Κνουτ Χάμσουν - Knut Hamsun ( 4 Αυγούστου 1859 – 19 Φεβρουαρίου 1952 )

 

Ο Κνουτ Χάμσουν (Knut Hamsun, 4 Αυγούστου 1859 – 19 Φεβρουαρίου 1952) ήταν Νορβηγός λογοτέχνης, πρωτίστως γνωστός για το αριστούργημά του Ευλογία της γης. Τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1920.
Άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς, όπως ο Μαξίμ Γκόργκι, ο Τόμας Μαν και ο Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ, τον θεωρούσαν μεγάλο δάσκαλο. Εν γένει ο Χάμσουν έχει χαρακτηριστεί ως ηγετική φυσιογνωμία της νεορομαντικής εξέγερσης και θεμελιωτής της σύγχρονης λογοτεχνίας.
Τα παιδικά του χρόνια ήταν φτωχικά και σκληρά. Στα 15 του άρχισε το μεγάλο του ταξίδι διασχίζοντας τη Νορβηγία, ενώ συνάμα ασκούσε διάφορα επαγγέλματα. Ομοίως περιπλανήθηκε δύο φορές στις Η.Π.Α., με το βιβλίο να τον συντροφεύει σε κάθε του βήμα. Το 1888 επέστρεψε και εγκαταστάθηκε στην Κοπεγχάγη. Το 1909 παντρεύτηκε τη Μαρί Άντερσεν, η οποία και στάθηκε δίπλα του σε όλη του τη ζωή.
Η επίδραση που φαίνεται να άσκησαν πάνω του ο Γιάκομπσεν, ο Στρίνμπεργκ, ο Νίτσε και ο Ντοστογέφσκι τον έκανε να απορρίψει τον νατουραλισμό. Το 1890 έγινε γνωστός με το μυθιστόρημά του «Η πείνα», που καταπιάνεται με τα ψυχολογικά αποτελέσματα του λιμού. Η καθιέρωση του έργου οφείλεται στις διεισδυτικές αναλύσεις που κάνει στον ψυχισμό των ηρώων του, οι οποίοι είναι άνθρωποι ελεύθεροι, ιδιόρρυθμοι, αντικοινωνικοί και έντονοι. Τέτοιοι ήρωες εμφανίζονται σε έργα όπως: «Μυστήρια» (1892), «Ο Παν» (1894), «Βικτωρία» (1898), «Κάτω από τα φθινοπωρινά άστρα» (1906), «Ένας αλήτης παίζει με σουρντίνα» (1909).
Η κατοπινή σταδιοδρομία του κινήθηκε κυρίως γύρω από τους κοινωνιολογικούς προβληματισμούς του. Σε βιβλία όπως το Παιδιά της εποχής τους (1913) και το Το χωριό Σέγκελφος (1915) ο Χάμσουν καυτηρίασε την τάξη πραγμάτων που είναι αποκομμένη από τις ρίζες της και πρόβαλε έναν παραδοσιακό τρόπο ζωής. Στην Ευλογία της γης (1917) ύμνησε τον χωρικό, τον «πρωτόγονο» άνθρωπο, που η κοσμοθεωρία του είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ίδια τη φύση. Η αποστροφή του για τον εκμοντερνισμό και τον βρετανικό ιμπεριαλισμό, καθώς και οι περί παγγερμανισμού απόψεις του, τον ώθησαν τα τελευταία του χρόνια να υποστηρίξει τον φασισμό, γεγονός που αμαύρωσε τη φήμη του. Στο τελευταίο, αυτοβιογραφικό του έργο, τα Σε χορταριασμένα μονοπάτια (1949), ο Χάμσουν εξήρε την ακατανίκητη ορμή της ζωής, ενώ ταυτόχρονα προσπάθησε να δικαιολογήσει τις επιλογές του. https://el.wikipedia.org/

Εργα

(2017) Η βασίλισσα του Σαβά. Η κυρία από το Τίβολι. Κρυφός Πόνος, Εμπειρία Εκδοτική
(2017) Η πείνα, Μεταίχμιο
(2017) Μυστήρια, Νίκας / Ελληνική Παιδεία Α.Ε.
(2016) Αρχισυντάκτης Λύνγκε, Εκδόσεις Θούλη
(2014) Ένας αλήτης παίζει με σουρντίνα, Σοκόλη
(2014) Η πείνα, Μεταίχμιο
(2013) Βικτώρια, Ροές
(2008) Η ευλογία της γης, Ζαχαρόπουλος Σ. Ι.
(2005) Ο Παν, Σοκόλη
(2004) Διηγήματα, Σοκόλη
(2004) Η πείνα, Ζήτρος
(2002) Ο Παν, Γραφές
(1998) Βικτώρια, Printa
(1993) Μυστήρια, Printa
(1987) Σε χορταριασμένα μονοπάτια, Δωδώνη
(1984) Μυστήρια, Δωρικός
(1981) Παιδιά της εποχής τους, Δωρικός
(1971) Μπενόνι, Δωρικός
Η πείνα, Δωρικός
Η πείνα, Δαμιανός
http://www.biblionet.gr/


Η Πείνα

Τοποθετημένη στη Χριστιανία (σημερινό Όσλο) στα τέλη του 19ου αιώνα, η "Πείνα" περιγράφει τις προσπάθειες του ανώνυμου ήρωα, που πασχίζει να επιβιώσει γράφοντας άρθρα για εφημερίδες, τα οποία θα του επιτρέψουν να καλύψει τις στοιχειώδεις ανάγκες του -να φάει και να κοιμηθεί- με αξιοπρέπεια. Δεν τα καταφέρνει πάντα· με την κοινωνική, φυσική και πνευματική του κατάσταση σε διαρκή εξασθένηση, περιπλανιέται στους δρόμους, βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στην παράνοια. Ο πεινασμένος συγγραφέας μάταια προσπαθεί να διατηρήσει τον σεβασμό προς την έννοια "Άνθρωπος", προς τον εαυτό του και προς τους άλλους, αφού το στομάχι του τον υποχρεώνει σε παραχωρήσεις για τις οποίες μετανιώνει, γεμίζοντας άλλοτε ενοχές και άλλοτε αδικαιολόγητη αυτοεκτίμηση. Αυτό που τον κρατάει να μη διαλυθεί είναι το κάτισχνο κορμί του, που σε μεγάλο βαθμό καθορίζει επίσης και τη συμπεριφορά του μυαλού του. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

