Άλφρεντ Τέννυσον ( 6 Αυγούστου 1809 – 6 Οκτωβρίου 1892 )


 Αυτοσεβασμός, αυτογνωσία, αυτοκυριαρχία. Αυτά τα τρία μόνα τους οδηγούν τον άνθρωπο στην παντοδυναμία.


Ο Άλφρεντ Τέννυσον, 1ος βαρώνος Τέννυσον (Alfred Tennyson, 6 Αυγούστου 1809 – 6 Οκτωβρίου 1892) ήταν Άγγλος ποιητής. Παραμένει ένας από τους δημοφιλέστερους ποιητές της Αγγλίας και υπήρξε «εστεμμένος ποιητής» του Ηνωμένου Βασιλείου κατά το μεγαλύτερο διάστημα της βασιλείας της Βικτωρίας.
Γιος ιερέα, σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ χωρίς να πάρει πτυχίο και πέρασε δύσκολες μέρες, αντιμετωπίζοντας οικονομικές δυσκολίες και δυσμενείς κριτικές των ποιημάτων του. Όλα αυτά μέχρι το 1850, οπότε, εκτός του ότι παντρεύτηκε τη γυναίκα που αγαπούσε, δημοσίευσε το ποίημα In Memoriam A.H.H., ελεγείες για τον θάνατο του Άρθουρ Χάλλαμ, συμφοιτητή του στο Κέιμπριτζ και αρραβωνιαστικού της αδελφής του. Η επιτυχία ήταν μεγάλη σε κοινό και κριτικούς και η Βικτωρία του απένειμε τον τίτλο του «δαφνοστεφούς ποιητή» (poet laureate).
Περίφημα είναι πολλά από τα σύντομα ποιήματά του, εμπνευσμένα είτε από την ελληνική αρχαιότητα (Ο Οδυσσέας πρωτίστως και ο Τιθωνός), είτε από σύγχρονά του γεγονότα, όπως Η επέλαση της Ελαφράς Ταξιαρχίας αναφερόμενη σε καταστροφική επιχείρηση στη μάχη της Μπαλακλάβας κατά τον Κριμαϊκό πόλεμο.
Μετά από δύο αρνήσεις δέχτηκε τελικά τον τίτλο ευγενείας που του προσφέρθηκε και το 1884 έγινε βαρώνος και μέλος της βουλής των Λόρδων. Ήταν ο πρώτος λογοτέχνης που τιμήθηκε με τίτλο ευγένειας για τα γραπτά του.
Παρά την υποχώρηση της δημοτικότητάς του κατά τον 20ό αιώνα, η «επανανακάλυψη» του Οδυσσέα και η επανεκτίμηση του έργου του οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η αξία του παραμένει διαχρονική



J.W. Waterhouse, Η Αρχόντισσα (Δεσποσύνη) του Σαλλότ 
στη βάρκα. 1888. Tate Gallery. London.

Η Δεσποσύνη του Σαλότ - "The Lady of Shalott"

Μέρος Ι

Στου ποταμού κάθε πλευρά
απλώνονται αγροί με σιτηρά,
που ντύνουνε τον κάμπο ως τον ορίζοντα
κι ο δρόμος μέσ’ απ’ τον αγρό τραβά
για το πολύπυργο το Καμελότ
κι ο κόσμος πάνω-κάτω τριγυρνά,
τα κρίνα που ανθίζουνε κοιτά
γύρω από μια νήσο, κάτω εκειδά,
τη νήσο του Σαλότ.

Ιτιές λευκαίνουν, λεύκες φρικιούν,
αύρες ανάλαφρες σκιάζουν και ριγούν
μέσ’ από τον αέναο τον ρουν
του ποταμού που τα νερά του αργοκυλούν
πλάι στο νησί κατά το Καμελότ.
Τέσσερις τοίχοι σκυθρωποί, τέσσερις πύργοι σκυθρωποί,
δεσπόζουν σε μια περιοχή λουλουδιαστή,
και το πνιγμένο στη σιωπή νησί
έχει αγκαλιά τη Δεσποσύνη του Σαλότ.

Στην ακροποταμιά, με πέπλο τις ιτιές,
σέρνουν τις φορτηγίδες που γλιστρούν βαριές
άλογα αργοκίνητα – κι οι φελούκες ταπεινές
με τις φτερούγες τις μεταξωτές
ξαφρίζουν το νερό, γοργοπετούν κατά το Καμελότ:
Μα ποιός την είδε χέρι να κινεί;
Ή στο παράθυρο στητή;
Ή μήπως είν’ γνωστή σ’ όλη την περιοχή,
η Δεσποσύνη του Σαλότ;

Μονάχα κάτι θεριστές οπού θερίζουνε σκυφτοί
μες στον αθέρα των σταχυών απ’ την αυγή,
ακούν ένα τραγούδι που χαρούμενα αντηχεί
από του ποταμού τη φιδωτή ροή
κατά το πυργωμένο Καμελότ:
Και με το φεγγαρόφωτο, αποκαμωμένος πια
να υψώνει θυμωνιές σε αιθέρια υψίπεδα,
ακούει ο θεριστής, και λέει ψιθυριστά:
«Είν’ η νεράιδα, η Δεσποσύνη του Σαλότ.»

Μέρος ΙΙ

Να την που υφαίνει νύχτα-μέρα με τον αργαλειό
με χαρωπά χρώματα δίχτυ μαγικό.
Μια μέρα ακούει μήνυμα ψιθυριστό,
κατάρα, λέει, την ακολουθεί αν μείνει εδώ
να βλέπει από ψηλά το Καμελότ.
Ποιά να ‘ναι η κατάρα, δε γνωρίζει,
κι έτσι το πλέξιμό της συνεχίζει.
Άλλο δεν έχει να φροντίζει
η Δεσποσύνη του Σαλότ.

Κι απ’ τον καθρέφτη που σ’ αυτήν μπροστά
κρέμεται όλη τη χρονιά, με μία δρασκελιά
του κόσμου βγαίνουν τα φαντάσματα.
Βλέπει εκεί μπροστά τη δημοσιά
που φιδοσέρνεται κατά το Καμελότ:
Εκεί, του ποταμού οι δίνες στροβιλίζονται.
Εκεί οι κακότροποι χωριάτες συνωστίζονται,
κι εκεί οι άλικες φούστες των πωλητριών λικνίζονται,
όπως περνούν μπροστά από το Σαλότ.

Καμιά φορά ένα σμάρι δεσποινάρια όλο ξενιασιά,
ένας ηγούμενος μ’ ανάλαφρη περπατησιά,
καμιά φορά ένα βοσκόπουλο μ’ ολόσγουρα μαλλιά,
ή μακρυμάλλης γόνος ευγενών με ρούχα βυσσινιά,
τραβούν κατά το πυργωμένο Καμελότ.
Και μερικές φορές μέσ’ από τον καθρέφτη τον γλαυκό
οι ιππότες φτάνουν έφιπποι δυο-δυο:
Δεν έχει εκείν’ ιππότη αφοσιωμένο, αληθινό,
η Δεσποσύνη του Σαλότ.

