Ο Στράτης Μυριβήλης (1892-1969), ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της γενιάς του '30, αντιμιλιταριστής πατριώτης και λυρικός πεζογράφος του Αιγαίου, ένας «αδιάλλακτος της λογοτεχνίας» σε συνεχή αναζήτηση της ελληνικότητας, γεννήθηκε στις 30 Ιουνίου του 1892 στην υπόδουλη ακόμη Συκαμιά της Λέσβου.
Ανήκει στη γενιά εκείνη που πολέμησε για την ανόρθωση του ελληνισμού κατά τους βαλκανικούς πολέμους, που παρακολούθησε με πόνο τη Μικρασιατική Καταστροφή και την κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας και τελικά στράφηκε σε έναν ενδοσκοπικό εθνικισμό, αναζητώντας με πάθος τα διακριτικά της ελληνικής συνείδησης στην ελληνική γη και στη λαϊκή παράδοση.
Νεανικά χρόνια
Ο Στράτης Μυριβήλης, ψευδώνυμο του Ευστράτιου Σταματόπουλου, ήταν το πρώτο από τα πέντε παιδιά του Χαράλαμπου και της Ασπασίας Σταματοπούλου. Μέτριος μαθητής, παίρνει το απολυτήριό του από την Αστική Σχολή Συκαμιάς το 1903. Εκεί, ο σχολάρχης Σπύρος Αναγνώστου, με το κιτρινισμένο δάχτυλό του πάνω στον ανοιγμένο ελληνικό χάρτη, έκανε περιπάτους πάνω στα Βαλκάνια, στη Μικρασία και μέσα στις ελληνικές θάλασσες, περιπάτους αντάξιους της Μεγάλης Ιδέας. Έτσι ξεκινάει ο Μυριβήλης το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του Απ' την Ελλάδα. Από τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς έως το 1909 φοιτά στο Γυμνάσιο Μυτιλήνης και στο Γυμνάσιο των Κυδωνιών. Στα γυμνασιακά θρανία η επαφή του με σημαντικά κείμενα του δημοτικισμού Το Ταξίδι του Ψυχάρη, Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου του Κωστή Παλαμά, η Ιλιάδα του Αλέξανδρου Πάλλη, τα διηγήματα του Αργύρη Εφταλιώτη, Τα Λόγια της Πλώρης του Ανδρέα Καρκαβίτσα, αλλά και ανέκδοτα χειρόγραφα ποιήματα του Γρυπάρη που κυκλοφορούσαν κάτω από τα θρανία διαμορφώνουν πρώιμα τη λογοτεχνική και γλωσσική του συνείδηση. Πεζογραφήματά του ήδη δημοσιεύονται σε περιοδικά της Σμύρνης και της Μυτιλήνης.Τέτοια είναι λυρικά πεζά και αφηγηματικά κείμενα στο περιοδικό «Νεότης» της Σμύρνης με το ψευδώνυμο «Φοίβος» και βραβεύεται σε διαγωνισμό διηγήματος για το έργο του «Το άσπρο στεφάνι».
Το 1912 βρίσκεται στην Αθήνα, φοιτά στη Νομική και για ένα χρόνο στη Φιλοσοφική Σχολή και συγχρόνως εργάζεται ως συντάκτης στην εφημερίδα "Πατρίς". Τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς στρατεύεται εθελοντής και παίρνει μέρος στους δύο βαλκανικούς πολέμους. Τραυματίζεται στη μάχη του Κιλκίς το 1913, αποστρατεύεται και επιστρέφει στην Αθήνα. Εγκαταλείπει όμως τα μαθήματα της Φιλοσοφικής και εγκαθίσταται τελικά στη Συκαμιά της Λέσβου. Εκεί εργάζεται ως αρχισυντάκτης στην εφημερίδα «Σάλπιγξ» της Μυτιλήνης και ζει από κοντά το προσφυγικό κύμα από τη Μικρασία. Τότε ήρθε πρόσφυγας από το Δικελί και η Ελένη Δημητρίου, η οποία γνωρίζεται με τον Μυριβήλη, για να τον παντρευτεί αργότερα, στα 1920. Απέκτησαν 3 παιδιά: τη Χάρη, τη Δροσούλα και τον Λάμπη.
