Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

 

Φώτη Κόντογλου - Παναγία η Γλυκοφιλούσα 



Αγνή Παρθένε Δέσποινα

Ο ύμνος «Αγνή  Παρθένε Δέσποινα» είναι ένας μη λειτουργικός ύμνος, που συνέθεσε ο Άγιος Νεκτάριος Αιγίνης τον 19ο αιώνα μ.Χ., κατά τη διάρκεια της θητείας του ως διευθυντής της Θεολογική Σχολής στην Ριζάρειο της Αθήνας.
Η παράδοση θέλει την Παρθένο να εμφανίζεται ενώπιον του Αγίου Νεκταρίου στο μοναστήρι της Αίγινας, και να του ζητάει να καταγράψει σε χαρτί έναν ιδιαίτερο ύμνο, όπου οι αγγελικές χορωδίες ήταν έτοιμες να το ψάλλουν. Αυτός ο Ύμνος ήταν ο «Ἁγνὴ Παρθένε Δέσποινα».

(Ἀπὸ Ὠδὴ β') Ἦχος πλ.α΄
Ἁγνὴ Παρθένε Δέσποινα, Ἄχραντε Θεοτόκε, Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.
Παρθένε Μήτηρ Ἄνασσα, Πανένδροσέ τε πόκε, Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.

Ὑψηλοτέρα οὐρανῶν, ἀκτίνων λαμπροτέρα, Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.
Χαρὰ Παρθενικῶν Χορῶν, Ἀγγέλων ὑπερτέρα, Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.

Ἐκλαμπροτέρα οὐρανῶν, φωτὸς καθαρωτέρα, Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.
Τῶν οὐρανίων στρατιῶν, πασῶν ἁγιωτέρα, Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.

(Ἀπὸ Ὠδὴ ε')
Μαρία Ἀειπάρθενε, Κόσμου παντὸς Κυρία, Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.
Ἄχραντε Νύμφη πάναγνε, Δέσποινα Παναγία, Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.

Μαρία Νύμφη Ἄνασσα, χαρᾶς ἡμῶν αἰτία, Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.
Κόρη σεμνὴ Βασίλισσα, Μήτηρ ὑπεραγία, Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.

Τιμιωτέρα Χερουβείμ, ὑπερενδοξοτέρα, Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.
Τῶν ἀσωμάτων Σεραφείμ, τῶν Θρόνων ὑπερτέρα, Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.

(Ἀπὸ Ὠδὴ δ')
Χαῖρε τὸ ᾆσμα Χερουβείμ, χαῖρε ὕμνος Ἀγγέλων, Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.
Χαῖρε ᾠδὴ τῶν Σεραφείμ, χαρὰ τῶν Ἀρχαγγέλων, Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.

Χαῖρε εἰρήνη καὶ χαρά, λιμὴν τῆς σωτηρίας, Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.
Παστὰς τοῦ Λόγου ἱερά, ἄνθος τῆς ἀφθασίας, Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.

Χαῖρε Παράδεισε τρυφῆς, ζωῆς τε αἰωνίας, Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.
Χαῖρε τὸ ξύλον τῆς ζωῆς, Πηγὴ ἀθανασίας, Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.

(Ἀπὸ Ὠδὴ ε')
Σὲ ἱκετεύω Δέσποινα, Σὲ νῦν ἐπικαλοῦμαι, Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.
Σὲ δυσωπῶ Παντάνασσα, Σὴν χάριν ἑξαιτοῦμαι, Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.

(Ἀπὸ Ὠδὴ β')
Κορὴ σεμνὴ καὶ ἄσπιλε, Δέσποινα Παναγία, Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.
ἐπάκουσόν μου ἄχραντε, κόσμου παντὸς Κυρία, Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.

(Ἀπὸ Ὠδὴ ε')
Ἀντιλαβοῦ μου ρύσαι με, ἀπὸ τοῦ πολεμίου, Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.
Καὶ κληρονόμον δεῖξον με, ζωῆς τῆς αἰωνίου, Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.

Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς.


Δημοτικά τραγούδια

«Την Παναγιά παρακαλώ και λέω τση να ραίνει
με τη ντροσά του ουρανού όλη την οικουμένη.
Την Παναγιά παρακαλώ βάλσαμο να σταλάζει
στου πονεμένου την καρδιά που βαριαναστενάζει.
Την Παναγιά παρακαλώ και τση ζητώ τη χάρη
στου καθενούς τη σκοτεινιά να φέγγει σα φεγγάρι»

 (απειραθίτικα δίστιχα από τη Νάξο).
****
Κυρά-Φανερωμένη μου, του Λευκαδίτη σκέπη  
χαρά στον που σε προσκυνά, χαρά στον που σε βλέπει  
σεμνή Παρθένο να κρατάς στ' απέριττο θρονί σου  
το γιόκα σου τον ακριβό και το μονογενή σου» 
(για τη Φανερωμένη Λευκάδας)
****
 “Άνοιξε, πόρτα μου, άνοιξε, πόρτα του Παραδείσου
ότι η ψυχή που κίνησε θέλει για νά΄μπει μέσα,
να προσκυνήσει το Χριστό και την Αγια -Τριάδα,
και την Κυρά την Δέσποινα και όλους τους αγίους. 
(Συλλογή τραγουδιών και μανιάτικων μοιρολογιών Κ.Πασαγιάννη, 1928)
****
Πολλές φορές με βόηθησες, βοήθα με και τώρα
κι εγω να μπω στη χάρη σου μ΄ένα μεγάλο τάμα.
Να φέρω αμάξι το κερί και με τ΄ασκί το λάδι
και με τ΄αργυροκάνιστρο να φέρω το λιβάνι.
Να κάμω το έμπα σου χρυσό, το έβγα σου ασημένιο,
 και την Αγία τράπεζα να την περιχρυσώσω.
Ευτύς τ΄άκουσε ο ουρανός κι ευτύς γαλήνη εγίνη.
Εγίνηκε ο ουρανός γυαλί κι η θάλασσα καθρέφτης.” 
(Παραλλογές, επιμέλεια Γιώργος Ιωάννου)


 Φραγκίσκος  Κολομπής «Εις την μετάστασιν της Πανάγνου» 

“Σαν εις άρμα λαμπρόν, στα χρυσωμένα
των αγγέλων φτερά, επέτα η θεία
Μητέρα του Θεού, εις την οποία
ήταν όλα τα κάλλη μαζωμένα.

Τούτα βλέπουσ' η γη με πικραμένα
μάτια με στεναγμούς, είπε : «Μαρία
πού μ΄ αφίνεις εδώ στην ερημία;
ή πώς να ζήσω 'γω χωρίς εσένα;»

Είναι πολεμικός νόμος να σέρνη
πίσω του ο νικητής τους νικημένους
όταν θριαμβικήν δόξα λαβαίνη.

Κι' εμέ και τους υιούς μου υποκειμένους
έκαμες. Μαρία· λοιπόν τυχαίνει
να μας σύρης αυτού γλυκά δεμένους.”

Παναγία Δεόμενη

Καισάριος Δαπόντες Λόγος ή Ευχή εξαγορευτική 

 “Αλλ΄επειδή κεφάλαιον των νέων των δογμάτων
υπάρχεις, και προοίμιον των του Χριστού πραγμάτων,
άρχομαι ήδη από Σού, Κυρία μου Μαρία,
αρχή της σωτηρίας μου και νυν και αιωνία.
Αρχίζω τώρα από Σού, Παρθένε Παναγία, 
η τον χριστόν γεννήσησα αγνή εν Παρθενία.
[...]Εγώ είμαι, Κυρία μου, δραχμή Σου η χαμένη,
Εσύ΄σαι η νοικοκυρά η Κεχαριτωμένη.
Σάρωσον την οικία Σου σαρώνουσα μ΄ευρήσεις
και Σύ χαρείς δε και τους Σούς πάντας χαροποιήσεις[...]”


Διονύσιος Σολωμός
La Castita (η αγνότητα-  αναφέρεται στην μετάσταση της Θεοτόκου)

“Ανοίγει μές στο μυστικό περβόλι ένα ρόδο λαμπρό την κονταυγή βεργολυγώντας πάνω στο στελέχι του, ολότελα κρυμμένο μές στα φύλλα του, που γίνονται παρθενική σκέπη της ντροπαλοσύνης του. Μέσ΄από κείνα μόλις που σταλάζει και κάθεται απάνω του άχραντη δρόσο τ΄ουρανού, και μόλις που τολμά τα φύλλα αυτά να τα φιλήση ο ζέφυρος ο πιο αγνός με την ερωτική πνοή του. Όποιος μ΄αυτό την άσπιλή του κόμη ανθοστολίση, θα σκεπαστή όλη η όψη του με την παρθενικότητα, που τόσο χαίρεται σ΄αυτήν η πρώτη αγάπη. Με το ρόδο αυτό πλέξανε στεφάνι οι Άγγελοι, όταν έφτασε στον Παράδεισο η Δέσποινα, που για κείνην, ύστερ΄από το Θεό, αγάλλονται οι ουρανοί.” 
****
Στον Κρητικό, εμφανίζεται η οραματική μορφή μιας γυναικείας παρουσίας, στην οποία πολλοί ερμηνευτές συναντούν το πρόσωπο της Παναγίας.
”[...]Κι ομπρός μου ιδού πού βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη.
Ετρεμε το δροσάτο φως στη θεϊκιά θωριά της,
Στα μάτια της τα ολόμαυρα και στα χρυσά μαλλιά της.”


Αριστοτέλης Βαλαωρίτης - Η Φανερωμένη 

Κυρά Φανερωμένη μου, παρηγοριά του κόσμου, βόηθα με την πανόρφανη! 
Τ' άγιο σου χέρι δος μου για ν' ανεβώ στο βράχο σου! 
Δεν ήλθες ψες το βράδυ ωσάν αχτίδ' ανέλπιστη στο μαύρο μου τον Άδη, 
κι εσφόγγισες το δάκρυ μου και μούπες συ, Κυρά μου, 
να πάρω το παιδάκι μου στην έρημη αγκαλιά μου και να το φέρω να το ιδείς;...
Παρθένε, βοήθησέ με... Τα γόνατά μου εδείλιασαν...κατέβα, πρόφθασέ με...


