Έρνεστ Χέμινγουεϊ ( 21 Ιουλίου 1899 – 2 Ιουλίου 1961 )

 

O Έρνεστ Μίλλερ Χέμινγουεϊ (Ernest Miller Hemingway, 21 Ιουλίου 1899 – 2 Ιουλίου 1961) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Αμερικανούς συγγραφείς του 20ού αιώνα, γνωστός ακόμα και για το δημοσιογραφικό του έργο, με ζωή περιπετειώδη και πολυτάραχη όσο αποτυπώνεται στα βιβλία του. Αποτέλεσε μέλος της αποκαλούμενης «Χαμένης Γενιάς» (Lost Generation) των Αμερικανών λογοτεχνών στο Παρίσι, στις δεκαετίες του 1920 και του 1930. Ανάμεσα στα πιο γνωστά έργα του συγκαταλέγονται Ο Γέρος και η Θάλασσα, Για ποιον χτυπά η καμπάνα και ο Αποχαιρετισμός στα όπλα. Το 1953 τιμήθηκε με το Βραβείο Πούλιτζερ, ενώ τον επόμενο χρόνο βραβεύθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Αγάπησε με πάθος τις ταυρομαχίες, το κυνήγι, τα ταξίδια (εργάστηκε ως πολεμικός ανταποκριτής) και τις γυναίκες (έκανε τέσσερις γάμους)

Ο Χέμινγουεϊ γεννήθηκε το 1899 στο Όουκ Παρκ του Ιλλινόις, κοντά στην πόλη του Σικάγου, αποτελώντας τον πρώτο γιο — και δεύτερο από τα συνολικά έξι παιδιά — του Κλάρενς Έντμοντς Χέμινγουεϊ και της Γκρέις Χωλ. Είχε συνολικά τέσσερις αδελφές και έναν αδελφό, ενώ έλαβε τα ονόματά του από τον παππού του Έρνεστ Χωλ και τον θείο του Μίλλερ Χωλ. Η μητέρα του διέθετε ιδιαίτερη κλίση στο τραγούδι και στο παρελθόν είχε πραγματοποιήσει καριέρα στην όπερα διδάσκοντας παράλληλα μουσική και τραγούδι. Ο πατέρας του ήταν γιατρός, αλλά και ερασιτέχνης ψαράς και κυνηγός, μεταδίδοντας στον Χέμινγουεϊ τη φυσιολατρία και το ενδιαφέρον για τον αθλητισμό. Το Όουκ Παρκ, στο οποίο μεγάλωσε, αποτελούσε μία συντηρητική πόλη, την οποία ο ίδιος αποκάλεσε αργότερα ως πόλη με «ανοιχτές αυλές και στενά μυαλά», ενώ ανατράφηκε σύμφωνα με την παράδοση, σε ένα έντονα θρησκευτικό περιβάλλον.
Κατά τη διάρκεια των γυμνασιακών του σπουδών, ο Χέμινγουεϊ διακρίθηκε για τις επιδόσεις του όχι μόνο στα γράμματα (ειδικότερα στη φιλολογία) αλλά και στα αθλήματα του μποξ και του αμερικάνικου ποδοσφαίρου. Παράλληλα, έγραψε τα πρώτα του άρθρα στην εφημερίδα Trapeze καθώς και στο λογοτεχνικό περιοδικό Tabula του γυμνασίου του. Αποφοιτώντας, δεν συνέχισε τις σπουδές του σε κάποιο κολέγιο, αλλά ξεκίνησε να εργάζεται ως δημοσιογράφος, το 1917, στην εφημερίδα The Kansas City Star, θέση στην οποία τελικά παρέμεινε για μόλις έξι μήνες. Κατά την σύντομη παραμονή του, ο ίδιος έγραψε πως έμαθε τους καλύτερους κανόνες συγγραφής, αναφερόμενος προφανώς στις οδηγίες προς τους δημοσιογράφους, για σύντομες προτάσεις και παραγράφους, ενεργητικά ρήματα και αυθεντικότητα στη γραφή.

Πρώτος παγκόσμιος πόλεμος

Σε ηλικία δεκαοχτώ ετών, ο Χέμινγουεϊ, μετά από προτροπή του πατέρα του, προσπάθησε να καταταχθεί στον Αμερικανικό στρατό για να λάβει μέρος στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Τελικά απορρίφθηκε, πιθανώς εξαιτίας προβλήματος όρασης από το αριστερό του μάτι, ωστόσο δεν έχει διασωθεί ιατρικό αρχείο που να επιβεβαιώνει τον λόγο για τον οποίο απορρίφθηκε. Παρά την αδυναμία του να καταταγεί στον στρατό, τον Δεκέμβριο του 1917, έγινε δεκτός ως εθελοντής οδηγός ασθενοφόρου του Ερυθρού Σταυρού και αφού αποχώρησε από την εφημερίδα όπου εργαζόταν, τον Απρίλιο του 1918 αναχώρησε για το ιταλικό μέτωπο. Αρχικά επισκέφτηκε το Παρίσι και στη συνέχεια ταξιδεψε στο Μιλάνο στις αρχές Ιουνίου, όταν και έλαβε τις πρώτες διαταγές.
Σύντομα ήρθε σε επαφή με την τραγικότητα και τις βαρβαρότητες του πολέμου, έχοντας ως αποστολή την περισυλλογή πτωμάτων. Λίγες εβδομάδες μετά την άφιξή του στην Ιταλία, στις 8 Ιουλίου 1918, ο Χέμινγουεϊ τραυματίστηκε από θραύσματα, ενώ μετέφερε εφόδια στους στρατιώτες και τελικά παρασημοφορήθηκε από το ιταλικό κράτος για την ανδρεία του. Οι εμπειρίες του στο μέτωπο, η ανάρρωσή του σε νοσοκομείο του Μιλάνου μετά τον τραυματισμό του, καθώς και η σχέση που ανέπτυξε με την εθελόντρια νοσοκόμα Άγκνες φον Κουρόφσκι αποτέλεσαν υλικό για το μεταγενέστερο μυθιστόρημά του Αποχαιρετισμός στα όπλα. Η αποτυχία του ειδυλλίου του με την Άγκνες τού προκάλεσε ένα βαρύ ψυχικό τραύμα που τον επηρέασε πολύ στη μετέπειτα ζωή του
.

Πρώτα λογοτεχνικά έργα

Με τη λήξη του πολέμου, ο Χέμινγουεϊ επέστρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες και το Όουκ Παρκ. Το 1920 άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος και ανταποκριτής της εφημερίδας Toronto Star Weekly του Τορόντο. Τον επόμενο χρόνο νυμφεύθηκε τη Χάντλυ Ρίτσαρντσον και για ένα διάστημα έζησαν στο Παρίσι, όπου ο Χέμινγουεϊ γνώρισε αρκετούς λογοτέχνες, ενώ συνδέθηκε φιλικά με τον Σκοτ Φιτζέραλντ, τον Έζρα Πάουντ και τον Τζαίημς Τζόυς. Κάλυψε δημοσιογραφικά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο με σημαντικές ανταποκρίσεις για την καταστροφή της Σμύρνης και την ανταλλαγή πληθυσμών στη Θράκη. Παράλληλα, το 1923 ολοκλήρωσε και το πρώτο του βιβλίο, με τίτλο Τρία διηγήματα και δέκα ποιήματα (Three Stories and Ten Poems), το οποίο εκδόθηκε στο Παρίσι από τον Ρόμπερτ Μακάλμον (Robert McAlmon). Την ίδια χρονιά ο Χέμινγουεϊ επέστρεψε για σύντομο χρονικό διάστημα στην Αμερική λόγω της εγκυμοσύνης της συζύγου του και προκειμένου να γεννηθεί εκεί ο γιος τους υπό καλύτερες συνθήκες. Την περίοδο αυτή εργάστηκε στην εφημερίδα Toronto Daily Star ενώ παραιτήθηκε την 1η Ιανουαρίου 1924 προκειμένου να επιστρέψει οικογενειακώς στο Παρίσι.
Μετά από σχετική σύσταση του Έζρα Πάουντ, ο Φορντ Μάντοξ Φορντ δημοσίευσε διηγήματα του Χέμινγουεϊ στο λογοτεχνικό περιοδικό Transatlantic Review. Την περίοδο 1925-1929 ολοκλήρωσε μερικά από τα σημαντικότερα έργα του, μεταξύ των οποίων η συλλογή διηγημάτων του Στον καιρό μας (In Our Time), το μυθιστόρημα Ο Ήλιος ανατέλλει ξανά (The Sun Also Rises), η συλλογή Άνδρες χωρίς γυναίκες (Men Without Women) και ο Αποχαιρετισμός στα όπλα (A Farewell to Arms, 1929), έργο με το οποίο γνώρισε και σημαντική αναγνώριση και εμπορική επιτυχία. Γνωρίστηκε επίσης με την Γερτρούδη Στάιν, η οποία τον εισήγαγε στον κύκλο των καλλιτεχνών με επίκεντρο την Μονμάρτρη και ειδικότερα τη λογοτεχνική «Χαμένη Γενιά» (Lost Generation) των εξόριστων Αμερικανών συγγραφέων του Παρισιού.

Αμερική

Το 1927 χώρισε με την Χάντλυ Ρίτσαρντσον, νυμφεύθηκε για δεύτερη φορά την Αμερικανίδα Πωλίν Φάιφερ, ανταποκρίτρια μόδας για τα περιοδικά Vanity Fairκαι Vogue, και μαζί εγκαταστάθηκαν τον επόμενο χρόνο στo Κη Γουέστ της Φλόριντα, τόπο που αποτέλεσε μία σταθερή βάση για τον Χέμινγουεϊ τα επόμενα χρόνια. Στις 28 Ιουνίου απέκτησε τον δεύτερο γιο του, τον Πάτρικ ενώ τον Δεκέμβριο του 1928 σημειώθηκε η αυτοκτονία του πατέρα του, ο οποίος αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, καθώς και προβλήματα υγείας. Η δημοσίευση του Αποχαιρετισμός στα Όπλα στις 27 Σεπτεμβρίου 1929, του προσέφερε σημαντική λογοτεχνική και εμπορική αναγνώριση. Το 1932 εκδόθηκε ο Θάνατος στο απομεσήμερο (Death in the Afternoon), έργο στο οποίο ο Χέμινγουεϊ διαπραγματεύθηκε την ταυρομαχία, τόσο εγκυκλοπαιδικά όσο και με αναφορές στη μεταφυσική και θρησκευτική της διάσταση. Υπήρξε θαυμαστής των ταυρομαχιών ήδη από το 1925, μετά από ταξίδια του στην Ισπανία.
Το καλοκαίρι του 1933 ταξίδεψε στην Αφρική όπου συμμετείχε σε σαφάρι για διάστημα περίπου τριών μηνών. Οι εμπειρίες του αποτέλεσαν υλικό για το μυθιστόρημα Οι Πράσινοι Λόφοι της Αφρικής (Green Hills of Africa) που εκδόθηκε το 1935. Τον Μάρτιο του 1937 ο Χέμινγουεϊ ταξίδεψε στην Ισπανία προκειμένου να καλύψει δημοσιογραφικά τον ισπανικό εμφύλιο. Την περίοδο αυτή ανέπτυξε παράλληλα σχέση με την Μάρθα Γκέλχορν, η οποία επίσης κάλυπτε τον πόλεμο, γεγονός που οδήγησε σε ένα δεύτερο διαζύγιο το 1940 και σε έναν τρίτο γάμο του με την Γκέλχορν, λίγες εβδομάδες αργότερα.

