Ανδρέας Καραντώνης ( 1910 - 27 Ιουνίου 1982 )

 

Ο Ανδρέας Καραντώνης (Άνδρος, 1910 - Αθήνα, 27 Ιουνίου 1982) ήταν Έλληνας λογοτέχνης, κριτικός, δοκιμιογράφος, ποιητής και μεταφραστής
Ο Ανδρέας Kαραντώνης γεννήθηκε στην Άνδρο και σε ηλικία δεκατριών χρόνων εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα, όπου τέλειωσε το γυμνάσιο και σπούδασε στη Νομική Σχολή χωρίς να αποφοιτήσει. Πρωτοπαρουσιάστηκε στο χώρο της λογοτεχνίας το 1927 με δημοσιεύσεις ποιημάτων του στο παράρτημα της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας του Πυρσού. Το 1929 δημοσίευσε τη μελέτη Εισαγωγή στο Παλαμικό έργο. Ακολούθησαν μια μελέτη για το Σεφέρη και μια ακόμη για τον Παλαμά. Τόσο η ποίηση όσο και η δοκιμιογραφία του ως το 1935 κινήθηκε στα παραδοσιακά πλαίσια γραφής. Τομή στο έργο του σημειώθηκε γύρω στο 1935 με τη συγγραφική δραστηριότητά του από τη θέση του διευθυντή του περιοδικού Νέα Γράμματα. Την περίοδο αυτή ο Καραντώνης στράφηκε προς την υπερρεαλιστική θεωρία της τέχνης και μετάφρασε έργα των Απολλιναίρ, Βαλερύ, Μπρετόν, Ελυάρ και άλλων. Μετά τη γερμανική κατοχή ανέπτυξε δημοσιογραφική δραστηριότητα με επίκεντρο την αντίθεσή του στον κομμουνισμό και την αριστερή διανόηση στην Ελλάδα. Στο ίδιο πνεύμα εντάσσονται θεατρόμορφα κείμενά του με τίτλους όπως τα Σπουδή στο Κρεμλίνο και Ο Καραγκιόζης βγαίνει από το καλύβι του. Συνεργάστηκε με το περιοδικό Αγγλοελληνική Επιθεώρηση (1945-1952) και από το 1949 ως το 1974 πραγματοποίησε ραδιοφωνικές εκπομπές κριτικού περιεχομένου στην ΕΙΡ. Υπήρξε μόνιμο μέλος της επιτροπής απονομής των κρατικών λογοτεχνικών βραβείων, μέλος της Ομάδας των 12 και γενικός γραμματέας του ιδρύματος Παλαμά. Τιμήθηκε με το Βραβείο του Δήμου Αθηναίων (1957), το Βραβείο Πουρφίνα της Ομάδας των 12 (1959), το Α΄ Κρατικό Βραβείο Κριτικής (1971) και το Μέγα Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας (1972). Ογκώδης είναι η κριτική παραγωγή του Καραντώνη ενώ ασχολήθηκε επίσης με τη λογοτεχνική μετάφραση. Τα ποιήματά του συγκεντρώθηκαν σε οχτώ τόμους. 

Εργογραφία

(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)

Ι.Ποίηση

• Ωροσκόπιο· Ποιήματα. Αθήνα, Δίφρος, 1957.
• Βίος και αέτωμα· Ποιήματα. Αθήνα, Δίφρος, 1959.
• Το τρίτο στερέωμα. Αθήνα, Το ελληνικό βιβλίο, 1961.
• Το χαλί της Ερμίνης. Αθήνα, Το ελληνικό βιβλίο, 1962.
• Επεισόδια. Αθήνα, Το ελληνικό βιβλίο, 1964.
• Δείκτες. Αθήνα, 1966.
• Ιστορίες φαντασμάτων. Αθήνα, Δίφρος, 1972.
• Τυμπανοκρουσίες· Ποιήματα. Αθήνα, Παπαδήμας, 1980.

ΙΙ.Μελέτες - Δοκίμια

• Εισαγωγή στο Παλαμικό έργο. Αθήνα, τυπ.Εστία, 1929.
• Ο ποιητής Γ.Σεφέρης. Αθήνα, τυπ.Εστία, 1931 (και εκδοση έκτη συμπληρωμένη, Αθήνα, Παπαδήμας, 1984).
• Γύρω στον Παλαμά. Αθήνα, τυπ.Εστία, 1932.
• Πνευματική ελευθερία· Τέχνη και πολιτική. Αθήνα, Άλφα, 1947.
• Θέματα του καιρού μας. Αθήνα, 1950.
• Εισαγωγή στη νεώτερη ποίηση. Αθήνα, Δίφρος, 1958.
• Γύρω στον Παλαμά• Πρώτη σειρά. Αθήνα, Εστία, 1959.
• Φυσιογνωμίες. Αθήνα, Δωρικός, 1966.
• Φυσιογνωμίες·Σειρά πρώτη. Αθήνα, Δίφρος, 1959 (και έκδοση τρίτη, συμπληρωμένη, Αθήνα, Παπαδήμας, 1977).
• Φυσιογνωμίες· Σειρά δεύτερη. Αθήνα, Εστία, 1960 (και έκδοση τρίτη, συμπληρωμένη, Αθήνα, Παπαδήμας, 1977).
• Γύρω από τη σύγχρονη ελληνική ποίηση. Αθήνα, Φέξης, 1961 (και έκτη, συμπληρωμένη έκδοση, Αθήνα, Παπαδήμας, 1984).
• ΠροβολέςΑ’. Αθήνα, 1965.
• Φυσιογνωμίες• Κριτικά δοκίμια. Αθήνα, Δωρικός, 1966.
• Προσωπικό (Με την Ποίηση του Παπαδίτσα). Αθήνα, Δωδώνη, 1976 (και έκδοση β΄συμπληρωμένη, Αθήνα, Γνώση, 1981).
• Η ποίησή μας μετά το Σεφέρη. Αθήνα, Δωδώνη, 1976.
• Πεζογράφοι και πεζογραφήματα της γενιάς του ΄30. Αθήνα, Φέξης, 1962 (και δεύτερη, συμπληρωμένη έκδοση, Αθήνα, Παπαδήμας, 1977).
• Από το Σολωμό στον Μυριβήλη. Αθήνα, Εστία, 1969.
• Γύρω στον ΠαλαμάΒ΄. Αθήνα, Γκοβόστης, 1971.
• Εισαγωγή στη νεώτερη ποίηση. Αθήνα, Γαλαξίας, [1971] (και έκτη συμπληρωμένη έκδοση Αθήνα, Παπαδήμας, 1984).
• Προσωπικό - Αναφορές στον Υπερρεαλισμό. Αθήνα, Δωδώνη, 1976.
• Η ποίησή μας μετά το Σεφέρη. Αθήνα, Δωδώνη, 1976.
• Ποιητικά (κριτικά κείμενα). Αθήνα, Νικόδημος, 1977.
• Για τον Οδυσσέα Ελύτη. Αθήνα, Παπαδήμας, 1979.
• 24 σύγχρονοι πεζογράφοι. Αθήνα, Νικόδημος, 1978.
• Ξένη λογοτεχνία• ΦυσιογνωμίεςΓ΄. Αθήνα, Παπαδήμας, 1979.
• Κωστής Παλαμάς• Από τη ζωή και το έργο του. Αθήνα, Νικόδημος, 1980.
• Για τον Οδυσσέα Ελύτη. Αθήνα, Παπαδήμας, 1980.
• Κριτικά ·Απόψεις για πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Αθήνα, 1981.
• Μια φυσιογνωμία και μια εποχή · Συνολική θεώρηση του έργου του Πέτρου Χάρη · πρόλογος Δ. Π. Παπαδίτσα. Αθήνα, Ε.Λ.Ι.Α., 1985.
• Φαναριώτικη και Επτανησιακή ποίηση. Αθήνα, Επικαιρότητα, 1987.
• Η περιπέτεια της γραφής (γραφτά 1954-1994). Αθήνα, 1994.
• Οι πειρασμοί του Έρωτα· Στοχασμοί. Αθήνα, 1994.
• Στην εξωτική Ασία με τον Ι.Βασιλείου· Κριτικά μελετήματα. Αθήνα, χ.χ.