- "Το βιβλίο μου είναι μια προσπάθεια να περιγράψω την περίεργη ζωή του νου, τα μυστήρια της ψυχής σε ένα κορμί που πεινάει" (Κνουτ Χάμσουν)
- "Ο ήρωας του Χάμσουν απαλλάσσεται συστηματικά από κάθε είδους πίστη σε κάθε είδους σύστημα και τελικά, μέσω της πείνας την οποία επιβάλλει στον εαυτό του, φτάνει στο τίποτα. Τίποτα δεν τον στηρίζει ώστε να συνεχίσει την πορεία του, κι όμως αυτός εξακολουθεί να προχωρά. Προχωρά κατευθείαν στον 20ό αιώνα" (Από την εισαγωγή του Paul Auster) https://www.metaixmio.gr/

Απόσπασμα

Ξαφνικά, μου έρχεται η ιδέα να πάω στην Κρεαταγορά και να ζητήσω ένα κομμάτι ωμό κρέας. Σηκώνομαι, κατεβαίνω τα σκαλιά και κατευθύνομαι προς την Αγορά. Μόλις φτάνω στους πρώτους πάγκους, αρχίζω να φωνάζω και να χειρονομώ, σαν να μιλούσα σε ένα σκυλί που βρισκόταν πίσω μου. Και με θράσος, απευθύνομαι στον πρώτο κρεοπώλη που συναντώ.

— Θα είχατε την καλοσύνη να μου δώσετε ένα κόκαλο για το σκυλί μου, λέω. Μόνον ένα κόκαλο, δεν χρειάζεται να έχει κρέας πάνω του· έτσι, για να έχει κάτι να κουβαλάει στο στόμα του.

Μου έδωσε ένα κόκαλο, ένα υπέροχο μικρό κόκαλο, όπου είχε μείνει λίγο κρέας, και το έχωσα κάτω απ΄το σακάκι μου. Ευχαρίστησα εκείνον τον άνθρωπο, τόσο θερμά, που με κοίταξε έκπληκτος...

— Παρακαλώ, είπε.

— Μην το λέτε, ψέλισα, είναι πολύ ευγενικό εκ μέρους σας.

Κι έφυγα. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά.

Χώθηκα στην πάροδο των Σιδηρουργών, όσο πιο μακριά μπορούσα, και σταμάτησα μπροστά στη σαραβαλιασμένη πόρτα μιας αυλής. Δεν υπήρχε καθόλου φως, ένα ευλογημένο σκοτάδι βασίλευε γύρω μου· άρχισα να μασουλάω το κρέας που υπήρχε πάνω στο κόκαλο. Δεν είχε γεύση· έβγαζε μια αηδιαστική μωρωδιά αίματος που μ’ έκανε να ξεράσω αμέσως. Προσπάθησα πάλι. Αν τουλάχιστον το στομάχι μου κρατούσε εκείνο το κομματάκι κρέας θα ένοιωθα καλύτερα· το πρόβλημα ήταν να το κάνω να μείνει μέσα. Όμως πάλι μου ήρθε τάση για εμετό. Έγινα έξαλλος, δάγκωσα άγρια το κρέας, ξεκόλλησα ένα κομματάκι και το κατάπια με το ζόρι. Όμως δεν χρησίμευε σε τίποτα· μόλις έμεινε για λίγο στο στομάχι μου άρχισε πάλι ν΄ανεβαίνει. Έσφιξα με λύσσα τις γροθιές, άρχισα να κλαίω από απόγνωση και να δαγκώνω το κόκαλο σαν δαιμονισμένος· έκλαψα τόσο που το κόκαλο μούσκεψε από τα δάκρυα, ξέρασα, έβριζα και μασουλούσα βάζοντας τα δυνατά μου, έκλαιγα λες και η καρδιά μου είχε σπάσει, και ξέρασα γι’ άλλη μια φορά. Τότε, με δυνατή φωνή, καταράστηκα όλες τις δυνάμεις του κόσμου να πάνε στο πυρ το εξώτερο.

[πηγή: Κνουτ Χάμσουν, Η πείνα, μτφ. Δημήτρης Χορόσκελης, Εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 170-172]



Αποσπάσματα από το βιβλίο του Κνουτ Χάμσουν - Paa gjengrodde stier (Σε Χορταριασμένα Μονοπάτια)

"Θα μπορούσα να περάσω απέναντι στην Αγγλία, όπως το έκαναν αρκετοί, που σήμερα γυρίζουν σαν ήρωες γιατί εγκατέλειψαν την πατρίδα τους, γιατί το 'σκασαν απ' τα χώματά τους. Δεν το έκανα. Δεν ήταν του χαρακτήρα μου ποτέ. Θεώρησα πως υπηρετούσα την πατρίδα μου καλύτερα εκεί που βρισκόμουνα, να ασχολούμαι με τη γη ανάλογα με τις δυνάμεις μου σ΄αυτούς τους δύσκολους καιρούς, που το έθνος μας είχε έλλειψη από κάθε τι. Κι ακόμα χρησιμοποιώ την πένα μου για τη Νορβηγία, που τώρα θα έβρισκε τη θέση της ψηλά-ψηλά ανάμεσα στις γερμανικές χώρες της Ευρώπης. Η σκέψη αυτή μίλησε στην καρδιά μου από την αρχή ακόμα. Ακόμα περισσότερο: με ενθουσίασε, με κατάκτησε. 


[...]Σήμερα ακόμα νομίζω πως είναι, πως ήταν μια μεγάλη κι ωραία ιδέα για τη Νορβηγία, που άξιζε να πολεμήσει κανείς και να δουλέψει σκληρά γι' αυτή. Νορβηγία: μια αυτάρκης και αυτόφωτη χώρα στην άκρη της Ευρώπης!


[...] Όταν καθόμουν κι έγραφα και τηλεγραφούσα νύχτα και μέρα, πρόδιδα, λένε, την πατρίδα μου. Ήμουνα προδότης, λένε. Ας πάει κι αυτό. Μα δεν αισθανόμουν εγώ έτσι, ποτέ μου, ούτε και σήμερα αισθάνομαι έτσι. Έχω την καλύτερη ειρήνη με τον εαυτό μου, την καλύτερη συνείδηση. 
Εκτιμώ σε μεγάλο βαθμό την κοινή γνώμη. Εκτιμώ ακόμα περισσότερο τη νορβηγική δικαιοσύνη, μα όχι τόσο πολύ ώστε να υποτιμώ τη δική μου κρίση για το τι είναι καλό ή κακό, δίκαιο ή άδικο. Είμαι αρκετά μεγάλος πια, για να 'χω το δικαίωμα να 'χω ένα δικό μου κώδικα˙ κι αυτός είναι δικός μου.'' 









