Αυτοσεβασμός, αυτογνωσία, αυτοκυριαρχία. Αυτά τα τρία μόνα τους οδηγούν τον άνθρωπο στην παντοδυναμία.
στη βάρκα. 1888. Tate Gallery. London.
Στου ποταμού κάθε πλευρά
απλώνονται αγροί με σιτηρά,
που ντύνουνε τον κάμπο ως τον ορίζοντα
κι ο δρόμος μέσ’ απ’ τον αγρό τραβά
για το πολύπυργο το Καμελότ
κι ο κόσμος πάνω-κάτω τριγυρνά,
τα κρίνα που ανθίζουνε κοιτά
γύρω από μια νήσο, κάτω εκειδά,
τη νήσο του Σαλότ.
Ιτιές λευκαίνουν, λεύκες φρικιούν,
αύρες ανάλαφρες σκιάζουν και ριγούν
μέσ’ από τον αέναο τον ρουν
του ποταμού που τα νερά του αργοκυλούν
πλάι στο νησί κατά το Καμελότ.
Τέσσερις τοίχοι σκυθρωποί, τέσσερις πύργοι σκυθρωποί,
δεσπόζουν σε μια περιοχή λουλουδιαστή,
και το πνιγμένο στη σιωπή νησί
έχει αγκαλιά τη Δεσποσύνη του Σαλότ.
Στην ακροποταμιά, με πέπλο τις ιτιές,
σέρνουν τις φορτηγίδες που γλιστρούν βαριές
άλογα αργοκίνητα – κι οι φελούκες ταπεινές
με τις φτερούγες τις μεταξωτές
ξαφρίζουν το νερό, γοργοπετούν κατά το Καμελότ:
Μα ποιός την είδε χέρι να κινεί;
Ή στο παράθυρο στητή;
Ή μήπως είν’ γνωστή σ’ όλη την περιοχή,
η Δεσποσύνη του Σαλότ;
Μονάχα κάτι θεριστές οπού θερίζουνε σκυφτοί
μες στον αθέρα των σταχυών απ’ την αυγή,
ακούν ένα τραγούδι που χαρούμενα αντηχεί
από του ποταμού τη φιδωτή ροή
κατά το πυργωμένο Καμελότ:
Και με το φεγγαρόφωτο, αποκαμωμένος πια
να υψώνει θυμωνιές σε αιθέρια υψίπεδα,
ακούει ο θεριστής, και λέει ψιθυριστά:
«Είν’ η νεράιδα, η Δεσποσύνη του Σαλότ.»
Μέρος ΙΙ
Να την που υφαίνει νύχτα-μέρα με τον αργαλειό
με χαρωπά χρώματα δίχτυ μαγικό.
Μια μέρα ακούει μήνυμα ψιθυριστό,
κατάρα, λέει, την ακολουθεί αν μείνει εδώ
να βλέπει από ψηλά το Καμελότ.
Ποιά να ‘ναι η κατάρα, δε γνωρίζει,
κι έτσι το πλέξιμό της συνεχίζει.
Άλλο δεν έχει να φροντίζει
η Δεσποσύνη του Σαλότ.
Κι απ’ τον καθρέφτη που σ’ αυτήν μπροστά
κρέμεται όλη τη χρονιά, με μία δρασκελιά
του κόσμου βγαίνουν τα φαντάσματα.
Βλέπει εκεί μπροστά τη δημοσιά
που φιδοσέρνεται κατά το Καμελότ:
Εκεί, του ποταμού οι δίνες στροβιλίζονται.
Εκεί οι κακότροποι χωριάτες συνωστίζονται,
κι εκεί οι άλικες φούστες των πωλητριών λικνίζονται,
όπως περνούν μπροστά από το Σαλότ.
Καμιά φορά ένα σμάρι δεσποινάρια όλο ξενιασιά,
ένας ηγούμενος μ’ ανάλαφρη περπατησιά,
καμιά φορά ένα βοσκόπουλο μ’ ολόσγουρα μαλλιά,
ή μακρυμάλλης γόνος ευγενών με ρούχα βυσσινιά,
τραβούν κατά το πυργωμένο Καμελότ.
