ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ ( 2 Σεπτεμβρίου 1901 - 3 Αυγούστου 1975 )

 

Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια. Υπάρχουν απειράκις ωραιότερα πράγματα και απ’ αυτήν την αγαλματώδη παρουσία του περασμένου έπους. Σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη. Σκοπός της ζωής μας είναι η ατελεύτητη μάζα μας. Σκοπός της ζωής μας είναι η λυσιτελής παραδοχή της ζωής μας και της κάθε μας ευχής εν παντί τόπω εις πάσαν στιγμήν εις κάθε ένθερμον αναμόχλευσιν των υπαρχόντων. Σκοπός της ζωής μας είναι το σεσημασμένον δέρας της υπάρξεώς μας.
Τριαντάφυλλα στο παράθυρο 

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος γεννήθηκε στη Μπραΐλα της Ρουμανίας γιος του εφοπλιστή και πολιτικού Λεωνίδα Εμπειρίκου από την Άνδρο και της ρωσικής καταγωγής Στεφανίας Κυδωνιέως. Από το 1902 ως το 1908 έζησε στη Σύρο. Το 1908 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα, όπου ο πατέρας του ίδρυσε την Εθνική Ατμοπλοΐα Ελλάδος, ενώ διατηρούσε επαφή με τη Ρωσία ως το 1914. Τέλειωσε το Γυμνάσιο στην Αθήνα και υπηρέτησε στο Ναυτικό. Σπούδασε Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο Λονδίνο και Οικονομικές Επιστήμες στην Ελβετία. Στο Λονδίνο έμεινε από το 1921 ως το 1925 εργαζόμενος παράλληλα με τις σπουδές του στις επιχειρήσεις της οικογένειάς του. Το 1926 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου μυήθηκε στην Ψυχανάλυση κοντά στο R.Laforgue, ήρθε σε επαφή με τις θεωρίες του Χέγκελ, του Μαρξ και του Έγκελς, γνωρίστηκε με τον Αντρέ Μπρετόν και μπήκε στον κύκλο των υπερρεαλιστών. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα (1931) εργάστηκε στα ναυπηγεία Βασιλειάδη ως το 1935 (ταξίδεψε την περίοδο αυτή με ένα φορτηγό πλοίο του πατέρα του στα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας). Στην Αθήνα σχετίστηκε στενά με τους επίσης προσανατολισμένους προς τον υπερρεαλισμό ποιητές Ελύτη, Καλαμάρη και Εγγονόπουλο. Το 1935 ο Εμπειρίκος πραγματοποίησε την πρώτη διάλεξη για τον υπερρεαλισμό στην Ελλάδα στην αίθουσα Ατελιέ και με τον τίτλο Υπερρεαλισμός, μια νέα ποιητική Σχολή, ενώ οργάνωσε επίσης έκθεση με έργα υπερρεαλιστών ζωγράφων στο σπίτι του. Τον ίδιο χρόνο πρωτοεμφανίστηκε στο λογοτεχνικό χώρο από τις στήλες του περιοδικού Ελληνικά Γράμματα, όπου δημοσίευσε την ποιητική συλλογή Υψικάμινος. Ακολούθησαν συνεργασίες του στα περιοδικά Τετράδιο, Εποχές, Πάλι, Λωτός, Τραμ και Ηριδανός. Το 1954 εξέδωσε την Ενδοχώρα και ακολούθησαν τα Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία (1960), Αrgo (1967) και Ο Δρόμος (1974). Από το 1935 ως το 1951 ασχολήθηκε επαγγελματικά με την ψυχανάλυση και υπήρξε ιδρυτικό μέλος της πρώτης ελληνικής ψυχαναλυτικής ομάδας, η οποία έγινε δεκτή (1948-1949) από τη Γαλλική Ψυχαναλυτική Εταιρεία (ο Εμπειρίκος έγινε μέλος της το 1950). Το 1940 παντρεύτηκε τη Μάτση Χατζηλαζάρου, από την οποία πήρε διαζύγιο το 1946. Το 1941 υπηρέτησε στο αλβανικό μέτωπο για δύο μήνες, το 1944 συλλήφθηκε από την πολιτοφυλακή του ΕΑΜ και οδηγήθηκε ως όμηρος στην Κρώρα, από όπου κατάφερε τελικά να διαφύγει. Το 1947 παντρεύτηκε τη Βιβίκα Ζήση, με την οποία απέκτησε ένα γιο το Λεωνίδα. Κατά τη διάρκεια της ζωής του παρακολούθησε ψυχαναλυτικά συνέδρια στη Ζυρίχη και το Άμστερνταμ και έδωσε πολλές διαλέξεις. Το 1962 ταξίδεψε στη Ρωσία μαζί με τον Οδυσσέα Ελύτη και τον γιατρό Σπηλιόπουλο στη Ρωσία, μετά από πρόσκληση του συνδέσμου Ε.Σ.Σ.Δ. - Ελλάς. Πέθανε στην Κηφισιά το 1975 από καρκίνο του πνεύμονα. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος στάθηκε ο εισηγητής του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα (με ορόσημο την Υψικάμινο) και ένας από τους πρώτους έλληνες ψυχαναλυτές. Έντονη επίδραση στη σκέψη του και τη γραφή του άσκησε η φροϋδική θεωρία, η οποία μαζί με τα υπερρεαλιστικά μηνύματα τον οδήγησε στο να υιοθετήσει μια γραφή που βασίζεται στον ελεύθερο συνειρμό και την άμεση έκφραση συναισθημάτων χωρίς τη διαμεσολάβηση της λογικής σκέψης ( τη λεγόμενη αυτόματη γραφή). Ένα μεγάλο μέρος του έργου του παρέμεινε ανέκδοτο ως το θάνατό του ενώ μέχρι σήμερα πολλά κείμενά του παραμένουν αδημοσίευτα ή αποσπασματικά δημοσιευμένα στον Τύπο.







Εργογραφία

(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις) 1

Ι.Ποίηση
• Υψικάμινος. Αθήνα, Κασταλία, 1935.
• Ενδοχώρα · 1934-1937. Αθήνα, Το τετράδιο, 1945.
• Ρωμύλος και Ρώμος · ή Άνθρωποι εν πλω εις μητρικήν αγκάλην. Αθήνα, Το τετράδιο, 1947.
• Γραπτά · ή Προσωπική Μυθολογία. Αθήνα, Δίφρος, 1960.
• Ο δρόμος. Θεσσαλονίκη, Τραμ, 1974.
• Οκτάνα. Αθήνα, Ίκαρος, 1980.
• Αι γενεαί πάσαι ή Η σήμερον ως αύριον και ως χθες. Αθήνα, Άγρα, 1984.
• Ες Ες Ερ Ρωσία. 
• Ζεμφύρα ή το μυστικόν της Πασιφάης. Αθήνα, Άγρα, 1998.
ΙΙ.Πεζογραφία
• Αργώ · ή Πλους αεροστάτου · Υψικάμινος · επιμέλεια Δημήτρης Καλοκύρης. Αθήνα, Ύψιλον, 1980. 
• Ο Μέγας Ανατολικός1-8· Φιλολογική επιμέλεια Γιώργης Γιατρομανωλάκης. Αθήνα, Άγρα, 1990-1992.
ΙΙΙ.Μεταφράσεις
• Πάμπλο Πικάσσο, Τα τέσσερα κοριτσάκια · Θεατρικό έργο σε έξι πράξεις. Αθήνα, Άγρα, 1979.
ΙV. Συγκεντρωτικές εκδόσεις
• Ποιήματα. Αθήνα, Γαλαξίας, 1962 (Βιβλιοθήκη ελλήνων και ξένων συγγραφέων) 1. Για αναλυτικότερα εργογραφικά στοιχεία για τον Ανδρέα Εμπειρίκο, βλ. Βούρτσης Ιάκωβος Μ., Βιβλιογραφία Ανδρέα Εμπειρίκου (1935-1984). Αθήνα, Ε.Λ.Ι.Α., 1984. 

ΠΟΙΗΜΑ ΚΑΙ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ ΤΟΥ ΑΝΔΡ. ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΥ

Στο φως της πανηγυρικής αυτής ημέρας



Στο φως της πανηγυρικής αυτής ημέρας


1
Στο φως της πανηγυρικής αυτής ημέρας
Φρουροί ασάλευτοι προσμένουν διαταγές
Και αν μερικοί συμπολιτεύονται με τους ολέθρους
Και άλλοι κοιτάζουν τ'άλογα στα δόντια
Μάχεται τους ολέθρους ο αιγίπαν
Κι ενώ κροτούν επίμονα τα τύμπανα
Γύφτοι χαλκεύουν το μέλλον των καιρών.

Και το μεγάλο πανηγύρι αρχίζει.

Συν γυναιξί και τέκνοις
Οι κάτοικοι των πόλεων ξεχύνονται στα ξέφωτα
Γιατί τα τύμπανα αντηχούν στα ηλιακά των πλέγματα
Και οι κραδασμοί μέσ' απ' τη γη ξεχύνονται
Σπάργωσιν φέρνοντας στα σώματα και τις ψυχές.

- 2-
Και το μεγάλο πανηγύρι συνεχίζεται.
Κούροι λιγνοί σηκώνουν τους αλτήρες
Άλλοι παλεύουν παίζοντας στα χώματα
Πίδακες αναπηδούν από τη γη
Επιταχύνειται η έκκρισις των σιελογόνων
Τα ντέφια των αθιγγανίδων πάλλονται
Όσον και οι μαστοί των όταν
Σαν αυροφίλητες μπρατσέρες βολτατζάρουν
Στα κύματα των χορευτικών στροβίλων
Δίνοντας σάρκα και οστά στους μύθους
Δίνοντας σάρκα και οστά στους ζωντανούς ρυθμούς
Με όρθιες τις ρώγες στους αρσενικούς ανέμους
Με όρθιους τους στημόνες των μυστικών ανθέων
Κάτω απ' το σέλας των πλατυγύρων φορεμάτων
Όταν τ' αγόρια ορθώνονται με την ψυχή στο στόμα
Και ο Σείριος καλεί την Ανδρομέδα
Κι οι γύφτοι χαλκεύουν το μέλλον των καιρών.

- 3 -

Τι κι αν δε φαίνονται του στερεώματος τ' αστέρια
Στο φως της πανηγυρικής αυτής ημέρας
Ακούονται οι φωνές των ουρανίων σωμάτων
Και πάλλεται ο αήρ και αντιβοούν της πανηγύρεως τα πλήθη
Και ενώ με λόγια αστράπτοντα ξεσπούν οι χρησμοί
Εκθλίβεται απ' τους κορμούς των δένδρων το ρετσίνι
Ευφραίνονται μες στο τριφύλλι οι μόσχοι
Και χρεμετίζουν τ' άλογα καθώς
Κούροι λιγνοί σηκώνουν τους αλτήρες
Και σείονται οι αθιγγανίδες

Και αγαλλιούν μπρος στους γυμνούς μαστούς τ' αγόρια
Ολίγος κόσμος έμεινες στις πόλεις
Μες στις αυλές στους δρόμους στις πλατείες
Οι απομένοντες καρατομούν τα βλοσυρά του παρελθόντος χρόνια
Διότι οι μοίρες γράψαν στα ντουβάρια

- 4 -

Τα ριζικά των νέων εποχών
Κι αίφνης παντού όπου τα δέντρα υψώνονται
Σε κήπους σε δενδροστοιχίες
Και ας είναι ο μήνας Μάριτος
Σαν προανάκρουσμα του επερχομένου θέρους
Εκστατικές ξεσπούν οι συνηχήσεις
Των δονουμένων τζιτζικιών.

