ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ ( 30 Ιουνίου 1890 – 19 Ιουλίου 1969 )

 

Ο Στράτης Μυριβήλης (1892-1969), ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της γενιάς του '30, αντιμιλιταριστής πατριώτης και λυρικός πεζογράφος του Αιγαίου, ένας «αδιάλλακτος της λογοτεχνίας» σε συνεχή αναζήτηση της ελληνικότητας, γεννήθηκε στις 30 Ιουνίου του 1892 στην υπόδουλη ακόμη Συκαμιά της Λέσβου. 
Ανήκει στη γενιά εκείνη που πολέμησε για την ανόρθωση του ελληνισμού κατά τους βαλκανικούς πολέμους, που παρακολούθησε με πόνο τη Μικρασιατική Καταστροφή και την κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας και τελικά στράφηκε σε έναν ενδοσκοπικό εθνικισμό, αναζητώντας με πάθος τα διακριτικά της ελληνικής συνείδησης στην ελληνική γη και στη λαϊκή παράδοση.

Νεανικά χρόνια

Ο Στράτης Μυριβήλης, ψευδώνυμο του Ευστράτιου Σταματόπουλου, ήταν το πρώτο από τα πέντε παιδιά του Χαράλαμπου και της Ασπασίας Σταματοπούλου. Μέτριος μαθητής, παίρνει το απολυτήριό του από την Αστική Σχολή Συκαμιάς το 1903. Εκεί, ο σχολάρχης Σπύρος Αναγνώστου, με το κιτρινισμένο δάχτυλό του πάνω στον ανοιγμένο ελληνικό χάρτη, έκανε περιπάτους πάνω στα Βαλκάνια, στη Μικρασία και μέσα στις ελληνικές θάλασσες, περιπάτους αντάξιους της Μεγάλης Ιδέας. Έτσι ξεκινάει ο Μυριβήλης το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του Απ' την Ελλάδα. Από τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς έως το 1909 φοιτά στο Γυμνάσιο Μυτιλήνης και στο Γυμνάσιο των Κυδωνιών. Στα γυμνασιακά θρανία η επαφή του με σημαντικά κείμενα του δημοτικισμού Το Ταξίδι του Ψυχάρη, Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου του Κωστή Παλαμά, η Ιλιάδα του Αλέξανδρου Πάλλη, τα διηγήματα του Αργύρη Εφταλιώτη, Τα Λόγια της Πλώρης του Ανδρέα Καρκαβίτσα, αλλά και ανέκδοτα χειρόγραφα ποιήματα του Γρυπάρη που κυκλοφορούσαν κάτω από τα θρανία διαμορφώνουν πρώιμα τη λογοτεχνική και γλωσσική του συνείδηση. Πεζογραφήματά του ήδη δημοσιεύονται σε περιοδικά της Σμύρνης και της Μυτιλήνης.Τέτοια είναι λυρικά πεζά και αφηγηματικά κείμενα στο περιοδικό «Νεότης» της Σμύρνης με το ψευδώνυμο «Φοίβος» και βραβεύεται σε διαγωνισμό διηγήματος για το έργο του «Το άσπρο στεφάνι».

Το 1912 βρίσκεται στην Αθήνα, φοιτά στη Νομική και για ένα χρόνο στη Φιλοσοφική Σχολή και συγχρόνως εργάζεται ως συντάκτης στην εφημερίδα "Πατρίς". Τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς στρατεύεται εθελοντής και παίρνει μέρος στους δύο βαλκανικούς πολέμους. Τραυματίζεται στη μάχη του Κιλκίς το 1913, αποστρατεύεται και επιστρέφει στην Αθήνα. Εγκαταλείπει όμως τα μαθήματα της Φιλοσοφικής και εγκαθίσταται τελικά στη Συκαμιά της Λέσβου. Εκεί εργάζεται ως αρχισυντάκτης στην εφημερίδα «Σάλπιγξ» της Μυτιλήνης και ζει από κοντά το προσφυγικό κύμα από τη Μικρασία. Τότε ήρθε πρόσφυγας από το Δικελί και η Ελένη Δημητρίου, η οποία γνωρίζεται με τον Μυριβήλη, για να τον παντρευτεί αργότερα, στα 1920. Απέκτησαν 3 παιδιά: τη Χάρη, τη Δροσούλα και τον Λάμπη. 

Μέτωπο

Κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο στρατεύεται στο μέτωπο της Μακεδονίας. Το 1917 κατατάσσεται στο 4ο Σύνταγμα της Μεραρχίας Αχιπελάγους και συμμετέχει στην προκάλυψη του Μοναστηρίου μαζί με τον αδελφό του, Κίμωνα. Εκεί αρχίζει να γράφει το «Η Ζωή εν Τάφω». Ο Μυριβήλης παίρνει μέρος και στη μικρασιατική εκστρατεία. Μετά την εκκένωση του Εσκί-Σεχίρ καταφεύγει πρόσφυγας στη Θράκη και από εκεί επιστρέφει στη Λέσβο το 1922. Γίνεται μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Εθνικού Συνδέσμου Ελλήνων Επιστράτων Αιγαίου και υποστηρίζει το κίνημα της Εθνικής Άμυνας, ενώ μετά τη Μικρασιατική καταστροφή παίρνει θέση υπέρ της Στρατιωτικής Επανάστασης. Κατά τη διάρκεια της ταραγμένης περιόδου 1944-1949 εκδήλωσε την ξεκάθαρη αντίθεσή του προς τον κομμουνισμό.


Ο Μυριβήλης διδάσκει θεατρικό έργο σε στρατιωτικό θίασο, στο Μακεδονικό Μέτωπο (Νιγρίτα 1916-17).
(Προέλευση: «Η μεσοπολεμική πεζογραφία», εκδ. Παν. Σοκόλη, τ. ΣΤ', Αθήνα 1993, σ. 106)

Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή επιστρέφει στη Λέσβο όπου κύρια ενασχόλησή του είναι η δημοσιογραφία. Εκεί εκδίδει την εφημερίδα «Καμπάνα», στην οποία δημοσιεύει σε επιφυλλίδες τη «Ζωή εν τάφω», και συνεργάζεται με τις εφημερίδες «Σάλπιγξ», «Ελεύθερος Λόγος», «Ταχυδρόμος», δημοσιεύοντας πεζογραφήματα, ποιήματα, άρθρα και χρονογραφήματα. Θα παραμείνει στο νησί έως το 1932, οπότε και εγκαθίσταται οικογενειακώς στην Αθήνα.


Χειρόγραφο γράμμα Μυριβήλη προς κ. Πάλλη.
Στο τέλος υπογράφει ονομαστικά περιλαμβάνοντας και τη διεύθυνσή του στην Αθήνα.

Κατά τη διαμονή του στην Αθήνα συνεχίζει να δημοσιογραφεί και γίνεται τακτικό μέλος της Ενώσεως Συντακτών. Συνεργάζεται με πολλές εφημερίδες όπως την «Καθημερινή», την «Εθνική», την «Ακρόπολις», την «Πρωία», την «Απογευματινή», την «Ελευθερία» και τα περιοδικά «Θεατής», «Νέα Εστία», «Ελληνική δημιουργία», «Ακρίτας» και «Στρατιωτικά Νέα». Αργότερα εργάζεται στο Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών, με εβδομαδιαίες εκπομπές, όπως «Το χρονικόν της εβδομάδος», «Μιλάμε για την Τέχνη», «Το Λογοτεχνικό Τέταρτο». Το 1938 διορίζεται στη Βιβλιοθήκη της Βουλής ως Τμηματάρχης Β' Τάξεως. Από το 1946 έως το 1950 είναι Διευθυντής Προγράμματος στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας. Παράλληλα, συμμετέχει ενεργά στη συγκρότηση σωματείων λογοτεχνών ενώ υπήρξε ιδρυτικό μέλος και διετέλεσε Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εθνικής Εταιρείας των Λογοτεχνών της Ελλάδος και της Ελληνικής Εταιρείας Λογοτεχνών.Πέθανε στην Αθήνα, στις 19 Ιουλίου 1969 από βρογχοπευμονία, στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός». 

Βραβεία

Ο Μυριβήλης τιμήθηκε για το έργο του όσο ζούσε. Το 1940, με το κρατικό βραβείο Πεζογραφίας για το «Γαλάζιο Βιβλίο». Το 1958 εκλέγεται μέλος της Ακαδημίας, ύστερα από πέντε ανεπιτυχείς υποψηφιότητες και διορίζεται τιμητικά μέλος του Διεθνούς Ινστιτούτου Γραμμάτων και Τεχνών. Το 1959 του απονέμεται ο Σταυρός του Ταξιάρχη του Βασιλικού Τάγματος του Γεωργίου του Α'. Προτάθηκε τρεις φορές για το Νόμπελ ενώ το 1969, λίγο πριν από τον θάνατό του, η Εθνική Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών τον ανακηρύσσει επίτιμο πρόεδρό της. Το έργο του Στράτη Μυριβήλη μελετήθηκε εκτενώς από την κριτική και τοποθετήθηκε κυρίως στο πλαίσιο του πολεμικού μυθιστορήματος και της γενιάς του '30. 

