TALES OF THE OLD feat. FABIO LIONE – νέο single “Beware” από το επερχόμενο άλμπουμ “The Book Of Chaos”

 


TALES OF THE OLD feat. FABIO LIONE – “Beware” – Audio release

(Aκούστε το εδώ)

https://www.youtube.com/watch?v=YBypuPDhINw




Οι TALES OF THE OLD είναι μια Symphonic Dark Ambient Power Metal μπάντα από την Αθήνα. Η μπάντα ιδρύθηκε το 2010 από τον πληκτρά Mike Tzanakis, ο οποίος είναι ο κύριος συνθέτης και ενορχηστρωτής της μουσικής τους.

Το 2012 κυκλοφόρησαν το Ep τους "The Passageway From Hell To Earth".

Μετά από οκτώ σκληρά χρόνια αγωνίας, ανείπωτων δυσκολιών ο Mike αποφάσισε να αναμορφώσει ολόκληρη την μπάντα και να δώσει ζωή στο όνειρό του ... Νέα μέλη, νέα πραγματικότητα, ένα εντελώς νέο όραμα. .. Η μπάντα μπήκε αμέσως στο στούντιο για να καλύψει το χαμένο έδαφος, κι έτσι το πρώτο άλμπουμ της μπάντας “The Book Of Chaos”
έγινε πραγματικότητα!

Το άλμπουμ “The Book Of Chaos” θα κυκλοφορήσει στις 17 Σεπτεμβρίου 2021 από την Pride & Joy Music.
Στο άλμπουμ συμπεριλαμβάνεται και το τραγούδι “Beware”

 

https://www.facebook.com/talesoftheold/

https://www.youtube.com/channel/UCAWqoRoYcp5yfgZbVph7C3g

 


-

Αιμίλιος Ριάδης (13 Μαΐου 1880 - 17 Ιουλίου 1935)

 

Ο Αιμίλιος Ριάδης (13 Μαΐου 1880 - 17 Ιουλίου 1935) είναι από τους σημαντικότερους συνθέτες της Ελληνικής Εθνικής Σχολής και αξιόλογος ποιητής. Ήταν ο πρωτότοκος γιος του Χάινριχ Κου ή Χου και χρησιμοποίησε αρχικά το ψευδώνυμο Αιμίλιος Χ. Ελευθεριάδης, το οποίο μετέπειτα άλλαξε σε Αιμίλιος Ριάδης. Γεννήθηκε το 1880 και πέθανε το 1935 στην Θεσσαλονίκη.

Ξεκίνησε στη Θεσσαλονίκη τις σπουδές του στο πιάνο και στα θεωρητικά ως μαθητής του Δημητρίου Λάλλα (μαθητή του Βάγκνερ), τις οποίες και ολοκλήρωσε στη Βασιλική Ακαδημία Τεχνών Μονάχου το 1910. Για τα επόμενα πέντε χρόνια, έζησε στο Παρίσι όπου μελέτησε με τον Γκυστάβ Σαρπαντιέ και τον Μωρίς Ραβέλ. Επιστρέφοντας στη Θεσσαλονίκη διορίστηκε αρχικά ως καθηγητής πιάνου και μετά το 1918 ως υποδιευθυντής του ΚΩΘ, όπου και παρέμεινε έως τον θάνατό του. Το 1923 του απονεμήθηκε το Εθνικό Βραβείο Τέχνης και Επιστήμης.

Ο Ριάδης και το τραγούδι (ληντ)

Τα τραγούδια του Ριάδη αποτελούν συμπυκνωμένα αριστουργήματα και αυτός είναι ο λόγος που συχνά παρομοιάστηκε με τον Ούγκο Βολφ και τον Μοντέστ Μουσσόργσκυ. Έγραψε περίπου 200 σειρές τραγουδιών, στα οποία ο ίδιος έχει γράψει και τους στίχους, ανέκδοτα και τυπωμένα. Από τα ανέκδοτα, εκτός από τον "Βιβλικό Χορό" και τα "Ελληνικά Τραγούδια" που έχουν τίτλο, υπάρχουν 12 σε δική του ποίηση, 6 σε ποίηση Γρυπάρη, 7 σε ποίηση Βαλκλέρ, 3 σε ποίηση Ερεντιά, 3 σε ποίηση Π. Ρονσάρ και 2 σε ποίηση Πωλ Φορ.

String Quartet No.1 in G/ Κουαρτέτο Εγχόρδων Αρ.1 σε σολ

Εργογραφία

Σκηνικά Έργα: "Γαλάτεια", "Ο πράσινος δρόμος", "Σαλώμη", "Εκάβη", "Ο Ρικές με το τσουλούφι".
Μουσική Δωματίου: "Νανούρισμα σε λα ελάσσονα", "Δύο Σονάτες για τσέλο και πιάνο", "Δύο σονάτες για τέσσερις", "Δύο κουαρτέτα εγχόρδων".
Για Ορχήστρα: "Επίκληση στην Ειρήνη", "Αγροτική Συμφωνία", "Οι τρεις χοροί ρωμέικοι", "Εγκώμιο στον Ραβέλ", "Μακεδονικές Σκιές".
Θρησκευτικά Χορωδιακά Έργα: "Ιερά Λειτουργία Ιωάννου Χρυσοστόμου", "Μικρά Δοξολογία", "Χριστός Ανέστη", "Ακολουθία της Μεγάλης Παρασκευής"

Τυπωμένα
"Chansonette Orientale"
"Γιασεμιά και Μιναρέδες"
"Ράικα"
"Η οδαλίσκη"
"Νανούρισμα"
"Πέντε Μακεδονικά Τραγούδια"
"13 Μικρές ελληνικές μελωδίες"
"12 ελληνικά και 3 αλβανικά δημοτικά τραγούδια"
"5 χορευτικά τραγούδια"
"2 χορευτικά τραγούδια"
"9 μικρά ρωμέικα τραγούδια"
"3 μοιρολόγια"

Ποιητικές Συλλογές

1907: "Σκιαί και Όνειρα",
1920: "Το Πέρασμα των 2 Αγαπημένων", το "Μακεδονικόν Ημερολογίον" και "Μία Ιστορία της Μουσικής".


Νανούρισμα/ Lullaby for violin and piano (1908)

ΠΟΙΗΜΑ -   Το τραγοῦδι τοῦ Κούνβαρ

Βέβαια, μάγια καὶ γητιὲς θάρριξες, Γκόη,
κι ὅλα τὰ σαραγκὶ καὶ τὰ σαντούρ,
ὕμνο γιὰ σένα ὁλημερὶς βαροῦν ἢ μοιρολόϊ,
γύρω καὶ μέσα στὴν Ἀνανταπούρ.—

Καὶ ξεγελᾶν τὸν Κούνβαρ ποῦ στ’ ἀχνάρια τους, καβάλλα
πάνω σὲ κάτασπρον ὁλόχρυσον ἐλέφα,
ἔρχεται μὲ ζουρνάϊ γλυκό, μ’ ἀλύγιστη πάλα,
ταμποῦρι τὴν ἀποθυμιὰ νὰ στήση, χρυσογνέφα,

ἀγνάντι σου ἢ μάχη ἢ σκοπό... Γι’ αὐτό, τ’ ἀσκέργια,
ὅπλα βαστᾶνε τὰ μισὰ καὶ τ’ ἄλλ’ ἀκολουθᾶνε
μὲ βίνες, μὲ ρεμπάμπ, μὲ σαραγκὶ στὰ χέργια
κι’ ἀνέμου σάλαγο σὲ πεύκων κλώνια, πᾶνε...