Κι αίφνης κοντά στης πανηγύρεως τον χώρο
Μέσα από σπήλαιον βαθύ προβαίνει
Ως άνθρωπος Νεαντερντάλειος
Ως άνθρωπος απόλυτος οριστικώς erectus

Πολύ πριν ακουσθή η κλαγγή των λεγεώνων
Πρωτόκλητος και αρχέτυπος προβαίνει
Στο φως της πανηγυρικής αυτής ημέρας
Ως μέγας αναμάρτητος Αδάμ
Μ' ένα λαλίστατον ειρηνικό πουλί στον ώμο
Ως άρχων της γης μοιραίος προβαίνει
Αναζητών λαόν πιστόν και αγέλας καλιμμάστων νεανίδων
Βαρύγδουπος κισσοστεφής προβαίνει
Θανάτω θάνατον πατήσας
Ο νέος αιών.



ΣΕΛΑΣ ΤΩΝ ΑΝΤΗΧΗΣΕΩΝ

Μια γυναίκα λούζεται στην άμμο
Και πέφτουν τα φιλιά της στον αφρό
'Αστρα και μέδουσες προσμένουνε την ιπποκάμπη
Το τηλεσκόπιον εν εγρηγόρσει
Ρουφά το γλεύκος τ' ουρανού
Ο γαλαξίας μετουσιώνεται
Τρέφει τις νοσταλγίες του κ' έπειτα σβήνει
Σαν φως που πια κουράστηκε να περιμένει
Γλυκειά η αναμονή της γυναικός που ελούσθη
Μέσα στο σκότος την συνήντησε ο κουρσάρος
Η καρατόμησις του εχθρού του δεν τον εμποδίζει
Να σχίσει την χλαμύδα του να φανερώσει
Στα μάτια της καλής του
Τα μυστικά των κοιμισμένων πέρα ως πέρα
Μια νύχτα Δυο νύχτες
Κ' έπειτα φως μέσα στο μέγα πλήθος που κραυγάζει
Κάτω από τον θόλο της ηχούς ενός αιών
http://empirikos.blogspot.gr/


ΕΑΡ ΣΑΝ ΠΑΝΤΑ


Καλύπτουσα τα κύματα του δορυάλω
του χωριού με το κόκκινό της φόρεμα
Πρώτα μικρή κ' έπειτα μεγάλη
Ανεβαίνει στην κορυφή του πύργου
Και πιάνει τα σύννεφα
και τα συνθλίβει
επί του στήθους της
'Ισως ποτέ να μην υπήρξε μεγαλύτερος καημός
απ' τον δικό της
'Ισως ποτέ να μην έπεσαν ψίθυροι πιο πεπυρακτω-
μένοι στην επιφάνεια ενός προσώπου
'Ισως ποτέ δεν εξετέθη στην κατανόησι ανθρώπου έκθεσις πιο εκτεταμένη
'Εκθεσις πιο ποικίλη πιο περιεκτική από την ιστο- ρία που λεν τα νέφη αυτής της εξομολογήσεως
Εδώ κι εκεί τα κόβουν λαιμητόμοι
Θερμές σταγόνες πέφτουνε στην γη
Ο γήλοφος που σχηματίσθηκε στο κυριώτερο σημείο
της πτώσεως
Φουσκώνει και ανεβαίνει ακόμη
Κανείς δασμός δεν είναι βαρύτερος από μια τέτοια σταγόνα Κανένα διαμάντι πιο βαρύ
Κανείς μνηστήρ πιο πλήρης πάθους
Στιλπνά τα κράσπεδα του λόφου και γυαλίζουνε στον ήλιο Στην κορυφή του περιμένει μια λεκάνη
Είναι γιομάτη ως επάνω
Κι απ' τα νερά της αναδύεται μια πολύ μκρή
παιδίσκη ωραιοτάτη
Ελπίδα μας αυριανή.
http://empirikos.blogspot.gr/



[Τρία αποσπάσματα]


1

Λίγα κοσμήματα στη χλόη. Λίγα διαμάντια στο σκοτάδι.
Μα η πεταλούδα που νύκτωρ  εγεννήθη μας αναγγέλει την
αυγή, σφαδάζουσα στο ράμφος της πρωίας.

2

Η ποίησις είναι ανάπτυξι στίλβοντος ποδηλάτου. Μέσα της
όλοι μεγαλώνουμε. Οι δρόμοι είναι λευκοί. Τ' άνθη μιλούν.
Από τα πέταλά τους αναδύονται συχνά μικρούτσικες παιδίσκες.
Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος.

3

Είναι τα βλέφαρά μου διάφανες αυλαίες.
Όταν τ' ανοίγω βλέπω εμπρός μου ό,τι κι αν τύχει.
Όταν τα κλείνω βλέπω εμπρός μου ό,τι ποθώ.
Ενδοχώρα (1945)
http://ebooks.edu.gr/

Μαυροϊδής Γιώργος - Ανδρέας Εμπειρίκος, 1957

ΟΧΙ ΜΠΡΑΖΙΛΙΑ ΜΑ ΟΚΤΑΝΑ

Όταν δια της πίστεως και της καλής θελήσεως, αλλά
και από επιτακτικήν, αδήριτον ανάγκην δημιουργηθούν
αι προϋποθέσεις και εκτελεσθούν όχι οικοδομικά, ή
ορθολογιστικά, μα διαφορετικά τελείως έργα, εις
την καρδιά του μέλλοντος, εις την καρδιά των υψηλών
οροπεδίων και προ παντός μέσα στην καρδιά του κάθε
ανθρώπου, θα υπάρξη τότε μόνον η Νέα Πόλις και
θα ονομασθή πρωτεύουσα της ηνωμένης, της αρραγούς
και αδιαιρέτου Οικουμένης.
Άγνωστον αν η παλαιά, που εκτείνεται προ του
ωκεανού στα πόδια του κατακορύφου βράχου που μοιάζει
με το Τζέμπελ-αλ-Ταρέκ, άγνωστον αν θα εγκαταλειφθή,
ή αν θα υφίσταται καν στα χρόνια εκείνα, ή αν, απέραντη
και κενή, θα διατηρηθή ως δείγμα μιάς ελεεινής, μιας
αποφράδος εποχής, ή ως θλιβερόν μουσείον διδακτικόν,
πλήρες παραδειγμάτων πρό αποφυγήν. Εκείνο που είναι
βέβαιον είναι ότι η Νέα Πόλις θα οικοδομηθή, ή μάλλον
θα δημιουργηθή, και θα είναι η πρωτεύουσα του
Νέου Κόσμου, εις την καρδιά του μέλλοντος και των
ανθρώπων, μετά χρόνια πολλά, οδυνηρά, βλακώδη και
ανιαρά, ίσως μετά μιαν άλωσιν οριστικήν, μετά την
μάχην την τρομακτικήν του επερχομένου Αρμαγεδδώνος.
Δεν θα εξετάσω τας λεπτομερείας.....

....................

Αυτό που με ενδιαφέρει απολύτως-και θα έπρεπε να
ενδιαφέρη όλους-είναι ότι η Νέα Πόλις θα
ολοκληρωθή, θα γίνη. Όχι βεβαίως απο αρχιτέκτονας
και πολεοδόμους οιηματίας, που ασφαλώς πιστεύουν
οι καημένοι, ότι μπορούν αυτοί τους βίους των
ανθρώπων εκ των προτέρων να ρυθμίζουν και το μέλλον
της ανθρωπότητος, με χάρακες, με υποδεκάμετρα, γωνίες
και Τ, μέσα στα σχέδια της φιλαυτίας των,
ναρκισσευόμενοι (μαρξιστικά, φασιστικά ή αστικά),πνίγοντες
και πνιγόμενοι να κανονίζουν.
Όχι, δεν θα κτισθή η Νέα Πόλις έτσι, μα θα κτισθή από
όλους τους ανθρώπους, όταν οι άνθρωποι. έχοντας εξαντλήσει
τας αρνήσεις, και τας καλάς και τας κακάς, βλέποντες το
αστράπτον φως της αντισοφιστείας-τουτέστι το φως της άνευ
δογμάτων, άνευ ενδυμάτων Αληθείας-παύσουν στα αίματα και
στα βαριά αμαρτήματα χέρια και πόδια να βυθίζουν, και
αφήσουν μέσα στις ψυχές των, με οίστρον καταφάσεως, όλα
τα δένδρα της Εδέμ, με πλήρεις καρπούς και δίχως
όφεις-μα τον Θεό, ή τους Θεούς-τελείως ελεύθερα να ανθίσουν.
Ναι, ναι (αμήν, αμήν λέγω υμίν),σας λέγω την αλήθειαν.
Η Νέα Πόλις θα κτισθή και δεν θα είναι χθαμαλή σε
βαλτοτόπια. Θα οικοδομηθή στα υψίπεδα της Οικουμένης, μα δεν θα ονομασθή Μπραζίλια, Σιών, Μόσχα, ή Νέα Υόρκη,
αλλά θα ονομασθή η πόλις αυτή Ο κ τ ά ν α .
Και τώρα ο καθείς θα διερωτηθή ευλόγως: Μα τι θα πή Οκτάνα; 

.............................

Και τώρα (αμήν, αμήν) λέγω υμίν :
Οκτάνα, φίλοι μου, θα πή μεταίχμιον της Γης και του
Ουρανού, όπου το ένα στο άλλο επεκτεινόμενο ένα τα δύο κάνει.
Οκτάνα θα πή πύρ, κίνησις, ενέργεια, λόγος σπέρμα.
Οκτάνα θα πη έρως ελεύθερος με όλας τας ηδονάς του.
Οκτάνα θα πή ανά πάσαν στιγμήν ποίησις, όμως όχι ως μέσον
εκφράσεως μόνον, μα ακόμη ως λειτουργία του
πνεύματος διηνεκής.
Οκτάνα θα πή η εντελέχεια εκείνη, που αυτό που είναι
αδύνατον να γίνη αμέσως το κάνει εν τέλει δυνατόν, ακόμη και
την χίμαιραν, ακόμη και την ουτοπίαν, ίσως μια μέρα και
την αθανασίαν του σώματος και όχι μονάχα της ψυχής.
Οκτάνα θα πή το "εγώ" "εσύ" να γίνεται (και αντιστρόφως
το "εσύ" "εγώ" ) εις μίαν εκτόξευσιν ιμερικήν, εις μίαν
έξοδον λυτρωτικήν, εις μίαν ένωσιν θεοτικήν, εις μίαν
μέθεξιν υπέρτατην, που ίσως αυτή να αποτελή την θείαν Χάριν,
το θαύμα του εντός και εκτός εαυτού, κάθε φοράν που
εν εκστάσει συντελείται.
Οκτάνα θα πή πάση θυσία διατήρησις της παιδικής ψυχής
εις όλα τα στάδια της ωριμότητος, εις όλας τας
εποχάς του βίου.................
Οκτάνα θα πή εν πλήρει αθωότητι Αδάμ, εν πλήρει
βεβαιότητι Αδάμ-συν-Εύα.

