ΤΖΩΡΤΖ ΟΡΓΟΥΕΛ (25 Ιουνίου 1903 – 21 Ιανουαρίου 1950) - 1984

 



    Το 1984 ή Χίλια Εννιακόσια Ογδόντα Τέσσερα είναι η τελευταία μυθιστορηματική εργασία του Τζορτζ Όργουελ. Θεωρείται βιβλίο-σταθμός του 20ού αιώνα στην πολιτική σκέψη.
Περιγράφει την ιστορία ενός ανθρώπου, του Γουίνστον Σμιθ, στον εφιαλτικό κόσμο της Ωκεανίας, μιας χώρας που βρίσκεται κάτω από ένα δυστοπικόαπολυταρχικό καθεστώς, στο οποίο όλοι οι κάτοικοι βρίσκονται υπό συνεχή παρακολούθηση. Η χώρα βρίσκεται σε συνεχή πόλεμο με δύο άλλες υπερδυνάμεις και θυμίζει το απολυταρχικό καθεστώς του Στάλιν και οι άνθρωποί της ζουν υπό ιδιαίτερα καταπιεστικές συνθήκες (σταλινισμός).
Ο Όργουελ έγραψε το βιβλίο το 1948 (από αναριθμητισμό αυτού του έτους προέρχεται και ο τίτλος του έργου) και το εξέδωσε το 1949. Έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και έχει επηρεάσει σημαντικά τον παγκόσμιο πολιτισμό. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά στον Μεγάλο Αδελφό, τον (ανύπαρκτο) πολιτικό ηγέτη της χώρας, «Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΔΕΛΦΟΣ ΣΕ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΕΙ» (Big Brother is watching you). Ο Μεγάλος Αδελφός αποτελεί σήμερα έκφραση που υποδηλώνει καθεστώς παρακολούθησης.ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

ΜΙΚΡΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ 


*Αποκομμένος από τον εξωτερικό κόσμο και το παρελθόν, ο πολίτης της Ωκεανίας είναι σαν ένας άνθρωπος στο διάστημα, που δεν έχει προσανατολισμό, που δεν μπορεί να ξέρει πώς να πάει προς τα επάνω και πώς προς τα κάτω. Οι διοικούντες ένα τέτοιο κράτος είναι απολυταρχικοί, πιο πολύ και απ' ό,τι θα μπορούσαν να είναι οι Φαραώ ή οι Καίσαρες.
*Ελευθερία είναι η ελευθερία να λες ότι δύο και δύο ίσον τέσσερα. Αν αυτό γίνει παραδεχτό, όλα τα άλλα ακολουθούν.
*Η ομολογία δεν είναι προδοσία. Αυτό που λες ή κάνεις δεν έχει σημασία· μόνο αυτό που αισθάνεσαι έχει σημασία. Αν μπορέσουν να με κάνουν να πάψω να σ' αγαπώ, αυτό θα ήταν αληθινή προδοσία. [...] Αν μπορούμε να νιώσουμε πως αξίζει να παραμείνουμε άνθρωποι, ακόμα και αν αυτό δεν έχει κανένα αποτέλεσμα, τότε τους έχουμε νικήσει. - Ο Γουίνστον προς την Τζούλια
*Η διπλή σκέψη είναι η ικανότητα να έχεις ταυτόχρονα δύο πεποιθήσεις αντιφατικές μεταξύ τους και να παραδέχεσαι και τις δύο. Ένας σκεπτόμενος άνθρωπος που ανήκει στο Κόμμα ξέρει υπό ποια έννοια πρέπει να τροποποιηθούν οι αναμνήσεις του. Κατά συνέπεια, ξέρει ότι παίζει ένα παιχνίδι με την αλήθεια, αλλά, έχοντας ασκηθεί στη διπλή σκέψη, πείθει τον εαυτό του ότι η αλήθεια δεν έχει παραβιαστεί.
*«Θα συναντηθούμε εκεί όπου δεν υπάρχει σκοτάδι» - Ο'Μπράιεν, σε όνειρο του Γουίνστον
Θυμάσαι, συνέχισε, που έγραψες στο ημερολόγιό σου "Ελευθερία είναι η ελευθερία να λες ότι δύο και δύο ίσον τέσσερα"; Ο Ο'Μπράιαν σήκωσε το αριστερό του χέρι, με την πλάτη του γυρισμένη στον Γουίνστον, με τα τέσσερα δάκτυλα εκτεταμένα και τον αντίχειρα κρυμμένο.
-Πόσα δάκτυλα είναι αυτά, Γουίνστον;
-Τέσσερα.
-Κι αν το Κόμμα πει ότι δεν είναι τέσσερα, αλλά πέντε, τότε πόσα είναι;
-Τέσσερα.
Η λέξη τέλειωσε με μια κραυγή πόνου.

*Κανείς δεν γλίτωνε ποτέ από την παρακολούθηση, και δεν υπήρχε κανείς που να μην ομολογούσε στο τέλος. Αφού είχες διαπράξει έγκλημα σκέψης, ήταν σίγουρο πως μια μέρα θα βρισκόσουν νεκρός.
*Κατά κανόνα, ο πόλεμος είναι πάντα οργανωμένος έτσι ώστε να καταβροχθίζει το πλεόνασμα που θα μπορούσε να υπάρχει αφού καλυφθούν οι στοιχειώδεις ανάγκες του πληθυσμού. Στην πράξη, υπολογίζουν τις απαραίτητες υλικές ανάγκες του πληθυσμού πάντα κάτω από πραγματικό τους επίπεδο. [...] Κρατούν όλο τον κόσμο, ακόμα και τις προνομιούχες τάξεις, κοντά στα όρια της φτώχειας, κατόπιν εσκεμμένης πολιτικής.
*Ο Μεγάλος Αδελφός σε παρακολουθεί.
*Ο πόλεμος κατ' ουσίαν είναι η καταστροφή, όχι απαραίτητα της ανθρώπινης ζωής, αλλά των προϊόντων του ανθρώπινου μόχθου. Ο πόλεμος είναι ο τρόπος με τον οποίο μπορούν να καταστραφούν, να διαλυθούν στη στρατόσφαιρα ή να βυθιστούν στα βάθη της θάλασσας υλικά, που αλλιώς θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να κάνουν τις μάζες να ζουν πιο άνετα και κατά συνέπεια να σκέφτονται περισσότερο απ' όσο είναι επιθυμητό.
*Οι μάζες δεν επαναστατούν ποτέ από μόνες τους και δεν επαναστατούν ποτέ μόνο και μόνο γιατί καταπιέζονται. Μάλιστα, όσο δεν τους επιτρέπεται να έχουν μέτρο σύγκρισης, ούτε καν παίρνουν είδηση πως καταπιέζονται.
*Σήμερα η επιστήμη, με τη παλιά σημασία της λέξης, έχει πάψει σχεδόν να υπάρχει στην Ωκεανία. Στη Νέα Ομιλία δεν υπάρχει λέξη για την «Επιστήμη». [...] Και αυτή ακόμα η τεχνολογική πρόοδος πραγματοποιείται μόνο όταν τα προϊόντα της μπορούν να χρησιμεύσουν με κάποιο τρόπο για την περιστολή της ανθρώπινης ελευθερίας.
Στην κορυφή της πυραμίδας (της κοινωνίας της Ωκεανίας) βρίσκεται ο Μεγάλος Αδελφός. *Ο Μεγάλος Αδελφός είναι αλάθητος και παντοδύναμος. Κάθε επιτυχία, κάθε επίτευγμα, κάθε νίκη, κάθε επιστημονική ανακάλυψη, κάθε γνώση, κάθε σοφία, ευτυχία, αρετή, θεωρείται ότι πηγάζει κατ' ευθείαν από τη διοίκηση και την έμπνευση του. [...] Ο Μεγάλος Αδελφός είναι η μάσκα υπό την οποία το Κόμμα επέλεξε να εμφανιστεί στον κόσμο.
*To έγκλημα της σκέψης δεν επιφέρει το θάνατο: το έγκλημα της σκέψης ΕΙΝΑΙ ο θάνατος. http://el.wikiquote.org/wiki/1984

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 


Πώς βεβαιώνεται κάποιος για τη δύναμη του πάνω σε ένα άλλο, Ουίνστων;


Ο Ουίνστων σκέφτηκε:
-Κάνοντας τον να υποφέρει, είπε.