Μέτωπο
Κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο στρατεύεται στο μέτωπο της Μακεδονίας. Το 1917 κατατάσσεται στο 4ο Σύνταγμα της Μεραρχίας Αχιπελάγους και συμμετέχει στην προκάλυψη του Μοναστηρίου μαζί με τον αδελφό του, Κίμωνα. Εκεί αρχίζει να γράφει το «Η Ζωή εν Τάφω». Ο Μυριβήλης παίρνει μέρος και στη μικρασιατική εκστρατεία. Μετά την εκκένωση του Εσκί-Σεχίρ καταφεύγει πρόσφυγας στη Θράκη και από εκεί επιστρέφει στη Λέσβο το 1922. Γίνεται μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Εθνικού Συνδέσμου Ελλήνων Επιστράτων Αιγαίου και υποστηρίζει το κίνημα της Εθνικής Άμυνας, ενώ μετά τη Μικρασιατική καταστροφή παίρνει θέση υπέρ της Στρατιωτικής Επανάστασης. Κατά τη διάρκεια της ταραγμένης περιόδου 1944-1949 εκδήλωσε την ξεκάθαρη αντίθεσή του προς τον κομμουνισμό.
Ο Μυριβήλης διδάσκει θεατρικό έργο σε στρατιωτικό θίασο, στο Μακεδονικό Μέτωπο (Νιγρίτα 1916-17).
(Προέλευση: «Η μεσοπολεμική πεζογραφία», εκδ. Παν. Σοκόλη, τ. ΣΤ', Αθήνα 1993, σ. 106)
Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή επιστρέφει στη Λέσβο όπου κύρια ενασχόλησή του είναι η δημοσιογραφία. Εκεί εκδίδει την εφημερίδα «Καμπάνα», στην οποία δημοσιεύει σε επιφυλλίδες τη «Ζωή εν τάφω», και συνεργάζεται με τις εφημερίδες «Σάλπιγξ», «Ελεύθερος Λόγος», «Ταχυδρόμος», δημοσιεύοντας πεζογραφήματα, ποιήματα, άρθρα και χρονογραφήματα. Θα παραμείνει στο νησί έως το 1932, οπότε και εγκαθίσταται οικογενειακώς στην Αθήνα.
Χειρόγραφο γράμμα Μυριβήλη προς κ. Πάλλη.
Στο τέλος υπογράφει ονομαστικά περιλαμβάνοντας και τη διεύθυνσή του στην Αθήνα.
Κατά τη διαμονή του στην Αθήνα συνεχίζει να δημοσιογραφεί και γίνεται τακτικό μέλος της Ενώσεως Συντακτών. Συνεργάζεται με πολλές εφημερίδες όπως την «Καθημερινή», την «Εθνική», την «Ακρόπολις», την «Πρωία», την «Απογευματινή», την «Ελευθερία» και τα περιοδικά «Θεατής», «Νέα Εστία», «Ελληνική δημιουργία», «Ακρίτας» και «Στρατιωτικά Νέα». Αργότερα εργάζεται στο Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών, με εβδομαδιαίες εκπομπές, όπως «Το χρονικόν της εβδομάδος», «Μιλάμε για την Τέχνη», «Το Λογοτεχνικό Τέταρτο». Το 1938 διορίζεται στη Βιβλιοθήκη της Βουλής ως Τμηματάρχης Β' Τάξεως. Από το 1946 έως το 1950 είναι Διευθυντής Προγράμματος στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας. Παράλληλα, συμμετέχει ενεργά στη συγκρότηση σωματείων λογοτεχνών ενώ υπήρξε ιδρυτικό μέλος και διετέλεσε Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εθνικής Εταιρείας των Λογοτεχνών της Ελλάδος και της Ελληνικής Εταιρείας Λογοτεχνών.Πέθανε στην Αθήνα, στις 19 Ιουλίου 1969 από βρογχοπευμονία, στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός».
Βραβεία
Ο Μυριβήλης τιμήθηκε για το έργο του όσο ζούσε. Το 1940, με το κρατικό βραβείο Πεζογραφίας για το «Γαλάζιο Βιβλίο». Το 1958 εκλέγεται μέλος της Ακαδημίας, ύστερα από πέντε ανεπιτυχείς υποψηφιότητες και διορίζεται τιμητικά μέλος του Διεθνούς Ινστιτούτου Γραμμάτων και Τεχνών. Το 1959 του απονέμεται ο Σταυρός του Ταξιάρχη του Βασιλικού Τάγματος του Γεωργίου του Α'. Προτάθηκε τρεις φορές για το Νόμπελ ενώ το 1969, λίγο πριν από τον θάνατό του, η Εθνική Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών τον ανακηρύσσει επίτιμο πρόεδρό της. Το έργο του Στράτη Μυριβήλη μελετήθηκε εκτενώς από την κριτική και τοποθετήθηκε κυρίως στο πλαίσιο του πολεμικού μυθιστορήματος και της γενιάς του '30.