.................................

Οκτάνα θα πή απόλυτος ενότης πνεύματος και ύλης.
Οκτάνα θα πή παντού και πάντα εν ηδονή ζωή.
Οκτάνα θα πή δικαιοσύνη.
Οκτάνα θα πή αγάπη.
Οκτάνα θα πή παντού και πάντα καλωσύνη.
Οκτάνα θα πή η αγαλλίασις εκείνη που φέρνει στα χείλη
την ψυχή και εις τα όργανα τα κατάλληλα με ορμήν το σπέρμα.

..................................

Οκτάνα θα πή ό,τι στους ουρανούς και επί της γης ηκούετο,
κάθε φοράν που ως μέγας μαντατοφόρος, με έντασιν
υπερκοσμίου τηλεβόα, ο Άγγελος Κυρίου εβόα.

...............................
Γλυφάδα, 20. 8. 1965

http://empirikos.blogspot.gr/



Δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/










ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ ( 4 Μαρτίου 1904 - 3 Αυγούστου 1973 )

 

Το θέλει ο άνθρωπος να μιλά και να ξαλαφρώνει...



Ο Ηλίας Βενέζης (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ηλία Μέλλου) γεννήθηκε στις Κυδωνιές (Αϊβαλί) της Μικράς Ασίας, γιος του Μιχαήλ Δ. Μέλλου και της Βασιλικής Γιαννακού Μπιμπέλα. Είχε έξι αδέρφια. Με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο πατέρας του και μια αδερφή του αποκλείστηκαν στη Μικρά Ασία και η υπόλοιπη οικογένεια κατέφυγε στη Μυτιλήνη, όπου ο συγγραφέας γράφτηκε στο Γυμνάσιο. Το 1919 επέστρεψαν όλοι στο Αϊβαλί (είχε προηγηθεί η αποβίβαση των ελληνικών στρατευμάτων στη Μικρά Ασία), εκτός από την Άρτεμη, κόρη της οικογένειας, που πέθανε από επιδημία ισπανικής γρίππης στη Μυτιλήνη. Το 1922 ο Βενέζης, που μόλις είχε τελειώσει το γυμνάσιο στη γενέτειρά του, αιχμαλωτίστηκε από τους τούρκους και υπηρέτησε στα τάγματα εργασίας στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας για δεκατέσσερις μήνες. Αφέθηκε ελεύθερος το 1923 και επέστρεψε στη Λέσβο για να βρει την οικογένειά του. 
Ο Ηλίας Βενέζης σε νεαρή ηλικία
Εκεί εργάστηκε αρχικά στο Πλωμάρι ως υπάλληλος της Διευθύνσεως Κτημάτων εξ Ανταλλαγής του Υπουργείου Γεωργίας και στη συνέχεια ως υπάλληλος στις τράπεζες Εθνική και Ελλάδος. Μετά από μετάθεσή του στο υποκατάστημα της Τράπεζας Ελλάδος στην Αθήνα, εγκαταστάθηκε στην πρωτεύουσα, όπου εργάστηκε ως το 1957. Το 1938 παντρεύτηκε την Σταυρίτσα Μολυβιάτη με καταγωγή από το Αϊβαλί, με την οποία απέκτησε μια κόρη, την Άννα. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής συνελήφθη από τα S.S. και κλείστηκε στις φυλακές Αβέρωφ. Απελευθερώθηκε εικοσιτρείς μέρες αργότερα μετά από εκκλήσεις του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού και άλλων προσωπικοτήτων της εποχής. Πέθανε στην Αθήνα μετά από πολύχρονη και επώδυνη ασθένεια. Γραμματέας και διευθύνων σύμβουλος του Δ.Σ. του Εθνικού Θεάτρου (1950-1952) και διοικητικός διευθυντής και πρόεδρος της καλλιτεχνικής επιτροπής του (1964-1967), ιδρυτικό μέλος της Ομάδας των Δώδεκα (1950), συνεργάτης του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας (1954-1966), πρόεδρος του κινηματογραφικού φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (1963-1966) και αντιπρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης (1966-1970), ο Ηλίας Βενέζης εκλέχτηκε επίσης μέλος της Ακαδημίας Αθηνών (1957), θέση από την οποία ανέπτυξε έντονη πολιτιστική δραστηριότητα. 
Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1921 με δημοσιεύσεις διηγημάτων στο περιοδικό της Κωνσταντινούπολης Ο Λόγος. Το 1927 βραβεύτηκε από το περιοδικό Νέα Εστία για το διήγημά του Ο θάνατος και αργότερα δημοσίευσε σε συνέχειες την πρώτη μορφή του εμπνευσμένου από την εμπειρία του στα τάγματα της Ανατολής έργου του Το νούμερο 31328, που εκδόθηκε το 1931. Ακολούθησαν τα μυθιστορήματα Γαλήνη, Αιολική γη, Έξοδος και Ωκεανός, που κινούνται όλα, όπως και το πρώτο του στα πλαίσια του ντοκουμέντου, με σαφείς επιδράσεις από την ανθρωπιστική ιδεολογία του συγγραφέα. Ολοκλήρωσε επίσης διηγήματα, ιστορικές μελέτες, οδοιπορικά και το θεατρικό έργο Μπλοκ C, που πρωτοπαραστάθηκε το 1945 από το θίασο του Πέλου Κατσέλη. Έργα του μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες. Το 1949 μετά από πρόσκληση του State Department περιόδευσε στις Η.Π.Α., όπου πραγματοποίησε διαλέξεις και συνεντεύξεις. Τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας και τον Έπαινο της Ακαδημίας Αθηνών (1940 για τη Γαλήνη). 1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Ηλία Βενέζη βλ. Αθανασόπουλος Βαγγέλης, «Χρονολόγιο Ηλία Βενέζη (1904-1973)», Διαβάζω337, 8/6/1994, σ.38-44, Αργυρίου Αλεξ., «Βενέζης Ηλίας», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό2. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1984, Γιαλουράκης Μανώλης, «Βενέζης Ηλίας», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας3. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και Στεργιόπουλος Κώστας, «Ηλίας Βενέζης», Η μεσοπολεμική πεζογραφία• Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939)Β΄, σ.334-376. Αθήνα, Σοκόλης, 1992.

Ο Άγγελος Κατακουζηνός φωτογραφίζει εκπροσώπους της περίφημης "γενιάς του '30". Άνω σειρά: Ηλίας Βενέζης (δεύτερος από αριστερά) και προς τα δεξιά: Οδυσσέας Ελύτης, Γιώργος Σεφέρης, Ανδρέας Καραντώνης και στο άκρο δεξιά ο Γιώργος Θεοτοκάς. Κάτω σειρά από αριστερά: Άγγελος Τερζάκης, Κωνσταντίνος Δημαράς, Γιώργος Κατζίμπαλης και στο άκρο δεξιά ο Ανδρέας Εμπειρίκος

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ 

Μυθιστορήματα

Το νούμερο 31328 (1931)
Γαλήνη (1939)
Αιολική Γη (1943)
Ωκεανός (1956)
Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων, μαζί με τους Μυριβήλη, Καραγάτση, Τερζάκη (195 Λέκας (συλλογή, 1927)
Εμανουήλ Λεύκας (συλλογή, 1939)
Αιγαίο (συλλογή, 1941)
Ακήφ (διήγημα, 1944)
Άνεμοι (συλλογή, 1944)
Ώρα Πολέμου (συλλογή, 1946)
Οι νικημένοι (συλλογή, 1954)
Αρχιπέλαγος (συλλογή, 1969)


Ταξιδιωτικά και αφηγήσεις

Φθινόπωρο στην Ιταλία (ταξιδιωτικό, 1950)
Αμερικανική Γη (ταξιδιωτικό, 1955)
Αργοναύτες (χρονικά και ταξίδια, 1962)
Εφταλού (αφηγήσεις, 1972)
Περιηγήσεις (ταξιδιωτικό, 1973)
Στις ελληνικές θάλασσες (αφηγήσεις, 1973)
Μικρασία Χαίρε (αφηγήσεις, 1974)

Με τη διάσημη μεσόφωνο Ελένη Νικολαΐδη, σύζυγο του αδερφού του Θάνου.http://www.naftemporiki.gr/


Πλοία και Θάλασσες (συγγραφή & αφήγηση, 1969)
Έλληνες και Ξένοι Περιηγητές (συγγραφή & αφήγηση, 1970)

Θέατρο

Μπλοκ C (θεατρικό, 1963)

Άλλα έργα

Έξοδος (χρονικό της κατοχής, 1950)
Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός (ιστορικό, 1952)
Χρονικόν της Τραπέζης της Ελλάδος (ιστορικό, 1955)
Εμμανουήλ Τσουδερός (ιστορικό, 1966)
http://el.wikipedia.org/

Από αριστερά: Θράσος Καστανάκης, Στρατής Μυριβήλης, Αγγελος Τερζάκης, Ηλίας Βενέζης





                        Το Νούμερο 31328


Ο Ηλίας Βενέζης, στον πρόλογο της Β’ έκδοσης, το καλοκαίρι του 1945 γράφει:
 
Το βιβλίο τούτο είναι γραμμένο με αίμα. Ένας κριτικός του σημείωνε κάποτε για το ύφος του: «Έχει κάτι από τη φονική λαμπρότητα των πολεμικών όπλων, τη φονική λαμπρότητα του αδυσώπητου φωτός». Αλλά εγώ δε μιλώ για το ύφος. Λέω για την καυτή ύλη, για τη σάρκα που στάζει το αίμα της και πλημμυρίζει τις σελίδες του. Για την ανθρώπινη καρδιά που σπαράζει, όχι για την ψυχή. Εδώ μέσα δεν υπάρχει ψυχή, δεν υπάρχει περιθώριο για ταξίδι σε χώρους της μεταφυσικής. Όταν καίγεται έτσι που καίγεται εδώ, με πυρωμένο σίδερο η σάρκα, παντοδύναμη θεότητα υψώνεται αυτή, κι όλα τα άλλα σωπαίνουν. Έχουν να λένε πως κανένας πόνος δεν μπορεί να είναι ισοδύναμος με τον ηθικό πόνο. Αυτά τα λένε οι σοφοί και τα βιβλία. Όμως, αν βγεις στα τρίστρατα και ρωτήσεις τους μάρτυρες, αυτούς που τα κορμιά τους βασανίστηκαν ενώ πάνω τους σαλάγιζε ο θάνατος – και είναι τόσο εύκολο να τους βρεις, η εποχή μας φρόντισε και γέμισε τον κόσμο – αν τους ρωτήσεις, θα μάθεις πως τίποτα, τίποτα δεν υπάρχει πιο βαθύ και πιο ιερό από ένα σώμα που βασανίζεται.
Το βιβλίο τούτο είναι ένα αφιέρωμα σε αυτόν τον πόνο.