Μ’ ακόμη μες το δίχτυ της είναι σαγηνεμένη
τα καθρεφτίσματα τα μαγικά να υφαίνει,
γιατί συχνά στης νύχτας τη σιωπή συνέβη να διαβαίνει
μια νεκρική πομπή, με φώτα και λοφία στολισμένη
και να τραβά με μουσικές κατά το Καμελότ.
Ή πάλι, όταν το φεγγάρι ήταν ψηλά,
κι ήρθαν δυο νιοί και νιόπαντροι εραστές σιμά –
είπε «δεν τα μπορώ πια τα φαντάσματα»
η Δεσποσύνη του Σαλότ.

Μέρος ΙΙΙ

Απ’ τη μαρκίζα του μπουντουάρ της σα σαϊτα,
ήρθε καβάλα εκείνος μέσ’ απ’ τα δεμάτια,
ο ήλιος εκθαμβωτικός ανάμεσ’ απ’ τα φύλλα,
ήρθε και φλόγισε την μπρούτζινη περικνημίδα
του θαρραλέου Σερ Λανσελότ,
ιππότη με τον κόκκινο σταυρό γονατιστού
για πάντα μπρος σε μια Κυρά με την ασπίδα του,
που άστραφτε καταμεσής του κίτρινου αγρού
πλάι στ’ απόμακρο Σαλότ.

Αστράψανε τα στολισμένα χαλινάρια,
όπως εκείνα τα γιομάτα άστρα κλωνάρια
που βλέπουμε κρεμάμενα στο χρυσαφένιο Γαλαξία.
Σήμαναν στα ηνία κουδουνάκια όλο ευθυμία
έτσι που κατηφόριζε προς Καμελότ.
Κι απ’ τον οικόσημα γεμάτον τελαμώνα
κρεμόταν ασημένια σάλπιγγα που έβγαζε κορώνα.
Κάλπαζε κι ηχούσε η πανοπλία σαν καμπάνα,
πλάι στ’ απόμακρο Σαλότ.

Η μέρα καταγάλανη, διόλου συννεφιασμένη,
η σέλα έλαμπε πετράδια φορτωμένη,
η περικεφαλαία με το φτερό πυρακτωμένη
σαν φλόγα στα ουράνια υψωμένη,
έτσι που κατηφόριζε προς Καμελότ.
Όπως συχνά μες στην πορφύρα της νυκτός
κάτω από δέσμη αστεριών λαμπρός
μετεωρίτης με αγανό, αφήνοντας ουρά από φως,
κινείται πάνω απ’ το γαλήνιο Σαλότ.

Το πλατύ καθάριο μέτωπό του στη λιακάδα γυάλιζε –
πάνω σε οπλές στιλπνές το άτι του βημάτιζε,
κάτ’ απ’ το κράνος του ένας χείμαρρος ξεχείλιζε:
οι κατάμαυροι βόστρυχοί του όπως κάλπαζε,
όπως κάλπαζε κατά το Καμελότ.
Από την όχθη κι απ’ τον ποταμό
αντανακλούσε μες στο κρυσταλλένιο κάτοπτρο,
«Τραλά λαρά», πλάι στον ποταμό
τραγούδαγ’ ο Σερ Λάνσελοτ.

Παράτησε το δίχτυ, παρατά τον αργαλειό,
έκανε τρία βήματα μες στο δωμάτιο,
είδε το που άνθιζε το νούφαρο,
είδε την περικεφαλαία με το φτερό,
κοίταξε κάτωθι το Καμελότ.
Το δίχτυ ανέμισε διάπλατα στον αγέρα –
ράγισε ο καθρέφτης πέρα ως πέρα –
βγάζει κραυγή «Έπεσε πάνω μου η κατάρα»
η Δεσποσύνη του Σαλότ.

Μέρος ΙV

Του λεβάντε η μάνητα που σύριζε,
τα χλωμά κίτρινα δέντρα λύγιζε.
Το φαρδύ ρέμα στις όχθες του κλαυθμήριζε,
μολύβι ο ουρανός χείμαρρους άδειαζε
πάνω στο πυργωμένο Καμελότ.
Κατέβηκε, βρήκε μια βάρκα λικνιστή,
κάτω από μιαν ιτιά να ‘χει αφεθεί,
και στην πλώρη γύρω γράφει τούτη τη γραφή:
Η Δεσποσύνη του Σαλότ.

Κάτω στου ποταμού τη σκοτεινή έκταση
σαν κάποιο θαρραλέο μάντη σ’ έκσταση,
που βλέπει τη δική του οικτρή κατάσταση –
παγερή, ανέκφραστη
κοίταξε το Κάμελοτ.
Και στης μέρας το τελείωμα
έλυσε το σχοινί, και ξάπλωσε κατάχαμα.
Την πήρε το μεγάλο ρέμα πέρα μακριά,
τη Δεσποσύνη του Σαλότ.

Κείτονταν, ντυμένη το λευκό χιονάτο φόρεμά της
που ανέμιζε ανάλαφρα δεξιά κι αριστερά της.
Πέφταν’ απαλά τα φύλλα πάνωθέ της.
Καταμεσής της τύρβης της νυχτιάτικης
έπλεε προς το Καμελότ.
Κι όπως έσχιζε η πλώρη τα νερά με ελιγμούς
ανάμεσα από λόφους με ιτιές κι αγρούς,
το τελευταίο να τραγουδά τραγούδι της ν’ ακούς,
τη Δεσποσύνη του Σαλότ.

Μια θρηνωδία άκουσε να άδεται σεπτά,
τη μια στεντόρεια, την άλλη σιγανά,
ωσότου πάγωσε το αίμα της σιγά-σιγά,
σκοτείνιασαν τα μάτια της τελειωτικά,
στραμμένα προς το Καμελότ.
Γιατί προτού τη φέρει η φουσκονεριά
σιμά στο πρώτο σπιτικό στην ακροποταμιά,
με το τραγούδι της στα χείλη ξεψυχά
η Δεσποσύνη του Σαλότ.

Κάτω απ’ τον πύργο και το μπαλκόνι,
ξυστά στον τοίχο που κήπους ζώνει,
μορφή που αχνολάμπει, εκείνη αργοκυλά,
με του θανάτου τη χλομάδα και κάστρα γύρω της ψηλά,
σιωπηλά κατά το Καμελότ.
Ήρθαν στην όχθη η αρχόντισσα κι ο κύριός της,
ο απλός χωριάτης κι ο ιππότης,
και στην πλώρη διάβασαν τ’ όνομα το δικό της,
η Δεσποσύνη του Σαλότ.