ΠΟΛΥΞΕΝΗ ΖΑΡΚΑΔΟΥΛΑ "Κόκκινη θάλασσα"



Ένα ματωμένο φεγγάρι κάθεται συντροφιά μου
κρατάει το χέρι μου στο μακρύ ταξίδι
θυσία στο εγώ σου.
Σε μια γωνιά μια μάνα κάθεται τώρα αμέριμνη μα σε λίγο θα κλαίει.
Κόκκινη η θάλασσα στα πόδια σου κυλάει
το κύμα λαμπυρίζει από το χλωμό φεγγάρι
που πίσω από τα σύννεφα κρύφτηκε κι αυτό.
Κι εσύ, αγάπη μου, τρέχεις πάνω ψηλά στα βουνά
προσπαθείς να κρυφτείς
μα ακόμη κι οι λύκοι σε λίγο θα σε καταδιώκουν.
Είναι πίσω σου οσμίζονται το κόκκινο στα χέρια σου.
Ακόμη κι αυτοί κρύβονται
φοβούνται του κόσμου την ασχήμια που δεν άντεξαν άλλο.
Μα κάποια στιγμή θα ξεχυθούν σ ένα αδηφάγο κυνήγι.
Και το κορμί μου ένα με το χώμα είναι κι η ψυχή μου πλέει στα κύματα της θαλάσσης.
Εκεί που κάθε φορά θα πιάνεις ένα κοχύλι θ' ακούς την φωνή μου να σου ψιθυρίζει:
"γιατί;"
Πολυξένη Ζαρκαδούλα










Carpe " Ροή δευτερολέπτων..."

Duy Huynh painting

Το πλιάτσικο της ψυχής

εναρμονίζεται με το χάος.

Ένας μορφασμός

σφίγγει το πρόσωπο.

Χωλαίνει η πραγματικότητα

γέμισε αποστήματα

ισορροπεί σε μια κλωστή κατάμαυρη.

Στα σκονισμένα πεζοδρόμια

τα λουλούδια εξαντλήθηκαν,

μοχθούν για ένα χάδι.

Οι ώρες της περισυλλογής

γίνονται ώρες γιορτής

σώματος και ψυχής.

Στη ροή των δευτερολέπτων

παρακολουθώ τις εκρήξεις του πάθους,

η στέρηση των συναισθημάτων αφανίζεται.

Η γεύση του κορμιού σου

αρχίζει να σφυροκοπά τις αισθήσεις μου.

Carpe.







ΓΡΗΓΟΡΙΑ ΠΕΛΕΚΟΥΔΑ "Γράμμα χωρίς παραλήπτη"



Στον καιρό της ανομβρίας
μόνο τον αέρα μπορείς ν΄αγγίξεις
να τραβάς μπροστά
και η εικόνα να χάνεται πίσω...

Να τραβάει η ζωή μπροστά
και το όνειρο να μένει πίσω.
Το φθαρμένο ρούχο του φόρεσε
το πιο σταχτί, ν΄ακούσει τη σιωπή
στα πουλιά της μοναξιάς να μιλήσει
ακροπατώντας στις ράγες πάνω
είδε την σκουριά ν΄απλώνεται
στα χαλίκια,
όπου τ΄ουρανού τα σύννεφα
απολαμβάνανε των τραίνων τη σιγή.

Την άβυσσο έβλεπε με πυρωμένα μάτια
τα σίδερα να τρίζουν σε νεκρική γραμμή
το σαράκι άκουγε σ΄ένα βαγόνι όλο σκουριά
να τρώει ξύλο ανεξίθρησκο
και πως να φτάσει το γράμμα ασυνόδευτο;
λέξη μισοσβησμένη
<<...αγαπημένη μου...>>

Μες στη χερσαία λήθη,
μετράω του χρόνου την αδράνεια ,
όσο μπορώ επιστρέφω,
τα τελευταία ψηλά γράμματα
είδε που χύθηκαν στα βήματα
και χάθηκαν αθόρυβα
με το τραίνο της σιγής.

Γρηγορία Πελεκούδα


πηγή φωτογραφίας : https://postintrend.com/










Ανρί Καρτιέ Μπρεσόν - Henri Cartier-Bresson (22 Αυγούστου 1908 - 3 Αυγούστου 2004)

 

Henri Cartier-Bresson – Ανρί Καρτιέ Μπρεσόν Φωτογράφος

O Henri Cartier-Bresson γεννήθηκε στις 22 Αυγούστου του 1908 στην κοινότητα Chanteloup-en-Brie της Γαλλίας και πέθανε στην κοινότητα Céreste της Γαλλίας στις 3 Αυγούστου του 1984. Γόνος μιας από τις πλουσιότερες οικογένειες της Γαλλίας ο νεαρός Henri Cartier-Bresson είχε και την ανάλογη μόρφωση. Φωτογραφία ξεκίνησε από πολύ μικρός με μια Kodak Brownie στην αρχή και μια View Camera στην συνέχεια. Τα μαθήματα ζωγραφικής που έκανε με τον θείο του τον οδήγησαν να σπουδάσει ζωγραφική. Ανήκε στον πρώτο κύκλο των σουρεαλιστών ζωγράφων αλλά μην έχοντας καμία εκτίμηση στα έργα του τα περισσότερα τα κατέστρεφε. Μετά από σπουδές αγγλικής φιλολογίας στην Αγγλία και ένα χρόνο στην ακτή Ελεφαντοστού όπου ασχολήθηκε με το κυνήγι επιστρέφει στην Γαλλία και αποφασίζει το 1931 να επικεντρωθεί στην φωτογραφία χάρη σε μια φωτογραφία του Martin Munkácsi που είδε δημοσιευμένη στο περιοδικό τέχνης Arts et Métiers Graphiques.,