Κούβα

Μετά τον τρίτο του γάμο, ο Χέμινγουεϊ εγκαταστάθηκε στην Κούβα, στη βίλα Φίνκα Βίχια (Finca Vigia), κοντά στην Αβάνα. Το συγκεκριμένο σπίτι, αποτέλεσε το πρώτο που αγόρασε ο ίδιος ο Χέμινγουεϊ, έναντι 18.500 δολαρίων. Είχε παλαιότερα ξαναταξιδέψει στην Κούβα, το 1928, και το νησί θα αποτελούσε την βάση του σχεδόν μέχρι τον θάνατό του. Κατά την εποχή που ξέσπασε ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος αρθρογραφεί υπέρ της Δημοκρατίας και ενεργοποιείται γύρω από ομάδες συμπαθούντων που στέλνουν βοήθεια στα δημοκρατικά κυβερνητικά στρατεύματα. Ο ίδιος αποφασίζει να πάρει μέρος στις πολεμικές ανταποκρίσεις στο μέτωπο της Αραγωνίας, όπως και γύρω από την πολιορκημένη από τα στρατεύματα του Φράνκο, Μαδρίτη. Το ξενοδοχείο Φλόριντα στη Μαδρίτη στο οποίο έμενε, συγκέντρωνε τους πιο γνωστούς Αμερικανούς εθελοντές στον πόλεμο, τους οποίους γνώριζε προσωπικά και ήταν φίλος τους, όπως ο Ρόμπερτ Μέρριμαν, αρχηγός των αμερικανικών εθελοντικών ταξιαρχιών και ο άσος πιλότος Φρανκ Γκλάσκοου Τίνκερ, υποσμηναγός της Δημοκρατικής Αεροπορίας. Στις ανταποκρίσεις του από την Ισπανία υπάρχουν προσωπικοί διάλογοι με αυτούς, ακόμα και ποιήματα αφιερωμένα στους νεκρούς του φίλους.
Οι εμπειρίες του αυτές αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για το μυθιστόρημα Για ποιον χτυπά η καμπάνα, το οποίο ολοκλήρωσε στην Κούβα τον Ιούλιο του 1940. Το βιβλίο αναγνωρίζεται σήμερα ως ένα από τα σημαντικότερα έργα του Χέμινγουεϊ και όταν εκδόθηκε είχε μεγάλη εμπορική επιτυχία, λαμβάνοντας και πολύ θετικές κριτικές. Πρόσωπα έμπνευσης για τους πρωταγωνιστές του έργου αυτού ήταν, και με τα ίδια ακριβώς ονόματα, το ζευγάρι Ρόμπερτ και Μάριον Μέρριμαν. Ο Ρόμπερτ του έργου όπως και ο αληθινός Ρόμπερτ Μέρριμαν, και η Μάριον, θα πέσουν μαχόμενοι στην Ισπανία για το καθήκον, όπως αυτοί είχαν ορίσει στον εαυτό τους

Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος

Μετά τη συμμετοχή των Ηνωμένων Πολιτειών στον Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, ο Χέμινγουεϊ οργάνωσε μία επιχείρηση ανακάλυψης γερμανικών υποβρυχίων στις ακτές της Κούβας και των ΗΠΑ. Συγκέντρωσε αρκετούς φίλους και γνωστούς του, ενώ παράλληλα εξόπλισε κατάλληλα το αλιευτικό του σκάφος (γνωστό και ως Pilar). Ονόμασε την οργάνωση αυτή Crook Factory, ωστόσο δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Σύμφωνα με τη σύζυγό του Μάρθα, το εγχείρημα του Χέμινγουεϊ αποτελούσε δικαιολογία ώστε να αποφύγει μία πραγματική δημοσιογραφική αποστολή αλλά και για να διασκεδάσει με τους φίλους του.
Την άνοιξη του 1944, ο Χέμινγουεϊ αποφάσισε τελικά να ταξιδέψει στην Ευρώπη για τη δημοσιογραφική κάλυψη του πολέμου, με πρώτο σταθμό το Λονδίνο. Στο διάστημα αυτό, επήλθε ρήξη στη σχέση με τη σύζυγό του ενώ παράλληλα γνώρισε τη δημοσιογράφο του περιοδικού Time Μαίρη Γουέλς, με την οποία παντρεύτηκαν τελικά (συνολικά για τέταρτη φορά) το 1946. Ο Χέμινγουεϊ επέστρεψε στην Αμερική τον Μάρτιο του ίδιου έτους, μετά τη λήξη του πολέμου.

Τελευταία χρόνια

Το 1950 εκδόθηκε το πρώτο μυθιστόρημα από την εποχή του Για ποιον χτυπά η καμπάνα, με τον τίτλο Across the River and Into the Trees, το οποίο πραγματεύεται μία ρομαντική ιστορία που εκτυλίσσεται στην μεταπολεμική Βενετία. Το μυθιστόρημα έλαβε κακές κριτικές ενταγμένες σε μία γενικότερη αμφισβήτηση της ικανότητάς του να συνεχίσει να δημιουργεί σημαντικά έργα. Η θεώρηση αυτή ανατράπηκε δύο χρόνια αργότερα, με την ολοκλήρωση της νουβέλας Ο Γέρος και η Θάλασσα, το 1951 και την έκδοσή της τον Σεπτέμβριο του 1952. Δημοσιεύτηκε αρχικά στο περιοδικό Life και προκάλεσε πολύ θετικά σχόλια, οδηγώντας τελικά στη βράβευση του Χέμινγουεϊ με το Βραβείο Πούλιτζερ (1953) και το Νόμπελ Λογοτεχνίας (1954).
Αμέσως μετά τη θερμή υποδοχή της νουβέλας, ταξίδεψε αρχικά στην Ισπανία και αργότερα στην Αφρική. Επί αφρικανικού εδάφους, συμμετείχε σε δύο αεροπορικά ατυχήματα τα οποία τού προκάλεσαν σοβαρούς τραυματισμούς. Ενδεικτικό της σοβαρότητάς τους είναι το γεγονός πως αφού επέστρεψε στην Κούβα, του στάθηκε αδύνατο να παραστεί στην απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας, η οποία έλαβε χώρα στις 28 Οκτωβρίου του 1954. Αντ' αυτού, απέστειλε ένα γράμμα, το οποίο διάβασε ο Αμερικανός πρεσβευτής στη Σουηδία, Τζον Κάμποτ, ανακοινώνοντας την αποδοχή του βραβείου εκ μέρους του συγγραφέα.

Θάνατος

Τα επόμενα χρόνια αντιμετώπισε αρκετά προβλήματα υγείας που στάθηκαν εμπόδιο στη συνέχιση του έργου του. Η κατάστασή του επιδεινώθηκε επιπλέον από την υπερβολική χρήση αλκοόλ καθώς και από την κατάθλιψη που εμφάνιζε. Παρά τις αντιξοότητες, κατάφερε να ολοκληρώσει το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα Μία κινητή γιορτή (A Moveable Feast), έργο που τελικά εκδόθηκε μετά τον θάνατό του. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Κούβα τον Ιούλιο του 1960 και εγκαταστάθηκε στην πόλη Κέτσαμ (Ketchum) του Αϊντάχο. Τον ίδιο χρόνο νοσηλεύθηκε στην κλινική Mayo λόγω της υψηλής του πίεσης αλλά κυρίως της κατάθλιψης και της παράνοιάς του. Εκεί υποβλήθηκε και σε θεραπείες με ηλεκτροσόκ (ECT). Σύμφωνα με τον βιογράφο του Jeffrey Meyers, δέχθηκε 11 έως 15 θεραπείες τέτοιου είδους, οι οποίες όμως, όχι μόνο δεν τον βοήθησαν αλλά αντιθέτως είχαν αρνητικά αποτελέσματα, προκαλώντας του απώλεια μνήμης και επιταχύνοντας πιθανά και τη μελλοντική του αυτοκτονία.
Αποπειράθηκε για πρώτη φορά να αυτοκτονήσει την άνοιξη του 1961, και τελικά στις 2 Ιουλίου αυτοπυροβολήθηκε στο κεφάλι με κυνηγετικό όπλο, λίγες ημέρες πριν τα εξηκοστά δεύτερα γενέθλιά του. Ο τάφος του βρίσκεται σήμερα στο καθολικό νεκροταφείο του Κέτσαμ.

Πολιτικές και θρησκευτικές απόψεις

Ο Χέμινγουεϊ ήταν υποστηρικτής της δημοκρατίας και ιδεολογικά ανήκε στην αριστερά, αφού είχε σοσιαλιστικές ιδέες και έδειχνε μεγάλη συμπάθεια στους αναρχικούς. Μάλιστα, πρόσφατα ανακαλύφθηκε ότι η CIA τον είχε καταγράψει σε ένα από τα βιβλία της ως κομμουνιστή πράκτορα της KGB, κάτι που δεν είχε σχέση με την πραγματικότητα. Πάντως ο ίδιος, αν και ήταν αριστερός, είχε και κάποιες απόψεις σε ορισμένα ζητήματα που δεν συμβάδιζαν απόλυτα με τις θέσεις της αμερικανικής αριστεράς. Οι θρησκευτικές του πεποιθήσεις είναι πιο περίπλοκες και σύνθετες. Κατά την επικρατέστερη άποψη ο Χέμινγουεϊ ήταν Χριστιανός καθολικός στην αρχή της ζωής του, αλλά μετέπειτα έγινε άθεος

Ο γέρος και η θάλασσα

«Ο Γέρος και η θάλασσα» (αγγλικά: The Old Man and the Sea‎) είναι νουβέλα που γράφτηκε από τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ το 1951 στις Μπαχάμες και δημοσιεύθηκε το 1952. Το 1953 ο Χέμινγουεϊ έλαβε για αυτό το Βραβείο Πούλιτζερ (Μυθοπλασίας) και η έκδοσή του συνετέλεσε στην απονομή του Βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1954. Το διήγημα αναφέρεται σε έναν γέρο ψαρά που μόνος και αβοήθητος παλεύει απελπισμένα στον ωκεανό, στα ανοιχτά της Κούβας, με έναν τεράστιο ξιφία
Ήρωας της ιστορίας είναι ο Σαντιάγκο, ένας φτωχός και ηλικιωμένος ψαράς που για 84 ημέρες έχει αποτύχει να πιάσει έστω κι ένα ψάρι. Τις πρώτες σαράντα μέρες είχε μαζί του ένα παιδί, τον Μανολίνο, στη συνέχεια όμως βγαίνει μόνος με τη βάρκα για ψάρεμα.
Την επόμενη, 85η ημέρα, κατορθώνει να ψαρεύψει ένα ψάρι τεραστίων διαστάσεων, έναν ξιφία, το οποίο όμως δυσκολεύεται να το τραβήξει στην ξηρά. Αγωνίζεται δυο ολόκληρα μερόνυχτα και στο τέλος πετυχαίνει να νικήσει το ψάρι. Καταπονημένος όπως είναι, αδυνατεί να το ανεβάσει στη βάρκα, λόγω και του τεράστιου βάρους του ψαριού. Έτσι, αποφασίζει να το δέσει στο πλάι και ξεκινά το δρόμο της επιστροφής, κάνοντας όνειρα για τη θριαμβευτική επιστορφή στο χωριό του. Ωστόσο, η τύχη δεν είναι με το μέρος του. Η θάλλασα θα παίξει μαζί του ένα τελευταίο, άσχημο παιχνίδι.Οι καρχαρίες, κατά τη διάρκεια της διαδρομής, κατασπάραξαν το μεγάλο ψάρι που είχε πιάσει ο Σαντίαγκο. Έτσι, όταν πλέον μπαίνει στο λιμάνι, το μόνο που έχει απομείνει να θυμίζει το κατόρθωμα του γερο-ψαρά είναι το μέγαλο άσπρο κόκαλο του ξιφία Είναι νύχτα, και ο Σαντιάγκο ανηφορίζει από το λιμάνι προς την καλύβα του, κουβαλώντας το κατάρτι της βάρκας του. Την επομένη το πρωί εμφανίζεται ο Μανολίνο, που του φέρνει καφέ και μαζί κάνουν σχέδια για μελλοντικές ψαριές. Κατόπιν ο Σαντιάγκο αποκοιμιέται, ονειρευόμενος λιοντάρια που παίζουν στην παραλία.