Ποιά είν’ αυτή; και τι συμβαίνει εδώ;
Κι ευθύς στο κοντινό παλάτι το κατάφωτο
χαλάει το γλέντι το βασιλικό –
και φοβισμένοι κάνουν το σταυρό,
οι ιππότες όλοι τους στο Καμελότ:
Μ’ ανοίγει λίγο δρόμο ο Λανσελότ,
και λέει, «ωραία θωριά –
ελεήμων ο Θεός της χάρισε ομορφιά,
της Δεσποσύνης του Σαλότ».

Πηγή: Alfred Tennyson (2003:37-49) 12 ΠΟΙΗΜΑΤΑ, Εκδόσεις Διώνη, Αθήνα – σε μετάφραση Παντελή Ανδρικόπουλου

Η Αρχόντισσα (Δεσποσύνη) του Σαλλότ ( The Lady of Shallot) είναι μία μπαλάντα της Βικτωριανής αγγλικής εποχής που συνέθεσε ο Άγγλος ποιητής Άλφρεντ Τέννυσον (1809-1892). Η ιστορία του ποιήματος, όπως και άλλα ποιήματα του Τέννυσον (π.χ. "ο Σερ Λάνσελοτ και η Βασίλισσα Γκουινέβερ", "Γκάλαχαντ" κ. ά.), βασίζεται στους αγγλικούς μεσαιωνικούς μύθους για το βασιλιά Αρθούρο που ήταν ιδιαίτερα αγαπητοί στους Άγγλους ρομαντικούς καλλιτέχνες του 19ου αιώνα. 
Ο Τέννυσον έγραψε δύο παραλλαγές της μπαλάντας Η Αρχόντισσα (Δεσποσύνη) του Σαλλότ ( The Lady of Shallot), το 1833 και το 1842 
(βλ. τις δύο παραλλαγές στο rochester.edu).

Η Αρχόντισσα (Δεσποσύνη) του Σαλλότ βασίζεται κυρίως στο μύθο του ανεκπλήρωτου έρωτα της Ελέιν (Elaine), αρχόντισσας του Astolat, με τον ιππότη Λάνσελοτ. Φαίνεται ότι ο Τέννυσον εμπνεύστηκε από την ιστορία της Elaine of Astolat του κύκλου των μύθων του Αρθούρου για να γράψει τη μπαλάντα του Η Αρχόντισσα (Δεσποσύνη) του Σαλλότ. 
Ο Τέννυσον έγραψε και το αφηγηματικό ποίημα με τον τίτλο Λάνσελοτ και Ελέιν, το οποίο συμπεριλαμβάνεται στην ποιητική του συλλογή τα "Ειδύλλια του Βασιλιά". Η ιστορία του ποιήματος έχει πολλά κοινά σημεία με την ιστορία της μπαλάντας του Η Αρχόντισσα (Δεσποσύνη) του Σαλλότ 
(για το κείμενο του ποιήματος Λάνσελοτ και Ελέιν, βλ. rochester.edu).

Διαβάστε περισσότερα :http://tetradia.blogspot.com/




Δείτε Περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/







Ιλιά Ρέπιν - Ζωγράφος

 

Αυτοπροσωπογραφία του Ιλιά Ρέπιν (1887, Πινακοθήκη Τρετιακόφ, Μόσχα).

Ο Ιλιά Γεφίμοβιτς Ρέπιν (ρωσικά: Илья́ Ефи́мович Ре́пин, προφορά σύμφωνα με το ΔΦΑ: [ɪlʲˈja jɪˈfiməvʲɪt͡ɕ ˈrʲepʲɪn] Τσουγκούγιεφ,Ρωσία 5 Αυγούστου 1844 – ΚουόκαλαΦινλανδία 29 Σεπτεμβρίου 1930) ήταν Ρώσος ζωγράφος ιστορικών θεμάτων και μέγιστος προσωπογράφος.
Ο Ιλιά Ρέπιν, γιος φτωχής οικογένειας από την περιοχή του Χαρκόβου, πήρε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής από έναν αγιογράφο και κέρδιζε τα προς το ζην για τρία χρόνια ζωγραφίζοντας εικόνες. Το 1863 γράφτηκε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Αγίας Πετρούπολης, όπου κέρδισε χρυσό μετάλλιο και υποτροφία, που του έδωσε τη δυνατότητα να επισκεφθεί τη Γαλλία και την Ιταλία.
Μετά την επιστροφή του στη Ρωσία, επικεντρώθηκε στην απεικόνιση σκηνών από τη ρωσική ιστορία, ενώ φιλοτέχνησε τα πορτρέτα των πιο διάσημων προσώπων της εποχής του. Ο Ρέπιν συγκαταλέγεται στους πιο προικισμένους εκπροσώπους της «Ομάδας των Περιπλανώμενων» (Πιριντβίζνικι), που διοργάνωναν περιοδεύουσες εκθέσεις στη ρωσική ύπαιθρο, ως μια ιδεολογική πορεία προς το λαό. Το 1894 έγινε καθηγητής της Ιστορικής Ζωγραφικής στην Ακαδημία της Αγίας Πετρούπολης.
Πορτρέτο του Λέοντα Τολστόι (1887, Πινακοθήκη Τρετιακόφ, Μόσχα).

Το έργο του Ιλιά Ρέπιν είναι πολυσχιδές και περιλαμβάνει ιστορικές συνθέσεις, σκηνές κοινωνικού περιεχομένου, έξοχα πορτρέτα και τοπία. 
Ο Ιλιά Ρέπιν θεωρείται ο μεγαλύτερος πορτρετίστας της εποχής του. Φιλοτέχνησε τις προσωπογραφίες πολλών διασημοτήτων από το χώρο των γραμμάτων και της τέχνης: συγγραφέων και ποιητών, ζωγράφων και γλυπτών, συνθετών, ηθοποιών, επιστημόνων κ. ά. Ανάμεσα στα πιο διάσημα πορτρέτα του, που τα πιο πολλά βρίσκονται στην Πινακοθήκη Τρετιακόφ της Μόσχας και στο Ρωσικό Μουσείο της Αγίας Πετρούπολης

ΠΙΝΑΚΕΣ 

Βαρκάρηδες του Βόλγα


Κοζάκοι του Ζαπορόγιε


Σε μια γέφυρα στο Abramtsevo.