ΠΑΡΑΣΧΟΣ ΑΧΙΛΛΕΑΣ «προς την Παναγίαν»


Στην έρημή σου έρχομαι και πάλιν εκκλησία,
αγαπημένη Παναγιά, χλωμή μου Παναγία.
Ήλθα τον πόνο να σου ειπώ που έχω στην καρδιά μου·
δεν έχω άλλον από σε, το ξεύρεις Δέσποινά μου....
Μάννα του κόσμου! πρόφθασε, η χάρι σου ας με ράνη,
μ’ αρρώστησ’ η Μαρία μου κοντεύει να πεθάνη:

Βασίλισσα των ουρανών , λευκή του κόσμου σκέπη,
μονάχη τώρα η χρυσή εικόνα σου με βλέπει...
Όχι· δεν ήλθε σήμερα σαν άλλοτε μ’ εμένα
ν’ ανάψη τα καντήλια σου και κρέμουνται σβυσμένα.
Ποιος θα σου φέρνη, Δέσποινα, στην ερημιά λιβάνι,
ανίσως η Μαρία μου, ανίσως αποθάνη;

Όχι δεν πήγα σε γιατρούς, γλυκειά μου Παναγία,
ήλθα σε Σένα να το ειπώ, να γιάνης την Μαρία!
Αχ! σ’ εξορκίζω στη ματιά του τέκνου σου την πρώτη,
στο πρώτο του χαμόγελο, στη σκεπτική του νιότη
σ’ ορκίζω στο βαρύ σταυρό, στ’ ακάνθινο στεφάνι,
να γιάνης τη Μαρία μου, γιατί θα μου πεθάνη.

Αχ! κάμε μούτηνε καλά, καλή μου Παναγία,
λαμπάδα στην εικόνα σου ν’ ανάβω την αγία,
μεγάλη σαν το σώμα της, λευκή σαν την ψυχή της,
εμπρός σου ν’ ακτινοβολή, καθώς οι οφθαλμοί της!
Αχ! κάμε μούτηνε καλά, η χάρις σου ας τη γιάνη,
δεν θέλω η Μαρία μου, δεν θέλω να πεθάνη.

Ναι· αν σου έφερα ποτέ λουλούδια μυρωμένα,
αν έχω την εικόνα σου κ’ εγώ λιβανισμένα,
αν στου Παιδιού σου έκλαψα τα πάθη Παναγία,
κ’ έχετε ένα όνομα μαζί με την Μαρία,
δος μου, αχ, δος μου της ζωής το δροσερό βοτάνι,
να δώσω της Μαρίας μου μην τύχη και πεθάνη!





Α. Παπαδιαμάντης - ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΥΝΙΣΤΡΑ 

Εις όλη την χριστιανωσύνη
μία είναι μόνη η Παναγία αγνή,
Κόρη παιδίσκη, Άσμα Ασμάτων,
χωρίς Χριστόν, Θείο παιδί στα χέρια,
και τρεφομένη με Αγγέλων άρτον.
Εσύ' σαι η μόνη, Παναγία Κουνίστρα,
που εφανερώθης στης Σκιάθου το νησί
εις δένδρον πεύκου επάνω καθημένη
και αιωρουμένη εις τερπνήν αιώραν,
όπως αι κορασίδες συνηθίζουν.


Κωστής Παλαμάς - Η Παναγιά στην Κόλαση.



«Το άρμα ξεκινάει, το σέρνουν
πνεύματα χερουβικά,
λάμπει η Παναγιά στην Κόλαση.
“ Έλεος, Λιόκαλη Κυρά!”
Ω οι δαρμοί των κολασμένων
μες στην αβυσσόθρεφτη φωτιά…
Κι έξαφνα γρικιέτ’ ένα παράπονο
και περήφανα ξεσπά:
“Ειμ’ εγώ που λάτρεψα τον ήλιο,
γι’ αυτό μ’ άρπαξε και η Νύχτα;Πες μου Λιόκαλη Κυρά!
Της ζωής το φως που βύζαξα μου ’γινε αγκαλιά της Κόλασης
και φιλί του Σατανά;”».


Παναγία Φιλέρημος

Κωνσταντίνος Καβάφης - Δέησις

Η θάλασσα στα βάθη της πήρ’ έναν ναύτη.-
Η μάνα του, ανήξερη, πηαίνει κι ανάφτει

στην Παναγία μπροστά ένα υψηλό κερί
για να επιστρέψει γρήγορα και νάν’ καλοί καιροί -

και όλο προς τον άνεμο στήνει τ’ αυτί.
Aλλά ενώ προσεύχεται και δέεται αυτή,

η εικών ακούει, σοβαρή και λυπημένη,
ξεύροντας πως δεν θάλθει πια ο υιός που περιμένει. 

Παναγία ή Μυροβλύτισσα 

Τάκης Παπατσώνης - Ρεμβασμός Δεκαπενταύγουστου

Άλαλα τα χείλη των όσων δεν κοπιάσαν
για ν' ακουμπήσουν τα ξαναμμένα κεφάλια τους
στα γόνατά σου τα μητρικά, που καταλύουν το μαύρο πάθος.
Άλαλα τα χείλη των όσων δεν διακρίναν, πως
συντρίβεις με το πόδι σου και συνθλάς την κεφαλή
του πανάρχαιου δράκοντα, που κέρδισε παίζοντας
κι' ύστερα τόχασε το μήλο. Άλαλα τα χείλη
των όσων δεν ποθήσαν το ξαπόσταμα της αρμογής
και την ασφάλεια, το απάγγειασμα της νηνεμίας.

Είσαι ένα λιμανάκι ελληνικού νησιού όλο κατάρτια
περήφανα υψωμένα· φτωχά καΐκια αραγμένα,
φτωχά, αλλά που γνωρίσαν την αντάρα και την τρομάρα,
που φορτωθήκαν μόχθο και μεταφέραν πλούτος.

Είσαι άσπρο ελληνικό ερημοκκλήσι δαρμένο
από την αντηλιά. Γύρω-γύρω αμπέλια, μποστάνια,
καρποφόρες συκιές και κάπου κάπου μοναχική
και κάποια ελιά. Χρυσοφρυγανισμένα τα χορτάρια
αχνίζουνε, άχυρο πια· κι' αντίς γι' αγγέλους, τα τζιτζίκια,
σου κανοναρχούνε το κάθε απομεσήμερο έως αργά
με το δικό τους τρόπο τον Παρακλητικό Κανόνα.

Αναστραμμένο σου θρονί, όλο αυτό το γαλάζιο
ενός απλού ουρανού, που πάλαι γίνηκε το Μέτρο των Δωριέων
και που αναπαύεται στεριωμένος στα χρυσάφια
του ευλογημένου μας πελάγους.

Άλαλα τα χείλη τους - και τι μπορούν ν' αρθρώσουν,
που τη φωνή τους κουκουλώνει η τύρβη μερονυχτίς,
ενώ σειέται απ' τις βουές ο Μέγιστος Ιππόδρομος
και πλημμυράει απ' τα αίματα των Μαρτύρων
κι' απ' τη μανία των Μονομάχων.

Αυτό το αίμα είναι που βοά, αυτό είναι που ρυπαίνει.
Εδώ χρειάζεται η βακτηρία του γίγαντα Ασκητή
του λευκοπώγωνα να επιβληθεί να τους σκορπίσει,
όλους τους ίππους και τους αναβάτες τους.

Εδώ χρειάζεται κοντύλι του Ζωγράφου, στη μοναξιά,
στην προσευχή και στην προσήλωση, με τα ζωογόνα
τα χρώματα τα πρώτα να ξαναγαλουχήσει
το βρέφος-Θεό, να ξαναγράψει τις πληγές της Αγάπης,
να ξαναδροσίσει τη ρίζα τη συμπονετική,
ν' αποδείξει τι απέραντη είναι η αγκαλιά της μητέρας,
να συναθροίσει πάλι εκ περάτων όλους εκείνους,
που με σέβας πολύ θα σταυρώσουν τα χέρια της Κόρης
με συνοδεία των αγγέλων, με ηχητικές αρμονίες
και θα ενεργήσουν όπως αξίζει την ταφή της,
ανοίγοντας το δρόμο για την καθέδρα τ' ουρανού,
όπου η αδιάκοπη Παράκληση. Ενώ τα δέντρα
τα ευσκιόφυλλα στη λιτάνευση, καθώς το Σώμα
περνάει της Βασίλισσας, ριγούντα και φρίττοντα,
θα συγκλίνουν για προσκύνηση σκορπώντας
τη δροσιά τους με το ανέμισμα, ριπίδια της λατρείας,
αναστυλώνοντας όσους μαραίνονται κι' ασθμαίνουν
στις τροπικές τις λαύρες του καλοκαιριού μας,
μισοκαμένες θημωνιές κοντά στο αλώνι,
καπνοί, που διαλύουν
τις αυγουστιάτικες τις αμαρτίες μας.

Τότε μονάχα τ' άλαλα τα χείλη,
ίσως ερθεί στιγμή
και λαλήσουν.

Αξιον Εστί 

Αγγελος Σικελιανός - Μήτηρ Θεού 

Άνεμος φύσαγε γλυκός, από μακρά φτασμένος,
με τη γαλήνια ευωδιά των κάμπων φορτωμένος.

Τα μύρα πλέαν ανάερα· αντίκριζε η ψυχή μου,
όθε κι αν γύριζε, γοργή, τη μυστική άθλησή μου.

Και ιδές… Ανθοί ανεπάντεχοι, δαφνόδεντρα και βάγια
στης γης αν ευωδάγανε τα ευλογημένα πλάγια·

στα χρυσοπράσινα έλατα αν ο ήλιος, σε μια στάλα,
φλόγα γαλάζια ανάβρυζε, πήδαε πυρρή διχάλα,

Και μιαν ακοίμητη δροσιά κινούσαν, να με ζώνει,
τ’ άγια φαράγγια που κρατούν ολοχρονίς το χιόνι·

α, πώς σπαρτάρισε η καρδιά σαν ένιωσε τα μάγια
τα γλυκανάπνοα, σε σφιχτά να την κρατούν αρπάγια!

Πώς το ρουμπίνι πύρινο ζώνει ψηλά το στέμμα,
όμοια στο νου μου ολόγυρα μαζώχτη ξάφνου το αίμα

Και πάλι πισωδρόμισε γοργό, σα για να πάρει
χλωμάδα μεγαλύτερην απ’ το μαργαριτάρι…

Ψυχή! Και ξάφνου, σκίζοντας το φοβερό σκοτάδι


η αχτίδα της το δάκρυ μου το βρήκε ωσάν πετράδι!


ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΠΑΝΤΑΝΑΣΣΑ


Κ. Βάρναλης - Οι πόνοι της Παναγιάς


Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποια κορφήν ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ' άδικο φωνάξεις
Ξέρω πως θάχεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που με τα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.

Συ θα ‘χεις μάτια γαλανά, θα 'χεις κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή και από κακό καιρό,
από το πρώτο ξάφνιασμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό.
Εσύ νοικοκερόπουλο, όχι σκλάβος, όχι σκλάβος ή προδότης

Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω την ανάσα σου ν’ ακώ, πουλάκι μου ζεστό
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι,
κ’ υστέρα απ' το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτώ
που θα πηγαίνεις στο σκολιό με πλάκα και κοντύλι...

Κι αν κάποτε τα φρένα σου το Δίκιο, φως της αστραπής,
κι η Αλήθεια σου χτυπήσουνε, παιδάκι μου, να μη την πεις.
Θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν.
Δεν είναι αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν.