Απόσπασμα 

«Το ψάρι είναι φίλος μου» είπε δυνατά. «Δεν έχω ξαναδεί ούτε έχω ξανακούσει για κανένα τέτοιο ψάρι». Όμως πρέπει να το σκοτώσω. Πάλι καλά που δεν είμαστε αναγκασμένοι να σκοτώσουμε τ’ αστέρια»
Φαντάσου να έπρεπε κάθε μέρα κάποιος να προσπαθεί να σκοτώσει το φεγγάρι, συλλογίστηκε. Το φεγγάρι σώνεται και χάνεται. Φαντάσου όμως να ήταν αναγκασμένος κάθε μέρα κάποιος να προσπαθεί να σκοτώσει τον ήλιο; Γεννηθήκαμε τυχεροί, σκέφτηκε.
Τότε, λυπήθηκε το μεγάλο ψάρι που δεν είχε τίποτα να φάει μα η απόφασή του να το σκοτωσει δεν κλονίστηκε στιγμή από τη λύπησή του για αυτό. Πόσους ανθρώπους θα ταΐσει, σκέφτηκε. Όμως αξίζουν να το φάνε; Όχι βέβαια. Κανείς δεν είναι άξιος να το φάει, έτσι όπως φέρεται, και έτσι περήφανο που είναι.
Δεν τα καταλαβαίνω αυτά τα πράγματα, σκέφτηκε. Όμως πάλι καλά που δεν είμαστε αναγκασμένοι να προσπαθήσουμε να τα βάλουμε με τον ήλιο, το φεγγάρι ή τ’ αστέρια. Φτάνει που ζούμε από τη θάλασσα και σκοτώνουμε τα αληθινά μας αδέλφια.






Για ποιον χτυπά η καμπάνα

Βασισμένο στις εμπειρίες του από τον Ισπανικό Εμφύλιο, το "Για ποιον χτυπά η καμπάνα" θεωρήθηκε από τους βιβλιοκριτικούς ως το κορυφαίο έργο του συγγραφέα και ένα από τα καλύτερα πολεμικά μυθιστορήματα όλων των εποχών. Περιγράφει τέσσερις μέρες από τη ζωή του ήρωα και πρωταγωνιστή Ρόμπερτ Τζόρνταν, ενός Αμερικανού που έχει σταλεί με την ιδιότητα του δυναμιτιστή, για να ανατινάξει μια στρατηγικής σημασίας γέφυρα. Τέσσερις μονάχα μέρες, στα τέλη της άνοιξης του 1937 στην Ισπανία, και συγκεκριμένα στα δάση γύρω από τη Σεγκόβια. Στη διάρκεια αυτών των κρίσιμων ημερών, ο Τζόρνταν βιώνει συγκλονιστικά τον έρωτα στο πρόσωπο της πανέμορφης και βασανισμένης Μαρίας, το φόβο και την αγωνία σε μια σπαρασσόμενη από τον Εμφύλιο χώρα, την αφοσίωση και τη φιλία, αλλά και τη δεισιδαιμονία στα πρόσωπα των Ισπανών ανταρτών. Παντού γύρω του ελλοχεύει ο θάνατος, που δίνει σε όλα τα συνθήματα μια ολότελα διαφορετική διάσταση και ένταση. (ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)


Κεντρικό πρόσωπο του βιβλίου είναι ο Αμερικανός ιδεαλιστής καθηγητής Ρόμπερτ Τζόρνταν, ο οποίος εγκαταλείπει την πατρίδα του και πηγαίνει στην Ισπανία για να πολεμήσει για την δημοκρατία κατά τη διάρκεια του ισπανικού εμφυλίου πολέμου.
Εκεί γνωρίζεται με μία ομάδα ντόπιων ανταρτών που αποτελείται από τρεις άνδρες και δύο γυναίκες και όλοι μαζί καταστρώνουν σχέδια για την ανατίναξη μιας γέφυρας. Μέσα στη σκληρότητα του πολέμου αναπτύσσεται κι ένα συναίσθημα ανάμεσα στον Τζόρνταν και μια νεαρή αντάρτισσα και το ζευγάρι προσπαθεί να βρει κάποιο νόημα στον παραλογισμό του πολέμου και στη δική του αβέβαιη θέση.
Η στιγμή για την ανατίναξη φτάνει, η αποστολή πετυχαίνει, όμως γίνεται φανερό ότι ο πόλεμος έχει χαθεί. Ο Ισπανός αρχηγός των ανταρτών, σπρωγμένος από δειλία και φόβο, προδίδει την ομάδα στους εχθρούς και στη μάχη που ακολουθεί ο Τζόρνταν τραυματίζεται βαριά.
Θα μπορούσε να είχε σωθεί αν ακολουθούσε την υπόλοιπη ομάδα ή θα μπορούσε να υπακούσει στην αγάπη της συντρόφου του και στην επιθυμία του να ζήσουν μαζί. Όμως μετράει η αίσθηση του καθήκοντος, αφού η πίστη του είναι ότι και η παραμικρή προσπάθεια κατά του φασισμού, αξίζει να γίνει. Πείθει λοιπόν τους άλλους να φύγουν, ενώ ο ίδιος βρίσκει τον θάνατο χρησιμοποιώντας τον εαυτό του για να καθυστερήσει την φάλαγγα των φασιστών.

Μηνύματα και αντιδράσεις
Παρά το ότι η βάση του βιβλίου είναι ο πόλεμος και ο θάνατος που βρίσκονται παντού, κατά βάθος το μυθιστόρημα έχει ξεκάθαρες και σοβαρές πολιτικές σκέψεις. Οι χαρακτήρες του δεν είναι άφοβοι και άτρωτοι, όμως αγαπούν την ζωή και γι αυτό μάχονται γι αυτήν, παρ' ότι πολλές φορές αναρωτιούνται αν αξίζει τον κόπο. Γι αυτούς, δημοκρατία σημαίνει επιβίωση.
Ο χρόνος που γράφτηκε και δημοσιεύτηκε το βιβλίο έχει ιδιάζουσα σημασία. Αν και επικρίθηκε, ειδικά από τους πολιτικούς, σαν μια παραμορφωμένη εικόνα του ισπανικού εμφυλίου πολέμου, ολόκληρο το μυθιστόρημα και ειδικά οι απόψεις του ήρωά του επηρέασαν την αμερικανική κοινή γνώμη σε μια εποχή που ολόκληρη η χώρα προσπαθούσε να αποφασίσει αν έπρεπε να πάρει μέρος στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο βοηθώντας τους Βρετανούς κατά των Γερμανών ή να παραμείνει θεατής, καθώς τα συμφέροντά της δεν θίγονταν άμεσα.
Η πρόθεση του συγγραφέα ήταν να μεταδώσει την πίστη ότι κανένας δεν μπορεί να μένει αμέτοχος σε ότι συμβαίνει γύρω του. Είναι υπεύθυνος, γι αυτό και υποχρεωμένος να λάβει μέρος. Όλο αυτό το «πιστεύω» βρίσκεται συμπυκνωμένο στην πρώτη σελίδα του μυθιστορήματος, σε απόσπασμα από ένα έργο του ποιητή Τζον Ντον (John Donne) του 1624 με τίτλο "Devotions upon Emergent Occasions", στο οποίο αναφέρεται η φράση «...Και γι' αυτό ποτέ μη στείλεις να μάθεις για ποιον χτυπά η καμπάνα. Χτυπά για σένα».


Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/













ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ( 24 Νοεμβρίου 1922 - 2 Ιουλίου 1978 )

 

Φίλε ή αντίπαλε μην τ' αναγγείλεις πουθενά.
Δεσμώτης τήδε ίσταμαι τοις ένδον ρήμασι πειθόμενος.



Ο Άρης Αλεξάνδρου (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Αριστοτέλη Βασιλειάδη) γεννήθηκε στο Λένινγκραντ, γιος του Βασίλη Βασιλειάδη που καταγόταν από την Τραπεζούντα και της εσθονικής καταγωγής ρωσίδας Πολίνα Άντοβνα Βίλγκεμσον. Η οικογενειακή του γλώσσα ήταν τα ρωσικά. Μετά από δύο χρόνια παραμονής στη Θεσσαλονίκη (1928-1930) εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα και έμεινε σε μια προσφυγική πολυκατοικία. Στην Αθήνα έμαθε ελληνικά στο δημοτικό σχολείο και το 1933 γράφτηκε στο Βαρβάκειο Γυμνάσιο, όπου συνδέθηκε φιλικά με τον Αντρέα Φραγκιά. Οι δυο φίλοι μαζί με τους Γεράσιμο Σταύρου, Χρίστο Θεοδωρόπουλο και Λεωνίδα Τζεφρώνη δημιούργησαν μια μυστική ομάδα μαρξιστικού προσανατολισμού κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά, στα πλαίσια της οποίας συνέχισαν να δρουν και κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Το 1940 ο Άρης έδωσε εξετάσεις στο Πολυτεχνείο και στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών χωρίς επιτυχία, πέτυχε όμως στις εξετάσεις της ΑΣΟΕΕ, στις οποίες πήρε μέρος λίγο αργότερα. Το 1941 προσχώρησε μαζί με τους συντρόφους του σε κομμουνιστική οργάνωση από μέλη της πρώην ΟΚΝΕ, από την οποία αποχώρησε ένα χρόνο αργότερα. Μετά την επανέναρξη των μαθημάτων στις πανεπιστημιακές σχολές επέστρεψε στην Ανωτάτη Εμπορική, εγκατέλειψε όμως τις σπουδές του λίγους μήνες αργότερα και ξεκίνησε τη μακροχρόνια μεταφραστική του εργασία στον εκδοτικό οίκο Γκοβόστη, στα πλαίσια της οποίας πρωτοχρησιμοποίησε το όνομα Άρης Αλεξάνδρου. Παράλληλα πήρε μέρος σε αντιφασιστικές εκδηλώσεις παραμένοντας εκτός οργανώσεων. Το 1944 τον συνέλαβαν τα αγγλικά στρατεύματα κατά τα Δεκεμβριανά και στάλθηκε στο στρατόπεδο Ελ Ντάμπα στη Βόρειο Αφρική, από όπου επέστρεψε το 1945. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου εξορίστηκε στο Μούδρο (1948-1949), τη Μακρόνησο (1949), τον Άγιο Ευστράτιο (1950-1951). Ως το 1958 έζησε στις φυλακές Αβέρωφ, Αίγινας και Γυάρου μετά από καταδίκη του Στρατοδικείου Αθηνών για ανυποταξία. Το 1959 παντρεύτηκε την Καίτη Δρόσου

Αμέσως μετά την επιβολή της δικτατορίας του Παπαδόπουλου έφυγε για το Παρίσι, όπου έκανε διάφορες χειρονακτικές δουλειές ενώ εργάστηκε επίσης ως συντάκτης στο λεξικό Robert ως το 1974, οπότε ξανάρχισαν οι αναθέσεις μεταφράσεων από έλληνες εκδότες. Ο Άρης Αλεξάνδρου πέθανε στις 2 Ιουλίου του 1978 από αλλεπάλληλα καρδιακά εμφράγματα σε ηλικία 56 χρόνων. Ως μεταφραστής συνεργάστηκε και με άλλους έλληνες εκδότες, καθώς επίσης με τα περιοδικά Ελεύθερα Γράμματα (1946) και Εποχές (1963) · κείμενά του δημοσίευσε στα περιοδικά Καλλιτεχνικά Νέα, Καινούρια Εποχή , Επιθεώρηση Τέχνης, Εποχές, Η συνέχεια. Το 1946 εκδόθηκε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο Ακόμα τούτη η Άνοιξη. Ακολούθησαν οι συλλογές Άγονος γραμμή (1952) και Ευθύτης οδών (1959). Τιμήθηκε με το βραβείο ειρήνης στο φεστιβάλ της Μόσχας του 1962. Το έργο του Άρη Αλεξάνδρου τοποθετείται στο χώρο της μεταπολεμικής ελληνικής λογοτεχνίας. Με το ποιητικό του έργο διέγραψε την πορεία από τον στρατευμένο υπέρ του κομμουνισμού λόγο στην έκφραση της απογοήτευσης για το μάταιο των αγώνων και στην ειρωνεία. Ως σταθμός ωστόσο στην ιστορία της νεώτερης λογοτεχνίας μας θεωρήθηκε το μυθιστόρημά του Το Κιβώτιο, που ολοκληρώθηκε το 1972 μετά από εφτά χρόνια συγγραφής και εκδόθηκε από τον Κέδρο το 1975.