Θρησκευτική πομπή στο Κουρσκ. (1880-1883)
















Αρνηση Εξομολόγησης. (1885)
 Ανασταίνοντας την θυγατέρα του Jairus.(1871)


Ο Αγιος Νικόλαος σώζει τρεις αθώους από το θάνατο.(1888)
 Το πορτρέτο της κόρης του Βέρας. (1892)

Η σύλληψη του προπαγανδιστή. (1892)


Ο Ηλίας Ρέπιν με την Ναταλία Nordmann

Δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/











ΜΥΡΤΙΩΤΙΣΣΑ - ΘΕΩΝΗ ΔΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ( 1885 - 4 Αυγούστου 1968 )

 

Η Μυρτιώτισσα (λογοτεχνικό ψευδώνυμο της Θεώνης Δρακοπούλου) γεννήθηκε στο προάστιο της Κωνσταντινούπολης Μπεμπέκι. Ο πατέρας της ήταν διπλωμάτης και έξι χρόνια μετά τη γέννηση της Θεώνης διορίστηκε γενικός πρόξενος της Ελλάδας στην τουρκοκρατούμενη τότε Κρήτη, όπου μετακόμισε μαζί με την οικογένειά του. Μετά από παραμονή δυο χρόνων στο νησί εγκαταστάθηκαν οριστικά στην Αθήνα, όπου η Θεώνη φοίτησε στη Σχολή Χιλλ της Πλάκας. Από μαθητική ηλικία είχε κλίση προς την ποίηση και το θέατρο. Πήρε μέρος σε ερασιτεχνικές παραστάσεις αρχαίου δράματος και συνεργάστηκε με τη Νέα Σκηνή του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου. Μετά από σύντομη διακοπή της ενασχόλησής της με το θέατρο, λόγω αντίδρασης της οικογένειάς της, συνέχισε τις δραματικές σπουδές της στο Παρίσι (Κρατική Δραματική Σχολή), όπου εγκαταστάθηκε μετά το γάμο της με το Σπύρο Παππά, με τον οποίο απέκτησε ένα γιο το Γιώργο, ο οποίος σταδιοδρόμησε στο ελληνικό θέατρο. Στην Ελλάδα επέστρεψε μετά από μερικά χρόνια μετά το τέλος του βραχύβιου γάμου της και εργάστηκε ως καθηγήτρια απαγγελίας στο Ωδείο Αθηνών. Καθοριστική για την ποιητική της έκφραση στάθηκε η γνωριμία και ο έρωτάς της με τον ποιητή Λορέντζο Μαβίλη. Μετά τον δραματικό θάνατο του τελευταίου στη μάχη του Δρίσκου το 1912 η Μυρτιώτισσα στράφηκε στην παλιά της αγάπη για να εκφράσει τον πόνο της. Το 1919 κυκλοφόρησε η πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο Τραγούδια. Σημαντική για τη ζωή της στάθηκε επίσης η βαθιά φιλία που τη συνέδεε με τον Κωστή Παλαμά, οποίος στάθηκε καθοδηγητής της. Τιμήθηκε με κρατικά βραβεία ποίησης (το 1932 για τα Δώρα της αγάπης και το 1939 για τις Κραυγές). Μετά τον πρόωρο χαμό του γιου της εξέδωσε το βιβλίο Ο Γιώργος Παππάς στα παιδικά του χρόνια (1962). Πέθανε στην Αθήνα. Η ποίηση της Μυρτιώτισσας κυριαρχείται από έντονο λυρισμό, ενώ συχνά θέματά της είναι η φύση και το δίπτυχο έρωτας-θάνατος. 

Η Θεώνη Δρακοπούλου (η Μυρτιώτισσα) σε ηλικία 16 ετών.


Εργογραφία

(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)

Ι.Ποίηση
• Τραγούδια. Αθήνα, Τύπος, 1919.
• Κίτρινες φλόγες. Αθήνα, 1925.
• Τα δώρα της αγάπης. Αθήνα, 1932.
• Κραυγές. Αθήνα, 1939.
ΙΙ.Πεζογραφία
• Ο Γιώργος Παππάς στα παιδικά του χρόνια. Αθήνα, 1962.
ΙΙΙ.Ανθολογίες
• Ελληνικά ποιήματα, κατάλληλα για απαγγελία. Αθήνα, 1921.
• Παιδική ανθολογία1-2. Αθήνα, 1930.
ΙV. Μεταφράσεις
• Κοντέσσα ντε Νοάιγ, Ποιήματα· Μετάφραση Μυρτιώτισσας. Αθήνα, 1928.
• Ευριπίδη, Μήδεια. Αθήνα, 1932.
V. Συγκεντρωτικές εκδόσεις
• Ποιήματα. Αθήνα, 1953.
• Μυρτιώτισσας Άπαντα (με πρόλογο του Τάσου Αθανασιάδη και εισαγωγή του Ανδρέα Καραντώνη). Αθήνα, Alvin Redman Hellas, 1965.

Η Μυρτιώτισσα στο "Όνειρο εαρινής πρωίας" του Ντ' Αννούντσιο σε σκηνοθεσία Χρηστομάνου στο Δημοτικό Θέατρο.

ΠΟΙΗΜΑΤΑ 

Σ’ αγαπώ

Σ’ αγαπώ, δεν μπορώ
Τίποτ’ άλλο να πω
Πιο βαθύ, πιο απλό
Πιο μεγάλο!

Μπρος στα πόδια σου εδώ
Με λαχτάρα σκορπώ
Τον πολύφυλλο ανθό
Της ζωής μου

Τα δυο χέρια μου, να…
Στα προσφέρω δετά
Για να γείρεις γλυκά
Το κεφάλι

Κι η καρδιά μου σκιρτά
Κι όλη ζήλια ζητά
Να σου γίνει ως αυτά
Προσκεφάλι

Ω μελίσσι μου, πιες
Απ’ αυτόν τις γλυκές
Τις αγνές ευωδιές
Της ψυχής μου!

Σ’ αγαπώ τι μπορώ
Ακριβέ να σου πω
Πιο βαθύ, πιο απλό
Πιο μεγάλο;




Τα βήματα

Τα βήματα, τα βήματά σου
τα γνώριμα τ’ αγαπημένα που είναι χαμένα.
Έχω ποθήσει τη μιλιά σου,
τα μάτια σου, τα δυο σου χέρια.

Κι έχω διψάσει τα φιλιά σου
και πια με σφάζουνε μαχαίρια.
Σαν θυμηθώ τα βήματά σου,
καίγονται ξαφνικά τ’ αστέρια.
Βρίσκομαι μες την αγκαλιά σου.
Τα βήματα, τα βήματά σου.

Τα βήματα, τα βήματά σου,
μες τα όνειρά μου τρομαγμένα,
φτάνουν σε μένα.
Έχω ξεχάσει τη μιλιά σου,
τα μάτια σου, τα δυο σου χέρια.

Κι έχω διψάσει τα φιλιά σου
και πια με σφάζουνε μαχαίρια.
Σαν θυμηθώ τα βήματά σου,
καίγονται ξαφνικά τ’ αστέρια.
Βρίσκομαι μες την αγκαλιά σου.
Τα βήματα, τα βήματά σου.