Έργο
Ο Στράτης Μυριβήλης πήρε το ψευδώνυμό του από το βουνό Μιριβίλι, στην πλαγιά του οποίου βρίσκεται η γενέτειρά του και διακρίθηκε κυρίως ως πεζογράφος έργων φαντασίας. Η πρώτη εμφάνιση του στη λογοτεχνία καταγράφηκε με τη συλλογή διηγημάτων Κόκκινες Ιστορίες, που δημοσιεύθηκε στη Μυτιλήνη το 1915. Ακολουθεί «Η Ζωή εν Τάφω», πρώτα σε συνέχειες από την εφημερίδα «Καμπάνα» και σε πρώτη έκδοση το 1924. Η δεύτερη έκδοση έγινε το 1930 και ήταν σημαντικά αναθεωρημένη και προσαυξημένη με νέα κεφάλαια. Πραγματοποιήθηκαν άλλες πέντε, όλες ξαναδουλεμένες. Η έβδομη και οριστική έκδοση δημοσιεύθηκε το 1955. Ο Στράτης Μυριβήλης έγραψε άλλα δύο μυθιστορήματα. Αυτά είναι «Η Δασκάλα με τα Χρυσά Μάτια» το 1933 και «Η Παναγιά η Γοργόνα», το 1949. Και τα δύο αυτά μυθιστορήματα είχαν ήδη προδημοσιευτεί σε συνέχειες από περιοδικά έντυπα.
Ένα μεγάλο μέρος του έργου του διοχετεύθηκε σε νουβέλες, διηγήματα και λυρικά πεζογραφήματα που δημοσίευε χωρίς διακοπή. Έγραψε τρεις νουβέλες: «Ο Βασίλης ο Αρβανίτης», που στην τελική του μορφή δημοσιεύθηκε το 1943, «Τα Παγανά» το 1944 και «Ο Παν» το 1946. Εκτός από τη συλλογή Διηγήματα που δημοσιεύθηκε το 1928, οι άλλες συλλογές διηγημάτων φέρουν χρωματικούς τίτλους: «Το Πράσινο Βιβλίο» (1935), «Το Γαλάζιο Βιβλίο» (1939), «Το Κόκκινο Βιβλίο» (1952) και «Το Βυσσινί Βιβλίο» (1959). Δημοσίευσε δύο συλλογές λυρικών πεζογραφημάτων: «Το Τραγούδι της Γης» (1937) και «Μικρές Φωτιές» (1942) και κατέγραψε ταξιδιωτικές εντυπώσεις: «Απ' την Ελλάδα» (1954) και «Ολυμπία» (1958). Μία συλλογή χρονογραφημάτων δημοσιεύθηκε με τον τίτλο «Πτερόεντα», ενώ ιδιαίτερα σημαντικά είναι και τα κριτικά μελετήματα. Τα τρία μυθιστορήματα και «Ο Βασίλης ο Αρβανίτης» μεταφράστηκαν σε ξένες γλώσσες, φανερώνοντας την απήχηση του έργου του και στο εξωτερικό.
Ξαναδιαβάζοντας σήμερα τον Μυριβήλη, οι παρατηρήσεις μας περιστρέφονται κυρίως γύρω από δύο κεντρικούς άξονες που προσδιορίζουν τον γενικό χαρακτήρα του έργου του σε όλη την πορεία του: ρεαλισμός και/ή λυρισμός, παράδοση και/ή ανανέωση. Μέσα από το πρίσμα αυτό τίθενται ζητήματα που έχουν κατά καιρούς απασχολήσει την κριτική, όπως η επιτυχία μυθιστορηματικής σύνθεσης, η εναρμόνιση του Μυριβήλη με τη γενιά του '30, καθώς και το ζήτημα της γλώσσας και της μορφικής επεξεργασίας των κειμένων.
Ο Μυριβήλης σε σκίτσο του γλύπτη Νικόλα (προέλευση: περ. «Νέα Εστία»,
αφιέρωμα στον Στράτη Μυριβήλη (1890 - 1969), τ. 128 (Χριστούγεννα 1990), σελ. 89.
