Ο Κνουτ Χάμσουν (Knut Hamsun, 4 Αυγούστου 1859 – 19 Φεβρουαρίου 1952) ήταν Νορβηγός λογοτέχνης, πρωτίστως γνωστός για το αριστούργημά του Ευλογία της γης. Τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1920.
Άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς, όπως ο Μαξίμ Γκόργκι, ο Τόμας Μαν και ο Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ, τον θεωρούσαν μεγάλο δάσκαλο. Εν γένει ο Χάμσουν έχει χαρακτηριστεί ως ηγετική φυσιογνωμία της νεορομαντικής εξέγερσης και θεμελιωτής της σύγχρονης λογοτεχνίας.
Τα παιδικά του χρόνια ήταν φτωχικά και σκληρά. Στα 15 του άρχισε το μεγάλο του ταξίδι διασχίζοντας τη Νορβηγία, ενώ συνάμα ασκούσε διάφορα επαγγέλματα. Ομοίως περιπλανήθηκε δύο φορές στις Η.Π.Α., με το βιβλίο να τον συντροφεύει σε κάθε του βήμα. Το 1888 επέστρεψε και εγκαταστάθηκε στην Κοπεγχάγη. Το 1909 παντρεύτηκε τη Μαρί Άντερσεν, η οποία και στάθηκε δίπλα του σε όλη του τη ζωή.
Η επίδραση που φαίνεται να άσκησαν πάνω του ο Γιάκομπσεν, ο Στρίνμπεργκ, ο Νίτσε και ο Ντοστογέφσκι τον έκανε να απορρίψει τον νατουραλισμό. Το 1890 έγινε γνωστός με το μυθιστόρημά του «Η πείνα», που καταπιάνεται με τα ψυχολογικά αποτελέσματα του λιμού. Η καθιέρωση του έργου οφείλεται στις διεισδυτικές αναλύσεις που κάνει στον ψυχισμό των ηρώων του, οι οποίοι είναι άνθρωποι ελεύθεροι, ιδιόρρυθμοι, αντικοινωνικοί και έντονοι. Τέτοιοι ήρωες εμφανίζονται σε έργα όπως: «Μυστήρια» (1892), «Ο Παν» (1894), «Βικτωρία» (1898), «Κάτω από τα φθινοπωρινά άστρα» (1906), «Ένας αλήτης παίζει με σουρντίνα» (1909).
Η κατοπινή σταδιοδρομία του κινήθηκε κυρίως γύρω από τους κοινωνιολογικούς προβληματισμούς του. Σε βιβλία όπως το Παιδιά της εποχής τους (1913) και το Το χωριό Σέγκελφος (1915) ο Χάμσουν καυτηρίασε την τάξη πραγμάτων που είναι αποκομμένη από τις ρίζες της και πρόβαλε έναν παραδοσιακό τρόπο ζωής. Στην Ευλογία της γης (1917) ύμνησε τον χωρικό, τον «πρωτόγονο» άνθρωπο, που η κοσμοθεωρία του είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ίδια τη φύση. Η αποστροφή του για τον εκμοντερνισμό και τον βρετανικό ιμπεριαλισμό, καθώς και οι περί παγγερμανισμού απόψεις του, τον ώθησαν τα τελευταία του χρόνια να υποστηρίξει τον φασισμό, γεγονός που αμαύρωσε τη φήμη του. Στο τελευταίο, αυτοβιογραφικό του έργο, τα Σε χορταριασμένα μονοπάτια (1949), ο Χάμσουν εξήρε την ακατανίκητη ορμή της ζωής, ενώ ταυτόχρονα προσπάθησε να δικαιολογήσει τις επιλογές του. https://el.wikipedia.org/
Εργα
(2017) Η βασίλισσα του Σαβά. Η κυρία από το Τίβολι. Κρυφός Πόνος, Εμπειρία Εκδοτική
(2017) Η πείνα, Μεταίχμιο
(2017) Μυστήρια, Νίκας / Ελληνική Παιδεία Α.Ε.
(2016) Αρχισυντάκτης Λύνγκε, Εκδόσεις Θούλη
(2014) Ένας αλήτης παίζει με σουρντίνα, Σοκόλη
(2014) Η πείνα, Μεταίχμιο
(2013) Βικτώρια, Ροές
(2008) Η ευλογία της γης, Ζαχαρόπουλος Σ. Ι.