Το 1932 αγοράζει την πρώτη του Leica και με φίλους ταξιδεύει στην Ευρώπη φωτογραφίζοντας. Δημοσιεύσει τις πρώτες του φωτογραφίες στα περιοδικά Voilà και Photographies. Ταξιδεύει στο Μεξικό όπου γνωρίζει τον Manuel Alvarez Bravo και κάνουν μια κοινή έκθεση στο Palacio de Bellas Artes και ένα μήνα αργότερα στην Julien Levy Gallery στην Νέα Υόρκη οι δύο τους μαζί με τον Walker Evans. To 1940 ενώ έχει καταταγεί στον Γαλλικό στρατό συλλαμβάνεται από τους Γερμανούς τον Ιούνιο και κρατείται σε διάφορα στρατόπεδα αιχμαλώτων. Μετά από τρεις αποτυχημένες αποδράσεις καταφέρνει να αποδράσει τον Φεβρουάριο του 1943 και συμμετέχει στην Γαλλική αντίσταση μέχρι το τέλος του πολέμου. Μετά το τέλος του πολέμου το 1946-47 πηγαίνει στην Αμερική όπου η συνεργασία του με το Harper’s Bazaar είναι καταστρεπτική καθώς δεν καταφέρνει να καθοδηγήσει σωστά ούτε μια φωτογράφιση με μοντέλα. Ταξιδεύει όμως για αρκετό διάστημα με τον κριτικό John Malcolm Brinnin και φωτογραφίζει πορτραίτα καλλιτεχνών από όλους τους χώρους.,

Με την επιστροφή του στη Γαλλία to 1947 ιδρύουν μαζί με τους Robert Capa, David Seymour (Chim), William Vandivert, και George Rodger το συνεργατικό φωτογραφικό πρακτορείο Magnum Photos. Για τα επόμενα τρία χρόνια φωτογραφίζει στην Άπω Ανατολή. Το 1952 δημοσιεύεται το πρώτο του φωτογραφικό λεύκωμα από τον εκδότηTeriade (ο με ελληνική καταγωγή Στρατής Ελευθεριάδης) με τίτλο Images à la Sauvette και εξώφυλλο όχι φωτογραφία, αλλά έργο του Matisse. Στην αγγλική έκδοση ο τίτλος γίνεται “The decisive moment”, “Η αποφασιστική στιγμή”. Για τα επόμενα παραπάνω από 20 χρόνια μέχρι το 1974 που σταματάει την φωτογραφία και επιστρέφει στην ζωγραφική φωτογραφίζει για τα σπουδαιότερα έντυπα του κόσμου, τα σημαντικότερα θέματα και κάνει τα πορτραίτα σημαντικών προσωπικοτήτων. Η παρακαταθήκη του στην φωτογραφία τεράστια.,



Είναι ο πατριάρχης της φωτογραφίας δρόμου και ο πατέρας της “αποφασιστικής στιγμής”, ενώ σημαντική είναι η συνεισφορά του στην χρήση μικρών φωτογραφικών μηχανών. Κάποιες άλλες όμως εμμονές του θα μου επιτρέψετε να τις αμφισβητήσω. Ας πούμε την επιμονή του στη χρήση μόνο νορμάλ φακού (50mm), παρόλο που ο ίδιος είχε χρησιμοποιήσει ευρυγώνιους και μικρούς τηλεφακούς. Επίσης η εμμονή του στην παρουσίαση ολόκληρου του αρχικού κάδρου που τράβηξε ο φωτογράφος χωρίς περικοπές. Αλλά αυτά δεν έχουν τόσο σημασία. Σημασία έχει το τόσο σπουδαίο έργο του και ταυτόχρονα χάρη στη σπουδαία προσωπικότητα του η προώθηση της φωτογραφίας και η ανάπτυξη της κατά την διάρκεια του 20ου αιώνα.

Η διάσημη φωτογραφία στο Κάστρο της Σίφνου

Ο Henri Cartier-Bresson στην Ελλάδα

Φωτογραφίες του Henri Cartier-Bresson από την Ελλάδα

Ο Henri Cartier-Bresson ο πατριάρχης της φωτογραφίας δρόμου επισκέφτηκε την Ελλάδα αρκετές φορές αλλά έχουμε δει φωτογραφίες του κυρίως από 2 ταξίδια του. Αυτό του 1953 και αυτό του 1961. Επειδή τον συνέδεε αδερφική φιλία με την γάλλο εκδότη και συλλέκτη έργων τέχνης Στρατή Ελευθεριάδη-Τεριάντ δεν είναι τυχαίο ότι συνάντησε στην Ελλάδα ανάμεσα σε άλλους τον Τσαρούχη, τον Ελύτη και τον Χατζηκυριάκο Γκίκα. Οι πιο γνωστές του φωτογραφίες είναι φυσικά αυτή που τράβηξε στην Αθήνα το στην οδό ασωμάτων με τις 2 γιαγιάδες και το νεοκλασικό με τις καρυάτιδες, αλλά και το κοριτσάκι που τρέχει στα σκαλοπάτια στο Κάστρο στη Σίφνο. Όμως Henri Cartier-Bresson είναι αυτός. Δεν ήταν δυνατόν αυτές οι δύο φωτογραφίες να είναι μόνο οι καλές του φωτογραφίες από την Ελλάδα. Και έτσι είναι. Ανάμεσα σε αρκετές όχι τόσο καλές φωτογραφίες του, υπάρχουν μερικές επίσης αριστουργηματικές. Μια επιλογή από αυτές τις φωτογραφίες αποφάσισα να σας παρουσιάσω σήμερα.







ΔΕΊΤΕ ΠΕΡΙΣΣΌΤΕΡΑ https://homouniversalisgr.blogspot.com/









ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ (16 Φεβρουαρίου 1907-3 Αυγούστου 1979)

 

Φαίνεται πως η εντολή της ζωής είναι τέτοια: να ιδρώσεις, να σκοντάψεις, να δακρύσεις, ώσπου, μέσα στην απέραντη βουρκοθάλασσα, ν’ αγγίξεις κάποια στιγμή με τ’ ακροδάχτυλα το σπάνιο διαμάντι της χαράς, που μόλις το βρεις το χάνεις, κι αρχίζεις πάλι από την αρχή.


  O Άγγελος Τερζάκης (16 Φεβρουαρίου 1907-3 Αυγούστου 1979) ήταν Έλληνας λογοτέχνης της γενιάς του ‘30 και δοκιμιογράφος. Έγραψε διηγήματα, μυθιστορήματα και θεατρικά έργα. Πολύ αξιόλογο είναι το δοκιμιακό του έργο: αυτός και ο Θεοτοκάς είναι οι κύριοι εκφραστές του θεωρητικού προβληματισμού και των αναζητήσεων της ανανεωτικής γενιάς του ‘30.
Γεννήθηκε στο Ναύπλιο στις 16 Φεβρουαρίου του 1907 και έζησε εκεί μέχρι το 1915, όταν και πήγε στην Αθήνα, όπου τελείωσε το Γυμνάσιο και σπούδασε νομικά στοΠανεπιστήμιο Αθηνών. Έλαβε την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος το 1929, αλλά εγκατέλειψε σύντομα τη δικηγορία για να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία.


Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1925 με τη συλλογή διηγημάτων Ο ξεχασμένος και έκτοτε ασχολήθηκε συστηματικά με την πεζογραφία και το θέατρο, όπου πρωτοεμφανίστηκε το 1936 με το έργο του "Αυτοκράτωρ Μιχαήλ" που ανέβασε τον ίδιο χρόνο το Εθνικό Θέατρο. Παράλληλα διηύθυνε και τα βραχύβια περιοδικά Πνοή και Λόγος. Το 1937 έγινε γραμματέας του Εθνικού Θεάτρου και αργότερα καλλιτεχνικός και γενικός διευθυντής του Δραματολογίου (1939-1942) και γενικός διευθυντής της ιστορίας και της δραματολογίας της δραματικής σχολής του εθνικού θεάτρου το (1950-1971) και γενικός διευθυντής της δραματικής σχολής του εθνικού θεάτρου (1950-1975).
Πήρε μέρος στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο (1940-1941) και κατέγραψε τις εμπειρίες του σε κάποια από τα διηγήματά του και κυρίως στο βιβλίο του "Απρίλης". Το 1964 συνέγραψε για λογαριασμό του Γενικού Επιτελείου Στρατού το χρονικό του πολέμου, το οποίο εκδόθηκε με τον τίτλο "Ελληνική Εποποιία 1940-41".

Μετά τον πόλεμο συνέχισε την ενασχόλησή του με τα γράμματα: αρθρογραφούσε για πολλά χρόνια στην εφημερίδα Το Βήμα (φιλολογικός συνεργάτης) και από το 1948 θεατρικός κριτικός. Επίσης υπήρξε και διευθυντής του περιοδικού Εποχές (1963-1967).
Το 1969 τιμήθηκε με το Αριστείο Γραμμάτων της Ακαδημίας Αθηνών και το 1974 έγινε Ακαδημαϊκός Επίσης τιμήθηκε δύο φορές με το πρώτο κρατικό βραβείο μυθιστορήματος (1938 και 1939), με το κρατικό βραβείο θεάτρου(1957) και πρώτο κρατικό βραβείο της ομάδας των δώδεκα καλύτερων ποιητών και πεζογράφων (1963)
Πέθανε στις 3 Αυγούστου 1979 στην Αθήνα.


Ο Άγγελος Κατακουζηνός φωτογραφίζει εκπροσώπους της περίφημης "γενιάς του '30". Άνω σειρά: Ηλίας Βενέζης (δεύτερος από αριστερά) και προς τα δεξιά: Οδυσσέας Ελύτης, Γιώργος Σεφέρης, Ανδρέας Καραντώνης και στο άκρο δεξιά ο Γιώργος Θεοτοκάς. Κάτω σειρά από αριστερά: Άγγελος Τερζάκης, Κωνσταντίνος Δημαράς, Γιώργος Κατζίμπαλης και στο άκρο δεξιά ο Ανδρέας Εμπειρίκος

Πεζογραφικό έργο

Ο Τερζάκης ξεκίνησε τη λογοτεχνική πορεία του κατά τη δεκαετία του 1920 με δύο συλλογές διηγημάτων, Ο ξεχασμένος (1925) και Φθινοπωρινή συμφωνία (1929). Στα έργα αυτά δε φαίνεται τόσο το προσωπικό του ύφος, όσο οι διάφορες λογοτεχνικές επιδράσεις από άλλους συγγραφείς. Κατά τη δεκαετία του 1930 στράφηκε στο μυθιστόρημα, όπως και όλοι οι λογοτέχνες της γενιάς του, χωρίς όμως να εγκαταλείψει τα διηγήματα.
Τα μυθιστορήματα του Τερζάκη, με εξαίρεση την Πριγκηπέσσα Ιζαμπώ και Το ταξίδι με τον Έσπερο, είναι αστικά μυθιστορήματα που απεικονίζουν την ελληνική κοινωνία τουΜεσοπολέμου. Χαρακτηριστικό όλων είναι το καταθλιπτικό κλίμα, η ασφυκτική ατμόσφαιρα, οι ήρωες-δέσμιοι της οικονομικής στενότητας και των κοινωνικών προκαταλήψεων και η απαισιοδοξία.
Η Πριγκηπέσσα Ιζαμπώ θεωρείται το αρτιότερο πεζογράφημα του Τερζάκη και ένα από τα καλύτερα, ιστορικά και μη, μυθιστορήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Είναι ιστορικό μυθιστόρημα εμπνευσμένο από την περίοδο της Φραγκοκρατίας. Αναφέρεται στην εξέγερση των Ελλήνων και Σλάβων το 1293, που οδήγησε στην κατάληψη του φράγκικου κάστρου της Καλαμάτας και ο κεντρικός άξονας του έργου είναι ο έρωτας ανάμεσα στην Ιζαμπώ, κόρη του Γουλιέλμου Βιλλαρδουίνου, και τον ηγέτη της εξέγερσης Νικηφόρο Σγουρό.
Το 1975 παρουσιάστηκε στην ελληνική κρατική τηλεόραση το μυθιστόρημα του Τερζάκη Μενεξέδενια Πολιτεία. Την τηλεοπτική διασκευή του βιβλίου έκανε ο συγγραφέας Γιάννης Κανδήλας. Στη σειρά πρωταγωνιστούσε ο Θάνος Κωτσόπουλος.



Μυθιστορήματα

  • Δεσμώτες (1932)
  • Η παρακμή των Σκληρών (1933)
  • Η μενεξεδένια πολιτεία (1937)
  • Η πριγκηπέσσα Ιζαμπώ (1945)
  • Ταξίδι με τον Έσπερο (1946)
  • Το λυκόφως των ανθρώπων (δημοσιεύθηκε σε συνέχειες το 1947, εκδόθηκε το 1989)
  • Δίχως θεό (1951)
  • Η μυστική ζωή (1957)
  • Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων (μαζί με τους ΚαραγάτσηΜυριβήληΒενέζη), 1958

Ιστορικά

  • Η Ελληνική Εποποιία 1940-1941, Χρονικό του Ελληνοϊταλικού Πολέμου 1940-41 (ΕΣΤΙΑ, 1964 και 2η έκδοση, Γενικό Επιτελείο Στρατού, 1990)

Συλλογές διηγημάτων

  • Ο ξεχασμένος (1925)
  • Φθινοπωρινή συμφωνία (1929)
  • Του έρωτα και του θανάτου (1943)
  • Απρίλης (1946)
  • Η στοργή [νουβέλα] (1944)