http://www.ekebi.gr/


Το πρώτο ταξίδι του Άρη Αλεξάνδρου και της Καίτης Δρόσου εκτός Ελλάδας, το 1964 στο Παρίσι.
ΑΠΟ https://donteverreadme.wordpress.com/



 ΠΟΙΗΜΑΤΑ 
Θα επιμένεις 

Όσο ψηλά κι αν ανεβείς εδώ θα παραμένεις.
Θα σκοντάφτεις και θα πέφτεις εδώ μες στα χαλάσματα
χαράζοντας γραμμές
εδώ θα επιμένεις δίχως βία
χωρίς ποτέ να καταφύγεις στη βολική απόγνωση
ποτέ στην περιφρόνηση
κι ας έχουν σήμερα τη δύναμη εκείνοι που οικοδομούνε ερημώσεις
κι ας βλέπεις φάλαγγες ανθρώπων να τραβάν συντεταγμένοι
για το ξυλουργείο
να δέχονται περήφανοι
την εκτόρνευσή τους
και να τοποθετούνται στα αυστηρά τετράγωνα
σαν πιόνια.
Εσύ θα επιμένεις σαν να μετράς το χρόνο με τις σειρές
των πετρωμάτων
σάμπως νάσουν σίγουρος πως θαρθεί μια μέρα
όπου οι χωροφύλακες κ' οι επαγρυπνητές θα βγάλουν τις στολές τους.
Εδώ μες στα χαλάσματα που τα σπείραν άλας
θέλεις δε θέλεις θα βαδίζεις
υπολογίζοντας την κλίση που θάχουν τα επίπεδα
θα επιμένεις πριονίζοντας τις πέτρες μοναχός σου
θέλεις δε θέλεις πρέπει ν' αποχτήσεις έναν δικό σου χώρο.
****


Η στενογραφία της νεκρής ζώνης (5)


Είπες πως δε θέλεις μήτε να νικήσεις
Είπες πως δε σε νοιάζει
τούτος ο ήλιος τρεις οργιές πιο πάνω απ’ το Λαύριο
μήτε το χρώμα της σημαίας
κ’ η προσοχή
κ’ η υποστολή
κ’ οι φαντάροι που προσμένουν να αποδώσουν τις τιμές
πυροβολώντας σε την πλάτη.

Λοιπόν,λίγο κουράγιο ακόμα
Όποιος βρεθεί με άλογο
του μένει να τραβήξει για την ήττα
καβαλάρης.
Άη - Στράτης 1951

****

Ανεπίδοτα Γράμματα
Στίχοι: Άρης Αλεξάνδρου
Μουσική: Μιχάλης Γρηγορίου
1. Αφροδίτη Μάνου & Σάκης Μπουλάς





Επιταγές και δέματα
Τα κανονίζεις όπως όπως
Τριάντα τα εκατό πενήντα τα εκατό
Μα ποιος θα πάρει τη μισή μου ξενιτειά;
Ποιος θα δεχτεί να πάρει
Τριάντα τα εκατό απ’ τη μισή μου ξενιτειά

Πλάι στη θάλασσα μαζί σου
Είχα μπορέσει να πετάξω
Δυο βότσαλα στην άκρη του γιαλού
Και μας πιτσίλισαν λιακάδα

Δεν ξέρω αν διαβάζεις ανάμεσα στις δέκα μου αράδες
Πόσο πολύ μου λείπει το βορινό παράθυρο κλειστό
Μην τύχει και κρυώσει
Ένα φλιτζάνι τσάι που αχνίζει
Τα περιστέρια των χεριών σου

Λέω να κλείσω τα παντζούρια
Μήπως και μείνει τίποτα απ’ το σούρσιμο της χτένας
Στα μαλλιά σου
Λέω ν’ ανεβάσω το φιτίλι
Μη μου χαθεί η φωνή σου

****
Ανατολή ηλίου

στον Γιάννη Pίτσο

Είταν η ώρα που επρόκειτο να ανάψουνε οι φανοστάτες. Δεν είχε καμιά αμφιβολία, τόξερε πως όπου νάναι θα ανάβανε, όπως και κάθε βράδυ άλλωστε. Πήγε και στάθηκε στη διασταύρωση, για την ακρίβεια στη νησίδα ασφαλείας, για να δει τούς φανοστάτες να ανάβουν ταυτόχρονα, τόσο στον κάθετο, όσο και στον οριζόντιο δρόμο.
Με το κεφάλι ασάλευτο, έστριψε το δεξί του μάτι δεξιά, το αριστερό του αριστερά. Περίμενε, μα οι φανοστάτες δεν ανάβανε. Τα μάτια του κουράστηκαν, άρχισαν να πονάνε, σ’ εκείνη την άβολη στάση. Σε λίγο δεν άντεξε και έφυγε.
Ωστόσο, το επόμενο σούρουπο, πιστός στο καθήκον, πήγε και ξαναστάθηκε στη νησίδα του. Οι φανοστάτες και πάλι δεν ανάψανε, ούτε εκείνο το βράδι, ούτε τις άλλες νύχτες, μα τα μάτια του συνήθιζαν λίγο λίγο, δεν κουράζονταν πια, δεν πονούσαν.
Και κάποτε, εκεί που στεκόταν και περίμενε, χάραξε εντελώς ξαφνικά. Εντελώς ξαφνικά, είδε τον ήλιο να ανατέλλει, ταυτόχρονα, απ’ τον κάθετο δρόμο κι απ’ τον άλλον, τον οριζόντιο.Παρίσι 1971

****

Ολόκληρη νύχτα

Όπου νάναι θα κλείσει το στερνό παραθύρι στην άκρη της βροχής.
Κατακαθίζει το νερό στα σκαλοπάτια.
Τι ξένο που είναι απόψε το τσίγκινο τραπέζι κάτω απ’ τη μαρκίζα
Γυμνό και ξεχασμένο δίχως τον ίσκιο των χεριών της.
Κανείς. Ένα δημοτικό φανάρι μουσκεύει μες στη νύστα σου.

Πίσω απ’ τα σακιά με το τσιμέντο νυχτοπερπάτητο σκοτάδι
Σκυφτό σκοτάδι και η σκουριά που αχνογυαλίζει στα βρεγμένα συρματόσκοινα.

Ώρα να πιάσει βάρδια το φεγγάρι.

Σαββατόβραδο κ’ οι ταβέρνες κλειστές
Μουλιάζει ο χρόνος στο καπέλο του ζητιάνου
οι δρόμοι αποτραβιούνται σε άδειες κάμαρες
και μόνο εκεί στο μαξιλάρι μένουνε
ακόμα μένουνε τα αποχτενίδια του ύπνου της.

Μια συνοδεία νοτισμένα αστέρια έστριβε απ’ τη γωνία της χαραυγής.
Απίθωνα στα χείλη της το αλάτι της αγάπης.
Ύστερα μας έπαιρνε το κύμα. Ταξιδεύαμε μαζί
σαν μια φωνή που σβήνει στο πηγάδι.


Ένα μικρό φεγγάρι σκαλωμένο μες στα σύννεφα
ένα μικρό φεγγάρι σύννεφο.

Ξύπναγε σαν φύτρωνε στην άκρη του γιαλού
ένα κοχύλι φρέσκος ήλιος.
Καλημέρα. Ένα μικρό φεγγάρι
έσβηνε στη φωνή της.

Έβλεπα τα χέρια μου και είταν μονάχα δυο
μέτραγα τα μάτια μου και είταν μονάχα δυο
μουλιάζουν τώρα μες στο καπέλο του ζητιάνου
μονάχα δυο.
(1947)
 ****
Ποιητική

1
Αξίζει δεν αξίζει
στέλνω τις εκθέσεις μου σε χώρες που δε γίνανε ακόμα
προδίνω τις κινήσεις ενός ήλιου
που πέφτει την αυγή δίπλα στις μάντρες
επικυρώνοντας με φως
τις εκτελέσεις

2
Η κάθε μου λέξη
αν την αγγίξεις με τη γλώσσα
θυμίζει πικραμύγδαλο.
Απ’ την κάθε μου λέξη
λείπει ένα μεσημέρι με τα χέρια της μητέρας δίπλα στο ψωμί
και το φως που έσταζε απ’ το παιδικό κουτάλι στην πετσέτα.

3
Η μόνη ξιφολόγχη μου
είταν το κρυφοκοίταγμα του φεγγαριού απ’ τα σύννεφα.
Ίσως γι’ αυτό δεν έγραψα ποτέ
στίχους τελεσίδικους σαν άντερα χυμένα
ίσως γι’ αυτό εγκαταλείπουν ένας-ένας τα χαρτιά μου
και τους ακούω στις κουβέντες όσων δε μ’ έχουνε διαβάσει.

Άη-Στράτης 1951

Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/




Τζώρτζης Μολφέτας ( 1871 – 2 Ιουλίου 1916 )

 


Ο Τζώρτζης Μολφέτας (πραγματικό όνομα Γεώργιος, Αργοστόλι, 1871 – Αθήνα, 2 Ιουλίου 1916 ) ήταν σατιρικός ποιητής, εκδότης και μουσικός από την Κεφαλονιά.


Τζώρτζης Μολφέτας, ο εριστικός κιθαρωδός της ποίησης


ο συγγραφέας, ο εκδότης, ο μουσικός, ο φυλακισμένος ποιητής


Ειρήνη Καραγιαννίδου

-7 Νοεμβρίου 2018

ΟΤζώρτζης Μολφέτας, «ο δηκτικότατος κεφαλλήν, όστις, μετά τον Λασκαράτον, υπήρξε ο πνευματωδέστερος και ιδιορρυθμότερος όσω και ο πλέον πρωτότυπος των σατυρικών ποιητών της Κεφαλληνίας» [1], παραμένει ίσως μία από τις ανεξερεύνητες πνευματικές μορφές της Κεφαλονιάς. Ο Γεώργιος, όπως ήταν το βαπτιστικό του όνομα, γεννήθηκε στο Αργοστόλι το 1871, εξήντα χρόνια μετά από τον άλλο μεγάλο σατυρικό της Κεφαλονιάς, τον Αντρέα Λασκαράτο.

Η οικογένειά του ανήκε στην μεσαία τάξη της εποχής. Ο πατέρας του, που ήταν κτηματίας αλλά ασκούσε και το επάγγελμα του δικολάβου, προόριζε τον γιο του για σπουδές στη νομική, παρότι ο Τζώρτζης ήταν ένας μέτριος μαθητής, -μάλιστα είχε μείνει σε μία τάξη του Ελληνικού Σχολείου και η διαγωγή του είχε μειωθεί σε μετρία-.

Με το που τελείωσε το σχολείο το 1891, ο Μολφέτας άρχισε να εκδίδει την σατυρική εφημερίδα με τίτλο «ο Κολόμπος»: «Αφού έγεινε για ψωμί το μάτι μου γαρίδα / και είδα πως στον άμμο χτηώ με της δουλειές που κάνω /έτσι απεφάσισα κι’ εγώ να βγάνω εφημερίδα / προτού της πίνας φίλοι μου στους δρόμος αποθάνω». Το εγχείρημά του απέδωσε, αφού «ο Κολόμπος» κυκλοφόρησε για δύο χρόνια, με το τελευταίο σωζόμενο φύλλο να χρονολογείται τον Ιανουάριο του 1893. Στην ίδια εφημερίδα [2], αναγγέλεται η απόφαση του ποιητή να φύγει για την Αθήνα, -για να σπουδάσει στη Νομική όπως ήθελε ο πατέρας του-, καθώς και η πρόθεσή του να εκδώσει τον «Αίσωπο», ένα έντυπο της ίδιας λογικής με αυτής του «Κολόμπου».