[...] Με είχε πολύ βασανίσει όταν το έγραφα, με είχε αναστατώσει το επίμονο στριφογύρισμα στην πυκνή και φοβερή ύλη της πικρής αυτής ζωής που έπρεπε να πάρει έκφραση. Είχα τότε περάσει πολλές νύχτες που, κυνηγημένος από τους εφιάλτες και τις αναμνήσεις, δεν μπορούσα να βρω καταφύγιο μήτε στον ύπνο. Γι’  αυτό, όταν βγήκε πια σε βιβλίο «το νούμερο 31328», δεν τολμούσα, δεν ήθελα να το ξαναδώ – τελοσπάντων η ζωή όταν είσαι γερός και είσαι νέος, έχει τόση δύναμη, σου το επιβάλλει να θέλεις να ξεχνάς.
 

[...] Έτσι το βιβλίο τούτο –χρονικό μιας βασανισμένης στιγμής της Ελλάδας από τις τόσες – απαγορευμένο χρόνια τώρα από τις λογοκρισίες, έχει το θλιβερό προνόμιο, όπως βγήκε για πρώτη φορά σε μια ώρα παγκόσμιου πένθους, να ξαναβγαίνει τώρα στο τέλος ενός άλλου πολέμου, όταν πάλι το πένθος σκεπάζει τις ρημαγμένες εστίες και τους τάφους των παιδιών, των γυναικών, των γερόντων και της νιότης του κόσμου. Και όπως τότε, πριν από εικοσιένα χρόνια, το «Νούμερο 31328» ήταν η διαμαρτυρία ενός παιδιού εναντίον του πολέμου, μένει πάλι, τώρα, η διαμαρτυρία ενός ανθρώπου».http://users.sch.gr/
 ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 
 Έτσι με τον καιρό, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, τυφλά αρχίσαμε, οι μαφαζάδες κι εμείς, να ερχόμαστε σιμά. Να πλησιάζουμε. Τα βράδια έρχουνται πιο ταχτικά και κάνουν παρέα μαζί μας. Λέμε μαζί τα βάσανά μας. Και στην κουβέντα δε μας λεν πια «γεσήρ». Με τη βαριά ανατολίτικη φωνή τους το προφέρνουν γεμάτο θερμότητα και καλοσύνη:
- Αρκαντάς (σύντροφε).
Στις δουλειές που πάμε μήτε χτυπούν πια μήτε βλαστημούν. Σαν δεν είναι μπροστά κανένας ρωμιός τσαούς κάνουν πως δεν βλέπουν και μα α­φήνουν να καθόμαστε. Τουτουνούς τους τσαούς τους τρέμουν, γιατί τους σπιγουνεύουν άναντρα στους αξιωματικούς.
Το μεσημέρι, στο «παϊντός», ξαπλώνουμε μαζί κάτω απ' τον αψύ ήλιο και τρώμε το ψωμί μας. Μιλούμε φιλικά, κι έτσι πολλές φορές περνά η προσδιορισμένη ώρα για ανάπαυση. Τότες αυτοί, φοβισμένοι, μας σηκώνουν ήμερα ήμερα, σα να μας παρακαλούν:
- Άιντε, συντρόφοι, σηκωθήτε.
Σηκωνόμαστε με βαριά καρδιά να ξαναπιάσουμε δουλειά. Κι αυτοί, σα να φοβούνται μη βαρυγκομούμε μαζί τους, μας χτυπούν στον ώμο φιλικά:
- Τι να κάμουμε, αρκαντάς; Ο θεός να μας λυπηθεί, κι εσάς κι εμάς. Να μας λυπηθεί. «Κι εσάς κι εμάς». Το λεν πια σχεδόν μόνιμα. Άρχισαν να μη μπορούν να ξεχωρίζουν τις δυο μοίρες, τη δική τους και τη δικήμας. Τρέμουν τους αξιωματικούς τους και τους τσαουσάδες τους δικούςμας. Αυτούς τους ίδιους μισού με κι εμείς. Ικετεύουν για το «μεμλεκέτ», έ­να καλύβι κάπου. Κι εμείς.
Λοιπόν;
  
Όλοι τους είναι φουκαράδες. Μα πολύ. Δεν τους δίνουν τίποτα για χαρτζιλίκι. Φαίνεται τους κλέβουν οι αξιωματικοί. Υποφέρνουν απ' όλες τις στερήσεις, ακόμα κι απ' τον καπνό. Εμείς μαζεύουμε αποτσίγαρα λεύτερα – αυτοί, όσο να 'ναι, διστάζουν. Δε θέλουν να ταπεινωθούν τόσο. Μα, άμα δεν τους βλέπουμε...
Οι δικοί μας, όσοι δουλεύοντας στους χωριάτες οικονομούμε τίποτε πεντάγροσα, τα κάνουν πάντα καπνό. Μας κερνούν. Ο μαφαζάς βλέπει. Το φιτίλι περνά και σ' αυτόν. Τυλίγει το τσιγάρο, δίνει πίσω το φιτίλι. Το κεφάλι χαμηλά. Το τσακμάκι. Ανάβει. Τότες μονάχα, μαζί με την πρώτη ρουφηξιά, τα μάτια σηκώνουνται. Δε λέει τίποτα.
Α, είναι μεγάλο πράμα δυο μάτια που ακινητούν έτσι...
  
Ώρες ώρες αποτραβιούνται μονάχοι τους σε μια γωνιά. Κοιτάζουν στο βάθος κι αρχίζουν τραγούδια της πατρίδας τους. Τους έχουν μάθει ένα πολεμικό θούριο: «Ανγκαρανίν τασινά μπακ...» Οι γεροί, ρωμαλέοι τόνοι αδυνατίζουν στα χείλια τους, μερώνουν. Κι έτσι που τους τραγουδούν παίρνουν κάτι σαν από μοιρολόι:

Κοίτα κατά το βράχο της Άγκυρας,
κοίτα τα δακρυσμένα μάτια μας...http://users.sch.gr/

Η κόρη του Ηλία Βενέζη, Άννα Βενέζη Κοσμετάτου, μιλάει στο ντοκιμαντέρ «Γράμματα χωρίς παραλήπτη» της ιστορικού δρος Ειρήνης Σαρίογλου Σκοτ για τον πατέρα της: Το νούμερο 31328 πάνω στη σιδερένια πλάκα που φορούσε στο χέρι του, και που του έσωσε τη ζωή, γιατί δήλωνε ότι ήταν κάποιος, ανθρώπινο ον, στα Τάγματα Εργασίας, βαθιά στην Ανατολή της κακουχίας, ο πατέρας μου δεν το αποχωρίστηκε ποτέ. Το ‘χε πάνω στο γραφείο του, το ‘παιρνε μαζί του όταν πήγαινε ταξίδι.
από άρθρο στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (27/10/2007) της  Ελένης Μπίστικα


Δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/








Ενρίκο Καρούζο (25 Φεβρουαρίου 1873 - 2 Αυγούστου 1921)

 

Ο Ενρίκο Καρούζο (Enrico Caruso, 25 Φεβρουαρίου 1873 - 2 Αυγούστου 1921) ήταν Ιταλός τενόρος της Όπερας. Τραγούδησε με μεγάλη επιτυχία στις μεγάλες όπερες της Ευρώπης και της Αμερικής, ερμηνεύοντας ευρεία ποικιλία ρόλων από ιταλικές και γαλλικές όπερες, ρεπερτόριο που κυμαινόταν από λυρικό ως δραματικό. Ο Καρούζο πραγματοποίησε επίσης περίπου 290 ηχογραφήσεις από το 1902 έως το 1920. Όλες αυτές οι ηχογραφήσεις, οι οποίες καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του, είναι διαθέσιμες σήμερα σε CD και ψηφιακές λήψεις.

Ο Καρούζο καταγόταν από φτωχή, αλλά όχι άπορη οικογένεια. Γεννήθηκε στη Νάπολη, στη οδό Via San Giovannello agli Ottocalli αριθ. 7 στις 25 Φεβρουαρίου 1873. Βαπτίστηκε την επόμενη μέρα στην παρακείμενη εκκλησία του San Giovanni e Paolo. Έλαβε το όνομα "Errico" σύμφωνα με τη ναπολιτάνικη διάλεκτο, αλλά αργότερα υιοθέτησε την επίσημη ιταλική λέξη για το όνομα, Enrico . Αυτή η αλλαγή έγινε μετά από υπόδειξη του δασκάλου του στο τραγούδι, Γκουλιέλμο Βέρτζινε (Guglielmo Vergine), με τον οποίο ξεκίνησε μαθήματα σε ηλικία 16 ετών.

Ο Ενρίκο ήταν το τρίτο από τα επτά παιδιά και ένα από τα μόλις τρία που επιβίωσαν μετά τη νηπιακή ηλικία. Σύμφωνα με κάποια εκδοχή, οι γονείς του είχαν αποκτήσει συνολικά 21 παιδιά, 18 από τα οποίους απεβίωσαν σε νηπιακή ηλικία. Ωστόσο, βάσει των γενεαλογικών ερευνών (πολλές από τις οποίες διενεργήθηκαν από τον οικογενειακό φίλο των Καρούζο Γκουίντο ντ'Ονοφόριο (Guido D'Onoforio), οι βιογράφοι Pierre Key, Francis Robinson και τον Ενρίκο Καρούζο τον νεότερο και τον Άντριου Φάρκας (Andrew Farkas) έχουν αποδείξει ότι πρόκειται για αστικό μύθο. Πιθανότατα προήλθε από τον ίδιο τον Καρούζο και τον αδελφό του Τζιοβάννι. Η χήρα του Καρούζο, Ντόροθυ (Dorothy) περιέλαβε επίσης την ιστορία σε απομνημονεύματα που έγραψε για τον σύζυγό της. Αναφέρει ότι ο σύζυγός της, μιλώντας για τη μητέρα του, Άννα Καρούζο (το γένος Baldini): "... Είχε είκοσι ένα παιδιά: Είκοσι αγόρια και ένα κορίτσι - πάρα πολλά, είμαι το δέκατο ένατο αγόρι".