Και μερικές φορές μέσ’ από τον καθρέφτη τον γλαυκό
οι ιππότες φτάνουν έφιπποι δυο-δυο:
Δεν έχει εκείν’ ιππότη αφοσιωμένο, αληθινό,
η Δεσποσύνη του Σαλότ.
Μ’ ακόμη μες το δίχτυ της είναι σαγηνεμένη
τα καθρεφτίσματα τα μαγικά να υφαίνει,
γιατί συχνά στης νύχτας τη σιωπή συνέβη να διαβαίνει
μια νεκρική πομπή, με φώτα και λοφία στολισμένη
και να τραβά με μουσικές κατά το Καμελότ.
Ή πάλι, όταν το φεγγάρι ήταν ψηλά,
κι ήρθαν δυο νιοί και νιόπαντροι εραστές σιμά –
είπε «δεν τα μπορώ πια τα φαντάσματα»
η Δεσποσύνη του Σαλότ.
Μέρος ΙΙΙ
Απ’ τη μαρκίζα του μπουντουάρ της σα σαϊτα,
ήρθε καβάλα εκείνος μέσ’ απ’ τα δεμάτια,
ο ήλιος εκθαμβωτικός ανάμεσ’ απ’ τα φύλλα,
ήρθε και φλόγισε την μπρούτζινη περικνημίδα
του θαρραλέου Σερ Λανσελότ,
ιππότη με τον κόκκινο σταυρό γονατιστού
για πάντα μπρος σε μια Κυρά με την ασπίδα του,
που άστραφτε καταμεσής του κίτρινου αγρού
πλάι στ’ απόμακρο Σαλότ.
Αστράψανε τα στολισμένα χαλινάρια,
όπως εκείνα τα γιομάτα άστρα κλωνάρια
που βλέπουμε κρεμάμενα στο χρυσαφένιο Γαλαξία.
Σήμαναν στα ηνία κουδουνάκια όλο ευθυμία
έτσι που κατηφόριζε προς Καμελότ.
Κι απ’ τον οικόσημα γεμάτον τελαμώνα
κρεμόταν ασημένια σάλπιγγα που έβγαζε κορώνα.
Κάλπαζε κι ηχούσε η πανοπλία σαν καμπάνα,
πλάι στ’ απόμακρο Σαλότ.
Η μέρα καταγάλανη, διόλου συννεφιασμένη,
η σέλα έλαμπε πετράδια φορτωμένη,
η περικεφαλαία με το φτερό πυρακτωμένη
σαν φλόγα στα ουράνια υψωμένη,
έτσι που κατηφόριζε προς Καμελότ.
Όπως συχνά μες στην πορφύρα της νυκτός
κάτω από δέσμη αστεριών λαμπρός
μετεωρίτης με αγανό, αφήνοντας ουρά από φως,
κινείται πάνω απ’ το γαλήνιο Σαλότ.
Το πλατύ καθάριο μέτωπό του στη λιακάδα γυάλιζε –
πάνω σε οπλές στιλπνές το άτι του βημάτιζε,
κάτ’ απ’ το κράνος του ένας χείμαρρος ξεχείλιζε:
οι κατάμαυροι βόστρυχοί του όπως κάλπαζε,
όπως κάλπαζε κατά το Καμελότ.
Από την όχθη κι απ’ τον ποταμό
αντανακλούσε μες στο κρυσταλλένιο κάτοπτρο,
«Τραλά λαρά», πλάι στον ποταμό
τραγούδαγ’ ο Σερ Λάνσελοτ.
Παράτησε το δίχτυ, παρατά τον αργαλειό,
έκανε τρία βήματα μες στο δωμάτιο,
είδε το που άνθιζε το νούφαρο,
είδε την περικεφαλαία με το φτερό,
κοίταξε κάτωθι το Καμελότ.
