Άνσελμ Φόιερμπαχ ( 12 Σεπτεμβρίου 1829 - 4 Ιανουαρίου 1880 )

Ο Άνσελμ Φόιερμπαχ (γερμ. Anselm Feuerbach), 1829 Σπάιερ (Speyer) 1880 Βενετία θεωρείται κορυφαίος ζωγράφος του νεοκλασικισμού του 19ου αι
Γιος της γνωστής αρχαιολόγου Ιωσηφίνας Άνσελμ Φόιερμπαχ (Joseph Anselm Feuerbach) και ο εγγονός του νομικού Γιόχαν Άνσελμ Φόιερμπαχ, αφού περάσει μέσα από τις σχολές καλών τεχνών του Ντίσελντορφ και Μόναχο, πήγε στην Αμβέρσα και στη συνέχεια στο Παρίσι, όπου επωφελήθηκε από τη διδασκαλία του Τομά Κουτύρ (Couture), και παρήγαγε το πρώτο αριστούργημα του, Hafiz (γνώστης του κορανίου) στην Κρήνη το 1852. Στη συνέχεια εργάστηκε στην Καρλσρούη και στη Βενετία, όπου συνέπεσε στην περίοδο της μεγαλύτερης ακμής της σχολής colourists. Το 1873, εξελέγη καθηγητής στο Βιέννη, αλλά απογοητευμένος με την υποδοχή για το σχεδιασμό του: πτώση των Τιτάνων πήγε να ζήσει στη Βενετία, όπου και πέθανε σε 1880. Μετά το θάνατό του, ο Μπραμς στην Νανά συμπεριέλαβε ένα κομμάτι για χορωδία και ορχήστρα, στη μνήμη του.

Νανά, 1861

Ιφιγένεια, 1, 1862

Ιφιγένεια, 2, 1871

Μύριαμ, 1862


Δυο γυναίκες στην εξοχή, 1867

Ricordo di Tivoli (Ανάμνηση του Τίβολι), 1867

Ανοιξιάτικη εικόνα, 1868

δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/

 





Μαντώ Αραβαντινού (1926 - 10 Σεπτεμβρίου 1998)

 

Η Μαντώ Αραβαντινού (1926 - 10 Σεπτεμβρίου 1998) ήταν Ελληνίδα ποιήτρια, δοκιμιογράφος και ηθοποιός.

Η Μαντώ (Διαμαντώ) Αραβαντινού γεννήθηκε το 1926 στο Βόλο. Αυτό είναι το λογοτεχνικό της ψευδώνυμο. Το πραγματικό της όνομα ήταν Βασιλική Γκικοπούλου. Μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Φοίτησε στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν (1946). Κατά την περίοδο 1953-1955 εργάστηκε στο αθηναϊκό γραφείο του Associated Press. Επίσης, φοίτησε στη Σχολή Ξεναγών και εργάστηκε ως ξεναγός την περίοδο 1958-1968. Συμμετέσχε στον θίασο της Κατερίνας το 1947.

Το 1962 πρωτοπαρουσιάστηκε στον χώρο της λογοτεχνίας με την ποιητική συλλογή «Γραφή Α΄».
Έζησε μεγάλο διάστημα στο εξωτερικό. Το 1967 πήγε στο τότε Δυτικό Βερολίνο ως υπότροφη του Ινστιτούτου Γκαίτε, παρέμεινε δε μέχρι το 1970. Κατόπιν πήγε στη Γαλλία, το 1971-1977, με πανεπιστημιακή (από τη Σορβόνη) υποτροφία για να κάνει έρευνα με θέμα τον Τζέιμς Τζόυς. Κατά την παραμονή της στο Παρίσι ήρθε σε επαφή με την ομάδα που εξέδιδε το πρωτοποριακό για την εποχή του περιοδικό Change.

Ποιήματά της απαγγέλθηκαν τον Φεβρουάριο του 1975 στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, στο Παρίσι, καθώς και στην Αβινιόν την περίοδο 1975-76. Τη μουσική που συνόδευε αυτές τις απαγγελίες τη συνέθεσε ο Iean Pierre Drouet. Στο Παρίσι ήταν συνεργάτης της γαλλικής ραδιοφωνίας και τηλεόρασης. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά «Συντέλεια», «Πάλι» του Νάνου Βαλαωρίτη, «Χνάρι», «Ηριδανός», «Η συνέχεια» και με την εφημερίδα «Τα Νέα». Πήρε μέρος επίσης στην έκδοση των «Νέων Κειμένων». Είναι η σεναριογράφος δυο ταινιών του Φρεντερίκ Ροσίφ.
Υπήρξε μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και των παρισινών Gens des Lettres.
Ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά. Στα πρώτα της έργα επηρεάστηκε από τον υπερρεαλισμό, όπως και απo τον Καβάφη. Αργότερα και από τον Τζόυς.
Πέθανε το 1998.

Έργα

Ποιήματα
Γραφή Α΄ (1962)
Γραφή Β΄ (1964)
Γραφή Γ΄ (1971)
Γραφή Δ΄ και Ε΄ (1983)
Γραφές Α΄, Β΄, Γ΄, Δ΄, Ε΄, Ζ΄ (1998, συγκεντρωτική έκδοση)

Μελέτες
So sehen sie Deutschland (=Αυτή είναι η Γερμανία) [1970, Στουτγκάρδη]
L’ imagination creatrice (=Η δημιουργική φαντασία) [1971, Ζυρίχη]
Μετα-γραφή ή Εμπειρία συνόρων (1975)
Τα ελληνικά του James Joyce (1977)
Τζαίημς Τζόυς - Ζωή και έργο (1983)

Μεταφράσεις
Τζαίημς Τζόυς «Δουβλινέζοι» (1971)
Τζαίημς Τζόυς «Giacomo Joyce» (1977)
Τζαίημς Τζόυς «Η γάτα και ο διάβολος» (1977)

Ακόμη μετέφρασε Βιρτζίνια Γουλφ, Κλοντ Σιμόν καθώς και τέσσερα μικρά αποσπάσματα από το «Finnegans wake» του Τζόις στο «Τζαίημς Τζόυς, Ζωή και Έργο» (Εκδόσεις Θεμέλιο, 1983)

https://el.wikipedia.org/


Γραφή Α, Αθήνα 1962

1

σαφής είναι η μνήμη εκείνης της μέρας, ασαφής παραμένει η αίσθηση, εντελώς δεν την κατέχω. Κατέχω τον χώρο.