Ο πατέρας του Ενρίκο, Μαρτσελλίνο (Marcellino), ήταν μηχανικός και εργαζόταν σε χυτήριο. Αρχικά, ο Μαρτσελλίνο πίστευε ότι ο γιος του θα πρέπει να ακολουθήσει το ίδιο επάγγελμα και σε ηλικία 11 ετών, το αγόρι μαθήτευσε ως μηχανολόγος μηχανικός στον τεχνικό Παλμιέρι (Palmieri), που κατασκεύαζε δημόσιες κρήνες νερού. (Κάθε φορά που θα επισκέπτεται τη Νάπολη στο μέλλον, ο Καρούζο αρεσκόταν να επισημαίνει μια κρήνη, στην εγκατάσταση της οποίας είχε βοηθήσει.) Αργότερα εργάστηκε μαζί με τον πατέρα του στο εργοστάσιο "Meuricoffre" στη Νάπολη. Ύστερα από επιμονή της μητέρας του, παρακολούθησε επίσης το σχολείο για ένα χρόνο, λαμβάνοντας βασική εκπαίδευση κάτω από την κηδεμονία ενός τοπικού ιερέα. Έμαθε να γράφει με όμορφο γραφικό χαρακτήρα και μελέτησε τεχνικό σχέδιο. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου τραγουδούσε στην εκκλησία χορωδία, και η φωνή του έδειξε αρκετές υποσχέσεις, ώστε να εξετάσει μια πιθανή καριέρα στη μουσική.

Ο Ενρίκο ενθαρρύνθηκε στις αρχικές μουσικές φιλοδοξίες του από τη μητέρα του, η οποία όμως απεβίωσε το 1888. Για να αυξήσει τα έσοδα της οικογενείας του, βρήκε δουλειά ως τραγουδιστής του δρόμου στη Νάπολη και έδινε παραστάσεις σε καφετέριες και μουσικές βραδιές. Σε ηλικία 18 ετών χρησιμοποίησε τα χρήματα τα οποία είχε κερδίσει με το τραγούδι σε ένα ιταλικό θέρετρο για να αγοράσει το πρώτο του ζευγάρι καινούργια παπούτσια. Η πρόοδός του ως διασκεδαστή διακόπηκε, ωστόσο, κατά 45 ημέρες, από την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία. Την ολοκλήρωσε το 1894, συνεχίζοντας τα μαθήματα φωνητικής με τον Βέρτζινε μετά την απόλυσή του από τον στρατό.

Πρώιμη σταδιοδρομία

Ο Καρούζο στον ρόλο του Dick Johnson, 1910/1911

Σε ηλικία 22 ετών ο Ενρίκο έκανε την πρώτη του εμφάνιση στη σοβαρή μουσική. Ήταν 15 Μαρτίου 1895 στο Teatro Nuovo στη Νάπολη. Το έργο με το οποίο εμφανίστηκε ήταν η πλέον ξεχασμένη όπερα «L'Amico Francesco» του ερασιτέχνη συνθέτη Ντομένικο Μορέλλι (Domenico Morelli). Ακολουθεί μια σειρά από εμφανίσεις σε περιφερειακά λυρικά θέατρα, ενώ παράλληλα διδάσκεται από τον Βιντσέντσο Λομπάρντι (Vincenzo Lombardi), που βελτίωσε τις ψηλές νότες του και εξευγένισε το στυλ του. Άλλοι διακεκριμένοι ναπολιτάνοι τραγουδιστές διδάσκονται από τον Λομπάρντι κατά την ίδια περίοδο: Οι βαθύφωνοι Αντόνιο Σκόττι (Antonio Scotti) και Πασκουάλε Αμάτο (Pasquale Amato), με τους οποίους ο Καρούζο αργότερα θα συναντηθεί στη Μετροπόλιταν Όπερα, και ο τενόρος Φερνάντο Ντε Λουτσία (Fernando De Lucia), ο οποίος θα εμφανιστεί επίσης στη Μετροπόλιταν Όπερα και αργότερα να τραγουδήσει στην κηδεία του Ενρίκο.

Τα χρήματα εξακολουθούν να λείπουν στον νεαρό Ενρίκο. Μία από τις πρώτες φωτογραφίες του που δόθηκαν στη δημοσιότητα, σε μια επίσκεψή του στη Σικελία το 1896, τον απεικονίζει να φορά ένα ένδυμα που μοιάζει με τήβεννο, καθώς είχε στείλει τα μοναδικά του ρούχα για να πλυθούν. Σε μια από τις πρώτες του εμφανίσεις στη Νάπολη, αποδοκιμάστηκε από μερίδα του κοινού, διότι παρέλειψε να ανταποκριθεί στις επιδοκιμασίες τους (κλάκα). Το περιστατικό αυτό έθιξε την υπερηφάνεια του Καρούζο: Ποτέ δεν εμφανίστηκε ξανά στη σκηνή στην ιδιαίτερη πατρίδα του, δηλώνοντας αργότερα ότι θα επιστρέψει εκεί «μόνο για να φάει μακαρόνια».

Κατά τα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα, ο Καρούζο ερμηνεύει ρόλους σε λυρικά θέατρα σε όλη την Ιταλία μέχρι το 1900, οπότε και έλαβε συμβόλαιο για να τραγουδήσει στη Σκάλα του Μιλάνου (La Scala), το κορυφαίο λυρικό θέατρο της χώρας. Το ντεμπούτο του στη Σκάλα πραγματοποιήθηκε στις 26 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους στον ρόλο του του Rodolfo στην όπερα La Bohème (Μποέμ) του Τζιάκομο Πουτσίνι με διευθυντή τον Αρτούρο Τοσκανίνι. Το κοινό σε Μόντε Κάρλο, Βαρσοβία και Μπουένος Άιρες θα ακούσει επίσης τον Καρούζο να τραγουδά κατά τη διάρκεια αυτής της καθοριστικής φάσης της σταδιοδρομίας του και, κατά την περίοδο 1899-1900, εμφανίστηκε μπροστά στον Τσάρο και τη ρωσική αριστοκρατία στο Θέατρο Μαριίνσκι της Αγίας Πετρούπολης και το Θέατρο Μπολσόι στη Μόσχα. Οι εμφανίσεις αυτές έγιναν στο πλαίσιο μιας περιοδείας Ιταλών τραγουδιστών πρώτης κατηγορίας.

Ο πρώτος μεγάλος ρόλος σε όπερα που δόθηκε στον Καρούζο ήταν η ενσάρκωση του Loris στην Όπερα "Φεντόρα" (Fedora) του Ουμπέρτο Τζιορντάνο (Umberto Giordano) στο "Teatro Lirico" του Μιλάνου, στις 17 Νοεμβρίου 1898. Εκεί, στο ίδιο θέατρο, στις 6 Νοεμβρίου 1902, θα ενσαρκώσει τον ρόλο του Maurizio στην όπερα "Αδριανή Λεκουβρέρ" (Adriana Lecouvreur) του Φραντσέσκο Τσιλέα (Francesco Cilea) . (Ο Πουτσίνι εξέτασε την περίπτωση να δώσει στον νεαρό Καρούζο τον ρόλο του Καβαραντόσσι στην Τόσκα στην πρεμιέρα της όπερας το 1900, αλλά τελικά επέλεξε τον παλαιότερο, πιο καθιερωμένο Εμίλιο Ντε Μάρκι (Emilio De Marchi) αντ' αυτού).

Ο Καρούζο έλαβε μέρος σε μια μεγάλη συναυλία στο θέατρο Σκάλα τον Φεβρουάριο του 1901 που διοργάνωσε ο Τοσκανίνι για να τιμήσει τον πρόσφατο θάνατο του Γκιουζέπε Βέρντι. Μεταξύ εκείνων που εμφανίζονται με αυτόν στη συναυλία ήταν δύο άλλοι κορυφαίοι Ιταλοί τενόροι της εποχής, ο Φραντσέσκο Ταμάνιο (Francesco Tamagno) (πρώτος ενσαρκωτής του πρωταγωνιστικού ρόλου στην όπερα του Βέρντι "Οθέλλος") και ο Γκιουζέππε Μποργκάττι (Giuseppe Borgatti) (πρώτος ενσαρκωτής του πρωταγωνιστικού ρόλου του στην όπερα Αντρέα Σενιέ του Τζιορντάνο). Θα ξεκινήσει την τελευταία σειρά εμφανίσεων στο θέατρο Σκάλα με παραστάσεις τον Μάρτιο του 1902, ενσαρκώνοντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο τενόρου στην "Germania" του Αλμπέρτο Φρανκέττι (Alberto Franchetti).

Ένα μήνα αργότερα, στις 11 Απριλίου, προσελήφθη από την "Gramophone & Typewriter Company" για να κάνει την πρώτη του ομάδα ηχητικών εγγραφών, σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου του Μιλάνου, για το ποσό των 100 στερλινών. Αυτοί οι δέκα δίσκοι έγινε γρήγορα μπεστ-σέλερ. Μεταξύ άλλων, βοήθησαν να εξαπλωθεί η φήμη του εικοσιεννιάχρονου, τότε, Καρούζο, σε όλο τον αγγλόφωνο κόσμο. Η διεύθυνση της Βασιλικής Όπερας του Λονδίνου, που έδρευε στο Κόβεντ Γκάρντεν, τον έκλεισε για μια σεζόν εμφανίσεων σε οκτώ διαφορετικές όπερες, από την Αΐντα του Βέρντι ως τον Ντον Τζιοβάννι του Μότσαρτ. Το επιτυχημένο ντεμπούτο του στο Κόβεντ Γκάρντεν πραγματοποιήθηκε στις 14 Μαΐου 1902, στον ρόλο του Δούκα της Μάντοβα στον Ριγκολέττο Βέρντι. Μια από τις υψηλότερα αμειβόμενες ντίβες, η Αυστραλιανή σοπράνο Νέλλι Μέλμπα (Nellie Melba), συμμετείχε στον ρόλο της Τζίλντα. Θα τραγουδήσουν μαζί συχνά κατά τις αρχές του 1900. Στα απομνημονεύματά της, η Μέλμπα εξήρε τη φωνή του Καρούζο, αλλά τον θεωρούσε ως λιγότερο εξελιγμένο μουσικό και καλλιτέχνη-ερμηνευτή από τον Jean de Reszke - τον μεγαλύτερο τενόρο της Μετροπόλιταν πριν από τον Καρούζο.