Έργο

Ο Στράτης Μυριβήλης πήρε το ψευδώνυμό του από το βουνό Μιριβίλι, στην πλαγιά του οποίου βρίσκεται η γενέτειρά του και διακρίθηκε κυρίως ως πεζογράφος έργων φαντασίας. Η πρώτη εμφάνιση του στη λογοτεχνία καταγράφηκε με τη συλλογή διηγημάτων Κόκκινες Ιστορίες, που δημοσιεύθηκε στη Μυτιλήνη το 1915. Ακολουθεί «Η Ζωή εν Τάφω», πρώτα σε συνέχειες από την εφημερίδα «Καμπάνα» και σε πρώτη έκδοση το 1924. Η δεύτερη έκδοση έγινε το 1930 και ήταν σημαντικά αναθεωρημένη και προσαυξημένη με νέα κεφάλαια. Πραγματοποιήθηκαν άλλες πέντε, όλες ξαναδουλεμένες. Η έβδομη και οριστική έκδοση δημοσιεύθηκε το 1955. Ο Στράτης Μυριβήλης έγραψε άλλα δύο μυθιστορήματα. Αυτά είναι «Η Δασκάλα με τα Χρυσά Μάτια» το 1933 και «Η Παναγιά η Γοργόνα», το 1949. Και τα δύο αυτά μυθιστορήματα είχαν ήδη προδημοσιευτεί σε συνέχειες από περιοδικά έντυπα. 

Ένα μεγάλο μέρος του έργου του διοχετεύθηκε σε νουβέλες, διηγήματα και λυρικά πεζογραφήματα που δημοσίευε χωρίς διακοπή. Έγραψε τρεις νουβέλες: «Ο Βασίλης ο Αρβανίτης», που στην τελική του μορφή δημοσιεύθηκε το 1943, «Τα Παγανά» το 1944 και «Ο Παν» το 1946. Εκτός από τη συλλογή Διηγήματα που δημοσιεύθηκε το 1928, οι άλλες συλλογές διηγημάτων φέρουν χρωματικούς τίτλους: «Το Πράσινο Βιβλίο» (1935), «Το Γαλάζιο Βιβλίο» (1939), «Το Κόκκινο Βιβλίο» (1952) και «Το Βυσσινί Βιβλίο» (1959). Δημοσίευσε δύο συλλογές λυρικών πεζογραφημάτων: «Το Τραγούδι της Γης» (1937) και «Μικρές Φωτιές» (1942) και κατέγραψε ταξιδιωτικές εντυπώσεις: «Απ' την Ελλάδα» (1954) και «Ολυμπία» (1958). Μία συλλογή χρονογραφημάτων δημοσιεύθηκε με τον τίτλο «Πτερόεντα», ενώ ιδιαίτερα σημαντικά είναι και τα κριτικά μελετήματα. Τα τρία μυθιστορήματα και «Ο Βασίλης ο Αρβανίτης» μεταφράστηκαν σε ξένες γλώσσες, φανερώνοντας την απήχηση του έργου του και στο εξωτερικό. 

Ξαναδιαβάζοντας σήμερα τον Μυριβήλη, οι παρατηρήσεις μας περιστρέφονται κυρίως γύρω από δύο κεντρικούς άξονες που προσδιορίζουν τον γενικό χαρακτήρα του έργου του σε όλη την πορεία του: ρεαλισμός και/ή λυρισμός, παράδοση και/ή ανανέωση. Μέσα από το πρίσμα αυτό τίθενται ζητήματα που έχουν κατά καιρούς απασχολήσει την κριτική, όπως η επιτυχία μυθιστορηματικής σύνθεσης, η εναρμόνιση του Μυριβήλη με τη γενιά του '30, καθώς και το ζήτημα της γλώσσας και της μορφικής επεξεργασίας των κειμένων.



Ο Μυριβήλης σε σκίτσο του γλύπτη Νικόλα (προέλευση: περ. «Νέα Εστία», 
αφιέρωμα στον Στράτη Μυριβήλη (1890 - 1969), τ. 128 (Χριστούγεννα 1990), σελ. 89.


Η παραδοσιακή και ξεπερασμένη για την εποχή της επιστολιμαία μορφή του «Η Ζωή εν Τάφω» αποβαίνει το εκφραστικό μέσο μιας νεωτερικής αντίληψης του πολέμου και της υποκειμενικής έκφρασης της πραγματικότητας. Δεν πρόκειται εδώ για την ηρωική διάσταση του πολέμου, αλλά για μια πραγματικότητα φρικιαστική, έτσι όπως βιώνεται από τον φοιτητή λοχία Κωστούλα και καταγράφεται στο ημερολόγιό του. Είναι η φρίκη των χαρακωμάτων έτσι όπως την έζησε ο ίδιος ο συγγραφέας. Το αντιπολεμικό μήνυμα του έργου αναδεικνύεται μέσα από την ωμότητα της ρεαλιστικής περιγραφής που χρησιμοποιεί τη φρίκη ως μέσο απώθησης και εξισώνει όλους τους ανθρώπους, φίλους και εχθρούς, κάτω από το βάρος της συντριβής της ανθρώπινης ύπαρξης. Η αυθεντικότητα της πρώτης ύλης, το βάρος της προσωπικής εμπειρίας και η αντιπολεμική ιδεολογική φόρτιση προσδίδουν στη γραφή την αμεσότητα του ρεαλισμού. Η εσωτερικευμένη όμως πραγματικότητα επιτρέπει λυρικές εξάρσεις και συναισθηματική φόρτιση. Η εξαντλητική επεξεργασία του λόγου, προϊόν των αλλεπάλληλων αλλαγών και αναθεωρήσεων του αρχικού κειμένου της πρώτης έκδοσης, αγγίζει πολλές φορές τη γλωσσική εκζήτηση και γίνεται ιδιαίτερα εμφανής στην περιγραφή τόσο της εξωτερικής και αντικειμενικής πραγματικότητας όσο και της εσωτερικής, του αφηγητή λοχία. Ο ρεαλισμός τού Μυριβήλη παραμένει λυρικός, χωρίς να αναιρείται ούτε η αυθεντικότητα της πραγματικής εικόνας του πολέμου ούτε και η εσωτερικευμένη βίωσή της. Άλλωστε, μοναδική διέξοδος από τον παραλογισμό του πολέμου είναι η αγάπη για τη ζωή, η ερωτική έλξη για τον άνθρωπο και το φυσικό του περιβάλλον. Και καλύτερη μαρτυρία γι' αυτό δεν μπορεί να είναι παρά η προσωπική.


Από αριστερά, Θράσος Καστανάκης, Στράτης Μυριβήλης, Άγγελος Τερζάκης, Ηλίας Βενέζης, 1934. 
(Προέλευση: «Η μεσοπολεμική πεζογραφία», εκδ. Παν. Σοκόλη, τ. ΣΤ', Αθήνα 1993, σ. 113)

Η αγάπη για τη ζωή, για τον άνθρωπο και το φυσικό του περιβάλλον θα παραμείνει άλλωστε ο συνεκτικός ιστός της σκέψης του και ολόκληρου του έργου του στην εξελικτική του πορεία, ανεξάρτητα από τις ιδεολογικές μετατοπίσεις του συγγραφέα που έχουν επισημανθεί. Η πολύ συγκεκριμένη και πολύ τραυματική εμπειρία του πολέμου αρχικά υποδεικνύει τη δύναμη της φύσης, ως φυσική ανάγκη επιβίωσης του ανθρώπου και ερωτική έλξη. Αργότερα θα καταλήξει σε έναν οικουμενικό ανθρωπισμό, που θα στηλιτεύσει κάθε πολιτική θεωρία και κάθε υπαρκτό σύστημα, εφόσον μέσα από τον δογματισμό τελικά στρέφονται εναντίον του ίδιου του ανθρώπου, της αξιοπρέπειάς του και της πνευματικής ελευθερίας του.

Με αφετηρία την επιστροφή του πολεμιστή μετά τον πόλεμο, την προσπάθεια ένταξής του σε ένα σχεδόν ξένο πια κοινωνικό περιβάλλον, καθώς και την υπεροχή της φυσικής ερωτικής έλξης απέναντι σε ηθικά διλήμματα και ιδεολογικούς προβληματισμούς, ο Μυριβήλης θα προσπαθήσει να δημιουργήσει ένα πραγματικό μυθιστόρημα, «τη Δασκάλα με τα Χρυσά Μάτια», απομακρυσμένο από τον αυτοβιογραφικό λόγο τού «Η Ζωή εν Τάφω». Ωστόσο, το σχήμα αυτό αποτελεί τη βάση ενός μύθου που δεν κατορθώνει να μετουσιωθεί μέσα από τα πρόσωπα της πλοκής. Γράφοντας τη «Δασκάλα με τα Χρυσά Μάτια», ο Μυριβήλης θα προσπαθήσει να εναρμονισθεί με τις γενικότερες επιδιώξεις της γενιάς του '30, αλλά θα βρεθεί παγιδευμένος σε αντιθέσεις. Ο έντονος ιδεολογικός διδακτισμός χαλαρώνει το κεντρικό νήμα της πλοκής, ενώ ο ρεαλισμός της κοινωνικής κριτικής δεν κατορθώνει να ανανεώσει πραγματικά την παράδοση της ηθογραφίας ενός Καρκαβίτσα και ενός Παπαδιαμάντη. Ο μόνος δρόμος που μένει ανοικτός για τον θερμό αυτόν πατριώτη από τη Λέσβο, και που με συνέπεια θα ακολουθήσει στο εξής, είναι η λαϊκή παράδοση. Η ανανέωση έρχεται μέσα από την επιστροφή στην παράδοση και κυρίως μέσα από την αναγωγή της σε αξία συλλογική. Η ηθογραφική διάσταση του έργου του εξελίσσεται προοδευτικά σε σθεναρή αναζήτηση της ελληνικότητας, η οποία θα αποτελέσει το επίκεντρο των προσπαθειών του, τόσο ως προς το περιεχόμενο των κειμένων όσο και ως προς τον λόγο που χρησιμοποιεί.