Ο χώρος είναι ο δικός μου, γνωστός χώρος, ελάχιστα ελεύθερος, το χρώμα στο τοίχο άσπρο σπασμένο, άσπρη ήταν νομίζω όλη η κάμαρα^ απόγευμα ήταν, αυτό το θυμάμαι, αποπνικτικό και ζεστό. Αγαπημένα πρόσωπα δύο, είχαν ζήσει δύο βδομάδες στο δικό μου γνωστό λευκό χώρο.

Στην ανάμνηση ο χώρος ευρύνεται ελευθερώνει την κίνηση, πλαταίνει σε μάκρος, απλώνεται, προδίδεται λίγο.

Τα υπόλοιπα χάνονται στο ασαφές και εναλλασσόμενο γύρισμα επιθυμίας, ζέστης πολλής, υγρασίας, αφής.

Επιθυμία είναι κυρίαρχη αίσθηση,

Υπάρχει ακόμα κλίμα ευεξίας^ μάλλον υπερδιέγερση ευεξίας και καλύπτει μόνο τον ένα, ενώ ο άλλος παραμένει στην άκρη του κύκλου, μόλις, αμυδρώς φωτιζόμενος, ωστόσο υπάρχων, κατ’ αυτό το ποσοστό της συμμετοχής συμμετέχων^ ίσως διαστάζων, σαφώς υπολειπόμενος του άλλου.

Στο κέντρο του δεύτερου κύκλου βρίσκω ξανά και του δύο, το ίδιο σκληρά φωτισμένους, σε ισοδύναμο πάθος, στην πιο πλήρη γνώση του σώματος που στο ρυθμό τους συμπλέκονται τέλεια.

Εν μέρει υποψιασμένοι, πιθανώς έκπληκτοι^ παραμένουν στο εκτυφλωτικά φωτισμένο κέντρο του κύκλου, αισθησιακοί και αναμένοντες.

Αυτό δεν θα αλλάξει^ είναι σαφής η ανάμνηση.

Η αίσθηση πάλι διαφεύγει της μνήμης. Σύντομα θα περάσω στο τρίτο και τέταρτο κύκλο.
Απαιτώ την ακριβή αίσθηση. Ξαναρχίζω.

Ζεστό απόγευμα, καλοκαίρι, επιθυμία, διακεκομμένη αφή, έρωτας. Στην επιστροφή της η μνήμη και τώρα αφήνει οξύτατο πόνο.

Κυριαρχώ της αισθήσεως. Μνήμη και γεγονός απολύτως ταυτίζονται. Εμπεριέχω τον άλλον.

Εγκλείω τον άλλον στην πλήρη παραδοχή του, η παραδοχή του καθορίζει την αίσθηση, η εκ των προτέρων ανεπιφύλακτη παραδοχή του, στην υποψία καθώς και στην άρνηση, στην προσφορά και κατάφαση. Παραδοχή, είπα και είμαι σαφής, όχι ταύτιση αγαπημένου, ιδιαιτέρως αγαπημένου προσώπου.
Συγκεκριμένου προσώπου του υπαρκτού/
Συγκεχυμένης, πιθανώς αβεβαίας, εν πολλοίς παραμορφωτικής μυθολογίας, όμως εκ των προτέρων παραδεδεγμένης και απολύτως χαριστικής
Εν τέλει αγαπημένης μυθολογίας.
Ιδιαιτέρως αγαπημένου προσώπου.

Αυτό καθορίζει την μνήμη, αυτό καθορίζει την αρχή, όχι το τέλος της ιστορίας.

Αυτός ήταν ο χώρος και οι άνθρωποι δύο, και ο λόγος ο μεταξύ τους υπαρκτός, ευρύς, αναγκαίος, όπως εγγράφεται σε έρωτα, με διάρκεια μεγάλη.
Και οι δύο εξ ίσου το νόμιζαν.

Ο τρίτος κύκλος κατέχει στην μνήμη μικρότερο χώρο. Τον χώρο ακριβώς μόνου και όρθιου ανθρώπου που ψάχνει κάτι στην μέση της κάμαρας.
Είπα μόνο ανθρώπου.

Η υποψία τομής που θα διχάσει τον κύκλο και την ανάμνηση, αποπέμπτεται αδίστακτα, δεν υπάρχει ακόμα κανένας ιδιαίτερος λόγος.

Εκτός απ’ το ειδικό βάρος στην αίσθηση, πουθενά δεν αισθάνομαι να υπάρχει εγκοπή, πλατειασμός ή έστω και χάσμα.
Το ειδικό βάρος στην αίσθηση ενοχλεί την αντίληψη των υπολοίπων πραγμάτων.

Επανέρχομαι στο τρίτο μικρότερο κύκλο, αποφασισμένη να εξακριβώσω τις ακριβείς του διαστάσεις. Εδώ κατέχω πλήρως την μνήμη και καθόλου την αίσθηση.

Ξαναβρίσκω το δικό μου γνωστό ελεύθερο χώρο, το άσπρο σπασμένο των τοίχων, τον άνδρα της κάμαρας γυμνό με πλούσια άσπρη περούκα.

Βλέπω τον τρίτο κύκλο μέσα από ένα γυάλινο μάτι.

Στο κύκλο υπάρχει δυλισμένος αέρας και δεν απέμεινε χώρος για ερωτηματικά, αμφιβολίες ή τύψεις.
Στον κύκλο δεν υπάρχει αέρα, υπάρχει όμως πεποίθηση και πλήρης βεβαότης. Το γυμνό σώμα του άνδρα το καλύπτουν ωραία φτερά παγωνιού.

Ο χώρος ηυξήθη σε έκταση, εγώ όμως έχασα τις αληθινές του διαστάσεις.

Ο άνδρας κερδίζει σε απόσταση, ματαιοδοξία και έπαρση. Χάνει τα ακριβή μέτρα του κύκλου, καλύπτει όλο τον χώρο, ερωτά, απαντά, απαιτεί, εξηγεί, επανέρχεται στην προηγούμενη λέξη, κατακρίνει, διδάσκει, ειρωνεύεται, απομακρύνεται από το κέντρο της αίσθησης, απομονώνεται στο κέντρο του κύκλου.