Στη Μετροπόλιταν Όπερα

Το 1903 ο Καρούζο μετέβη στη Νέα Υόρκη ύστερα από σύμβαση συνεργασίας με την Μετροπόλιταν Όπερα (Μ.Ο.) της πόλης. (Στο ενδιάμεσο διάστημα μεταξύ των εμφανίσεων στο Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη ο χρόνος του ήταν πλήρης, καθώς έδωσε μια σειρά παραστάσεων στην Ιταλία, την Πορτογαλία και τη Νότια Αμερική. Η σύμβαση μεταξύ Μ. Ο. και Καρούζο υπογράφηκε ύστερα από ενέργειες του πράκτορά του, τραπεζίτη ιμπρεσάριο Πασκουάλε Σιμονέλλι (Pasquale Simonelli). Η πρώτη εμφάνιση του Καρούζο στη Μ. Ο. ήταν σε νέα παραγωγή του Ριγκολέτο στις 23 Νοεμβρίου 1903. Αυτή τη φορά, ως Τζίλντα τραγούδησε μαζί του η Μαρτσέλλα Σέμπρικ (Marcella Sembrich). Λίγους μήνες αργότερα, άρχισε μόνιμη συνεργασία με την "Victor Talking Machine Company". Οι πρώτες ηχογραφήσεις του έγιναν την 1η Φεβρουαρίου του 1904, έχοντας υπογράψει προσοδοφόρα οικονομική συμφωνία με τον Victor. Στη συνέχεια, η συμμετοχή του στις ηχογραφήσεις ήταν συνυφασμένη με τις εμφανίσεις του στη Μ. Ο., έτσι ώστε να ενισχύει η μία την άλλη, μέχρι τον θάνατό του, το 1921.
λλ
Ο Καρούζο αγόρασε τη βίλα Bellosguardo, ένα μεγαλοπρεπές εξοχικό κοντά στη Φλωρεντία, το 1904. Η βίλα έγινε το καταφύγιό του, μακριά από τις πιέσεις της θεατρικής σκηνής και τις ταξιδιωτικές ταλαιπωρίες. Το μέρος που ο Καρούζο προτιμούσε ως διαμονή στη Νέα Υόρκη ήταν μια σουίτα στο Μανχάταν, στο ξενοδοχείο «Knickerbocker». Το «Knickerbocker» ανεγέρθηκε το 1906 στη γωνία Μπρόντγουεϊ και 42ης οδού. Ο Καρούζο ανέθεσε στο κοσμηματοπωλείο «Tiffany & Co.» να κατασκευάσει ένα μετάλλιο σε χρυσό 24 καρατίων, στο οποίο αναπαρίσταται το προφίλ του. Έκανε δώρο αυτό το μετάλλιο στον Σιμονέλλι σε ένδειξη της ευγνωμοσύνης του για τις πολλές και καλά αμειβόμενες παραστάσεις στη Μετροπόλιταν Όπερα, που του είχε κλείσει ο ιμπρεσάριός του.

Εκτός από τις τακτικές υποχρεώσεις του στη Νέα Υόρκη, ο Καρούζο έδινε ρεσιτάλ και παραστάσεις σε μεγάλο αριθμό πόλεων σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες και στον Καναδά. Συνέχισε επίσης να τραγουδά στην Ευρώπη, εμφανίζεται και πάλι στο Κόβεντ Γκάρντεν κατά την περίοδο 1904-1907 και 1913-1914 και έκανε περιοδεία στην Αγγλία το 1909.[19] Το κοινό στη Γαλλία, το Βέλγιο, το Μονακό, την Αυστρία, την Ουγγαρία και τη Γερμανία είχε επίσης την ευκαιρία να τον ακούσει πριν από το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1909, η Μέλμπα του ζήτησε να συμμετάσχει στην επικείμενη περιοδεία της στην Αυστραλία, αλλά ο Καρούζο αρνήθηκε την πρόσκληση, λόγω της μακράς διάρκειας ενός παρόμοιου ταξιδιού.

Οι καλλιτέχνες της Μ. Ο., συμπεριλαμβανομένου και του Καρούζο, είχαν επισκεφθεί το Σαν Φρανσίσκο τον Απρίλιο του 1906 για μια σειρά παραστάσεων. Μετά από μια εμφάνιση ως Δον Χοσέ στην Κάρμεν στο "Grand Opera House", το λυρικό θέατρο της πόλης, ένα ισχυρό τράνταγμα ξύπνησε τον Καρούζο στις 5:13 το πρωί της 18ης Απριλίου στη σουίτα που διέμενε, στο "Palace Hotel". Ήταν ο μεγάλος σεισμός του Σαν Φρανσίσκο, ο οποίος οδήγησε σε μια σειρά από πυρκαγιές που κατέστρεψαν το μεγαλύτερο μέρος της πόλης. Η Μ. Ο. έχασε όλα τα σκηνικά, τα κοστούμια και τα μουσικά όργανα που διέθετε κατά την περιοδεία, αλλά κανένας από τους καλλιτέχνες της δεν έπαθε κάτι. Κρατώντας μια φωτογραφία με αυτόγραφο του Προέδρου Ρ. Ρούζβελτ, ο Καρούζο έφυγε από το ξενοδοχείο και περπάτησε μέχρι το ξενοδοχείο "St. Francis" για να πάρει το πρωινό του. Ο μάγειρας Τσάρλι Όλσον έφτιαξε για λογαριασμό του μπέικον και αυγά. Προφανώς ο σεισμός δεν είχε καμία επίδραση στην όρεξη του Καρούζο, καθώς καθάρισε το πιάτο του άφησε στον Όλσον φιλοδώρημα $ 2,50. Ο Καρούζο προσπάθησε στη συνέχεια να εγκαταλείψει την πόλη, κάτι που κατάφερε αρχικά με πλοίο και στη συνέχεια με τρένο. Ορκίστηκε να μην επιστρέψει ποτέ στο Σαν Φρανσίσκο και κράτησε τον λόγο του.

Τον Νοέμβριο του 1906, στον Καρούζο αποδόθηκε μια άσεμνη πράξη που φέρεται ότι διαπράχθηκε στον Ζωωολογικό κήπο του Σέντραλ Παρκ της Νέας Υόρκης (Central Park Zoo). Η αστυνομία τον κατηγόρησε ότι τσίμπησε τα οπίσθια μιας παντρεμένης γυναίκας. Ο Καρούζο ισχυρίστηκε ότι το τσίμπημα διέπραξε ένας πίθηκος. Κρίθηκε ένοχος κατά το κατηγορητήριο, ωστόσο, και του επιβλήθηκε πρόστιμο 10 δολαρίων, αν και υπήρχαν υποψίες ότι μπορεί να είχε παγιδευθεί από το θύμα και τον αστυνομικό που τον συνέλαβε. Η διεύθυνση της Όπερας καθώς και μέλη της υψηλής κοινωνίας της Νέας Υόρκης είχαν εξοργιστεί αρχικά από το συμβάν, το οποίο έλαβε ευρεία κάλυψη από τις εφημερίδες, αλλά σύντομα το συμβάν ξεχάστηκε και η παρακολούθηση των παραστάσεών του συνεχίστηκε κανονικά.[23] Η πλειονότητα των θαυμαστών του Καρούζο, ωστόσο, δεν περιοριζόταν στην ανώτερη οικονομικά τάξη. Τα μέλη της μεσαίας τάξης των ΗΠΑ έσπευδαν, επίσης, να τον ακούσουν να τραγουδάει ή να αγοράσουν τις ηχογραφήσεις του, ενώ παράλληλα είχε ως οπαδούς περίπου 500.000 Ιταλούς μετανάστες της Νέας Υόρκης.

Ο Καρούζο ενσάρκωσε τον ρόλο του Ντικ Τζόνσον (Dick Johnson) στην παγκόσμια πρεμιέρα του έργου του Πουτσίνι Το κορίτσι της Δύσης στις 10 Δεκεμβρίου, 1910. Ο συνθέτης συνέλαβε τη μουσική για τον κεντρικό ήρωα του έργου έχοντας κατά νου ειδικά τη φωνή του Καρούζο. Μαζί του εμφανίστηκαν οι αστέρες της Μ. Ο., η Τσέχα σοπράνο Έμμυ Ντέστιν (Emmy Destinn) και ο βαρύτονος Πασκουάλε Αμάτο (Pasquale Amato). Τη διεύθυνση της ορχήστρας είχε αναλάβει ο Αρτούρο Τοσκανίνι.



Ύστερη σταδιοδρομία και προσωπική ζωή

Από το 1916 και μετά, ο Καρούζο άρχισε να προσθέτει και "ηρωικούς" ρόλους, όπως Σαμψών, ο Ιωάννης του Λέιντεν και ο Ελεάζαρ στο ρεπερτόριό του.

Περιόδευσε στην Αργεντινή, στην Ουρουγουάη, στη Βραζιλία και στη Νότια Αμερική το 1917, και δύο χρόνια αργότερα επισκέφθηκε την Πόλη του Μεξικού. Το 1920, εισέπραξε το τότε τεράστιο ποσό των 10.000 αμερικανικών δολαρίων ανά βραδιά για να τραγουδήσει στην Αβάνα της Κούβας.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες ενεπλάκησαν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το 1917, με την αποστολή στρατευμάτων στην Ευρώπη. Ο Καρούζο έκανε εκτεταμένο φιλανθρωπικό έργο κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης και συγκέντρωνε χρήματα για τον πόλεμο, δίνοντας συναυλίες και συμμετέχοντας με ενθουσιασμό στις εξορμήσεις του "Liberty Bond". Φαίνεται ότι ο ίδιος είχε γίνει ένας έξυπνος επιχειρηματίας αφότου έφθασε στην Αμερική: Τοποθέτησε ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό των κερδών του από τα δικαιώματα ηχογραφήσεων και των αμοιβών του από το τραγούδι σε ευρύ φάσμα επενδύσεων. Ο βιογράφος Michael Scott γράφει ότι μέχρι το τέλος του πολέμου το 1918, το ετήσιο φορολογητέο εισόδημα του Καρούζο ανήλθε σε 154.000 δολάρια.

Πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Καρούζο είχε ρομαντική σχέση με την Ιταλίδα σοπράνο Άντα Τζιακέττι (Anta Giachetti), η οποία ήταν λίγα χρόνια μεγαλύτερη από αυτόν. Αν και ήδη παντρεμένη, απέκτησαν με τον Καρούζο τέσσερις γιους κατά τη διάρκεια της σχέσης τους, που διήρκεσε από το 1897 έως το 1908. Δύο επέζησαν της παιδικής ηλικίας: Ο Ροντόλφο Καρούζι (Rodolfo Caruso, γεννήθηκε το 1898) και ο τραγουδιστής / ηθοποιός Ενρίκο Καρούζο νεότερος (Enrico Caruso, 1904 - 1987). Η Άντα είχε εγκαταλείψει τον σύζυγό της, τον εργοστασιάρχη Τζίνο Μπόττι (Gino Botti) και τον γιο τους και συγκατοίκησε με τον τενόρο. Οι πληροφορίες που παρέχονται στη βιογραφία του Σκοτ υποδηλώνουν ότι ήταν φωνητικά η προγυμναστής του, καθώς και εραστής του.Δηλώσεις από τον Enrico Caruso, Jr., στο βιβλίο του τείνουν να τεκμηριώσουν τα παραπάνω. Η σχέση της με τον Caruso χάλασε μετά από 11 χρόνια και χώρισαν. Οι επόμενες προσπάθειες της Τζιακέττι να τον μηνύσει για ζημίες απορρίφθηκαν από τα δικαστήρια.