-Ακριβώς. Κάνοντας τον να υποφέρει. Η υπακοή δεν αρκεί.


Αν δεν υποφέρει, πως μπορεί να είσαι βέβαιος πως υπακούει στη δική σου θέληση και όχι στη δική του;
Δύναμη είναι να επιβάλλεις πόνο και ταπείνωση.
Δύναμη είναι να κομματιάσεις το ανθρώπινο μυαλό και να το συναρμολογήσεις πάλι δίνοντας του το σχήμα που θέλεις εσύ. Αρχίζεις να καταλαβαίνεις τι κόσμο δημιουργούμε; Είναι ακριβώς το αντίθετο από τις ανόητες ηδονιστικές ουτοπίες που είχαν οραματιστεί οι παλιοί μεταρρυθμιστές.
Είναι ένας κόσμος φόβου και προδοσίας και βασανιστηρίων. Ένας κόσμος καταπιεστών και καταπιεζομένων, ένας κόσμος που όσο τελειοποιείται θα γίνεται όλο και πιο ανελέητος.


[...] Οι παλιοί πολιτισμοί ισχυρίζονταν πως βασίζονταν πάνω στην αγάπη και τη δικαιοσύνη. Ο δικός μας βασίζεται στο μίσος. Στο δικό μας κόσμο δε θα υπάρχουν άλλα συναισθήματα εκτός από το φόβο, την οργή, τη θριαμβολογία και την ταπείνωση. Όλα τα άλλα θα τα καταπνίξουμε-όλα!
Ήδη τώρα καταστρέφουμε τις συνήθειες της σκέψης που έχουν επιζήσει από την Προ-Επαναστατική εποχή. Σπάσαμε τα δεσμά που ένωναν τους γονείς με τα παιδιά, τους άνδρες με τους άνδρες και τον άνδρα με τη γυναίκα. Κανένας δεν τολμά πια να εμπιστευτεί τη γυναίκα του, το παιδί του ή το φίλο του. Στο μέλλον όμως δε θα υπάρχουν ούτε γυναίκες, ούτε φίλοι. Τα παιδιά θα τα παίρνουμε από τη μητέρα τους μόλις γεννιώνται όπως παίρνει κανείς τα αυγά από την κότα. Το σεξουαλικό ένστικτο θα ξερριζωθεί. Η αναπαραγωγή θα είναι μια ετήσια τυπική διαδικασία όπως η ανανέωση του δελτίου τροφίμων.


Δε θα υπάρχει γέλιο παρά μόνο το γέλιο του θριάμβου για κάποιο νικημένο εχθρό.
Δε θα υπάρχει τέχνη, λογοτεχνία, επιστήμη. Όταν θα είμαστε παντοδύναμοι δε θα έχουμε πια ανάγκη την επιστήμη.
Δε θα υπάρχει διάκριση ανάμεσα στην ομορφιά και την ασχήμια.
Δε θα υπάρχει πια η περιέργεια ούτε η χαρά της ζωής.
Δε θα υπάρχει άμιλλα.
[...]Αν θέλεις μια εικόνα του μέλλοντος, φαντάσου μια μπότα να πατάει το πρόσωπο ενός ανθρώπου-για πάντα … ” http://aitionblog.wordpress.com//



Η ΤΑΙΝΙΑ 


ΟΛΟΚΛΗΡΗ Η ΤΑΝΙΑ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΕΔΩ 














ΛΕΛΑ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ ( 24 Ιουνίου 1898 - 8 Σεπτεμβρίου 1944 )

 

 «Ζητάτε από μια Ελληνίδα μάνα να προδώσει τους συνεργάτες της για την Πατρίδαης με την απειλή του τουφεκισμού των παιδιών της. Έ, λοιπόν, όχι. Μάθετε ότι τα παιδιά μου ανήκουν στην Ελλάδα και το αίμα τους θα πνίξει τους Ούνους και όλη τη Γερμανία σας !….»
Η Λέλα (Ελένη) Καραγιάννη γεννήθηκε το 1898 στο χωριό Λίμνη της Εύβοιας αλλά έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στην Αθήνα. Παντρεύτηκε τον φαρμακοποιό Γεώργιο Καραγιάννη, με τον οποίο απέκτησαν επτά παιδιά.
Ηταν αγωνίστρια της Εθνικής Αντίστασης, αρχηγός της αντιναζιστικής οργάνωσης «Μπουμπουλίνα», έπεσε στα χέρια της Γκεστάπο τον Ιούλιο του '44. Μαζί της πιάστηκαν από τους Γερμανούς και τα πέντε από τα επτά παιδιά της. Τα μεγαλύτερα ήταν μαζί της στην οργάνωση, όπως και ο φαρμακοποιός συζυγός της Νικόλαος.
Η οργάνωση στην αρχή της δράσης της αποτελούνταν «απ' τα μέλη της οικογένειάς μας και μερικούς φίλους μας πατριώτες», αφηγείται ο γιος της Λέλας Καραγιάννη Βύρων, σε ένα άρθρο του το 2001 για την προσφορά της μητέρας του. Οπως λέει, τον πρώτο καιρό, πηγαίνοντας «ψαχουλευτά», μην έχοντας συγκεκριμένα σχέδια, «ασχολήθηκε με την περίθαλψη και φυγάδευση των συμμάχων μας, με αυτούς που δεν τα κατάφεραν να φύγουν μαζί με το εκστρατευτικό σώμα και είχαν εγκλωβισθεί στην Ελλάδα».
Μετά η Λέλα Καραγιάννη «βρήκε μονοπάτια, που οδηγούσαν στην κατασκοπεία και στις δολιοφθορές. Βρήκε τον τρόπο να κατασκοπεύει τις κυριότερες υπηρεσίες του εχθρού. Oργάνωσε πιο καλά τα σχέδιά της, και χρειαζόταν ικανά στελέχη για να την βοηθήσουν. Μάζεψε γύρω της και άλλους ένθερμους πατριώτες. Έτσι η ομάδα της πλουτίσθηκε με πολλά δυναμικά στελέχη», θυμάται ο Βύρων Καραγιάννης στο κείμενό του.
Μετά τη σύλληψή της από την Γκεστάπο η Λέλα Καραγιάννη βασανίστηκε άγρια στα μπουντρούμια των Ες-Ες στην οδό Μέρλιν, χωρίς ποτέ να υποκύψει και να μιλήσει, μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Χαϊδαρίου και τελικά εκτελέστηκε από τους κατακτητές, μαζί με άλλους 27 αγωνιστές της Αντίστασης, στις 8 Σεπτεμβρίου 1944 στο Αλσος Χαϊδαρίου, λίγο πριν από την απελευθέρωση.