Έρωτας τάχα

Έρωτας τάχα να ‘ν’ αυτό
που έτσι με κάνει να ποθώ
τη συντροφιά σου,
που σαν βραδιάζει, τριγυρνώ
τα φωτισμένα για να δω
παράθυρά σου;

Έρωτας να ‘ναι η σιωπή
που όταν σε βλέπω, μου το κλείνεις
σφιχτά το στόμα,
που κι όταν μείνω μοναχή,
στέκω βουβή κι εκστατική
ώρες ακόμα;

Έρωτας να ‘ναι ή συμφορά,
με κάποιου αγγέλου τα φτερά
που έχει φορέσει,
κι έρχετ’ ακόμη μια φορά
με τέτοια δώρα τρυφερά
να με πλανέσει;

Μα ό,τι και να ‘ναι, το ποθώ,
και καλώς να ‘ρθει το κακό
που είν’ από σένα·
θα γίνει υπέρτατο αγαθό,
στα πόδια σου αν θα σωριαστώ
τ’ αγαπημένα.


Στον Γιο Μου... 

Τα πλοία που λαχτάριζες μακριά για να σε φέρουν
στις χώρες που 'ν' σαν όνειρο, στις χώρες που μαγεύουν

κάθε παιδιού τη νια καρδιά π' όλο ποθεί και θέλει
να δει, ν' αγγίξει, να γευτεί της γης όλο το μέλι!

Την άγια θύρα της ζωής τρεμάμενη σ' ανοίγω
και κρύβω τη λαχτάρα μου και τον καημό μου πνίγω.

Μα είναι μεγάλος μου καημός κι είναι πικρή η ψυχή μου...
Ω! διάφανο αγριολούλουδο βγαλμένο απ' τη πνοή μου.

Μονάχα συ, φωτίζοντας βαθιά τη σκοτεινιά μου,
το νεκρωμένο ξύπναγες, παλμό μες στη καρδιά μου.

Τώρα σε χάνω. Αμίλητη, αδάκρυτη και μόνη,
βλέπω τη νύχτα να 'ρχεται βαριά και να με ζώνει...

http://astronkyttaron.heavenforum.org/
Η Μυρτιώτισσα ως Αντιγόνη στο Στάδιο (1904).

Voluptas


Ελάτε, ο κόσμος όλος είμαι εγώ!
μες απ’ τα χρυσοκόκκινα μαλλιά μου,
απ’ τη ματιά κι’ από τα δάχτυλά μου
της ηδονής πετιέται το στοιχειό.
Ελάτε ο κόσμος όλος είμαι εγώ.

Όμως αγάπη μη γυρεύετ’ από μένα
Δε θα με ιδήτε μπρος σας να λυγίσω
και πάνε τα τραγούδια σας χαμένα

Μέσα μου άγριες νιώθω επιθυμιές!
και τις ερωτευμένες σας καρδιές
πως θα ‘θελα να μπόρεια να μασήσω
με τα λευκά μου δόντια τα γερά,
σα φρέσκα μυγδαλάκια τραγανά,
και τον αιμάτινο χυμό τους να ρουφήξω!

Δάκρυα δε θέλω, δάκρυα δε θέλω δε ζητώ
παρά φωτιά για τη φωτιά μου,
τα σαρκικά φιλιά μου,
στόμα που στάζει φλόγα να γευτεί

Ω! τι με νοιάζει τότες κι’ αν κοπεί
το νήμα απ’ της Μοίρας μου τ’ αδράχτι,
αφού θα νοιώθω πως από Ηδονή
θα σκορπιστεί το είναι μου σε στάχτη ….

Πάθος

Ω! τα μάτια, τα μάτια σου
που όλο χρώματ’ αλλάζουν,
με γητεύουν τα μάτια σου
και βαθιά με σπαράζουν.

Μες στα χέρια - τα χέρια σου -
τα γερά, τ’ ατσαλένια,
τρεμουλιάζουν τα χέρια μου
σαν πουλιά λαβωμένα!

Και το σώμα, το σώμα σου,
νευρικό κι ανδρειωμένο,
πώς το λιώνει το σώμα μου
το βαριά κουρασμένο.
http://www.poiein.gr/


Δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/







ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ (1 Ιανουαρίου 1912 – 4 Αυγούστου 1991)

 

Το ελπίζει ο Θεός
πως τουλάχιστο μες στους λυγμούς των ποιητών
δεν θα πάψει να υπάρχει ποτές ο παράδεισος.





Ο Νικηφόρος Βρεττάκος γεννήθηκε την 1η Ιανουαρίου 1912 ( - 19 Δεκεμβρίου 1911 ) στο χωριό Κροκεές της Λακωνίας, όντας ο δευτερότοκος γιος του Κωνσταντίνου Βρεττάκου και της Ευγενίας Παντελεάκη.
Πέρασε τα παιδικά και εφηβικά χρόνια του μεταξύ Πλούμιτσας, Κροκεών και Γυθείου. Αναχώρησε για την Αθήνα το 1929 με στόχο να ξεκινήσει –μάταια, λόγω οικονομικών δυσχερειών και προβλημάτων υγείας στην οικογένεια– πανεπιστημιακές σπουδές. Προσλήφθηκε ως υπάλληλος αρχικά σε εταιρεία υδραυλικών έργων αποξήρανσης ενώ στη συνέχεια, έως το 1932, έκανε διάφορες περιστασιακές χειρωνακτικές εργασίες. Στο μεταξύ, εξέδωσε δύο ποιητικές συλλογές («Κάτω από σκιές και φώτα», 1929 και «Κατεβαίνοντας στη σιγή των αιώνω», 1933), οι οποίες έλκυσαν το ενδιαφέρον του λογοτεχνικού κόσμου – προκαλώντας ιδιαίτερα την προσοχή του Κωστή Παλαμά. Το επόμενο βιβλίο του («Ο πόλεμος») οδηγήθηκε στην πυρά από το καθεστώς Μεταξά. 



Ακολουθώντας τα βήματα του χωροχρόνου του, ο ποιητής στρατεύτηκε αμέσως μετά την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου. Με την κατάρρευση του μετώπου, το 1941, επέστρεψε πεζή στην Αθήνα. Γρήγορα εντάχθηκε στην Εθνική Αντίσταση (ΕΑΜ). Οι ημερολογιακές σημειώσεις του από αυτή την περίοδο αποτέλεσαν τη βάση του βιβλίου του «Το αγρίμι». Συμμετείχε στην κινητοποίηση των Ελλήνων λογοτεχνών συνυπογράφοντας τη διαμαρτυρία “Προς τη Δ’ Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων και τη Διεθνή Κοινή Γνώμη: Περί εκτάκτων μέτρων κατά των επιβουλευομένων την Δημοσίαν Τάξιν και την ακεραιότητα της χώρας”. Αυτή την περίοδο συνεργάστηκε με το περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα», του οποίου λίγο αργότερα διετέλεσε αρχισυντάκτης, διευθυντής και εκδότης. Ταυτόχρονα απολύθηκε από το Υπουργείο Εργασίας εξαιτίας των πολιτικών φρονημάτων του. 
Το 1948 γνωρίστηκε με τον Άγγελο Σικελιανό συνδεόμενος μαζί του με στενή φιλία ενώ επίσης γνωρίστηκε και συνδέθηκε φιλικά και πνευματικά με τους Τατιάνα και Ροζέ Μιλλιέξ. Στο μεταξύ διαγράφηκε από το ΚΚΕ και απομακρύνθηκε από τη διεύθυνση των «Ελεύθερων Γραμμάτων» εξαιτίας του λυρικού δράματος «Δυο άνθρωποι μιλούν για την ειρήνη του κόσμου». Ως δημοτικός σύμβουλος στον Δήμο Πειραιά (1955-1959) ανέπτυξε αξιοσημείωτη πολιτιστική δράση (ίδρυση Πειραϊκού Θεάτρου του Δημήτρη Ροντήρη, Ιστορικού Αρχείου, Φιλαρμονικής Πειραιώς, Δημοτικής Πινακοθήκης).
Στο Άγιον Όρος, το 1984, καθισμένος
στο μαρμάρινο θρόνο της
Μονής Βατοπεδίου.
 (Φωτ. Κώστας Βρεττάκος)