Ώχου, μου μπήγεις στην καρδιά, χίλια μαχαίρια και σπαθιά.
στη γλώσσα μου ξεραίνεται το σάλιο, σαν πικρή αψιθιά!
- Ω! πώς βελαζεις ήσυχα, κοπάδι εσύ βουνίσιο...-
Βοηθάτε, ουράνιες δύναμες, κι ανοίχτε μου την πιο βαθιά
την άβυσσο, μακριά απ’ τους λύκους να κρυφογεννήσω!





Νίκος Καζαντζάκης - Ύμνος στην Θεοτόκο 

“- Παρθένα Μάνα, που σαν πνέμα επιάστη ο σπόρος
στο αφίλητο κορμί, κι’ ο Λόγος εσαρκώθη
το αμόλευτο τρυγώντας σπλάχνο σου σα βρέφος!
Ω Δέσποινά μου Υποταγή, τον πόνο δέξου τον
και συ, σαν το σταυρό, και γείρε το κεφάλι
με υπομονή, κατά γης χαμογελώντας –
να μην πνιγεί, Κυρά, στα κλάματά σου ο κόσμος!
Εσύ ’σαι η κιβωτός, που σαν αυγό στην άβυσσο
λάμπεις και στου Θεού τη σκοτεινιά αρμενίζεις,
βαθιά τα σπέρματα όλα μέσα σου φρουρώντας,
Το πράσινο δρεπανωτό πατάς φεγγάρι,
κι όλες στα χέρια σου κρατώντας τις ελπίδες μας
στον άγριον ουρανό κατάφορτη ανεβαίνεις.
κι αχνογελώντας στέκεσαι δεξά στο γιό σου,
Εσύ ’σαι το ανθισμένο κλαρί στην άβυσσο
της δύναμής του. εσύ ’σαι ο στοχασμός ο πράος
μες στο φλεγόμενο καμίνι της οργής του.
Αναμεσός στης Ζωής το δέντρο και της γνώσης,
στον κήπο του Θεού συ φύτεψες, Κυρά μου,
το αφράτο, της Καλοσύνης δέντρο.
κι ως πότιζές το με το κλάμα, επήρε μπόι,
πετάει κλαριά, σκεπάζει τ’ άλλα δέντρα, ανθίζει
ρίχνει καρπό, σαν την καλή ελιά, και φέγγει-
Κι ο Παντοδύναμος στον ίσκιο του αναπαύεται.
Κι η Δεύτερη φριχτή σαν έρθει Παρουσία
κι οι αρχάγγελοι άσπλαχνα τα ερίφια θα χωρίζουν
απ’ τ’ αρνιά, θα σκύψεις τότε εσύ στο γιό σου,
παρακλητικά, να μεσιτέψεις, Ελεούσα!
Τ’ αδάμαστα μεμιάς θα του μερώσουν φρένα
Κι οι τάξες θα χαλάσουν οι διπλές, και δίκαιοι
θ’ αγκαλιαστούν με αμαρτωλούς, κι αγνές παρθένες
με τις γυναίκες που πολύ στη γη αγάπησαν.
Νικάς τη Δικαιοσύνη Εσύ με την αγάπη.
κι όλοι μαζί θα σύρουμε χορό, και θα’ σαι
στον κάβο του χορού, Κυρά, και θα χορεύεις
στον αβασίλευτο ήλιο του Θεού χαρούμενη
και ταπεινή πολύ, σαν την καρδιά του ανθρώπου!





Ν. Καρούζος Η αντίκρουση του χειμώνα
..........

Κρατώντας την εσθήτα της Παναγίας

ο Έσχατος τ' Ουρανού με χιλιάδες έντομα στην όραση

μ' αξεθύμαστα γιασεμιά στο νυμφώνα

μ' άλλα θεάματα της αγάπης από μέσα

και μ' άλλα γεγονότα σπιθοβολώντας
αγγίζει τους ραχιτικούς και θεραπεύει την αρθρίτιδα
μαλάζει τους πρησμένους αστραγάλους
αφήνει τρυφερά την αλήθεια πάνω σ' όλες τις αρρώστιες
και κείνες χάνονται καθώς τα ευδιάλυτα νέφη.
Σιγά-σιγά ρυθμίζεται κι ο θάνατος
αρχίζει το νταούλι μεσ' στα πανηγύρια
κι ολούθε πια σηκώνεται στο στήθος η ρωμιοσύνη
και μας αρωματίζει μ' ανείπωτο μοσχολίβανο.
Καίγονται τότε τα φωτερά κοντάκια μεσ' στους ύμνους
κι ανασαίνουμε πέλαγα σε μικρή κολυμβήθρα
κι αποσπούμε τα καρφιά της Σταυρώσεως......


ΔΕΊΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ https://homouniversalisgr.blogspot.com/






ΡΕΝΕ ΜΑΓΚΡΙΤ (21 Νοεμβρίου, 1898 – 15 Αυγούστου, 1967)

 

ΠΙΝΑΚΑΣ "Golconda"(1953)

                                          
Ο Ρενέ Μαγκρίτ ήταν σουρρεαλιστής καλλιτέχνης με επιρροές από το καλλιτεχνικό κίνημα του ντανταϊσμού, που γεννήθηκε στην πόλη Λεσσίν του Βελγίου
Το 1912 η μητέρα του αυτοκτόνησε στον ποταμό Σαμπρ.
Σπούδασε για δύο χρόνια στην Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών (Académie Royale des Beaux-Arts) των Βρυξελλών, από το 1916 μέχρι το 1918. Εκεί γνωρίστηκε με την Ζωρζέτ Μπερζέ (Georgette Berger) με την οποία παντρεύτηκε το 1922.
Ο Μαγκρίτ δούλεψε σε εργοστάσιο που κατασκεύαζε ταπετσαρίες, και σχεδίαζε αφίσες και διαφημίσεις μέχρι το 1926. Τότε υπέγραψε συμβόλαιο με την Galerie la Centaure των Βρυξελλών, γεγονός που του επέτρεψε να ασχολείται συνέχεια με την ζωγραφική.
Το 1926, ο Μαγκρίτ ζωγράφισε τον πρώτο του σουρρεαλιστικό πίνακα, Le jockey perdu, και έκανε την πρώτη του έκθεση στις Βρυξέλλες το 1927. Οι κριτικοί τού επιτέθηκαν μαζικά. Απογοητευμένος με την αποτυχία, μετακόμισε στο Παρίσι, όπου έγινε φίλος με τον Αντρέ Μπρετόν και έγινε μέλος της ομάδας των σουρρεαλιστών.
Όταν η Galerie la Centaure έκλεισε και τα εισοδήματα από το συμβόλαιο σταμάτησαν, ο Μαγκρίτ επέστρεψε στις Βρυξέλλες και εργάστηκε στη διαφήμιση. Κατόπιν, έφτιαξε με τον αδελφό του ένα πρακτορείο με το οποίο έβγαζαν τα προς το ζην.
Την εποχή της γερμανικής κατοχής του Βελγίου κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, παρέμεινε στις Βρυξέλλες, χάνοντας την επαφή με τον Μπρετόν. Εκείνη την εποχή αποκήρυξε την βία και την απαισιοδοξία των προηγουμένων έργων του, αν και αργότερα επέστρεψε στα ίδια θέματα.
Ήταν ένας αριστοτεχνικός ζωγράφος. Στα έργα του συχνά παραθέτει συνηθισμένα αντικείμενα, ή κάποιο ασυνήθιστο πλαίσιο, δίνοντας νέες ερμηνείες σε γνωστά αντικείμενα. Η χρήση αντικειμένων διαφορετικά απ' ό,τι φαίνονται, είναι χαρακτηριστική στο έργο του Η προδοσία των εικόνων (La trahison des images), όπου μία πίπα καπνιστή παρουσιάζεται σαν μοντέλο για διαφήμιση μαγαζιού εμπορίας καπνού. Κάτω από την πίπα ο Μαγκρίτ έγραψε την φράση «Αυτό δεν είναι μία πίπα» («Ceci n'est pas une pipe»), που μοιάζει με οξύμωρο, αλλά σημαίνει πως η ζωγραφιά δεν είναι αυτό που φαίνεται. Στο βιβλίο του Αυτό δεν είναι μία πίπα, ο γάλλος κριτικός Μισέλ Φουκώ αναλύει την ζωγραφική του πίνακα του Μαγκρίτ και αυτό το παράδοξο.
Η τέχνη του Μαγκρίτ δείχνει ένα πιο αντιπροσωπευτικό ύφος του σουρρεαλισμού σε σύγκριση με το «αυτόματο» ύφος που συναντούμε σε έργα καλλιτεχνών όπως ο Χουάν Μιρό. Εκτός από φανταστικά στοιχεία, το έργο του είναι συχνά πνευματώδες και διασκεδαστικό. Επίσης ζωγράφισε μια σειρά σουρρεαλιστικής εκδοχής άλλων γνωστών πινάκων.
Ο Ρενέ Μαγκρίτ περιέγραψε τα έργα του λέγοντας:
Η ζωγραφική μου είναι ορατές εικόνες που δεν κρύβουν κάτι — προκαλούν μυστήριο και, πράγματι, όταν κάποιος βλέπει έναν από τους πίνακές μου, θέτει στον εαυτό του αυτήν την απλή ερώτηση: «Tι σημαίνει αυτό;» Οι πίνακές μου δεν σημαίνουν κάτι, επειδή και το μυστήριο δεν σημαίνει κάτι — είναι απλά άγνωστο.
Στις ΗΠΑ εκτέθηκαν τα έργα του στη Νέα Υόρκη το 1936 και ξανά στην ίδια πόλη σε δύο εκθέσεις, το 1965 στο Μουσείο Μοντέρνα Τέχνης και το 1992 στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Τέχνης.
Ο Μαγκρίτ πέθανε από καρκίνο στις 15 Αυγούστου του 1967, και τάφηκε στο νεκροταφείο Σααρμπέκ (Schaarbeek) των Βρυξελλών. ΠΗΓΗ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ 


                                                  ΠΙΝΑΚΕΣ 

                                                                           

"Προσπαθώντας το αδύνατο "(1928)



"La Memoire", 1948.


"Infinie-gratitude"—1963



"This Is Not a Pipe Either"

"PERSONAL VALUES"


"L'assasin menacé" – 1927

"The Art of Conversation", 1950.

δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/










Γκράτσια Ντελέντα ( 27 Σεπτεμβρίου 1871 - 15 Αυγούστου 1936 )

 

Η Γκράτσια Ντελέντα (Grazia Deledda, Νουόρο (Nuoro), 27 Σεπτεμβρίου 1871 - Ρώμη, 15 Αυγούστου 1936) ήταν Ιταλίδα λογοτέχνις που τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1926.
Γεννήθηκε στο Νουόρο της Σαρδηνίας και εκπαιδεύτηκε κατ’ οίκον. Άρχισε να δημοσιεύει γραπτά της σε εφημερίδες και περιοδικά του τόπου της, και το 1896 με τον Δρόμο του κακού απέσπασε τον έπαινο των κριτικών. Το 1899 πηγαίνει στο Κάλιαρι, παντρεύεται και μετακομίζει στη Ρώμη, όπου έζησε μέχρι το τέλος της ζωής της.
Επηρεασμένη από τον βερισμό * του Βέργκα και τον decadentismo** του Ντ' Αννούντσιο, έδωσε τα καλύτερά της έργα μετά το 1900, αρχίζοντας από τον Elias Portolu. Θέματά της είναι ο έρωτας, ο πόνος κ’ η κρίση του οικογενειακού θεσμού, τοποθετημένα στο τραχύ παραδοσιακό περιβάλλον της Σαρδηνίας. Το 1926 της απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Επιλογή έργων

Fior di Sardegna (Λουλούδι της Σαρδηνίας, 1892)
La via del male (O δρόμος του κακού,1896)
Racconti sardi (Διηγήματα της Σαρδηνίας, 1895)
Anime oneste (Τίμιες ψυχές, 1895)
Elias Portolu (1903) - ελλην. μετάφραση Γ.Β.Ιωαννίδου ("ΚΟΡΑΗΣ")
Cenere (Στάχτες, 1904)
Nostalgie (1905)
L'edera (Ο κισσός, 1908) - ελλην. μετάφραση Βασίλης Τριανταφύλλου ("ΔΕΛΦΙΝΙ")
Canne al vento (Καλαμιές στον άνεμο, 1913) - ελλην. μετάφραση Χρ. Αλεξανδρίδης στο Project Gutenberg *

Καλαμιές στον άνεμο

O Εφίξ είναι ένας υπηρέτης, ένας γερο-αγρότης δεμένος με το τελευταίο κομμάτι γης που έχει απομείνει στην ξεπεσμένη «αρχοντική» οικογένεια των αδελφών Πιντόρ: της Ρουθ, της Έστερ και της όμορφης Νοεμί. Βασανισμένος από τις ενοχές λόγω ενός παλιού εγκλήματος, ο Εφίξ ζει μια ζωή «αγίου», που ανατρέπεται από την εμφάνιση του όμορφου Τζατσίντο, γιου μιας τέταρτης αδελφής που είχε φύγει χρόνια πριν, κυνηγώντας τα όνειρα μιας καλύτερης ζωής, ο οποίος θα γεννήσει τον έρωτα όχι μόνο μιας θείας του αλλά και άλλων γυναικών του χωριού, ανατρέποντας έτσι ένα σκηνικό αιώνων. Σαν ομηρικός ήρωας, σαν καταραμένο πρόσωπο του Ντοστογιέφσκι, σαν τους ήρωες του Μάρκες με το προκαθορισμένο πεπρωμένο, ο Εφίξ είναι ένας από τους πιο εμβληματικούς ήρωες της μεγάλης Ιταλίδας συγγραφέως, η ενσάρκωση ενός ανθρώπινου πόνου που παραμένει το ίδιο δυνατός στις σελίδες όλων των μεγάλων λογοτεχνών του 20ού αιώνα.

✧✧✧✧

...Το βιβλίο  είναι ηθογραφικό, λοιπόν, και αγγίζει τα όρια του ρεαλισμού, του μοντέρνου ευρωπαϊκού ρεαλισμού. Δίνει νόημα στην απλή, καθημερινή επαρχιακή ζωή, ακόμα κι αν δεν έχει νόημα. Αποδίδει τα ελαττώματα του λαού, τις απολαύσεις του και την αυστηρή τήρηση της κοινωνικής ιεραρχίας, καθώς η ίδια σε δεύτερο επίπεδο την αποδομεί και την αλλάζει. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό του βιβλίου είναι το έντονο θρησκευτικό πνεύμα που μεταδίδεται στον αναγνώστη μέσω αναφορών σε παραβολές, αλληγορίες, μεταφορές και γενικότερα, εκφραστικά μέσα που η συγγραφέας χρησιμοποιεί σχεδόν ποιητικά.

Η περιγραφική αρχή, το σχεδόν λυρικό όραμα της φύσης και της γαλήνιας ζωής στην επαρχία με το οποίο ξεκινάει το βιβλίο δίνει μια λάθος εντύπωση στον αναγνώστη, αρχικά, θα έλεγε κανείς. Ένα τέχνασμα της συγγραφέως, θα έλεγα εγώ, ώσπου η πλοκή να αρχίσει να εξελίσσεται και να παρασύρει τον αναγνώστη στον εσωτερικό κόσμο του πρωταγωνιστή που πάντοτε διαχωρίζεται αυστηρά από τον εξωτερικό κόσμο και βυθίζοντας τον αναγνώστη για λίγο σε μεταφυσικά οράματα, μέχρι να τον επαναφέρει στην πραγματικότητα. Με τις εναλλαγές αυτές (εσωτερικός κόσμος-εξωτερικός κόσμος, πραγματικός κόσμος-αλληγορικός/μεταφυσικός κόσμος, γαλήνη-μαρτύριο), η συγγραφέας καταφέρνει να δώσει στην πραγματικότητα μια νέα όψη. Ο αναγνώστης αλλάζει κι αυτός τον τρόπο που αντιλαμβάνεται το μέχρι πριν μονότονο ρυθμό της καθημερινότητας των ηρώων του βιβλίου.
Ένα βιβλίο διαχρονικό, όχι επειδή μεταφέρει κάποιο μήνυμα, αλλά επειδή αποδίδει μέρη, εποχές και ανθρώπινα πάθη με έναν έντονα αισθητικά φορτισμένο τρόπο που αγγίζει τον αναγνώστη, χρησιμοποιώντας αυθεντικές, γνήσιες λέξεις. Ένα βιβλίο που μεταφέρει στις λέξεις την ανθρώπινη εσωτερική πάλη μεταξύ του σωστού και τους λάθους, που παίζει με τους κανόνες της ηθικής και της κοινωνικής ηθικής, διαχωρίζοντας τες. Ένα βιβλίο που δίνει φωνή στους ήρωές του, ανεξάρτητα αν θα βρουν τη σωτηρία που αναζητούν.


Μετά το διαζύγιο

Όταν ο Κονσταντίνο καταδικάζεται για φόνο, ο κόσμος της γυναίκας του, Τζοβάνας, καταρρέει. Πώς θα κατορθώσει να επιβιώσει αυτή και το μικρό παιδί τους; Όταν η φτώχεια και η ανέχεια θα χτυπήσει την πόρτα της, η νεαρή γυναίκα θα ενδώσει στο... θανάσιμο αμάρτημα.

Ήθη και πιστεύω μιας άλλης εποχής σε έναν σκληρό τόπο γεμάτο άγρια ομορφιά, ένα μυθιστόρημα γεμάτο αέρα Μεσογείου.

✧✧✧✧

Το συγκεκριμένο έργο κυκλοφόρησε το 1902 και ασχολείται ουσιαστικά με το ζήτημα του διαζυγίου, το οποίο δεν είχε θεσμοθετηθεί τότε στην Ιταλία. Όπως αναφέρει η μεταφράστρια του έργου, Ευρυδίκη Αμανατίδου, «Ήδη από δεκαετίες πριν συνεχιζόταν η διαμάχη σχετικά με τη θεσμοθέτηση του διαζυγίου στην Ιταλία. Εκείνη τη χρονιά προτάθηκε σχέδιο νόμου που προέβλεπε το διαζύγιο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, μία εκ των οποίων ήταν η καταδίκη σε πολυετή φυλάκιση. Το νομοσχέδιο απορρίφθηκε και έτσι η θεσμοθέτηση του διαζυγίου δεν έγινε πραγματικότητα. Σε αναμονή του νόμου, η συγγραφέας είχε ορίσει ως αρχή της δράσης το έτος 1904, υπολογίζοντας ίσως ότι τότε το διαζύγιο θα μετρούσε ήδη έναν τουλάχιστον χρόνο ζωής στην Ιταλία. Το μυθιστόρημα εκδόθηκε ξανά ανανεωμένο με τον τίτλο “Naufraghi in porto” (Nαυαγοί στο λιμάνι) το 1920, χρονιά κατά την οποία το θέμα του διαζυγίου απασχόλησε ξανά το Ιταλικό Κοινοβούλιο και πάλι όμως χωρίς αποτέλεσμα». Μέσα απ’ αυτό το κομβικό ζήτημα, η Ντελέντα καταφέρνει να αναδείξει την υποκρισία της κοινωνίας, η οποία κατακρίνει και υποδεικνύει τον ορθό τρόπο διαβίωσης στην Τζοβάνα. Ωστόσο, σε γενικές γραμμές ο κοινωνικός περίγυρος δεν συντάσσεται με τα χρηστά ήθη και έθιμα, αλλά δείχνει κακία και φθόνο. Παράλληλα, το ατομικό συμφέρον καθορίζει κατά μεγάλο βαθμό τις πράξεις των χαρακτήρων του έργου, οι οποίοι όμως ισχυρίζονται ότι νοιάζονται και προσπαθούν να βοηθήσουν τη δύστυχη συγχωριανή τους. Επιπλέον, η αγάπη και ο έρωτας παρουσιάζονται ως έννοιες ζωτικής σημασίας, που καθορίζουν, εν πολλοίς, τις τύχες των ανθρώπων.


Στάχτη

Ένα νόθο, ανεπιθύμητο παιδί -το παιδί μιας παιδούλας-, που μεγαλώνει στην άγρια ύπαιθρο της Σαρδηνίας, καταφέρνει να ξεπεράσει τη μοίρα του, βάζει υψηλούς στόχους στη ζωή του, αλλά βρίσκεται αντιμέτωπο με ένα φοβερό ηθικό δίλημμα: νιώθει πως πρέπει να αναζητήσει τα ίχνη της χαμένης μητέρας του, αν και γνωρίζει ότι αυτό θα ανατρέψει τα πάντα.

Η "Στάχτη", το συγκινητικό αυτό μυθιστόρημα, χαρακτηρίζεται από τις εξαιρετικές ψυχογραφίες των απλοϊκών, σχεδόν πρωτόγονων ηρώων, οι οποίοι οδηγούνται σε καταστάσεις που τους υπερβαίνουν, καθώς και από μια μοναδική δύναμη και γλαφυρότητα στις περιγραφές τοπίων και ανθρώπων.
Η νομπελίστας συγγραφέας Γκράτσια Ντελέντα κατορθώνει να χρωματίζει με μια λαμπερή, ανάλαφρη πινελιά ακόμα και τις πιο σκοτεινές και τραγικές στιγμές του ανθρώπινου δράματος. Το έργο της, δε, συγκρίνεται με το έργο του Ντοστογιέφσκι, λόγω των βαθύτατων, πολυσήμαντων ηθικών και ψυχολογικών προβλημάτων που πραγματεύεται σε μια αβίαστη ροή μυθιστορηματικής πλοκής.


Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/










Μπέρτολτ Μπρεχτ ( 10 Φεβρουαρίου 1898 – 14 Αυγούστου 1956 )

 

Ξέφυγα από τους καρχαρίες
και νίκησα τους τίγρεις
μʼ έφαγαν όμως
οι κοριοί.
Επιτάφιος για τον Μ.


Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ (γενν. ως Eugen Berthold Friedrich Brecht, 10 Φεβρουαρίου 1898 – 14 Αυγούστου 1956) ήταν Γερμανός δραματουργός, σκηνοθέτης και ποιητής του 20ού αιώνα. Θεωρείται ο πατέρας του «επικού θεάτρου» (Episches Theater) στη Γερμανία.

Γεννήθηκε το 1898 στο Άουγκσμπουργκ της Βαυαρίας και πέθανε το 1956 στο Ανατολικό Βερολίνο. Η μητέρα του ήταν Προτεστάντισσα και ο πατέρας του Ρωμαιοκαθολικός διευθυντής εταιρείας χάρτου. Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου (1917-1921), επιστρατεύεται ως νοσοκόμος και υπηρετεί στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Αρχίζει να γράφει ποιήματα και θεατρικά. Η πρώτη συλλογή ποιημάτων του ήταν το Εγκόλπιο ευσέβειας (Hauspostille).

Κατά τη διάρκεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, συνάντησε και δούλεψε με τον συνθέτη Χανς Άισλερ και ανέπτυξαν φιλία ζωής. Γνώρισε και τη Χέλενε Βάιγκελ, τη δεύτερη γυναίκα του, που τον συνόδεψε αργότερα στην εξορία μέχρι το τέλος της ζωής του.

Το 1922 νυμφεύθηκε την τραγουδίστρια της όπερας Μαριάν Ζοφ. Η κόρη τους Ανν Χιομπ γεννήθηκε ένα χρόνο μετά. Το 1923 προσλήφθηκε βοηθός σκηνοθέτη στο Γερμανικό Θέατρο του Βερολίνου υπό τη διεύθυνση του Μαξ Ράινχαρτ. Άρχισε να φοιτά στη Μαρξιστική Εργατική Σχολή και μελέτησε τον διαλεκτικό υλισμό. Το 1930 νυμφεύθηκε τη Χέλενε Βάιγκελ με την οποία στη συνέχεια απέκτησαν, αρχικά, έναν γιο και, κατόπιν, μια κόρη.

Η προσαρμογή της Όπερας των ζητιάνων του Τζον Γκέι με το όνομα Η Όπερα της Πεντάρας (Die Dreigroschenoper, 1928) σε στίχους του Μπέρτολτ Μπρεχτ και μουσική Κουρτ Βάιλ προκάλεσε αίσθηση στο Βερολίνο και ο αντίκτυπος του επηρέασε την παγκόσμια σκηνή Μιούζικαλ. Στην όπερα αυτή ο Μπρεχτ στηλίτευε την «καθώς πρέπει» βερολινέζικη αστική τάξη που πρόσαπτε στο προλεταριάτοέλλειψη ηθικής.

Το 1933, με την άνοδο του ναζισμού στη Γερμανία, ο Μπρεχτ αυτοεξορίστηκε μέχρι το έτος 1948. Έζησε πρώτα στη Δανία και τη Φινλανδία και μετά στις ΗΠΑκαθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου. Στη Μόσχα εξέδωσε σε συνεργασία με άλλους Γερμανούς συγγραφείς το περιοδικό Η Λέξη (Das Wort). Στις ΗΠΑ δέχθηκε έντονες διώξεις από το Μακαρθικό καθεστώς.

Μετά το τέλος του πολέμου εγκαταστάθηκε στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας και μαζί με τη Χέλενε Βάιγκελ (Helene Weigel) ίδρυσαν (1949) το Μπερλίνερ Ανσάμπλ (Berliner Ensemble). Το 1950 εκλέχτηκε μέλος της Ακαδημίας Τεχνών. Τιμήθηκε με το Εθνικό Βραβείο της ΛΓΔ το 1951 και με το Βραβείο Λένιν για την Ειρήνη το 1954.

Το έργο του

Τα έργα του χαρακτηρίζονταν αρχικά από πνεύμα καταδίκης του πολέμου και του μιλιταρισμού, ενώ στη συνέχεια παρατηρείται μια αποφασιστική στροφή στη σκέψη και τη ζωή του, που εμπνέεται από τη μαρξιστική φιλοσοφία. Σημαντική ώθηση στη σχέση του με την εργατική τάξη και το κίνημά της έδωσε η μαζική εξαθλίωση που προκάλεσε η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929 και η νέα ορμητική ανάπτυξη του εργατικού κινήματος στη Γερμανία.

Ο Μπρεχτ άρχισε την καριέρα του ως δραματουργός με μια σειρά πειραματισμούς, επηρεασμένος από τις εξπρεσιονιστικές τεχνικές, όπως στο έργο του Βάαλ (Baal, 1918). Με το αντιπολεμικό έργο του Ταμπούρλα μες τη Νύχτα (1922) κερδίζει το Βραβείο Κλάιστ (Kleist Prize). Ήταν θαυμαστής του Φρανκ Βέντεκιντ (Frank Wedekind, 1864-1918) κι επηρεάστηκε σημαντικά από το κινεζικό και το ρωσικό θέατρο. Το «διδακτικό» και «ανθρωπιστικό» θέατρο που για χρόνια υπηρέτησε ο Μπρεχτ απηχεί τη μαρξιστική ιδεολογία του. Τότε έγραψε και το λιμπρέτο της όπερας (με μουσική του Κουρτ Βάιλ) Η 'Ανοδος και η Πτώση της πόλης Μαχάγκονυ (1930).

Ανάμεσα στα έτη 1937 και 1945, ο Μπρεχτ έγραψε τα σπουδαιότερα έργα του: Η Ζωή του Γαλιλαίου (1937-39), Μάνα Κουράγιο και τα Παιδιά της (1936-39), Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν (1935-41), Ο Κύριος Πούντιλα και ο Υπηρέτης του Μάττι (1940), Η 'Ανοδος του Αρτούρου Ούι (1941), Τα Οράματα της Σιμόνης Μασάρ (1940-43), Ο Σβέικ στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (1942-43) και Ο Καυκασιανός Κύκλος με την Κιμωλία (1943-1945). Το 1944 γράφει το έργο Η ιδιωτική ζωή της κυρίαρχης φυλής, μια άτεγκτη κριτική της ζωής στη Γερμανία υπό το καθεστώς του Εθνικοσοσιαλισμού.

Η παγκοσμιότητα του έργου του αναγνωρίστηκε ευρέως μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Τα έργα του κλείνουν μέσα τους μια διάρκεια, καθώς αναδεικνύουν την ανθρώπινη υπόσταση. Έτσι, όχι μόνο δεν καταλύθηκαν από το χρόνο, αλλά τώρα προβάλλονται και τιμώνται περισσότερο παρά ποτέ.

Μετά την επιστροφή του στη Γερμανία το 1949, ο Μπρεχτ αφιερώνεται στην ποίηση και τη σκηνοθεσία των έργων του. Έγραψε εκατοντάδες ποιήματα που αντανακλούν τη σταδιακή μεταστροφή του προς τη μαρξιστική-λενινιστική φιλοσοφία. Τα πιο γνωστά από αυτά είναι: Άκουσα πως τίποτα δε θέλετε να μάθετε, Εγκώμιο στη μάθηση, Γερμανικό εγχειρίδιο πολέμου, Αυτό θέλω να τους πω, Να καταπολεμάτε το πρωτόγονο, Ποτέ δε σε είχα αγαπήσει τόσο πολύ, Απώλεια ενός πολύτιμου ανθρώπου, Εγκώμιο στον Κομμουνισμό, Εγκώμιο στη Διαλεκτική. https://el.wikipedia.org/



ΠΟΙΗΜΑΤΑ 


ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΓΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ 


(απόσπασμα)

Δεν είμαι άδικος, μα ούτε και τολμηρός.
Και να που, σήμερα, μου δείξανε τον κόσμο τους.
Μόνο το ματωμένο δάχτυλό τους είδα μπρος.
Και είπα ευθύς: «Μ’ αρέσει ο νόμος τους».

Τον κόσμο αντίκρισα μέσ’ απ’ τα ρόπαλά τους.
Στάθηκα κι είδα, ολημερίς, με προσοχή.
Είδα χασάπηδες που ήταν ξεφτέρια στη δουλειά τους.
Και σαν με ρώτησαν «Σε διασκεδάζει;», είπα: «Πολύ!»

Κι από την ώρα εκείνη, λέω «Ναι» σε όλα.
Κάλλιο δειλός, παρά νεκρός να μείνω.
Για να μη με τυλίξουνε σε καμιά κόλλα,
ό,τι κανένας δεν εγκρίνει, το εγκρίνω.

..............................................................

Φονιάδες είδα, κι είδα πλήθος θύματα.
Μου λείπει θάρρος, μα όχι και συμπόνια.
Και φώναξα, βλέποντας τόσα μνήματα:
«Καλά τους κάνουν — για του έθνους την ομόνοια!»

Να φτάνουν είδα δολοφόνων στρατιές
κι ήθελα να φωνάξω: «Σταματήστε!»
Μα ξέροντας πως κρυφοκοίταζε ο χαφιές,
μ’ άκουσα να φωνάζω: «Ζήτω! Προχωρήστε!»

Δε μου αρέσει η φτήνια κι η κακομοιριά.
Γι’ αυτό κι έχει στερέψει η έμπνευσή μου.
Αλλά στου βρώμικού σας κόσμου τη βρωμιά
ταιριάζει, βέβαια —το ξέρω— κι η έγκρισή μου.

μτφρ. Μάριος Πλωρίτης

http://ebooks.edu.gr/


Eγκώμιο στην αμφιβολία

Σας συμβουλεύω να τιμάτε χαρούμενα και προσεχτικά εκείνον
που το λόγο σας ξετάζει σαν κάλπικη μονέδα!
Άμποτε να ‘σαστε συνετοί και να μη
Δίνεται το λόγο σας με σιγουριά πάρα πολλή.

Την ιστορία διαβάστε και θα δείτε
την ξέφρενη φυγή ανίκητων στρατών.
Παντού
κάστρα απάτητα κυριεύονται και
της Αρμάδας τα καράβια, που ήταν
αμέτρητα σαν έκανε πανιά, στο γυρισμό
εύκολα τα μετρούσες.

Έτσι μια μέρα στάθηκε ένας άνθρωπος στην απάτητη βουνοκορφή
κι ένα πλεούμενο έφτασε στην άκρη της
απέραντης θάλασσας.

Α , όμορφο που ’ναι το κούνημα του κεφαλιού
για τις «ατράνταχτες» αλήθειες!
Α , θαρρετή που ’ναι η φροντίδα του γιατρού
για τον άρρωστο που γιατρεμό δεν έχει !