Ο Μυριβήλης με τη σύζυγό του Ελένη Δημητρίου, πρόσφυγα από το Δικελί της Μικράς Ασίας που γνώρισε στη Μυτιλήνη, όταν ήταν αρχισυντάκτης της τοπικής εφημερίδας «Σάλπιγξ». Μαζί της απέκτησε τρία παιδιά.

Μέσα στο πνεύμα αυτό, αν διαβάσουμε το έργο του Μυριβήλη που ακολούθησε τη «Δασκάλα με τα Χρυσά Μάτια» θα διαπιστώσουμε την προοδευτική εξέλιξη μιας πορείας που ξεκίνησε από μια σαφή και συγκεκριμένη αντιπολεμική ιδεολογία, αντιμετώπισε με δυσκολία την προσαρμογή της τραυματικής εμπειρίας του πολέμου και της αναμφισβήτητης αγάπης για την πατρίδα με τα δεδομένα της ειρηνικής κοινωνίας και τελικά κατέληξε να αναζητά την εθνική και φυλετική ουσία στο παρελθόν, μέσα στη λαϊκή παράδοση, που αποβαίνει έτσι υποθήκη για το μέλλον ως εθνική αυτογνωσία. «Η Παναγιά η Γοργόνα», το τρίτο του μυθιστόρημα, όσο και αν στηρίζεται στην κοινωνία της προσφυγιάς, στην ουσία αποτελεί ένα ηθογραφικό πορτραίτο με διαστάσεις συλλογικές. Για τον λόγο αυτό άλλωστε και τα πρόσωπα του έργου δεν έχουν μυθιστορηματική αυτοτέλεια, αλλά αποτελούν επιμέρους όψεις ενός νησιωτικού πολιτισμού. Παράλληλα, η δύναμη της φύσης φανερώνει την υπεροχή της έναντι του λογικού, συνδέεται με λαϊκές δοξασίες, αλλά και με τον ερωτισμό και εκδηλώνεται με όλη την ορμή και τον ηδονισμό του, ιδιαίτερα στις νουβέλες «Παν» και «Βασίλης ο Αρβανίτης».


Από αριστερά, Κώστας Μουσούρης, Μιχάλης Περάνθης, Πέλος Κατσέλης, Στράτης Μυριβήλης, 1964.
(Προέλευση: «Η μεσοπολεμική πεζογραφία», εκδ. Παν. Σοκόλη, τ. ΣΤ', Αθήνα 1993, σ. 129

Οι έννοιες του λυρισμού και του ρεαλισμού χάνουν τα όριά τους, γιατί η ρεαλιστική και ηθογραφική αποτύπωση της παράδοσης και των ανθρώπινων τύπων ανάγεται, μέσα από λυρικές εξάρσεις, σε όψη της ελληνικότητας, της ελληνικής φυλής. Μια φυλή τυραννισμένη και πληγωμένη από εκπατρισμούς. Μια φυλή γεννημένη μέσα στη θάλασσα. 

Στον Μυριβήλη η έννοια της φυλής διαδέχεται την έννοια του Γένους, ενώ η Μεγάλη Ιδέα μετενσαρκώνεται σε αναζήτηση της ελληνικότητας. Το φυσικό περιβάλλον στον Μυριβήλη δεν είναι μόνο αισθητικής τάξης, αλλά και γενεαλογικής, ως αρχέγονη πηγή της ύπαρξης του ελληνισμού, ως πηγή της Ιστορίας και του Πολιτισμού. Αργότερα, στα 1952, σε κείμενό του για την ελληνική θάλασσα, θα υποστηρίξει και ακραίες θέσεις, όπως για παράδειγμα ότι κάθε έργο τέχνης, προκειμένου να διατηρηθεί και να δικαιώσει την αξία του οφείλει να είναι εναρμονισμένο με το πνεύμα της φυλής που το δημιούργησε. Αλλιώς, είναι καταδικασμένο στην καταστροφή. 

Η γλώσσα του Μυριβήλη εναρμονίζεται πλήρως με τον στόχο του και αποτυπώνει σε μια ξεχωριστή προσπάθεια, μέσα από τις συνεχείς αναθεωρήσεις των κειμένων, όλη την εξέλιξη της σκέψης του. Αντλεί ακατάπαυστα από τη λαϊκή παράδοση, την κιβωτό του ελληνισμού, και μεταφέρει την προφορική διάλεκτο στον γραπτό λόγο χωρίς ωστόσο να προδώσει τη λογοτεχνική δημιουργία. Έχουν σημειωθεί βέβαια και κάποιες λεκτικές ακρότητες ή αστοχίες, αποτελέσματα ενός άκρατου δημοτικισμού. Η γλωσσική εκζήτηση, θεωρητικά ασύμβατη με τη ρεαλιστική ηθογραφία, οδήγησε την κριτική να μιλήσει για «ρεαλιστική ωραιολατρεία» ή για «κράμα ρεαλισμού και λυρισμού». Ωστόσο, η αδιάκοπη εκφραστική προσπάθεια του Μυριβήλη συγκροτεί ολόκληρο το έργο του σε ένα σύνολο και ουσιαστικά αναιρεί τις αντιθετικές του όψεις: παράδοση και ανανέωση, ρεαλισμός και λυρισμός μετουσιώνονται σε ένα σώμα, σε μια εσωτερικευμένη ποίηση της ζωής και της φύσης, με στόχο να προβάλουν την αξία και την ουσία του ελληνικού στοιχείου. Ο Στράτης Μυριβήλης συμπορεύθηκε με τη γενιά του '30, αλλά διακρίθηκε σε πολλά σημεία από τις επιδιώξεις της. Η πίστη στην παράδοση, η προσκόλληση στο νησιωτικό περιβάλλον και οι ηθογραφικές διαστάσεις του έργου του δεν εναρμονίζονται πλήρως με τα ζητούμενα της γενιάς αυτής. Ωστόσο, ο Μυριβήλης μέσα από την προσωπική του πορεία, με τους ξεχωριστούς δικούς του τρόπους, ανανεώνει την παράδοση και την ανάγει σε αξία συλλογική, αναζητά με πάθος την ελληνικότητα, εκφράζει την αναγεννητική ορμή της φύσης και τη βαθιά του πίστη στον άνθρωπο και στην πνευματική του ελευθερία, αποβαίνοντας έτσι ένας από τους κυριότερους εκφραστές του καιρού του.


Εργογραφία

Μυθιστορήματα 

«Η ζωή εν τάφω», (1924)
«Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια», (1933)
«Η Παναγιά η γοργόνα», (1948)
«Το μυθιστόρημα των τεσσάρων», (1954)

Συλλογές διηγημάτων

«Κόκκινες ιστορίες», (1915)
«Διηγήματα», (1928)
«Το πράσινο βιβλίο», (1935)
«Το γαλάζιο βιβλίο», (1939)
«Το κόκκινο βιβλίο», (1953)
«Το βυσινί βιβλίο», (1959)

Νουβέλες

«Ο Βασίλης ο Αρβανίτης», (1943)
«Τα παγανά», (1945)

Λυρικά

«Το τραγούδι της γης», (1937)
«Μικρές φωτιές», (1942)

Ταξιδιωτικά

«Απ’ την Ελλάδα», (1954)
«Ολυμπία», (1958)
Χρονογραφήματα
«Πτερόεντα», (1964)

Δοκίμια

«Το Πνεύμα της 28ης Οκτωβρίου», (1945)
«Μιλάμε για την Τέχνη», (1958)
«Το λογοτεχνικό τέταρτο», (1962)
«Ο Παλαμάς στη ζωή μου», (1963)

Διαλέξεις

«Ιωάννης Γρυπάρης», (1943)
Παιδικά
«Στάθης Σταθάς», (1934)
«Ο αργοναύτης», (1936)

Άλλα κείμενα

«Άνθρωποι από τη Λαοδικεία», (1947)




Η ζωή εν τάφω 


«Η ζωή εν τάφω» του Στράτη Μυριβήλη, άρχισε να σχεδιάζεται μέσα στα χαρακώματα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, στην προκάλυψη του Μοναστηριού της Σερβίας. Ένα κεφάλαιο κιόλας δημοσιεύτηκε από τότε στην εφημερίδα Νέα Ελλάδα, που έβγαινε στη Θεσσαλονίκη το 1917. Mετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, το πρώτο σύνολο μπήκε σαν επιφυλλίδα στη βδομαδιάτικη "Καμπάνα" της Μυτιλήνης. Το ανάτυπο από εκείνη την επιφυλλίδα (1924) στάθηκε η πρώτη έκδοση του βιβλίου. Από τότε το «Η ζωή εν τάφω» σημειώνει μια σταθερή πορεία ως τις μέρες μας, ανάμεσα σε πολλές και τρικυμιώδεις πολιτικές περιπέτειες, ενθουσιασμούς και παρεξηγήσεις. Η κυκλοφορία του βιβλίου είχε απαγορευτεί τα τέσσερα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας και τα κατοπινά τέσσερα της Κατοχής. «Ο πόλεμος, η φρίκη και η αγωνία του, οι ανατριχιαστικές κι εφιαλτικές σκηνές του, υπάρχουν και περιγράφονται στο βιβλίο, για να δείξουν τη σημασία και την ομορφιά της ζωής. Και είναι ακριβώς το χαράκωμα, οι κακουχίες και οι ταλαιπωρίες του πολέμου, που έκαναν τον Στράτη Μυριβήλη να νιώσει τη ζωή ανάμεσα από το κορμί, να γνωρίσει και να διακηρύξει το πρωτείο του σώματος, να γίνει ο υλιστής και ο ηδονιστής που βλέπει τη ζωή σαν ερωμένη»