Το 1958, μετά από επίσκεψή του στη Ρωσία κυκλοφόρησε το βιβλίο «Ο ένας από τους δύο κόσμους», με αφορμή το οποίο κατηγορήθηκε (μαζί με τους Γιάννη Ρίτσο και Μάρκο Αυγέρη) για παράβαση του Ν.509. 
Τα επόμενα χρόνια συνάντησε μεγάλες δυσκολίες οικονομικής επιβίωσης. Ανάμεσα σ’ άλλα, εργάστηκε ως ιματιοφύλακας στο Εθνικό Θέατρο (1964) με παρέμβαση του Λουκή Ακρίτα. Μετά το πραξικόπημα των συνταγματαρχών, ο ποιητής αυτοεξορίστηκε στην Ελβετία από όπου ταξίδεψε ανά την Ευρώπη (Βουκουρέστι, Βενετία, Δαλματικές ακτές, Ζάγκρεμπ, Ρώμη, Παρίσι, Βirmingham, Λονδίνο, Παλέρμο, Μόναχο). Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ευρώπη συμμετείχε σε ραδιοφωνικές εκπομπές και σε φεστιβάλ ποίησης, τιμήθηκε από ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, και επεξεργάστηκε το αυτοβιογραφικό κείμενο «Οδύνη» που εκδόθηκε το 1969 στη Νέα Υόρκη. 
Επέστρεψε στην Αθήνα κατά την περίοδο της Μεταπολίτευσης. Η Ακαδημία Αθηνών των τίμησε με το Βραβείο Ουράνη. Δώδεκα χρόνια αργότερα, ανακηρύχθηκε μέλος της (26 Φεβρουαρίου 1986). Λίγο προτού πεθάνει (4 Αυγούστου 1991, στην Πλούμιτσα) αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. 

Επίσης, τιμήθηκε με το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1940, 1956, 1982), το Βραβείο Knocken και το Βραβείο της Εταιρείας Σικελικών Γραμμάτων και Τεχνών (1980), το Αριστείο Γραμμάτων από την Ακαδημία Αθηνών (1982), το Βραβείο του Τιμίου Σταυρού του Απόστολου και Ευαγγελιστού Μάρκου από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και Πάσης Αφρικής (1984), το Μετάλλιο του Χρυσού Πηγάσου από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών (1989). Προτάθηκε τέσσερις φορές για το βραβείο Νοbel λογοτεχνίας. Τιμήθηκε από πολλούς δήμους ανά την Ελλάδα, ανακηρύχτηκε επίτιμος πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών μαζί με το Γιάννη Ρίτσο και το Γιώργο Βαλέτα (1984), επίτιμος Πρόεδρος της Εταιρείας Γραμμάτων και Τεχνών του Πειραιά, επίτιμο μέλος του Παρνασσού.


Εργογραφία

(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)

Ι.Ποίηση 
• Κάτω από σκιές και φώτα. Αθήνα, τυπ. Τέχνη, 1929.
• Κατεβαίνοντας στη σιγή των αιώνων. Αθήνα, Μαυρίδης, 1933.
• Οι γκριμάτσες του ανθρώπου. Αθήνα, τυπ. Ματαράγκα, 1935.
• Ο πόλεμος. Αθήνα, τυπ. Ματαράγκα, 1935.
• Η επιστολή του κύκνου. Αθήνα, Γκοβόστης, 1937.
• Το ταξίδι του Αρχάγγελλου (sic) · Σχέδια – Καλλιτεχνική επιμέλεια Επαμ. Λιώκη. Αθήνα, 1938.
• Μαργαρίτα - Εικόνες απ’ το ηλιοβασίλεμα. Αθήνα, Αντωνόπουλος, 1939.
• Το γυμνό παιδί. Αθήνα, Νεοελληνική Λογοτεχνία, 1939.
• Το μεσουράνημα της φωτιάς·Ποιήματα 1938-1940. Αθήνα, Αντωνόπουλος, 1940.
• Ηρωική συμφωνία… Αθήνα, έκδοση του περ. Φιλολογικά Χρονικά, 1944.
• 33 Ημέρες. Αθήνα, Ματαράγκας, 1945 (Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης)
• Λόγος ενός ληστή στη διάσκεψη του Πότσδαμ. Αθήνα, Ματαράγκας, 1945.
• Η παραμυθένια Πολιτεία. Αθήνα, Ματαράγκας, 1947.
• Το βιβλίο της Μαργαρίτας. Αθήνα, Ανδρομέδα, 1949.
• Ο Ταϋγετος και η σιωπή. Αθήνα, Λογοτεχνική Γωνιά, 1949.
• Τα θολά ποτάμια. Αθήνα, 1950.
• Πλούμιτσα. Κροκεές, 1950 (περιορισμένα αντίτυπα )
• Πλούμιτσα. Αθήνα, Τα Πειραϊκά Χρονικά, 1952.
• Έξοδος με το άλογο (Ύμνος στη χαρά)· Μ’ ένα σχέδιο του Γιώργου Βακαλό. Αθήνα, 1952.
• Στον Ρόμπερτ Οπενχάιμερ. Αθήνα, Ημέρα, 1954.
• Ο χρόνος και το ποτάμι · 1952-1956. Αθήνα, Δίφρος, 1957.
• Η μητέρα μου στην εκκλησία. Αθήνα, Δίφρος, 1957.
• Βασιλική δρυς· Ποιήματα. Αθήνα, Δίφρος, 1959.
• Το βάθος του κόσμου. Αθήνα, Ματαράγκας, 1961.
• Αυτοβιογραφία. Αθήνα, Φέξης, 1961.
• Ωδή στον ήλιο. Αθήνα, Διογένης, 1974.
• Διαμαρτυρία· Ποιήματα· Με δύο σχέδια της Christine Lichthard. Αθήνα, Διογένης, 1974.
• Το ποτάμι Μπυές και τα εφτά ελεγεία. Αθήνα, Διογένης, 1975.
• Απογευματινό ηλιοτρόπιο· Ξυλογραφίες – εξώφυλλο Ζίζης Μακρή. Αθήνα, Διογένης, 1976.
• Ο Προμηθέας ή Το παιχνίδι μιας μέρας. Αθήνα, Διογένης, 1978.
• Εις μνήμην 1940-1944. Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1981.
• Λειτουργία κάτω απ’ την Ακρόπολη. Αθήνα, Τα Τρία Φύλλα, 1981.
• Ο διακεκριμένος πλανήτης)· Ποιήματα. Αθήνα, Τρία Φύλλα, 1983.
• Ηλιακός λύχνος. Αθήνα, Τα Τρία Φύλλα, 1984.
• Εκκρεμής δωρεά. Αθήνα, Τα Τρία Φύλλα, 1986.
• Χωρωδία. Αθήνα, Τα Τρία Φύλλα, 1988.
• Η φιλοσοφία των λουλουδιών· Ποιήματα· Μετάφραση David Connoly· Εικονογράφηση Γιώργη Βαρλάμου. Αθήνα, Artigraf, 1988.
• Σικελικά ποιήματα. Αθήνα, Αστρολάβος/Ευθύνη50, 1990.
• Διαμαρτυρία. Αθήνα, Τα Τρία Φύλλα, 1991.
• Συνάντηση με τη θάλασσα. Αθήνα, Τα Τρία Φύλλα, 1991.