Στην Αθήνα ο Μολφέτας, μέσω του Κεφαλονίτη σατυρικού Χαράλαμπου Αννίνου, «εισχώρησε» στους συγγραφικούς κύκλους, -γνωρίζεται ήδη με τον διαπρέποντα έτερο σατυρικό ποιητή Γεώργιο Σουρή-, και άρχισε να εκδίδει τον «Αίσωπο».


Στην εφημερίδα του «Αίσωπος» «αποθη-σαυρίζονται στίχοι πολιτικής και κοινω-νικής σάτυρας πρώτης δυνάμεως» [4], σε μία αβίαστη γλώσσα, κράμα Δημοτικής και καθαρεύουσας, δια-νθισμένης με ξένα γλωσσικά ιδιώματα, σατυρίζοντας κυρίως υπαρκτά πρόσωπα ή φανταστικούς χαρακτήρες, καθώς και γεγονότα της πολιτικής και της κοινωνικής ζωής. Οι κριτικές που έλαβε ο Μολφέτας από τον τύπο της εποχής, ήταν ευνοϊκές· «Νέος Σουρής ανεφάνη στον ποιητικό ορίζοντα», έγραφε ο Γ. Γαβριηλίδης στην εφημερίδα «Ακρόπολη», και συνέχιζε: «Γεώργιος μεν και αυτός το όνομα, Μολφέτος δε το επίθετο. Είναι Κεφαλλήν, εικοσαετής με έξυπνη φυσιογνωμία και όλο γελά. Το περίεργο ύφος, η ευφυΐα, η πλοκή των στίχων και η ύλη των, όλα έχουν μίαν σπανίαν πρωτοτυπίαν».

Έλα ν΄ακούσεις νωβιτές και γλέντια και μεθύσια,
Επήγα στην πανήγυρι που γίνεται στα Σίσσια.
Κι΄εθαύμασα Λειβαθηνούς, αφράτους ποδογύρους
Είδα παπάδες ευλαβείς, είδα και καλογήρους.
Διάφορα παπλώματα, βελέτζες μαξιλάρια
Κι΄εχόρτασε το μάτι μου γαϊδούρια και μουλάρια.

Εξαιτίας όμως της νοσταλγίας και της αγάπης που έτρεφε για το νησί του, επέστρεψε στην γενέθλια γη και έγινε εκδότης μιας ακόμα εφημερίδας, του «Ζιζανίου», η εφημερίδα στην οποία θα αφήσει όλο το πνευματικό του έργο, -γραμμένο σε εμπνευσμένους σκωπτικούς στίχους-. «…Το Ζιζάνιον, είχεν ως υπογραμόν κατά τον ρυθμόν τον «Ρωμηόν» του Σουρή, με τον διαλογικόν τύπον και την γοργή ποικιλίαν του μέτρου[…]. Επί μακρά έτη, η εφημερίς του, υπήρξε το καύχημα και το εντρύφημα των απανταχού γης εγκατασπαρμένων Κεφαλλήνων, ου μόνον διά την εν αυτή εκάστοτε αναπαράστασιν της ιδιορρύθμου ζωής της νήσου των εις όλας τας εκδηλώσεις της, αλλά και διά το παιγνιώδες ύφος και τους επιχώριους ιδιωματισμούς της γλώσσης, τους προσδίδοντας κάποιο ιδιαίτερον θέλγητρον προσωδίας» [5]. Κάτω από τον τίτλο της, υπήρχε το δίστιχο-σημείωση: «Εφημερίς Σατυρική περφέτα/που πάντοτε θα γράφεται με στίχους του Μολφέτα».

Ληξούρι κι΄Αργοστόλι είναι δυό τόποι
που τσώφτιασ΄ο Θεός ξαποστινάρικα
να ζούνε και να μένουνε ανθρώποι
που μοιάζουνε με ζώα καματάρικα.
Τόποι μικροί σα νάτανε δυό μάντρες
Που κλειώνται σαν αρνιά γυναίκες κι΄άντρες.

Ήταν Πρωτοχρονιά στα 1894, όταν κυκλοφόρησε το τακτικό φύλλο του «Ζιζάνιου» και ο Γεώργιος Μολφέτας ξεκινούσε τον ποιητικό του λόγο με κάλαντα «Καλήν εσπέρα, Έλληνες, αν ήνε ορισμός σας Τας συμφοράς ψάλλωμεν του έθνους μας τάς τόσας», σχολιάζοντας την δεινή κατάσταση της χώρας ένα χρόνο μετά την ανακοίνωση της πτώχευσης, και τις προσπάθειες που έκανε ο Ανδρέας Συγγρός, ο οποίος στήριζε τον Τρικούπη. Στο ίδιο τεύχος, σχολίαζε με τον τρόπο του την έκρηξη βόμβας που σκοπό είχε να πλήξει τον Ανδρέα Συγγρό, -ο οποίος δεχόταν επιθέσεις από τους πολιτικούς και επιχειρηματικούς του αντιπάλους-, επικρίνοντάς τον ότι αυτός ήταν η αιτία να χρεοκοπήσει η χώρα. Στη συνέχεια ακολουθούσε ένα σατιρικό του ποίημα που αναφερόταν στους ξένους οικονομολόγους, -που ήλθαν από την Ευρώπη, για να δουν που χωλαίνει η χώρα και να αυξήσουν τη φορολογία-.

«Εκ της Ευρώπης έρχονται τρεις οικονομολόγοι να ιδούν τίς τού κράτους μας τούς πόρους κατατρώγει αλλά καθώς εβγήκανε περίπατο στο δρόμο τους έκλεψαν τα ρούχα τους απάν από τον ώμο, και φοβηθέντες οι πτωχοί μη πάθουν τί χειρότερο πρωί-πρωί, εφύγανε οι δυο το γρηγορότερο».

Ακολουθώντας πιστά το ποίημα των κεφαλλονίτικων καλάντων, ο Μολφέτας σκιαγράφησε και κατέκρινε την πολιτική του Τρικούπη, προσδίδοντάς του και τα χαρίσματα και τα μειονεκτήματα που είχε:

«Πάλιν ακούσατε Έλληνες, πάλιν να σας ειπώμεν πως δεν εσκαπουλήσαμεν αλλά χρεωκοπούμεν, και συνεπώς θα γείνωμεν αγαπητοί μου φίλοι εις όλα τα βασίλεια, οι Έλληνες ρεζίλι. Κάμνω λοιπόν αρχήν καλήν επαίνους να συνθέσω τον ένδοξον Χαρίλαον δια να επαινέσω και να σας πω τα τραύματα που έφερεν ατός του, με την δαιμόνιον ισχύν που ήτο βοηθός του.
Πρώτος αυτός μας άλλαξε Χριστόν και Παναγίαν ενώ δεν εγνωρίζαμεν από φορολογίαν…Τι να πολυλογώ λοιπόν τα προτερήματά του όλοι κοινώς τα ξεύρετε τα καταρθρόματά του και όλοι να θυμώσαστε εν ώρα εκλογών, πως ούτος είν’ αίτιος των τόσων μας πληγών. Ιδού όπου σας είπαμεν όλην την υμνωδίαν ευχόμενοι με όλην μας την άκακον καρδίαν έτη πολλά και όλβια, αγαπητοί να ζήσετε πλην βουλευτήν Τρικουπικόν να μη ξαναψηφίσετε.
Και σας καλονυχτίζωμεν πέρετε κοιμηθήτε και όσοι είσθαι πλούσιοι πρέπει να θυμηθήτε πως ο Μολφέτας ο πτωχός που γράφει το Ζιζάνιον βλέπει το φράγκο σήμερον σαν ένα πράγμα σπάνιον και δεν του κακοφαίνεται καθόλου αν θελήσετε την τσέπη του την άχαρη με τέτοια να στολίσετε.
Κι ο άγιος Βασίλειος ας σας διαφυλάττη από το κάθε θηλυκό που ίσως σας ταράττει».

Μετά τα καυστικά κάλαντα για τον Τρικούπη και την παρέα του, ακολουθούσε ένας ποιητικός σατιρικός διάλογος μεταξύ των χαρακτήρων Μαρή και Σουσάνη, οι οποίοι μιλούσαν για τοπικά θέματα της ζωής του Αργοστολίου. Το τέλος της τρίτης σελίδας αυτής της έκδοσης, έκλεινε με το μοίρασμα των μποναμάδων προς τους άρχοντες της πόλης και του νησιού

«Στον Δήμαρχόν μας- Προτομήν εκ γύψου του Τρικούπη, και σ΄ ένα δίσκον ζαμπλακέ του Στρόκου το καλούπι. Σ’ τους βουλευτάς μας άπαντας- Σταυρούς ιπποτισμού, ως σήμα ικανότητος και πατριωτισμού. Εις τον Δεσπότην- Συλλογήν αρίστην των εικόνων όσων εχειροτόνησεν ιεροδιακόνων. Σ’ τον αστυνόμον Τρίκαρδον- Μοσχάτου έναν μπότη, να λησμονήση ευθυμών του Γεναριού την πρώτη. Εις τον προσφόλη- Χάρτινη της κάμαρας μια βέστα (και άμποτες ογρήγορα, να χάση και τα ρέστα.) Εις άνθρωπον της Θέμιδος- Κομμάτι μπαμπουρλέ, και ντάμας επινώτιον, κολόρ, καφέ ω λέ».
.
Τις παραμονές κάθε εκλογικής αναμέτρησης στην Κεφαλονιά αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα, η εφημερίδα «Ζιζάνιο» είχε την τιμητική της. Ήταν τότε που όλοι οι πολιτικοί ζητούσαν την φιλία του Μολφέτα για να αποφύγουν την πολεμική του και τα αποτελέσματα που μπορούσε να τους χρεώσει κάθε στίχος της εφημερίδας του σατυρικού ποιητή [6].

Την σάτιρα του αυτή, βέβαια, -όπως ήταν φυσικό για την Κεφαλονιά αλλά και την Ελλάδα εκείνης της εποχής-, ο Μολφέτας την πλήρωσε ακριβά. Δυο φορές βρέθηκε στο εδώλιο του κατηγορουμένου, καταδικάστηκε και φυλακίστηκε.


Χαρακτηριστική είναι η επιστολή διαμαρτυρίας που εστάλη προς τον σατυρικό ποιητή, από κάποιον πολύ υψηλό «φιλοξενούμενο» στο Αργοστόλι, στα χρόνια των Βαλκανικών πολέμων. Διαμαρτυρόμενος ήταν ο Τούρκος διοικητής Χίου, ο Ζιχνή Πασσάς, ο οποίος αιχμαλωτίστηκε μετά την πτώση της Χίου. Η επιστολή εστάλη με αφορμή το ποίημα, αλλά και έναν σατυρικό διάλογο που είχε γράψει στο «Ζιζάνιο» για την πτώση του Μπιζανίου, λίγο καιρό νωρίτερα.