Το σπίτι της, η διώροφη μονοκατοικία στη συμβολή των οδών Λέλας Καραγιάννη αριθ. 1 και Σταυροπούλου, κοντά στην Πλατεία Αμερικής, που ήταν ταυτοχρόνως και το αρχηγείο της οργάνωσης που έστησε, ανήκει σήμερα στο Δήμο Αθηναίων. Χρονολογείται από το 1923 και το 1995 κηρύχθηκε ιστορικό διατηρητέο μνημείο.



"Σ' αυτό το σπίτι έζησε και το χρησιμοποίησε σαν αρχηγείο της η ηρωίδα της Κατοχής Λέλα Καραγιάννη, "Μπουμπουλίνα". Εκτελέστηκε στις 8.9.1944. Τιμής Ένεκεν, ο Δήμος Αθηναίων, 8-9-1987".



ΛΕΛΑ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ - Η Μπουμπουλίνα της Κατοχής

Της Κατερίνας Μπαλκούρα*

«Ευχαριστούμε το Αρωμα», μια φράση συνθηματική που ακουγόταν συχνά από τον ραδιοφωνικό σταθμό του Καΐρου, παραπέμποντας στην ακόμα μια φορά επιτυχή έκβαση του σχεδίου της «Μπουμπουλίνας» της Αντίστασης, της Λέλας Καραγιάννη. Η λέξη «Αρωμα» παρέπεμπε στο Αρωματοπωλείο του φαρμακοποιού συζύγου της, μέσω του οποίου προσφέρθηκαν τεράστιες υπηρεσίες στην Εθνική Αντίσταση και με τα έσοδά του καλύφθηκαν πολλές από τις ανάγκες του Αγώνα. Αρχικά περιέθαλπτε τους πολεμιστές της Αλβανίας που δεν μπορούσαν να φτάσουν στα σπίτια τους, κάτι για το οποίο εξέφραζε τη θλίψη της: «Να πώς κατάντησαν οι νικητές μας, οι ήρωές μας που τους άξιζε να μπουν στην πόλη δαφνοστεφανωμένοι». Η θλίψη έγινε οργή και μίσος προς τους κατακτητές, κάτι που την οδήγησε στη δημιουργία μιας αυτοσχέδιας αντιστασιακής εθελοντικής οργάνωσης με κύριο γνώρισμα και διαφορά απ’ όλες τις άλλες ότι ψυχή και αρχηγός της ήταν μια γυναίκα, η Λέλα Καραγιάννη. Ακόμα και τα επτά παιδιά της θα πάρουν μέρος σε επικίνδυνες αποστολές. Ανέλαβε η ίδια τη φυγάδευση στο Κάιρο περίππου 140 Βρετανών συμμάχων. Οι φλυαρίες όμως του Τζον Ουίλσον, ενός Αυστραλού που βοήθησε, οδήγησαν στη σύλληψη του Γιώργου Καραγιάννη, ο οποίος αντιμετώπισε γενναία τα βασανιστήρια λέγοντας:

«Εγώ εγκαινίασα την τροχαλία». Πρώτη επιτυχία της οργάνωσης ήταν η σταδιακή απελευθέρωση Βρετανών αιχμαλώτων απ’ το στρατόπεδο των Γερμανών στην Κοκκινιά και η φυγάδευσή τους στη Μέση Ανατολή. Σημαντική εδώ ήταν και η συμβολή της αστυνομίας, που τους εφοδίασε με πλαστές ταυτότητες. Η «Μάνα Καραγιάννη», όπως πρώτος την αποκάλεσε έτσι ο Τζον Ατκινσον, μετέφερε -μεταμφιεσμένη- τρόφιμα και φάρμακα στους φυγάδες στο μοναστήρι του Αγίου Ιερόθεου Μεγάρων μέχρι να εξασφαλίσει τη διαφυγή τους με δικά της έξοδα, πουλώντας ακόμα και τα κοσμήματά της. Η αποστολή με καπετάνιο τον Ηλία Χρυσίνη στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία και τότε ακούστηκε πρώτη φορά από τον ραδιοφωνικό σταθμό του Καΐρου η φράση «Ευχαριστούμε το Αρωμα». Η εξάπλωση του δικτύου κίνησε τις υποψίες των Ιταλών, οδηγώντας στη σύλληψη εκείνης και του συζύγου της. Καταδότες, ένας δάσκαλος και ένας Αγγλος λοχίας που είχαν λυγίσει από τα βασανιστήρια. Συνεχίζει όμως τη δράση της και μέσα από τις φυλακές. Οταν αποφυλακίζεται, αρχίζουν οι επικίνδυνες αποστολές με παρακολούθηση δωσιλογικών ομάδων και στρατευμάτων κατοχής – κατασκοπία, παροχή όπλων και πυρομαχικών σε αντάρτες του ΕΔΕΣ.