Η παραδοσιακή και ξεπερασμένη για την εποχή της επιστολιμαία μορφή του «Η Ζωή εν Τάφω» αποβαίνει το εκφραστικό μέσο μιας νεωτερικής αντίληψης του πολέμου και της υποκειμενικής έκφρασης της πραγματικότητας. Δεν πρόκειται εδώ για την ηρωική διάσταση του πολέμου, αλλά για μια πραγματικότητα φρικιαστική, έτσι όπως βιώνεται από τον φοιτητή λοχία Κωστούλα και καταγράφεται στο ημερολόγιό του. Είναι η φρίκη των χαρακωμάτων έτσι όπως την έζησε ο ίδιος ο συγγραφέας. Το αντιπολεμικό μήνυμα του έργου αναδεικνύεται μέσα από την ωμότητα της ρεαλιστικής περιγραφής που χρησιμοποιεί τη φρίκη ως μέσο απώθησης και εξισώνει όλους τους ανθρώπους, φίλους και εχθρούς, κάτω από το βάρος της συντριβής της ανθρώπινης ύπαρξης. Η αυθεντικότητα της πρώτης ύλης, το βάρος της προσωπικής εμπειρίας και η αντιπολεμική ιδεολογική φόρτιση προσδίδουν στη γραφή την αμεσότητα του ρεαλισμού. Η εσωτερικευμένη όμως πραγματικότητα επιτρέπει λυρικές εξάρσεις και συναισθηματική φόρτιση. Η εξαντλητική επεξεργασία του λόγου, προϊόν των αλλεπάλληλων αλλαγών και αναθεωρήσεων του αρχικού κειμένου της πρώτης έκδοσης, αγγίζει πολλές φορές τη γλωσσική εκζήτηση και γίνεται ιδιαίτερα εμφανής στην περιγραφή τόσο της εξωτερικής και αντικειμενικής πραγματικότητας όσο και της εσωτερικής, του αφηγητή λοχία. Ο ρεαλισμός τού Μυριβήλη παραμένει λυρικός, χωρίς να αναιρείται ούτε η αυθεντικότητα της πραγματικής εικόνας του πολέμου ούτε και η εσωτερικευμένη βίωσή της. Άλλωστε, μοναδική διέξοδος από τον παραλογισμό του πολέμου είναι η αγάπη για τη ζωή, η ερωτική έλξη για τον άνθρωπο και το φυσικό του περιβάλλον. Και καλύτερη μαρτυρία γι' αυτό δεν μπορεί να είναι παρά η προσωπική.
Από αριστερά, Θράσος Καστανάκης, Στράτης Μυριβήλης, Άγγελος Τερζάκης, Ηλίας Βενέζης, 1934.
(Προέλευση: «Η μεσοπολεμική πεζογραφία», εκδ. Παν. Σοκόλη, τ. ΣΤ', Αθήνα 1993, σ. 113)
Η αγάπη για τη ζωή, για τον άνθρωπο και το φυσικό του περιβάλλον θα παραμείνει άλλωστε ο συνεκτικός ιστός της σκέψης του και ολόκληρου του έργου του στην εξελικτική του πορεία, ανεξάρτητα από τις ιδεολογικές μετατοπίσεις του συγγραφέα που έχουν επισημανθεί. Η πολύ συγκεκριμένη και πολύ τραυματική εμπειρία του πολέμου αρχικά υποδεικνύει τη δύναμη της φύσης, ως φυσική ανάγκη επιβίωσης του ανθρώπου και ερωτική έλξη. Αργότερα θα καταλήξει σε έναν οικουμενικό ανθρωπισμό, που θα στηλιτεύσει κάθε πολιτική θεωρία και κάθε υπαρκτό σύστημα, εφόσον μέσα από τον δογματισμό τελικά στρέφονται εναντίον του ίδιου του ανθρώπου, της αξιοπρέπειάς του και της πνευματικής ελευθερίας του.