ΙΙ.Πεζά - Διαλέξεις - Κριτικά Δοκίμια 
• Το αγρίμι · 1941-1943. Αθήνα, Ματαράγκας, 1945.
• Το ηθικό στοιχείο στη δημοτική ποίηση. Αθήνα, 1954. (ανατύπωση από τα Ελληνικά Χρονικά99, 14/3/1954, σ.17-20)
• Δυο άνθρωποι μιλούν για την ειρήνη του κόσμου. Αθήνα, Τα Πειραϊκά Χρονικά, 1949.
• Ο ένας από τους δύο κόσμους (Ένα ταξίδι - Μια γιορτή - Μερικά συμπεράσματα). Αθήνα, 1958.
• Νίκος Καζαντζάκης · Η αγωνία του και το έργο του · Επιμέλεια Κωστούλας Μητροπούλου. Αθήνα, Σύψας Π. - Σιαμαντάς Χρ., 1960.
• Η Στροφή και η θέση του Σεφέρη. Αθήνα, 1962 (ανάτυπο από τον τόμο για το Σεφέρη)
• Το αγρίμι και η καταιγίδα. Αθήνα, Θεμέλιο, 1965.
• Οδύνη. Νέα Υόρκη, Εκδόσεις Αποφοίτων Ελληνικών Πανεπιστημίων, 1969.
• Μπροστά στο ίδιο ποτάμι · Διηγήματα. Αθήνα, Διογένης, 1972.
• Μαρτυρίες μιας κρίσιμης εποχής. Αθήνα, Κάκτος, 1979.
• Ποιητικός λόγος και εθνική αλήθεια (Ο λόγος του ποιητή στην Ακαδημία στις 9 Φεβρουαρίου 1988). Αθήνα, Φιλιππότης, 1988.
• Λόγος για το Μεσολόγγι (Γιορτές της Εξόδου 17 Απριλίου 1989). Αθήνα, Φιλιππότης, 1989.
• Ακαδημία Αθηνών · Έκτακτος Συνεδρία της 12ης Δεκεμβρίου 1989 · Προεδρία Σόλωνος Κυδωνιάτου · Μνήμη Άγγελου Σικελιανού · Ομιλία του Ακαδημαϊκού κ.Νικηφόρου Βρεττάκου · Ομιλία του Ακαδημαϊκού κ. Πέτρου Χάρη. Αθήνα, 1989 (ανάτυπο από τα Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών64).
• Η φθορά της γλώσσας φθορά του έθνους. Αθήνα, Φιλιππότης, 1990.
• Ενώπιος ενωπίω · Ημερολογιακές σημειώσεις 1962 · Πρόλογος Κώστας Βρεττάκος. Αθήνα, Τα Τρία Φύλλα, 1991.
• Οδύνη - Αυτοβιογραφικό. Αθήνα, Πόλις, 1995.




ΙΙΙ.Μεταφράσεις
• Στέφαν Τσβάιχ, Ρομαίν Ρολλάν· Ο άνθρωπος και το έργο του. Αθήνα, Βιβλιοεκδοτική, χ.χ.
• Ονορέ ντε Μπαλζάκ, Μπαρμπα- Γκόριο· Πρόλογος – Μετάφραση Νικηφόρου Βρεττάκου. Αθήνα, Βιβλιοεκδοτική, 1954.
• Αττίλα Γιόζεφ · Ποιήματα · Μετάφραση Νικηφόρου Βρεττάκου, Γιάννη Ρίτσου. Αθήνα, Κέδρος, 1963.
• Εντίτα Μόρρις·Τα λουλούδια της Χιροσίμα. Αθήνα, Θεμέλιο, 1978.


Ο Νικηφόρος Βρεττάκος με τους συναδέλφους του στον Οικοδομικό Συνεταιρισμό Πειραιά, το 1950

ΙV. Συγκεντρωτικές εκδόσεις
• Οι γκριμάτσες του ανθρώπου. Αθήνα, 1935.Δεύτερη έκδοση, Τελειωτική μορφή. Αθήνα. Εκδόσεις Αντωνοπούλου, 1940. Στον τόμο τούτο ξαναδημοσιεύονται: Οι Γκριμάτσες του ανθρώπου (1935), Η Επιστολή του Κύκνου (1937), Το Ταξίδι του Αρχαγγέλου (1938) και Η Μαργαρίτα: Εικόνες απ’ το ηλιοβασίλεμα (1939). Τα ποιήματα του Κατεβαίνοντας στη σιγή των αιώνων (1933)
• Τα ποιήματα · 1929-1951. Αθήνα, 1955.
• Ο ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος · Επιλογή από το έργο του. Αθήνα, Θεμέλιο, 1964.
• Ποιήματα 1929-1957. Αθήνα, Διογένης, 1972.
• Ποιήματα 1958-1967· Οδοιπορία· Μ’ ένα χαρακτικό της Βάσως. Αθήνα, Διογένης, 1972.
• Ποιήματα 1967-1970. Αθήνα, Διογένης, 1972.
• Τα ποιήματα · Τόμος πρώτος·Με ένα σχέδιο του Επαμεινώνδα Λιώκη. Αθήνα, Τα Τρία Φύλλα, 1981.
• Τα ποιήματα · Τόμος δεύτερος. Αθήνα, Τα Τρία Φύλλα, 1981.
• Τα ποιήματα · Τόμος τρίτος. Αθήνα, Τα Τρία Φύλλα, 1991.