Ο τρίτος κύκλος είναι όλος δικός μου. Στα υπόλοιπα ο ρυθμός καθόλου δεν άλλαξε^ τα χέρια μόνο του άνδρα ξέχασαν την πρώτη τους κίνηση. Ξαναβρήκαν την κίνηση.

Γεγονός δεν υπάρχει. Το γεγονός αν υπάρχει δεν έχει εγγράψει στην μνήμη κανένα σημείο. Το γεγονός υπάρχει στην αίσθηση. Η αίσθηση είναι γεγονός. σ’ αυτήν βρίσκω πλήρη και ακριβή σηματογραφία.

Ο τρίτος κύκλος δεν διχοτομήθηκε.
Στο τρίτο κύκλο υπάρχει ευρύτατο άνοιγμα.

Περνώ ευκολότερα στον τέταρτο κύκλο.

Ο τέταρτος κύκλος κυριαρχείται από φόβο, από την απουσία του άλλου και την γεύση του φόβου. Το ένα του τμήμα καλύπτεται με πηχτή λευκή ασβεστώδη ουσία.
Το άλλο τμήμα του κύκλου ογκούται από θριαμβευτική μεγαλοστομία και ογκώδη παράνοια.

Το θριαμβεύον τμήμα του διχοτομημένου τέταρτου
Κύκλου έχει στο κέντρο ένα και μόνο πυρήνα.
Πυρήνα κυττάρου.
Κυττάρου διαφορετικού σε ουσία.
Παραδοσιακώς μόνον υπάρχοντος.
Κυττάρου ουσιαστικώς αντιπάλου.
Καταχρηστικώς παραδεδεγμένου.
Κυττάρου σφετεριστού εξουσίας.
Κυττάρου μη επιτρέποντος καμμιά άλλη πραγμάτωση πλην της αποκλειστικά ιδικής του.
Κυττάρου αποκλείοντος εκ των προτέρων στο διάλογο.
Κυττάρου επί αιώνες θρεμμένου με παρδαλές συρραφές υπεροχής και εξουσίας του μύθου.

Στην ανάμνηση μπλέχτηκε η γεύση η τωρινή η άλλοτε.
Ασαφώς διαγράφεται όλη η περιοχή του δικού μου χώρου.

Οι όγκοι διαλύθηκαν^ πιθανώς δεν υπάρχουν .

Ο θόρυβος του ανεμιστήρα στη γωνιά του χαρτιού που ξεφεύγει, εντείνει την στιφή γεύση μετάλλου γύρω απ’ τα δόντια.

2

η μαρτύρια είναι προδοτική. Η ανάμνηση όχι.
Η αίσθηση αμβλύνεται^ ο χώρος πλαταίνει.
Ο χρόνος δεσμεύεται.
Ο πόνος παραμένει ο ίδιος.
Η αίσθηση διαφεύγει ακόμη των πραγμάτων.
Η αίσθηση το βράδυ εκείνο.
Η αίσθηση δεν καλύπτει τον χρόνο.

Η μνήμη αριθμεί χρόνια δύο. Ο πόνος καλύπτει τον χρόνο. Ο τωρινός άμεσος πόνος. Η αίσθηση είναι χωρίς μνήμη, η αίσθηση είναι χωρίς χρόνο. Το ίδιο στο όνειρο εκείνο, του κίτρινου μπεζ χρώματος. Του χωρίς αέρα ονείρου. Του αχανούς και ατέρμονος. Η ίδια γεύση της άμμου.

Γεύση θανάτου.
Γεύση απόντος.

Γεύση γνωρίμου απόντος.
Θα τον εύρισκα στο κίτρινο μπεζ ατέρμονα χρόνο.
Έτσι άρχισε το όνειρο, κι αυτή ήταν η γεύση, στο όνειρο μέσα πονούσα, στο χρώμα δεν μπορώ παρά να επιμένω. Η αρχή και το τέλος.

Ήταν λοιπόν ένα κίτρινο μπεζ θαμπό , ανύπαρκτο χρώμα. Δεν ήταν χώρος^ ατέρμων επαναλαμβάνω. Πουθενά δεν έβλεπα τέλος.

Εγώ αίσθηση πραγματική και σαφώς πεπερασμένη. Εγώ που εκ των προτέρων γνωρίζω, πριν αρχίσει το όνειρο, το θάνατο και τον Απόντα.
Ο Απών και ο θάνατος εξ ίδιων καθορισμένοι.

Τον χώρο, την γεύση της άμμου, την έλλειψη χρώματος, την ερημιά, όλα εκ των προτέρων τα επεδίωξα, τα δέχτηκα και τα ηθέλησα.
Τον θάνατο και τον Απόντα.
Όλα επαναλαμβάνω τα γνώριζα και τίποτα δεν περίμενα, όπως δεν περιμένει ο κόκκος της άμμου, όπως δεν μπορεί να φοβάται ποτέ η άσπρη λειχήνα. Που ξαφνικά απέκτησε μνήμη και μαζί με την μνήμη την γεύση του πόνου.
Όλες οι άλλες ιδιότητες της άσπρης λειχήνας εντελώς τις κατέχω^ ακόμα εμπεριέχομαι και εμπεριέχω την άσπρή λειχήνα.

Κατέχω την μνήμη, την τωρινή και την άλλοτε.

Αυτήν που αφορά και τις δύο, τον Απόντα και μένα. Επίσης αυτό το ασφαλές και συγκεκριμένο.

Ο Απών κινείται στον χώρο. Πουθενά δεν διαγράφεται. Εν τούτοις υπάρχει κάπου πλησίον. Απ’ το όνειρο εξέλιπε η αμφιβολία.

Αναζητώ τον Απόντα.

Απαιτώ την εύρεσή του.
Εγώ η χωρίς καμμιά υπόσταση, εγώ η χωρίς άλλον όγκο παρά αυτόν, της άσπρης λειχήνας, μέσα στο μπεζ κίτρινο ατέρμονα χρόνο.

Κατοικείται ο χώρος από χιλιάδες πολλές παρουσίες. Ο χώρος παραμένει ατέρμων.