Ενα ολόκληρο δίκτυο χάρη στην ικανότητά της να προσεγγίζει τους κατάλληλους ανθρώπους. Συνεργαζόταν με το Στρατηγείο Μέσης Ανατολής, με τον Αρχηγό της Αστυνομίας, με αντιφασίστες και αντιναζιστές που έδιναν πολύτιμες πληροφορίες, ακόμα και με Γερμανίδες που ζούσαν στην Ελλάδα. Χαρακτηριστική περίπτωση η Μαρία Γκλόκερ, στο σχέδιο της οποίας οφείλεται η ανατίναξη του αεροδρομίου του Τατοΐου και οι πολύτιμες πληροφορίες από το γερμανικό Ναυαρχείο.
Εκμεταλλευόμενη την αρχαιολατρεία των Γερμανών, επέλεξε έναν ξεναγό, τον Γεώργιο Σκηνίτη, που προσέγγισε τον αξιωματικό Φριτς Λίντερ του Φρουραρχείου Αθηνών, βγάζοντας όλα τα αντιχιτλερικά του αισθήματα, ώστε να δώσει τα ονόματα των πρακτόρων της γερμανικής αντικατασκοπίας σε Αθήνα και Κάιρο. Στην προσπάθειά της να μάθει τα ονόματα που «έδιναν» οι αγωνιστές που λύγιζαν στις φυλακές Αβέρωφ, πλησίασε μέσω της Γερμανίδας φίλης της Γκρέτας Ζαφειροπούλου (που είχε βοηθήσει και στην απόδραση της Κοκκινιάς) τον αξιωματικό της Γκε Εφ Πε (της μυστικής στρατιωτικής αστυνομίας της Βέρμαχτ), Χορστάιτ.
Επόμενος στόχος τα σχεδιαγράμματα για τους γερμανικούς καταυλισμούς σε Καστέλλα και Πασαλιμάνι μέσω του ανθυπιλάρχου-τοπογράφου Ιωάννη Βαρσόπουλου, ενώ ο ανθυπολοχαγός Μανώλης Λίτινας ήδη διείσδυε σε στρατιωτικά νοσοκομεία και στρατολογούσε εθελοντές. Η οργάνωση κατάφερε να απαγκιστρώσει τους αντάρτες του ΕΛΑΣ που είχε βάλει στόχο η γερμανική Μεραρχία Brandenburg με διοικητή του τάγματος το Χόλμαν, από τον οποίο και θα πάρει ένα σχέδιο του καταυλισμού του τάγματος στα Βίλια.
Η Λέλα Καραγιάννη ενίσχυε και βοηθούσε όλες τις αντιστασιακές οργανώσεις, παρά το γεγονός ότι υπήρχε μια «συμπάθεια» στις λεγόμενες εθνικές οργανώσεις. «Ολα τα δάχτυλα του χεριού πρέπει να είναι ενωμένα σε γροθιά για να χτυπούν τον κατακτητή» έλεγε. Στην προσπάθειά της να προσεγγίσει τον Ντερτιλή, ήρθε στον δρόμο της ο μοιραίος άνθρωπος, ο Γιώργος Ριζόπουλος. Τον Μάρτιο του 1944, μπήκε στον «Ερυθρό Σταυρό» από καρδιοπάθεια και υπερκόπωση σε δωμάτιο-στρατηγείο. Τα πράγματα πήγαιναν καλά μέχρι τη σύλληψη του Ριζόπουλου. 8 Ιουλίου 1944 εκείνη θα ξαναμπεί στο νοσοκομείο. Ο άντρας της την ειδοποίησε να φύγει.
Ο Ριζόπουλος είχε μιλήσει και τα παιδιά της είχαν συλληφθεί. «Δεν φεύγω. Ας έρθουν να με πιάσουν. Είναι προτιμότερο, γιατί έτσι μπορεί ν’ απαλλαγούν τα παιδιά». Στη μεταπολεμική του έκθεση, ο γιατρός της, Μιχαήλ Σαρακηνός, σημειώνει: «Εκ των παραθύρων πολλοί δακρύοντες οφθαλμοί παρηκολούθουν μέχρις ότου εξηφανίσθη το απάγον την εθνομάρτυρα αυτοκίνητον μετά των δημίων της…».
Οδηγήθηκε στο κολαστήριο της οδού Μέρλιν βλέποντας βασανιστήρια για να σπάσει το ηθικό της και από κει στο Χαϊδάρι, στο Μπλοκ 15, ενώ οι δυο γιοι της ήταν στο κτίριο των μελλοθανάτων. Ο σατανικός δήμιος Μπέκε ήξερε ότι η Λέλα Καραγιάννη ήταν ο εγκέφαλος της οργάνωσης «Μπουμπουλίνα». Στην ανάκριση εκείνη θα χαστουκίσει τον Ριζόπουλο, ενώ δεν θα διστάσει να αποκαλέσει «κτήνος» τον Μπέκε και να πετάξει το μελανοδοχείο στον ανακριτή. Την απειλούσαν να μιλήσει, έχοντας το πιστόλι στο κεφάλι των δυο γιων της. «Τα παιδιά μου εγώ τα γέννησα, αλλά ανήκουν στην πατρίδα». Οδηγείται στην απομόνωση και λίγες μέρες μετά σε κελί.
Χαράματα 8ης Σεπτεμβρίου, δεν υπάρχει πια η μαύρη κούρσα που τη μετέφερε πάντα και μαζί με 72 άλλους οδηγείται στο εκτελεστικό απόσπασμα σε μια χαράδρα στη Μονή Δαφνίου. Αντιμετώπισε τον θάνατο με ψηλά το κεφάλι, φορώντας ένα ανοιξιάτικο φόρεμα μέσα στον θλιβερό Σεπτέμβριο. Λίγες μέρες πριν από την Απελευθέρωση… Τα πτώματα μεταφέρθηκαν στην Κοκκινιά… εκεί από όπου όλα είχαν αρχίσει. Τα δύο αγόρια της σώθηκαν την τελευταία στιγμή χάρη στις προσπάθειες του πατέρα τους.
Στο νεκροταφείο ο πιστός της σύντροφος θα σκύψει πάνω από τον τάφο και θα της πει: «Λέλα μου, έσωσα τα παιδιά μας». Το σπίτι της σήμερα ανήκει στον Δήμο Αθηναίων ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο. Μετά τον θάνατό της η Ακαδημία Αθηνών τής απένειμε το Βραβείο Αρετής και Αυτοθυσίας, βραβεύτηκε ωστόσο και από τη βρετανική κυβέρνηση και από τα Πατριαρχεία Ιεροσολύμων και Αλεξανδρείας για την προσφορά της.
* Ιστορικός, δημοσιογράφος

ΒΙΒΛΙΟ  - Ζαούσης Αλέξανδρος Λ.

Λέλα Καραγιάννη. Η Μπουμπουλίνα της Κατοχής, 

1941-1944




Το πορτρέτο της Λέλας Καραγιάννη, μιας από τις κορυφαίες αγωνίστριες της Κατοχής.

«Ξαναγυρίζω στην οικεία για μένα περίοδο, διότι σ' αυτήν ανδρώθηκα και την έζησα από κοντά», λέει ο συγγραφέας. «Το βιβλίο αυτό είναι ένα μικρό κομμάτι της Εθνικής Αντίστασης στην Κατοχή, που τόσο έχει παραμορφωθεί. Θέλω να τιμήσω τους ανθρώπους που έπεσαν για την Πατρίδα και παρέμειναν άγνωστοι ή λιγότερο γνωστοί από τα μεγάλα ονόματα».

http://www.oceanida.gr/


https://homouniversalisgr.blogspot.com/












Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ (23 Ιουνίου 1908 − 14 Σεπτεμβρίου 1960)

 

“Πρέπει”. Ο πιο άδειος λόγος μέσ’ στην απέραντη κενολογία της ανθρώπινης γλώσσας.




Ο Μ[ΙΤΙΑ] ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Δημήτρη Ροδόπουλου) γεννήθηκε στην Αθήνα, ένα από τα πέντε παιδιά του Γεώργιου Ροδόπουλου και της Ανθής το γένος Μουλούλη. Ο πατέρας του καταγόταν από οικογένεια γαιοκτημόνων της Πάτρας, ήταν δικηγόρος και πολιτικός και διετέλεσε διευθυντής της Εθνικής Τράπεζας και διοικητής της Τράπεζας Κρήτης. Λόγω των συνεχών μεταθέσεών του, η οικογένεια έζησε σε διάφορες επαρχιακές πόλεις της Ελλάδας. Ο Καραγάτσης πέρασε μέρος των παιδικών του χρόνων στη Λάρισα ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές σπουδές του το 1924 στη Θεσσαλονίκη και τον ίδιο χρόνο έφυγε για σπουδές στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Γκρενόμπλ. Το 1925 επέστρεψε στην Ελλάδα και συνέχισε τις σπουδές του στα τμήματα Νομικής (αποφοίτησε το 1930) και Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών (αποφοίτησε το 1931) του Πανεπιστημίου Αθηνών. Από το 1931 ως το 1939 (χρονιά θανάτου του πατέρα του) εργάστηκε ως νομικός σύμβουλος ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας. Παράλληλα εργάστηκε ως δημοσιογράφος στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο (Βραδυνή, Πρωία, Νέα Εστία κ.α.) και ταξίδεψε σε πολλές χώρες. Το 1946 πέθανε η μητέρα του, στη μνήμη της οποίας αφιέρωσε το μυθιστόρημα Ο μεγάλος ύπνος.


 Από το 1952 εργάστηκε στη διαφημιστική εταιρεία ΑΔΕΛ, της οποίας διετέλεσε και διευθυντής και συμμετείχε στις εκλογές του 1956 και 1958 με το κόμμα των Φιλελευθέρων. Πέθανε στην Αθήνα σε ηλικία 52 χρόνων · έπασχε από την καρδιά του από το 1958. Ο Μ.Καραγάτσης πρωτοεμφανίστηκε στο λογοτεχνικό χώρο του 1927 με τη συμμετοχή και βράβευσή του (με τον Α΄ Έπαινο) στον Α΄ Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της Νέας Εστίας με το διήγημα Η κυρία Νίτσα. Η μετέπειτα πορεία του τον ανέδειξε ως έναν από τους πολυγραφότερους συγγραφείς της γενιάς του Τριάντα. Ασχολήθηκε με την πεζογραφία (μυθιστόρημα - διήγημα - νουβέλα), το θέατρο, τη λογοτεχνική μετάφραση, τη θεατρική κριτική, την ταξιδιωτική λογοτεχνία, την ιστορία. Από το πεζογραφικό του έργο σημειώνουμε ενδεικτικά τα Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν, Η μεγάλη χίμαιρα, Το μπουρίνι, Σέργιος και Βάκχος, Ο Κίτρινος φάκελλος. 