ΙΙΙ. Ταξιδιωτική λογοτεχνία - Πεζογραφία

• Ελληνικοί χώροι· Ταξιδιωτικές εικόνες και στοχασμοί. Αθήνα, Εστία, 1979.
• Μύκονος - Δήλος. Αθήνα, Πεχλιβανίδης & Σία, 1958.
• Νησιά του Σαρωνικού. 1960.
• Θυμάμαι την ΑμερικήΑ΄. Αθήνα, Το ελληνικό βιβλίο, 1963.
• Αττίλας και Ταμερλάνος. Αθήνα, Δωδώνη, 1979.

ΙV. Μεταφράσεις - Διασκευές

• Jules Supervielle, Ποιήματα· Εισαγωγή και απόδοση Αντρέα Καραντώνη. Αθήνα, 1938.
• Andre Gide, Η επιστροφή του ασώτου· Κι ένα ακόμα διήγημα μεταφρασμένο από τον Αντρέα Καραντώνη . Αθήνα, Ίκαρος, 1946.
• Ο κολοσσός του Μαρουσιού του Χένρυ Μίλλερ. Αθήνα, Γαλαξίας, 1965.
• Robert Flaceliere, Ο έρωτας στην Αρχαία Ελλάδα. Αθήνα, Παπαδήμας, 1977.
• Λέοντος Μελά• Ο μικρός Πλούταρχος• Μεταφορά στη δημοτική Ανδρέα Καραντώνης – Εικονογράφηση Ρούλας Κανάκη. Αθήνα, Αστήρ, 1978.
• Ερρίκου Ίψεν, Η κωμωδία του έρωτα. Αθήνα, Νικόδημος, 1979.
• Σατωμπριάν, Οδοιπορικό· Η Ελλάδα του 1806 – Από το Παρίσι στην Ιερουσαλήμ· Πρόλογος – μετάφραση Ανδρέα Καραντώνη. Αθήνα, Δωδώνη, 1979.
• Αντρέ Ζιντ, Η επιστροφή του ασώτου. Αθήνα, Κάκτος, 1980.
• Πρότυπα μεγάλης κριτικής• Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Ανδρέα Καραντώνη. Αθήνα, Γνώση, 1981.
• Ηχώ· Μεταφράσεις ποιημάτων. Αθήνα, Γνώση, 1982.
• Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Οι έμποροι των εθνών• Μεταφορά στη δημοτική Ανδρέα Καραντώνη• Εικονογράφηση Βυρ.Απτόσογλου. Αθήνα, Αστήρ, 1983.
• Ταξιδεύοντας με τον Ηρόδοτο• Εικονογράφηση Βύρωνα Απτόσογλου. Αθήνα, Αστήρ, 1985.

V. Θέατρο

• Σπουδή στο Κρεμλίνο. Αθήνα, 1950.
• Παπουτσής στη λαοκρατία – Μαύρος κόσμος· Θεατρικοί διάλογοι. 1948 (και δεύτερη έκδοση Αθήνα, 1950).
• Ο Καραγκιόζης βγαίνει από το καλύβι του (Θεατρική σάτιρα σε δυό πράξεις). Αθήνα, 1950 (έκδοση β΄).


Καθιστοί από αριστερά : 'Aγγελος Τερζάκης, Κ.Θ. Δημαράς, Γιώργος Κατσίμπαλης, Κοσμάς Πολίτης, Ανδρέας Εμπειρίκος. Όρθιοι: Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης, Ηλίας Βενέζης, Οδυσσέας Ελύτης, Γιώργος Σεφέρης, Ανδρέας Καραντώνης, Στέλιος Ξεφλούδας, Γιώργος Θεοτοκάς. (Μάρτιος 1963)


ΣΤΗΝ ΠΥΘΑΡΑ

(Τοποθεσία στην Άντρο)

Το κάμα του μεσημεριού δεν το λογιάζουμε, όχι.
Το μονοπάτι, παίρνουμε κατά τη ρεματιά
Τους πλάτανους πώχει στολή, και για κορώνα πώχει
Βράχους, κοτρώνια ολάγρια, και γκρίζα, και σταχτιά.
Μέσα ή ψυχή μας, κάτι τις από τους βράχους παίρνει
Κι απόκοτο, κι αστραφτερό, και σαν κι αυτούς σκληρό,
Σαν κάποιος μυστικός εκεί μαγνήτης να μας σέρνει
Προς τον ολόβαθο, τραχύ, και γλιστερό γκρεμό . . .
Αγνάντια μας από πυκνά θυμάρια σκεπασμένος
Ό λόφος – κ' ένα μοναστήρι ερειπωμένο εκεί –
Μοιάζει σαν άγριος γίγαντας φωτοπεριχυμένος
Υψώνοντας προς τ' άπειρο δικιά του προσευκή.
Στ' αριστερά κ' η θάλασσα, σαν ένα κομματάκι
Κομμένο από τ' απέραντο τον γαλανού ουρανού,
Κ' ένα μικρό, λευκόπανο, και σαν περιστεράκι
Καράβι, που τραβάει πολύ σε μάκρητα το νου.
Και μεις αμίλητοι, βουβοί, κ' ήλιοπεριχυμένοι
Το κατηφόρι αρχίζουμε προς τη ρεματαριά
Και σαν από κακά στοιχειά νάμαστε μαγεμένοι
Σάν τα κοτρώνια, νιώθουμε τα στήθια μας βαριά.
Και φτάνουμε. Να οι πλάτανοι με τα πλατιά τους φύλλα
Των βράχων τη γυμνότητα να κρύψουν προσπαθούν
Και ναρκωμένοι φαίνουνται άπ' τη φωτοκαΐλα
Σα ν' αγωνίζουνται – κι ώ πώς – στα πόδια να σταθούν.
Μα να, άξαφνα, κι απίστευτα κι όνειρο μέγα, θάμα,
Πιο πέρα, εκεί μες στη στενή, στενή χαρακωσιά
Των βράχων, σαν ψιθύρισμα, και σαν τραγούδι αντάμα
Φτάνει ως εμάς μουρμούρισμα, φτάνει ως εμάς δροσιά.
Σα να πηγάζει άπ' τ' άπειρο, και στ' άπειρο να τρέχει
Νερό διάφανο, κρύσταλλο, νερό κατρακυλά,
Και τα ξερά τα μέτωπα των εγκρεμνών τα βρέχει
Και με τις λυγαριές γλυκά, γλυκά κρυφομιλά.
Σαν κεραυνόπληχτα δέντρα, σωριαζουμάστε χάμου
Και πίνουμε, και πίνουμε, και στον παληό καιρό,
Ποιος ξέρει αν το αθάνατο – που μού 'λεγε η γιαγιά μου
Στα παραμύθια, μια φορά – δεν ήτανε νερό . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 

Πρώτη φορά μες στο ναό της φύσης της μητέρας
Βρεθήκαμε. – Στερνή φορά ; Ποιος ξέρει αν πότε πια
Θε να βρεθούμε λειτουργοί μιας αγίας τέτοιας μέρας,
Που τη χρυσώνανε όνειρα και χρόνια παιδικά ...

Αθήνα 8 Μαΐου 1927


Φως χινοπώρου

Όσα κλεισμένα σκοτεινά λουλούδια μέσα σου έχεις
φέρε να πιουν το υπέρτατο του χινοπώρου φως,
στο λόγο ανέβα, την αυγή του Νου σα να παντέχεις,
του ήλιου που σβήνει, ταπεινός και μέγας αδερφός.

Από τον λόφο που έθρεφες το απόκρυφο κοπάδι
τα βλέμματα σου σπαταλάς στη διάφανη Αττική
ρόδινο φέγγος πλημμυρά το ενδόμυχο σκοτάδι
και στ ακροβούνια χάνουνται δυο θύσανοι λευκοί.

Δε βλέπεις τί να θυμηθείς για να το τραγουδήσεις
της αλησμόνητης χαράς χαϊδεύεις τα μαλλιά
και η πίκρα του καλού καιρού στο μέγα φως της δύσης
γλυκαίνει και χαμογελά συντρόφισσα παλιά...