Παρίσταμαι, δεν διαγράφομαι σε σχήμα.
Κανείς, δεν διαγράφεται στο ασχημάτιστο χρώμα.
Ο Απών είναι πλησίον.
Ευρέθη.
Αυτό το γνώρισε πρώτη η μνήμη της άσπρης λειχήνας. Ο χώρος είναι ιδιαιτέρως οικείος. Αγωνιώδης, εφιαλτικός και οικείος, μισώ την υπόστασή μου εκείνη την πρώτη.

Μισώ την μορφή της λειχήνας. Απαιτώ να υπάρξω στην μορφή μου την άλλη. Την μορφή που ο Απών καθορίζει. Την μόνη που ίσως ακόμα θυμάται.

Την πρώτη μορφή μου, όχι αυτήν της λειχήνας. Ο Απών ελέγχει, νομίζω ακόμη την μνήμη. Η αγωνία ογκούται, ο Απών είναι πλησίον, σχεδόν τον αγγίζω.

Αγνοώ την μορφή μου.
Αποκτώ κινήσεις πνιγμένου.
Διαγράφω αόρατος κύκλους.
Αιωρούμαι στο χώρο.
Διαπερνώ τις μορφές χωρίς ύλη.
Αποκτώ την πλήρη μορφή μου.

Ο Απών είναι πλαισιωμένος από δύο σιλουέττες, σε απόσταση, τεσσάρων βημάτων,. Η κατεύθυνση, η δική μου ευθεία συγκλίνει με αυτήν του Απόντος. Η αμφιβολία η πρώτη.
Ο Απών δεν ελέγχει.
Ο Απών δεν κατέχει καμμιάν, απολύτως καμμιάν μνήμη. Αποκλείνω της ευθείας της μνήμη. Εμπίπτω στη γραμμή τη δική του, γραμμή του Απόντος.

Εγώ στην πλήρη τώρα μορφή μου, εκείνη την άλλη, τη μορφή και των δύο.
Ο Απών είναι έμπλεως ύλης.
Ο Απών έιναι ακραιφνής παρουσία.
Ο Απών εστερήθη της μνήμης.

Τα δύο πρώτα γράμματα του ονόματος μόλις συνδέω, μόλις ψελλίζω. Τώρα προδίδω.
Ψευδής μαρτυρία.

Δεν άκουσα, δεν είδα, δεν ήταν.
Ήταν μόνο η ερημιά και ο ατέρμων ο χρόνος.
Ο Απών αρνούμενος πάσα μνήμη.
Ο Απών αρνούμενος τον άμεσο χρόνο.
Ο Απών με ηρνήθη.
Όχι, εκ των προτέρων ήταν καθορισμένος ο κλήρος.
Ο Απών δεν ηρνήθη.

http://www.poiein.gr/


δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/










Τουλούζ Λωτρέκ (24 Νοεμβρίου 1864 - 9 Σεπτεμβρίου 1901)


The Moulin Rouge Salon


Γεννήθηκε στο Αμπλί, προάστιο του Παρισιού, γιος του Κόμη Αλφόνσου και της Κόμισσας Αντέλ ντε Τουλούζ-Λωτρέκ (Adèle de Toulouse-Lautrec), γόνος ιστορικής και αριστοκρατικής οικογένειας, η οποία ωστόσο την περίοδο της γέννησης του, είχε ήδη χάσει μέρος του παλαιότερου κύρους της. Οι γονείς του ήταν πρώτα ξαδέλφια , πρακτική που ήταν ευρύτερα διαδεδομένη εκείνη την εποχή προκειμένου να διατηρηθεί η περιουσία της οικογένειας μεταξύ των μελών της. Το γεγονός αυτό ωστόσο οδηγούσε σε γενετικές ανωμαλίες, όπως και στην περίπτωση του Λωτρέκ, του οποίου τα πόδια σταμάτησαν να αναπτύσσονται φυσιολογικά, μετά από ρήξεις που υπέστη στο αριστερό και δεξί του πόδι, σε ηλικία 12 και 14 ετών αντίστοιχα. Το ύψος του Λωτρέκ έφθανε μόλις το 1,5 μέτρο ενώ σε αντίθεση με τα πόδια του, το υπόλοιπο σώμα του είχε φυσιολογική ανάπτυξη.
Εξαιτίας αυτής της ανωμαλίας στη σωματική του διάπλαση, αδυνατούσε να ακολουθήσει μία συμβατική κοινωνική ζωή, γεγονός που πιθανά λειτούργησε καταλυτικά στο να αφοσιωθεί στη ζωγραφική. Αποτέλεσε σημαντικό καλλιτέχνη του μετα-ιμπρεσιονισμού ενώ θεωρείται από πολλούς και ο επίσημος εικονογράφος της νυχτερινής ζωής εκείνης της εποχής – της λεγόμενης Μπελ Επόκ (belle epoque) – στα καμπαρέ του Παρισιού. Οι πίνακές του χαρακτηρίζονταν από έντονα χρώματα και ανθρώπινες παρουσίες. Θεωρείται επιπλέον ένας από τους πρωτοπόρους στην τέχνη της αφίσας, γνωστός κυρίως για τις αφίσες που φιλοτέχνησε για το καμπαρέ Μουλέν Ρουζ (Moulin Rouge). Ασχολήθηκε ακόμα με την τεχνική της λιθογραφίας, επηρεασμένος από την ιαπωνική τέχνη και τα ιαπωνικά χαρακτικά.
Έζησε κυρίως στη Μονμάρτρη, που αποτελούσε το κυρίαρχο κέντρο της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του αντιμετώπισε πρόβλημα αλκοολισμού και πέθανε σε ηλικία 37 ετών, έχοντας προσβληθεί από σύφιλη. ΑΠΟ Βικιπαίδεια 


                                                     ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ 


Couple in bed
Moulin Rouge
Monsieur Boileau
Madame Poupoule at Her Toilette
devotion-two-girlfriends


Δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/









ΣΠΥΡΟΣ ΑΥΛΩΝΙΤΗΣ "'Ασε με !"