ΑΠΟ  http://www.ethnos.gr/
Το έργο του τοποθετείται συμβατικά στα πλαίσια του ρεαλισμού, με έντονη ωστόσο την παρουσία ιδεαλιστικών και λυρικών εξάρσεων. Κυρίαρχη είναι επίσης η ψυχολογική εμπλοκή του συγγραφέα στον κόσμο των ηρώων του και στις ακραίες καταστάσεις που βιώνουν, στα πλαίσια μιας προσπάθειας αναθεώρησης και σκόπιμης επανερμηνείας της ιστορίας με λογοτεχνικά μέσα με στόχο τον προσδιορισμό της νεοελληνικής ταυτότητας και την κριτική της σύγχρονής του κοινωνικής πραγματικότητας.


Το ψευδώνυμο Καραγάτσης προήλθε από το δέντρο πτελέα ή καραγάτσι στο εξοχικό της οικογένειάς του στη Ραψάνη της Θεσσαλίας, όπου περνούσε τα περισσότερα εφηβικά καλοκαίρια του. Εκεί συνήθιζε να διαβάζει καθισμένος κάτω από ένα καραγάτσι που βρισκόταν στον περίβολο της εκκλησίας του χωριού. Το «Μ.» του ψευδωνύμου του προήλθε πιθανότατα από το ρώσικο όνομα «Μίτια» (ρωσική εκδοχή του Δημήτρης), με το οποίο τον αποκαλούσαν φίλοι και συμφοιτητές του, λόγω της μεγάλης του αγάπης για τον Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι και ιδιαίτερα για το έργο Αδερφοί Καραμάζοφ. Το γεγονός ότι υπέγραφε τα έργα του ως «Μ. Καραγάτσης» προκάλεσε σύγχυση σε αρκετούς φιλολόγους, που συχνά ερμήνευαν το «Μ» ως Μιχάλης, λόγω των ηρώων του, Μιχάλη Καραμάνου (στον Γιούγκερμαν) και Μιχάλη Ρούση (στον Μεγάλο ύπνο), που θεωρούνται περσόνες του συγγραφέα

Ντυμένος συνταγματάρχης Λιάπκιν στο δικό του μπαλκόνι, στο σπίτι τους στην πλ. Αμερικής     ΑΠΟ  http://www.enet.gr/


Εργογραφία
(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)

Ι.Μυθιστορήματα
• Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν. Αθήνα, Δημητράκος, 1933.
• Χίμαιρα. Αθήνα, έκδοση του περ. Νέα Εστία, 1936 (και αναθεωρημένη έκδοση με τίτλο Η μεγάλη Χίμαιρα, Αθήνα, Μαυρίδης, 1953).
• Τα στερνά του Γιούγκερμαν. Αθήνα, Πυρσός, 1941.
• Λειτουργία σε λα ύφεσις· Ξυλογραφίες Λουκίας Μαγγιώρου. Αθήνα, Γλάρος, 1943.
• Νυχτερινή ιστορία. Αθήνα, Γλάρος, 1943.
• Ο κοτζάμπασης του Καστρόπυργου. Αθήνα, Αετός, 1944.
• Ο μεγάλος ύπνος. Αθήνα, Ίκαρος, 1946.
• Ο κόσμος που πεθαίνει· Αίμα χαμένο και κερδισμένο· Μυθιστόρημα. Αθήνα, Ίκαρος, 1947.
• Βασίλης Λάσκος. Αθήνα, Αετός, 1948.
• Τα στερνά του Μίχαλου. Αθήνα, Αετός, 1949.
• Άμρια Μούγκου (Στο χέρι του Θεού). Αθήνα, Ίκαρος, 1954.
• Ο θάνατος κι ο Θόδωρος· Τραγωδία μεν αλλά με πολλά κωμικά στοιχεία γραμμένη από τον Μ.Καραγάτση κατά τον τρόπο όχι του θεατρικού έργου αλλά του κινηματογραφικού σεναρίου. Αθήνα, Έχιδνα, 1954.
• Ο κίτρινος φάκελλος. Αθήνα, Εστία, 1956.
• Σέργιος και Βάκχος. Αθήνα, Δίφρος, 1959.
• Το 10. Αθήνα, Εστία, 1964.
• Ο μικρός Σέργιος και Βάκχος. Αθήνα, Εστία, 1973.
• Στρατής Μυριβήλης – Μ.Καραγάτσης – Άγγελος Τερζάκης – Ηλίας Βενέζης, Το μυθιστόρημα των τεσσάρων. Αθήνα, Εστία, 1979.
ΙΙ.Διηγήματα - Νουβέλες
• Το συναξάρι των αμαρτωλών. Αθήνα, Γκοβόστης, 1935.
• Η λιτανεία των ασεβών. Αθήνα, Γκοβόστης, 1940.
• Το χαμένο νησί· Φανταστική νουβέλα· Ξυλογραφίες Γ.Βελισσαρίδη. Αθήνα, Αετός, 1943.
• Το μπουρίνι· Ξυλόγραφίες Λουίζας Μοντεσάντου. Αθήνα, Γλάρος, 1943.
• Ο τρελός με τα κουδούνια. Αθήνα, Γλάρος, 1944.
• Πυρετός. Αθήνα, Δημητράκος, 1945.
• Το νερό της βροχής. Αθήνα, Αετός, 1950.
• Η μεγάλη λιτανεία. Αθήνα, Εστία, 1955.
ΙΙΙ. Ιστορία
• Η Ιστορία των Ελλήνων Α΄· Ο αρχαίος κόσμος. Αθήνα, Αετός, 1952.
ΙV. Ταξιδιωτική λογοτεχνία
• Από Ανατολή σε Δύση· (ταξιδιωτικά κείμενα). Αθήνα, Καστανιώτης, 1991
• Περιπλάνηση στον κόσμο. Ταξιδιωτικές εντυπώσεις (επιμ. Άντειας Φραντζή). Αθήνα, Εστία, 2003.
V. Διασκευές
• Ο πόλεμος της Τροίας και οι περιπέτειες του Οδυσσέα. Αθήνα, Εστία, 2004.
VI. Συγκεντρωτικές εκδόσεις
• Το μεγάλο συναξάρι. Αθήνα, Αετός, 1952.
• Νεανικά κείμενα · επιμέλεια Στρατή Πασχάλη. Αθήνα, Εστία, 1985.
• Νεανικά διηγήματα· Εισαγωγή και φιλολογική επιμέλεια Βαγγέλης Αθανασόπουλος. Αθήνα, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1993.
• Κριτική Θεάτρου 1946-1960. Αθήνα, Εστία, 1999.