Το δίχτυ ανέμισε διάπλατα στον αγέρα –
ράγισε ο καθρέφτης πέρα ως πέρα –
βγάζει κραυγή «Έπεσε πάνω μου η κατάρα»
η Δεσποσύνη του Σαλότ.
Μέρος ΙV
Του λεβάντε η μάνητα που σύριζε,
τα χλωμά κίτρινα δέντρα λύγιζε.
Το φαρδύ ρέμα στις όχθες του κλαυθμήριζε,
μολύβι ο ουρανός χείμαρρους άδειαζε
πάνω στο πυργωμένο Καμελότ.
Κατέβηκε, βρήκε μια βάρκα λικνιστή,
κάτω από μιαν ιτιά να ‘χει αφεθεί,
και στην πλώρη γύρω γράφει τούτη τη γραφή:
Η Δεσποσύνη του Σαλότ.
Κάτω στου ποταμού τη σκοτεινή έκταση
σαν κάποιο θαρραλέο μάντη σ’ έκσταση,
που βλέπει τη δική του οικτρή κατάσταση –
παγερή, ανέκφραστη
κοίταξε το Κάμελοτ.
Και στης μέρας το τελείωμα
έλυσε το σχοινί, και ξάπλωσε κατάχαμα.
Την πήρε το μεγάλο ρέμα πέρα μακριά,
τη Δεσποσύνη του Σαλότ.
Κείτονταν, ντυμένη το λευκό χιονάτο φόρεμά της
που ανέμιζε ανάλαφρα δεξιά κι αριστερά της.
Πέφταν’ απαλά τα φύλλα πάνωθέ της.
Καταμεσής της τύρβης της νυχτιάτικης
έπλεε προς το Καμελότ.
Κι όπως έσχιζε η πλώρη τα νερά με ελιγμούς
ανάμεσα από λόφους με ιτιές κι αγρούς,
το τελευταίο να τραγουδά τραγούδι της ν’ ακούς,
τη Δεσποσύνη του Σαλότ.
Μια θρηνωδία άκουσε να άδεται σεπτά,
τη μια στεντόρεια, την άλλη σιγανά,
ωσότου πάγωσε το αίμα της σιγά-σιγά,
σκοτείνιασαν τα μάτια της τελειωτικά,
στραμμένα προς το Καμελότ.
Γιατί προτού τη φέρει η φουσκονεριά
σιμά στο πρώτο σπιτικό στην ακροποταμιά,
με το τραγούδι της στα χείλη ξεψυχά
η Δεσποσύνη του Σαλότ.
Κάτω απ’ τον πύργο και το μπαλκόνι,
ξυστά στον τοίχο που κήπους ζώνει,
μορφή που αχνολάμπει, εκείνη αργοκυλά,
με του θανάτου τη χλομάδα και κάστρα γύρω της ψηλά,
σιωπηλά κατά το Καμελότ.
Ήρθαν στην όχθη η αρχόντισσα κι ο κύριός της,
ο απλός χωριάτης κι ο ιππότης,
και στην πλώρη διάβασαν τ’ όνομα το δικό της,
η Δεσποσύνη του Σαλότ.
Ποιά είν’ αυτή; και τι συμβαίνει εδώ;
Κι ευθύς στο κοντινό παλάτι το κατάφωτο
χαλάει το γλέντι το βασιλικό –
και φοβισμένοι κάνουν το σταυρό,
οι ιππότες όλοι τους στο Καμελότ:
Μ’ ανοίγει λίγο δρόμο ο Λανσελότ,
και λέει, «ωραία θωριά –
ελεήμων ο Θεός της χάρισε ομορφιά,
της Δεσποσύνης του Σαλότ».
Πηγή: Alfred Tennyson (2003:37-49) 12 ΠΟΙΗΜΑΤΑ, Εκδόσεις Διώνη, Αθήνα – σε μετάφραση Παντελή Ανδρικόπουλου