Christian Schloe art

[Σε μιά Κυρία ]

Χαμήλωσες απόψε τ' άστρα
δίπλα μου πριν γείρεις
ό,τι φαντάστηκες , τώρα
ποθείς να νιώσεις.
Χέρια ευλογημένα
τρέμοντας διαγράφουν
του κορμιού το περίγραμμα.
Φωτοβολούν τα μάτια
οδηγούν, άσβεστος φάρος
στης τέρψης τ' ακρογιάλι.
Διαχέουν οι αγέρηδες
τους ψίθυρους της ηδονής
στο φλύαρο κύμα
που καρτερικά περιμένει
για να τους ταξιδέψει
'οσο μακριά μπορεί
η θάλασσα να φτάσει ...

Να χαρείς , μην φέρεις το φως
μην μου αποκριθείς , όταν
την πόρτα που σου άνοιξα
πίσω σου θα κλείνεις.
Άσε με , ως την αυγή
να μ' ακουμπά τ' άρωμά σου
και ο τρελός να νομίζω
πως δίπλα μου κοιμάσαι...

Από την συλλογή [Απανεμιά ]
ΑΥΛΩΝΙΤΗΣ ΣΠΥΡΟΣ








Εουτζένιο Μοντάλε (12 Οκτωβρίου 1896 – 12 Σεπτεμβρίου 1981)

 

Ο Εουτζένιο Μοντάλε (Eugenio Montale, 12 Οκτωβρίου 1896 – 12 Σεπτεμβρίου 1981) ήταν Ιταλός ποιητής, μεταφραστής και πεζογράφος, που το 1975 βραβεύθηκε με το Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας. Θεωρείται από πολλούς ως ο μεγαλύτερος Ιταλός λυρικός ποιητής από την εποχή του Τζάκομο Λεοπάρντι.

Ο Μοντάλε γεννήθηκε στη Γένοβα. Η οικογένειά του ασχολείτο με το εμπόριο χημικών προϊόντων (ο πατέρας του προμήθευε την εταιρεία του Ίταλο Σβέβο). Η ανεψιά του ποιητή, η Μπιάνκα Μοντάλε, περιγράφει στο Cronaca famigliare («Οικογενειακό χρονικό») το 1986 τα κοινά χαρακτηριστικά της οικογένειας ως εξής: «εύθραυστα νεύρα, ντροπαλότητα, λακωνικότητα, τάση να βλέπουν το χειρότερο σε κάθε γεγονός, μία κάποια αίσθηση του χιούμορ».
Ο Μοντάλε ήταν ο μικρότερος από 6 αδελφούς. Καθώς γράφει:

«`Ημασταν μία μεγάλη οικογένεια. Οι αδελφοί μου πήγαιναν στο σκιάνο [το γραφειο στα γενοβέζικα]. Η μοναδική μου αδελφή σπούδασε στο πανεπιστήμιο, ενώ εγώ δεν είχα τέτοια ευκαιρία. Σε πολλές οικογένειες υπήρχε η άγραφη συνήθεια ο μικρότερος να απελευθερώνεται από το καθήκον να συνεχίσει την οικογενειακή επιχείρηση».

Το 1915 ο Μοντάλε εργάσθηκε ως λογιστής, αλλά αφέθηκε ελεύθερος να ακολουθήσει το πάθος του για τη λογοτεχνία, συχνάζοντας στις βιβλιοθήκες και παρακολουθώντας τα ιδιωτικά μαθήματα της αδελφής του Μαριάννας. Μελέτησε επίσης όπερα, τραγουδώντας με τον βαρύτονο Ερνέστο Σιβόρι.

Ο Μοντάλε ήταν σε μεγάλο βαθμό αυτοδίδακτος. Μεγαλώνοντας, το πνεύμα του αιχμαλωτίσθηκε από αρκετούς συγγραφείς, μεταξύ των οποίων και ο Δάντης Αλιγκέρι, από τη μελέτη ξένων γλωσσών (ειδικότερα της αγγλικής), καθώς και από τα τοπία της ανατολικής Λιγουρίας, όπου περνούσε τις διακοπές με την οικογένειά του.

Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ως μέλος της Στρατιωτικής Ακαδημίας της Πάρμας, ο Μοντάλε ζήτησε να υπηρετήσει στο μέτωπο. Μετά από μία σύντομη επαφή με πολεμικές επιχειρήσεις ως αξιωματικός του πεζικού στη βόρεια Ιταλία, επέστρεψε σπίτι το 1920.

Ποιητικό και άλλο έργο

Ο Μοντάλε δημοσίευσε πάνω από δέκα συλλογές σύντομων ποιημάτων, ένα «ζουρνάλ» με μεταφρασμένη ποίηση, αρκετά βιβλία μεταφράσεων πεζογραφίας, δύο βιβλία κριτικής λογοτεχνίας και ένα με πεζογραφία φαντασίας. Παράλληλα με το λογοτεχνικό έργο του, υπήρξε και σταθερός συνεργάτης στη σημαντικότερη ιταλική εφημερίδα, την Corriere della Sera, για την οποία έγραψε πάρα πολλά άρθρα σε θέματα λογοτεχνίας, μουσικής και τέχνης. Συνέγραψε επίσης έναν πρόλογο στη Θεία Κωμωδία του Δάντη.

Το έργο του Μοντάλε ιδιαίτερα η πρώτη ποιητική συλλογή του, η Ossi di seppia (= «Κόκκαλα σουπιάς»), που εκδόθηκε το 1925, τον αναδεικνύει και ως έναν αντιφασίστα που αισθανόταν αποκομμένος από τη σύγχρονη ζωή και έβρισκε παρηγοριά και καταφύγιο στη μοναξιά του φυσικού κόσμου. Το μεσογειακό τοπίο της γενέτειράς του Λιγουρίας αποτελεί μία ισχυρή παρουσία σε αυτά τα πρώιμα ποιήματα: του χαρίζει ένα είδος «προσωπικής μονώσεως» από τα γεγονότα που συνέβαιναν γύρω του. Τα ποιήματα αυτά τονίζουν την προσωπική μοναξιά του και τη συμπάθειά του για τα «μικρά κι ασήμαντα» πράγματα, ή για τον ορίζοντα και τη θάλασσα. Κατά τον Μοντάλε η φύση είναι «τραχιά, φειδωλή και εντυπωσιακή» ταυτόχρονα. Σε έναν κόσμο ηττοπαθή και απελπισμένο, μόνη η φύση εμφανίζεται να κατέχει αξιοπρέπεια: την ίδια αξιοπρέπεια που αισθάνεται ο αναγνώστης των ποιημάτων του.