Με αφετηρία την επιστροφή του πολεμιστή μετά τον πόλεμο, την προσπάθεια ένταξής του σε ένα σχεδόν ξένο πια κοινωνικό περιβάλλον, καθώς και την υπεροχή της φυσικής ερωτικής έλξης απέναντι σε ηθικά διλήμματα και ιδεολογικούς προβληματισμούς, ο Μυριβήλης θα προσπαθήσει να δημιουργήσει ένα πραγματικό μυθιστόρημα, «τη Δασκάλα με τα Χρυσά Μάτια», απομακρυσμένο από τον αυτοβιογραφικό λόγο τού «Η Ζωή εν Τάφω». Ωστόσο, το σχήμα αυτό αποτελεί τη βάση ενός μύθου που δεν κατορθώνει να μετουσιωθεί μέσα από τα πρόσωπα της πλοκής. Γράφοντας τη «Δασκάλα με τα Χρυσά Μάτια», ο Μυριβήλης θα προσπαθήσει να εναρμονισθεί με τις γενικότερες επιδιώξεις της γενιάς του '30, αλλά θα βρεθεί παγιδευμένος σε αντιθέσεις. Ο έντονος ιδεολογικός διδακτισμός χαλαρώνει το κεντρικό νήμα της πλοκής, ενώ ο ρεαλισμός της κοινωνικής κριτικής δεν κατορθώνει να ανανεώσει πραγματικά την παράδοση της ηθογραφίας ενός Καρκαβίτσα και ενός Παπαδιαμάντη. Ο μόνος δρόμος που μένει ανοικτός για τον θερμό αυτόν πατριώτη από τη Λέσβο, και που με συνέπεια θα ακολουθήσει στο εξής, είναι η λαϊκή παράδοση. Η ανανέωση έρχεται μέσα από την επιστροφή στην παράδοση και κυρίως μέσα από την αναγωγή της σε αξία συλλογική. Η ηθογραφική διάσταση του έργου του εξελίσσεται προοδευτικά σε σθεναρή αναζήτηση της ελληνικότητας, η οποία θα αποτελέσει το επίκεντρο των προσπαθειών του, τόσο ως προς το περιεχόμενο των κειμένων όσο και ως προς τον λόγο που χρησιμοποιεί.
Ο Μυριβήλης με τη σύζυγό του Ελένη Δημητρίου, πρόσφυγα από το Δικελί της Μικράς Ασίας που γνώρισε στη Μυτιλήνη, όταν ήταν αρχισυντάκτης της τοπικής εφημερίδας «Σάλπιγξ». Μαζί της απέκτησε τρία παιδιά.
Μέσα στο πνεύμα αυτό, αν διαβάσουμε το έργο του Μυριβήλη που ακολούθησε τη «Δασκάλα με τα Χρυσά Μάτια» θα διαπιστώσουμε την προοδευτική εξέλιξη μιας πορείας που ξεκίνησε από μια σαφή και συγκεκριμένη αντιπολεμική ιδεολογία, αντιμετώπισε με δυσκολία την προσαρμογή της τραυματικής εμπειρίας του πολέμου και της αναμφισβήτητης αγάπης για την πατρίδα με τα δεδομένα της ειρηνικής κοινωνίας και τελικά κατέληξε να αναζητά την εθνική και φυλετική ουσία στο παρελθόν, μέσα στη λαϊκή παράδοση, που αποβαίνει έτσι υποθήκη για το μέλλον ως εθνική αυτογνωσία. «Η Παναγιά η Γοργόνα», το τρίτο του μυθιστόρημα, όσο και αν στηρίζεται στην κοινωνία της προσφυγιάς, στην ουσία αποτελεί ένα ηθογραφικό πορτραίτο με διαστάσεις συλλογικές. Για τον λόγο αυτό άλλωστε και τα πρόσωπα του έργου δεν έχουν μυθιστορηματική αυτοτέλεια, αλλά αποτελούν επιμέρους όψεις ενός νησιωτικού πολιτισμού. Παράλληλα, η δύναμη της φύσης φανερώνει την υπεροχή της έναντι του λογικού, συνδέεται με λαϊκές δοξασίες, αλλά και με τον ερωτισμό και εκδηλώνεται με όλη την ορμή και τον ηδονισμό του, ιδιαίτερα στις νουβέλες «Παν» και «Βασίλης ο Αρβανίτης».
Από αριστερά, Κώστας Μουσούρης, Μιχάλης Περάνθης, Πέλος Κατσέλης, Στράτης Μυριβήλης, 1964.