Προς το τέλος του πολέμου, ο Καρούζο συνάντησε την εικοσιπεντάχρονη Ντόροθυ Παρκ Μπέντζαμιν (Dorothy Park Benjamin, 1893-1955). Ήταν κόρη ενός πλούσιου δικηγόρου για διπλώματα ευρεσιτεχνίας της Νέας Υόρκης. Παρά την αποδοκιμασία του πατέρα της Ντόροθυ, το ζευγάρι αποφάσισε να παντρευτεί στις 20 Αυγούστου του 1918. Απέκτησαν μια κόρη, την Γκλόρια Καρούζο (Gloria Caruso, 1919 - 1999). Η Ντόροθυ έζησε μέχρι το 1955 και έγραψε δύο βιβλία για τον Καρούζο, που δημοσιεύθηκαν το 1928 και το 1945. Τα βιβλία περιλαμβάνουν πολλές από τις επιστολές που ο Καρούζο είχε στείλει στη σύζυγό του.

Σχολαστικός στο ντύσιμό τoυ, ο Καρούζο έκανε δύο λουτρά την ημέρα, του άρεσε το καλό ιταλικό φαγητό και η φιλική συντροφιά. Δημιούργησε μια ιδιαίτερα στενή σχέση με τον συνάδελφό του στη Μ.Ο. και το Κόβεντ Γκάρντεν Αντόνιο Σκόττι, έναν αξιαγάπητο και κομψό βαρύτονο από τη Νάπολη. Ο Καρούζο ήταν προληπτικός και συνήθως είχε μαζί του διάφορα γούρια όταν τραγουδούσε. Έπαιζε χαρτιά για χαλάρωση και σκιτσάριζε τους φίλους του, άλλους τραγουδιστές και μουσικούς. Η Ντόροθυ ανέφερε ότι από τη στιγμή που τον γνώρισε, το αγαπημένο χόμπι του συζύγου της ήταν να κατασκευάζει λευκώματα από αποκόμματα. Είχε συγκεντρώσει επίσης μια πολύτιμη συλλογή από σπάνια γραμματόσημα, νομίσματα, ρολόγια και παλαιές καπνοθήκες. Ήταν αρειμάνιος καπνιστής δυνατών αιγυπτιακών τσιγάρων. Αυτή η βλαβερή συνήθεια, σε συνδυασμό με την έλλειψη άσκησης και το ιδιαίτερα επιβαρυμένο πρόγραμμα των παραστάσεων που ο Καρούζο είχε πρόθυμα αναλάβει στη Μ. Ο. είναι πιθανό να συνέβαλαν στην επιδείνωση της υγείας του κατά τους τελευταίους μήνες της ζωής του.

Η σορός του Καρούζο στο ξενοδοχείο Vesuvio της Νάπολης

Δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/






Γουίλιαμ Σ. Μπάροουζ ΙΙ ( 5 Φεβρουαρίου 1914 – 2 Αυγούστου 1997)


O Γουίλιαμ Σ. Μπάροουζ ΙΙ (William Seward Burroughs II, 5 Φεβρουαρίου 1914 – 2 Αυγούστου 1997) ήταν Aμερικανός συγγραφέας, ζωγράφος και σεναριογράφος. Το περισσότερο έργο του είναι αυτοβιογραφικό, βασιζόμενο στις προσωπικές του εμπειρίες από τον εθισμό του στο όπιο, γεγονός που σημάδεψε τα τελευταία 50 χρόνια της ζωής του. Καθοριστική παρουσία της Μπητ γενιάς,* ήταν ένας αβάν-γκαρντ συγγραφέας που επηρέασε τη λαϊκή κουλτούρα αλλά και τη λογοτεχνία. Το 1984 εκλέχθηκε μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας και Ινστιτούτου Γραμμάτων και Τεχνών.
Ο Μπάροουζ γεννήθηκε το 1914 και ήταν ο νεώτερος από τους δύο γιους του Μόρτιμερ Π. Μπάροουζ και της Λάουρα Χάμμον Λι. Ο παππούς του ίδρυσε εταιρεία με καινοτόμους αριθμητικούς υπολογιστές που είχε εφεύρει ο ίδιος. Η μητέρα του ήταν κόρη ιερέα και ο πατέρας του είχε κατάστημα με αντίκες και είδη δώρου.

Παρακολούθησε μαθήματα στο σχολείο Τζον Μπάροουζ, στο Σεντ Λούις του Μιζούρι. Εκεί έγραψε το πρώτο του δοκίμιο με τίτλο "προσωπικός μαγνητισμός", το οποίο εκδόθηκε στην εφημερίδα του σχολείου το 1929. Μετά γράφτηκε στο σχολείο Λος Άλαμος Ραντς, στο Νέο Μεξικό, το οποίο ήταν πιεστικό γι' αυτόν. Ήταν ένα σχολείο για πλούσιους όπου «οι ανώριμοι γιοί των πλουσίων μπορούσαν να μεταμορφωθούν σε ευγενείς κύριους». Εκεί ένιωσε ερωτική επιθυμία για ένα συμφοιτητή του και κράτησε κρυφό ημερολόγιο για το γεγονός το οποίο απέκρυψε, σε όλη την εφηβεία του αλλά και ως ενήλικος, μέχρι την έκδοση του βιβλίου Γυμνό Γεύμα, με το οποίο θεωρήθηκε από το κοινό ομοφυλόφιλος συγγραφέας. Τελικά αποβλήθηκε από το σχολείο λόγω ενός καυγά με συμμαθητή του.

Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ

Αποφοίτησε από το σχολείο Τέιλορ στο Σεντ Λούις το 1932 και πήγε στο Χάρβαρντ για να αποκτήσει πτυχίο καλών τεχνών. Το καλοκαίρι δούλεψε σαν ρεπόρτερ σε τοπική εφημερίδα αλλά η δουλειά δεν του άρεσε και αρνήθηκε να καλύψει κάποια γεγονότα, όπως το πνιγμό ενός παιδιού. Το ίδιο καλοκαίρι είχε τη πρώτη του σεξουαλική εμπειρία με μια πόρνη. Παράλληλα με τις σπουδές του στο Χάρβαρντ έκανε ταξίδια στη Νέα Υόρκη και πήγαινε σε πιάνο μπαρ και μέρη όπου σύχναζαν ομοφυλόφιλοι μαζί με τον ευκατάστατο φίλο του Ρίτσαρντ Στερν.

Αποφοίτησε από το Χάρβαρντ το 1936. Οι γονείς του αποφάσισαν μετά την αποφοίτησή του να του παραχωρήσουν μηνιαίο εισόδημα 200 δολάρια, γενναιόδωρο για την εποχή ποσό. Ήταν αρκετό για να τον συντηρεί και εγγυόταν την άνετη ζωή του για τα επόμενα 25 χρόνια. Αυτό το εισόδημα αποτέλεσε το εισιτήριο για την ελευθερία του, του έδωσε τη δυνατότητα να ζει όπου θέλει χωρίς την ανάγκη για σκληρή εργασία. Τα χρήματα αυτά προέρχονταν από τη πώληση των δικαιωμάτων της εφεύρεσης του παππού του Μπάροουζ, για 200.000 δολάρια κατά το οικονομικό κραχ του 1929.

Ευρώπη

Αφού έφυγε από το Χάρβαρντ σπούδασε για μικρό διάστημα ιατρική στη Βιέννη. Ταξιδεύοντας στην Ευρώπη ήρθε σε επαφή με ομοφυλόφιλους εκεί, έβρισκε αγόρια στις δημόσιες τουαλέτες και κινούταν σε περιθωριακούς κύκλους. Εκεί γνώρισε την Ίλζε Κλάππερ, μια εβραία που κρυβόταν από το ναζιστικό καθεστώς. Αν και δεν είχαν ποτέ σχέση την παντρεύτηκε, παρά την αντίθεση των γονιών του, για να της εξασφαλίσει την είσοδο στις Η.Π.Α. Μετά την είσοδό της στη χώρα χώρισαν αλλά παρέμειναν φίλοι για πολλά χρόνια. το 1939, η ψυχική του υγεία απασχόλησε τους γονείς του, ιδίως μετά τον αυτοτραυματισμό του στο δάχτυλο του χεριού για να εντυπωσιάσει έναν άντρα. Αυτό το γεγονός τον οδήγησε να γράψει τη μικρού μήκους ιστορία "Το Δάχτυλο".

Ξεκίνημα των μπητ

Ο Μπάροουζ κατατάχθηκε στο στρατό των Η.Π.Α το 1942, αμέσως μετά το βομβαρδισμό του Περλ Χάρμπορ που έφερε τις Η.Π.Α στο Δεύτερο Παγκόσμιο, αλλά όταν αξιολογήθηκε ως απλός στρατιώτης και όχι αξιωματικός απογοητεύτηκε. Η μητέρα του τον απάλλαξε από τη στρατιωτική θητεία λόγω προϋπάρχουσας πνευματικής διαταραχής. Η διαδικασία πήρε 5 μήνες και όταν τελικά ήταν ελεύθερος, μετακόμισε στο Σικάγο ακολουθώντας 2 φίλους, τον Λουσιέν Καρ και τον Ντέιβιντ Κάμερερ. Στο νέο επαγγελματικό του ξεκίνημα, έκανε απεντομώσεις, μια και οι δυνατότητες απασχόλησης το 1942 στην πόλη του Σικάγου ήταν περιορισμένες.

Το 1944 ο Μπάροουζ συγκατοίκησε με την Τζόαν Βόλμερ Άνταμς σε ένα διαμέρισμα που μοιράζονταν με τον Τζακ Κέρουακ και την Έντυ Πάρκερ , πρώτη σύζυγο του Κέρουακ.