«Κύριε Διευθυντά του Ζιζανίου, ο υποφαινόμενος, σας απευθύνει διττήν παράκλισιν. Πρώτον, να μη παίζετε με την Θρησκείαν των αιχμαλώτων και να μη θίγετε τα θρησκευτικά των αισθήματα, διότι οι Νόμοι του Πολιτισμού, σας το επιττάσουν. Δεύτερον. Μη προσπαθείτε να μεγαλώνετε και να εκβαθύνετε την τάφρον της αντιπαθείας, την οποίαν αρκετά ήδη εβάθυνεν η επίσημος δημοσίευσις, καθότι οι κανόνες της Τιμής, Σας το απαγορεύουν. Παρακαλώ να δημοσιεύσητε ταύτην την επιστολήν εις την εφημερίδα σας, ως απάντησιν των εις το τελευταίον φύλλον της γραφομένων Σας // Μεθ΄υπολήψεως ΖΙΧΝΗΣ»

Ο Μολφέτας απάντησε:
«Σας τον εδημοσίευσα τον ιραδέ σας Μπέη!/Μ΄ ακούσετε παρακαλώ κι εμένα τον μπεμπέη (το μωρό)/Εν ΄πρώτοις, ήθελα πολύ να μάθω ποίοι νόμοι/σας κάνουν κι΄ υπογράφεσθε με δίχως παρανόμι./Ποιος ήταν ο πατέρας σου και ποια η φαμελιά σου/και ποίος λόγος σ΄ έκαμε να βγης από τη φωληά σου/και με το μερμελέχι σου (τ΄ ασκέρι σου) να πας μέσα στη Χίο/για να σκλαβώσης το φτωχό …Ελληνικό στοιχείο…/Τους Νόμους του πολιτισμού που μου τους αναφέρεις/χαρά σ΄ εμένα Μπέη μου, αν ήθελε τους…ξέρεις!/Γιατί ποτέ δεν θ΄ άφηνες τον γέρο Μουχαμέτη/νάρτη ν΄ αρχίση το σπαθί σε κάθε βιλαέτι/κι ό΄τι μπροστά του εύρισκε ρημάδι να το κάνη/και να μας πάρη Γιάννενα , την Πάργα και Μπιζάνι,/και τώρα ν΄ αναγκάζωμαι το αίμα μου να χύσω/για να μπορέσω, Μπέη μου, να σας τα πάρω πίσω./Το ξέρω πως του λόγου σου δεν είσαστ΄ από εκείνους,/που προκαλούσαν κάποτε γυναικοπαίδων θρήνους/και παραδέχομαι μουσιού, πως είσαι θυμωμένος/μ΄ αυτά τα αστεία πωκανε το ένδοξό σου γένος,/αλλά εγώ σ΄ ομολογώ/χωρίς να αυξάνω πιο πολύ την…τάφρο με το βούρκο/πως δεν μπορώ αγάπη μου, να συμπαθήσω Τούρκο!/Αυτά λοιπόν περί …Τιμής/που γράφετε σ΄ εμένα, /θαρρώ πως εκ παραδρομής/θα τα χετε γραμμένα!/Καθ΄ όσον ουτ΄ οι στίχοι μου έχουν ποτέ κακία,/ούτε που αστειεύομαι με κανενός Θρησκεία!/Εγώ αν θέλεις μπέη μου, να με καλοξετάσης/ασπάζομαι το Δόγμα σας μετ΄ ευλαβείας πάσης./Τώρα που το πηγούνι μου μ΄ αυτά τα κρύα τρέμει/μακάρι να μ΄αφίνανε νάχω κι΄ εγώ…Χαρέμι! /Όσο για τη Θρησκεία σου, είναι θρησκεία πρώτης,/Από ψυχής την ευλογώ, /Σαράντα θάπαιρνα κι΄εγώ/αν μ ‘ άφιν΄ ο…..Δεσπότης!/Πλην ατυχώς την άδεια μόνο για μίαν βγάνει/κι΄ όλο μ΄ εκείνη θα περνάς , σου κάνει δεν σου κάνει!/Κι αν κάμης πως παραμιλείς ή πως αυθαδιάζεις/σου στέρνει διαζύγιο κι έτότες…ξεπαγιάζεις!/Το ξέρω πως του λόγου, καθώς σου είπα πάλι,/ δεν συμφωνείς παντάπασι μ’ αυτά που κάνουν άλλοι,/που τους παπάδες σφάζουνε και τους Μητροπολίτες/και μας περνούν για φιφτυτού και για κοσμοπολίτες, /αλλά ο κόσμος, μπέη μου, δεν ειμπορεί να ξέρη/ποιος ταύτα ….ένστικτα εν τη ψυχή του φέρει/και ποίος ο Οθωμανός ο πεπολιτισμένος./Κατά συνέπειαν λοιπόν και άρα κι΄ επομένως/οι Τούρκοι σου που σήμερα γυρίζουν στ΄ Αργοστόλι/για τον κοσμάκη φαίνονται το …ίδιο πως είν΄ όλοι!/Ούτως λοιπόν εφέντη μου, εχόντων των πραγμάτων/και λόγω εκκρεμοτήτος αυτών των ζητημάτων,/εις του ξενοδοχείου σου καθόσουνε τη ζέστα/και μη μου κάνης γράμματα να μου ζητάς τα …ρέστα!Πάρε του Χότζα την Ευχή/νάβρης…ουρί με μπρίο/κι΄ άσεμε ΄με τον δυστυχή/πωπέθαν΄ αφ ΄το κρύο!/Άσεμε όπως τάβρηκα να τα κλωθογυρίζω/ταύτα και σε ασπάζομαι χωρίς να σε γνωρίζω!»[7]

(Στις 8 Μαρτίου 1907 στον Πυργετό της Λάρισας, δολοφονήθηκε ο Μαρίνος Αντύπας, από τους πρώτους Έλληνες Σοσιαλιστές. Έναν χρόνο πριν τη δολοφονία του είχε κατέβει υποψήφιος βουλευτής «των εργατικών και χωρικών τάξεων» της Κεφαλλονιάς, που τότε προσπαθούσε να συγκροτηθεί σε Κόμμα Αρχών στις εκλογές του 1906. Ο φίλος του Γεώργιος Μολφέτας, του αφιέρωσε το παραπάνω ποίημα).

[10]

«Η σάτιρα του Μολφέτα δεν διακρίνεται από την τυφλή δηκτικότητα του ηθικιστή Λασκαράτου, ούτε από την άτεχνη έκχυση χολής της εξημμένης διάνοιας του Γιωργαντάρα, ούτε από την απογοήτευση και πικρία του Άβλιχου και του Ξυδάκτυλου. Είναι μια σάτιρα γνήσιου, σεμνού, καλοσυνάτου χαμόγελου. Δεν έχει σκοπό να απεκδύσει το αντικείμενό της για να αποκαλύψει κάποια δύσμορφη γυμνότητα. Τα τρωτά, τα στρεβλά, η υποκρισία προσώπων και κοινωνιών, για τον Μολφέτα μοιάζουν με πύργους από τραπουλόχαρτα, που με ένα αβρό χάδι του, ένα απαλό φύσημά του γκρεμίζονται και αυτό που μένει είναι το ανεπιτήδευτο, το γνήσιο, το αληθές, αυτό που τελικά ο καθένας έχει μέσα του και αποτελεί το κοινό κάθε κοινωνίας και που ο Μουσικός Ποιητής ξέρει ότι υπάρχει και μπορεί να το δει.

Εις τα Βλαχάτα μπαίνουμε και βλέπουμε τις Βλάχες
τι ευτυχής που θάσουνα τέτοιες γυναίκες νάχες.
Ποτέ δεν θα σ΄ωγύρευαν απρεμιντί και τσάγια
και μπάλους και γενέθλια και Μάγερα και Βάγια.
Αυτές πουν΄όλο φρόνηση και αρετή γιομάτες
μονάχα σου γυρεύουνε αγγούρια και ντομάτες.

Δεν είναι τυχαίο ότι σε δύο – τρεις περιπτώσεις, που ο Μολφέτας έχασε την ψυχραιμία του ή την αισθητική του ή ξέφυγε η πένα του και έθιξε υπερβολικά κάποια πρόσωπα, ο στίχος του είναι τόσο μουσικός, τόσο άψογος, που, χωρίς και ο ίδιος να το θέλει, ξεχνάει ο αναγνώστης το ατόπημα και κρατά την αρμονία της ποίησης» [11].

Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/









Έρμαν Έσσε (2 Ιουλίου 1877 – 9 Αυγούστου 1962)

 

Είναι δυνατό κάποιος να μην έχει παραβιάσει ποτέ ούτε έναν νόμο, και παρ’ όλα αυτά να είναι παλιάνθρωπος.


Ο Έρμαν Έσσε (Hermann Hesse, 2 Ιουλίου 1877 – 9 Αυγούστου 1962) ήταν Γερμανός λογοτέχνης. Ο Έσσε γεννήθηκε στο Καλβ της Βυρτεμβέργης στη Γερμανία το 1877. Ξεκίνησε να εργάζεται ως βιβλιοπώλης και, παράλληλα, συνέγραφε. Έγινε γρήγορα γνωστός με τα ποιήματα και τα μυθιστορήματά του. Το 1904 δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα, Πήτερ Κάμεντσιντ. Το 1946 τιμήθηκε με το βραβείο Γκαίτε και το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας και το 1955 με το βραβείο Ειρήνης του Γερμανικού Συνδέσμου Εμπορίας Βιβλίων. Απεβίωσε στις 9 Αυγούστου του 1962.

Κεντρικό θέμα του έργου του είναι η υπαρξιακή θρησκευτική προβληματική του ανθρώπου. Στα έργα του (Ντέμιαν, Σιντάρτα, Ο λύκος της στέπας, κ.α.) συναντώνται συχνά μοτίβα του γερμανικού ρομαντισμού, θέματα από την ινδική και κινεζική φιλοσοφίακαι ψυχαναλυτικές θεωρίες.

Αναλυτική εργοβιογραφία

2 Ιουλίου 1877: Ο Έρμαν Έσσε γεννιέται στο Καλβ της Βυρτεμβέργης. Δεύτερο παιδί του ιεραποστόλου Γιοχάννες Έσσε και της Μαρίας, χήρας Ίσενμπεργκ, το γένος Γκούντερτ. Η πατρική του οικογένεια είναι γερμανοβαλτικής καταγωγής, ενώ η μητρική του σουηδοελβετικής. Ο πατέρας του, ύστερα από σύντομη ιεραποστολική περιοδεία στην Ινδία, προσλαμβάνεται ως βοηθός του πεθερού του Χέρμαν Γκούντερτ, ονομαστού ινδολόγου και ιεραποστόλου, στην Εκδοτική Ένωση του Καλβ.
1881-1886 Ο Έρμαν διαμένει με τους γονείς του στην Βασιλεία. Ο πατέρας του διδάσκει στην ιεραποστολή τής πόλης και, το 1883, αποκτά την ελβετική υπηκοότητα.1886-1889Η οικογένεια Έσσε επιστρέφει στο Καλβ (Ιούλιος) όπου ο Έρμαν παρακολουθεί μαθήματα στο Πρακτικό Λύκειο.
1890-1891Ενώ σπουδάζει στο Λατινικό σχολείο, προετοιμάζεται για τις κρατικές εξετάσεις της Βυτεμβέργης. Η συμμετοχή του σε αυτές(1891) είναι προϋπόθεση για δωρεάν εκπαίδευση στους ευαγγελικούς θεολόγους στο Ίδρυμα του Τύμπινγκεν.
1892Συμμετέχει στο Ευαγγελικό Θεολογικό Σεμινάριο στο μοναστήρι του Μάουλμπρον, από το οποίο, μετά από επτά μήνες, δραπετεύει. Αποπειράται να αυτοκτονήσει (Ιούνιος). Μετά από την απόπειρα κλείνεται σε νευρολογική κλινική (Ιούλιος-Αύγουστος). Αποθεραπεύεται και παραμένει για μικρό χρονικό διάστημα στο Γυμνάσιο της πόλης Κάνστατ (Νοέμβριος).
1893Τον Οκτώβριο μαθητεύει στο βιβλιεμπόριο στο Έσλινγκεν, αλλά μετά από τρεις μέρες πηγαίνει στο Καλβ για να εργαστεί δίπλα στον πατέρα του.
1894-1895Μαθητεύει για 15 μήνες ως μηχανικός στο εργοστάσιο Περότ του Καλβ. Κάνει σχέδια για να ξενιτευτεί στη Βραζιλία.
1896-1898Εργάζεται στο βιβλιοπωλείο του Χέκενχαουερ στο Τύμπινγκεν. Εκδίδεται στη Βιέννη η πρώτη ποιητική του συλλογή με τίτλο :Η γερμανική πατρίδα των ποιητών. Ακολουθεί η έκδοση του βιβλίου Ρομαντικά τραγούδια τον Οκτώβριο του 1898
1899Γράφει το μυθιστόρημα Παλιάνθρωποι. Το βιβλίο Μια ώρα μετά τα μεσάνυχτα εκδίδεται τον Ιούνιο . Τον Σεπτέμβριο μετοικεί στη Βασιλεία, όπου ασχολείται με ένα βιβλιοπωλείο.
1900Γράφει άρθρα για την εφημερίδα Αλγκεμάινε Σβάιτσερ Τσάιτουνγκ.
1901Από το Μάρτιο μέχρι τον Μάιο κάνει το πρώτο του ταξίδι στην Ιταλία, επισκεπτόμενος τις πόλεις Φλωρεντία, Ραβέννα, Βενετία). Από τον Αύγουστο μέχρι τις αρχές του 1903 εργάζεται ως πωλητής βιβλίων στο Μπάσλερ. Εκδίδονται το φθινόπωρο τα Κατάλοιπα γραπτών και ποιημάτων.
1902-1903Εκδίδεται η ποιητική συλλογή με τίτλο Ποιήματα. Λίγο μετά την έκδοση του βιβλίου πεθαίνει η μητέρα του. Μέσα στο 1903 ερωτεύεται τη Μαρία Μπερνούλι.
1904Εκδίδεται ο Πέτερ Κάμεντσιντ. Νυμφεύεται τη Μαρία Μπερνούλι. Ελεύθερος συγγραφέας και συνεργάτης σε πολλές εφημερίδες και περιοδικά (Ντι Προπυλέεν, Μίνχενερ Τσάιτουνγκ, Ράιν Λάντε, Σιμπλιτσίσιμους, Ντερ Σβάμπενσπιγκελ, Βίττενμπεργκ Τσάιτουνγκ). Γράφει δύο βιογραφίες, Βοκκάκιος και Φραγκίσκος της Ασίζης, που εκδίδονται από τους Σούστερ και Λέφλερ στο Βερολίνο και στη Λειψία αντίστοιχα.
1905Το Δεκέμβριο γεννιέται ο γιος του Μπρούνο.
1906Εκδίδεται το βιβλίο Κάτω από τον τροχό. Ο Έσσε γίνεται συνεκδότης του περιοδικού Μερτς.
1907Εκδίδεται η συλλογή διηγημάτων Από τη δώθε μεριά. Χτίζει ένα σπίτι στο Γκάιενχοφεν.
1908Εκδίδονται τα διηγήματα με τίτλο Γείτονες.
1909Τον Μάρτιο γεννιέται ο δεύτερος γιος του Χάινερ.
1910Εκδίδεται το μυθιστόρημα Γερτρούδη.
1911Τον Ιούλιο γεννιέται ο τρίτος γιος του Μάρτιν. Η ποιητική συλλογή που φέρει τον τίτλο Καθ' οδόν εκδίδεται από τον εκδοτικό οίκο Γκέοργκ Μίλερ στο Μόναχο. Από τον Σεπτέμβριο μέχρι τον Δεκέμβριο ταξιδεύει στην Ινδία συντροφιά με τον ζωγράφο Στουρτσενέγκερ.
1912Εκδίδεται το Λάθος δρόμοι. Ο Έσσε εγκαταλείπει για πάντα την Γερμανία και μετοικεί, μαζί με την οικογένειά του, στην Βέρνη της Ελβετίας, όπου εγκαθίσταται στο σπίτι του, νεκρού πλέον, ζωγράφου Άλμπερτ Βέλτι.
1913Από τις Ινδίες. Σημειώσεις ενός ταξιδιού στην Ινδία που εκδίδονται από τον εκδοτικό οίκο Σ. Φίσερ.