Όσα καλόφωνα πουλιά καιρό μέσα σου κλείνεις
φέρε να πιουν το αβράδιαστο του χινοπώρου φως
κι απόλυτος στους ωκεανούς αιθέριας καλοσύνης
πέθανε για μια θείαν αυγή, διαβατικός αφρός!
15/9/1933


ΤΟ ΩΚΕΑΝΕΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΕΝΟΣ ΝΗΣΙΟΥ


Στόν ίσκιο του μοναδικού πλάτανου της πλατείας του Θεόφιλου Καΐρη, στη Χώρα της Άνδρου, πίνουμε τον πρωινό μας καφέ. Ό ιδιόρρυθμος φιλόσοφος – και μάρτυρας μαζί της ιδέας του – στημένος στο κέντρο της πλατείας και μαρμαρωμένος για πάντα, κοιτάζει με ασάλευτα μεταφυσικά βλέμματα πέρα, προς τ' ακρογιάλι του Νειμποριού. Κοντά σε μια μαρμαρένια κρήνη που δεν τρέχει πια, καθώς και στις καρέκλες των ολόγυρα μικρών καφενείων, κάθουνται κάμποσοι νησιώτες, απόμαχοι της θάλασσας και της ζωής, σα μαρμαρωμένοι κι αυτοί. Άλλοι παίζουνε τάβλι, άλλοι συζητούνε. Απόλυτη γαλήνη βασιλεύει. Η μικρή έρημη πλατεία, πλακόστρωτη και καθαρή, μοιάζει με ανοιχτή παλάμη γιομάτη πρωινό ήλιο. Δεξιά κι αριστερά, κατά το μέρος που αρχίζουν οι πέτρινες σκάλες προς τα κάτω, φαίνουνται οι θάλασσες των δύο ορμών, του Παραπορτιού και του Νειμποριού, αρυτίδωτες, ανοιχτογάλανες, περιμένοντας να σηκωθεί – αν σηκωθεί – το μελτέμι. Τ' ακρογιάλι του Παραπορτιού, πλατύ, ασπρόξανθο, κάτι σα λεωφόρος ερημική του ήλιου, τελειώνει στο γυμνό, χρυσοκόκκινο «κάβο Σταρά». Τα παράθυρα των αρχοντικών σπιτιών της πλατείας, χτυπημένα από τον ήλιο, είναι ακόμα κλειστά. Μιαν αύρα φτερουγίζει ανάμεσα στις δυο θάλασσες κι άλαφροσαλεύει τα πράσινα πλατανόφυλλα, που συμπλέκουν τις σκιές τους και τις μετατοπίζουν παιχνιδιάρικα πάνω στο σιδερένιο τραπεζάκι μας. Πίνουμε τον καφέ μας, τρώμε το γλυκό του κουταλιού, καρυδάκι, νεράντζι, μοσκοβολιστό άνθος. Όλα είναι σα νά 'χουν από καιρό τώρα αποτελειωθεί, ταχτοποιηθεί. Κατάσταση μακαριότητας και νιρβάνας θά 'λεγε κανένας, μα όχι και χαύνωσης. Ή θαλασσινή αρμύρα, ή αύρα, τα πλατανόφυλλα που σειούνται, ή φωτισμένη πρωινή σιγαλιά, μας βυθίζουν σε μια μακαριότητα ενεργητική, που απολαμβάνει τον εαυτό της. Είναι μια μακαριότητα οπλισμένη με μάτια που θέλουν να ιδούν και με αισθήσεις που απολαμβάνουν αυτή την ευδαιμονία. Οι νησιώτες, απόμαχοι της ζωής και της θάλασσας, δε σαλεύουν σχεδόν στις καρέκλες τους – λες και δε θα σηκωθούν ποτέ από κει. Κάθε τόσο έρχεται να καθήσει και κάποιος καινούριος. Τώρα θα περάσουν κι ο γιατρός κι ο δικηγόρος κι ο καθηγητής, να πουν την καλημέρα τους και κανένα εσωτερικό νέο. […]

Ανδρέας Καραντώνης, Ελληνικοί χώροι, Βιβλιοπωλείο της «Εστίας» Ι. Δ. Κολλάρου & Σιας Α.Ε, Αθήνα 1979, σ. 333


δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/










ΛΕΥΚΑΔΙΟΣ ΧΕΡΝ (Λευκάδα 27 Ιουνίου 1850 - Τόκιο 26 Σεπτεμβρίου 1904) - Ο εθνικός ποιητής της Ιαπωνίας

 

Ο Λευκάδιος Χερν σε ηλικία 39 ετών (1889)


Ο Λευκάδιος Χερν (Patricio Lafcadio Carlos Hearn ή Koizumi Yakumo) είναι ο εθνικός ποιητής της Ιαπωνίας. Γιος του Ιρλανδού Κάρολου Χερν και της Κυθήριας Ρόζας Κασιμάτη. Ο πατέρας του, στρατιωτικός ιατρός – χειρουργός, γνώρισε τη μητέρα του στα Κύθηρα όταν υπηρετούσε εκεί με το 76ο σύνταγμα πεζικού των Βρετανών που είχε σταλεί στο νησί για τη φρούρησή του. Η Ρόζα Αντωνίου Κασιμάτη ήταν μία πολύ όμορφη γυναίκα από οικογένεια ευγενών. Μετά από μία θυελλώδη σχέση παντρεύτηκαν στη Λευκάδα το Νοέμβρη του 1849. Ο Λευκάδιος - Πατρίκιος γεννήθηκε στη Λευκάδα στις 27 Ιουνίου του 1850, όταν ο Κάρολος ήταν 30 και η Ρόζα 26 ετών. Η οικογένεια είχε τρία παιδιά, το πρώτο που λεγόταν Γεώργιος – Ρομπέρτο, πέθανε σε ηλικία δύο ετών, το 1850 λίγο μετά τη γέννηση του Λευκάδιου. Mετά τη γέννηση του Λευκάδιου ο πατέρας του μετατέθηκε στις Δυτικές Ινδίες. Η Ρόζα παρέμεινε στη Λευκάδα και περίμενε την επιστροφή του. Ύστερα από καιρό με επιστολή του, ο Κάρολος ζήτησε από τη Ρόζα να πάρει τα παιδιά, τον Λευκάδιο και τον Τζέημς – Ντάνιελ, να μεταβεί στο Δουβλίνο και να ζήσουν εκεί με τη μητέρα του. Έτσι την 1ηΑυγούστου του 1852 ο μικρός Λευκάδιος ήταν δύο ετών και βρισκόταν στο Δουβλίνο. Η Καταπίεση της μητέρας του Καρόλου προς τη Ρόζα και η μακρά απουσία του ιδίου από το σπίτι ανάγκασαν τη Ρόζα να χωρίσει και να προσφύγει στα δικαστήρια. 
Ο Λευκάδιος Χερν σε ηλικία
περίπου οκτώ ετών (
1858)
με την κηδεμόνα του,
 θεία του πατέρα του, Σάρα Μπρέναν.


Μετά την έκδοση διαζυγίου η κηδεμονία δόθηκε στον πατέρα. Η Ρόζα το 1856 επέστρεψε στα Κύθηρα, αφήνοντας τα παιδιά της στο Δουβλίνο. Αργότερα παντρεύτηκε τον Κυθήριο Ιωάννη Καββαλίνη, ακτοπλοϊκό πράκτορα με τον οποίο απέκτησε τρία παιδιά (άλλη πηγή αναφέρει έξι παιδιά), τον Άγγελο, την Ζίζα και την Αικατερίνη. Ο Κάρολος παντρεύτηκε το 1857 την Alicia Goslin Crawford και την πήρε μαζί με τα παιδιά της στις δυτικές Ινδίες. Ο Λευκάδιος και ο Τζέημς μεγάλωσαν με την πουριτανή καθολική θεία Μπριάν σε αυταρχικό και σκληρό περιβάλλον. Αργότερα ο Λευκάδιος μπήκε στο καθολικό κολλέγιο του Ushaw, τον έβαλε η θεία του εσώκλειστο, μάλλον για να σωφρονιστεί. Εκεί από επιπόλαια παιχνίδια με συμμαθητή του έχασε το αριστερό του μάτι.


Ο Λευκάδιος δεν ξεπέρασε ποτέ τον αποχωρισμό του από τη μάνα του. Τη μνημόνευε και την αναπολούσε, την λαχταρούσε σε όλη του τη ζωή. Η μητέρα του μη μπορώντας να ξεπεράσει ποτέ τον αποχωρισμό των δύο τέκνων της από τον πρώτο της γάμο κατέληξε ψυχοπαθής. Είχε κάνει ένα ταξίδι στο Δουβλίνο για να βρει τα δύο της παιδιά, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Η ζωή της τελείωσε στα 59 της χρόνια στο Φρενοκομείο της Κέρκυρας μετά από 10 χρόνια παραμονής σε αυτό.
 Ο Λευκάδιος Χερν σε ηλικία
δεκαέξι ετών (
1866),
λίγο μετά το ατύχημα
που του στοίχισε την όραση
από το αριστερό του μάτι.