Θεατρικά έργα

  • Αυτοκράτωρ Μιχαήλ (1936)
  • Γαμήλιο Εμβατήριο (1937)
  • Ο σταυρός και το σπαθί (1939)
  • Είλωτες (1939)
  • Ο εξουσιαστής (1942)
  • Το μεγάλο παιχνίδι (1944)
  • Αγνή (1949)
  • Θεοφανώ (1956)
  • Νύχτα στη Μεσόγειο (1957)
  • Τα λύτρα της ευτυχίας (1959)
  • Θωμάς ο δίψυχος (1962)
  • Ο πρόγονος (1970)

Δοκίμια,

  • Προσανατολισμός στον Αιώνα (1963)
  • Το Μυστικό του Ιάγου (1964)
  • Αφιέρωμα στην Τραγική Μούσα (1970)
  • Οι Απόγονοι του Κάιν (1972)
  • Ποντοπόροι (1975)
  • Οδοιπόροι μιας Εποχής (1980)
  • Ένας Μεταβαλλόμενος Άνθρωπος (1983)
  • Για μια Δικαίωση του Ανθρώπου (1987)

Μεταφράσεις,

  • Αντιγόνη του Σοφοκλή (1976)
  • Οιδίπους Τύραννω του Σοφοκλή (1977)
  • Οιδίπους επί Κολωνώ του Σοφοκλή (1978)
  • Ηλέκτρα του Σοφοκλή (1979)
  • Φιλοκτήτης του Σοφοκλή (1980)
  • Ιφιγένεια εί εν Ταύροις του Ευριπίδη (1981)
  • Ιφιγένεια εν Αυλίδι του Ευριπίδη (1982)
  • Μήδεια του Ευριπίδη (1983)
  • Ικέτιδες του Ευριπίδη (1984)
  • Βάκχαι του Ευριπίδη (1984)
  • Ορέστης του Ευριπίδη (1985)
  • Ανδρομάχη του Ευριπίδη (1985)
  • Ιππόλυτος του Ευριπίδη (1986)
  • Ηρακλείδες του Ευριπίδη (1988)
  • Τρωάδες του Ευριπίδη χορική τραγωδία αφιερωμένη στον πελοποννησιακό πόλεμο και κυρίως
στον παραλογισμό του(1989)
  • Νωρίς Θριαμβευτική του Άικεν Κόνραντ (1971)
  • Ο Νέγρος του Νάρκισσου του Τζόζεφ Κόνραντ (1973)
  • Ο Καθένας με τον Χαρακτήρα του του Μπεν Τζόνσον(1974)
  • Ο Καθένας έξω από τον Χαρακτήρα του του Μπεν Τζόνσον (1976)
Θράσος Καστανάκης, Στρατής Μυριβήλης, Αγγελος Τερζάκης, Ηλίας Βενέζης



ΚΕΙΜΕΝΑ  -  ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ 

Από το ημερολόγιο του Άγγελου Τερζάκη:


19/11/1940
Συναντήσαμε πρωί-πρωί ένα τραίνο με τραυματίες. Τα παιδιά γίνονται μελαγχολικά. Οι ελαφρά τραυματισμένοι είναι όρθιοι και μας χαιρετούνε γελώντας. Ρωτούν τι σύνταγμα είμαστε. Ένας τους φωνάζει: “Τους φάγαμε”. Μας δίνουνε οι αξιωματικοί τη διαταγή να έχουμε τα όπλα μας γεμάτα (ίσως, μη φανεί αεροπλάνο).

20//11/1940
Όλα τα πράγματα γίνονται πολύτιμα: Ένα κομμάτι σπάγγου, ένα κομμάτι εφημερίδα, ένα σπίρτο. Καπνίζουμε το τσιγάρο ώσπου να κάψει το δάχτυλο.
Στρατόπεδο κοντά στον Άραχθο.
Βρέχει. Κλεισμένοι στ’ αντίσκηνο τρώμε καρύδια και κουραμάνα. Οι αρβύλες μας έχουν οκάδες τη λάσπη.
Την ώρα του προσκλητηρίου πέρασε ένα αυτοκίνητο με τέσσερις Ιταλούς αιχμαλώτους. Ο ένας, ο ταγματάρχης είναι ευδιάθετος, μασουλάει. Οι φαντάροι τούς προσφέρουν καρύδια, τσιγάρα. Είναι οι τρεις αχώριστοι. Όλοι αξιωματικοί. Ο ένας νέος, λιγνός, με ακαλλιέργητο γενάκι σκύβει το κεφάλι και δεν κοιτάζει γύρω, δεν μιλάει. Είναι ντροπιασμένος, αποφεύγει τα βλέμματά μας. Του προσφέρουν τσιγάρο και αρνείται ευγενικά.
Τα γράμματα του νεκρού. Τον βρήκανε νεκρό, έξω από το Καλπάκι. Ήτανε λέει, πεσμένος, ανάσκελα, ως 25 χρονών. Αντόνιο Τσεκκαρέλι τον έλεγαν. Του γράφει η μάνα του και ο θειος του με τη θεία νουνά του.
Λίγες λέξεις, τυπικές σχεδόν. Η μάνα: “Χαίρομαι που είσαι καλά. Μια mamma δεν μπορεί παρά να εύχεται το γρήγορο γυρισμό του γιου της. Τη φωτογραφία σου τη λάβαμε. Δε σου στείλαμε δικές μας, όχι γιατί δεν φροντίσαμε αλλά γιατί ο καιρός ήταν, αυτές τις μέρες συννεφιασμένος. Ο πατέρας σου κι οι αδερφάδες σου, σε χαιρετούν και προσμένουν να γυρίσεις. Απρίλης 1940″.
Οι φαντάροι γελούνε χοντρά.