1914Το Μάρτιο εκδίδεται Το μονοπάτι του αλόγου. Δημοσιεύει αναρίθμητα άρθρα και ανοιχτές επιστολές σε γερμανικές, ελβετικές, αυστριακές εφημερίδες και περιοδικά.
1915Εκδίδεται το Κνουλπ με υπότιτλο «Τρεις ιστορίες από τη ζωή του Κνουλπ». Δραστηριοποιείται στο Σύλλογο Προστασίας Γερμανών Φυλακισμένων της Βέρνης. Τα διηγήματα με τον τίτλο Στο δρόμο εκδίδονται στη Κωνσταντία. Την ίδια εποχή εκδίδονται άλλες δύο συλλογές με διηγήματα: Μουσική του μοναχικού και Όμορφη είναι η νιότη.
1916Ο θάνατος του πατέρα του, η επερχόμενη σχιζοφρένεια της γυναίκας του και η ασθένεια του νεότερου γιου του τον οδηγούν σε νευρικό κλονισμό. Πρώτη ψυχοθεραπεία από τον μαθητή του Καρλ Γιουνγκ, τον Λανγκ, στο σανατόριο Σόνματ στη Λουκέρνη. Παρ' όλη την κακή ψυχική του κατάσταση, γίνεται συνεκδότης της Γερμανικής διεθνούς εφημερίδας και εκδότης του Κυριακάτικου Ταχυδρόμου για τους Γερμανούς αιχμαλώτους πολέμου.
1917Δημοσιεύει κείμενά του σε εφημερίδες και περιοδικά με το ψευδώνυμο Εμίλ Σινκλέρ. Ξανακοιτάζει τα χειρόγραφα του Ντέμιαν.
1918-1919Εκδίδεται ανώνυμα το βιβλίο Η επιστροφή του Ζαρατούστρα (δυο λόγια στη γερμανική νεολαία από έναν Γερμανό). Η γυναίκα του διακόπτει την υπό περιορισμό νοσηλεία της. Λόγω της αδυναμίας της γυναίκας του, αναθέτουν προσωρινά τη φύλαξη των παιδιών τους σε φίλους. Τον Μάιο μετοικούν στη Μοντανιόλα του Τιτσίνο, στην κατοικία Κάζα Καμούτσι, όπου παραμένουν μέχρι το 1931. Ο Μικρός κήπος(βιώματα και ποιήματα) εκδίδεται στη Λειψία. Ακόμη, εκδίδεται και το Ντέμιαν (η ιστορία ενός νέου), το οποίο υπογράφει ο Έσσε με το ψευδώνυμο Εμίλ Σινκλαίρ. Κυκλοφορεί η συλλογή Μύθοι, καθώς γίνεται και συνεκδότης του περιοδικού Βίβος Βόκο.
1920Εκδίδονται τα Ποιήματα του ζωγράφου (δέκα ποιήματα με ζωγραφικά σχέδια). Το ίδιο έτος εκδίδονται τα δοκίμια για τον Ντοστογιέφσκι με τον τίτλο Βλέμμα στο χάος. Την ίδια εποχή εκδίδονται δύο συλλογές διηγημάτων: Το τελευταίο καλοκαίρι του Κλίνκσορ και Οδοιπορία (σημειώσεις με χρωματιστές εικόνες από τον συγγραφέα). Επανεκδίδεται Η επιστροφή του Ζαρατούστρα, με το όνομα πλέον του συγγραφέα.
1921Εκδίδεται η συλλογή Εκλογή ποιημάτων. Συναντάται στη Ζυρίχη με τον Καρλ Γιουνγκ. Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί το βιβλίο Επτά ακουαρέλες από το Τεσίνο.
1922Εκδίδεται το βιβλίο του Σιντάρτα.
1923: Οι σημειώσεις του Σινκλαίρ είναι το επόμενο βιβλίο του. Από την άνοιξη της ίδιας χρονιάς διαμένει τακτικά για ξεκούραση στο Μπάντεν κοντά στη Ζυρίχη. Διαλύεται ο γάμος του με τη Μαρία Μπερνούλι (Ιούνιος). Γίνεται Ελβετός υπήκοος.
1924Νυμφεύεται την Ρουθ Βένγκερ. Τέλος Μαρτίου επιστροφή στη Μοντανιόλα.
1925Εκδίδεται το βιβλίο Παραθεριστής. Ταξίδι στην Ουλμ, στο Μόναχο, στο Άουγκσμπουργκ και στη Νυρεμβέργη (Νοέμβριος).
1926Εκδίδεται Το βιβλίο με τις εικόνες. Εκλέγεται μέλος της Πρωσικής Ακαδημίας Ποίησης.
1927Εκδίδονται τα βιβλία Ταξίδι στη Νυρεμβέργη και Ο λύκος της στέππας. Με την ευκαιρία εορτασμού των 50 χρόνων από τη γέννηση του Έσσε εκδίδεται από τον Ούγκο Μπαλ η πρώτη βιογραφία του συγγραφέα. Με επιθυμία της συζύγου του Ρουθ, διαλύεται και ο δεύτερος γάμος του Έσσε.
1928Εκδίδονται τα βιβλία Παρατηρήσεις και Κρίση.
1929Ακολουθούν τα Παρηγοριά της νύχτας και Μια βιβλιοθήκη της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
1930Ο Έσσε εκδίδει το Νάρκισσος και Χρυσόστομος.
1931Μετακομίζει σε νέο σπίτι στα προάστια της Μοντανιόλα, που το έχτισε και το παραχώρησε ο Χανς Κ. Μπάντμερ στον Έσσε για όλη του τη ζωή. Νυμφεύεται την ιστορικό της τέχνης Νόνον Ντόλμπιν από το Τσέρνοβιτς. Εκδίδει το διήγημα Δρόμος ένδον.
1932Κυκλοφορεί το διήγημα Ταξίδι στην ανατολή.
1933Η επιλογή διηγημάτων Μικρός κόσμος εκδίδεται από τον οίκο Σ. Φίσερ στο Βερολίνο.
1934Ο Έσσε γίνεται μέλος της Ένωσης Ελβετών Συγγραφέων. Το Από το δέντρο της ζωής είναι το επόμενο βιβλίο του.
1935Εκδίδεται Το βιβλίο των μύθων.
1936Παρουσιάζει μια ποιητική συλλογή με τον τίτλο Ώρες στον κήπο. Τον Σεπτέμβριο έχει την πρώτη προσωπική επαφή με τον Πέτερ Ζούρκαμπ.
1937-1942Εκδίδονται τα βιβλία Εις μνήμην και Νέα ποιήματα. Το ανάπηρο παιδί κυκλοφορεί με έξοδα του συγγραφέα . Την ίδια περίοδο ο εκδοτικός οίκος Φίσερ εξασφαλίζει τα δικαιώματα του βιβλίου του Έσσε Το παιχνίδι με τις χάντρες. Κυκλοφορούν όλα τα ποιήματά του σε συνοπτική έκδοση με τίτλο Ποιήματα.
1943Το παιχνίδι με τις χάντρες εκδίδεται με τον υπότιτλο: Η προσπάθεια περιγραφής της ζωής του Λούντι Γιόζεφ Κνεχτ και των γραπτών που άφησε πίσω του.
1944Η Γκεστάπο συλλαμβάνει τον Ζούρκαμπ, εκδότη του Έρμαν Έσσε.
1945Εκδίδονται τα βιβλία Μπέρτχολντ και Ονειροταξίδια.
1946: Το βιβλίο Πόλεμος και ειρήνη εκδίδεται στη Ζυρίχη από τους Φρετς και Βάσμουτ. Την ίδια χρονιά τα έργα του Έσσε επανεκδίδονται στη Γερμανία, στους εκδοτικούς οίκους Ζούρκαμπ και Φίσερ. Του απονέμεται το βραβεία Γκαίτε της πόλης Φρανκφούρτης του Μάιν. Μετά από μικρό χρονικό διάστημα η Σουηδική Ακαδημία του απονέμει το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.
1950 Ο Έσσε μαζί με τον Ζούρκαμπ αποφασίζουν την ίδρυση ενός εκδοτικού οίκου, ο οποίος αρχίζει τη λειτουργία του τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς.1951Τα βιβλία Πρόσφατη πόζα και Γράμματα κυκλοφορούν από τον Ζούρκαμπ.
1952-1953Με την ευκαιρία των 75ων γενεθλίων του Έσσε εκδίδονται από τον Ζούρκαμπ τα Άπαντα ποιημάτων σε 6 τόμους.
1954Ακολουθούν Οι μεταμορφώσεις του Πίκτορ από τον ίδιο. Ακόμη εκδίδεται η αλληλογραφία Έρμαν Έσσε- Ρομέν Ρολάν.
1955Εκδίδεται η συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο Εξορκισμοί. Του απονέμεται το βραβείο Ειρήνης του γερμανικού βιβλιεμπορίου.
1956Θεσμοθετείται το βραβείο Έρμαν Έσσε της Γερμανικής τέχνης της Βάδης- Βυτεμβέργης.
1957Εκδίδονται τα άπαντα του Έσσε από τον Ζούρκαμπ
.1958-1961Ακολουθεί η συλλογή Σκαλοπάτια, η οποία αποτελείται από παλαιά και καινούργια ποιήματα.
9 Αυγούστου 1962: Ο Έρμαν Έσσε πεθαίνει σε ηλικία 85 ετών στη Μοντανιόλα.