(Προέλευση: «Η μεσοπολεμική πεζογραφία», εκδ. Παν. Σοκόλη, τ. ΣΤ', Αθήνα 1993, σ. 129
Οι έννοιες του λυρισμού και του ρεαλισμού χάνουν τα όριά τους, γιατί η ρεαλιστική και ηθογραφική αποτύπωση της παράδοσης και των ανθρώπινων τύπων ανάγεται, μέσα από λυρικές εξάρσεις, σε όψη της ελληνικότητας, της ελληνικής φυλής. Μια φυλή τυραννισμένη και πληγωμένη από εκπατρισμούς. Μια φυλή γεννημένη μέσα στη θάλασσα.
Στον Μυριβήλη η έννοια της φυλής διαδέχεται την έννοια του Γένους, ενώ η Μεγάλη Ιδέα μετενσαρκώνεται σε αναζήτηση της ελληνικότητας. Το φυσικό περιβάλλον στον Μυριβήλη δεν είναι μόνο αισθητικής τάξης, αλλά και γενεαλογικής, ως αρχέγονη πηγή της ύπαρξης του ελληνισμού, ως πηγή της Ιστορίας και του Πολιτισμού. Αργότερα, στα 1952, σε κείμενό του για την ελληνική θάλασσα, θα υποστηρίξει και ακραίες θέσεις, όπως για παράδειγμα ότι κάθε έργο τέχνης, προκειμένου να διατηρηθεί και να δικαιώσει την αξία του οφείλει να είναι εναρμονισμένο με το πνεύμα της φυλής που το δημιούργησε. Αλλιώς, είναι καταδικασμένο στην καταστροφή.
Η γλώσσα του Μυριβήλη εναρμονίζεται πλήρως με τον στόχο του και αποτυπώνει σε μια ξεχωριστή προσπάθεια, μέσα από τις συνεχείς αναθεωρήσεις των κειμένων, όλη την εξέλιξη της σκέψης του. Αντλεί ακατάπαυστα από τη λαϊκή παράδοση, την κιβωτό του ελληνισμού, και μεταφέρει την προφορική διάλεκτο στον γραπτό λόγο χωρίς ωστόσο να προδώσει τη λογοτεχνική δημιουργία. Έχουν σημειωθεί βέβαια και κάποιες λεκτικές ακρότητες ή αστοχίες, αποτελέσματα ενός άκρατου δημοτικισμού. Η γλωσσική εκζήτηση, θεωρητικά ασύμβατη με τη ρεαλιστική ηθογραφία, οδήγησε την κριτική να μιλήσει για «ρεαλιστική ωραιολατρεία» ή για «κράμα ρεαλισμού και λυρισμού». Ωστόσο, η αδιάκοπη εκφραστική προσπάθεια του Μυριβήλη συγκροτεί ολόκληρο το έργο του σε ένα σύνολο και ουσιαστικά αναιρεί τις αντιθετικές του όψεις: παράδοση και ανανέωση, ρεαλισμός και λυρισμός μετουσιώνονται σε ένα σώμα, σε μια εσωτερικευμένη ποίηση της ζωής και της φύσης, με στόχο να προβάλουν την αξία και την ουσία του ελληνικού στοιχείου. Ο Στράτης Μυριβήλης συμπορεύθηκε με τη γενιά του '30, αλλά διακρίθηκε σε πολλά σημεία από τις επιδιώξεις της. Η πίστη στην παράδοση, η προσκόλληση στο νησιωτικό περιβάλλον και οι ηθογραφικές διαστάσεις του έργου του δεν εναρμονίζονται πλήρως με τα ζητούμενα της γενιάς αυτής. Ωστόσο, ο Μυριβήλης μέσα από την προσωπική του πορεία, με τους ξεχωριστούς δικούς του τρόπους, ανανεώνει την παράδοση και την ανάγει σε αξία συλλογική, αναζητά με πάθος την ελληνικότητα, εκφράζει την αναγεννητική ορμή της φύσης και τη βαθιά του πίστη στον άνθρωπο και στην πνευματική του ελευθερία, αποβαίνοντας έτσι ένας από τους κυριότερους εκφραστές του καιρού του.