Μέσα στὴν πόλι Ἀνανταποὺρ κλαγγὴ πολέμου κλώθει
κ’ οἱ πόρτες της κατάκλειστες στοῦ Κούνβαρ τὸν ἐλέφα.
Ντο, ρέ, φα—κι’ ὅσο σίμωνε βογγίνα ὀχτροῦ—ντο, ρέ, φα,
σηκώθηκε σὰ κορνιαχτό, βουὴ λαοῦ, μελισσολόϊ,
καὶ πέφτει ὡς τρίζουνε πορτιὰ μὲ τ’ ἀτσαλένιο μάνταλο
καὶ σειοῦνται τὰ μουράγια
στοῦ Κούνβαρ τὰ προστάγματα, τοῦ Μαχαράγια.
Κι’ ὡς βγῆκ’ ὁ ἥλιος τοῦ χαμοῦ ἀπάνω της κι’ ἁπλώθη,
ἀχτίνες ξαφνικοῦ κακοῦ, τὰ βέλη σποῦν ὁλοῦθε.
Μὰ πρὶ στὰ αἵματα βαφῆ χρυσοπλεμμένο σάνταλο,
πάνω ἀπ’ τὶς τρικυμιὲς γλυκόφωτο ἄστρο,
βιαστικὰ ἐπρόβαλε στὶς πολεμίστρες τὶς ψηλές,
—καὶ ποῦ μποροῦσε ἀλλοῦθε;—
φεγγοβολῶντας πέρα ἀπὸ ψυχὲς
ἢ μάτια... Ἡ Γκόη!..
Κ’ ἔτσι, δὲν πάρθηκε τὸ κάστρο.

Πέφτει ὡς τόσο ἡ χλαλοή, σκορποῦν οἱ θρῆνοι,
κ' οἱ δυό, ὁ ἕνας τους στὸν ἄλλο μνήσκει ἀντίκρα.
Κι' ὤ! τραγωδίας ξύπνημα καὶ Θάνατε καὶ Πόθε!
Τραγοῦδι, ποῦ χτυπᾶς βαρειὰ στὰ τείχια πέρα, δῶθε
σὰ μιᾶς ἀνάβρας ξέσπασμα ἢ σὰ μιᾶς ζήσης τέλος—
Στὶς πολεμίστρες ἀμίλητη πομένει πάντα Ἐκείνη,
στὸ σαϊτόχορδο ἔχοντας τ' ἀνθρωποχτόνο βέλος,
κι' ὅλα βαρειὰ σὰν ἔρωτας φαντάζουν, κι' ὅλο πίκρα!
Κ' ἔτσι, καταμεσῆς ἀπ' τὰ πιστὰ τ' ἀσκέργια,
ἤχοι ἀνάλαφροι, πνοὲς ἀπ' τὰ παιγνίδια βγαίνουν.

Ἴδιο τραγουδιστὸ φῶς φεγγαριοῦ ἡ ραβανάστρα,
πάνω σὲ λόγια ποὺ λυγοθυμᾶν στὰ χείλια καὶ πεθαίνουν,
κι’ ἡ Γκόη, ἀγήτευτη δὲ μνήσκει πειὰ στ’ ἄπαρτα κάστρα.
Τὸ νοιώθει, καὶ σὰ ν’ ἄρχιζε σουρμένο μοιρολόϊ,
τ’ αὐτιά της κλεῖ ἀργὰ- ἀργὰ μὲ τὰ δυὸ χέργια,
καὶ τῶν χεργιῶν τ’ ἀνέβασμα αὐτό, χαμοῦ ἦταν σημεῖο...
Κι’ ὅμως, δὲν πάρθηκεν ἡ Γκόη.

Τώρα, σὲ μιά, ὁ γυρισμός, ψυχὴ παληκαρίσια,
δίνει ὁράματα μορφιᾶς ἀσάλευτης γι’ ἀγῶϊ.
Σὰ φλόγα τώρ’ ἀκοίμητη τὸν παραδέρνει αὐτόνα,
ἄλλος διπλὸς πρωτόφαντος, στεῖρος ἢ πλάστης πόνος,
Ἕνας, αὐτῆς π’ ἀντίκρυσε κ’ ἕνας δικός του, δύο.
Περιπλοκάδα ὁ στρατός, κεντᾶ τὴ στράτα ἴσια.
Κ’ οἱ περπατιάρικες στιγμὲς ποὺ ροβολᾶν μπροστά του,
σὲ κόσμους ξένους δείχνουν του, πὼς παραδέρνει μόνος.
Κι’ ἔτσι, σκιὲς ἀπέραντες, σὲ ἰδανικὴ μιὰ χλόη
ἁπλώνουνται στό αἰθέριό του αυτὸ βασίλεμμά του,
τ’ ἀγνάντεμά τους.. ὁ χαμός... τ’ ὄνειρο τ’ ὥνα.
Ἔχε γειά, Γκόη.


5 Χορευτικά Τραγούδια / 5 Dance Songs (lieder)

ΠΕΖΟ - ΠΩΣ ΕΜΑΘΑ ΝΑ ΚΟΛΥΜΠΩ

— Εἶναι καιρὸς πειὰ νὰ μάθης κολύμπι...

Αὐτὰ μοὔλεγε καὶ μοῦ ξανάλεγε μ’ ὅλη τὴ χαριτωμένη ἀπερισκεψία τῶν σαρανταπέντε της χρονῶν, ἡ θείτσα Βαγγελούδα ὅπως τὴ φωνάζαμε, μιὰ ἀνύπαντρη ἐξαδέλφη τὴς μάνας μου.

Σωστὰ καὶ ἅγια τὰ λόγια της, ἐξὸν ἀπὸ κεῖνο τὸ «πειὰ» τὴς στερεότυπης φράσης της, ποὺ δὲν εἶχε καθόλου τὸν τόπο του στὴν κουβέντα, γιὰ τὸν λόγο πῶς τότε δὲν θάμουνα παραπάνω ἀπὸ ἕξη χρονῶ.

Καὶ μ’ ὅλα ταῦτα, ὅσο ἀπίστευτο κι’ ἄν φαίνεται τὸ πρᾶγμα, εἶχα τὴν ἰδέα πῶς μιὰ φορὰ τὸ χρόνο, ἀπὸ τότε ποὺ θὰ εἶχα γεννηθεῖ, τ’ ἄκουα ταχτικὰ αὐτὸ τὸ «νὰ μάθης πειὰ κολύμπι» δηλαδὴ κάθε καλοκαῖρι, ὅταν μ’ ἄλλα λόγια ἡ ἐξαδέλφη τὴς μάνας μου κατέβαινε ἀπ’ τὸ ἐσωτερικὸ τῆς Μακεδονίας γιὰ δυὸ τρεῖς μῆνες νὰ μᾶς ἰδῆ καί, μιὰ ποῦ εἴχαμε τὴ θάλασσα στὴν αὐλή, νὰ κάνη καὶ τὰ τριάντα της μπανάκια, ποὺ κατὰ τὴ συνήθειά της διπλασιάζονταν καὶ ἐτριπλασιάζονταν.

Γιατὶ ἡ θεία μου εἶχε τὴν λατρεία τοῦ θαλασσινοῦ νεροῦ, τοῦ ὡραίου μαβιοῦ νεροῦ, ποὺ τὴς χάριζε τὸν ἀπέραντο παλμὸ τῶν πλατειῶν ὠκεανῶν, τὸν παλμὸ κάθε θάλασσας, κάθε πελάου κι’ ὅλης μαζὶ τὴς οἰκουμένης...

Σὰν ἔφτανε ἀπ’ τὸ τραῖνο σπίτι μας, προτοῦ ἀκόμα σβύση ἡ ἴδια λαχτάρα ποὺ τὴν ἔκανε νὰ μᾶς ἁρπάξη καὶ νὰ μᾶς σφίγγη ἀχόρταγα στὴν ἀγκαλιά της, ἔτρεχε γραμμὴ στὴν κουζίνα κι’ ἀπὸ ἐκεῖ βρισκόνταν μ’ ἕνα πήδημα στὴν αὐλή, καί, νάτην μπροστὰ στὸ γιαλό... Κι’ ἀφοῦ μὲ τὰ πολλὰ χόρταινε πειά, γυρνῶντας κατὰ μέ, μοῦ πέταγε, χωρὶς νὰ σκεφθῆ πῶς στὸ μεταξὺ εἶχε μεσολαβήση χειμῶνας, τὴν καθιερωμένη ἀπερίσκεφτή της φράσι...