ΒΙΒΛΙΑ - ΕΠΙΛΟΓΗ 

Ο ΛΥΚΟΣ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ 


Ο μελαγχολικός Χάρρυ Χάλλερ ζει σε ένα νοικιασμένο δωμάτιο. Η απέχθεια που νιώθει για τον μοντέρνο τρόπο ζωής τον ωθεί να μένει μόνος - σαν ένας λύκος της στέπας. Και παρόλο που αποζητά την ανθρώπινη ζεστασιά και τη συντροφικότητα, αδυνατεί να συμβιβαστεί με την υποκρισία των αστικών αξιών. Ωστόσο, γνωρίζοντας την ανέμελη αλλά και απατηλή Ερμίνε θα νιώσει τα ψήγματα μιας πιθανής ευτυχίας.
Ο Χάλλερ αγωνίζεται να συμβιβάσει την αρχέγονη, άγρια φύση του λύκου με τις επίπλαστες κοινωνικές επιταγές. Διχασμένος ανάμεσα στην ύλη και στο πνεύμα, προσπαθεί να ανακαλύψει τη βαθύτερη φύση του και να συμφιλιωθεί με τους ανθρώπους και τη ζωή. Μεταθέτοντας τα όρια μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, ο Χάρρυ Χάλλερ επιδιώκει να βγει από την απομόνωση, ανασύροντας από τα σκονισμένα κιτάπια της καθημερινότητας τη μέθεξη και την ελευθερία.
Ο λύκος της στέπας εκδόθηκε το 1927 και ήταν το μυθιστόρημα που χάρισε στον Έσσε την παγκόσμια αναγνώριση. Αποτελεί ένα δυνατό ανάγνωσμα, που ιχνηλατεί τα σκοτεινά μονοπάτια της ανθρώπινης ψυχής και μας παρασύρει στη δίνη του. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Αποσπάσματα 

Όποιος έχει γευτεί εκείνες της μέρες.. με τον φριχτό πονοκέφαλο που ριζώνει πίσω απ' τις κόρες των ματιών και σε κάνει- σε κάνει να καταριέσαι φρικτά κάθε κίνηση του ματιού και του αυτιού από απλή ευχαρίστηση στον πόνο. Όποιος λοιπόν γεύτηκε αυτές τις μέρες της κόλασης, είναι ευχαριστημένος με μέρες κοινές σαν τη σημερινή και γεμάτος ευγνωμοσύνη κάθεται δίπλα στη ζεστή σόμπα...

Κι αν πράγματι ο κόσμος είχε δίκιο, αν αυτή η μουσική στα καφενεία, αν αυτές οι μαζικές διασκεδάσεις, αν αυτοί οι άνθρωποι που είναι ικανοποιημένοι με τόσα λίγα, έχουν δίκιο, τότε εγώ έχω άδικο, τότε είμαι τρελός, τότε είμαι πράγματι ο λύκος της στέπας, όπως συχνά αποκαλούσα τον εαυτό μου, το ζώο που χάθηκε σ' ένα κι ακατανόητο κόσμο, και δεν μπορεί να βρει μια πατρίδα, αέρα και τροφή.

Κάπου μακριά, σε πράσινες κοιλάδες κάποιοι υγιείς άνθρωποι καλλιεργούσαν σταφύλια και πάταγαν το κρασί για να μπορούν σε διάφορα μέρη του κόσμου, πολύ μακριά απ' αυτούς, μερικοί απογοητευμένοι και σιωπηλοί αστοί, οι αμήχανοι λύκοι της στέπας, να βρίσκουν λίγο κουράγιο και λίγο κέφι μέσα στα ποτήρια τους. Ποιος θυμόταν εκείνο το μικρό λυγερόκορμο κυπαρίσσι ψηλά στο βουνό πάνω απ' το Γκούμπιο, που μια κατολίσθηση το 'χε τσακίσει στη μέση, κι' όμως αυτό κρατήθηκε στη ζωή κι έβγαλε έναν καινούργιο βλαστό? Ποιος δικαίωνε την εργατική νοικοκυρά του πρώτου ορόφου και την πεντακάθαρη αροκάρια της? Ποιος διάβαζε τις νύχτες πάνω απ' το Ρήνο τα συννεφογραψίματα της ομίχλης? 

Ο λύκος της στέπας... 

Και ποιος έψαχνε στα χαλάσματα της ζωής του κάποιο νόημα, ποιος υπέφερε το φαινομενικά ανόητο, ποιος ζούσε το φαινομενικά τρελό, ποιος ήλπιζε μυστικά μέσα στο τελικό χάος να βρει την αποκάλυψη και την ύπαρξη του θεού?

Στα σημάδια του λύκου της στέπας διέκρινες τον άνθρωπο της νύχτας. Το πρωί ήταν γι' αυτόν μια άσχημη ώρα, που την φοβόταν και ποτέ δεν του είχε φέρει τίποτα καλό.

Όχι, δεν ήταν, για τίποτα που πέρασε δεν ήταν κρίμα. Κρίμα είναι μόνο για το σήμερα και το τώρα, για όλες αυτές τις αμέτρητες ώρες και μέρες που έχανα, που υπέφερα μόνο, και οι οποίες ούτε δώρα έφερναν ούτε συγκινήσεις. 

Είμαι περίεργος να δω πόσα μπορεί ν' αντέξει ένας άνθρωπος. όταν φτάσω τα όρια της αντοχής, το μόνο που θα κάνω είναι ν' ανοίξω την πόρτα και θά 'χω σωθεί. 

Ο αστός είναι έτσι απ' τη φύση του, ένα πλάσμα με αδύναμο ζωτικό ένστικτο, φοβισμένο, που φοβάται ακόμα και στον εαυτό του να παραδοθεί. 

Βλέπουμε ότι έχει ισχυρές παρορμήσεις, τόσο για να γίνει άγιος όσο και άθλιος, αλλά λόγω κάποιας αδυναμίας ή αδράνειας δεν κατάφερε να πάρει φόρα και να βγει στο ελεύθερο σύμπαν και παρέμεινε δεμένος στην τροχιά του μητρικού πλανήτη της αστικής κοινωνίας. 

Να ζεις στον κόσμο σαν να μην ήταν ο κόσμος, να τηρείς τους νόμους κι όμως να είσαι υπεράνω τους, να κατέχεις ''σαν να μην κατέχεις'', ν' απαρνιέσαι σαν να μην ήταν άρνηση.

Όμως τα πράγματα στη ζωή δεν είναι τόσο απλά όπως μέσα στις σκέψεις μας κι ούτε τόσο χοντροκομμένα όπως στη φτωχή μας γλώσσα των ηλιθίων.

Επειδή είμαι κάτι σαν καθρέφτης σου, γιατί υπάρχει μέσα μου κάτι που σε νιώθει και σου δίνει μια απάντηση. Και θα' πρεπε κανονικά, όλοι οι άνθρωποι να είναι τέτοιοι καθρέφτες και να επικοινωνούν έτσι ο ένας με τον άλλο...

ΣΙΝΤΑΡΤΑ
ΕΝΑ ΙΝΔΙΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Το "Σιντάρτα" είναι ένα από τα αριστουργήματα του 20ου αιώνα. Καταγραφή της πορείας ενός ανθρώπου που ψάχνει να βρει τον εαυτό του και τη βαθύτερη αλήθεια της ζωής, το μυθιστόρημα αυτό αποτελεί έναν παθιασμένο ύμνο της ατομικότητας και της πνευματικής ανεξαρτησίας. Δεν είναι τυχαίο ότι, από τη μέρα που πρωτοκυκλοφόρησε, το βιβλίο αυτό αποτελεί ένα από τα δημοφιλέστερα αναγνώσματα των νέων κάθε γενιάς. Στις σελίδες του οι νέοι βρίσκουν την εικόνα ενός κόσμου που οι ίδιοι ονειρεύονται, ενός κόσμου όπου η γνώση και η πείρα κατακτούνται και δε χαρίζονται, και όπου ο έρωτας είναι περιπέτεια και μαθητεία και όχι φτηνός συναισθηματισμός. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Αποσπάσματα:

Όταν κάποιος ζητάει, είπε ο Σιντάρτα, συμβαίνει συχνά να μη βλέπουν τα μάτια του παρά μόνο το πράγμα που ζητάει, συμβαίνει να μην είναι ικανός να βρει τίποτα, να αφεθεί σε τίποτα, επειδή σκέφτεται πάντα μόνο αυτό που ζητάει, επειδή έχει ένα σκοπό, επειδή κατέχεται από το σκοπό. Ζητάω θα πει, έχω ένα σκοπό. Βρίσκω όμως σημαίνει, είμαι ελεύθερος, στέκομαι ανοιχτός, δεν έχω κανένα σκοπό.

Ο ποταμός είναι την ίδια στιγμή παντού, στις πηγές και στην εκβολή, στον καταρράκτη, στο πέραμα, στο στρόβιλο, στη θάλασσα, στην οροσειρά, παντού, την ίδια στιγμή, και πως μόνο το παρόν υπάρχει γι’ αυτόν, κι όχι η σκιά του μέλλοντος.

Να είσαι όμως προσεκτικός, εσύ που διψάς για γνώση, μπρος στο πλήθος των απόψεων και τη διαμάχη των λέξεων. Οι απόψεις δεν έχουν καμία σημασία, μπορεί να είναι καλές ή κακές, έξυπνες ή ανόητες, καθένας μπορεί να κρεμαστεί πάνω τους ή να τις απορρίψει. Η διδασκαλία όπως που άκουσες από μένα, δεν είναι γνώμη μου, και η αποστολή της δεν είναι να εξηγήσει τον κόσμο σ’ αυτούς που διψούν για γνώση. Ο σκοπός της είναι άλλος, ο σκοπός της είναι λύτρωση απ’ τον πόνο.

Τα πράγματα μπορεί κανείς να τα αγαπήσει, τις λέξεις όμως δεν μπορώ να τις αγαπήσω. Γι’ αυτό δεν έχουν καμία αξία για μένα οι διδαχές. Δεν έχουν ούτε σκληρότητα, ούτε μαλακότητα, ούτε χρώματα, ούτε κόχες, ούτε μυρωδιά, ούτε γεύση, δεν έχουν παρά μόνο λέξεις. Ίσως αυτό να σε εμποδίζει να βρεις γαλήνη, ίσως να είναι οι πολλές λέξεις. Γιατί ακόμα και η λύτρωση και η αρετή είναι μόνο λέξεις.

Την αγάπη μπορεί κανείς να τη ζητιανέψει, να την αγοράσει, να την πάρει δώρο, να τη βρει στο δρόμο, αλλά να την κλέψει δεν μπορεί.

Δεν μπορεί κανείς να παίρνει ηδονή χωρίς να δίνει, κι ότι κάθε χειρονομία, κάθε χάδι, κάθε άγγιγμα, κάθε βλέμμα, κάθε παραμικρό σημείο του σώματος έχει το μυστικό του, που ο γνώστης κερδίζει την ευτυχία ανακαλύπτοντάς το. Οι εραστές δεν πρέπει να χωρίζονται μετά τη φωτιά της αγάπης χωρίς να θαυμάσουν ο ένας τον άλλο, χωρίς να νιώσουν τόσο νικημένοι όσο και νικητές, για να μη νιώσει κανείς από τους δύο χορτασμένος ή ανικανοποίητος, και να μη γεννηθεί σε κανέναν το άσχημο συναίσθημα πως χρησιμοποιήθηκε ή χρησιμοποίησε τον άλλο.
Εκδόσεις Καστανιώτη Μετάφραση: Παξινού Μαρία


Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/