Εργογραφία
Μυθιστορήματα
«Η ζωή εν τάφω», (1924)
«Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια», (1933)
«Η Παναγιά η γοργόνα», (1948)
«Το μυθιστόρημα των τεσσάρων», (1954)
Συλλογές διηγημάτων
«Κόκκινες ιστορίες», (1915)
«Διηγήματα», (1928)
«Το πράσινο βιβλίο», (1935)
«Το γαλάζιο βιβλίο», (1939)
«Το κόκκινο βιβλίο», (1953)
«Το βυσινί βιβλίο», (1959)
Νουβέλες
«Ο Βασίλης ο Αρβανίτης», (1943)
«Τα παγανά», (1945)
Λυρικά
«Το τραγούδι της γης», (1937)
«Μικρές φωτιές», (1942)
Ταξιδιωτικά
«Απ’ την Ελλάδα», (1954)
«Ολυμπία», (1958)
Χρονογραφήματα
«Πτερόεντα», (1964)
Δοκίμια
«Το Πνεύμα της 28ης Οκτωβρίου», (1945)
«Μιλάμε για την Τέχνη», (1958)
«Το λογοτεχνικό τέταρτο», (1962)
«Ο Παλαμάς στη ζωή μου», (1963)
Διαλέξεις
«Ιωάννης Γρυπάρης», (1943)
Παιδικά
«Στάθης Σταθάς», (1934)
«Ο αργοναύτης», (1936)
Άλλα κείμενα
«Άνθρωποι από τη Λαοδικεία», (1947)
Η ζωή εν τάφω
«Η ζωή εν τάφω» του Στράτη Μυριβήλη, άρχισε να σχεδιάζεται μέσα στα χαρακώματα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, στην προκάλυψη του Μοναστηριού της Σερβίας. Ένα κεφάλαιο κιόλας δημοσιεύτηκε από τότε στην εφημερίδα Νέα Ελλάδα, που έβγαινε στη Θεσσαλονίκη το 1917. Mετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, το πρώτο σύνολο μπήκε σαν επιφυλλίδα στη βδομαδιάτικη "Καμπάνα" της Μυτιλήνης. Το ανάτυπο από εκείνη την επιφυλλίδα (1924) στάθηκε η πρώτη έκδοση του βιβλίου. Από τότε το «Η ζωή εν τάφω» σημειώνει μια σταθερή πορεία ως τις μέρες μας, ανάμεσα σε πολλές και τρικυμιώδεις πολιτικές περιπέτειες, ενθουσιασμούς και παρεξηγήσεις. Η κυκλοφορία του βιβλίου είχε απαγορευτεί τα τέσσερα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας και τα κατοπινά τέσσερα της Κατοχής. «Ο πόλεμος, η φρίκη και η αγωνία του, οι ανατριχιαστικές κι εφιαλτικές σκηνές του, υπάρχουν και περιγράφονται στο βιβλίο, για να δείξουν τη σημασία και την ομορφιά της ζωής. Και είναι ακριβώς το χαράκωμα, οι κακουχίες και οι ταλαιπωρίες του πολέμου, που έκαναν τον Στράτη Μυριβήλη να νιώσει τη ζωή ανάμεσα από το κορμί, να γνωρίσει και να διακηρύξει το πρωτείο του σώματος, να γίνει ο υλιστής και ο ηδονιστής που βλέπει τη ζωή σαν ερωμένη»
Περιγραφή
Με τη.. «Ζωή εν τάφω», ο Στράτης Μυριβήλης, ζωντανεύει σε ένα κλασικό για τα ελληνικά γράμματα έργο - ύμνο στη ζωή και την ειρήνη - τις μνήμες του από τα χαρακώματα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Μιλάει με τη φωνή - με τα χειρόγραφα καλύτερα - του λοχία Κωστούλα. «Τούτα τα τετράδια», μας γράφει ο Μυριβήλης, «βρεθήκανε μέσα στο γελιό του Αντώνη Κωστούλα. Τόνε θυμήθηκα τόσο ζωηρά και καθαρά κείνο τον αψηλό μελαχροινό φοιτητή με το μακρουλό πρόσωπο και τα φουντωμένα μαλλιά! Κάηκε κατά λάθος μέσα στα βουλγαρικά χαρακώματα που πατήσαμε... Είναι βαρύ πράμα να ‘χετε μέσα σας έναν πεθαμένο που γυρεύει να μιλήσει και να του σφαλνάτε με την απαλάμη το στόμα. Γνέφει και κάνει παρακαλεστικά νοήματα προς την καρδιά σας απ το υπερπέραν. Θέλει να εκφραστεί. Ας μου συχωρεθεί τούτο το βιβλίο, γιατί μου είναι μια προσωπική απολύτρωση...»