Στα δεκαεννέα του χρόνια ο Λευκάδιος μετανάστευσε στις Η.Π.Α και έζησε για ένα διάστημα σε μεγάλη φτώχεια. Στο Σινσινάτι του Οχάιο γνώρισε τον Χένρι Γουώτκιν (Henry Watkin) εκδότη και σοσιαλιστή που τον βοήθησε να δουλέψει σε μία εφημερίδα. Με επιμονή και εργατικότητα ο Λευκάδιος έφτασε να εργάζεται σε υψηλόβαθμες θέσεις της δημοσιογραφίας και κατάφερε να εργαστεί για την εφημερίδα “Cincinnati Daily Enquirer”. Διακρίθηκε στη δημοσιογραφία της εγκληματολογίας. Η Εθνική Βιβλιοθήκη των Ηνωμένων Πολιτειών επέλεξε ένα από τα συγγράμματά του με τίτλο ο «Απαγχονισμένος» στην ειδική έκδοση των 200 χρόνων Αμερικάνικου Εγκλήματος που δημοσιεύτηκε το 2008. Το 1877 πήγε στη Νέα Ορλεάνη για να μείνει κοντά δέκα χρόνια. Εκεί συνέχισε να γράφει και να εκδίδει και κυρίως να ασχολείται με τη γαστρονομία της Νέα Ορλεάνης για την οποία λέγεται ότι σήμερα είναι διάσημη εξαιτίας του. Το 1887 έφυγε στις Δυτικές Ινδίες ως ανταποκριτής. Έμεινε στο νησί της γαλλικής Μαρτινίκας για δύο χρόνια και έκδωσε κι άλλα βιβλία.

Το 1890 πήγε στην Ιαπωνία με μία επιτροπή ως αντιπρόσωπος μίας εφημερίδας. Επέλεξε να μείνει εκεί και βρήκε δουλειά ως καθηγητής της αγγλικής γλώσσας στην πόλη Ματσούε της βορειοδυτικής Ιαπωνίας. Μετά από δεκαπέντε μήνες διαμονής στην Ιαπωνία παντρεύτηκε τη Σετζούκο Κοϊζούμι. Η Σετζούκο ήταν κόρη μιας οικογένειας σαμουράι. Υιοθέτησε το πατρώνυμο της οικογένειάς της και έτσι ονομάστηκε Γιακούμο Κοϊζούμι. Μαζί έκαναν τέσσερα παιδιά. Το 1896 το Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο του Τόκιο τού πρόσφερε τη θέση του καθηγητού Αγγλικής Φιλολογίας και Γλώσσας. Μετάφρασε με ελεύθερο τρόπο πολλούς θρύλους της Ανατολής στην αγγλική. Έγραψε κι άλλα βιβλία, ενώ μέσα από τα γραπτά του περιέγραφε την Άπω Ανατολή εξωτική και πανέμορφη. Πέθανε στις 26 Σεπτεμβρίου του 1904 από ανακοπή καρδιάς, ενώ ήταν μόλις 54 ετών.

Ο Γιάκουμο Κοϊζούμι (Λευκάδιος Χερν) με τη δεύτερη σύζυγό του, Σέτσου Κοϊζούμι.


ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ:
«Stray leaves from strange Literatures» (1884)
«Gombo Zhebes» (1885)
«Some Chinese Ghosts» (1887)
«Chita» (1889)
«Two Years in the French West Indies» (1890)
«Youma» (1890)
«Glimpses of unfamiliar Japan» (1894)
«Out of the East. Reveries and Studies in New Japan» (1895)
«Kokoro. Hints and Echoes of Japanese Inner Life» (1896)
«Gleanings in Buddha – Fields. Studies of Hand and Soul» (1897)
«Exotics and Retrospectives» (1898)
«Japanese Fairy Tales» (1898)
«In Ghostly Japan» (1899)
«Shadowings» (1900)
«Japanese Lyrics» (1900, συλλογή «χαϊκού»)
«A Japanese Miscellany» (1901)
«Kotto» (1902)
«Kwaidan. Stories and studies of strange things» (1903)
«Japan. An attempt of interpretation» (1904)
«The Romance of the Milky Way» (1905) 








Οσιντόρι (από το: Κείμενα από την Ιαπωνία, εκδόσεις Ίνδικτος, μετ. Σωτήρης Χαλικιάς)

i) ΗΤΑΝ κάποτε ένας κυνηγός και γερακάρης, τον λέγανε Σονζό και ζούσε στην επαρχία Ταμούρα Νο Γκο, στο Νομό Μούτσου. Μια μέρα, πήγε να κυνηγήσει μα δε συνάντησε κανένα θήραμα. Στο δρόμο της επιστροφής, στην τοποθεσία Ακανούμα, πήρε το μάτι του ένα ζευγάρι πάπιες όσιντόρι 1 ]. Κολυμπούσαν πλάι-πλάι στα νερά του μικρού πόταμου πού έπρεπε να περάσει. "Αν σκοτώσεις, λένε, ένα οσιντόρι θα σε βρει μεγάλη δυστυχία. Ο Σονζό όμως πεινούσε, σκόπευσε λοιπόν το ζευγάρι. Το βέλος τρύπησε το αρσενικό· το θηλυκό ξέφυγε μέσα από τις καλαμιές της αντίπερα όχθης και χάθηκε. Ο Σονζό κουβάλησε το σκοτωμένο πουλί στο σπίτι και το μαγείρεψε.

Εκείνο το βράδυ είδε άσχημο όνειρο. Μια πολύ όμορφη γυναίκα μπήκε στο δωμάτιο , πλησίασε το μαξιλάρι κι άρχισε να κλαίει. Το κλάμα της ήταν τόσο γοερό, πού ακούγοντας το ο Σονζό νόμισε πώς θα σχιστεί η καρδιά του. Η νεαρή γυναίκα του έλεγε: -Γιατί, αχ! Γιατί τον σκότωσες; Ήμασταν τόσο ευτυχισμένοι οι δυο μας στην Ακανούμα... Τώρα τον σκότωσες!... Σε τι σου έφταιξε; Ξέρεις τουλάχιστον τι έγκλημα διέπραξες; Τι ποταπό και σκληρό έγκλημα; Σκότωσες και μένα γιατί δεν μπορώ να ζήσω χωρίς τον άντρα μου! Αυτό ήρθα να σου πω... Άρχισε πάλι να κλαίει τόσο απελπισμένα, πού οι λυγμοί της τρύπησαν τα κόκκαλα του Σονζό κι έφτασαν ως το μεδούλι. Ή φωνή της, πού τη διέκοπταν οι λυγμοί, απάγγειλε τους παρακάτω στίχους:

Χι κουκουρέμπα Σασοέσι
μόνο βο Ακανούμα
νο Μακόμο νο κούρε νο
Χιτόρι νε ζο ουκι

("Μόλις βασίλεψε ή μέρα, του πρότεινα να 'ρθει κοντά μου! Στο έξης θα κοιμάμαι μόνη μου στον ίσκιο πού ρίχνουν οι καλαμιές της Ακανούμα [ 2 ] Αχ! Τι ανείπωτη θλίψη!")

Κι υστέρα φώναξε:

-"Αχ! Δεν ξέρεις...όχι, δεν μπορείς να ξέρεις τι έκανες! Αύριο όμως, όταν θα ξαναπάς στην Ακανούμα, θα καταλάβεις... θα καταλάβεις...
Με τα λόγια αυτά, κλαίγοντας πάντα γοερά, έφυγε.

Το πρωί, το όνειρο ήταν ακόμη τόσο ζωντανό στο μυαλό του, πού ο Σονζό ένιωθε ταραγμένος . θυμήθηκε τα λόγια της νεαρής γυναίκας: "Αύριο όμως, όταν θα ξαναπάς στην Ακανούμα, θα καταλάβεις...θα καταλάβεις...". Αποφάσισε λοιπόν να πάει αμέσως εκεί, να μάθει μήπως το όνειρο του ήταν κάτι παραπάνω από απλό όνειρο.