Περιγραφή

Με τη.. «Ζωή εν τάφω», ο Στράτης Μυριβήλης, ζωντανεύει σε ένα κλασικό για τα ελληνικά γράμματα έργο - ύμνο στη ζωή και την ειρήνη - τις μνήμες του από τα χαρακώματα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Μιλάει με τη φωνή - με τα χειρόγραφα καλύτερα - του λοχία Κωστούλα. «Τούτα τα τετράδια», μας γράφει ο Μυριβήλης, «βρεθήκανε μέσα στο γελιό του Αντώνη Κωστούλα. Τόνε θυμήθηκα τόσο ζωηρά και καθαρά κείνο τον αψηλό μελαχροινό φοιτητή με το μακρουλό πρόσωπο και τα φουντωμένα μαλλιά! Κάηκε κατά λάθος μέσα στα βουλγαρικά χαρακώματα που πατήσαμε... Είναι βαρύ πράμα να ‘χετε μέσα σας έναν πεθαμένο που γυρεύει να μιλήσει και να του σφαλνάτε με την απαλάμη το στόμα. Γνέφει και κάνει παρακαλεστικά νοήματα προς την καρδιά σας απ το υπερπέραν. Θέλει να εκφραστεί. Ας μου συχωρεθεί τούτο το βιβλίο, γιατί μου είναι μια προσωπική απολύτρωση...»
✦✦✦✦

Ο Μυριβήλης κάνει την επίσημη είσοδό του στη νεοελληνική λογοτεχνία το 1931 με τη δεύτερη έκδοση της Ζωής εν τάφω. Για πρώτη φορά τότε η κριτική τον ανακαλύπτει με έκπληξη και εκδηλώνει τον θαυμασμό της. Από τότε και μέχρι σήμερα η ανταπόκριση του κοινού είναι συνεχής, παρόλο που το βιβλίο δεν ανατυπώθηκε ποτέ όσο διαρκούσε το καθεστώς Μεταξά. Τότε όπως και τώρα, για να το πούμε με τα κοινότερα λόγια που συνηθίζονται από όσους εκτιμούν τον συγγραφέα αυτό, έκανε εντύπωση η άνετη μετάβαση από τον ωμό ρεαλισμό στην πιο λυρική έκσταση και τανάπαλιν. Στην πραγματικότητα η εντύπωση αυτή επιτυγχάνεται από τον Μυριβήλη με τη συγκινησιακή παρόρμηση με την οποία φορτίζει τη γραφή του. Απέναντι στην τυφλή βιαιότητα του πολέμου και της άθλιας ζωής στα χαρακώματα, διαμαρτύρεται δίνοντας έμφαση με περιγραφές νατουραλιστικής τεχνοτροπίας ώστε να προκαλέσει τη φρίκη. Άλλοτε εκστασιάζεται απέναντι σε καταστάσεις που ικανοποιούν το πάθος για τη ζωή, όπως στο γνωστό πλέον σημείο όπου μέσα στον ζόφο του πολέμου, στα χαρακώματα, ανακαλύπτει μια παπαρούνα, υποβάλλοντας μια έντονη λυρική συγκίνηση. Απώθηση, λοιπόν, και έλξη είναι οι πρωτογενείς ορμές που πυροδοτούν τη συγκίνηση και τη γραφή του. Αλλά σε αυτή την κυρίαρχη στάση, συνδυασμένη με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, έρχεται να προστεθεί μια άλλη επιλογή ύφους που μετατοπίζει το βάρος προς λύσεις που θα καλλιεργηθούν ολοένα και πιο συστηματικά από τον ίδιο μέχρι να εγκαταλείψει στο σχήμα απώθησης-έλξης που εφάρμοζε στα πρώτα του έργα: το λαϊκότροπο και προφορικό ύφος.
Mario Vitti, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 2003, 391-392.

Διαβάστε περισσότερα εδώ 




Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια (1933)

Το έργο του Στράτη Μυριβήλη «Η Δασκάλα με τα χρυσά μάτια», φαίνεται ως συνέχεια του έργου «Η Ζωή εν τάφω», με το θαυμάσιο γλωσσικό του όργανο, το εντελώς προσωπικό και ανεπανάληπτο ύφος του, και τον ολάνθιστο πεζογραφικό λυρισμό του, μας δίνει σαν σε ραφαηλική ζωγραφιά το νησί του ολόκληρο και πανέμορφο: στεριά, θάλασσα, βλάστηση, χωριό, πολιτεία, λαό.

Περιγραφή

Το μυθιστόρημα «Η Δασκάλα με τα χρυσά μάτια» (1933), αποτελεί ένα αριστούργημα του Στράτη Μυριβήλη που μεταφέρθηκε στη μικρή οθόνη από τον Κώστα Αριστόπουλο το 1978. Η ατμόσφαιρα του πολέμου είναι κι εδώ παρούσα, καθώς ο ήρωας επιστρέφει από τον πόλεμο στη Μυτιλήνη, όπου βασανίζεται ανάμεσα στο σεβασμό προς τη μνήμη του σκοτωμένου φίλου του και στον έρωτα που αισθάνεται για τη χήρα εκείνου.
Η αναγγελία έκδοσης του βιβλίου

"Με πρωτοφανή διά τα χρονικά του λογοτεχνικού βιβλίου ζωηρότητα εξακολουθεί η ζήτησις του γνωστού ελληνικού βιβλίου του πολέμου "Η ζωή εν τάφο". Από της ερχόμενης εβδομάδος τίθεται εις κυκλοφορίαν η 8η χιλιάς του βιβλίου. Εντός του Οκτωβρίου κυκλοφορεί και νέον μυθιστόρημα του κ. Μυριβήλη "Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια το οποίον επίσης θα εκδώσει ο οίκος Flammarion εις την γαλλικήν, όπως έγινε και με το "Η ζωή εν τάφω".

"Ελεύθερον Βήμα"
Στήλη: "Καθημερινή Ζωή", Παρασκευή 25 Αυγούστου 1933



δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/








ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΒΕΑΚΗΣ ( 13 Δεκεμβρίου 1884 – 29 Ιουνίου 1951 )


 Ο Αιμίλιος Βεάκης στον «Βασιλιά Ληρ» του Σαίξπηρ, που παίχτηκε στο Εθνικό Θέατρο το 1939


Ο Αιμίλιος Βεάκης (Πειραιάς, 13 Δεκεμβρίου 1884 – Αθήνα, 29 Ιουνίου 1951) υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνεςηθοποιούς. Διακρίθηκε στους Βαλκανικούς πολέμους, έλαβε μέρος στην Αντίσταση κατά την Κατοχή ως μέλος του ΕΑΜ, αλλά αργότερα δέχτηκε διώξεις λόγω των αριστερών του πεποιθήσεων
Εγγονός του λόγιου και θεατρικού συγγραφέα Ιωάννη Βεάκη, αλλά ορφανός και από τους δυο γονείς, πέρασε τα παιδικά του χρόνια μαζί με άτεκνους συγγενείς. Παρά τις ενστάσεις των κηδεμόνων του, γράφτηκε σε ηλικία 16 ετών (1900) στη «Βασιλική Δραματική Σχολή». Μετά την απότομη διακοπή της δραματικής σχολής του Βασιλικού Θεάτρου, εισήχθη στη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου και σπούδασε ζωγραφική. Το 1901 όμως, διέκοψε τις σπουδές του και άρχισε την καριέρα του ως ηθοποιός στο Βόλο με το θίασο της Ε. Νίκα. Από τότε θα περιοδεύσει στις επαρχίες όπου υπάρχει ελληνικό στοιχείο, μέχρι την επιστράτευσή του στους Βαλκανικούς πολέμους (1912-1913), κατά την οποία και θα προαχθεί σε λοχία λόγω «ανδραγαθίας».
Επιστρέφοντας από το μέτωπο, ο Βεάκης συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους θιάσους της εποχής (Λεπενιώτη, Καλογερίκου, Κοτοπούλη, Κυβέλη, Οικονόμου) και διακρίθηκε σε όλα τα θεατρικά είδη. Αναδείχθηκε εξαίρετος "καρατερίστας" και διέπρεψε στις κλασικές τραγωδίες και δράματα. Σταθμός στην καριέρα του θεωρήθηκε η ερμηνεία του Οιδίποδα στην ομώνυμη τραγωδία (Οιδίπους τύραννος), σε σκηνοθεσία του Φώτου Πολίτη με την «Εταιρεία Ελληνικού Θεάτρου». Από το 1932 μεσουράνησε στο επανασυσταθέν Βασιλικό Θέατρο, ως Εθνικό Θέατρο. Διετέλεσε και ο ίδιος θιασάρχης του, καθώς επίσης και καθηγητής υποκριτικής στην επαγγελματική σχολή του Εθνικού θεάτρου.

Πόλεμοι

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, συνεργάστηκε με την κυρία Κατερίνα και συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση από τις τάξεις του ΕΑΜ. Μετά τα Δεκεμβριανά, ακολούθησε το ΕΑΜ μαζί με άλλους ηθοποιούς στην υποχώρηση προς τα βουνά, όπου και συνέχισαν να δίνουν θεατρικές παραστάσεις. Υπήρξε μέλος του Ελληνοσοβιετικού Συνδέσμου. Για αυτήν την πολιτική του τοποθέτηση ο Βεάκης μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, αντιμετώπισε διώξεις που κλόνισαν την υγεία του και έκαμψαν την ιδιοσυγκρασία του.