Τὴν ἀγαποῦσα κι’ ἐγώ τὴ θάλασσα μὲ παιδιάστικον ἐνθουσιασμό, ἴσως ὄχι ὅλως διόλου ἀπηλλαγμένον κάποιας λαιμαργίας γιὰ τὰ ὡραῖα της μύδια, στρείδια καί, ἴσως πολὺ περισσότερο γιὰ τὰ καβούρια, τὰ χτενάκια, τὶς δυσπερίγραπτες πίνες καί, πρὸ πάντων, γιὰ τοὺς ἀχινούς της... Θεέ μου! τοὺς ἀχινούς Χώρια ὅμως ἀπὸ δαῦτα, τρελλαινόμουν νὰ ξαπλώνουμαι ὁλόγυμνος πάνω στὴν ἥσυχη ἀκρογιαλιά, μὲ τὸν κοσκινισμένο ἀπ’ τὶς μανίες τοῦ Κυρίου χλιαρὸ ἄμμο καὶ νὰ δέχουμαι στὸ πρόσωπο, τὸ κατάβρεγμα ἀπ’ τὰ διάφαια κυματάκια, ποὺ φάνταζαν μέσα μου σὰ χαμόγελα τοῦ ἀπέραντου μαγευτικοῦ πελάου, τὴς ἀπέραντης νεανικῆς ὠμμορφιᾶς ἀθάνατος κατοπτρισμός.

Ἔτσι ἔννοιωθα τὴ θάλασσα ἐγώ.

Ὁμολογῶ πῶς τὰ βαθειὰ νερὰ δὲν ἦσαν καθόλου τοῦ γούστου μου. Αὐτὸ θἆταν βέβαια ἡ αἰτία ποὺ θάμαζα τόσο πολὺ τὴ θείτσα Βαγγελούδα πού, μὲ τὸ κεφάλι χωμένο μέσα σ’ ἕναν κοῦκον ἀπὸ καραβοπάνι, τραβοῦσε στ’ ἀνοιχτά, μὲ μεγάλα, ὅλο θάρρος, ἀνοίγματα τῶν γερῶν της μπράτσων, φυσώντας σὰν ἄντρας καὶ σὲ λιγάκι φαινότανε σὰ μιὰ μικρούλα ἔμψυχη τάπα, ποὺ χοροπηδοῦσε χαρούμενα, πάνω στὴν ἀτέλειωτη γοητεία τοῦ πελάου.

Ἔτσι ἔνοιωθε τὴ θάλασσα ἡ θειά μου!

Κ’ ἐγώ, ἄχ! ἐγώ... Ὅσες φορὲς ἔκανε τὸ μπάνιο της, τὴν ἀκολουθοῦσα μόνο ὡς τὸ γόνατο μέσα στὸ νερό, τὸ πολὺ ὡς τὴ μέση. Ποῦ, νὰ χωθῶ πάρα μέσα. Κι’ ὅμως, μιὰ φορὰ ὡς τόσο, ξεγελάστηκα δὲ ξέρω πῶς, καὶ χώθηκα στὴ θάλασσα ὡς τὸ λαιμό Μὰ πετάχθηκα ἀμέσως στὰ ριχά, γιατὶ μοῦ φάνηκε πὼς κάποια δύναμι τεράστια, ἀπρόσωπη, ἀόρατη καὶ δολερή, προσπαθοῦσε μὲ τρόπο νὰ μὲ γραπώση ἀπ’ ὅλο μου τὸ κορμὶ καὶ νὰ μὲ ρουφήξη, γλούπ, ἀμέσως μέσα στὰ σκοτεινὰ της βάθια... Θυμᾶμαι μάλιστα μὲ πόσο κόπο κατώρθωσα νὰ ξεφύγω γιὰ νὰ ξαναύρω πάλι τὴν ἀμμουδιά μου μὲ τὰ διάφανα κυματάκια, ποὺ τόσο μοιάζανε μὲ τὸν κεντημένο γῦρο τῶν μεδουσῶν...

«Δὲ θὰ μάθης νὰ κολυμπᾶς» ἄκουα τώρα τὴ φαντασία μου, ποῦ ἔπαιρνε τὰ χοντρὰ λυγίσματα τὴς φωνῆς τῆς θειᾶς μου.

«Δὲ θὰ μάθης νὰ κολυμπᾶς...» Πολὺ καλὰ λοιπόν. ... Στὸν κόρακα λοιπόν... Ναῖσκε λοιπόν. Δὲν θὰ μάθαινα νὰ κολυμπῶ. Τὶ θέλεις ἄλλο! Αὐτὰ ἔλεγα στὸν ἑαυτό μου Κι’ ὅμως, ἀπ’ τὴν ἄλλη μεριά, σὰ μιὰ δύναμι γλυκειά, ἀκαθόριστη, ἀπρόσωπη καὶ πειστικιά μὲ τραβοῦσε δυνατὰ τὸ βαθύ, τὸ γαλάζιο νερό.

Θ’ ἄθελα κ’ ἐγὼ στὸ κάτω τὴς γραφῆς, νὰ δοκίμαζα γιὰ δυὸ στιγμές, τὶ εἶδος τρομάρα ἤτανε αὐτὴ ποὺ ἔδιδε τὸ εὐλογημένο αὐτὸ βαθὺ νερό... Καὶ ἡ εὐκαιρία δὲν ἄργησε νὰ παρουσιαστῆ.

Δίπλα, ὁ γείτονάς μας κὺρ Δημητρὸς ὁ Σιαρέφας, Θεὸς σχωρέστονε, εἶχεν ἀποφασίση νὰ μολώση τὴ θάλασσα καμμιὰ πενηνταριὰ μέτρα βάθος. Εἶχε μάλιστα βάλη καὶ τὴ οχετικὴ σκαλωσιά, ἕνα πρᾶγμα σὰ πρωτόγονη ἐξέδρα στὸ νερό, δηλαδὴ μερικὰ ἁπλὰ παλούκια ποὺ δένονται τὸ ἕνα μὲ τ’ ἄλλο μὲ σανίδια. Κ’ ἔτσι τὸ λοιπό, ἕνα μεσημέρι, χωρὶς νὰ μὲ πάρη κανένας μυρουδιά ἀνέβηκα ἀπάνω σ’ αὐτὸ τὸ ἐπικίνδυνο πρᾶμμα καί, περιπατῶντας ἕνα-ἕνα τὰ σανίδια στὸ μάκρος τους, ἔφτασα ὡς τὴ μέση.

Ἐκεῖ κοντοστάθηκα λιγάκι, μὰ λὲς νὰ φοβήθηκα νὰ γυρίσω πίσω, λὲς καὶ μ’ ἔσπρωχνε κάποιος δαίμονας, ἔφτασα στὴν ἄκρηα πατώντας τὸ τελευταῖο σανίδι, καὶ τότε γιὰ πρώτη βολὰ ξεθάρρεψα νὰ ρίξω τὸ μάτι μου κάτω στὸ βαθὺ μαβὶ νερὸ ποὺ μαύριζε ὅλο κακοὺς σκοπούς, στὸ βάθος.

Τρομάρα μου! Τὶ ἀφάνταστο βάθος!. Βέβαια στὴν πραγματικότητα δὲν θἆταν περισσότερο ἀπὸ δυὸ τρεῖς ὀργυιὲς νερὸ τὸ πολὺ-πολύ. Ἐμένα ὅμως μοὔκανε τὴν ἐντύπωσι ἑνὸς ἀτέλειωτου κατεβάσματος. Σωστὸς ἀναποδογυρισμένος οὐρανός!

Κι’ ἀμέσως σὰ νὰ τὴν εἶχα παραγγελιά, ἔτρεξεν ἡ προκομμένη μου σκέψι νὰ μοῦ σερβίρη ὅλα τὰ τρομερὰ καὶ φοβερὰ ἐκεῖνα θαλάσσια τέρατα ποῦ τἄβλεπα τόσο συχνὰ στό... τηγάνι.

Χρυσόφες. ἀγριομπαρμπούναρους, γοβίδια! Κι’ ὅλα αὐτὰ μ’ ὀρθάνοιχτο καὶ μ’ αἱμοβόρο στόμα καὶ μὲ γουρλωμένα τὰ γυάλινα καὶ χωρὶς ἔκφρασι μάτια τους, ἕτοιμα νὰ μὲ χάψουν. Κι’ ὅπως ἔκανα νὰ γυρίσω πίσω νά! τὸ σανίδι ξεκαρφώνεται, σηκώνεται ὄρθιο καί... μπλούμ, ἐγώ, μέσ’ στὰ βαθειὰ νερὰ μὲ τὸ μαῦρο φόντο, περιτριγυρισμένος ἀπὸ χίλια, μύρια μάτια ψαρίσια, γουρλωμένα καὶ χωρὶς ἔκφρασι.