Αντικονφορμισμός

Το 1927 ο ποιητής μετακόμισε στη Φλωρεντία για να εργασθεί ως επιμελητής για τον εκδοτικό οίκο Bemporad. Η Φλωρεντία ήταν τότε κέντρο για τη νέα ιταλική ποίηση, με έργα όπως τα Ορφικά άσματα (Canti orfici) του Ντίνο Καμπάνα (1914) και τους πρώτους στίχους του Ουνγκαρέττι για την επιθεώρηση Lacerba. Κι άλλοι ποιητές, όπως ο Ουμπέρτο Σάμπα και ο Βιτσέντζο Καρνταρέλλι, είχαν εξυμνηθεί. Το 1929 ζητήθηκε από τον Μοντάλε να προεδρεύσει στο συμβούλιο της βιβλιοθήκης Γκαμπινέτο Βιεσέ, μία θέση από την οποία εκδιώχθηκε το 1938 από το φασιστικό καθεστώς. Στο μεταξύ συνεργαζόταν με το περιοδικό Solaria και σύχναζε στο «λογοτεχνικό καφενείο» «Le Giubbe Rosse» στην Πιάτσα Βιττόρια (σήμερα Πιάτσα ντελλά Ρεπούμπλικα) ήδη από το 1927. Συχνά επισκεπτόταν το καφέ πάνω από τρεις φορές την ημέρα και έγινε κεντρικό πρόσωπο μιας ομάδας συγγραφέων εκεί, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονταν οι Κάρλο Εμίλιο Γκάντα και Έλιο Βιττορίνι (αμφότεροι ιδρυτές του ως άνω περιοδικού). Ο Μοντάλε είχε γράψει για όλα σχεδόν τα σημαντικά λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής.

Μολονότι εμποδιζόμενος από οικονομικά προβλήματα και από τον λογοτεχνικό και κοινωνικό κονφορμισμό που επέβαλλαν οι αρχές, στη Φλωρεντία ο Μοντάλε δημοσίευσε τη θεωρούμενη γενικώς ως καλύτερη συλλογή του, τη Le occasioni («Περιστάσεις», 1939). Από το 1933 ως το 1938 είχε μία ερωτική σχέση με την `Ιρμα Μπραντάις (1905-1990), μία Αμερικανοεβραία μελετήτρια του Δάντη που επισκεπτόταν περιστασιακά την Ιταλία. Η Le occasioni περιέχει πολλές έμμεσες αναφορές στη Μπραντάις, με το όνομα Clizia (Κλυτία). Ο Φράνκο Φορτίνι κρίνει τις συλλογές του Μοντάλε Ossi di seppia και Le occasioni ως το υψηλότερο επίπεδο στο οποίο έφθασε η ιταλική ποίηση του 20ού αιώνα.

Ο Τ.Σ. Έλιοτ, ο οποίος μοιραζόταν τον θαυμασμό του Μοντάλε για τον Δάντη, υπήρξε σημαντική επίδραση στην ποίησή του. Τα νέα ποιήματα του Έλιοτ τα έδειξε στον Μοντάλε ο Μάριο Πρατς, που τότε δίδασκε στο Λίβερπουλ. Το 1948, για τα εξηκοστά γενέθλια του Έλιοτ, ο Μοντάλε συνεισέφερε ένα δοκίμιο με τίτλο «Ο `Ελιοτ και εμείς» σε έναν τόμο που εκδόθηκε για την περίσταση.

Δυσαρμονία με τον κόσμο

Από το 1948 μέχρι τον θάνατό του ο Μοντάλε ζούσε στο Μιλάνο. Εκτός από μουσικός συντάκτης στην Corriere della Sera, έκανε ρεπορτάζ και από το εξωτερικό, όπως από την Παλαιστίνη όταν πήγε εκεί για την επίσκεψη του Πάπα Παύλου ΣΤ΄. Τα δημοσιογραφικά του κείμενα είναι συγκεντρωμένα στο Fuori di casa (= «Εκτός οικίας», 1969).

Η συλλογή La bufera e altro («Η θύελλα και άλλα») εκδόθηκε το 1956 και σημειώνει το τέλος της περισσότερο εξυμνημένης ποιήσεώς του. Εδώ η μορφή της Clizia συναντά εκείνη της «Αλεπούς» (La Volpe), βασισμένης στη νεαρή ποιήτρια Μαρία Λουίζα Σπατσιάνι, με την οποία ο Μοντάλε είχε μία ρομαντική σχέση τη δεκαετία του 1950.

Τα μεταγενέστερα έργα του είναι τα Xenia (1966), Satura (1971) και Diario del '71 e del '72 (1973). Η ύστερη ποίηση του Μοντάλε είναι πικρόχολη και ειρωνική, διαλογιζόμενη πάνω στην κριτική απόκριση στα προηγούμενα έργα του και στον συνεχώς μεταβαλλόμενο κόσμο γύρω του. Η Satura περιέχει μία δηκτική ελεγεία για τη σύζυγό του Ντρουζίλα Τάντσι (Drusilla Tanzi), αλλά έγραψε και μία σειρά από πικρά ποιήματα για την Clizia λίγο πριν τον θάνατό του. Η φήμη του Μοντάλε είχε ήδη επεκταθεί σε όλο τον κόσμο. Πριν τιμηθεί με το Βραβείο Νομπέλ, είχε ήδη ανακηρυχθεί επίτιμος διδάκτορας από τα Πανεπιστήμια του Μιλάνου (1961), του Κέμπριτζ (1967) και της Ρώμης (1974), ενώ είχε ορισθεί τιμητικά ισόβιος γερουσιαστής στην ιταλική Γερουσία και το 1973 είχε βραβευθεί με το Χρυσό Στεφάνι των Ποιητικών Βραδιών της Στρούγκα, στην τότε Γιουγκοσλαβία.

Ο Μοντάλε πέθανε στο Μιλάνο το 1981 σε ηλικία 84 ετών, έξι χρόνια μετά την απονομή του Βραβείου Νομπέλ.