Με τον Άγγελο Σικελιανό σε κεντρικό δρόμο του Πειραιά (1949). Η φωτογραφία είναι αφιερωμένη από τον Σικελιανό στην κόρη του Νικηφόρου, Ευγενία (τη Βγένα, όπως την αποκαλούσε ο ίδιος)

ΠΟΙΗΜΑΤΑ 

Ὁ πράσινος κῆπος

Ἔχω τρεῖς κόσμους. Μιὰ θάλασσα, ἕναν
οὐρανὸ κι ἕναν πράσινο κῆπο: τὰ μάτια σου.
Θὰ μποροῦσα ἂν τοὺς διάβαινα καὶ τοὺς τρεῖς, νὰ σᾶς ἔλεγα
ποῦ φτάνει ὁ καθένας τους. Ἡ θάλασσα, ξέρω.
Ὁ οὐρανός, ὑποψιάζομαι. Γιὰ τὸν πράσινο κῆπο μου,
μὴ μὲ ρωτήσετε.


Οἱ μουσικοὶ ἀριθμοί

Χωρὶς τὴ μαθηματικὴ τάξη, δὲν στέκει
τίποτε: Οὔτε οὐρανὸς ἔναστρος,
οὔτε ρόδο. Πρπαντὸς ἕνα ποίημα.
Κι εὐτυχῶς ὅτι μ᾿ ἔκανε ἡ μοῖρα μου
γνώστη τῶν μουσικῶν ἀριθμῶν,
ὅτι κρέμασε μίαν ἀχτίνα ἐπὶ πλέον
τὸ ἄστρο τῆς ἡμέρας στὴν ὅρασή μου
καὶ κάνοντας τὰ γόνατά μου τραπέζι
ἐργάζομαι, ὡς νά ῾ταν νὰ φτιάξω
ἕναν ἔναστρο οὐρανό, ἢ ἕνα ρόδο.

Ἕνας μικρότερος κόσμος


Ἀναζητῶ μίαν ἀκτὴ νὰ μπορέσω νὰ φράξω
μὲ δέντρα ἢ καλάμια ἕνα μέρος
τοῦ ὁρίζοντα. Συμμαζεύοντας τὸ ἄπειρο, νἄχω
τὴν αἴσθηση: ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουνε μηχανὲς
ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγες· ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουν στρατιῶτες
ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγοι· ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουνε ὅπλα
ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγα, στραμμένα κι αὐτὰ πρὸς τὴν ἔξοδο
τῶν δασῶν μὲ τοὺς λύκους· ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουνε ἔμποροι
ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγοι σε ἀπόκεντρα
σημεῖα τῆς γῆς ὅπου ἀκόμη δὲν ἔγιναν ἁμαξωτοὶ δρόμοι.
Τὸ ἐλπίζει ὁ Θεὸς
πὼς τουλάχιστο μὲς στοὺς λυγμοὺς τῶν ποιητῶν
δὲν θὰ πάψει νὰ ὑπάρχει ποτὲς ὁ παράδεισος.


Ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα

Ὅταν κάποτε φύγω ἀπὸ τοῦτο τὸ φῶς
θὰ ἑλιχθῶ πρὸς τὰ πάνω ὅπως ἕνα
ρυακάκι ποὺ μουρμουρίζει.
Κι ἂν τυχὸν κάπου ἀνάμεσα
στοὺς γαλάζιους διαδρόμους
συναντήσω ἀγγέλους, θὰ τοὺς
μιλήσω ἑλληνικά, ἐπειδὴ
δὲν ξέρουνε γλῶσσες. Μιλᾶνε
μεταξύ τους μὲ μουσική.


Ἂν δὲν μοῦ ῾δινες ποίηση Κύριε

Ἂν δὲ μοῦ ῾δινες τὴν ποίηση, Κύριε,
δὲ θἄχα τίποτα γιὰ νὰ ζήσω.
Αὐτὰ τὰ χωράφια δὲ θἆταν δικά μου.
Ἐνῷ τώρα εὐτύχησα νἄχω μηλιές,
νὰ πετάξουνε κλώνους οἱ πέτρες μου,
νὰ γιομίσουν οἱ φοῦχτες μου ἥλιο,
ἡ ἔρημός μου λαό,
τὰ περιβόλια μου ἀηδόνια.
Λοιπόν; Πῶς σοῦ φαίνονται; Εἶδες 
τὰ στάχυά μου, Κύριε; Εἶδες τ᾿ ἀμπέλια μου; 
Εἶδες τί ὄμορφα ποὺ πέφτει τὸ φῶς 
στὶς γαλήνιες κοιλάδες μου; 
Κι᾿ ἔχω ἀκόμη καιρό! 
Δὲν ξεχέρσωσα ὅλο τὸ χῶρο μου, Κύριε. 
Μ᾿ ἀνασκάφτει ὁ πόνος μου κι᾿ ὁ κλῆρος μου μεγαλώνει. 
Ἀσωτεύω τὸ γέλιο μου σὰν ψωμὶ ποὺ μοιράζεται.Ὅμως,
δὲν ξοδεύω τὸν ἥλιό σου ἄδικα.
Δὲν πετῶ οὔτε ψίχουλο ἀπ᾿ ὅ,τι μοῦ δίνεις.
Γιατί σκέφτομαι τὴν ἐρμιὰ καὶ τὶς κατεβασιὲς τοῦ χειμῶνα.
Γιατί θἄρθει τὸ βράδι μου. Γιατί φτάνει ὅπου νἆναι
τὸ βράδι μου, Κύριε, καὶ πρέπει
νἄχω κάμει πρὶν φύγω τὴν καλύβα μου ἐκκλησιὰ
γιὰ τοὺς τσοπάνηδες τῆς ἀγάπης.

Εἰρήνη εἶναι ὅταν...

Εἰρήνη, λοιπόν,
εἶναι ὅ,τι συνέλαβα μὲς ἀπ᾿ τὴν ἔκφραση
καὶ μὲς ἀπ᾿ τὴν κίνηση τῆς ζωῆς. Καὶ Εἰρήνη
εἶναι κάτι βαθύτερο ἀπ᾿ αὐτὸ ποὺ ἐννοοῦμε
ὅταν δὲν γίνεται κάποτε πόλεμος.
Εἰρήνη εἶναι ὅταν τ᾿ ἀνθρώπου ἡ ψυχὴ
γίνεται ἔξω στὸ σύμπαν ἥλιος. Κι ὁ ἥλιος
ψυχὴ μὲς στὸν ἄνθρωπο.
(ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ ἔργο: Δυὸ ἄνθρωποι 
μιλοῦν γιὰ τὴν εἰρήνη τοῦ κόσμου)



ΔΕΊΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ https://homouniversalisgr.blogspot.com/