Πρῶτα πρῶτα πῆγα γραμμὴ ὡς τὸν πάτο χωρὶς νὰ πατήσω, πρᾶγμα ποὺ ἐπαύξησε τὴν τρομάρα μου, ἔπειτα βγῆκα στὴν ἐπιφάνεια σχεδὸν ἀμέσως, ἀφοῦ θὰ κατάπια κάνα δυὸ γουλιὲς ἅρμη—ὅλα αὐτά σὲ μερικὰ δευτερόλεφτα — καὶ χωρὶς νὰ καταλάβω κ’ ἐγώ τὸ τὶ καὶ πῶς, ἄρχισα μὲ ἀφάνταστη ἀπελπισία καὶ δύναμι, νὰ κουνῶ χέρια καὶ πόδια, ὅπως εἶδα μιὰ φορὰ νὰ κουνᾶ τὰ μπροστινά του ποδαράκια ἕνα σκυλάκι ποὺ ρίξανε στὸ γιαλό.

Οὔτε δράκαινες πειά, οὔτε ἀγριοχρυσόφες... Ἡ ζωὴ μονάχα. Ἡ ζωή!.. Κ’ ἔτσι ἀκατάπαυτα, κουνῶντας τὰ τέσσερα μου μέλη σὰν τὸ σκυλάκι, τραβοῦσα μὲ πολλὴ παληκαριὰ ἐμπρός, δηλαδὴ πίσω κατὰ τὴ στεργιά. Κι’ ὅταν τέλος βγῆκα ἔξω μὲ κάποια τρεμούλα στὰ γόνατά μου, ἤμουν ἀνάλαφρος σὰν πουλάκι, σὰ νὰ εἶχε φύγη ἀπὸ πάνω μου ὅλο τὸ βάρος τὴς θάλασσας, μαζῆ μὲ τὸ φόβο τοῦ βαθιοῦ νεροῦ. Ἤξερα πειὰ νὰ κολυμπῶ! Ναῖσκε, θείτσα Βαγγελοῦδα, ἤξερα πειά, ἤξερα... Κ’ ἔμαθα στὸ λεφτό, ἀφοῦ τυρανίστικα τόσο μὲ τὴν ἀποθυμιὰ νὰ μάθω.

Ἀλλοίμονον ὅμως ἄν συνέβαινε τὸ ἐναντίο τὸ καλοκαιριάτικο ἐκεῖνο γιόμα. Χωρὶς νἄπαιρνε κανένας μυρουδιά, τὸ πτωματάκι ἑνὸς παιδιοῦ ἕξη, ἑφτὰ χρονῶ, θὰ κυλιόνταν στὴν ἄκρηα σὰν κἄποιου συμμαθητῆ μου Θωμᾶ Μάντουκα, ἐνῶ θὰ μουρμούριζαν μὲ μακρόσυρτη εἰρωνεία τ’ ἀγαπημένα μου τὰ κυματάκια: Εἶναι καιρὸς - μὲ πολλὰ σσ— εἶναι καιρὸςςςς νὰ μάθηςςςς νὰ κολυμπᾶςςςς...

Ἃπλωσα ὡς τόσο τὰ βρεγμένα μου ρουχαλάκια στὸν ἥλιο καὶ ξαναδοκίμασα τὸ πείραμα κἄνα δυὸ βολὲς ἀκόμα, ξεκινῶντας ὅμως αὐτὴ τὴ φορὰ ἀπὸ τὰ ρηχά.

Κι’ ἀφοῦ βεβαιώθηκα πειὰ πὼς ἦταν ἀλήθεια, πὼς ἤξερα κολύμπι, κατάπια τὴ χαρά μου καὶ δὲν εἶπα σὲ κανένα τίποτες.

Τὴν ἄλλη τὸ πρωΐ. ἡ καϋμένη ἡ θείτσα μου δοκίμασε νὰ μὲ τραβήξη ὡς τὸ γόνατο στὴ θάλασσα. Ποῦ, ὅμως ἐγώ! Φωνές, κακό... Δὲν ἔρχομαι καὶ δὲν ἔρχομαι!.. Εἶδε κι’ ἀπόειδεν ἡ γυναῖκα καὶ μ’ ἄφησε στ’ ἀκρογιάλι. Μόλις ὅμως ἔκανε πὼς τραβοῦσε στ’ ἀνοιχτά, νἆμαι κ’ ἐγώ ξοπίσω της χωρὶς νὰ πάρη κάβο... Τέλος, κάποια στιγμή, καθώς πήγαινε ξέγνοιαστη, γυρνῶντας τὸ κεφάλι της, εἶδε νὰ τὴν ἀκολουθᾶ κἄτι σὰ δελφίνι καὶ κόντεψε νὰ τὴς ἐρθῆ λιποθυμιὰ ἀπ’ τὸ φόβο...

Μπρέ!.. Μοῦ φώναξε μὲ πνιγμένη φωνή... Πίσω γρήγορα!..
Μὰ ποῦ νὰν τἀκούσω πειὰ αὐτά...
Ω! γοητεία τοῦ μαβιοῦ, βαθιοῦ νεροῦ!


Homage a Maurice Ravel, piano suite/ Εγκώμιο στον Μωρίς Ραβέλ (1925?)















Γιώργος Μούτσιος (31 Ιανουαρίου 1932 - 17 Ιουλίου 2012)

 

Ο Γιώργος Μούτσιος (31 Ιανουαρίου 1932 - 17 Ιουλίου 2012) ήταν Έλληνας ηθοποιός του θεάτρου, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης, θιασάρχης, σκηνοθέτης και ερμηνευτής κλασικού τραγουδιού της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.

Γεννήθηκε στην Καλαμάτα. Η αγάπη του για την τέχνη φάνηκε πολύ νωρίς παρασύροντας και τις δύο αδελφές του, Σοφία και Μαρία Μουτσίου. Σπούδασε μουσική και τραγούδι στο Ελληνικό Ωδείο (με την Άννα Σαραντίδου) και θεατρο στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Ωδείου.

Μόλις ολοκλήρωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις συνέχισε ανώτερες σπουδές φωνητικής στη Μουσική Ακαδημία της Βιέννης (με την Ελίζαμπεθ Ραντό) και συνέχισε με θέατρο και σκηνοθεσία στο Reinhardt Seminar.



Θεατρική παρουσία

Η πρώτη του εμφάνιση στη θεατρική σκηνή έγινε σε ηλικία 19 ετών σε μια παράσταση αρχαίου δράματος "Οιδίπους Τύραννος" του Σοφοκλή με το Εθνικό Θέατρο. Εκ της επιτυχίας που σημείωσε συμμετείχε ως μέλος του χορού και στις τρεις σεζόν 1951, 1952 και 1955, όταν το έργο ανεβάστηκε στους Δελφούς, στην Επίδαυρο και σε περιοδεία στο εξωτερικό.
Με το Εθνικό Θέατρο έλαβε μέρος και στο Φεστιβάλ των Εθνών στο Παρίσι. Στο ίδιο φεστιβάλ, με το Θέατρο Τέχνης, συμμετείχε στους "Όρνιθες", όπως και στο Φεστιβάλ Σαίξπηρ στο Λονδίνο. Συνολικά εμφανίστηκε σε 8 έργα που ανεβάστηκαν από το Εθνικό Θέατρο με τελευταίο την "Απαγωγή της Σμαράγδως" το 1955.

Σημαντικότερη από όλες τις θεατρικές του παραστάσεις, που αποτέλεσε και σταθμό στην ανάδειξή του, ήταν όταν δίδαξε και τραγούδησε σε μουσική Μ. Χατζιδάκι στους "Όρνιθες" του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν από το Θέατρο Τέχνης το 1960 που έμεινε και ιστορική, ενώ συμμετείχε και στον δίσκο του Μ. Χατζιδάκι "Κύκλος του CNS".

Στο θέατρο εργάστηκε τόσο ως ηθοποιός όσο και ως θιασάρχης, παίζοντας με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, Έλλη Λαμπέτη, Άννα Βίσση, Σμαρούλα Γιούλη, Τζένη Ρουσσέα κ.ά.