Μα απ’ όλες τις αμφιβολίες ομορφότερη είναι σαν οι φοβισμένοι
αδύναμοι σηκώνουν το κεφάλι και
παύουν να πιστεύουν
στων τυράννων τους τη δύναμη! 

***
Α , με πόσο κόπο καταχτήθηκε κείνο το σοφό αξίωμα!
Πόσες θυσίες κόστισε !
Πόσο δύσκολο στάθηκε να βρεθεί
πως τα πράγματα ήταν έτσι κι όχι αλλιώς!
Με στεναγμό ανακούφισης το ’γραψε ένας άνθρωπος μια μέρα
στης Γνώσης το βιβλίο .
Καιρό πολύ έμεινε χαραγμένο εκεί μέσα και γενιές ολόκληρες
ζήσανε μαζί του , το ‘ βλεπαν σαν αλήθεια αιώνια
κι όσοι το ξέρανε καταφρονούσαν όσους τ’ αγνοούσαν.
Μα κάποτε , μια υποψία μπορεί να γεννηθεί , γιατί μια καινούρια
εμπειρία
τραντάζει το ατράνταχτο αξίωμα . Ξυπνάει η αμφιβολία.
Και μιαν άλλη μέρα ένας άλλος άνθρωπος στοχαστικά σβήνει
απ’ το βιβλίο της Γνώσης
το αξίωμα με μια μονοκοντυλιά.

***
Ενώ διαταγές τον ξεκουφαίνουν , ενώ τον εξετάζουν
για τις φυσικές του ικανότητες γιατροί μουσάτοι , ενώ τον επι-
θεωρούν
λαμπερά υποκείμενα με χρυσά γαλόνια , ενώ τον κατηχούνε
πανηγυριώτικοι παπάδες που του τριβελίζουνε τ’ αυτιά μ’ ένα
βιβλίο γραμμένο απ’ το Θεό τον ίδιο
ενώ τον δασκαλεύουν
ανελέητοι δάσκαλοι , ο φτώχος ακούει να του λένε
πως ο κόσμος μας είναι ο καλύτερος των κόσμων και πως την τρύπα στη σκεπή της κάμαράς του
την έχει σχεδιάσει ο Θεός αυτό- προσώπως.
Αληθινά, του είναι δύσκολο πολύ
ν’ αμφιβάλει για τον κόσμο τούτο.
Ιδρωκοπάει ο άνθρωπος χτίζοντας σπίτι όπου ποτέ του
δε θα κατοικήσει.
Μα δεν ιδρωκοπάει λιγότερο κι όποιος δικό του χτίζει σπίτι.

***
Να οι αστόχαστοι που ποτέ δεν αμφιβάλλουν.
Η χώνεψη τους είναι άψογη , και η κρίση τους αλάθευτη.
Δεν πιστεύουν στα γεγονότα , πιστεύουν μόνο στον εαυτό τους
Αν χρειαστεί πρέπει α υ τ ο ύ ς τα γεγονότα να πιστέψουν.
Είναι απέραντα υπομονετικοί -με τον εαυτό τους .
Τα επιχειρήματα τα ακούν με αυτί σπιούνου.

Στους αστόχαστους που ποτέ δεν αμφιβάλλουν
συνταιριάζουν οι στοχαστικοί που ποτέ δεν δρούνε.
Τούτοι αμφιβάλλουν όχι για να πάρουν μιαν απόφαση , αλλά
για να μην πάρουν απόφαση καμιά. Τα κεφάλια τους
τα χρησιμοποιούνε μόνο για να τα κουνάνε . Με σκοτισμένο
πρόσωπο
ειδοποιούν τους επιβάτες των καραβιών που βουλιάζουν, πως το νερό είν’ επικίνδυνο.
Κάτω απ’ του δήμιου το μπαλτά
αναρωτιούνται αν δεν είναι άνθρωπος κι αυτός.
Μουρμουρίζουν σκεφτικά
πως «το θέμα δεν έχει ξεκαθαριστεί ακόμα» , και
πηγαίνουνε να πέσουν.
Μοναδική τους δράση , ο δισταγμός.
Αγαπητή τους φράση : «Δεν είναι ακόμα ώριμο για συζήτηση».

Γι’ αυτό , αν παινεύεις την αμφιβολία
μην παινέψεις
την αμφιβολία που καταντάει απελπισία!
Τι ωφελεί η αμφιβολία εκείνον
που δε μπορεί ν’ αποφασίσει ;
Μπορεί να πράξει λάθος
όποιος δε γυρεύει πολλούς λόγους για να δράσει.
Μα όποιος π ά ρ α π ο λ λ ο ύ ς γυρεύει
μένει άπραγος την ώρα του κινδύνου.

Εσύ , που είσαι αρχηγός , μην ξεχνάς
πως έγινες ό,τι είσαι, επειδή είχες αμφιβάλει γι’ άλλους
αρχηγούς !
Άσε λοιπόν αυτούς που οδηγείς
ν’ αμφιβάλλουνε κι εκείνοι !

(Μπέρτολτ Μπρεχτ, Ποιήματα, Eκδόσεις Θεμέλιο, μετάφραση: Μάριος Πλωρίτης, σ. 59-62)


Για τον φτωχό Μπ .Μπ.


Εγώ, ο Μπέρτολτ Μπρεχτ , είμαι από τα Μαύρα Δάση.
Η μάνα μου στις πολιτείες με κουβάλησε
σαν ήμουν ακόμα στην κοιλιά της. Και των δασών η παγωνιά
μέσα μου θα ʽναι ως το θάνατό μου.

Έχω το σπίτι μου στην πολιτεία της ασφάλτου
φορτωμένος από την αρχή μʼ όλα τα μυστήρια του θανάτου,
μʼ εφημερίδες, με καπνό και με ρακί.
Καχύποπτος και τεμπέλης κι ευχαριστημένος τελικά.

Φέρνομαι φιλικά στους ανθρώπους. Φορώ
καθώς το συνηθίζουν ένα σκληρό καπέλο.
Λέω: είναι ζώα που μυρίζουν τελείως ιδιόμορφα
και λέω πάλι:δε βαριέσαι έχω κι εγώ την ίδια μυρουδιά.

Στις άδειες κουνιστές πολυθρόνες μου καθίζω
το πρωί κάτι γυναίκες καμιά φορά
τις κοιτάω ξένοιαστα και λέω:
Καθόλου μην ποντάρετε σʼ αυτόν που τώρα σας κοιτά.

Κοντά το βράδυ μαζεύω γύρω μου τα παιδιά
λέμε ο ένας τον άλλον «τζέντλεμαν»
ακουμπάνε στο τραπέζι μου τα πόδια
και λένε: Θα δούμε μέρες πιο καλές. Κι εγώ πότε δε ρωτώ.

Το πρωί στο γκρίζο χάραμα κατουράνε τα έλατα
και τα ζωύφιά τους, τα πουλιά αρχίζουν να φωνάζουν.
Κείνη την ώρα αδειάζω το ποτήρι μου στην πόλη,
πετάω τʼ αποτσίγαρό μου κι ανήσυχος κοιμάμαι.

Καθόμασταν μια ελαφρόμυαλη γενιά
σε σπίτια που λογίζονταν αγκρέμιστα
(έτσι χτίσαμε τα μακριά σπίτια της νήσου Μανχάταν
και τις λεπτές κεραίες που στηρίζουν τον Ατλαντικό.)

Απʼ αυτές τις πολιτείες θʼ απομείνει
εκείνος που διάβηκε από μέσα τους: ο άνεμος!
Δίνει χαρά το σπίτι σʼ αυτόν που τρώει:τʼ αδειάζει.
Ξέρουμε ότι είμαστε περαστικοί
κι ότι μετά από μας τίποτα αξιόλογο δε θα ʽρθει.

Ελπίζω στους σεισμούς που μέλλονται να ʽρθουν,
να μην αφήσω τη Βιρτζίνιά μου απʼ την πίκρα να μου σβήσει.
Εγώ ο Μπέρτολτ Μπρεχτ από τα Μαύρα Δάση,
ξερασμένος στις πολιτείες της ασφάλτου, μέσα στη μάνα μου,
σε πρώιμη εποχή!

Μετάφραση Πέτρος Μάρκαρης

Ο Θεός του Πολέμου

Είδα τον παλιό θεό του πολέμου να στέκει μέσα σ’ ένα βάλτο ανάμεσα σε μια χαράδρα κι ένα βράχινο τοίχο.
Βρωμούσε τζάμπα μπίρα και φορμόλη και σ’ εφήβους έδειχνε τ’ αρχίδια του,
γιατί τον είχαν ξανανιώσει κάποιοι προφεσόροι. Διακήρυχνε με τη βραχνή φωνή του λύκου τον έρωτά του για καθετί νεαρό.
Δίπλα του στεκόταν μια έγκυος γυναίκα κι έτρεμε.
Κι αδιάντροπα συνέχιζε το κήρυγμά του, όπου τον εαυτό του παρουσίαζε
σαν τον μεγάλο άνθρωπο της τάξης. Και περιέγραφε το πως παντού έβαζε στους αχυρώνες τάξη αδειάζοντάς τους.
Η φωνή του πότε ήτανε δυνατή και πότε σιγανή, πάντα βραχνή όμως.
Με δυνατότερη φωνή μιλούσε για τις μεγάλες εποχές που θα ‘ρθουν
και με τη σιγανότερη φωνή δίδασκε τις γυναίκες πώς να μαγειρεύουν γλάρους και κοράκια.
Την ίδια ώρα η πλάτη του ανήσυχη ήταν κι όλο πίσω γυρνούσε να κοιτάξει,
λες και φοβόταν κάποια μαχαιριά.
Και κάθε πέντε λεπτά βεβαίωνε το κοινό του πως θα τους πάρει πολύ λίγο από το χρόνο τους.
Μετάφραση Πέτρος Μάρκαρης

 Κακή εποχή για τη νεολαία

Αντί στο δάσος να παίζει με τους συνομήλικούς του
κάθεται ο μικρός μου γιος σκυμμένος πάνω απʼ τα βιβλία
και πιο πολύ του αρέσει να διαβάζει
για τις κομπίνες των λεφτάδων
και τις σφαγές των στρατηγών.
Καθώς διαβάζει τη φράση ,ότι οι νόμοι μας
εξ ίσου απαγορεύουν σε φτωχούς και πλούσιους κάτω
από τα γεφύρια να κοιμούνται
ακούω το ευτυχισμένο του γέλιο.
Όταν ανακαλύπτει ότι ενός βιβλίου ο συγγραφέας
πουλημένος είναι
το νεαρό του μέτωπο φωτίζεται.Απʼ τη μεριά μου
το επιδοκιμάζω,κι όμως θα ʽθελα να μπορούσα
μια εποχή κατάλληλη για τη νεολαία να του προσφέρω
που σʼ αυτήν στο δάσος θα πήγαινε να παίξει με τους συνομήλικούς του.
μετάφραση Νάντια Βαλαβάνη

Η ντροπή

Όταν με κλέψαν στο Λος Άντζελες, την πόλη
των εμπορεύσιμων ονείρων,παρατήρησα
με τι τρόπο την κλοπή, που είχε γίνει από ένα πρόσφυγα
όμοιο με μένα κι αναγνώστη
όλων των ποιημάτων μου, όλο φροντίδα μυστική την κράτησα
λες και φοβόμουνα πως η ντροπή
γνωστή να γίνει θα μπορούσε,ας πούμε, στων θηρίων τον κόσμο.
μετάφραση Νάντια Βαλαβάνη

 Κακή εποχή για ποίηση
Το ξέρω καλά: τον καλότυχο μονάχα
αγαπάνε.Τη δική του φωνή
ακούν ευχάριστα.Το δικό του πρόσωπο είναι ωραίο.

