεν μπόρεσα και δεν θέλησα να τ’ αλλάξω.
Αποσπάσματα του ημερολογίου.
14 Σεπτέμβρη 1941
Κάθομαι στη μικρή βεράντα της τραπεζαρίας για λίγη δροσιά. Σιγά σιγά το απαλό σεπτεμβριανό φως διαλύεται μέσα στη νύχτα. Χτυπά η πόρτα, και μπαίνει η Κατίνα Δούση. Η Κατίνα, φτωχή, πανέξυπνη γειτόνισσα, μιλάει γρήγορα, φοβισμένη, απελπισμένη.
« Κυρά μου, ένας ξανθός αρχάγγελος μπήκε στο σπίτι. Τον έκλεισα στο κουζινάκι. Τί θα γίνη Θεέ μου ; Αυτός που τον έφερε εξαφανίστηκε».
«Αξιωματικός;» τη ρώτησα.
«Έτσι μοιάζει».
« Καλά, πήγαινε στο σπίτι σου, κλείσε κα¬λά την πόρτα σου, και απόφυγε να μπη και ο πιο δικός σου. «Έρχομαι αμέσως ».
Η υπόθεση αυτή δεν με ξαφνιάζει. Κάθε λίγο μας ειδοποιούν για κάποιον εγγλέζο σε κίνδυνο ή σε ανάγκη. Οι απλοί άνθρωποι βοηθούν μ’ όλη τους την καρδιά. Μα δεν έχουν τον τρόπο να φυ¬γαδεύσουν άγγλους, ούτε και να τους θρέψουν. Πί¬σω απ’ αυτούς, είμαστε μια αλυσίδα φίλων, έτοι¬μοι να τους στηρίξωμε.
Τηλεφωνώ αμέσως στον Γιώργη Αβέρωφ, έναν από τους φίλους. Μου φέρνει ό,τι έχει πιο πρό¬χειρο τη στιγμή εκείνη, το κλειδί ενός άδειου σπιτιού.
Βάζω σ’ ένα ταγάρι, κονσέρβες, ψωμί, καφέ, ζάχαρι, σαπούνι και πάω στης Κατίνας, στην ο¬δό Σωτηροζ.
Μέσα στο μικρό χαμηλό κουζινάκι, που μυρίζει μαρίδα τηγανιτή, ο άγγλος στέκεται όρθιος σε μια γωνιά. Το κεφάλι του ακουμπά σχεδόν στο ταβάνι. Μοιάζει σαν κυνηγημένο πουλί. Τον χαιρετώ, ανταλλάσουμε λίγες λέξεις, και βγαίνομε προσεκτικά στο δρόμο. Έχω περάσει το μπράτσο μου στο δικό του, και προχωρούμε αδιάφοροι. Ο Γιώργης Αβέρωφ και ο άντρας μου ακολουθούν από μακριά.
Βαδίζαμε προς την οδό Βουλιαγμένης. Κάθε φορά που συναντούμε γερμανούς φρουρούς, του μιλώ ελληνικά με φλυαρία και κέφι. Στρίβομε σε μιά πάροδο. Στα χέρια μου κρατώ το κλειδί του παλιού σπιτιού της Richardson.
Αυτό ψάχνομε. Δεν δυσκολευόμαστε να το βρούμε. Ερημιά εί¬ναι την ώρα που μπαίνομε. Μέσα όλα τακτικά. Καθίζουμε άνετα, και αρχίζομε την κουβέντα. Έχει πολλά να μου πη, και έχει ανάγκη να μιλήση. Εί¬ναι ερωτευμένος με μιαν Ελληνίδα, και δε θέλει να φύγη από την Ελλάδα. Να κρύβεται, να κινδυνεύη, μα να την βλέπη. Μιλά για το κορίτσι του και τελειωμό δεν έχει. « Μόνο οι έρωτες μας έλειπαν », σκέπτομαι και τον διακόπτω. Του λέω πως είναι αργά, πως αύριο πάλι το μεσημέρι θα του πάω το φαγητό του και θα τα ξαναπούμε. Έτσι μόνο κατορθώνω να τον αφήσω.
δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/