Σύζυγός του ήταν η επίσης ηθοποιός Δέσποινα Νικολαΐδου όπου μαζί συγκρότησαν θίασο το 1977.



Κινηματογραφική παρουσία

Παράλληλα ανέπτυξε σπουδαία καριέρα και ως ηθοποιός του ελληνικού κλασικού πλέον κινηματογράφου με πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση στην ταινία "Ριρίκα" το 1951, σε σκηνοθεσία του Φρίξου Ηλιάδη. Στις ταινίες που ακολούθησαν της λεγόμενης χρυσής περιόδου έλαβε μέρος σε περισσότερες από 50, ερμηνεύοντας εκ του παρουσιαστικού του ρόλους αριστοκράτη, πλούσιου με καλές ή κακές προθέσεις με τόση επιτυχία που εναλλάσσονταν τα αισθήματα του κοινού από συμπαθητικού μέχρι αντιπαθητικού και αντίστροφα.
Χαρακτηριστικές υπήρξαν οι συμμετοχές του στις ταινίες "Η αγνή του λιμανιού" (1952), "Θα σε κάνω Βασίλισσα" (1964), "Θανασάκης ο πολιτευόμενος" (1964), "Αχ και να ΄μουν άντρας" (1966), "Ο κράχτης" (1966), "Τρούμπα 67" (1967), "Κάποτε κλαίνε και οι δυνατοί" (1967), "Μήδεια" (1968), "Ο αετός των σκλαβωμένων" (1970), "Ο δρόμος των Ηρώων" (1971), "Εσχάτη προδοσία" (1971), "Ο Αντιφασίστας" κ.ά.

Τελευταία κινηματογραφική εμφάνιση ήταν στην ταινία του Δ. Κολλάτου "Αλέξανδρος και Αϊσέ" (2002). Επίσης είχε συμμετάσχει στην αμερικανικής παραγωγής ταινία "Ο Λέων της Σπάρτης", όπως αποδόθηκε στην ελληνική "The 300 Spartans", που είχε γυριστεί στην Ελλάδα το 1962, σε σκηνοθεσία του Ρούντολφ Ματέ.



Λυρική παρουσία

Ο Γ. Μούτσιος είχε επίσης ευρύτατη συνεργασία με την Εθνική Λυρική Σκηνή σε παραστάσεις κυρίως οπερέτας όπως στη "Πριγκίπισσα του Ιπποδρόμου" (1956-1957), "Οι Απάχηδες των Αθηνών" (2000-2001), "Το Φιόρο του Λεβάντε" (2001-2002), "Κορίτσι της Γειτονιάς" (2003-2004) και "Γενικός Γραμματέας" (2003-2004). Επίσης πολλές ήταν και οι συμμετοχές του σε όπερες του Φεστιβάλ Αθηνών όπως στη "Ναυσικά" του Χικς το 1961, κ.ά.

Ραδιοτηλεοπτική παρουσία

Η παρουσία του σε ραδιοφωνικές κυρίως θεατρικές εκπομπές και τηλεοπτικές σειρές υπήρξαν πολλές. Μάλιστα τη σειρά "Οι Θεοί του Ολύμπου", σατυρική παρωδία της ελληνικής μυθολογίας, που είχε προβληθεί το 1978, την είχε σκηνοθετήσει ο ίδιος. Τελευταία εμφάνισή του στην τηλεόραση ήταν στη σειρά "Τα παιδιά της Νιόβης". Σπουδαία υπήρξε επίσης η τηλεοπτική παρουσία περικοπών από την ιστορία της ελληνικής επιθεώρησης.

Τον Φεβρουάριο του 2010, σε εκδήλωση του πνευματικού κέντρου Παπάγου τιμήθηκε για την συνολική προσφορά του στο θέατρο, στον κινηματογράφο και το τραγούδι.

Ήταν μόνιμος κάτοικος Δήμου Αγίας Παρασκευής, στην Αθήνα.

Πέθανε στις 17 Ιουλίου του 2012 και κηδεύτηκε στο Νεκροταφείο Ζωγράφου. Ο αναπληρωτής υπουργός Παιδείας, Θρησκευμάτων και Πολιτισμού Κ. Τζαβάρας, στο συλλυπητήριο μήνυμά του εξήρε την προσφορά του στη τέχνη γενικά, την πολυπραγμοσύνη του αλλά και τη σεμνότητα και το ήθος του.


Φιλμογραφία

ΈτοςΤίτλος

1952 Η Αγνή του λιμανιού
1954 Θανασάκης ο πολιτευόμενος
1961 Η ζωή μου αρχίζει από σένα
1964 Κραυγή
Ο κράχτης
Αχ και να μουν άντρας
Θα σε κάνω βασίλισσα
1965 Οι αδίστακτοι
1966 Λουίζα
Άγγελοι αμαρτίας
Το συρτάκι της αμαρτίας
Η Κλεοπάτρα ήταν Αντώνης
1967 Η γόησσα
Ο γεροντοκόρος
Πατέρα κάτσε φρόνιμα
Κάποτε κλαίνε και οι δυνατοί
1968 Ζήσε για την αγάπη μας
Η επιστροφή της Μήδειας
1969 Για την τιμή και για τον έρωτα
1970 Εσένα μόνο αγαπώ
Ο αετός των σκλαβωμένων
Γύρω μας γκρεμίστηκαν όλα
Ακόμα μια φορά πριν ξεψυχήσω
1971 Μάρα, η τσιγγάνα
Εσχάτη προδοσία
Ο δρόμος των ηρώων
1972 Ο αντιφασίστας
Με φόβο και πάθος
Αντάρτες των πόλεων
Ο άνθρωπος που γύρισε από τη ζέστη
1975 Ισιδώρα
1987 Η κωμωδία του έρωτα
1988 Άντζελα ο πειρασμός
Η ζωή αρχίζει από σένα
1989 Αθώος ή ένοχος
Επικίνδυνη σχέση
Αλήτης και μπάτσος
Η μάνα της φόνισσας
Η εκδίκηση του πατέρα
1993 Κόκκινο τριντάφυλλο σου έκοψα
1996 Τρεις εποχές
1998 Κόκκινος δράκος
2000 Η εποχή των ασεβών











Χάινριχ Μπελ ( 21 Δεκεμβρίου 1917 - 16 Ιουλίου 1985 )

 

Όλο το γράψιμο αρχίζει με το να είσαι αναγνώστης.


Ο Χάινριχ Μπελ (Heinrich Theodor Böll, 21 Δεκεμβρίου 1917 - 16 Ιουλίου 1985) ήταν Γερμανός πεζογράφος, κάτοχος του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας 1972.
Γιος επιπλοποιού, από καθολική και αντιναζιστική οικογένεια, πολέμησε στο ρωσικό και σε άλλα μέτωπα στα έξι χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τραυματίστηκε αρκετές φορές και αιχμαλωτίστηκε από τους Αμερικανούς.
Μαθητευόμενος σε βιβλιοπωλείο, σπούδασε φιλολογία στο πανεπιστήμιο της Κολωνίας.
Τα έργα του άρχισαν να δημοσιεύονται το 1947. Στα πρώτα απ’ αυτά περιγράφει την άθλια ζωή των στρατιωτών κατά την διάρκεια του πολέμου, ενώ στη συνέχεια η κριτική του στράφηκε στις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες της σύγχρονής του Γερμανίας.
Το εκτενέστερο και γνωστότερο του έργο του, το Ομαδικό πορτραίτο με μια κυρία, είναι μια αναπαράσταση της ζωής στην Γερμανία από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι τη δεκαετία του 1970, με καυστική σάτιρα και κοινωνικό προβληματισμό.
Ο Μπελ είναι ένας από τους δημοφιλέστερους Γερμανούς συγγραφείς και θεωρείται αυτός που εκφράζει αμεσότερα την μεταπολεμική γερμανική συνείδηση.