Εργογραφία και ελληνικές μεταφράσεις

1952: Queer (έκφραση της αργκό για τους ομοφυλόφιλους)—μτφ. Γιώργος Μπέτσος (εκδ. "Τόπος", 2011)—μτφ. Αννίτα Μιχάλη, με τον τίτλο «Αδερφή» (εκδ. "Πλέθρον", 1998)μυθιστόρημα που πρωτοεκδόθηκε το 1985 και αφορά στον πόθο ενός χρήστη ναρκωτικών για την ηρωίνη αλλά και για έναν άλλο χρήστη, στο σκοτεινό κόσμο της πόλης του Μεξικού τη δεκαετία του 1940 
1953: Junky: Confessions of an Unredeemed Drug Addict (Τζάνκι, εξομολογήσεις ενός απεξαρτηθέντος)—μτφ. Γιώργος Μπέτσος (εκδ. "Τόπος", 2009)αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα για τον εθισμό του στα ναρκωτικά
1959: Naked Lunch (Γυμνό γεύμα) (Το αποκαταστημένο κείμενο)—μτφ. Γιώργος Γούτας (εκδ. "Απόπειρα", 2003)—μτφ. Γιώργος Μπέτσος (εκδ. "Τόπος", 2010)μυθιστόρημα που προκάλεσε έντονες διαμάχες ακόμα και δικαστικές, όταν πρωτοεκδόθηκε, καταγράφει τη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης 
1961-67: The Nova Trilogy (Η τριλογία της Νόβα)
The Soft Machine (Η μαλακή μηχανή, 1961-66)
The Ticket That Exploded (Το εισιτήριο που εξερράγη, 1962-67)
Nova Express (1964)
1963: The Yage Letters Redux (Οι επιστολές του Γιαχέ)—μτφ. Γιώργος Γούτας (εκδ. "Απόπειρα", 2010)ανασύνθεση σε λογοτεχνική μορφή των επιστολών που έστειλε ο συγγραφέας στον Άλεν Γκίνσμπεργκ κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του στη Νότια Αμερική το 1953 σε αναζήτηση του παραισθησιογόνου φυτού «Γιαχέ» αλλά και των ημερολογίων του και των σημειώσεών του
1965: Roosevelt After Inauguration and Other Atrocities (Ο Ρούσβελτ πρόεδρος και άλλες ωμότητες), συλλογή δοκιμίων—μτφ. Άγγελος Μαστοράκης (εκδ. "Μαύρος Ήλιος Α.Ε.", 1991) 
1969: The Last Words of Dutch Schultz (Οι τελευταίες λέξεις του Ντατς Σουλτς)
1971: The Wild Boys: A Book Of The Dead (Τα άγρια αγόρια. Μια Βίβλος των νεκρών)—μτφ. Βασίλης Κιζήλος, εκδ. "Απόπειρα", 1995)μυθιστόρημα για ένα νεανικό ομοφυλόφιλο κίνημα που θέλει να ανατρέψει τον «Δυτικό πολιτισμό», μέσα σε μια ατμόσφαιρα «Αποκάλυψης», τοποθετημένο στα τέλη του 20ου αι.
1971: The Electronic Revolution (Ηλεκτρονική επανάσταση), συλλογή δοκιμίων—μτφ. Γιώργος Γούτας (εκδ. "Ελεύθερος Τύπος", χ.χ.)
1973: Port of Saints (Λιμάνι αγίων)
1973: Exterminator! (Απολυμαντής!)—μτφ. Νίκος Μπαλής (α΄έκδ."Ελεύθερος Τύπος", 1982, επανέκδοση "Απόπειρα", 1992)συλλογή διηγημάτων για τους εξολοθρευτές κάθε είδους. «Κανείς δεν έχει καταφέρει να αποκρυπτογραφήσει το νόημα της παράλογης βίας όπως ο Ουίλιαμ Μπάροουζ, που το έχει αναγάγει σε θέαμα, σε ναρκωτικό του πέραν της πραγματικότητας πεδίου, χωρίς το οποίο ο δυτικός πολιτισμός δεν μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει».
1979: Ah Pook Is Here and Other Texts (Ο Α Πουκ είναι εδώ)—μτφ. Γιώργος Γούτας (εκδ. "Ελεύθερος Τύπος", 1983)διήγημα αναφερόμενο σε έναν από τους «Θεούς του θανάτου» των Μάγια, τον "Ah Puch"
1981-87: The Red Night Trilogy (Η τριλογία της Κόκκινης Νύχτας)

1981: Cities of the red night (Οι πόλεις της κόκκινης νύχτας)—μτφ. Δημήτρης Κουμανιώτης, Νίκος Ρέγκας (εκδ. "Απόπειρα", 1987)

1983: The Place of Dead Roads (Ο τόπος των νεκρών δρόμων)—μτφ. Έφη Καλλιφατίδη (εκδ. "Απόπειρα", 1990)

1987: The Western Lands (Οι Δυτικές Χώρες)
1986: The Cat Inside (Η γάτα μέσα μας)—μτφ. Αργυρώ Πιπίνη, Νίκη Προδρομίδου (εκδ. "Απόπειρα", 2005)αυτοβιογραφική νουβέλα (σχέσεις του με τις γάτες και την αγάπη του γι' αυτές,
1989: Tornado Alley (Το σοκάκι των ανεμοστρόβιλων)—μτφ. Δημήτρης Κουμανιώτης (Νίκος Ρέγκας, εκδ. "Απόπειρα", 2001)συλλογή διηγημάτων και ενός ποιήματος
1991: Ghost of Chance (Μία στις χίλιες)—μτφ. Βασίλης Κιζήλος (εκδ. "Οξύ", 1997)νουβέλα για μια σειρά επιδημιών που επηρεάζουν τη σωματική αλλά κυρίως την πνευματική ικανότητα της ανθρωπότητας
1995: My Education: A Book of Dreams (Η εκπαίδευσή μου. Ένα βιβλίο ονείρων)

Christiaan Tonnis ~ William S. Burroughs  

*Ο όρος μπιτ γενιά ή γενιά μπιτ (αγγλικά: beat generation) αναφέρεται στο λογοτεχνικό κίνημα που έδρασε στην Αμερική τις δεκαετίες του 1950 και 1960. Αν και στην πραγματικότητα αποτέλεσε μια ολιγάριθμη ομάδα, η επίδραση της στην αμερικανική λογοτεχνία και κοινωνία ήταν αρκετά σημαντική ώστε να χαρακτηριστεί ως μια καλλιτεχνική γενιά. Ειδικότερα, θεωρείται πως η μπιτ λογοτεχνία είχε ουσιαστική επιρροή στα μεταγενέστερα κινήματα των χίπις και του πανκ.
Ο όρος μπιτ (beat) σημαίνει κυριολεκτικά το ρυθμό ή το κτύπημα. Ως περιγραφικός όρος της γενιάς των Μπιτ εισήχθη από τον Τζακ Κέρουακ περίπου το 1948 όταν θέλησε να περιγράψει τον κοινωνικό και καλλιτεχνικό του περίγυρο στο μυθιστοριογράφο Τζον Κλέλον Χολμς και με αυτό τον τρόπο δήλωνε επιπλέον τις έννοιες κουρασμένος, χτυπημένος, νικημένος ή ακόμα μακάριος (beatific). Ο όρος συνδέεται ακόμα και με το ρυθμό της τζαζ μουσικής.
Όπως και πολλά ακόμα λογοτεχνικά ή καλλιτεχνικά ρεύματα, η γενιά των Μπιτ είχε ως αφετηρία μια ολιγομελή ομάδα λογοτεχνών που συνδέονταν φιλικά μεταξύ τους. Ο κεντρικός πυρήνας των μπίτνικς περιλάμβανε τον συγγραφέα Τζακ Κέρουακ, τον ποιητή Άλλεν Γκίνσμπεργκ και τον Γουίλιαμ Μπάροουζ, οι οποίοι γνωρίστηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1940 στην περιοχή του Μανχάταν και με επίκεντρο το Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Σταδιακά προστέθηκαν και άλλες μονάδες, όπως οι ποιητές Γκάρι Σνάιντερ, Μάικλ ΜακΛουρ και Γκρέγκορι Κόρσο και o συγγραφέας και εκδότης Λόρενς Φερλινγκέτι, ειδικότερα με την μετακίνηση της ομάδας στην περιοχή του Σαν Φρανσίσκο.
Η Μπιτ γενιά θεωρείται πως δεν έδωσε απλά ένα νέο ύφος στην αμερικανική λογοτεχνία αλλά προκάλεσε μια γενικότερη εξέγερση ενάντια στις κοινωνικές συμβάσεις της συντηρητικής κοινωνίας της δεκαετίας του '50. Την εποχή εκείνη κυριαρχεί στην κοινωνική ζωή η έννοια του αμερικανικού ονείρου. Η απόκτηση υλικών αγαθών έχει αναχθεί σε απόλυτο ιδανικό ενώ παράλληλα το ψυχροπολεμικό κλίμα ευνοεί την καταδίκη κάθε μη συμβατικής συμπεριφοράς.

Οι μπίτνικς έδρασαν μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα και αντέδρασαν, επιδερμικά, μέσω της λογοτεχνίας ή της ποίησης ενάντια στον κονφορμισμό και την αλλοτρίωση της αμερικανικής κοινωνίας. Οι τρόποι ζωής που η ομάδα των μπιτ συγγραφέων υιοθέτησε ήταν αντίθετοι προς τη χαρακτηριστική οικογενειακή ζωή της δεκαετίας του '50 ενώ αρκετοί από αυτούς πειραματίστηκαν με ψυχοτρόπες ουσίες, κυρίως παραισθησιογόνα, αποτυπώνοντας παράλληλα τις εμπειρίες τους στα έργα τους. Αρκετοί συγγραφείς ήρθαν σε επαφή και με τις Ανατολικές θρησκείες και ιδιαίτερα τον ζεν βουδισμό. Πολλοί ακόμα προέβαλαν στα έργα τους οικολογικά μηνύματα, όπως ο Γκάρι Σνάιντερ ή ο Μάικλ ΜακΛουρ.

ΒΙΒΛΙΑ - ΕΠΙΛΟΓΗ 

Queer

Παρόλο που ο Μπάροουζ έγραψε το Queer το 1952, σε μια εποχή που ήδη απολάμβανε κάποιας φήμης, το έργο παρέμεινε ανέκδοτο για περισσότερες από τρεις δεκαετίες επειδή περιέγραφε ξεκάθαρα τον πόθο ενός ομοφυλόφιλου. Με φόντο τη σκοτεινή και βουτηγμένη στη διαφθορά πόλη του Μεξικού της δεκαετίας του ’40, το μυθιστόρημα αφηγείται τη ζωή του Ουίλιαμ Λι, ενός άντρα που βασανίζεται στην προσπάθειά του να κόψει την ηρωίνη, αλλά και από τον ανεκπλήρωτο ερωτικό του πόθο για έναν άλλο χρήστη. Η αφήγηση είναι διάσπαρτη με ευφυείς κωμικούς μονολόγους που προετοιμάζουν το έδαφος για το Γυμνό Γεύμα – ωστόσο η ατμόσφαιρα παραμένει βαριά, δυσοίωνη, queer. Ένα τολμηρό αυτοβιογραφικό πορτρέτο με σαφείς πολιτικές προεκτάσεις, μια δυνατή ιστορία αγάπης αλλά και ένα μωσαϊκό κωμικών και τραγελαφικών φαντασιώσεων. Η νέα, οριστική έκδοση, που κυκλοφόρησε στο εξωτερικό με αφορμή τα 25 χρόνια του μυθιστορήματος και που ο Τόπος παρουσιάζει σε νέα μετάφραση, περιλαμβάνει την εισαγωγή του επιμελητή Όλιβερ Χάρις και ένα εκτενές παράρτημα με σχόλια του επιμελητή και με την αποκαλυπτική εισαγωγή του Μπάροουζ στην έκδοση του 1985, όπου ο συγγραφέας αναλογίζεται τις συγκλονιστικές προσωπικές του εμπειρίες που τον οδήγησαν στη συγγραφή αυτού του προκλητικού αριστουργήματος.

δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/