Το σακατεμένο δέντρο στην αυλή
δείχνει τη χέρσα γη, κι όμως
οι περαστικοί σακάτη το φωνάζουν.
Και με το δίκιο τους.

Τα πράσινα πλεούμενα και τα χαρούμενα πανιά του καναλιού
δεν τα βλέπω. Απʼ όλα
ξεχωρίζω μονάχα των ψαράδων το σκισμένο δίχτυ.
Γιατί μιλάω μόνο
για τη σαραντάρα νοικοκυρά που έχει καμπουριάσει;
Τα στήθια των κοριτσιών
είναι ζεστά όπως πάντα.

Μια ρίμα στο τραγούδι μου
σχεδόν αυθάδεια θα τη θεωρούσα.

Μέσα μου μάχονται
ο ενθουσιασμός για τη μηλιά που ανθίζει
και ο τρόμος από τα λόγια του μπογιατζή,
μα είναι το δεύτερο μονάχα
που στο γραφείο με καθίζει.
Μετάφραση Πέτρος Μάρκαρης

Η μάσκα του Κακού

Στον τοίχο μου κρέμεται ένα γιαπωνέζικο γλυπτό
μάσκα ξύλινη ενός κακού δαίμονα, βαμμένη με χρυσό.
Με συμπάθεια κοιτώ
τις φουσκωμένες αρτηρίες που δείχνουν
πόσο κοπιαστικό είναι να είσαι κακός.
Μετάφραση Πέτρος Μάρκαρης


δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/







ΜΑΝΟΣ ΚΑΤΡΑΚΗΣ (14 Αυγούστου 1908 - 2 Σεπτεμβρίου 1984)

 

Ο Μάνος Κατράκης γεννήθηκε στις 14 Αυγούστου του 1908 στο Καστέλι Κισσάμου, στην Κρήτη. Ήταν το μικρότερο από τα πέντε παιδιά του έμπορου Χαράλαμπου Κατράκη και της Ειρήνης. Πριν συμπληρώσει τα 10 του χρόνια η οικογένεια του μετακόμισε στην Αθήνα καθώς οι δουλειές του πατέρα δεν πήγαιναν και τόσο καλά και θεώρησαν πως η πρωτεύουσα θα προσέφερε περισσότερες επαγγελματικές ευκαιρίες από τη Μεγαλόνησο.
Τον μικρό Μάνο «γοήτευε» το ποδόσφαιρο. Έπαιζε αρχικά στην ομάδα του «Κεραυνού» και μετά στον «Αθηναϊκό». Κάποια στιγμή σε νεαρή ηλικία αναγκάζεται να γίνει ο «προστάτης» της οικογένειας καθώς ο πατέρας του λείπει πια συνεχώς και ο μεγαλύτερος αδερφός του Γιάννης είναι ήδη ξενιτεμένος στην Αμερική.

«Ταξίδι στα Κύθηρα» (1984)
Ο Μάνος Κατράκης με την Ντόρα Βολανάκη




Γρήγορα πάντως το ταλέντο του θα ανακαλυφθεί. Εμφανίζεται για πρώτη φορά σε θεατρική σκηνή στην Αθήνα το 1927. Ο σκηνοθέτης Κώστας Λελούδας θα ενθουσιαστεί από το μπρίο και τη δυναμικότητα του νεαρού και έτσι ένα χρόνο αμέσως μετά θα παίξει στην πρώτη βουβή ταινία «Το λάβαρο του '21» (1928). Ταυτόχρονα σχεδόν συμμετέχει σε θεατρικές παραστάσεις τοπικών θιάσων, όπως του «Θιάσου Νέων» του Ανδρέα Παντόπουλου και του θιάσου της Μαρίκας Κοτοπούλη, μέχρις ότου καταφέρνει να μπει στο Εθνικό Θέατρο (1931).

O Μάνος Κατράκης (αριστερά)
με τον Γιάννη Ρίτσο (κέντρο).
Από τις συλλογές του Μουσείου Μπενάκη
.
πηγή
Από κει και πέρα όλα άλλαξαν ραγδαία για τον Κατράκη. Η δεκαετία του '30 έφερε την καταξίωσή του στο θεατρικό σανίδι, τη γνωριμία του με εξέχουσες προσωπικότητες του καιρού (όπως ήταν η φιλία του με τον μαέστρο Δημήτρη Μητρόπουλο) αλλά και τον πρώτο του γάμο, σε ηλικία 25 ετών, με την επίσης ηθοποιό, Άννα Λώρη. Από το 1933 έπαιξε κατά σειρά με τους θιάσους Λουδοβίκου Λούη, Μήτσου Μυράτ, Βασίλη Αργυρόπουλου και Μαρίκας Κοτοπούλη μέχρι το 1935 όταν επαναπροσλήφθηκε από το Εθνικό θέατρο.

Ο γάμος του τέλειωσε σύντομα και γρήγορα ήρθε ο πόλεμος κι η κατοχή. Συμμετείχε στο μέτωπο και πολέμησε γενναία αλλά δραματικά γεγονότα στιγμάτισαν την τότε ζωή του: ένας δεύτερος γάμος που κι αυτός δεν ορθοπόδησε, ο χαμός κατά τη γέννα των μοναδικών δίδυμων παιδιών του, η ένταξή του στο ΕΑΜ και στην αριστερά, που τον έβαλαν αργότερα στο στόχαστρο των συντηρητικών παρατάξεων. Το 1943, όταν ανέλαβε Πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών συνέβαλε τα μέγιστα στην ίδρυση του Κρατικού θεάτρου Θεσσαλονίκης όπου και έπαιξε μέχρι το 1946 όταν επαναπροσλήφθηκε στο Εθνικό Θέατρο για ένα έτος. Τότε, αρνούμενος να υπογράψει «δήλωση μετανοίας», εξορίστηκε στην Ικαρία, στη Μακρόνησο και τον Αη Στράτη, μέχρι το 1952. Η φιλία του και η κοινή πορεία με συναγωνιστές του, όπως ο Γιάννης Ρίτσος και ο Γιάννης Χοντζέας, τον βοήθησαν να αντιμετωπίσει τις δραματικές αυτές στιγμές. Ταυτόχρονα είχε τη δύναμη να εμψυχώνει όποιον συναντούσε στη Μακρόνησο και στον Άη Στράτη.

Η παρέα της εξορίας: Μάνος Κατράκης, Γιάννης Ρίτσος, Δημήτρης Φωτιάδης, Μενέλαος Λουντέμης
πηγή 


Όταν πια στις αρχές της δεκαετίας του '50 επιστρέφει στην Αθήνα οριστικά, το μετεμφυλιακό κλίμα είναι βαρύ. Λίγες πόρτες ανοιχτές, λίγες δουλειές. Αναγκάζεται να εργαστεί ευκαιριακά (στο ραδιόφωνο στην αρχή) αλλά σιγά-σιγά κατορθώνει να πάρει μικρούς ή μεγαλύτερους ρόλους στο θέατρο και στον κινηματογράφο.

Επίσης το 1951 - 1952 διοργανώνει «ποιητικές απογευματινές» στο θέατρο Μουσούρη. Το 1952 πρωταγωνίστησε στον «Προμηθέα» του Αισχύλου με τον Θυμελικό θίασο του Καρζή σε Δελφούς και Αθήνα όπου μετά την παράσταση δέχεται την έκφραση συγχαρητηρίων από τους Βασιλείς. Ακολούθως πρωταγωνίστησε στο θίασο της Κοτοπούλη και το 1953 οργάνωσε δικό του θίασο. Από του 1954 είναι πρωταγωνιστής του «Θεάτρου Αθηνών» και από το επόμενο έτος του «Εθνικού Λαϊκού Θεάτρου» στο οποίο ανέβαιναν συνεχώς παραστάσεις και με μεγάλη επιτυχία.

Στα 1954 θα γνωρίσει την πιο σημαντική σύντροφο της ζωής του και μετέπειτα σύζυγό του (τρίτη και τελευταία), τη Λίντα Άλμα μετά από μία θεατρική πρεμιέρα. Από κείνη τη μέρα και μετά δε θα τους ξαναχωρίσει τίποτα, μονάχα ο θάνατος του μεγάλου ηθοποιού, τριάντα χρόνια αργότερα.
Η επόμενη περίοδος ήταν η πιο λαμπρή για τον Κατράκη, τον καθιέρωσε και τον καταξίωσε ως μεγάλο άνθρωπο της τέχνης στη συνείδηση όλων.

Οι μεγάλες αγάπες του Μάνου Κατράκη ήταν εκτός από το θέατρο και την τέχνη γενικότερα (σκιτσάριζε και έγραφε ποίηση), οι γυναίκες και ο ιππόδρομος. Πολλά έχουν ειπωθεί για αυτά του τα πάθη, ωστόσο το μόνο αναμφισβήτητο είναι το αστείρευτο και φυσικό του ταλέντο, η υπέροχη φωνή του (π.χ. όταν απαγγέλλει το «Άξιον Εστί» του Ελύτη ή το «Πέντε η ώρα που βραδιάζει» από το θρήνο για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας του Λόρκα), τα αδιαπραγμάτευτα ιδανικά του.
Η συνεχής καταπόνηση του οργανισμού του δημιούργησε με τον καιρό προβλήματα και η υγεία του εξασθένησε. Μανιώδης καπνιστής σχεδόν μέχρι το τέλος της ζωής του, αρνήθηκε να ακολουθήσει αυστηρό πρόγραμμα θεραπείας. Έτσι, λίγο μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων της τελευταίας ταινίας στην οποία πρωταγωνίστησε -το Ταξίδι στα Κύθηρα με σκηνοθέτη το Θόδωρο Αγγελόπουλο- άφησε την τελευταία του πνοή στις 2 Σεπτεμβρίου του 1984, σε ηλικία 76 ετών.