(2005) Ο Παν, Σοκόλη
(2004) Διηγήματα, Σοκόλη
(2004) Η πείνα, Ζήτρος
(2002) Ο Παν, Γραφές
(1998) Βικτώρια, Printa
(1993) Μυστήρια, Printa
(1987) Σε χορταριασμένα μονοπάτια, Δωδώνη
(1984) Μυστήρια, Δωρικός
(1981) Παιδιά της εποχής τους, Δωρικός
(1971) Μπενόνι, Δωρικός
Η πείνα, Δωρικός
Η πείνα, Δαμιανός
http://www.biblionet.gr/
Η Πείνα
Τοποθετημένη στη Χριστιανία (σημερινό Όσλο) στα τέλη του 19ου αιώνα, η "Πείνα" περιγράφει τις προσπάθειες του ανώνυμου ήρωα, που πασχίζει να επιβιώσει γράφοντας άρθρα για εφημερίδες, τα οποία θα του επιτρέψουν να καλύψει τις στοιχειώδεις ανάγκες του -να φάει και να κοιμηθεί- με αξιοπρέπεια. Δεν τα καταφέρνει πάντα· με την κοινωνική, φυσική και πνευματική του κατάσταση σε διαρκή εξασθένηση, περιπλανιέται στους δρόμους, βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στην παράνοια. Ο πεινασμένος συγγραφέας μάταια προσπαθεί να διατηρήσει τον σεβασμό προς την έννοια "Άνθρωπος", προς τον εαυτό του και προς τους άλλους, αφού το στομάχι του τον υποχρεώνει σε παραχωρήσεις για τις οποίες μετανιώνει, γεμίζοντας άλλοτε ενοχές και άλλοτε αδικαιολόγητη αυτοεκτίμηση. Αυτό που τον κρατάει να μη διαλυθεί είναι το κάτισχνο κορμί του, που σε μεγάλο βαθμό καθορίζει επίσης και τη συμπεριφορά του μυαλού του. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
- "Το βιβλίο μου είναι μια προσπάθεια να περιγράψω την περίεργη ζωή του νου, τα μυστήρια της ψυχής σε ένα κορμί που πεινάει" (Κνουτ Χάμσουν)
- "Ο ήρωας του Χάμσουν απαλλάσσεται συστηματικά από κάθε είδους πίστη σε κάθε είδους σύστημα και τελικά, μέσω της πείνας την οποία επιβάλλει στον εαυτό του, φτάνει στο τίποτα. Τίποτα δεν τον στηρίζει ώστε να συνεχίσει την πορεία του, κι όμως αυτός εξακολουθεί να προχωρά. Προχωρά κατευθείαν στον 20ό αιώνα" (Από την εισαγωγή του Paul Auster) https://www.metaixmio.gr/
Απόσπασμα
Ξαφνικά, μου έρχεται η ιδέα να πάω στην Κρεαταγορά και να ζητήσω ένα κομμάτι ωμό κρέας. Σηκώνομαι, κατεβαίνω τα σκαλιά και κατευθύνομαι προς την Αγορά. Μόλις φτάνω στους πρώτους πάγκους, αρχίζω να φωνάζω και να χειρονομώ, σαν να μιλούσα σε ένα σκυλί που βρισκόταν πίσω μου. Και με θράσος, απευθύνομαι στον πρώτο κρεοπώλη που συναντώ.
— Θα είχατε την καλοσύνη να μου δώσετε ένα κόκαλο για το σκυλί μου, λέω. Μόνον ένα κόκαλο, δεν χρειάζεται να έχει κρέας πάνω του· έτσι, για να έχει κάτι να κουβαλάει στο στόμα του.
Μου έδωσε ένα κόκαλο, ένα υπέροχο μικρό κόκαλο, όπου είχε μείνει λίγο κρέας, και το έχωσα κάτω απ΄το σακάκι μου. Ευχαρίστησα εκείνον τον άνθρωπο, τόσο θερμά, που με κοίταξε έκπληκτος...
— Παρακαλώ, είπε.
— Μην το λέτε, ψέλισα, είναι πολύ ευγενικό εκ μέρους σας.
Κι έφυγα. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά.