Θάνατος

Συνταξιοδοτήθηκε το 1947 και έκανε κάποιες σποραδικές εμφανίσεις, μέχρι τις αποχαιρετιστήριες παραστάσεις του στο Εθνικό θέατρο τον Απρίλιο και το Μάιο του 1951. Πέθανε ξεχασμένος και πένης και κηδεύτηκε στο Α΄ Νεκροταφείο.
Μετά το θάνατό του, αναγνωρίστηκε μερικώς η τεράστια προσφορά του στο ελληνικό θέατρο με ορισμένες τιμητικές κινήσεις. Το σύγχρονο θερινό θέατρο -τύπου αρχαίου θεάτρου- "Σκυλίτσειο" στη Καστέλα, στον Πειραιά, που είχε αναγείρει ο δήμαρχος Αριστείδης Σκυλίτσης το 1969, μετονομάσθηκε το 1976 σε "Βεάκειο". Επίσης προτομή του Αιμίλιου Βεάκη ανεγέρθη στη δεξιά πλευρά της πρόσοψης του Δημοτικού Θεάτρου του Πειραιά, ενώ το θεατρικό μουσείο απονέμει σε άνδρες ηθοποιούς από το 1994 και ανά διετία, το Έπαθλο «Αιμίλιος Βεάκης» για την ερμηνεία α΄ ανδρικού ρόλου, καθώς και το τιμητικό Έπαθλο Βεάκη για τη συνολική προσφορά τους στο θέατρο



ΕΚΠΟΜΠΕΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΗΣΑ - Αιμίλιος Βεάκης

Στη συγκεκριμένη εκπομπή, αφιερωμένη στον ΑΙΜΙΛΙΟ ΒΕΑΚΗ, ο ΦΡΕΝΤΥ ΓΕΡΜΑΝΟΣ θυμάται το παλαιότερο αφιέρωμα που είχε κάνει στον μεγάλο ηθοποιό στο πλαίσιο της σειράς «Το Πορτραίτο της Πέμπτης» (1976). Στο ξεκίνημα του επεισοδίου ακούγεται σύντομο ηχητικό ντοκουμέντο από την ερμηνεία του ΒΕΑΚΗ στο ρόλο του «Οιδίποδα Τυράννου». Για τον ΑΙΜΙΛΙΟ ΒΕΑΚΗ μιλούν οι ηθοποιοί ΜΑΡΙΑ ΑΛΚΑΙΟΥ, ΝΙΚΟΣ ΧΑΤΖΙΣΚΟΣ, ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΒΑΛΑΚΟΥ, ΤΙΤΙΚΑ ΝΙΚΗΦΟΡΑΚΗ, ΘΑΝΟΣ ΚΩΤΣΟΠΟΥΛΟΣ, ΜΑΝΟΣ ΚΑΤΡΑΚΗΣ, ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, ΝΙΤΣΑ ΤΣΑΓΑΝΕΑ, ΣΩΤΗΡΙΑ ΙΑΤΡΙΔΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΛΑΒΕΤΑΣ, ΤΙΤΙΚΑ ΝΙΚΗΦΟΡΑΚΗ, ο παραγωγός της ταινίας «Η φωνή της καρδιάς» ΦΙΛΟΠΟΙΜΗΝ ΦΙΝΟΣ και τέλος, η σύζυγός του ΣΜΑΡΑΓΔΑ ΒΕΑΚΗ. Κάνουν λόγο για την ερμηνευτική του ικανότητα, επισημαίνοντας ιδιαίτερα μία από τις σημαντικότερες παραστάσεις του, τον «Βασιλιά Ληρ», θυμούνται με συγκίνηση στιγμές από τη συνεργασία τους και μεταφέρουν μνήμες και εικόνες από την κοινή παρουσία τους στο θέατρο και τον κινηματογράφο. Η εκπομπή πλαισιώνεται από φωτογραφικό υλικό, πλάνα σε σημεία και χώρους που συνδέονται με τη ζωή και την πορεία του (στο Εθνικό Θέατρο, στην οδό Κυψέλης, όπου έζησε μέχρι το θάνατό του). Επίσης, προβάλλονται πλάνα απ’ την κινηματογραφική ταινία «Η φωνή της καρδιάς» και ακούγονται αποσπάσματα από το ημερολόγιο του ΑΙΜΙΛΙΟΥ ΒΕΑΚΗ, καθώς και ποιήματα από τη συλλογή του «Τα τραγούδια της αγάπης και της ταβέρνας».


Η μονομαχία του Αιμίλιου Βεάκη και του Αλέξη Μινωτή στα Ψηλά Αλώνια. Πετούσαν καρέκλες, ποτήρια και ακραίες ύβρεις... 



Η αρχική φωτογραφία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί προφητική, αν και η λήψη έγινε το 1937. Προέρχεται από την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου «Άμλετ» του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ σε σκηνοθεσία Δημήτρη Ροντήρη. Ο Αλέξης Μινωτής με το σπαθί στον ρόλο του Άμλετ και ο Αιμίλιος Βεάκης στον ρόλο του Κλαύδιου. Μια τέτοια μονομαχία είχαν ζήσει οι δύο άντρες νωρίτερα σε μια κοινή τους περιοδεία στην Πελοπόννησο. Κανείς δεν φανταζόταν πως οι δύο «γίγαντες» του ελληνικού θεάτρου, ο Αιμίλιος Βεάκης και Αλέξης Μινωτής θα αντάλλασσαν τέτοιες και τόσες βρισιές, θα πετούσαν πράγματα ο ένας στον άλλον και θα πιάνονταν στα χέρια. Αυτά συνέβησαν στην Πάτρα τον Ιούνιο του 1933! Λίγο η ζέστη, λίγο το κρασάκι, ακόμη περισσότερο η υποβόσκουσα αντιζηλία μεταξύ των δύο ανδρών, κατόρθωσαν να προσφέρουν στους Πατρινούς ένα ανεπανάληπτο θέαμα. Όλα συνέβησαν στο περιθώριο της παράστασης «Ο Ποπολάρος» του Γρ. Ξενόπουλου που είχε ανεβάσει το Εθνικό Θέατρο στην Αθήνα και στη συνέχεια ανέβασε στο θέατρο «Λυρικόν» των Πατρών, το οποίο κατακλυζόταν κάθε βράδυ από κόσμο. Προς τιμήν των πρωταγωνιστών και των ανθρώπων του Εθνικού Θεάτρου δόθηκαν πολλές δεξιώσεις και γεύματα. Σε μία από τις συγκεντρώσεις αυτές συνέβη το απίστευτο επεισόδιο. Από την κριτική μιας πατρινής εφημερίδας παρελήφθη το όνομα του Ν. Δενδραμή που είχε τον ρόλο του Ζέππου Πεμπονάρη. «Αν ήμουν στη θέση του Δενδραμή θα έστελνα στο διάολο τις πατρινές εφημερίδες», είπε ο Μινωτής στον Βεάκη. Λόγο στον λόγο, ο τελευταίος αποκάλεσε τον συνάδελφό του αριβίστα, οπότε και ξέσπασε χαμός. Στο κοσμικό εστιατόριο που βρισκόταν στα Ψηλά Αλώνια και ήταν γεμάτο από καλλιτέχνες, οικονομικούς παράγοντες, εκπροσώπους της Εκκλησίας και πλήθος της κοινωνίας των Πατρών, δινόταν μία και μοναδική παράσταση. Στην αρχή οι δύο άνδρες αντάλλαξαν ύβρεις ελαφρές σχετικά με την καλλιτεχνική αξία ενός εκάστου. Ακολούθησαν όμως βαριές βρισιές, οι οποίες εξελίχθηκαν σε ελληνικότατη συμπλοκή. Πρώτος ο Μινωτής πέταξε μια καρέκλα στον Βεάκη, ο οποίος με τη σειρά του εκσφενδόνισε ένα ποτήρι γεμάτο κρασί. Τότε, για να αποφευχθούν τα χειρότερα, αναγκάστηκαν να επέμβουν οι ψυχραιμότεροι. Ευτυχώς, δεν ολοκληρώθηκε η εκ του συστάδην μάχη και έλαβε τέλος η αψιμαχία. 
του Ελευθερίου Γ. Σκιαδά από τον Μικρό Ρωμηό..

Αναδημοσίευση από http://www.mixanitouxronou.gr/

ΔΕΊΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ https://homouniversalisgr.blogspot.com/







ΠΑΟΥΛ ΚΛΕΕ - Paul Klee ( 18 Δεκεμβρίου 1879 - 29 Ιουνίου 1940 )

 

 Red Balloon
Ο Πάουλ Κλέε (Paul Klee, 18 Δεκεμβρίου 1879 - 29 Ιουνίου 1940ήτανΓερμανο-Ελβετός ζωγράφος. Μολονότι δεν εντάχθηκε επισήμως σε καμία σχολή ή κίνημα, το έργο του είχε σημαντική συμβολή στη διαμόρφωση των περισσοτέρων καλλιτεχνικών τάσεων της μοντέρνας τέχνης, ενώ υπήρξε και δάσκαλος στη σχολή Μπαουχάους (Bauhaus). Άφησε συνολικά περισσότερα από 9.000 έργα, μεταξύ αυτών υδατογραφίες, χαρακτικά και σχέδια, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων φιλοξενείται σήμερα στο Κέντρο Πάουλ Κλέε της Βέρνης.