*********************************************





Επιλεκτική ταινιογραφία

* Το λάβαρο του '21 (1929) .... Δήμος
* Έτσι κανείς, σαν αγαπήσει (1931)
* Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας (1932)
* Καταδρομή στο Αιγαίο (1946) .... Ραΐδης
* Μαρίνος Κονταράς (1948) .... Μαρίνος Κονταράς
* Εύα (1953)
* Μαγική πόλις (1954)
* Ο δρόμος με τις ακακίες (1956) .... Χρήστος Βρανάς
* Φλογέρα και αίμα (1961)
* Αντιγόνη (1961) .... Κρέων
* Συνοικία το όνειρο (1961) .... νεκροφόρα
* Ηλέκτρα (1962)... παιδαγωγός
* Τα κόκκινα φανάρια (1963) .... καπετάν Νικόλας
* Ένας ντελικανής (1963) .... πατέρας
* Ο αδελφός Άννα (1963) .... πάτερ Βασίλειος
* Το χώμα βάφτηκε κόκκινο (1964) .... Χορμόβας
* Ενωμένοι στη ζωή και στο θάνατο (1964) .... καπετάν Στράτος
* Προδοσία (1964) .... Βίκτωρ Καστριώτης
* Διωγμός (1964) .... παπάς
* Ιστορία μιας ζωής (1965) .... Μικές Παπαδήμας
* Σπαραγμός (1965) .... Δημήτρης Νταλίκης
* Το μπλόκο (1965) .... Ηλίας
* Το χώμα βάφτηκε κόκκινο (1965)... Χορμόβας
* Κατηγορώ τους ανθρώπους (1966) .... δικηγόρος, Ελευθέριος Δημητρόπουλος
* Ο κατατρεγμένος (1966) .... Λάμπρος Σαριόγλου
* Έρωτας στην καυτή άμμο (1966) .... Νικόλας
* Τώρα που φεύγω απ' τη ζωή (1966)
* Δάκρυα για την Ηλέκτρα (1966) .... Τάσος Πετρίδης
* Αιχμάλωτοι του πεπρωμένου (1966) .... Χρήστος
* Κοντσέρτο για πολυβόλα(1967).... υποστράτηγος Γ. Καραγιαννόπουλος "Δαρείος"
* Ο δραπέτης (1967) .... Νικόλας
* Ο Λαμπίρης εναντίων παρανόμων (1967)
* Ξεριζωμένη γενιά (1968) .... Μάνθος
* Θα κάνω πέτρα την καρδιά μου (1968) .... Παντελής
* Η λυγερή (1968) .... Κωνσταντής Ματρόζος
* Ας με κρίνουν οι γυναίκες (1968) .... Άγγελος Μπαρτής
* Το κανόνι και τ' αηδόνι (1968)
* Η καρδιά ενός αλήτη (1968) .... Μάνος Σαρρής
* Η λεωφόρος της προδοσίας (1969) .... Γερακάρης
* Κυνηγημένη προσφυγοπούλα (1969) .... Αργύρης
* Κακός, ψυχρός κι ανάποδος (1969) .... Αλέκος Βαλίρης
* Ο πρόσφυγας (1969) .... Αθανάσιος Δαούτης
* Για την τιμή και τον έρωτα (1969) .... Παύλος Κλαδάς
* Η σφραγίδα του Θεού (1969)... καπετάν Γιάννης
* Η ζούγκλα των πόλεων (1970) .... Λυσίας Σέκερης
* Ορατότης μηδέν (1970) .... Χορστ Ρίχτερ
*Κατηγορώ τους δυνατούς (1970) .... Λάμπρος Κονταρίνης
* Εσένα μόνο αγαπώ (1970) .... Βύρων Δέρκος
* Αυτοί που μίλησαν με τον θάνατο (1970)
* Κατάχρησις εξουσίας (1971)... Κανέλλος Βασιλόπουλος
* Με φόβον και πάθος (1972) .... Αλέξανδρος Βιάσκος
* Αντάρτες των πόλεων (1972) .... πατέρας Φώτη
* Η δίκη των δικαστών (1974) .... Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
* Κραυγή γυναικών (1978) .... Κρέων
* Ελευθέριος Βενιζέλος: 1910-1927 (1980) .... Πέτρος
* Ο άνθρωπος με το γαρίφαλο (1980) .... Νικόλαος Πλαστήρας
* Τα χρόνια της θύελλας (1984) ....
* Ταξίδι στα Κύθηρα (1984) .... Σπύρος

Κρέων ( Σοφοκλέους Αντιγόνη )

Από τις αναμνήσεις του Θύμιου Καρακατσάνη
Τότε στη Μακρόνησο, σ’ εκείνο το «σχολείο επανένταξης», όταν έβλεπε να δέρνουν κανέναν αδύναμο, τους έλεγε «ρε, δέρνετε το γεροντάκι, ελάτε να δείρετε εμένα».
Στο έργο «Ντα», έφευγα απ’ το θέατρο κι έτρεχα να προλάβω τη σκηνή που περνάει πίσω από μια κλαίουσα (ήταν το σκηνικό), και πέρναγε ένας μεσήλιξ και έβγαινε απ’ έξω ένας ενενήντα τόσο χρονών, με πάρεση… και τρόμαζα με την ταχύτητα που γινότανε. Ήτανε ένα δέντρο, και μόλις το πέρναγε, μεταμορφωνότανε! Εννιά, δέκα φορές θα το είχα δει…
(Ένα από τα τελευταία όνειρα της ζωής του Μάνου Κατράκη ήταν να παίξει τον Βασιλιά Ληρ με τον Θύμιο Καρακατσάνη ως γελωτοποιό).Όταν ήρθε το ασθενοφόρο και τον πήρε, πήγα να κάτσω δίπλα, και μου λέει όπως είχε τη μάσκα του οξυγόνου:
«Πήρα μαζί και το έργο, τον Βασιλιά Ληρ».
Ε, δεν μπόρεσα να κάτσω δίπλα του, να πάω στο νοσοκομείο, λέω πηγαίνετε εσείς και θα ‘ρθω με το αυτοκίνητο, και βγήκα έξω κι άρχισα να χτυπιέμαι…, δεν μπορούσα να καταλάβω αν υπάρχει Θεός, πώς το κάνει αυτό…
από διήγηση του Θύμιου Καρακατσάνη στην Εύη Κυριακοπούλου
από την εκπομπή της ΕΡΤ ΑΝΤ’ ΑΥΤΟΥ
https://logomnimon.wordpress.com/




Ο Μάνος Κατράκης και το περιστατικό που παραλίγο να στοιχίσει τη ζωή του στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο... 

Με την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, το 1940, ο Μάνος Κατράκης, έφυγε για το μέτωπο. Ο ηθοποιός ήταν άτυπα, προστάτης οικογένειας, καθώς ο πατέρας του, που ήταν έμπορος, έλειπε συνεχώς για δουλειές στο εξωτερικό. Έτσι ο Κατράκης άφησε πίσω του τη μητέρα και τις αδελφές του. Την ημέρα της αναχώρησης ένας συνάδελφός του, που τον είδε πάνω στο άλογο, του είπε: «Ε, μωρέ Κατράκη, σαν τον Άη Γιώργη τον καβαλάρη μοιάζεις». Κι όμως, το άλογο αυτό που έκανε τον ηθοποιό να μοιάζει με άγιο, παραλίγο να γίνει η αιτία για να χάσει τη ζωή του. Την ημέρα του ατυχήματος, ο Κατράκης είχε σταλεί από το διοικητή του, να βοηθήσει τον οδηγό μιας κλινάμαξας που είχε μείνει σε μια ανηφόρα. Το άλογο του όμως την ημέρα εκείνη ήταν δύστροπο και ανυπάκουο και έτσι ο Κατράκης πήρε άπραγος το δρόμο της επιστροφής. Την ώρα που κατηφόρισε ένα κακοτράχαλο δρόμο, στο χείλος του γκρεμού, πέρασε με ταχύτητα ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο, που τρόμαξε το άλογο. Ο Μάνος Κατράκης κατάφερε να επιβιώσει στον πόλεμο Το ζώο σηκώθηκε στα δύο του πόδια και τότε ο ηθοποιός σκέφτηκε πως ήρθε το τέλος του,αφού ήταν δίπλα στον γκρεμό, αλλά για καλή του τύχη το άλογο παραπάτησε και έπεσε προς τη μεριά του δρόμου. Το πόδι του ηθοποιού όμως πλακώθηκε από το χτυπημένο ζώο και εγκλωβίστηκε. Προσπάθησε φωνάζοντας,  να προλάβει τους επιβάτες του αυτοκινήτου, που ήταν η αιτία του κακού, αλλά μάταια. Το όχημα είχε απομακρυνθεί αρκετά και κανείς δεν τον άκουσε. Το άλογο ήταν βαριά τραυματισμένο και δεν μπορούσε να σηκωθεί με αποτέλεσμα ο Κατράκης να μείνει για πολλές ώρες καταπλακωμένος. Όπως είπε αργότερα, ούτε που θυμόταν πόσες ώρες είχαν περάσει μέχρι που τον βρήκαν κάποιοι περαστικοί στρατιώτες και τον μετέφεραν στο Μέτσοβο. Οι συμπολεμιστές του, ήταν έτοιμοι να τον κηρύξουν αγνοούμενο, όταν εμφανίστηκε μπροστά τους σώος και αβλαβής. Παρά την περιπέτειά  δεν έπαψε να αγαπά τα άλογα. Διηγούμενος ιστορίες από τον πόλεμο, ανέφερε συχνά μια εικόνα φρίκης που του έμεινε χαραγμένη στο μυαλό για χρόνια. Λίγο πριν φτάσουν στα Γιάννενα, ο Κατράκης και οι υπόλοιποι στρατιώτες είδαν από μακριά, πεσμένο στο δρόμο ένα άλογο με μια μαύρη κηλίδα πάνω του. Πλησιάζοντας συνειδητοποίησαν ότι δεν ήταν κηλίδα αλλά ένα όρνιο που κατασπάραζε το χτυπημένο άλογο, το οποίο ήταν ζωντανό. Ο ηθοποιός και οι σύντροφοί του δεν άντεχαν να βλέπουν το ζώο να υποφέρει και αποφάσισαν να το λυτρώσουν με μια πιστολιά. Ο Κατράκης περιέγραφε αυτή την ιστορία σαν «ένα από τα πιο συγκλονιστικά και τραγικά περιστατικά που είχε ζήσει στη ζωή του». Ο Μάνος Κατράκης κατάφερε να επιβιώσει στο μέτωπο και επέστρεψε στο σπίτι του, ξαφνιάζοντας ευχάριστα τη μητέρα του, που από «μαντάτα» που είχαν φτάσει στα αυτιά της, τον θεωρούσε νεκρό. Η υπόλοιπη ζωή του ηθοποιού δεν κύλησε ανέμελα. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου εξορίστηκε στη Μακρόνησο και τον Αη Στράτη, αλλά αυτό είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο της ζωής του, που αξίζει ξεχωριστή μνεία.... 




https://homouniversalisgr.blogspot.com/