Ο Σονζό πήγε στην Ακανούμα. Φτάνοντας στο ποτάμι είδε το θηλυκό οσιντόρι να κολυμπάει μόνο του. Την ίδια στιγμή τον διέκρινε κι εκείνο· αντί να φύγει όμως κολύμπησε προς το μέρος του κοιτάζοντας τον συνέχεια με μια παράξενη προσοχή. Ξαφνικά, μ' ένα χτύπημα του ράμφους άνοιξε πληγή στα πλευρά του κι έσβησε εκεί μπροστά στα μάτια του κυνηγού.
Ο Σονζό ξύρισε το κεφάλι του και κλείστηκε σε μοναστήρι.

Υ π ο σ η μ ε ι ώ σ ε ις
[ 1 ] Στην Άπω Ανατολή αυτές οι πάπιες συμβολίζουν τον συζυγικό έρωτα.
[ 2 ] Μακόμο είναι οι μεγάλες καλαμιές με τις οποίες φτιάχνουν τα πανέρια. 
http://www.translatum.gr/


Δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/








Περλ Σ. Μπακ ( 26 Ιουνίου 1892 – 6 Μαρτίου 1973 )

Η Περλ Σ. Μπακ (Pearl Sydenstricker Buck, 26 Ιουνίου 1892 – 6 Μαρτίου 1973), ήταν Αμερικανίδα συγγραφέας που έζησε ένα μεγάλο μέρος της ζωής της στην Κίνα. Το μυθιστόρημά της The Good Earth ήταν το βιβλίο μυθοπλασίας με τις μεγαλύτερες πωλήσεις στις ΗΠΑ το 1931 και το 1932, και κέρδισε το Βραβείο Πούλιτζερ για μυθιστόρημα το 1932. Το 1938 η Μπακ τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας «για τις πλούσιες και αληθώς επικές περιγραφές τής ζωής των χωρικών στην Κίνα, καθώς και για τα βιογραφικά της αριστουργήματα.»
Η Περλ Μπακ γεννήθηκε στο Χίλσμπορο της Δυτικής Βιρτζίνια και ήταν κόρη της Καρολίν Στάλτινγκ (Caroline Stulting, 1857–1921) και του Άμπσαλομ Σύντενστράικερ (Absalom Sydenstricker, 1852-1931).
Αμφότεροι οι γονείς της ήταν ιεραπόστολοι της νότιας Πρεσβυτεριανής Εκκλησίας και ταξίδεψαν στην Κίνα λίγο μετά τον γάμο τους στις 8 Ιουλίου 1880, αλλά επέστρεψαν στις ΗΠΑ για να γεννηθεί εκεί η Περλ. Στην Κίνα επέστρεψαν όταν η Περλ ήταν τριών μηνών και εγκαταστάθηκαν στην Ζενγιάνγκ (τότε γνωστή και ως Γινγκ-Γιανγκ), κοντά στο Νανκίνγκ. Η Περλ αναθράφηκε μέσα σε ένα δίγλωσσο περιβάλλον, στο οποίο έμαθε την αγγλική από τη μητέρα της και την κλασική κινεζική από κάποιον κύριο Κουνγκ.
Η Εξέγερση των Μπόξερ επηρέασε πολύ την Περλ και την οικογένειά της: Οι Κινέζοι φίλοι τους τους εγκατέλειψαν, ενώ και οι Δυτικοί επισκέπτες λιγόστεψαν.
Το 1911 η Περλ άφησε την Κίνα για σπουδές στο Κολέγιο Θηλέων Randolph-Macon, στο Λύντσμπουργκ της Βιρτζίνια, απ' όπου απεφοίτησε το 1914. Από το 1914 ως το 1933 υπηρέτησε ως πρεσβυτεριανή ιεραπόστολος, αλλά αναμίχθηκε με τις απόψεις της στη διαμάχη φονταμενταλιστών-μοντερνιστών, πράγμα που την οδήγησε στην παραίτησή της.
Το 1914 η Περλ επέστρεψε στην Κίνα, όπου και παντρεύτηκε έναν οικονομολόγο ειδικευμένο στην αγροτική οικονομία, τον Τζων Λόσινγκ Μπακ (John Lossing Buck, από όπου και το επώνυμό της), στις 13 Μαΐου 1917. Μετά τον γάμο, το ζεύγος εγκαταστάθηκε στο Σουζού της επαρχίας Ανούι (δεν πρέπει να συγχέεται με το γνωστότερο Σουζού, αυτό της επαρχίας Γιανγκσού). Την περιοχή αυτή περιγράφει στα βιβλία της The Good Earth και Sons.
Από το 1920 ως το 1933 οι Μπακ έζησαν στο Νανκίνγκ, στην πανεπιστημιόπολη του Πανεπιστημίου του Νανκίνγκ, όπου δίδασκαν και οι δύο. Πιο συγκεκριμένα, η Μπακ δίδασκε αγγλική λογοτεχνία τόσο στο ιδιωτικό αυτό πανεπιστήμιο των ιεραποστόλων, όσο και στο Εθνικό Κεντρικό Πανεπιστήμιο . Το 1920 το ζεύγος απέκτησε μία θυγατέρα, την Κάρολ, η οποία έπασχε από φαινυλκετονουρία. Το 1921 πέθανε η μητέρα της Μπακ και λίγο αργότερα ο πατέρας της ήρθε να μείνει μαζί τους. Από το 1924 έμειναν στις ΗΠΑ για ένα διάστημα, οπότε η Περλ Μπακ πήρε μάστερ από το Πανεπιστήμιο Κορνέλ. Το 1925 οι Μπακ υιοθέτησαν την Τζάνις (γνωστή αργότερα με το επώνυμο Walsh) και το φθινόπωρο επέστρεψαν στην Κίνα.
Οι ταλαιπωρίες και οι συνεχείς μετακινήσεις που υπέφεραν οι Μπακ κατά τη δεκαετία του 1920 κορυφώθηκαν τον Μάρτιο του 1927 κατά το «Επεισόδιο του Νανκίνγκ»: Σε μία περιπλεγμένη μάχη, στην οποία έλαβαν μέρος στοιχεία των εθνικιστών του Τσανγκ Κάι-σεκ, κομμουνιστές και διάφοροι πολέμαρχοι, δολοφονήθηκαν αρκετοί Δυτικοί. Καθώς ο πατέρας της Μπακ ήταν ιεραπόστολος, η οικογένεια αποφάσισε να παραμείνει στο Νανκίνγκ μέχρι που η μάχη έφθασε μέσα στην πόλη. Όταν ξέσπασε η βία, μια φτωχή οικογένεια Κινέζων τους επέτρεψε να κρυφτούν στην καλύβα τους ενώ το σπίτι των Μπακ λεηλατήθηκε. Η οικογένεια πέρασε μία ημέρα κρυπτόμενη και τρομοκρατημένη. Την επόμενη διασώθηκαν από αμερικανικές κανονιοφόρους. Ταξίδεψαν στη Σαγκάη και στη συνέχεια στην Ιαπωνία, όπου παρέμειναν για ένα χρόνο. Κατόπιν επέστρεψαν στο Νανκίνγκ, παρότι οι συνθήκες παρέμεναν επικίνδυνα ρευστές. Το 1934 άφησαν την Κίνα για πάντα.

Το 1935 οι Μπακ πήραν διαζύγιο. Ο Ρίτσαρντ Γουάλς (Richard Walsh) έγινε ο δεύτερος σύζυγος της Περλ, αφού προηγουμένως είχε γίνει ο εκδότης της. Το ζεύγος έμεινε στην Πενσυλβάνια μέχρι τον θάνατο του Γουάλς, το 1960.
Κατά την Πολιτιστική Επανάσταση η Μπακ, ως εξέχουσα Αμερικανίδα συγγραφέας της κινεζικής αγροτικής ζωής, αποκηρύχθηκε ως «Αμερικανή πολιτιστική ιμπεριαλίστρια» και στενοχωρήθηκε πολύ όταν η σύζυγος του Μάο και υψηλόβαθμοι Κινέζοι αξιωματούχοι την εμπόδισαν να επισκεφθεί την Κίνα με τον πρόεδρο Νίξον το 1972.
Η Περλ Μπακ πέθανε από καρκίνο του πνεύμονα σε ηλικία 81 ετών στο Ντάνμπυ του Βερμόντ και τάφηκε στο νεκροταφείο Γκρην Χιλς Φαρμ, στο Περκάσι της Πενσυλβάνια. Είχε σχεδιάσει η ίδια την ταφόπλακά της: φέρει, γραμμένο με κινεζικούς χαρακτήρες, το όνομα με το πατρικό της επώνυμο, Περλ Σύντενστράικερ..
Η κατοικία της Μπακ στο Πανεπιστήμιο του Νανκίνγκ αποτελεί σήμερα το κτήριο της Βιομηχανικής Ομάδας Επιστήμης και Τεχνολογίας του Πανεπιστημίου του Νανκίνγκ, κατά μήκος του δυτικού τείχους του βόρειου κάμπους του πανεπιστημίου