ΕΡΓΑ - ΕΠΙΛΟΓΗ 



Ομαδικό πορτρέτο με μία κυρία




Περιγραφή:
Στις σελίδες αυτές θα γνωρίσουμε τη Λένι, μας διαβεβαιώνει ο αινιγματικός, ανώνυμος αφηγητής του βιβλίου, που έχει αναλάβει να ανασυνθέσει τη βιογραφία της μέσα από τις ποικίλες μαρτυρίες των ανθρώπων που τη γνώρισαν. Ποια είναι όμως η Λένι; Μια απλή γυναίκα, χωρίς καμία φιλοδοξία ηρωισμού, που μεγάλωσε την εποχή της γιγάντωσης του ναζισμού στη Γερμανία, που έζησε τον πόλεμο και επέζησε αυτού, και τώρα, στη δημοκρατική μεταπολεμική Δυτική Γερμανία του ’60, βιώνει τα απόνερα μιας εποχής που μάλλον δεν είναι τόσο περασμένη όσο δείχνει.

Στο "Ομαδικό πορτρέτο με μία κυρία", ένα κορυφαίο έργο του μοντερνισμού, την "κορωνίδα της δημιουργίας του Χάινριχ Μπελ", σύμφωνα με τη διατύπωση της επιτροπής που του απένειμε το βραβείο Νόμπελ το 1972, αποτυπώνονται με ακρίβεια και σαρκασμό, με φαινομενική αφέλεια κι ωστόσο εκπληκτική εμβρίθεια, τα πεπρωμένα και οι επιλογές ενός λαού σε κρίση. Κάθε "μαρτυρία" φωτίζει όχι μόνο τη ζωή της Λένι αλλά και καθενός από τη χορεία εκείνων που την πλαισιώνουν στο "ομαδικό πορτρέτο", τον αισθησιασμό, την ποταπότητα και τη μεγαλοσύνη της ανθρώπινης φύσης. Και απρόσμενα, σχεδόν μαγικά, βλέπουμε να αναδύεται ένα ακόμα πορτρέτο: το ψηφιδωτό μιας ολόκληρης ηπείρου - το πορτρέτο της Ευρώπης μας.

***

Ο Μπελ, μέσα από τον σαγηνευτικό χαρακτήρα της Λένι, διατυπώνει μια συγκεκριμένη αντίληψη για τον ανθρωπισμό, με φόντο τη σύγχρονη γερμανική ιστορία. Η Λένι, συνεσταλμένη, λιγομίλητη και αισθησιακή, ενσαρκώνει μια αμεσότητα και μια αυθεντικότητα που την τοποθετούν πέρα και πάνω από τις κοινωνικές συμβάσεις και υποκρισίες και την καθιστούν ικανή να αντέξει τις δοκιμασίες της ζωής μένοντας πιστή στον εαυτό της, χωρίς πικρία και δίχως καμία διάθεση μεταμέλειας. Η συμπεριφορά της απέναντι σε όλους (την Εβραία Ραχήλ, τον Ρώσο αιχμάλωτο πολέμου Μπόρις, μοναδικό αληθινό της έρωτα, τους Τούρκους εργάτες) υπαγορεύεται από την προσωπικότητά της και μόνο.

Το Ομαδικό πορτρέτο με μία κυρία αποτελεί τυπικό υπόδειγμα εκείνου που ο Μπελ αποκαλεί «αισθητική του ανθρώπινου». Ο Μπελ οδηγεί ώς το τέλος τον συλλογισμό του: Το άτομο είναι το μέτρο της Ιστορίας. Η Λένι, με λιγοστές έστω χειρονομίες (προσφέρει καφέ σ’ έναν Ρώσο αιχμάλωτο, χωρίς να την τρομάζει η παρουσία ναζιστών), ενσαρκώνει μια μορφή αντίστασης. Αν και εντελώς απολίτικη, αποκτά μια επαναστατική –με την ευγενέστερη έννοια του όρου– πλευρά.

Jean-Jacques Pollet


Σταυρός χωρίς αγάπη

Το Σταυρός χωρίς αγάπη είναι το πρώτο μεγάλο μεταπολεμικό έργο του Χάινριχ Μπελ και ασφαλώς βαθύτατα επηρεασμένο από τη δίνη των γεγονότων της εποχής. Πρόκειται για την ιστορία των αδελφών Μπάχεμ, η οποία εκτυλίσσεται από το 1932 μέχρι το 1946 και κατά μία έννοια είναι η ιστορία δύο άλλων Κάιν και Άβελ. Ενώ λοιπόν ο Χανς αφοσιώνεται με υπέρμετρο ενθουσιασμό στο εθνικοσοσιαλιστικό κίνημα και κατατάσσεται στα Ες Ες, ο Κρίστοφ με το χριστιανικό πνεύμα που τον διακρίνει αντιστέκεται στο μιλιταρισμό και στην απανθρωπιά με πραγματικό ψυχικό σθένος· παρ’ όλα αυτά δεν γλιτώνει από τη φρίκη του πολέμου. Οι δρόμοι που ακολουθούν είναι τελείως διαφορετικοί, διασταυρώνονται όμως εντέλει κάπου στο ανατολικό μέτωπο - μια συνάντηση που αποτελεί και τη δραματική κορύφωση του έργου. Ο Μπελ περιγράφει με τρόπο αριστοτεχνικό τα στρατιωτικά γυμνάσια, τον τρόμο του μετώπου, όλη την ατμόσφαιρα εκείνων των δύσκολων χρόνων με μια ακρίβεια πραγματικά ανατριχιαστική και ταυτόχρονα επιτυγχάνει να πλάσει ένα μυθιστόρημα γεμάτο αγωνία, ένταση και συγκίνηση.
http://www.metaixmio.gr/


Το τέλος ενός υπηρεσιακού ταξιδιού

Σε ένα μικρό Ειρηνοδικείο του Ρήνου εκδικάζεται μια πολύ περίεργη υπόθεση. Τα γεγονότα είναι ξεκάθαρα, οι συνθήκες όμως άκρως ιδιάζουσες. Κατηγορούμενοι είναι δύο τεχνίτες, πατέρας και γιος, οι οποίοι δεν φτιάχνουν απλώς έπιπλα, αλλά διακατέχονται από μια σχεδόν προκλητική ανεξαρτησία. Συνελήφθησαν, όταν με μεγάλη ικανοποίηση παρακολουθούν ένα τζιπ του στρατού να καίγεται, το οποίο προφανώς προηγουμένως είχαν καταβρέξει με βενζίνη και του είχαν βάλει φωτιά. Η δίκη θα μπορούσε λοιπόν να προσφέρει πρωτοσέλιδα, παραμένει όμως -πιθανώς λόγω κάποιων κυβερνητικών συμφερόντων- στα ψιλά των εφημερίδων. Τα συμβαίνοντα στην αίθουσα του δικαστηρίου έχουν χαρακτηριστικά οικογενειακής συνάθροισης. Όλοι οι παρόντες είναι μεταξύ τους συγγενείς, φίλοι, γείτονες, κι έτσι η δίκη μετατρέπεται σε ένα εξαίσιο ψυχογράφημα της μικρής πόλης.

Η ΧΑΜΕΝΗ ΤΙΜΗ ΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΜΠΛΟΥΜ


Η Κατερίνα Μπλουμ, μια νεαρή και ωραία οικιακή βοηθός, που έπειτα από σκληρή δουλειά έχει καταφέρει να αποκτήσει διαμερισμάκι και -μεταχειρισμένο- Φολκσβάγκεν, γίνεται άθελά της "πρόσωπο της ημέρας": σ' ένα αποκριάτικο πάρτυ, γνωρίζει και ερωτεύεται τον Λούντβιχ Γκαίτεν που, όπως αποδεικνύεται, καταζητείται από την αστυνομία για διάφορα "εγκλήματα". Έτσι η Κατερίνα βρίσκεται άξαφνα στο στόχαστρο του κίτρινου Τύπου -που εκπροσωπείται από την Εφημερίδα- και απελπισμένη από το διασυρμό της, καταφεύγει στη μόνη άμυνα που της απομένει: δολοφονεί τον διεφθαρμένο δημοσιογράφο Ταίτγκες. (ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)