Paul Klee, 

photographed in 1911 
by Alexander Eliasberg.


Ο Κλέε γεννήθηκε στο Μύνχενμπουχζε, κοντά στην πόλη της Βέρνης. Ο πατέρας του, Χανς Κλέε (1849-1940), καταγόταν από την ορεινή επαρχία του Ταν, στην Αλσατία και ήταν μουσικός, ενώ η μητέρα του, Ίντα Φρικ (1855-1921) είχε επίσης σπουδές στο τραγούδι. Από νωρίς, ο Πάουλ Κλέε ήρθε σε επαφή με την μουσική και τη ζωγραφική. Ξεκίνησε να παίζει βιολί σε ηλικία επτά ετών, επιδεικνύοντας τέτοιες ικανότητες ώστε στα έντεκά του χρόνια να αποτελεί μέλος της ορχήστρας της Μουσικής Εταιρείας της Βέρνης. Παράλληλα διέθετε κλίση στη ζωγραφική, αν και οι γονείς του μάλλον δεν τον ενθάρρυναν προς αυτή τη κατεύθυνση. Ο ίδιος ωστόσο επέλεξε να ασχοληθεί τελικά με τη ζωγραφική παρά τις ενστάσεις τους αποτυπώνοντας το γεγονός αυτό στα ημερολόγια του γράφοντας "Θα είχα παρατήσει το σχολείο ευχαρίστως ένα χρόνο πριν αποφοιτήσω αλλά έμεινα για χάρη των γονιών μου [...] δεν ήθελα να κάνω τίποτε άλλο παρά να ζωγραφίζω και να γράφω, ό,τι δηλαδή μου είχαν απαγορεύσει.". Τον Οκτώβριο του 1888 μετακόμισε στο Μόναχο με σκοπό να εγγραφεί στην Ακαδημία Καλών Τεχνών, ωστόσο τελικά δεν έγινε δεκτός. Παρά το γεγονός αυτό, παρέμεινε στο Μόναχο για τα τρία επόμενα χρόνια, σπουδάζοντας σχέδιο στην ιδιωτική σχολή του Χάινριχ Κνιρ. Τον Οκτώβριο του 1900, έγινε δεκτός στην τάξη του Γερμανού ζωγράφου Φραντς φον Στουκ, στην Ακαδημία Καλών Τεχνών, ωστόσο σύντομα εγκατέλειψε το μάθημά του. Τον επόμενο χρόνο επισκέφτηκε για λίγους μήνες την Ιταλία, μαζί με τον συμφοιτητή του στο Μόναχο Χέρμαν Χάλερ. Εκεί μελέτησε το έργο των σπουδαιότερων Ιταλών ζωγράφων και επισκέφτηκε τη Φλωρεντία και τη Νάπολη. Αργότερα επέστρεψε στη Βέρνη, όπου ξεκίνησε να παρακολουθεί μαθήματα ανατομίας (ειδικά για καλλιτέχνες) και ζωγραφικής.
Τον Ιούλιο του 1903 άρχισε να επεξεργάζεται μία σειρά χαρακτικών υπό τον γενικό τίτλο Επινοήσεις (Inventionen), που υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα πρώιμα έργα του. Ολοκληρώθηκε στις αρχές του 1905 και σε αυτή τη σειρά αποτυπώνεται ο πειραματισμός του Κλέε σχετικά με την επεξεργασία του γυαλιού. Ο ίδιος περιέγραψε την τεχνική του στις ημερολογιακές καταγραφές του: αρχικά κάλυπτε το γυαλί ψεκάζοντάς το με ένα στρώμα τέμπερας λευκού χρώματος ώστε να είναι λείο και στη συνέχεια το χάραζε με μία βελόνα. Μετά τη στερεοποίηση του σχεδίου, κάλυπτε την πίσω πλευρά με μαύρο ή άλλο χρώμα. Οι Επινοήσεις παρουσιάστηκαν δημόσια στην έκθεση της Απόσχισης του Μονάχου, τον Ιούνιο του1906.


Το Σεπτέμβριο του 1906 παντρεύτηκε την πιανίστα Λίλι Στουμπφ με την οποία εγκαταστάθηκε αργότερα στο Μόναχο. Το Νοέμβριο του επόμενου χρόνου γεννήθηκε ο γιος τους Φέλιξ και ο Κλέε ανέλαβε την μεγαλύτερη ευθύνη για την ανατροφή του, καθώς η Στουμπφ εργαζόταν ως δασκάλα του πιάνου ή δίνοντας συναυλίες. Είναι πιθανό πως μεγάλο μέρος του χρόνου του ξοδευόταν σε υποχρεώσεις που σχετίζονταν με τον Φέλιξ και τις καθημερινές οικογενειακές ανάγκες. Το καλλιτεχνικό έργο του δεν είχε να επιδείξει σημαντικές επιτυχίες, με εξαίρεση την παρουσίαση μερικών έργων του σε μεγάλες εκθέσεις και μία ατομική έκθεση με 56 έργα του στις πόλεις της Βέρνης, της Ζυρίχης και του Βίντερτουρ.
Το 1911 υπήρξε χρονιά κατά την οποία πραγματοποίησε σημαντικές επαφές με άλλους καλλιτέχνες, όπως τον Αουγκούστ Μάκε και κυρίως το Βασίλι Καντίνσκι, ο οποίος τον σύστησε σε αρκετούς ζωγράφους της Νέας Καλλιτεχνικής Ένωσης του Μονάχου (Neue Künstlevereinigung Mϋnchen), μεταξύ των οποίων βρίσκονταν ο Φραντς Μαρκ και ο Αλεξέι φον Γιαβλένσκι. Την ίδια περίοδο, ο Καντίνσκι και ο Μαρκ ετοίμαζαν την έκδοση Der Blaute Reiter (Ο Γαλάζιος Καβαλάρης), το οποίο φιλοδοξούσαν να αποτελέσει ένα σημείο αναφοράς για κάθε τομέα της τέχνης. Η πρώτη έκθεση του Γαλάζιου Καβαλάρη διοργανώθηκε το Δεκέμβριο του 1911 και ο Κλέε έγραψε μία κριτική για αυτή στο μηνιαίο έντυπο Die Alpen, δηλώνοντας την συμπαράστασή του στις ιδέες των καλλιτεχνών του νέου ρεύματος. Όταν το Φεβρουάριο του 1912 πραγματοποιήθηκε η δεύτερη έκθεση της ομάδας, ο Κλέε συμμετείχε με 17 έργα του, ενώ τον επόμενο χρόνο, ο Καντίνσκι και ο Μάκε του ανέθεσαν την εκπροσώπηση της Ελβετίας στο πρώτο Φθινοπωρινό Γερμανικό Σαλόνι που οργανώθηκε το 1913 στη γκαλερί Der Sturm του Βερολίνου. Αν και δεν βρισκόταν στην κορυφή της πρωτοπορίας της εποχής, μέσα από τις αυξανόμενες επαφές του με καλλιτεχνικές ομάδες, ο Κλέε σταδιακά εξήλθε της καλλιτεχνικής απομόνωσης των προηγούμενων χρόνων.