Ανθρωπιστική δράση

Η Μπακ ήταν αφοσιωμένη σε ένα φάσμα θεμάτων που ελάχιστα απασχολούσαν τη γενιά της. Πολλές από της εμπειρίες της ζωής της και οι πολιτικές της απόψεις περιγράφονται στα μυθιστορήματα και τα διηγήματά της, αλλά και στις παιδικές ιστορίες και τις βιογραφίες των γονέων της που έγραψε (Fighting Angel για τον πατέρα της και The Exile για την μητέρα της). Τα θέματα του έργου της είναι ποικίλα και συμπεριλαμβάνουν τα δικαιώματα των γυναικών, τους πολιτισμούς της Ασίας, τη μετανάστευση, την υιοθεσία, το ιεραποστολικό έργο και τον πόλεμο.
Το 1949, εξοργισμένη με το ότι οι υπάρχουσες τότε υπηρεσίες υιοθεσίας απέρριπταν την υιοθεσία παιδιών ασιατικής, ακόμα και μικτής, καταγωγής, η Μπακ ίδρυσε τη Welcome House, Inc., την πρώτη διεθνή υπηρεσία διαφυλετικών υιοθεσιών. Σχεδόν μισό αιώνα από τότε, το γραφείο αυτό έχει δώσει για υιοθεσία πάνω από 5.000 παιδιά. Επιπρόσθετα, το 1964, προκειμένου να υποστηρίξει παιδιά που δεν ήταν επιλέξιμα για υιοθεσία, η Μπακ ίδρυσε το Pearl S. Buck Foundation (σήμερα γνωστό ως Pearl S. Buck International) για να «αντιμετωπίσει τη φτώχεια και τις διακρίσεις που βιώνουν παιδιά στις ασιατικές χώρες». Το 1965 ίδρυσε το «Κέντρο Ευκαιριών και Ορφανοτροφείο» (Opportunity Center and Orphanage) στη Νότια Κορέα, με γραφεία να ανοίγουν αργότερα στην Ταϊλάνδη, τις Φιλιππίνες και το Βιετνάμ.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 η Μπακ περιόδευσε τη Δυτική Βιρτζίνια για να χρηματοδοτήσει τη διατήρηση του οικογενειακού της αργοκτήματος στο Χίλσμπορο. Σήμερα, ο τόπος όπου γεννήθηκε αποτελεί σπίτι-μουσείο και πολιτιστικό κέντρο. Είχε εκφράσει την ελπίδα ότι το σπίτι «θα ανήκε σε οποιονδήποτε θα ενδιαφερόταν να το επισκεφθεί»και ότι θα χρησίμευε ως «μια πύλη προς νέες ιδέες, όνειρα και τρόπους ζωής.»
Πολύ πριν αρχίσει να θεωρείται πολιτικά ασφαλές κάτι τέτοιο, η Μπακ προκάλεσε το αμερικανικό κοινό «παίζοντας» με θέματα όπως ο ρατσισμός, οι διακρίσεις κατά των γυναικών και η μοίρα των χιλιάδων βρεφών που γεννιούνταν από Ασιάτισσες τις οποίες άφηναν πίσω τους οπουδήποτε είχαν βάσεις Αμερικανοί στρατιώτες στην Ασία. Κατά τη διάρκεια της ζωής της η Μπακ συνδύαζε τους πολλαπλούς ρόλους της συζύγου, μητέρας, συγγραφέως-επιμελήτριας εκδόσεων και πολιτικής ακτιβίστριας.

Αποτίμηση


Η Περλ Μπακ δέχεται το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας από τον βασιλιά Γουσταύο Ε΄ της Σουηδίας στην Αίθουσα Συναυλιών της Στοκχόλμης το 1938.

Οι κριτικοί της εποχής της Μπακ υπήρξαν γενικώς θετικοί και επαίνεσαν τον «όμορφο πεζό λόγο της», ακόμα και με την επιφύλαξη ότι «το ύφος της τείνει να εκφυλίζεται σε υπερβολική επανάληψη και σύγχυση». Ο Πήτερ Κον στη βιογραφία του της Περλ Μπακ γράφει ότι, παρά τις τιμές που της επιδαψιλεύτηκαν, η καθαυτό συνεισφορά της Μπακ στη λογοτεχνία έχει κατά το μεγαλύτερο μέρος της λησμονηθεί ή αγνοηθεί σκόπιμα από τους «πολιτιστικούς φρουρούς» των ΗΠΑ. Ο Κανγκ Λιάο υποστηρίζει ότι η Μπακ έπαιξε έναν «πρωτοπόρο ρόλο στην απομυθοποίηση της Κίνας και του κινεζικού λαού στον αμερικανικό νου». Η Φύλλις Μπέντλεϋ, σε μια κριτική του έργου της Μπακ που δημοσιεύθηκε το 1935, γράφει εντυπωσιασμένη: «Αλλά μπορούμε να πούμε ότι, τουλάχιστον για το επιλεγμένο υλικό της, το σταθερά υψηλό επίπεδο της τεχνικής της δεξιότητας και τις συχνά παγκόσμιες ιδέες της, η κ. Μπακ δικαιούται να πάρει τη θέση της ως σημαντική λογοτέχνιδα. Με την ανάγνωση των μυθιστορημάτων της κερδίζει κάποιος όχι απλώς μια γνώση για την Κίνα, αλλά σοφία για τη ζωή.». Τα έργα της δημιούργησαν σημαντική γενική συμπάθεια για την Κίνα και βοήθησαν εξ αντιδιαστολής να επιδεινωθεί το κλίμα στις σχέσεις με την Ιαπωνία.
Η Anchee Min, Κινέζα συγγραφέας μιας δραματοποιημένης βιογραφίας της Περλ Μπακ, κατέρρευσε όταν διάβασε τα έργα της, επειδή είχε απεικονίσει τους Κινέζους χωρικούς «με τόση αγάπη, τρυφερότητα και ανθρωπιά».

Η Περλ Μπακ τιμήθηκε το 1983 με ένα γραμματόσημο των 5¢ της σειράς «Μεγάλοι Αμερικανοί» που εκδόθηκε από την Ταχυδρομική Υπηρεσία των ΗΠΑΣυνολικά η Μπακ έγραψε γύρω στα 45 έργα, που μεταφράστηκαν σε 20 γλώσσες - και φυσικά και στην ελληνική. Στα έργα της αναλύει τις εμπειρίες της από την παιδική της ηλικία και από τη σκληρή ζωή των αγροτών της Κίνας, όπου γεύτηκε την πείνα, τη δυστυχία, από τα ήθη και τα έθιμα του μακρινού αυτού τόπου (Ένα διαιρεμένο σπίτι, Οι πολλοί μου κόσμοι, Μία γέφυρα για πέρασμα, Σκορπισμένο σπίτι, Περήφανη καρδιά, Θάνατος στον Πύργο, Η μάνα κ.ά.)



Με τον Τζων Φ. Κέννεντυ κατά τη διάρκεια δεξίωσης προς τιμήν των βραβευμένων με Νόμπελ Λογοτεχνίας, 1962


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

Η μάνα 

Στο απόσπασμα από το μυθιστόρημα Η μάνα (1934) της Αμερικανίδας Περλ Μπακ περιγράφονται η καθημερινή ζωή και οι ασχολίες μιας μητέρας που συντηρεί με την αδιάκοπη εργασία και τη σταθερή αφοσίωσή της τη φτωχή αγροτική της οικογένεια. Η ιστορία εκτυλίσσεται στην Κίνα των αρχών του εικοστού αιώνα και επικεντρώνεται στη μορφή της μητέρας, η οποία, πρότυπο αγάπης, κατανόησης και προσφοράς, στηρίζει την παραδοσιακή πατριαρχική οικογένεια.