Το τρένο ήρθε στην ώρα του

.. Αν μπορούσα να κλάψω! Πώς να μπορέσω όμως μ όλα αυτά που έχω κάνει; Νιώθω να πονά η καρδιά μου, νιώθω συντριμμένος, όμως δεν μπορώ να κλάψω. Όλοι οι άλλοι μπορούν, ακόμη κι ο ξανθός, εγώ όμως όχι. Θεέ μου, δώσε μου τη δύναμη να κλάψω...
Πρέπει να υπάρχουν κι ένα σωρό άλλα που δεν μπορώ να σκεφτώ αυτή τη στιγμή. Ανθρωποι που περιφρονούσα και σιχαινόμουν και τους πρόσβαλλα νοερά, όπως για παράδειγμα εκείνον που είπε: Ουσιαστικά, τον πόλεμο τον έχουμε ήδη κερδίσει. Μου προκάλεσε αηδία με τα λόγια του κι όμως πίεσα τον εαυτό μου να προσευχηθεί για χάρη του επειδή ήταν τόσο ανόητος. Πρέπει ακόμη να προσευχηθώ για κείνον που είπε ότι τα Ες-Ες θα τα καταφέρουν, και για όλους εκείνους που τραγουδούσαν τον Κυνηγό με τέτοιο κέφι.
Τους μισούσα όλους, όλους εκείνους που πέρασαν με τα τρένα τραγουδώντας τον Κυνηγό... και το Χαϊντεμαρι... και το Η ζωή του στρατιώτη είν η καλύτερη... και το Δική μας σήμερα η Γερμανία, όλος ο κόσμος αύριο. Τους μισούσα όλους, όλους εκείνους που στριμώχνονταν γύρω μου στα τρένα και τους στρατιώτες. Θεέ μου, αυτοί οι στρατιώτες


Δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/






ΗΡΩ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ

 

Η Ηρώ Κωνσταντοπούλου, η οποία γεννήθηκε στις 16 Ιουλίου 1927 και εκτελέστηκε στις 5 Σεπτεμβρίου 1944 σε ηλικία 17 χρονών, ήταν αγωνίστρια της εθνικής αντίστασης.
Οι γονείς της ήταν από τη Σπάρτη. Η ίδια γεννήθηκε κι έζησε στην Αθήνα. Ήταν μαθήτρια Γυμνασίου και οργανωμένη στην ΕΠΟΝ, όπου είχε αναπτύξει έντονη απελευθερωτική δράση, παρά το νεαρό της ηλικίας της. Μιλούσε τέσσερις γλώσσες και όταν τη βασάνιζαν οι χιτλερικοί στην οδό Μέρλιν, όπου βρισκόταν το αρχηγείο της Κομαντατούρ, αναφέρεται ότι τους "μαστίγωνε" στη γλώσσα τους.
Όταν συλλαμβάνεται για πρώτη φορά, ο εύπορος πατέρας της καταφέρνει να την ελευθερώσει. Λίγο πριν την αποχώρηση των Γερμανών, συμμετέχει στην ανατίναξη ενός τρένου που μετέφερε πυρομαχικά και ξανά συλλαμβάνεται στις 31 Ιουλίου 1944. Εκείνη τη μέρα είχε τελειώσει τις απολυτήριες εξετάσεις του Γυμνασίου. Επί τέσσερα μερόνυχτα τη βασάνιζαν να μαρτυρήσει τους συνεργάτες της. Αλλά ούτε τα βασανιστήρια ούτε οι δελεαστικές προτάσεις που τις έκαναν απέδωσαν.
Ηταν τόσο ατρόμητη (εδώ πραγματικά ταιριάζει η λέξη), που ενώ βρισκόταν κρατούμενη στο Χαιδάρι, κατόρθωσε να αποκόψει τα ηλεκτρικά σύρματα και να βυθίσει στο σκοτάδι το στρατόπεδο των SS!
Στις 5 Σεπτεμβρίου του 1944, μαζί με άλλους 49 κρατούμενους, οδηγήθηκε στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Η ζωή της έγινε ταινία το 1981 με τίτλο "17 σφαίρες για έναν άγγελο, η αληθινή ιστορία της Ηρώς Κωνσταντοπούλου"
Χαρακτηριστικό είναι ότι όταν ρώτησαν ένα Γερμανό στρατηγό «γιατί τη σκοτώσατε; Ηταν μόλις 17 χρονών…» εκείνος απάντησε:
 «Γιατί τέτοιοι άνθρωποι είναι επικίνδυνοι για εμάς».

Εκείνη την μέρα εκτελέστηκε και η 16χρονη Αθηνά Χατζηεσθήρ. Είχαν προηγηθεί στις 17 Αυγούστου οι εκτελέσεις των 17χρονων κοριτσιών Διαμαντώς Κουμπάκη και Αθηνάς Μαύρου, οργανωμένες στην ΕΠΟΝ και οι δύο.

Στις 25  Ιουνίου της ίδιας χρονιάς,  Γερμανικό πολυβόλο είχε γαζώσει την 16χρονη ΕΠΟΝίτισσα Ελένη Παπαγεωργίου.

Νικόλας - Ηρώ Κωνσταντοπούλου 

Ακολουθεί ένα κείμενο της ιστορικού και δημοσιογράφου Κατερίνας Μπαλκούρα για την ζωή και την θυσία της Κωνσταντοπούλου.

17 σφαίρες για μια ΕΠΟΝίτισσαΤης Κατερίνας Μπαλκούρα

Η Ηρώ, μαζί με άλλους 49, μεταφέρεται στις 5 Σεπτεμβρίου 1944 στο σκοπευτήριο της Καισαριανής. Εκεί τη γάζωσε το εκτελεστικό απόσπασμα με τόσες σφαίρες όσα ήταν και τα χρόνια της, για παραδειγματισμό.