Χώθηκα στην πάροδο των Σιδηρουργών, όσο πιο μακριά μπορούσα, και σταμάτησα μπροστά στη σαραβαλιασμένη πόρτα μιας αυλής. Δεν υπήρχε καθόλου φως, ένα ευλογημένο σκοτάδι βασίλευε γύρω μου· άρχισα να μασουλάω το κρέας που υπήρχε πάνω στο κόκαλο. Δεν είχε γεύση· έβγαζε μια αηδιαστική μωρωδιά αίματος που μ’ έκανε να ξεράσω αμέσως. Προσπάθησα πάλι. Αν τουλάχιστον το στομάχι μου κρατούσε εκείνο το κομματάκι κρέας θα ένοιωθα καλύτερα· το πρόβλημα ήταν να το κάνω να μείνει μέσα. Όμως πάλι μου ήρθε τάση για εμετό. Έγινα έξαλλος, δάγκωσα άγρια το κρέας, ξεκόλλησα ένα κομματάκι και το κατάπια με το ζόρι. Όμως δεν χρησίμευε σε τίποτα· μόλις έμεινε για λίγο στο στομάχι μου άρχισε πάλι ν΄ανεβαίνει. Έσφιξα με λύσσα τις γροθιές, άρχισα να κλαίω από απόγνωση και να δαγκώνω το κόκαλο σαν δαιμονισμένος· έκλαψα τόσο που το κόκαλο μούσκεψε από τα δάκρυα, ξέρασα, έβριζα και μασουλούσα βάζοντας τα δυνατά μου, έκλαιγα λες και η καρδιά μου είχε σπάσει, και ξέρασα γι’ άλλη μια φορά. Τότε, με δυνατή φωνή, καταράστηκα όλες τις δυνάμεις του κόσμου να πάνε στο πυρ το εξώτερο.
[πηγή: Κνουτ Χάμσουν, Η πείνα, μτφ. Δημήτρης Χορόσκελης, Εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 170-172]
Αποσπάσματα από το βιβλίο του Κνουτ Χάμσουν - Paa gjengrodde stier (Σε Χορταριασμένα Μονοπάτια)
"Θα μπορούσα να περάσω απέναντι στην Αγγλία, όπως το έκαναν αρκετοί, που σήμερα γυρίζουν σαν ήρωες γιατί εγκατέλειψαν την πατρίδα τους, γιατί το 'σκασαν απ' τα χώματά τους. Δεν το έκανα. Δεν ήταν του χαρακτήρα μου ποτέ. Θεώρησα πως υπηρετούσα την πατρίδα μου καλύτερα εκεί που βρισκόμουνα, να ασχολούμαι με τη γη ανάλογα με τις δυνάμεις μου σ΄αυτούς τους δύσκολους καιρούς, που το έθνος μας είχε έλλειψη από κάθε τι. Κι ακόμα χρησιμοποιώ την πένα μου για τη Νορβηγία, που τώρα θα έβρισκε τη θέση της ψηλά-ψηλά ανάμεσα στις γερμανικές χώρες της Ευρώπης. Η σκέψη αυτή μίλησε στην καρδιά μου από την αρχή ακόμα. Ακόμα περισσότερο: με ενθουσίασε, με κατάκτησε.
[...]Σήμερα ακόμα νομίζω πως είναι, πως ήταν μια μεγάλη κι ωραία ιδέα για τη Νορβηγία, που άξιζε να πολεμήσει κανείς και να δουλέψει σκληρά γι' αυτή. Νορβηγία: μια αυτάρκης και αυτόφωτη χώρα στην άκρη της Ευρώπης!
[...] Όταν καθόμουν κι έγραφα και τηλεγραφούσα νύχτα και μέρα, πρόδιδα, λένε, την πατρίδα μου. Ήμουνα προδότης, λένε. Ας πάει κι αυτό. Μα δεν αισθανόμουν εγώ έτσι, ποτέ μου, ούτε και σήμερα αισθάνομαι έτσι. Έχω την καλύτερη ειρήνη με τον εαυτό μου, την καλύτερη συνείδηση.
Εκτιμώ σε μεγάλο βαθμό την κοινή γνώμη. Εκτιμώ ακόμα περισσότερο τη νορβηγική δικαιοσύνη, μα όχι τόσο πολύ ώστε να υποτιμώ τη δική μου κρίση για το τι είναι καλό ή κακό, δίκαιο ή άδικο. Είμαι αρκετά μεγάλος πια, για να 'χω το δικαίωμα να 'χω ένα δικό μου κώδικα˙ κι αυτός είναι δικός μου.''