Έχει καμιά διαφορά η μια μέρα από την άλλη κάτω από τον ουρανό για μια μάνα; To πρωί η μάνα ξύπνησε και σηκώθηκε πριν ακόμα χαράξει η αυγή, κι ενώ οι άλλοι κοιμόντουσαν ακόμα, άνοιξε την πόρτα, έβγαλε τα πουλερικά και το γουρούνι, πήγε το νεροβούβαλο μέσα στο μαντρί, και καθάρισε όσες βρομιές είχαν κάνει τη νύχτα, τις μάζεψε και τις έκανε ένα σωρό, σε μια γωνιά του μαντριού. Ενώ οι άλλοι ήταν ακόμη ξαπλωμένοι, πήγε στην κουζίνα, άναψε τη φωτιά και έβρασε το νερό για να πιούνε ο άντρας και η γριά όταν σηκώνονταν, και λίγο από αυτό το έριξε σε μια ξύλινη λεκάνη για να δροσίσει λίγο και να μπορέσει να πλύνει τα μάτια του κοριτσιού.
Κάθε πρωί τα μάτια του κοριτσιού ήταν σφιχτά κλεισμένα και δεν μπορούσε να δει καθόλου ώσπου να του τα πλύνει. Στην αρχή το παιδί φοβόταν, όπως και η μάνα, αλλά η γριά σφύριξε:
«Έτσι ήμουνα κι εγώ, σαν ήμουνα μικρή, μα δεν πέθανα!».
Τώρα το είχαν συνηθίσει και ήξεραν ότι δε σήμαινε τίποτε έξω από το ότι κάμποσα παιδιά ήταν έτσι κι ότι δεν πέθαναν από αυτό. Μόλις που είχε ρίξει νερό στη λεκάνη, όταν πρόβαλαν τα παιδιά, το αγόρι κρατώντας το κορίτσι από το χέρι. Είχαν βγει συρτά από το κρεβάτι χωρίς να κάνουν θόρυβο, χωρίς να ξυπνήσουν τον άντρα που έτρεμαν το θυμό του, γιατί παρ' όλους τους καλούς και κεφάτους τρόπους που είχε, όταν ήθελε να είναι κεφάτος και καλός, ο άντρας ήταν ικανός να θυμώσει και να τα ξυλοφορτώσει άγρια αν τον ξυπνούσαν πριν από την ώρα του. Τα δυο τους στέκονταν βουβά στην πόρτα κοιτάζοντας τη μάνα και το αγόρι ανοιγόκλεινε τα μάτια του και χασμουριόταν, αλλά το κοριτσάκι καθόταν υπομονετικά περιμένοντας, με τα μάτια σχεδόν κατάκλειστα. Ύστερα η μάνα σηκώθηκε βιαστικά και παίρνοντας την γκρίζα πετσέτα που ήταν κρεμασμένη σ' έναν ξύλινο γάντζο, βούτηξε τη μια της άκρη στη λεκάνη και σιγά σιγά καθάρισε τα μάτια του κοριτσιού. Το παιδί κλαψούρισε, χωρίς να βγάζει ήχο από το στόμα του, μόνο με την ανάσα του, και η μάνα αναλογίστηκε, όπως κάθε πρωί:
«Δεν πρέπει λοιπόν να ξεχάσω την αλοιφή για τα μάτια αυτού του παιδιού. Κάποτε πρέπει να φροντίσω και γι' αυτό. Αν δεν το ξεχάσω όταν πουληθεί το φορτίο με το άχυρο του ρυζιού, την άλλη φορά, θα του πω να πάει σ' ένα μαγαζί με φάρμακα - υπάρχει κάποιο κοντά στην πύλη στα δεξιά, κατηφορίζοντας σ' ένα μικρό δρομάκι».
Ενώ το σκεφτόταν αυτό, ο άντρας πρόβαλε στην πόρτα φορώντας τα ρούχα του. Χασμουρήθηκε δυνατά κι ύστερα έξυσε το κεφάλι του. Εκείνη είπε φωναχτά τη σκέψη της:
«Όταν θα πας να πουλήσεις αυτό το δεμάτι με το άχυρο του ρυζιού, να πας και σε κείνο το μαγαζί που είναι κοντά στην Πύλη του Νερού και να ζητήσεις καμιά αλοιφή ή κανένα άλλο φάρμακο για πονεμένα μάτια σαν και τούτα».
Όμως ο άντρας ήταν ακόμα βαρύς από τον ύπνο κι απάντησε θυμωμένα:
«Και γιατί να ξοδέψουμε από το λίγο έχει μας για πονεμένα μάτια, αφού δε θα πεθάνει ποτέ από δαύτα. Είχα κι εγώ πονεμένα μάτια όταν ήμουνα μικρός κι ο πατέρας μου ποτέ του δεν ξόδεψε τα λεφτά του για μένα, μόλο που ήμουνα ο μοναδικός γιος που του είχε απομείνει».
H μάνα, καταλαβαίνοντας πως δεν ήταν κατάλληλη η στιγμή για να μιλήσει, δεν είπε τίποτε παραπάνω και πήγε να του βάλει το νερό του. Ήταν όμως κάπως θυμωμένη και δεν του το έδωσε στο χέρι, αλλά το άφησε στο τραπέζι για να το πάρει μόνος του, αλλά δεν είπε τίποτα και ξέχασε την υπόθεση, για την ώρα. H αλήθεια ήταν ότι πολλά παιδιά είχαν πονεμένα μάτια, και γίνονταν καλά όταν μεγάλωναν, όπως και ο άντρας, που, μόλο που τα μάτια του είχαν κάτι σημάδια γύρω από τα βλέφαρα, που φαίνονταν, αν τα κοίταζε κανένας κατά πρόσωπο, έβλεπε καλά όταν δεν ήταν πολύ μικρό εκείνο που περιεργαζόταν. Δεν ήταν όμως από κείνους τους μορφωμένους που ζούνε με τα βιβλία και πρέπει να βλέπουνε καλά, κι έτσι αυτό δεν είχε σημασία.
Ξάφνου η γριά αναταράχτηκε και φώναξε αδύναμα, και η μάνα τής έφερε ένα κύπελλο με ζεστό νερό, της το έδωσε να το πιει πριν σηκωθεί, και η γριά το ρούφηξε με θόρυβο και ρεύτηκε όλα τα κακά αέρια που έρχονταν από το άδειο στομάχι της, βόγκηξε λίγο και παραπονέθηκε για την ηλικία της, που την έκανε να νιώθει αδύναμη τα πρωινά.
H μάνα γύρισε στην κουζίνα κι άρχισε να ετοιμάζει το πρωινό, και τα παιδιά κάθισαν κοντά της πάνω στο χώμα περιμένοντας κουβαριασμένα γιατί το πρωί ήταν κρύο. Το αγόρι σηκώθηκε στο τέλος και πήγε κοντά στη μάνα του που τάιζε τη φωτιά, αλλά το κορίτσι έμεινε μόνο του. Ξαφνικά ο ήλιος πρόβαλε πάνω από τους ανατολικούς λόφους και το φως ξεχύθηκε σε μεγάλες φωτεινές αχτίνες, που έπεσαν πάνω στα μάτια του παιδιού κι εκείνο τα έκλεισε αμέσως. Άλλοτε θα έκλαιγε, αλλά τώρα πήρε μόνο μια βαθιά ανάσα, όπως θα έκανε ένας μεγάλος, και κάθισε φρόνιμο με τα βλέφαρα σφιχτά κλεισμένα και δεν κουνήθηκε καθόλου μέχρι που ένιωσε τη μάνα του να του βάζει μπροστά του μια γαβάθα με φαγητό.
Ναι, είναι αλήθεια ότι όλες οι μέρες ήταν όμοιες για τη μάνα, αλλά ποτέ της δεν τις βρήκε στενόχωρες ή πληκτικές κι ήταν αρκετά ευχαριστημένη με το πέρασμά τους. Αν κανένας τη ρωτούσε, θ' άνοιγε διάπλατα εκείνα τα φωτεινά της μάτια και θα έλεγε: «Μα η γης αλλάζει από τη σπορά μέχρι τη συγκομιδή κι έπειτα είναι και το ωρίμασμα της σοδειάς από τη γη μας, και η πληρωμή των σπόρων στον ιδιοκτήτη για τη γη που νοικιάζουμε, κι είναι και οι γιορτές και οι σχόλες και η Πρωτοχρονιά, ναι, ακόμα και τα παιδιά αλλάζουν και μεγαλώνουν, και βρίσκω απασχόληση φτιάχνοντας κι άλλα, και για μένα δεν υπάρχει τίποτα που να μην αλλάζει και όλα αλλάζουν αρκετά για να με κάνουν να δουλεύω από την αυγή ώσπου να πέσει το σκοτάδι, τ' ορκίζομαι».