7/1/1941
Ποιος θα μου δώσει ποτέ πίσω τους μήνες αυτούς, τους μοναδικούς, που το παιδάκι μου μεγαλώνει, που κάθε μέρα του, κάθε στιγμή του είναι και μια καινούργια λέξη, μια καινούργια νόηση, μια καινούργια χαρά, και που εγώ δεν θα την ξαναβρώ ποτέ, δεν θα τις χαρώ ποτέ μου;

19/1/1941
Από το πρωί σήμερα βροντάει το κανόνι. Σαν βροντή. Ένας αυτόμολος που παρουσιάστηκε εδώ είπε πως οι Ιταλοί θάκαναν σήμερα γενική επίθεση. Λοιπόν αυτό είναι.
Η πρώτη και τελευταία ίσως προσπάθεια του Καμπαλέρο. Πίσω της -λέει το δελτίο του Στρατηγείου- κρύβεται τέλεια αποσύνθεση. Βλέπει τον κλοιό που περισφίγγεται γύρω από το Τεπελένι και αγωνίζεται να τον σπάσει.
-Τι μέρα είναι σήμερα;
-Στην κοινωνία των ανθρώπων Πέμπτη. Σ’ εμάς τίποτα.
ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ “ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ”
Εκδόσεις ΑΣΤΡΟΛΑΒΟΣ/ΕΥΘΥΝΗ
  