ΒΙΒΛΙΑ 

Η μεγάλη χίμαιρα

"Η μεγάλη χίμαιρα" είναι ένα λεπτομερές ψυχογράφημα. Ο συγγραφέας καταπιάνεται με ένα γυναικείο χαρακτήρα και τον αναλύει συστηματικά. Η ιστορία της Μαρίνας, μιας νεαρής Γαλλίδας που ερωτεύεται, παντρεύεται και ακολουθεί τον άνδρα της στη Σύρα, στο πατρικό του σπίτι της Επισκοπής. Εκεί ζει, κάτω από τον βαρύ, αποδοκιμαστικό ίσκιο της πεθεράς της. Καθώς η Μαρίνα συνδέει την τύχη της με τα βαπόρια του άνδρα της, κάθε ψυχική της αναταραχή έχει περίεργες συνέπειες πάνω στη ζωή τους. Όταν έρχεται η οικονομική καταστροφή που είναι συνδεδεμένη με την ψυχική φθορά της ηρωίδας, τότε όλα μπαίνουν στο φαύλο κύκλο του έρωτα και του θανάτου.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 
Τον κοιτάει. Είναι νέος - πολύ νέος για καπετάνιος - ως τριάντα χρόνων. Όμορφος άντρας, με κορμί αρμονικό και πρόσωπο αδρό μα γλυκό, όπου γυαλίζουν δυο μάτια χρυσαφιά, χαμογελαστά και εξυπνότατα. «Ένας Έλληνας. Έτσι πάντα φανταζόμουν τους Έλληνες. Πρέπει να του μιλήσω ελληνικά».
Ναουκλερέ καλέ καγκατέ, Χαϊρέ! Ο καπετάνιος σαστίζει.
- Παρντόν, μαμζέλ. Δεν καταλαβαίνω τι λέτε. Μιλώ γαλλικά, αγγλικά, ιταλικά...
- Πώς! Ελληνικά δεν ξέρετε;
- Διάβολε! Είμαι Έλληνας.
- Η φράση που σας είπα είναι ελληνική. Αρχαία ελληνική.


- Δεν αποκλείεται. Αλλά...
- Τι εννοείτε; Σας βεβαιώνω ότι γνωρίζω πολύ καλά τη γλώσσα των προγόνων σας.
- Εγώ ομολογώ πως δεν είμαι τόσο δυνατός στη γλώσσα των προγόνων μου. Έχετε την καλοσύνη να ξαναπείτε τη φράση;
- Ευχαρίστως. Ναουκλερέ καλέ καγκατέ, Χαϊρέ!
Ο καπετάνιος αναστενάζει, πολύ στενοχωρημένος. Βγάζει από την τσέπη του ένα 

σημειωματάριο και ένα μολύβι.
- Παρακαλώ, δεν την γράφετε εδώ; Άμα την δω γραμμένη, ίσως την καταλάβω...
Με χέρι νευρικό, γράφει τη φράση. Ο καπετάνιος τη διαβάζει, και ξεσπάει σε γέλιο ομηρικό.
Ναύκληρε καλέ καγαθέ, χαίρε! Έτσι προφέρεται, κι όχι όπως το είπατε.
- Μιλώ με την ερασμιακή προφορά. Η δική σας, καθώς βλέπω, είναι εντελώς αλλιώτικη.
Είναι η σωστή. Μου την εξήγησε ο μικρός αδερφός μου, ένας νέος με μεγάλη μόρφωση. Το αποδείχνει, λέει, η μετρική, η προσωδία... Απόμειναν σιωπηλοί. Κοιτάζονταν και χαμογελούσαν. Κι η Μαρίνα είπε:
- Με συγχωρείτε που σας ενοχλώ, μα δεν έτυχε ποτέ να γνωρίσω Έλληνες. Είδα, λοιπόν, το πλοίο σας, το «Ιμαϊρά»...
- Πώς είπατε; Ιμαϊρά;
- Βεβαίως. Έτσι δε λέγεται το πλοίο σας;
Όχι, δεσποινίς. Λέγεται Χίμαιρα. Χίμαιρα.
http://bikiropoulos.blogspot.gr/



Γιούγκερμαν
Η ζωή και οι περιπέτειες του Βασίλη Κάρλοβιτς Γιούγκερμαν, γόνου μιας πλούσιας φιλανδικής οικογένειας, που έχει πάρει το δρόμο του γλεντιού, του ποτού, του χαρτοπαιγνίου, της απάτης και του εκβιασμού, και τον οποίο η ρωσική επανάσταση και άλλα γεγονότα τον οδηγούν ως τον τόπο μας. 
Στην Ελλάδα, ενώ σκοπεύει να εξακολουθήσει την ύποπτη δράση του, προσλαμβάνεται σε μια τράπεζα, γίνεται ανώτατος υπάλληλός της και καταλήγει οικονομική προσωπικότητα μεγάλης ολκής -πλουσιότατος, ισχυρός, πλην δυστυχισμένος.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 

[Οι συντροφιές και τα γλέντια του Γιούγκερμαν]

Ο Γιούγκερμαν, άψογος στο χώρο της εργασίας του, εξακολουθεί, τον πρώ­το τουλάχιστον καιρό, να είναι αχαλίνωτος στην ιδιωτική του ζωή. Μέθυσος και γυναικάς, αναζητούσε τους συντρόφους του για τα γλέντια στον Πειραιώτικο υπόκοσμο. Στο παρακάτω απόσπασμα βλέπουμε τον τρόπο με τον οποίο διασκέδαζε ο ήρωας με τη συντροφιά του καθώς και μια εικόνα από τη ζωή των νεόπλουτων κατοίκων της Αθήνας την πρώτη δεκαετία του μεσοπολέμου.

Σ' αυτά τα γλέντια είχε σύντροφο κάποιο Γιάννη Μόγια, έναν τύπο του λιμανιού, κάτι ανάμεσα σημειωτή εμπορευμάτων και πράχτορα φορτηγίδων. Μεγάλη λέρα, απ' το λιγδωμένο καπέλο και τα βρωμερά πόδια του ως τα βάθη του παρασυνειδήτου του. Είχ’ ένα μούτρο κρύο, κτηνώδες, στερημένο απ' την έκφραση των ματιών (φορούσε μέρα νύχτα μαύρα γυαλιά, γιατί έπασχε από τραχώματα). Η κουβέντα του ήταν γοργή, ξερή, ειπωμένη με φωνή βραχνιασμένου τενόρου. Δεν χαμογελούσε ποτέ· μα κι ούτε έδειχνε ποτέ θυμό η μορφή του, η τυποποιημένη σε μάσκα απάθειας. Κυκλοφορούσε πάντοτε με μια μεγάλη μοτοσικλέτα, που την έτρεχε δαιμονισμένα [...] Ήταν σκληρός κι απάνθρωπος με τις κοινές γυναίκες. Ήξερε να τις τυραννά με τη διεστραμμένη επιβολή του, με τις καταχθόνιες απειλές του και, αν το 'φερνε η ανάγκη, με το πιστόλι του. Σήκωνε το χέρι για το τίποτα, για το έτσι' και το κατέβαζε μ’ ορμή στα φτιασιδωμένα μούτρα, δέρνοντας για γούστο, για ένα ναι ή ένα όχι. Έπαιρνε ξωπίσω του, υπασπιστή και γελωτοποιό, το Νάσο τον καμπούρη, έν’ αποτρόπαιο έκτρωμα με κεφάλι καραγκιόζη και χέρια χιμπατζή, κρεμασμένα ως τη γη. Ο καμπούρης συμπλήρωνε το Μόγια σε κυνισμό και λαγνεία [...]
Αυτοί οι δυο ήσαν η ταχτική παρέα του Γιούγκερμαν. Τους γνώρισε κάποιο βράδυ, στο Ιντερνασιονάλ·* έσμιξαν αμέσως τα χνώτα τους και γίνηκαν αχώριστοι. Εκείνο τον καιρό (κατά το 1921) τα μέρη της Αθήνας και του Πειραιά όπου μπορούσες να διασκεδάσεις ήσαν λιγοστά. Ο πόλεμος της Μικρασίας συνεχιζόταν αβέβαιος, κρατώντας τον κόσμο σ’ εκνευρισμό. Στο αναμεταξύ οι νεόπλουτοι, μπουχτισμένοι από ευκολοκερδισμένο παρά και λιμασμένοι από μακροχρόνια νηστεία, το 'χαν ρίξει έξω. Γινόταν ένα γλέντι αλλιώτικο, ούτε πρωτόγονο ούτε συμβατικό, μα κάτι το άτοπο, το χυδαίο. Πρόβαλαν μέσα στην ξαφνιασμένη κοινωνία της Αθήνας άνθρωποι άγνωστοι, μυστήριοι, που κανείς δεν ήξερε πούθε βαστούσε η σκούφια τους, με τις τσέπες φίσκα στο χρήμα και δίχως συναίσθηση τι πάει να πει χρήμα. Σπαταλούσαν ποσά αφάνταστα σ’ ένα γλέντι κακόγουστο κι άνοστο, μη λογαριάζοντας τίποτα, μην ξέροντας πώς να διαθέσουν τα εκατομμύριά τους. Βασική προϋπόθεση του γλεντιού ήταν ν’ αποχτήσουν αμερικάνικο αυτοκίνητο και να τριγυρνάν στους ανύπαρχτους τότε δρόμους της Αττικής, αράζοντας σε ξωτικά λιμάνια ­Ραφήνα και Σκαραμαγκά - που ο μη εκατομμυριούχος μονάχα στ' όνειρό του μπορούσε να τα ιδεί. Ήσαν εκεί κάτι βρωμοταβέρνες, που παρίσταναν τα κέντρα πολυτελείας, που πουλούσαν τα τηγανητά μπαρμπούνια και τον μποτιλιαρισμένο σταφιδίτη σε τιμές αστρονομικές.
Είχαν και κάτι βρωμερές «αίθουσες δι’ οικογενείας» με μοναδική επίπλωση ένα ντιβάνι ξεχαρβαλωμένο από τα’ αμέτρητα αγκαλιάσματα της πελατείας.