Όταν της περίσσευε λίγος χρόνος, υπήρχαν άλλες γυναίκες στο χωριουδάκι, αυτή που ήταν να γεννήσει κι εκείνη που θρηνούσε ένα παιδί που είχε χάσει, ή μια άλλη που είχε κάποιο σχέδιο να κεντήσει ένα λουλούδι πάνω σε παπούτσι ή κανένα καινούριο τρόπο για να κοπεί ένα πανωφόρι. Ήταν και μέρες που πήγαινε στην πόλη για να πουλήσει σπόρο ή λάχανα μαζί με τον άντρα της, κι εκεί στην πόλη μπορούσες να δεις περίεργα πράγματα και να τα σκεφθείς, αν βέβαια περίσσευε χρόνος για σκέψη. Αλλά η αλήθεια ήταν ότι αυτή η γυναίκα ήταν από κείνες που μπορούσαν να ζουν ικανοποιημένες με τον άντρα και τα παιδιά χωρίς να σκέφτονται τίποτε άλλο. Εκείνης της έφτανε να γνωρίζει συχνά όλο τον πόθο του άντρα, να πιάνει παιδί μ' αυτόν, να ξέρει ότι μια ζωή μεγαλώνει μέσα στο ίδιο της το κορμί, να νιώθει αυτή την καινούρια σάρκα να παίρνει μορφή και να μεγαλώνει, να γεννάει και να νιώθει τα μωρουδίστικα χείλια να πίνουν από το στήθος της. Της έφτανε να ξυπνάει με το χάραμα, να ταΐζει την οικογένειά της, να ταΐζει τα ζώα, να σπέρνει τη γης και να μαζεύει τον καρπό της, να τραβάει νερό από το πηγάδι για να πιουν, να περνάει μέρες ολάκερες στους λόφους συνάζοντας αγριόχορτα και να νιώθει τον ήλιο και τον άνεμο πάνω της. Χαιρόταν όλη τη ζωή της, τη γέννα, τη δουλειά στα χωράφια, τον ύπνο, το φαγητό και το νερό που έπινε, το σκούπισμα και το συγύρισμα του σπιτιού, τα καλά λόγια από τις γυναίκες του χωριού που την παίνευαν για την προκοπή και για το ράψιμό της. Ακόμα και ο τσακωμός με τον άντρα της ήταν καλός και δυνάμωνε το πάθος που ένιωθε ο ένας για τον άλλο. Έτσι ξυπνούσε κεφάτη κάθε πρωί.
Αυτή τη μέρα, αφού έφαγε ο άντρας, κι αφού στέναξε, πήρε το σκαλιστήρι* του και ξεκίνησε κάπως άκεφα, όπως το συνήθιζε πάντα, για το χωράφι, κι εκείνη καθάρισε τις γαβάθες, έβαλε τη γριά να καθίσει στον ήλιο, κάτω από τη ζεστασιά του, και πρόσταξε τα παιδιά να μην παίζουν κοντά στη γούρνα. Ύστερα πήρε το σκαλιστήρι της και ξεκίνησε κι εκείνη σταματώντας μια δυο φορές για να κοιτάξει πίσω της. H αδύναμη φωνή της γριάς μόλις που ακουγόταν και η μάνα χαμογέλασε και συνέχισε το δρόμο της. Το μόνο που μπορούσε να κάνει η γριά ήταν να προσέχει την πόρτα και το έκανε με περηφάνια. Μόλο που ήταν γριά και μισότυφλη, μπορούσε να διακρίνει αν πλησίαζε κανένας που δεν έπρεπε και θα έμπηγε αμέσως τις φωνές. Ήταν ενοχλητική γριά και οι ενοχλητικοί γέροι είναι χειρότεροι κι από τα παιδιά, γιατί δεν μπορείς να τους χαστουκίσεις όπως τα παιδιά. Κι όμως, όταν η γυναίκα του ξαδέρφου είπε κάποτε: «Θα είναι πολύ καλό για σένα να πεθάνει αυτό το γέρικο πράμα, που είναι τόσο γερασμένο και στραβό, κι όλο πόνους και γκρίνια για το φαγητό», η μάνα είχε απαντήσει με τον ήρεμο τρόπο που έπαιρνε όταν ένιωθε κάποτε κρυφή στοργή: «Ναι, αλλά είναι πολύ χρήσιμη ακόμα, για να μας φυλάει την πόρτα, κι ελπίζω ότι θα ζήσει μέχρι που να μεγαλώσει λίγο το κορίτσι».
Ναι, η μάνα ποτέ της δεν μπορούσε να κάνει την καρδιά της να σκληρύνει απέναντι σε μια γριά σαν κι εκείνη. Είχε ακούσει για γυναίκες που περηφανεύονταν ότι είχαν κηρύξει τον πόλεμο στα σπίτια τους ενάντια στις πεθερές τους και πως δεν μπορούσαν να ανεχτούνε τον κακό τους τρόπο. Όμως σ' αυτή τη νεαρή μάνα, η γριά φαινότανε σαν να ήτανε ένα ακόμα παιδί της, ολότελα ξεμωραμένο, που ήθελε τούτο και το άλλο, όπως τα παιδιά. Έτσι καμιά φορά τής φαινόταν κουραστικό να τρέχει εδώ κι εκεί πάνω στους λόφους την άνοιξη, ψάχνοντας να βρει ένα χόρτο που πολύ το 'χε πεθυμήσει η δύστυχη γριά, όμως, όταν έφτασε κάποιο καλοκαίρι κι έπεσε βαριά διάρροια στο χωριό, τόσο βαριά που πέθαναν δυο ολόγεροι άντρες, μερικές γυναίκες και πολλά μικρά παιδιά, και η γριά ήταν του θανατά, ή τουλάχιστον έτσι τους φαινόταν, αγόρασαν το καλύτερο φέρετρο που μπόρεσαν να βρουν και το ετοίμασαν. Η γριά όμως δεν πέθανε και η νεαρή μάνα ένιωσε αληθινή χαρά όταν την είδε πως γαντζώθηκε στη ζωή και κατάφερε να ζήσει. Ναι, μόλο που η σκληρόπετση γριά είχε λιώσει δυο νεκρικά φορέματα, η μάνα ήταν ευτυχισμένη που ζούσε ακόμα. Όλο το χωριό το είχε για αστείο το πώς κρεμόταν στη ζωή. Το κόκκινο ρούχο που είχε φτιάξει η μάνα για να τη θάψει, το φορούσε κάτω από το γαλάζιο, όπως ήταν έθιμο σ' εκείνα τα μέρη, μέχρι που να λιώσει και να πεταχτεί και η γριά ανυπομονούσε και δεν αισθανότανε καλά ώσπου η μάνα τής ετοίμασε καινούριο. Και τώρα, φορούσε αυτό το δεύτερο χαρούμενη κι αν κανένας τής φώναζε: «Ακόμα εδώ είσαι, γριούλα;», απαντούσε κεφάτα: «Ναι, εδώ είμαι και φοράω τα καλά μου νεκρικά φορέματα. Εκείνα λιώνουν, εγώ ζω. Τα λιώνω και ούτε που ξέρω πόσα θα λιώσω ακόμα».
Και η γριά γελούσε καθώς σκεφτόταν πόσο όμορφο αστείο ήταν που ζούσε και που δεν έλεγε να πεθάνει.
Τώρα, κοιτάζοντας πίσω, η μάνα χαμογέλασε κι άκουσε τη φωνή της γριάς: «Ησύχασε, καλή μου κόρη — εγώ είμαι εδώ και φυλάω την πόρτα».
Ναι, θα της λείψει πολύ όταν θα πεθάνει αυτή η γέρικη ψυχή. Αλλά τι σημασία έχει που θα της λείψει; Η ζωή ερχόταν κι έφευγε την ορισμένη ώρα και δεν μπορείς να ελπίζεις πως θα ξεφύγεις από την ώρα σου.
Κι έτσι η μάνα συνέχισε ήσυχη το δρόμο της.

Π. Μπακ, Η μάνα, 
μτφρ. Κώστας Κυριαζής, Πάπυρος

https://homouniversalisgr.blogspot.com/