Το 1996 εμφανίσθηκε ένα έργο με τίτλο Μεταθανάτιο ημερολόγιο (Diario postumo) που περιείχε 66 ποιήματα και υποτίθεται ότι είχε «συνταχθεί» από τον Μοντάλε πριν από τον θάνατό του με τη βοήθεια της νεαρής ποιήτριας Ανναλίζα Τσίμα (Annalisa Cima). Το γεγονός αμέσως προκάλεσε θόρυβο στους ιταλικούς λογοτεχνικούς κύκλους. Αρκετοί, όπως ο κριτικός Ντάντε Ιζέλλα, πσιτεύουν ότι το έργο αυτό δεν είναι αυθεντικό.

Ο Γιόζεφ Μπρόντσκι αφιέρωσε το δοκίμιό του «Στη σκιά του Δάντη» στη λυρική ποίηση του Εουτζένιο Μοντάλε.

Ελληνικές μεταφράσεις έργων του
Σουπιοκόκαλα, μετάφρ. Παναγιώτης Χρ. Χατζηγάκης, εκδ. «Ευθύνη», Αθήνα 1987
Φινιστέρε και άλλα ποιήματα, μετάφ. Νίκος Αλιφέρης, εκδ. «Άγρα», Αθήνα 1995, ISBN 978-960-325-140-8
Ημερολόγιο του '72, μετάφ. Νίκος Αλιφέρης, εκδ. «Άγρα», Αθήνα 1999, ISBN 978-960-325-322-8
Mottetti: 20 ερωτικά ποιήματα, μετάφ. Γιάννης Η. Παππάς, εκδ. «Οδός Πανός», Αθήνα 2008, ISBN 978-960-8378-67-4
Ημερολόγιο του '71, μετάφ. Νίκος Αλιφέρης, εκδ. «Άγρα», Αθήνα 2013, ISBN 978-960-505-084-9





ΠΟΙΗΜΑΤΑ 

Eugenio Montale, «Άλλοι Στίχοι» (μτφρ.-σχόλια-επιμέλεια: Ευαγγελία Πολύμου)
i.Φίλοι μου, μην πιστεύετε στα έτη φωτός

Φίλοι μου, μην πιστεύετε στα έτη φωτός
στον καμπύλο ή επίπεδο χωροχρόνο.
Η αλήθεια βρίσκεται μες στα χέρια μας
αλλά είναι άπιαστη και ξεγλιστρά σαν χέλι.
Ούτε και οι νεκροί θέλησαν ποτέ να την συλλάβουν
για να μην ξανά-ξεπέσουν ανάμεσα στους ζωντανούς, εκεί
όπου όλα είναι δύσκολα, όλα είναι ανώφελα.

*
ii.Άλλοι Στίχοι

Όταν τʼ όνομά μου φιγούραρε σχεδόν σε κάθε εφημερίδα
μια γαλλική φυλλάδα διέδωσε τη φήμη
ότι ποτέ μου δεν υπήρξα.
Διόλου δεν άργησαν οι διαψεύσεις.
Αλλά η ψευδής είδηση ήταν η πιο αληθινή.
Η ύπαρξή μου ένα διπλότυπο ανέκυψε,
μια πλάνη όπως εκείνη η πλανητική
τούτα τα χρόνια χαίρει της τιμής συζητήσεων.
Ψευδολογούν λοιπόν οι αστρονόμοι ή, μάλλον, κάνουνε φαλσέτο;
Η φωνητική μουσική
χρήζει τέτοιων ή παρόμοιων τεχνασμάτων.
Μα τι να πούμε για τον ήχο των Σφαιρών;
Και τι για την πλάνη, την αλήθεια ή το ποτ πουρί;
Δουλειά μας δεν είναι το ξέμπλεγμα του κουβαριού.
Εξάλλου και οι φιλόσοφοι και οι θεολόγοι
πλάσματα είναι με σάρκα και οστά. Και ιδού
η χρεία, το καθήκον να κρούσουμε την γκρανκάσα.

*
iii.Στην Ανατολή

Ίσως παρεκκλίνω απʼ την ευθεία οδό.
Αυτή η διχάλα μεταξύ Σουνιτών και Σιιτών
τον ύπνο δεν μου καταστρέφει αλλά με μάθηση με τρέφει.
Είναι σαν να επιχειρείς να περάσεις σχοινί
σε βελονιού σχισμή.

*
iv.Στη χαραυγή
Ο συγγραφέας εικάζει (και ούτε λόγος για
τον ποιητή)
ότι μετά θάνατον τα έργα του
τον καθιστούν αθάνατο.
Η προοπτική δεν είναι παράδοξη,
σας την παραθέτω για ό,τι αξίζει.
Δεν συλλογιέμαι κάτι ανάλογο για τον συκοφάγο
που τσιμπολογά το πρωινό του πέρα στους αγρούς.
Εκείνος είναι σίγουρος για τη ζωή· ο φιλόσοφος
του ισογείου αντιθέτως
έχει τις αμφιβολίες του. Το σύμπαν
πορεύεται χωρίς το καθετί, ακόμη και χωρίς τον εαυτό του.

http://www.poiein.gr/

δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/






Ιρέν Ζολιό-Κιουρί (12 Σεπτεμβρίου 1897 - 17 Μαρτίου 1956)

 

Η Ιρέν Ζολιό-Κιουρί (Irène Joliot-Curie, 12 Σεπτεμβρίου 1897 - 17 Μαρτίου 1956) ήταν Γαλλίδα επιστήμονας, κόρη της Μαρίας Κιουρί και του Πιερ Κιουρί και σύζυγος του Φρεντερίκ Ζολιό-Κιουρί. Της απονεμήθηκε από κοινού με το σύζυγό της το βραβείο Νόμπελ Χημείας το 1935 για την ανακάλυψη της τεχνητής ραδιενέργειας. Αυτό κατέστησε την οικογένεια Κιουρί την οικογένεια με τους περισσότερους βραβευμένους με νόμπελ μέχρι σήμερα.