Ivτερνασιoνάλ: κακόφημο κέντρο διασκέδασης στην Τρούμπα του Πειραιά.

Δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/











ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ ( 10 Μαρτίου 1925 – 23 Ιουνίου 2005)

 


Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οἱ λέξεις
Να μην τις παίρνει ὁ ἄνεμος.

«Κατά καιρούς μ’ έχουν χαρακτηρίσει καθαρά πολιτικό ποιητή. Προσωπικά δεν νομίζω ότι είμαι πολιτικός ποιητής. Είμαι ερωτικός και πολιτικός μαζί. Συνδυάζονται αυτά τα δύο. Είναι η εποχή που τα συνδύαζε αυτά τα δύο. Δηλαδή δεν μπορούσε να είναι κανείς ερωτικός ποιητής, ξεχνώντας το πολιτικό πλαίσιο εκείνης της εποχής που ήταν φουντωμένα τα πολιτικά πάθη. Υπήρχε το πολιτικό στοιχείο μέσα, η έκφραση της πολιτικής, μέσα από μια ερωτική κατάσταση όμως. Δεν ξέρω αν το καταλαβαίνουμε αυτό το πράγμα εύκολα. Γι’ αυτό αρνούμαι όλα αυτά περί “ποίησης της ήττας' και τα σχετικά. Δεν είναι ποίηση της ήττας. Είναι μια αγωνία για την εποχή, ένα άγχος για την εποχή. Όταν τελείωσε η εποχή, τελειώνει κι η ποίηση. Δεν μπορείς να γράφεις συνεχώς ποίηση. Δεν είμαι επαγγελματίας ποιητής. Αισθάνομαι την ποίηση σαν τρόπο έκφρασης επειδή δεν μπορούσα να εκφραστώ διαφορετικά. Δηλαδή ήταν η εποχή τόσο πιεσμένη, τόσο δύσκολη, που μόνο εκφράζοντας τον πόνο του μπορούσε κανείς να την αντέξει». Μανόλης Αναγνωστάκης http://tvxs.gr/ 


Ο Μανώλης Αναγνωστάκης (10 Μαρτίου 1925 – 23 Ιουνίου 2005) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Ιατρική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και μετεκπαιδεύτηκε στην Ακτινολογία στη Βιέννη. Εργάστηκε ως γιατρός στη Θεσσαλονίκη και από τα τέλη του 1978 ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Πολιτικά στρατευμένος από νεαρή ηλικία στο χώρο της ανανεωτικής αριστεράς, υπήρξε αρχισυντάκτης του φοιτητικού περιοδικού Ξεκίνημα (1944), πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου καταδικάστηκε από το στρατοδικείο σε θάνατο για την παράνομη πολιτική του δράση (1949). Το 1945 πραγματοποίησε την πρώτη επίσημη εμφάνισή του στο χώρο των γραμμάτων με την ποιητική συλλογή Εποχές.


Ο Μανόλης Αναγνωστάκης
σε νεαρή ηλικία.
Αρχείο - Συλλογή :
Δανδόλειος Βιβλιοθήκη


Ακολούθησαν οι Εποχές2 (εκδόθηκαν το 1948, κατά τη διάρκεια προφυλάκισης του ποιητή), οι Εποχές3 (1951), η Συνέχεια, η συγκεντρωτική έκδοση Τα ποιήματα 1941-1956 (1956), η Συνέχεια2 και η Συνέχεια3 (1962 - συμπεριλαμβάνονται στην έκδοση του 1956). Στη συνέχεια ο Αναγνωστάκης σιώπησε ποιητικά ως το 1970, οπότε δημοσίευσε ποιήματά του με τον γενικό τίτλο Ο στόχος στο συλλογικό τόμο 18 Κέιμενα. Από το 1959 ως το 1961 υπήρξε διευθυντής του περιοδικού Κριτική, μέσα από τις στήλες του οποίου πρόβαλε τα σύγχρονά του ευρωπαϊκά λογοτεχνικά ρεύματα. Συνεργάστηκε με την εφημερίδα Αυγή και τα περιοδικά Ελεύθερα Γράμματα, Φιλολογικά Χρονικά, Νέα Ελληνικά, Διάλογος, Επιθεώρηση Τέχνης, Εποχές, Ο Αιώνας μας, Θούριος, όπου έγραψε δοκίμια, μελέτες και κριτικές βιβλίων. Ο Μανώλης Αναγνωστάκης τοποθετείται στην πρώτη μεταπολεμική γενιά της νεοελληνικής ποίησης, γενιά που σημαδεύτηκε από τον χαρακτηρισμό ποίηση της ήττας, καθώς πολλοί δημιουργοί της διέγραψαν την πορεία από την αισιόδοξη πίστη στο κομμουνιστικό όραμα στην απαισιοδοξία που προέκυψε από τη διάψευση των προσδοκιών τους.
Από  http://biblionylis.blogspot.gr/

Ειδικότερα η γραφή του Αναγνωστάκη χαρακτηρίζεται από τη σταδιακή αναδίπλωση του ποιητή σ΄έναν προσωπικό του κόσμο - στα πλαίσια του οποίου επιχειρείται η διαφύλαξη των ανθρωπιστικών συναισθημάτων και αξιών που χάνονται στο σύγχρονο κόσμο - αναδίπλωση η οποία εκφράζεται κυρίως μέσω της κατ’ επίφασιν συναισθηματικής απόστασης του δημιουργού από τα θέματα που τον απασχολούν και της συχνά επιγραμματικής διατύπωσης. Συχνή είναι επίσης στο έργο του η παρουσία της μνήμης, των αναφορών στην παιδική ηλικία και τους φίλους, της ταύτισης ποίησης και ζωής, φίλοι. Έργα του Μανώλη Αναγνωστάκη μελοποιήθηκαν από τον Μίκη Θεοδωράκη και άλλους έλληνες συνθέτες και μεταφράστηκαν σε ξένες γλώσσες. 