Δίχως Θεό - Απόσπασμα 


― Είμαι ένας δειλός, είπε. Μη με διακόπτεις, έχω ανάγκη από την ειλικρίνεια εκείνη που δεν ξέρει από αισθηματολογίες, τύπους. Τη γοργή και ψυχρή ειλικρίνεια. Παράτησα τη Νίνα (εδώ, στ’ όνομα που είχε να το προφέρει τόσα χρόνια, η φωνή του βράχνιασε) από καθαρή δειλία, μιαν επαίσχυντη λιποταξία απέναντι στη ζωή. Θαρρώ πως την παράτησα γιατί την αγαπούσα. Το καταλαβαίνεις αυτό; Όχι, φυσικά. Είναι από κείνα που δοκιμάζει κανείς μα που δεν τα καταλαβαίνει. Ήθελα να την κάνω ευτυχισμένη, αυτό είναι, ένιωθα την πυρωμένη ανάγκη να της δώσω το μεγαλύτερο ποσοστό ευτυχίας, πλούτο, χαρά, ηδονή, τρέλλα, ό,τι μπορεί να γνωρίσει στον ανώτατο βαθμό ένα ανθρώπινο πλάσμα στη γη. Είταν παράλογο, μαθηματικά αδύνατο. Δεν είν’ έτσι; Έφυγα γιατί καταλάβαινα πως με τα μέσα μου δε θα μπορούσα ποτέ να κατορθώσω τίποτα, το παραμικρό.
Σφούγγισε με το μαντήλι του το ιδρωμένο μέτωπό του και συνέχισε:
― Έφυγα γιατί καταλάβαινα πως αν μείνω ακόμα λίγο, θα είναι πολύ αργά. Ο έρωτας, άκουσέ με, είναι ένα πάθος εγωιστικό, έχουν άδικο να τον καλλωπίζουν. Θέλεις την ευτυχία του αγαπημένου προσώπου υπό τον όρο πως θα του τη δώσεις εσύ κι’ όχι άλλος. Αν ένας άλλος μπει στη μέση, που έχει ωστόσο περισσότερες πιθανότητες να το κατορθώσει, εσύ δεν αποσύρεσαι, επιμένεις. Γιατί; Γιατί στην ευτυχία του αγαπημένου σου προσώπου δε βλέπεις παρά την πραγμάτωση της δικής σου ευτυχίας, να γιατί. Η φιλοσοφία μου, καθώς βλέπεις, είναι απάνθρωπη, ας με αναθεματίσουν. Ξέρω, ξέρω, η Τέχνη έχει πλάσει εκείνους που αυτοθυσιάζονται ωραία-ωραία για να ευτυχίσει το αγαπημένο τους πρόσωπο. Φιλολογία αναίσχυντη! Ο έρωτας είναι πάθος, και το πάθος, σαν κάθε φυσική δύναμη, δεν υποχωρεί. Όταν υποχωρήσει, είναι κακό σημάδι, σημαίνει πως το συναίσθημα σταμάτησε μεσοδρομίς, στο βαθμό μιας χλιαρής θερμοκρασίας, και ζητάει ν’ αναισθητήσει με το ναρκωτικό της αυταρέσκειας. Η αυτοθυσία στον έρωτα είναι νοσηρός ναρκισσισμός.
Γέλασε με τρόπο παράδοξο, κοντό και ξερό. Ύστερα το μέτωπό του σκοτείνιασε.
― Έφυγα γιατί αναρωτήθηκα μήπως είμαι προδότης. Δεν ξέρεις τίποτα για τη νύχτα που ακολούθησε την τελευταία, τότε, κουβέντα μας. Μου είχες υποδείξει το χρέος μου να πάρω μιαν απόφαση, να παντρευτώ. Γυρίζοντας σπίτι μου, βρήκα ασυμπλήρωτο ένα άλλο χρέος. Ο Γιατρός – τον θυμάσαι; – ήρθε να μου ζητήσει άσυλο τη νύχτα εκείνη, γιατί τον κυνηγούσαν. Του τόδωσα. Κουβεντιάσαμε μαζί ως τις μικρές εκείνες ώρες, εκείνος κι’ εγώ. Δε μ’ έπεισε, όχι, γιατί τα επιχειρήματά του τα ήξερα. Όμως τρεις ημέρες αργότερα, τον έπιασαν, κι’ αυτό είταν το επιχείρημα που αναζητούσε μάταια εκείνος ολάκερη τη νύχτα που σου λέω, και δεν τόβρισκε. Ήξερα το μέλλον του: Η φυλακή, μια ολάκερη ζωή που τσακίζεται, παραχώνεται, σβήνεται από τον κόσμο. Φυσικά, το είχε προκαταβολικά αποδεχτεί αυτό το μέλλον όταν έμπαινε στον αγώνα, ήξερε πολύ καλά πως μια μέρα, αργά η γρήγορα, αυτό θα γίνει. Κι’ όσο αργότερα τόσο χειρότερα, γιατί το μητρώο του θα είταν πια ασήκωτα βαρύ. Έτσι κι’ έγινε. Τρία μερόνυχτα, αυτά που μεσολάβησαν από την κουβέντα μου μαζί του ίσαμε τη σύλληψή του, δεν είχε βγει από το σπίτι μου. Πάσχιζα να βάλω μια τάξη στο νου μου, να ξεκαθαρίσω τα ελατήριά μου, να ιδώ γιατί είμαι επαναστάτης κι’ όμως όχι αγωνιστής, γιατί έχω πειστεί και δεν προχωρώ στη δράση. Δειλία; Όχι, θαρρώ πως γι’ αυτό δε μπορούσα ποτέ ν’ αμφιβάλλω, ήμουν ο μόνος αρμόδιος να ξέρει πως δεν είμαι δειλός. Ούτε κι’ εκείνοι το πίστευαν, με θεωρούσαν απλώς μιαν ειδική περίπτωση κι’ ας μ’ έλεγαν κατά τα συνηθισμένα «πανικόβλητο μικροαστό», «οππορτουνιστή» και τα παρόμοια. Τότε; Θεωρητικά, ήξερα πολύ καλά γιατί δε μπαίνω στον αγώνα, είχα από καιρό καθορίσει, γι’ ατομική μου πληροφόρηση, τα σημεία της διαφωνίας μου. Είταν αρκετά ώστε να με κρατούν μακριά, ο μαρξισμός είναι ένα σύνολο από συλλογισμούς αλληλένδετους, ατόφιο, αρράγιστο, μονοκόμματο, όπου δε χωρεί συμβιβασμός ή διχογνωμία. Αν ήθελα να εξηγήσω τη στάση μου, τα επιχειρήματα δε θα μου έλειπαν, κάθε άλλο. Όμως τι βγαίνει; Άλλο να πείθεσαι εσύ ο ίδιος κι’ άλλο να πείθεις τους άλλους. Κάθε φορά που ένας τους έπεφτε στα χέρια της εξουσίας, που γονάτιζε καταμεσίς στην πορεία του, εγώ δοκίμαζα έναν εσωτερικό βρόντο. Ναι, έτσι που σου το λέω. Ήξερα πως δεν είμαι προδότης κι’ όμως ένιωθα σαν προδότης. Μπορείς να το καταλάβεις αυτό; Λογικά, ούτε κι’ εγώ. Όμως έτσι είναι.
Ο Βαγκλής σώπαινε. Ο Παραδείσης σφούγγισε πάλι το μέτωπό του, όπου είχε δοντιάσει ιδρώτας, από τον εσωτερικό βρασμό. Χαμηλόφωνος, πνιχτός, του ξέφυγε ένας βόγκος.
― Είταν τόσο ασύμμετρο αυτό, μουρμούρισε, τόσο παράτονα αντιφατικό, η απόσταση από τη δική του θέση στη δική μου. Ήμουνα στις παραμονές μιας απόφασης που θα μου εξασφάλιζε την ευτυχία, ρίχνοντας στην αγκαλιά μου, οριστικά, τη μοναδική γυναίκα που αγάπησα. Εκείνος κρυβόταν, έφευγε κυνηγημένος, ζούσε στη σκιά, κρυφά από τ’ άγιο φως της μέρας, και σε λίγο, σάμπως να μην έφταναν αυτά, θα ’παιρνε το δρόμο της δοκιμασίας. Τι είναι εκείνος και τι εγώ; να τι αναρωτήθηκα. Και πώς μπορεί κ’ οι δυο μας να είμαστε κομμάτια από τον ίδιο πηλό, κάτοικοι του ίδιου πλανήτη, να ταξιδεύουμε μαζί πάνω στο ίδιο τούτο μόριο σκόνης που κυκλοφορεί χαμένο μέσα στο διάστημα; Δεν ξέρω αν μου δόθηκε ποτέ άλλοτε να νιώσω τόσο δυνατά το ακατανόητο, το παράλογο της ανθρώπινης μοίρας. Ή και οι δυο μας δουλεύουμε σε μιαν ανώτερη Πρόνοια, που τα εξηγεί όλα, όμως για τον εαυτό της, εγωιστικά, απάνθρωπα, και μας κρύβει χαιρέκακα το συμπέρασμά της, ή – μιας κι’ αυτό δεν το πιστεύω, ή τουλάχιστον δεν το πίστευα τότε – η θέση μας είναι τόσο εκτεθειμένη, τόσο τραγική, πάνω στ’ ακρωτήρι τούτο των κόσμων, το αφιλόξενο κι’ ανώνυμο, ώστε μονάχα η πιο στενή, η πιο παράφορη, η πιο απελπισμένη αλληλεγγύη να είναι ο κάπως νοητός νόμος μας. Και τότε, πες μου, τι αξία έχουν οι θεωρητικές διχογνωμίες, οι αμφιβολίες, η προσωπική μας κρίση;
Βρισκόταν σε κατάσταση φοβερή, ανάβραζε ολάκερος. Ο Βαγκλής όμως χαμογέλασε, κούνησε το κεφάλι του.
― Δε νομίζεις, είπε, πως αυτός είναι ακριβώς ο δρόμος που οδηγεί στον ολοκληρωτισμό;
― Ο ένας δρόμος οδηγεί στο Θεό, αναστέναξε βαρειά ο Παραδείσης, ο άλλος στον ολοκληρωτισμό. Φοβάμαι, τρέμω, μήπως δεν υπάρχει τρίτος, ενδιάμεσος. Εμείς βλέπεις, καλέ μου, είμαστε σήμερα ένας κόσμος που έχασε το Θεό του. Η ιδέα της θεότητας απουσιάζει από τη ζωή, το βλέπεις, κι’ απόμεινε στη θέση της ένα είδωλο. Τι θα γίνουμε δίχως Θεό; πες μου. Μπορούμε να ζήσουμε κι’ έτσι, δίχως την κεκτημένη ταχύτητα που μας οδηγούσε ίσαμε τώρα; Ίσως ναι, δε λέω. Άλλοτε, το πίστεψα φανατικά. Ως τότε όμως, στη μεταβατική τούτη εποχή, δε βρίσκεις πως μπορούν να σημειωθούν πράγματα τερατώδη, πράξεις έσχατης απελπισίας, να βγουν στο φως όντα με όψη ανθρώπινη που δε θα έχουν ωστόσο καμμιά σχέση μαζί μας; Εγώ, εγώ που με βλέπεις, ποτέ μου, από κούνια, δεν πίστεψα στο Θεό. Κι’ όμως αργότερα, δίχως να το καταλάβω πώς, οδηγήθηκα να πιστεύω στην ανώτερη χρησιμότητά του, στην αγριωπή ομορφιά θα ’λεγα. Ικανοποιεί μέσα μας ένα αίσθημα υψηλής, όχι θετής απλά, δικαιοσύνης… Αχ, όλ’ αυτά μου φάγανε το μυαλό, είπε κι’ έβγαλε πάλι τα γυαλιά του, έτριψε μέσα στα δάχτυλά του το μέτωπό του σαν άνθρωπος ξαφνικά άρρωστος.
Σώπασαν. Το βράδυ  τους είχε προφτάσει, άναβαν γύρω τα φώτα.

ΔΕΊΤΕ ΠΕΡΙΣΣΌΤΕΡΑ https://homouniversalisgr.blogspot.com/