Η Κιουρί γεννήθηκε στο Παρίσι. Μετά από ένα χρόνο παραδοσιακής εκπαίδευσης, την οποία ξεκίνησε σε ηλικία 10 ετών, οι γονείς της αντιλήφθηκαν το μαθηματικό ταλέντο της και αποφάσισαν ότι οι ακαδημαϊκές δυνατότητες της Ιρέν απαιτούσαν πιο απαιτητικό περιβάλλον. Η Μαρία Κιουρί συνεργάστηκε με επιφανείς Γάλλους ακαδημαϊκούς, ανάμεσα στους οποίους ήταν ο επιφανής Γάλλος φυσικός Πολ Λανζεβέν, για να δημιουργήσουν την «Συνεργασία», μια ιδιωτική συνάντηση ανάμεσα στους ακαδημαϊκούς της Γαλλίας. Ο ένας εκπαίδευε τα παιδιά του άλλου στα αντίστοιχα σπίτια. Η ύλη της συνεργασίας ποικίλε και πέρα από επιστήμη και επιστημονική έρευνα περιλάμβανε επίσης κινεζικά και γλυπτική και με μεγάλη έμφαση στην αυτοέκφραση και το παιχνίδι.

Αυτό διήρκεσε περίπου δύο χρόνια και στη συνέχεια η Κιουρί φοίτησε στο Κολέγιο Σεβινιέ στο κεντρικό Παρίσι από το 1912 μέχρι το 1914 και στη συνέχεια στο τμήμα επιστημών της Σορβόνης για να ολοκληρώσει Μπακαλορεά. Οι σπουδές στο τμήμα διεκόπησαν λόγω του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, η Κιουρί μεταφέρθηκε στην εξοχή, αλλά ένα χρόνο αργότερα, όταν έγινε 18, επανασυνδέθηκε με την μητέρα της, η οποία διοικούσε 20 φορητά νοσοκομεία που είχε ιδρύσει. Τα νοσοκομεία ήταν εξοπλισμένα με πρωτόγονο εξοπλισμό ακτίνων-Χ, με τον οποίο συνέχιζαν την έρευνά τους. Η μέθοδος ήταν πολύ βοηθητική στον εντοπισμό θραυσμάτων στους τραυματισμένους στρατιώτες, αλλά τόσο η Μαρί όσο και η Ιρέν, οι οποίες εργάζονταν ως νοσηλεύτριες ακτινογράφοι, εκτέθηκαν σε μεγάλες δόσεις ακτινοβολίας. Και οι δύο αργότερα απεβίωσαν από τις συνέπειες της αθροισμένης έκθεσης κατά την επαγγελματική ζωή τους.

Μετά τον πόλεμο, η Ιρέν Κιουρί επέστρεψε στο Παρίσι για να σπουδάσει στο Ινστιτούτο Ραδίου, το οποίο είχαν χτίσει οι γονείς της. Το ινστιτούτο ολοκληρώθηκε το 1914, αλλά παρέμεινε άδειο κατά τη διάρκεια του πολέμου. Η διδακτορική διατριβή της ήταν σχετικά με την ακτινοβολία α του πολώνιου, το στοιχείο που είχαν ανακαλύψει οι γονείς της, μαζί με το ράδιο. Η Ιρέν Κιουρί έγινε διδάκτωρ το 1925.

Καθώς ολοκλήρωνε το διδακτορικό της το 1924, η Κιουρί ζητήθηκε να διδάξει ακριβείς εργαστηριακές τεχνικές που απαιτούνταν για την ακτινοχημική έρευνα τον νεαρό χημικό μηχανικό Φρεντερίκ Ζολιό, τον οποίο αργότερα παντρεύτηκε. Από το 1928 και έπειτα, η Ιρέν Ζολιό-Κιουρί και ο σύζυγός της Φρεντερίκ συνδύασαν τις ερευνητικές τους προσπάθειες στη μελέτη του πυρήνα του ατόμου. Αν και στα πειράματά τους αναγνώρισαν το ποζιτρόνιο και το νετρόνιο, δεν κατάφεραν να ερμηνεύσουν τη σημασία των αποτελεσμάτων και τις ανακαλύψεις αυτές αργότερα διεκδίκησαν οι Καρλ Ντέιβιντ Άντερσον και Τζέιμς Τσάντγουικ αντίστοιχα.

Το 1934, οι Ζολιό-Κιουρί εν τέλη δημοσιοποίησαν την ανακάλυψη που τους σφράγισε μια θέση στην επιστημονική ιστορία, δημιουργώντας ραδιενεργό άζωτο από βόριο και ραδιενεργό φώσφορο από αργίλιο. Βομβάρδισαν φυσικό αργίλιο με ακτίνες α και το αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία ενός ασταθούς ισοτόπου του φωσφόρου: 27Al + 4He → 30P + 1n. Ο 30P ήταν το πρώτο τεχνητό ραδιενεργό στοιχείο που παράχθηκε και για αυτήν της ανακάλυψή τους ο Ιρέν Ζολίο-Κιουρί και ο Φρεντερίκ Ζολιό βραβεύτηκαν με Νόμπελ Χημείας το 1935. Το 1937 η Ζολιό-Κιουρί ανακηρύχθηκε καθηγήτρια στο τμήμα επιστημών του Παρισιού. Στη συνέχεια το ζεύγος επικέντρωσε την έρευνά του στην ανακάλυψη ραδιοϊσοτόπων τα οποία θα μπορούσαν να είναι χρήσιμα στην ιατρική, τη χημεία ή τη γεωλογία. Επίσης, το 1938 εργάστηκε στο βομβαρδισμό βαρέων στοιχείων όπως το ουράνιο και το θόριο με νετρόνια, χωρίς όμως να ανακάλυψη τη πυρηνική σχάση, κάτι που έγινε το 1939 από τη Λίζε Μάιτνερ μαζί με τον Ότο Χαν και τον Φριτς Στράσμαν.

Το 1945, η Ζολιό-Κιουρί ορίστηκε επίτροπος Ατομικής Ενέργειας της Γαλλίας, θέση την οποία διατήρησε μέχρι το 1950. Το 1948 συμμετείχε στην κατασκευή της πρώτης λειτουργικής ατομικής στήλης στη Γαλλία.

Απεβίωσε στο Παρίσι στις 17 Μαρτίου 1956, από λευχαιμία, όπως και η μητέρα της, απότοκος της έκθεσής της σε πολώνιο και ακτίνες-Χ.