✦✦✦✦
Ο Μυριβήλης κάνει την επίσημη είσοδό του στη νεοελληνική λογοτεχνία το 1931 με τη δεύτερη έκδοση της Ζωής εν τάφω. Για πρώτη φορά τότε η κριτική τον ανακαλύπτει με έκπληξη και εκδηλώνει τον θαυμασμό της. Από τότε και μέχρι σήμερα η ανταπόκριση του κοινού είναι συνεχής, παρόλο που το βιβλίο δεν ανατυπώθηκε ποτέ όσο διαρκούσε το καθεστώς Μεταξά. Τότε όπως και τώρα, για να το πούμε με τα κοινότερα λόγια που συνηθίζονται από όσους εκτιμούν τον συγγραφέα αυτό, έκανε εντύπωση η άνετη μετάβαση από τον ωμό ρεαλισμό στην πιο λυρική έκσταση και τανάπαλιν. Στην πραγματικότητα η εντύπωση αυτή επιτυγχάνεται από τον Μυριβήλη με τη συγκινησιακή παρόρμηση με την οποία φορτίζει τη γραφή του. Απέναντι στην τυφλή βιαιότητα του πολέμου και της άθλιας ζωής στα χαρακώματα, διαμαρτύρεται δίνοντας έμφαση με περιγραφές νατουραλιστικής τεχνοτροπίας ώστε να προκαλέσει τη φρίκη. Άλλοτε εκστασιάζεται απέναντι σε καταστάσεις που ικανοποιούν το πάθος για τη ζωή, όπως στο γνωστό πλέον σημείο όπου μέσα στον ζόφο του πολέμου, στα χαρακώματα, ανακαλύπτει μια παπαρούνα, υποβάλλοντας μια έντονη λυρική συγκίνηση. Απώθηση, λοιπόν, και έλξη είναι οι πρωτογενείς ορμές που πυροδοτούν τη συγκίνηση και τη γραφή του. Αλλά σε αυτή την κυρίαρχη στάση, συνδυασμένη με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, έρχεται να προστεθεί μια άλλη επιλογή ύφους που μετατοπίζει το βάρος προς λύσεις που θα καλλιεργηθούν ολοένα και πιο συστηματικά από τον ίδιο μέχρι να εγκαταλείψει στο σχήμα απώθησης-έλξης που εφάρμοζε στα πρώτα του έργα: το λαϊκότροπο και προφορικό ύφος.
Mario Vitti, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 2003, 391-392.
Διαβάστε περισσότερα εδώ
Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια (1933)
Το έργο του Στράτη Μυριβήλη «Η Δασκάλα με τα χρυσά μάτια», φαίνεται ως συνέχεια του έργου «Η Ζωή εν τάφω», με το θαυμάσιο γλωσσικό του όργανο, το εντελώς προσωπικό και ανεπανάληπτο ύφος του, και τον ολάνθιστο πεζογραφικό λυρισμό του, μας δίνει σαν σε ραφαηλική ζωγραφιά το νησί του ολόκληρο και πανέμορφο: στεριά, θάλασσα, βλάστηση, χωριό, πολιτεία, λαό.
Περιγραφή
Το μυθιστόρημα «Η Δασκάλα με τα χρυσά μάτια» (1933), αποτελεί ένα αριστούργημα του Στράτη Μυριβήλη που μεταφέρθηκε στη μικρή οθόνη από τον Κώστα Αριστόπουλο το 1978. Η ατμόσφαιρα του πολέμου είναι κι εδώ παρούσα, καθώς ο ήρωας επιστρέφει από τον πόλεμο στη Μυτιλήνη, όπου βασανίζεται ανάμεσα στο σεβασμό προς τη μνήμη του σκοτωμένου φίλου του και στον έρωτα που αισθάνεται για τη χήρα εκείνου.
Η αναγγελία έκδοσης του βιβλίου
"Με πρωτοφανή διά τα χρονικά του λογοτεχνικού βιβλίου ζωηρότητα εξακολουθεί η ζήτησις του γνωστού ελληνικού βιβλίου του πολέμου "Η ζωή εν τάφο". Από της ερχόμενης εβδομάδος τίθεται εις κυκλοφορίαν η 8η χιλιάς του βιβλίου. Εντός του Οκτωβρίου κυκλοφορεί και νέον μυθιστόρημα του κ. Μυριβήλη "Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια το οποίον επίσης θα εκδώσει ο οίκος Flammarion εις την γαλλικήν, όπως έγινε και με το "Η ζωή εν τάφω".
"Ελεύθερον Βήμα"
Στήλη: "Καθημερινή Ζωή", Παρασκευή 25 Αυγούστου 1933
δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/