Τον Απρίλιο του 1914, ο Κλέε ταξίδεψε στη Τυνησία, μαζί με τον Αουγκούστ Μάκε και τον Λουί Μουαγιέ. Το ταξίδι αυτό υπήρξε καθοριστικό στην εξέλιξη του έργου του, καθώς κατά τη διάρκεια του πειραματίστηκε με τη χρήση των χρωμάτων. Στις 16 Απριλίου ολοκλήρωσε τον πίνακα με τίτλο Μπροστά στις πύλες του Καϊρουάν και την ίδια ημέρα σημείωσε στο ημερολόγιο του "Το χρώμα και εγώ είμαστε ένα. Είμαι ζωγράφος". Πραγματοποίησε αρκετές υδατογραφίες με κύριο χαρακτηριστικό την ποικιλία του χρώματος. Χρησιμοποιούσε πολλαπλά στρώματα χρώματος και για την απόδοση των αντικειμένων επιχειρούσε τη χρήση βασικών μόνο γεωμετρικών σχημάτων, αποσκοπώντας σε μία περισσότερο αφαιρετική γραφή.
Paul Klee as soldier, 1916
O Α' Παγκόσμιος Πόλεμος αρχικά δεν βρήκε αντίθετο τον Κλέε. Όπως διαφαίνεται από την αλληλογραφία του με τον Καντίνκσι, πίστευε πως η Γερμανία θα επικρατούσε γρήγορα, ελπίζοντας πως "η εθνική ανάταση θα μας εξασφαλίσει ξανά τα μέσα (το χρήμα και την εύνοια από τους προστάτες των τεχνών), που έχουμε τόσο στερηθεί τα τελευταία χρόνια". Αργότερα η γνώμη του άρχισε να διαφοροποιείται, εκφράζοντας μεγαλύτερο σκεπτικισμό, επηρεασμένος και από τους θανάτους του Μάκε και του Μαρκ στο μέτωπο του πολέμου. Συνέχισε να ζωγραφίζει και να εξελίσσεται καλλιτεχνικά, συμμετέχοντας σε εκθέσεις μέχρι το Φεβρουάριο του 1916, όταν κρίθηκε τελικά στρατεύσιμος και κλήθηκε να υπηρετήσει στο γερμανικό στρατό. Ακολούθησε τη βασική εκπαίδευση στο Λάντσουτ και στη συνέχεια τοποθετήθηκε στο 2ο Εφεδρικό Σύνταγμα Πεζικού στο Μόναχο. Λίγους μήνες αργότερα μετατέθηκε σε μονάδα της αεροπορίας, όπου έβαφε τα γερμανικά αεροπλάνα, χωρίς να σταλεί ποτέ στο μέτωπο.
Ο πόλεμος υπήρξε το κυρίαρχο θέμα σε αρκετούς από τους πίνακες που ολοκλήρωσε από το 1914, ωστόσο στα τέλη του 1915 φαίνεται πως σταδιακά εγκατέλειψε τη θεματολογία αυτή. Συμμετείχε σε δύο εκθέσεις της γκαλερί Der Sturm, το Μάρτιο του 1916 και το 1917 και τα έργα του – κυρίως υδατογραφίες – σημείωσαν αξιοσημείωτη εμπορική επιτυχία, ενώ παράλληλα αρκετοί κριτικοί τον θεωρούσαν έναν από τους σημαντικότερους γερμανούς ζωγράφους, ειδικά μετά το θάνατο του Μαρκ. Οι αυξημένες πωλήσεις των έργων του, τον ώθησαν να συνεργαστεί με τον έμπορο έργων τέχνης Χανς Γκολτζ, ο οποίος τον επόμενο χρόνο διοργάνωσε αναδρομική έκθεση με 326 έργα του Κλέε. Παράλληλα, εκδόθηκαν δύο μονογραφίες του, βασισμένες στα ημερολόγια που διατηρούσε συστηματικά. Στα τέλη της δεκαετίας του 1910, αποτελούσε έναν αναγνωρισμένο και καταξιωμένο καλλιτέχνη.
Η υπογραφή του Κλέε 
Στις 29 Οκτωβρίου του 1920, ο διευθυντής της σχολής του Μπαουχάους, Βάλτερ Γκρόπιους, πρότεινε επίσημα στον Κλέε να διδάξει στη σχολή της Βαϊμάρης. Εκείνος δέχτηκε τον διορισμό του στις αρχές του 1921 καθώς ήταν ταυτισμένος με τις γενικές αρχές και ιδέες του Μπαουχάους. Υπήρξε αρχικά "δάσκαλος των μορφών" στο εργαστήριο της βιβλιοδεσίας, για έναν περίπου χρόνο. Για το χειμερινό εξάμηνο, προετοίμασε μία σειρά διαλέξεων με θέμα την καλλιτεχνική φόρμα, οι οποίες αργότερα εκδόθηκαν και σε μορφή βιβλίου. Αργότερα, είχε την επίβλεψη των εργαστηρίων τοιχογραφίας και υαλογραφημάτων. Η διδασκαλία στη σχολή είχε για τον Κλέε πάντα δευτερεύουσα σημασία, προσπαθώντας να μην αποτελεί τροχοπέδη στις δημιουργικές του δραστηριότητες. Παρέμεινε στη σχολή για περίπου δέκα χρόνια και την εγκατέλειψε το 1930, έπειτα από πρόταση της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Ντύσελντορφ να διδάξει εκεί. Στην Ακαδημία διέθετε λιγότερους μαθητές και απαλλαγμένος από οικονομικές έγνοιες είχε τη δυνατότητα να αφιερωθεί στο καλλιτεχνικό του έργο.


Με την άνοδο του ναζισμού, ο Κλέε έχασε την θέση του στην Ακαδημία. Σύμφωνα με το νόμο που απέκλειε από τις δημόσιες υπηρεσίες και θέσεις όσους δεν ανήκαν στην άρεια φυλή, υποχρεώθηκε να αποδείξει την καταγωγή του. Παρά το γεγονός πως κατέθεσε τα σχετικά έγγραφα δεν κατάφερε να διατηρήσει τελικά τη θέση του καθηγητή καθώς κρίθηκε ικανός για μελλοντική δράση ενάντια στα συμφέροντα του εθνικοσοσιαλιστικού κράτους, εξαιτίας του πολιτικού του παρελθόντος. Το φθινόπωρο του 1933, ο Κλέε εγκατέλειψε οριστικά του Ντύσελντορφ μαζί με την οικογένειά του, αντιμετωπίζοντας οικονομικές δυσχέρειες. Εξαιτίας της εβραϊκής του καταγωγής, ο Άλφρεντ Φλέτχαϊμ, που είχε αναλάβει αποκλειστικά τις πωλήσεις έργων του Κλεε, αδυνατούσε πλέον να εργαστεί, με αποτέλεσμα ο Κλέε να υπογράψει νέο συμβόλαιο με τον Ντανιέλ-Ανρί Κανβάιλερ. Το 1933, αποτέλεσε μία ιδιαιτέρως παραγωγική χρονιά για τον Κλέε, καθώς καταγράφονται σε αυτό το διάστημα συνολικά 482 έργα του. Ανάμεσα σε αυτά ξεχωρίζει μία αυτοπροσωπογραφία του υπό τον τίτλο Von der Liste gestrichten (Διαγράφεται από τη λίστα, Μουσείο Κλέε, 1933, 424) που αναφέρεται εμφανώς στην διαγραφή του από την Ακαδημία αλλά και την καλλιτεχνική σκηνή της Γερμανίας γενικότερα, και απεικονίζει ένα μεγάλο Χ στο αριστερό μέρος του κεφαλιού.

Στις 23 Δεκεμβρίου του 1933, εγκαταστάθηκε στη Βέρνη όπου συνέχισε να ζωγραφίζει με πιο αργούς ρυθμούς. Δύο χρόνια αργότερα διοργανώθηκε μεγάλη αναδρομική έκθεση, η οποία μεταφέρθηκε επίσης στις πόλεις της Βασιλείας και της Λουκέρνης. Την ίδια περίοδο ο Κλέε αρρώστησε σοβαρά. Αρχικά διαγνώστηκε ιλαρά αλλά τελικά διαπιστώθηκε πως έπασχε από σκληροδερμία μία σπάνια νόσο που συχνά επιφέρει το θάνατο. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, παρά το τέλμα που είχε παρατηρηθεί την προηγούμενη περίοδο στην καλλιτεχνική του παραγωγή, υπήρξε πολύ παραγωγικός ολοκληρώνοντας 489 έργα το 1938 και 1.254 το 1939, περισσότερα από κάθε άλλη χρονιά. Ένα από τα σημαντικότερα έργα της περιόδου αυτής αποτέλεσε ο πίνακας με τίτλο Η εξέγερση του υδραγωγείου, που έχει χαρακτηριστεί ως ιστορικό έργο και συμβολή του Κλέε στον αγώνα κατά του φασισμού. O Κλέε φιλοτέχνησε τον πίνακα αυτό το 1937, την ίδια χρονιά που διοργανώθηκε η έκθεση "Παρακμιακής Τέχνης" από το ναζιστικό καθεστώς, η οποία περιλάμβανε 17 έργα του.

House in the suburbs 
Το 1939, έχοντας συμπληρώσει πέντε χρόνια συνεχούς διαμονής στην Ελβετία, υπέβαλε αίτηση για να αποκτήσει ελβετική υπηκοότητα, η οποία έγινε τελικά δεκτή λίγο μετά το θάνατό του, παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπισε εξαιτίας των πολιτισμικών και πολιτικών προεκτάσεων του έργου του. Υπέβαλε επίσης αίτηση για να γίνει δημότης της Βέρνης, ωστόσο η επιθυμία του αυτή έμεινε ανεκπλήρωτη εξαιτίας του θανάτου του, στις 29 Ιουνίου του 1940, στο Τιτσίνο της Ιταλίας όπου βρισκόταν για θεραπεία. Η τέφρα του μεταφέρθηκε στη Βέρνη το 1946 και ο γιος του Φέλιξ ζήτησε να χαραχθούν στον τάφο του τα λόγια του: "Δεν περιορίζομαι στο εδώ και τώρα, ανήκω τόσο στους νεκρούς όσο και στους αγέννητους. Πιο κοντά στην καρδιά της δημιουργίας από τους περισσότερους, όχι όμως και αρκετά κοντά ακόμη." https://el.wikipedia.org/

 Rose Garden 



  A Woman For Gods

 After The Flood



 Aix Granet

 Aix

  Ghost of a Genius


 Signs In Yellow 

δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/









KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ ( 17 Μαρτίου 1837 - 29 Ιουνίου 1907)


Επιστροφή Αργοναυτών


Ο Κωνσταντίνος Βολανάκης ή Βολονάκης (Ηράκλειο Κρήτης1837Πειραιάς29 Ιουνίου 1907) ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς Έλληνες ζωγράφους του 19ου αιώνα. Θεωρείται ο "πατέρας της θαλασσογραφίας"
The Fishnet