Πέθανε στις 23 Ιουνίου του 2005.


Απρίλιος 1986. Στο Τυπογραφείο των εκδόσεων Στιγμή ο Μ. Αναγνωστάκης. Δίπλα του ο Ε. Γονατάς, η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου και όρθιος ο Σπύρος Τσακνιάς.[πηγή: περιοδ. Αντί, τ. 527-528, 1993 ] 













Εργογραφία
(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)

Ι.Ποίηση
• Εποχές· Με δύο σχέδια του Τάκη Αλεξανδρίδη. Θεσσαλονίκη, 1945.
• Εποχές2. 1948.
• Εποχές3. 1951.
• Η συνέχεια. 1954.
• Η συνέχεια2.
• Η συνέχεια3. 1962.
• Ο στόχος. 1970.
• Το περιθώριο ‘68-’69. Αθήνα, Πλειάς,1979.
• Υ.Γ. Αθήνα, 1983 (έκδοση εμπορίου, κανονική έκδοση 1992).

ΙΙ.Δοκίμια - Μελέτες - Άρθρα - Πεζά
• Υπέρ και κατά, τ.Α’-Β’. 1965.
• Αντιδογματικά. Αθήνα, Πλειάς, 1978.
• Τα συμπληρωματικά · Σημειώσεις κριτικής. Αθήνα, Στιγμή, 1985.
• Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης · Η ζωή και το έργο του · Μια πρώτη απόπειρα κριτικής προσέγγισης. Αθήνα, Στιγμή, 1987.
• Η χαμηλή φωνή ·Τα λυρικά μιας περασμένης εποχής στους παλιούς ρυθμούς · Μια προσωπική ανθολογία του Μανώλη Αναγνωστάκη. Αθήνα, Νεφέλη, 1990.
ΙΙΙ. Μεταφράσεις
• F.G.Lorca, Δύο Ωδές · Ωδή στον Salvador Dali · Ωδή στον Walt Whitman · Απόδοση Κλείτος Κύρου - Μανώλης Αναγνωστάκης. Θεσσαλονίκη, 1948.
ΙV. Συγκεντρωτικές εκδόσεις
• Τα ποιήματα (1941-1956). Αθήνα, 1956.
• Ποιήματα 1941-1971. Θεσσαλονίκη, 1971.

1961, μπροστά στα γραφεία της εφημ. Μακεδονία, με τον γιο του.
https://sarantakos.files.wordpress.com/

Ποιητική


-Προδίδετε πάλι την Ποίηση, θα μοῦ πεῖς,
Την ἱερότερη ἐκδήλωση τοῦ Ἀνθρώπου
Τη χρησιμοποιεῖτε πάλι ὡς μέσον, ὑποζύγιον
Τῶν σκοτεινῶν ἐπιδιώξεών σας
Ἐν πλήρει γνώσει τῆς ζημιᾶς που προκαλεῖτε
Με το   παράδειγμά σας στους νεωτέρους.

-Το τι δεν  πρόδωσες ἐσύ να   μοῦ πεῖς
Ἐσύ κι οἱ ὅμοιοί σου, χρόνια και χρόνια,
Ἕνα προς ἕνα τα ὑπάρχοντά σας ξεπουλώντας
Στις διεθνεῖς ἀγορές και τα   λαϊκὰ παζάρια
Και  μείνατε χωρίς μάτια για να   βλέπετε, χωρίς ἀφτιά
Ν᾿ ἀκοῦτε, μὲ σφραγισμένα στόματα και δε μιλᾶτε.
Για ποια   ἀνθρώπινα ἱερά μᾶς ἐγκαλεῖτε;

Ξέρω: κηρύγματα και ρητορεῖες πάλι, θα πεῖς.
Ἔ ναὶ λοιπόν! Κηρύγματα και ρητορεῖες.

Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οἱ λέξεις
Να μην τις  παίρνει ὁ ἄνεμος.

Φοβάμαι

Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου 'κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα 'σπαζαν στα μπουζούκια
κάθε βράδυ
και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.


Νέοι της Σιδώνος

Kανονικά δεν πρέπει νάχουμε παράπονο
Kαλή κι εγκάρδια η συντροφιά σας, όλο νιάτα,
Kορίτσια δροσερά- αρτιμελή αγόρια
Γεμάτα πάθος κι έρωτα για τη ζωή και για τη δράση.
Kαλά, με νόημα και ζουμί και τα τραγούδια σας
Tόσο, μα τόσο ανθρώπινα, συγκινημένα,
Για τα παιδάκια που πεθαίνουν σ' άλλην Ήπειρο
Για ήρωες που σκοτωθήκαν σ' άλλα χρόνια,
Για επαναστάτες Mαύρους, Πράσινους, Kιτρινωπούς,
Για τον καημό του εν γένει πάσχοντος Aνθρώπου.
Iδιαιτέρως σάς τιμά τούτη η συμμετοχή
Στην προβληματική και στους αγώνες του καιρού μας
Δίνετε ένα άμεσο παρών και δραστικό- κατόπιν τούτου
Nομίζω δικαιούσθε με το παραπάνω
Δυο δυο, τρεις τρεις, να παίξετε, να ερωτευθείτε,
Kαι να ξεσκάσετε, αδελφέ, μετά από τόση κούραση.
(Mας γέρασαν προώρως Γιώργο, το κατάλαβες;)


Στ' Αστεία Παίζαμε…
Στ' αστεία παίζαμε! 
Δε χάσαμε μόνο τον τιποτένιο μισθό μας 
Mέσα στη μέθη του παιχνιδιού σάς δώσαμε και τις γυναίκες μας 
Tα πιο ακριβά ενθύμια που μέσα στην κάσα κρύβαμε 
Στο τέλος το ίδιο το σπίτι μας με όλα τα υπάρχοντα. 
Nύχτες ατέλειωτες παίζαμε, μακριά απ' το φως της ημέρας 
Mήπως πέρασαν χρόνια; σαπίσαν τα φύλλα του ημεροδείχτη 
Δε βγάλαμε ποτέ καλό χαρτί, χάναμε χάναμε ολοένα 
Πώς θα φύγουμε τώρα; πού θα πάμε; ποιος θα μας δεχτεί; 
Δώστε μας πίσω τα χρόνια μας δώστε μας πίσω τα χαρτιά μας 
Kλέφτες! 
Στα ψέματα παίζαμε! 

Θεσσαλονίκη, Μέρες τοῦ 1969 μ.Χ.

Στην οδό Αιγύπτου ―πρώτη πάροδος δεξιά―
Τώρα υψώνεται το μέγαρο της Τράπεζας Συναλλαγών
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως.
Και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίξουνε από τα τόσα τροχοφόρα που περνούνε.
Άλλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε
Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται,
Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε
Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες·
Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες
Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα οι ίδιοι στα παιδιά τους
Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα
Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών των παιδιών τους.
Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε, υψώνεται Η Τράπεζα Συναλλαγών
―εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι αυτός συναλλάσσεται―
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως
―εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν―
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κι ο Ποιητής
Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησιές
Η Ελλάς των Ελλήνων.

Δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/