«Χάνει τα δίκαια του πολίτου εκείνος οπού έγινεν εντόπιος εις ξένον βασίλειον και δε βοηθεί την πατρίδα του κι απ’ εκεί, με όποιον τρόπον ημπορεί, αλλ’ αδιαφορεί εις τας προσταγάς της. Ομοίως κι εκείνος όπου δέχεται οφίκιον ή δούλευσιν ή χαρίσματα από χέρι τυράννου. Ο τοιούτος δε λέγεται πλέον πολίτης, αλλά προδότης…»
Το μικρό αυτό κορίτσι, που έδωσε στους διώκτες της μαθήματα ελευθερίας, θάρρους, αξιοπρέπειας και αυταπάρνησης, ήταν μόλις 17 χρονών όταν την έστησαν στον τοίχο. Η Ηρώ Κωνσταντοπούλου γεννήθηκε στις 16 Ιουλίου 1927 στην Αθήνα από Σπαρτιάτες γονείς. Μαθήτρια ήταν ακόμα του οκτατάξιου Γυμνασίου του Αρσακείου στο Ψυχικό όταν εντάχθηκε, το 1943, στην ΕΠΟΝ.
Ενα κορίτσι από ευκατάστατη οικογένεια, που μιλούσε τέσσερις γλώσσες. Τα νιάτα, το πάθος, η ορμή την έκαναν να δοθεί ολόψυχα στον αγώνα για τη λευτεριά της πατρίδας. Η μικρή Ηρώ, που κάτω από την μπλε ποδιά της έκρυβε από προκηρύξεις μέχρι όπλα, ήταν ένα απ’ τα πιο μαχητικά μέλη της ΕΠΟΝ. Πρώτη στον αγώνα, πρώτη στα μαθήματα, πρώτη σ’ όλες τις εκδηλώσεις εναντίον των κατακτητών. Αφισοκολλήσεις, συνθήματα στους τοίχους, μεταφορά προκηρύξεων και παράνομου υλικού. Προκαλούσε τους Γερμανούς ακόμα και μπροστά στα μάτια τους. Ενα περίεργο παιχνίδι με τον θάνατο ήταν η ζωή της. Δεν γνώριζε τη λέξη κίνδυνος ή μπορεί το πάθος της σ’ αυτό που τόσο δυνατά πίστευε να την εμπόδιζε να δει τον οποιοδήποτε κίνδυνο.
Δεν λύγισε στα βασανιστήρια
Αρχές Ιουλίου 1944 μια ομάδα των Ταγμάτων Ασφαλείας εισέβαλε στο σπίτι της στο Κουκάκι. Αφού τη χτύπησαν, τη μετέφεραν στα κρατητήρια. Δεν λύγισε, δεν φοβήθηκε, δεν πρόδωσε. Αντίθετα, έβριζε τους φονιάδες και τους δωσίλογους. Ο πατέρας της κατάφερε με ένα αρκετά καλό χρηματικό ποσό για τα δεδομένα της εποχής να πετύχει την προσωρινή απελευθέρωσή της. Οι πληγές στο πρόσωπο και στο κορμί δεν τσάκισαν το ηθικό της. Αντίθετα, συνέχισε πιο έντονα τον αγώνα. Συμμετείχε μάλιστα λόγω των άριστων γερμανικών της σε μια από τις πιο δύσκολες επιχειρήσεις.
Στην ανατίναξη ενός γερμανικού τρένου γεμάτου πυρομαχικά και πολεμοφόδια.
Αυτή η πράξη δεν θα μπορούσε να μείνει ατιμώρητη. Η μικρή αποδείχτηκε ένας πολύ επικίνδυνος μπελάς για τους Γερμανούς. Μια ωρολογιακή βόμβα που μπορούσε να σκάσει ανά πάσα στιγμή εκεί που δεν θα το περίμεναν. Ετσι Γερμανοί των Ες Ες τη συνέλαβαν ξανά στις 31 Ιουλίου 1944. Την οδήγησαν στην Κομαντατούρ, στα κρατητήρια της οδού Μέρλιν, όπου τη βασάνιζαν επί 4 μέρες για να μαρτυρήσει τους συνεργάτες της. Είχε μόλις τελειώσει με τις απολυτήριες εξετάσεις της…
Η Ηρώ δεν είπε κουβέντα. Συνέχιζε να «μαστιγώνει» τους βασανιστές της στη γλώσσα τους για να την καταλαβαίνουν καλύτερα. Στους γερμανοντυμένους «Ελληνες» θύμιζε τα λόγια του Ρήγα Φεραίου: «Χάνει τα δίκαια του πολίτου εκείνος οπού έγινεν εντόπιος εις ξένον βασίλειον και δε βοηθεί την πατρίδα του κι απ’ εκεί, με όποιον τρόπον ημπορεί, αλλ’ αδιαφορεί εις τας προσταγάς της. Ομοίως κι εκείνος όπου δέχεται οφίκιον ή δούλευσιν ή χαρίσματα από χέρι τυράννου. Ο τοιούτος δε λέγεται πλέον πολίτης, αλλά προδότης…».
Οι προσπάθειες των δικών της, αυτή τη φορά, να τη σώσουν απέβησαν άκαρπες. Οδηγήθηκε στο Χαϊδάρι, με τα σκυθρωπά κτίρια, τους ψηλούς τοίχους και τα πυκνά συρματοπλέγματα. Ακόμα κι εκεί στην απομόνωση του στρατοπέδου, στο περιβόητο Μπλοκ 15 συνέχιζε τον αγώνα της. Κάποιες γυναίκες θα τις επέλεγαν για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Γερμανίας. Κάποιες κρατούμενες το είδαν σαν λύση στο μαρτύριο που περνούσαν. Η Ηρώ τότε φώναξε: «Ντροπή σας. Δεν είστε Ελληνίδες!… Μα δεν ντρέπεστε; Καμιά δεν πρέπει να πάει στη Γερμανία!… Μα τι φοβάστε… Μη σας τουφεκίσουνε; Καλύτερα να μας τουφεκίσουν παρά να υποστούμε εξευτελισμούς»!
Εκεί μέσα η Ηρώ βρήκε μια δεύτερη μάνα. Ηταν η Λέλα Καραγιάννη, η μεγάλη ηρωίδα που έχασε κι εκείνη τη ζωή της τρεις μέρες μετά. Στην αγκαλιά της η μικρή Ηρώ κοιμόταν κάθε βράδυ κι εκείνη στα μάτια της έβλεπε τα δικά της παιδιά που ήξερε ότι δεν θα τα ξανάβλεπε.
Η συνάντηση με τη Λέλα Καραγιάννη
Από τις 3 Σεπτεμβρίου με κοινή απόφαση του πολιτικού επιτρόπου Νοϊμπάχερ και του στρατιωτικού διοικητή Φέλμι διατάχθηκε η τμηματική αποφυλάκιση ορισμένων κρατουμένων από το Χαϊδάρι. Ωστόσο, η Λέλα Καραγιάννη, μια γυναίκα με απίστευτο ένστικτο, βλέποντας τις κινήσεις μέσα στο στρατόπεδο κατάλαβε ότι κάτι άλλο συνέβαινε. Πλησίασε τότε έναν Ουγγρογερμανό φύλακα, τον Βαλεντίνο, και τον ρώτησε. Εκείνος με σπασμένα ελληνικά της είπε: «Ηρώ αύριο πρωί πρωί…» και με το χέρι του έκανε την ανατριχιαστική κίνηση του δείκτη που τραβάει τη σκανδάλη. Η Ηρώ της. Το κοριτσάκι που κοιμόταν κάθε βράδυ στην αγκαλιά της. Το μυστικό διέρρευσε. Ολες ήταν δακρυσμένες. Μπήκε τότε ο φρουρός φωνάζοντας «Ηρώ Κωνσταντοπούλου». «Εγώ είμαι» είπε περήφανα. «Ερχομαι». Η Λέλα την πλησίασε και της είπε: «Μπράβο, Ηρώ μου. Ετσι πεθαίνουν οι Ελληνίδες» κι έσκυψε και τη φίλησε για τελευταία φορά. Ξημέρωνε 5 Σεπτεμβρίου 1944.
Η Ηρώ μαζί με άλλους 49 μεταφέρεται στο σκοπευτήριο της Καισαριανής. Εκεί οι χιτλερικοί έστησαν στον τοίχο μια έφηβη που δεν είχε καν δικαστεί. Στα μάτια της έβλεπαν όλους όσους δεν κατάφεραν να στήσουν στον τοίχο. Τη γάζωσαν με 17 σφαίρες, όσα ήταν και τα χρόνια της -για παραδειγματισμό όπως είπαν. Η ίδια λίγο πριν οι εκτελεστές της ανοίξουν πυρ σκίζει το φόρεμά της και φωνάζει: «Χτυπάτε! Κτήνη». Οταν ρώτησαν ένα Γερμανό στρατηγό «γιατί τη σκοτώσατε; Ηταν μόλις 17 χρονών…» εκείνος απάντησε: «Γιατί τέτοιοι άνθρωποι είναι επικίνδυνοι για εμάς». Η Ηρώ έπεσε για τη λευτεριά του λαού, λίγες μέρες πριν απελευθερωθεί η Ελλάδα.
Το σώμα της ηρωικής Ελληνίδας, Ηρώς Κωνσταντοπούλου, έγινε λευτεριάς λίπασμα: «Εσύ δε θα μου πεις ευχαριστώ / όπως δε λες ευχαριστώ στους χτύπους της καρδιάς σου / που σμιλεύουν το πρόσωπο της ζωής σου /. Ομως εγώ θα σου λέω ευχαριστώ / γιατί γνωρίζω γιατί σου λέω ευχαριστώ / γιατί γνωρίζω τι σου οφείλω /… Αυτό το ευχαριστώ είναι το τραγούδι μου». (Γιάννης Ρίτσος).
«Υπομονή κι υπομονή, καρτέρι και καρτέρι, και τούτος ο Σεπτέμβρης τη Λευτεριά θα φέρει». Ηταν οι τελευταίοι στίχοι που έγραψε λίγο πριν την πάρουν για εκτέλεση. Η απελευθέρωση ήρθε όντως λίγες μέρες μετά. Οσο για τη λευτεριά… αυτή θα αργούσε ακόμα πολύ.

ΦΩΤΕΙΝΗ ΑΓΓΟΥΡΙΔΑΚΗ - ΚΟΥΦΟΓΑΖΟΥ  " 7 σφαίρες για έναν άγγελο..."
έσταζε ο Ή λιος
μεσ' στα μάτια σου
βαμμένα δειλινά
τα όνει Ρά σου
σημάδεψε ο χρόνος
κι ο εχθρός
την Ώ ρα της αυγής
το πέρασμά σου 
(Φωτεινή.Α.Κ) © 05-09-2014 @ 09:28
 

ΠΗΓΕΣ