Οι γονείς του Βολανάκη κατάγονταν από την Βολάνη, ένα μικρό χωριό της περιοχής του Ρεθύμνου. Σπούδασε στο Γυμνάσιο της Σύρου, απ' όπου αποφοίτησε το 1856. Την ίδια χρονιά, με παρότρυνση των μεγαλύτερων αδελφών του, πήγε στην Τεργέστη για να δουλέψει ως λογιστής κοντά στον μεγάλο οίκο εμπορίας ζαχάρεως Αφεντούλη. Ο Αφεντούλης εκτίμησε τις καλλιτεχνικές ικανότητες του νεαρού Βολανάκη από τα πάμπολλα σκαριφήματα με βάρκες, πλοία και λιμάνια που ο τελευταίος έφτιαχνε μέσα στις σελίδες των λογιστικών βιβλίων. Έτσι, αντί να απολύσει τον άτακτο λογιστή, ο Αφεντούλης ανέλαβε να τον στείλει στην Βαυαρία για να σπουδάσει ζωγραφική στην Ακαδημία του Μονάχου κοντά στον Καρλ φον Πιλότυ (Karl von Piloty) το 1860.
Μετά την αποφοίτησή του από την Ακαδημία του Μονάχου, ο Βολανάκης εργάστηκε στο Μόναχο, την Βιέννη και την Τεργέστη. Το 1883 επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στον Πειραιά. Σε αυτό συνετέλεσε και η πίεση της γυναίκας του "η οποία δεν άντεχε τον κρύο χειμώνα του Μονάχου". Όμως, ο κουμπάρος του Νικόλαος Γύζης τον απέτρεψε από το να γυρίσει στήν Αθήνα, γιατί "εκεί οι πίνακες ζωγραφικής πωλούνται εξευτελιστικώς εις τον Κήπο των Τιτάνων". Από την ίδια χρονιά και μέχρι το 1903 δίδαξε στην Σχολή των Ωραίων Τεχνών (μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) της Αθήνας, αρχικά το μάθημα της Στοιχειώδους Γραφής και αργότερα το μάθημα της Αγαλματογραφίας. Στο μεταξύ, λόγω τόσο της πολυμελούς οικογένειάς του όσο και των χαμηλών τιμών πωλήσεως των πινάκων του, πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του φτωχός. Είναι χαρακτηριστικό, ότι λόγω της πενίας αντέστρεψε το σύνηθες, και αντί να αγοράζουν τους πίνακές του και μετά οι πελάτες να πηγαίνουν στον κορνιζά, αυτός συνεργάσθηκε με τον κορνιζά Λούτσο στον Πειραιά, και ζωγράφιζε πίνακες που να ταιριάζουν σε μέγεθος με τις ξυλόγλυπτες κορνίζες του. Ταλαιπωρημένος από μια κήλη, τελικά πέθανε στον Πειραιά το 1907, ενώ "στην κηδεία του παρευρέθησαν μόνο 5-6 άτομα". 
Πανηγύρι στο Μόναχο

ΕΡΓΟ
Η θάλασσα, τα πλοία και τα λιμάνια ήταν η μόνιμη πηγή έμπνευσης του Βολανάκη. Μαζί με τον Θεόδωρο Βρυζάκη, τονΝικηφόρο Λύτρα, τον Νικόλαο Γύζη και τον Γεώργιο Ιακωβίδη, θεωρείται ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους του ακαδημαϊκού ρεαλισμού, της λεγόμενης «Σχολής του Μονάχου». Ωστόσο τα ιδιαιτέρως φωτεινά έργα του — όπως π.χ. το γνωστό Πανηγύρι του Μονάχου — δείχνουν κάποιες ιμπρεσιονιστικές τάσεις. Οι θαλασσογραφίες του κοσμούν τις επισημότερες αίθουσες της Αυστρίας και της Ελλάδας, ακόμη και του σταθμού του μετρό στον Πειραιά, ενώ κάποιοι άλλοι πίνακές του πωλήθηκαν σε διεθνείς δημοπρασίες για εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ.
Detail from "Sailing-Ships"

Σύμφωνα με την επίσημη γραμμή της Ακαδημίας Μονάχου, τότε που σπούδαζε ο Βολανάκης, οι καθηγητές συνιστούσαν "αποφυγή της τοπιογραφίας, γιατί αποτελεί την παρακμή της ζωγραφικής" και συνιστούσαν ενασχόληση με την προσωπογραφία. Φαίνεται ότι ο Βολανάκης δεν είχε ταλέντο στην προσωπογραφία, όπως ο Γεώργιος Ιακωβίδης, ή οΝικόλαος Γύζης. Έτσι προσπέρασε αυτή την απαγόρευση ενασχολούμενος με το αγαπημένο του θέμα, τη θαλασσογραφία. Το ταλέντο του αναγνωρίσθηκε νωρίς, αλλά στάθηκε τυχερός ύστερα από ένα ιστορικό γεγονός. Το 1866 έλαβε χώρα στηνΑδριατική θάλασσα, κοντά στις Δαλματικές ακτές, η Ναυμαχία της Λίσσας μεταξύ των στόλων της Αυστριακής Αυτοκρατορίας και της Ιταλίας. Νίκησε η Αυστρία. Ο Αυτοκράτορας τότε προκήρυξε ένα διαγωνισμό ζωγραφικής για την απεικόνιση αυτού του σημαντικού γεγονότος. Ο Βολανάκης κέρδισε το διαγωνισμό αυτό και έλαβε ως έπαθλο 1000 χρυσά φιορίνια και δωρεάν ταξίδια - κρουαζιέρες με το πολεμικό ναυτικό της Αυστρίας για 3 χρόνια. Εκμεταλλευόμενος αυτά τα ταξίδια ζωγράφισε μια δεκάδα περίπου άλλους πίνακες σχετικούς με πλοία και θάλασσα, όπως το πλοίο Kaiser κ.λπ. Σήμερα, ο πίνακας του Κ. Βολανάκη Η Ναυμαχία της Λίσσας βρίσκεται στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Βουδαπέστης.
 Η Ναυμαχία της Λίσσας

Ένα από τα διάσημα έργα του Κωνσταντίνου Βολανάκη είναι Η Πυρπόληση της Τουρκικής ναυαρχίδας, εκτελεσμένο τουλάχιστον δύο φορές (ιδιωτική συλλογή Stavros Michalarias Art, Αθήνα, και "Πυρπόληση Τουρκικής Φρεγάτας" 1882,Ναυτικό Μουσείο, Πειραιάς). Παρόμοιο είναι και το έργο του "Η Πυρπόληση του Τουρικού δικρότου, Δημοπρασία Christie's Αθήνα 1994). Το ίδιο έργο ζωγράφισε και ο Νικηφόρος Λύτρας (βρίσκεται στην Πινακοθήκη Αβέρωφ, στο Μέτσοβο Ιωαννίνων). Με μια προσεκτική ματιά στους δύο πίνακες διαπιστώνεται εύκολα η διαφορετική τεχνοτροπία των δύο ζωγράφων. Ο μεν Κ. Βολανάκης εστιάζει στο γεγονός της πυρπόλησης δίνοντας σημασία στην απεικόνιση του πλοίου που το ζώνουν οι φλόγες ενώ σαν λεπτομέρειες διακρίνονται οι Τούρκοι ναυαγοί και ελάχιστα οι πυρπολητές. Αντίθετα, ο Νικηφόρος Λύτρας έχει στο πρώτο πλάνο την ομάδα των πυρπολητών να κωπηλατούν δυνατά για να απομακρυνθούν, με όρθιο τον Κανάρη να χαιρετά χαρούμενος, ενώ στο βάθος θολά και σκοτεινά φαίνεται πυρπολημένο το πλοίο μέσα στις φλόγες ενώ οι Τούρκοι ναυτικοί προσπαθούν να κατεβούν στις βάρκες με σχοινιά. Ο Βολανάκης είναι θεματοκεντρικός, ενώ ο Λύτρας ανθρωποκεντρικός.
Το κάψιμο της τουρκικής φρεγάτας

Διάσημο είναι το έργο του Κ. Βολανάκη Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας (βρίσκεται στο γραφείο του αρχηγού ΓΕΝ, στο Χολαργό). Αρχικά θεωρήθηκε ότι επρόκειτο για τη Ναυμαχία του Ακτίου, για αυτό και εκ παραδρομής μια φωτογραφία του πίνακα κοσμεί την αίθουσα συνεδριάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου Πρέβεζας. Όμως η διδακτορική διατριβή του Μανώλη Βλάχου (1974) απέδειξε ότι πρόκειται για τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας, έργο που εκτελέστηκε επί παραγγελία του Ελληνικού κράτους, και η βασίλισσα που απεικονίζεται στην πλώρη ενός σκάφους δεν είναι η Κλεοπάτρα αλλά η βασίλισσα της Φρυγίας Αρτεμισία η οποία είχε συμμαχήσει με τον Ξέρξη
Τα εγκαίνια της Διώρυγος της Κορίνθου,

Σήμερα τα περισσότερα έργα του Κωνσταντίνου Βολανάκη βρίσκονται σε ιδιωτικές συλλογές, ενώ μια μικρή μερίδα βρίσκεται στην Gallery Stavros Michalarias, στην Εθνική Πινακοθήκη - Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου, στο Ίδρυμα Κουτλίδη και στην Πινακοθήκη Κουβουτσάκη. Ορισμένα έργα του έχουν δημιουργηθεί εις διπλούν, όπως η "Πυρπόληση της Τουρκικής φρεγάτας".Το Νοέμβριο του 2008 το έργο του «Η Αποβίβαση του Καραϊσκάκη στο Φάληρο» σημείωσε νέο ιστορικό ρεκόρ για τιμή ελληνικού πίνακα σε δημοπρασία, πλησιάζοντας το ποσό των 2 εκατομμυρίων ευρώ. . Το έργο του «Αποβίβαση του Καραϊσκάκη στο Φάληρο», πουλήθηκε στη δημοπρασία του Sotheby's €1.970.855. To έργο του «Το λιμάνι του Βόλου τη νύχτα», πουλήθηκε επίσης σε δημοπρασία του Sotheby's €951.965.
Το λιμάνι του Βόλου

δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/